Sarajevo
 

 

 

Sarajevo 71 - 3/2013

 

Sarajevo 71 - 3/2013

 

Sarajevo 71 - 3/2013

 

το άρωμα της ζωής: beasts of the southern wild

Μια όχι ακριβής μετάφραση (: μυθικά πλάσματα του νότου) μπορεί να αποκόβει μια ταινία απ’ την αισθητική (ή, ίσως, “ιδεολογική”) γενεαλογία της. Η “χειροποίητη” ταινία του Benh Zeitlin, κρατάει τον τίτλο της από μια συλλογή μικρών ιστοριών, δημοσιευμένη το 1973, απ’ τον Doris Betts· κι αