Sarajevo
 

 

 

Sarajevo 72 - 4/2013

 

replay: οι αιχμάλωτες λέξεις
(πρόλογος σε ένα καταστασιακό λεξικό)

Οι κοινοτοπίες με όσα κρύβουν, εργάζονται για την κυρίαρχη οργάνωση της ζωής. Μια απ’ αυτές τις κοινοτοπίες, υποστηρίζοντας ότι το γλωσσικό σύστημα δεν είναι διαλεκτικό, απαγορεύει την χρήση κάθε διαλεκτικής. Ωστόσο τίποτα δεν υποτάσσεται τόσο φανερά στη διαλεκτική όσο το γλωσσικό σύστημα σαν ζωντανή πραγματικότητα. Όλες οι κριτικές του παλιού κόσμου έγιναν με την γλώσσα αυτού του κόσμου, και παρ’ όλο αυτά εναντίον του - άρα, αυτομάτως, με μια άλλη γλώσσα. Κάθε επαναστατική θεωρία χρειάζεται να εφεύρει τις δικές της λέξεις, να καταστρέψει την κυρίαρχη έννοια των υπόλοιπων λέξεων και να ορίσει καινούργιες θέσεις μέσα στον “κόσμο των νοημάτων” - θέσεις που αντιστοιχούν στην καινούργια πραγματικότητα, η οποία μόλις σχηματίζεται και πρέπει να απαλλαγεί από την επικρατούσα σύγχιση. Οι ίδιοι λόγοι που εμποδίζουν τους αντιπάλους μας (τους αφέντες του Λεξικού) ν’ απολιθώσουν τη γλώσσα, επιτρέπουν σήμερα σ’ εμάς να εκφράσουμε καινούργιες θέσεις που αρνιούνται το υπάρχον νόημα. Ωστόσο ξέρουμε από τα πριν ότι οι ίδιοι ακριβώς λόγοι δεν μας επιτρέπουν να προβάλλουμε μια οριστική βεβαιότητα. Ένας ορισμός είναι πάντα ανοικτός, ποτέ οριστικός. Και οι δικοί μας ορισμοί ισχύουν ιστορικά, για μια συγκεκριμένη περίοδο, στενά συνδεδεμένη με μια συγκεκριμένη ιστορική πράξη.
Είναι αδύνατο να ξεφορτωθούμε έναν ολόκληρο κόσμο χωρίς ν’ απαλλαγούμε από το γλωσσικό σύστημα που τον κρύβει και τον διασφαλίζει, χωρίς να γυμνώσουμε την αλήθειά του. Η εξουσία είναι το διαρκές ψέμα και η “κοινωνική αλήθεια”. Το γλωσσικό σύστημα αποτελεί τη διαρκή εγγύησή της και το Λεξικό είναι η καθολική αναφορά της. Κάθε επαναστατική πράξη (praxis) βρέθηκε στην ανάγκη να συγκροτήσει ένα καινούργιο πεδίο σημείων και να εκφράσει μια καινούργια αλήθεια. Από τους Εγκυκλοπαιδιστές μέχρι την “κριτική της σταλινικής ξύλινης γλώσσας” (από τους πολωνούς διανοούμενους το 1956), αυτή η απαίτηση έμεινε σταθερή γιατί το γλωσσικό σύστημα είναι η κατοικία της εξουσίας, το καταφύγιο της αστυνομικής βίας της. Κάθε διάλογος με την εξουσία είναι βία, μια που είτε την υφίστασαι είτε σου την προκαλούν. Όταν η εξουσία εξοικονομεί τη χρήση των όπλων της, αναθέτει στο γλωσσικό σύστημα την φροντίδα να διαφυλάξει το καταπιεστικό κατεστημένο. Ακόμα περισσότερο, ο συνδυασμός και των δύο αποτελεί την πιο φυσική έκφραση κάθε εξουσίας.
Οι λέξεις απέχουν από τις ιδέες ένα μόνο βήμα κι αυτό το βήμα πάντα το κάνει η εξουσία και οι στοχαστές της. Όλες οι θεωρίες για το γλωσσικό σύστημα - απ’ τον ηλίθιο μυστικισμό του “όντος” μέχρι τον υπέρτατο (καταπιεστικό) ορθολογισμό της κυβερνητικής μηχανής - ανήκουν στον ίδιο κόσμο, στο λόγο της εξουσίας, που τον θεωρούν τον μοναδικό κόσμο στον οποίο μπορεί ν’ αναφέρεται κανείς σαν καθολική μεσολάβηση. Όπως ο χριστιανικός θεός είναι η αναγκαία μεσολάβηση ανάμεσα σε δύο συνειδήσεις κι ανάμεσα στη συνείδηση και στον εαυτό, ο λόγος της εξουσίας εγκαθίσταται στην καρδιά κάθε επικοινωνίας και γίνεται η αναγκαία μεσολάβηση ανάμεσα στο άτομο και τον εαυτό του. Έτσι καταφέρνει να καθυποτάξει την αμφισβήτηση τοποθετώντας την από τα πριν στο δικό του πεδίο, ελέγχοντάς την, υπονομεύοντάς την από τα μέσα. Η κριτική του κυρίαρχου γλωσσικού συστήματος, η μεταστροφή του, θ’ αποτελέσει σταθερή πρακτική της καινούργιας επαναστατικής θεωρίας.
Επειδή οι αρχές αποκαλούν διαστρέβλωση κάθε καινούργιο νόημα, θα επιβάλλουμε τη νομιμότητα της διαστρέβλωσης και θα καταγγείλουμε την απάτη του νοήματος που εγγυάται και δίνει η εξουσία. Επειδή το λεξικό είναι ο φύλακας του υπάρχοντος νοήματος, σκοπεύουμε να το καταστρέψουμε συστηματικά. Η αντικατάσταση του λεξικού (: του αφεντικού που μιλά και σκέφτεται στο όνομα κάθε κληρονομημένου και υποδουλωμένου γλωσσικού συστήματος) θα βρει το πλήρες νόημά της στην επαναστατική υπονόμευση του γλωσσικού συστήματος, στη μεταστροφή που σε μεγάλο βαθμό έκανε ο Μαρξ, συστηματοποίησε ο Λοτρεαμόν, και η Καταστασιακή Διεθνής προσφέρει σ’ όλον τον κόσμο.
...

Σε μια πειραματική φάση, από τον Ρεμπώ μέχρι τους σουρρεαλιστές, η ανυποταξία των λέξεων αποκάλυψε ότι η θεωρητική κριτική του κόσμου της εξουσίας είναι ταυτόσημη με μια πρακτική που τον καταστρέφει - και αυτό αποδεικνύει δυστυχώς η επαναφομοίωση όλης της τέχνης από την εξουσία και ο μετασχηματισμός της σε καταπιεστικές κατηγορίες του κυρίαρχου θεάματός της. “Ότι δεν σκοτώνει την εξουσία σκοτώνεται απ’ αυτήν”. Πρώτοι οι Ντανταϊστές έδωσαν στις λέξεις τη δυσπιστία τους, μαζί με μια θέληση “γι’ αλλαγή της ζωής”. Μετά τον Σάντ αυτοί διακήρυξαν το δικαίωμα να λέγονται τα πάντα, ν’ απελευθερωθούν οι λέξεις και “ν’ αντικατασταθεί η αλχημεία του ρήματος με μια αληθική χημεία” (Μπρετόν). Στο εξής η αθωότητα των λέξεων καταγγέλεται συνειδητά και το γλωσσικό σύστημα φανερώνεται σαν “η χειρότερη απ’ όλες τις συμβάσεις” που πρέπει να καταστραφούν, να αποφενακιστούν, και ν’ απελευθερωθούν. Οι σύγχρονοι του Νταντά δεν παρέλειπαν να υπογραμμίζουν τη θέλησή του να καταστρέψει τα πάντα (“Επιχείρηση καταστροφής” έλεγε ανήσυχος ο Αντρέ Ζιντ)  και πόσο επικίνδυνο ήταν για το κυρίαρχο νόημα. Με το Νταντά έγινε παράλογο να πιστεύουμε ότι μια λέξη είναι αιώνια δεμένη με μια ιδέα: το Νταντά πραγμάτωσε όλες τις δυνατότητες του λέγειν και γκρέμισε μια για πάντα την τέχνη ως ειδικότητα.’Εθεσε οριστικά το πρόβλημα της πραγμάτωσης της τέχνης. Ο υπερρεαλισμός έχει αξία μόνο ως προέκταση αυτής της απαίτησης και γι’ αυτό είναι αντίδραση όσον αφορά τα λογοτεχνικά έργα του. Η πραγμάτωση της τέχνης, η ποίηση (με την καταστασιακή έννοια), σημαίνει ότι δεν μπορούμε να πραγματωθούμε σ’ ένα “έργο”, αλλά ότι απλώς μπορούμε να πραγματωθούμε. Το “να λέγονται τα πάντα”, που εγκαινίασε ο Σαντ, επέβαλε κιόλας τη κατάργηση του πεδίου της διαχωρισμένης λογοτεχνίας (όπου μόνον ό,τι είναι λογοτεχνικό μπορεί να ειπωθεί). Μόνο που αυτή η κατάργηση - την οποία διακήρυξαν συνειδητά οι Ντανταϊστές, μετά τον Ρεμπώ και τον Λοτρεαμόν - δεν ήταν και ξεπέρασμα. Δεν υπάρχει ξεπέρασμα χωρίς πραγμάτωση, και δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε την τέχνη χωρίς να την πραγματώσουμε. Πρακτικά μάλιστα δεν υπήρξε ούτε κατάργηση εφόσον μετά τον Τζόυς, τον Ντυσάν και το Νταντά μια καινούργια θεαματική λογοτεχνία εξακολουθεί να κατακλύζει τον κόσμο. Το “να λέγονται τα πάντα” δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την ελευθερία να γίνονται τα πάντα.
Το Νταντά είχε μια ευκαιρία πραγμάτωσης με τον Σπάρτακο, την επαναστατική πρακτική του γερμανικού προλεταριάτου. Η αποτυχία αυτού του προλεταριάτου οδήγησε αναγκαστικά κι αναπόφευκτα στην αποτυχία του Νταντά. Έτσι, στις μετέπειτα καλλιτεχνικές σχολές (χωρίς να εξαιρέσουμε και το σύνολο των πρωταγωνιστών του), το Νταντά κατάντησε λογοτεχνική έκφραση του κενού της ποιητικής πρακτικής, έγινε η τέχνη που εκφράζει το κενό της καθημερινής ελευθερίας. Η έσχατη έκφραση αυτής της στερημένης από πρακτική τέχνης του “να λέγονται τα πάντα” είναι η λευκή σελίδα...
Η μοντέρνα ποίηση (πειραματική, αντιμεταθετική, χωριστική, υπερρεαλιστική ή νεοντανταϊστική) είναι το αντίθετο της ποίησης. Είναι το καλλιτεχνικό σχέδιο όπως το έχει επαναφομοιώσει η εξουσία. Καταργεί την ποίηση χωρίς να την πραγματώνει. Ζει από την αδιάκοπη αυτοκαταστροφή της ποίησης. “Γιατί λοιπόν να σώσουμε τη γλώσσα - αναγνωρίζει μίζερα ο Μαξ Μπένζε - όταν δεν υπάρχει πια τίποτα να ειπωθεί;” Ομολογία ειδικού! Παπαγάλισμα ή βουβαμάρα, αυτές είναι οι μόνες εναλλαγές των ειδικών της αντιμετάθεσης.
Η μοντέρνα σκέψη και τέχνη που εγγυάται η εξουσία (και εγγυώνται την εξουσία) κινούνται λοιπόν σ’ αυτό που ο Χέγκελ αποκαλούσε “γλώσσα της κολακείας”. Συνεισφέρουν στον εγκωμιασμό της εξουσίας και των προϊόντων της, τελειοποιούν την πραγμοποίηση και την κάνουν καθημερινή, κοινότυπη. Λέγοντας ότι “η πραγματικότητα συνίσταται στο γλωσσικό σύστημα” ή ότι το γλωσσικό σύστημα “δεν μπορεί να θεωρηθεί παρά καθεαυτό και για τον εαυτό του”, οι ειδικοί του γλωσσικού συστήματος καταλήγουν στο “γλωσσικό σύστημα - αντικείμενο”, στις “λέξεις - πράγματα” και αντλούν ευχαρίστηση από τον εγκωμιασμό της ίδιας τους της πραγμοποίησης. Το μοντέλο του πράγματος κυριαρχεί και γι’ άλλη μια φορά το εμπόρευμα βρίσκει την πραγμάτωσή του, τους ποιητές του. Η θεωρία του Κράτους, της οικονομίας, του Δικαίου, της φιλοσοφίας, της τέχνης, όλες αυτές οι θεωρίες έχουν σήμερα αυτόν τον χαρακτήρα της απολογητικής προφύλαξης.

Όπου η διαχωρισμένη εξουσία αντικαθιστά την αυτόνομη δράση των μαζών - συνεπώς όπου η γραφειοκρατία διευθύνει όλες τις πλευρές της κοινωνικής ζωής - επιτίθεται στο γλωσσικό σύστημα και υποβιβάζει την ποίησή του στη χυδαία πρόζα της πληροφόρησής της. Ιδιοποιείται αποστερητικά το γλωσσικό σύστημα (όπως και όλα τ’ άλλα) και το επιβάλλει στις μάζες. Έτσι το γλωσσικό σύστημα αναλαμβάνει να μεταδώσει τα μηνύματα της εξουσίας και να περικλείσει την σκέψη της. Είναι το υλικό υπόβαθρο της ιδεολογίας της. Η γραφειοκρατία αγνοεί ότι το γλωσσικό σύστημα είναι κατά πρώτο λόγο ένα μέσον επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων. Εφόσον κάθε επικοινωνία περνάει απ’ αυτήν, οι άνθρωποι φτάνουν στο σημείο να μην έχουν ανάγκη να μιλήσουν ο ένας στον άλλον: πρώτ’ απ’ όλα οφείλουν ν’ αναλάβουν το ρόλο του δέκτη μέσα σ’ αυτό το δίκτυο πληροφορικής επικοινωνίας, στο οποίο έχει υποβιβαστεί ολόκληρη η κοινωνία. Πρέπει να γίνουν δέκτες των διαταγών που τους επιβάλλουν να εκτελέσουν.
...

Η παρακμή της ριζοσπαστικής σκέψης μεγαλώνει σε μεγάλο βαθμό την εξουσία των λέξεων, τις λέξεις της εξουσίας. “Η εξουσία δεν δημιουργεί τίποτα, επαναφομοιώνει” (Κ.Δ. 8).  Οι λέξεις που σφυρηλατεί η επαναστατική κριτική είναι σαν τα όπλα που άφησαν οι παρτιζάνοι στο πεδίο της μάχης: περνούν στα χέρια της αντεπανάστασης και, όπως οι αιχμάλωτοι πολέμου, υποτάσσονται στο καθεστώς των καταναγκαστικών έργων. Οι πιο άμεσοι εχθροί μας είναι οι εκπρόσωποι της ψεύτικης κριτικής, οι αφοσιωμένοι υπάλληλοί της. Το διαζύγιο ανάμεσα στη θεωρία και την πρακτική αποτελεί την θεμελειώδη βάση της επαναφομοίωσης, της απολίθωσης της επαναστατικής θεωρίας σε ιδεολογία που μετασχηματίζει τις πραγματικές πρακτικές απαιτήσεις σε συστήματα ιδεών. Οι κάθε λογής ιδεολόγοι, τσοπανόσκυλα του κυρίαρχου θεάματος, είναι οι εκτελεστές αυτού του έργου. Μ’ αυτόν τον τρόπο ακόμα και οι πιο διαβρωτικές έννοιες χάνουν το περιεχόμενό τους και ξαναμπαίνουν σε κυκλοφορία στην υπηρεσία της συντηρούμενης αλλοτρίωσης. Οι έννοιες της ριζικής κριτικής γνωρίζουν την ίδια τύχη με το προλεταριάτο: τις στερούν από την ιστορία τους, τις ξεκόβουν από τις ρίζες τους. Είναι καλές, έτσι, μόνο για τις σκεψομηχανές της εξουσίας.
Όσον αφορά τις λέξεις, το απελευθερωτικό εγχείρημά μας μπορεί να συγκριθεί ιστορικά με την επιχείρηση των Εγκυκλοπαιδιστών. Από τη γλώσσα του “διχασμού” του Aufklarung (για να συνεχίσουμε την εικόνα που έδωσε ο Χέγκελ) έλειπε η συνειδητή ιστορική διάσταση. Ήταν οπωσδήποτε κριτική του παλιού, ρημαγμένου φεουδαρχικού κόσμου, αλλά αγνοούσε ολοκληρωτικά τον καινούργιο κόσμο που γεννιόταν: κανείς από τους Εγκυκλοπαιδιστές δεν ήταν δημοκρατικός. Αυτό το γλωσσικό σύστημα έκφραζε μάλλον τον διχασμό των ίδιων των αστών στοχαστών. Το δικό μας γλωσσικό σύστημα αποσκοπεί πρώτα και κύρια στην πρακτική που κομματιάζει τον κόσμο. Πρώτο του βήμα είναι να κομματιάσει τα πέπλα που τον καλύπτουν. Ενώ οι Εγκυκλοπαιδιστές αναζητούσαν την ποσοτική απαρίθμηση, την ενθουσιώδη περιγραφή ενός κόσμου αντικειμένων τη στιγμή που ξεδίπλωνε τα φτερά της η νικηφόρα πια αστική τάξη και το εμπόρευμα, το δικό μας λεξικό εκφράζει το ποιοτικό και την εφικτή νίκη που ακόμα δεν είναι πραγματικότητα. Εκφράζει το απωθημένο της συγχρονης ιστορίας (το Προλεταριάτο) και την επιστροφή του απωθημένου. Στόχος μας είναι η πραγματική απελευθέρωση του γλωσσικού συστήματος επειδή θέλουμε να το ρίξουμε στην χωρίς κανένα φραγμό πρακτική. Απορρίπτουμε κάθε γλωσσολογική ή άλλη εξουσία: μόνον η πραγματική ζωή δίνει το νόημα και μόνον η πράξη το επαληθεύει.
...

Αν για την ιδεολογία το πρόβλημα είναι να γνωρίζει με ποιον τρόπο κατεβαίνει κανείς από τον ουρανό των ιδεών στον πραγματικό κόσμο, το λεξικό μας θα είναι συνεισφορά στην επεξεργασία της καινούργιας επαναστατικής θεωρίας που το πρόβλημά της είναι να γνωρίσει πως μπορούμε να περάσουμε από την γλώσσα στη ζωή. Η πραγματική οικειοποίηση των λέξεων που εργάζονται δεν μπορεί να γίνει εφικτή έξω από την ιδιοποίηση της ίδιας της εργασίας. Η νίκη της απελευθερωμένης, δημιουργικής δραστηριότητας θα φέρει τη νίκη της επιτέλους απελευθερωμένης αυθεντικής επικοινωνίας.
Οι λέξεις δεν θα πάψουν να εργάζονται όσο θα εργάζονται οι άνθρωποι.

 

Mustafa Kayati
(Από το 10ο τεύχος της επιθεώρησης της Καταστασιακής Διεθνούς, 1966)

 
       

Sarajevo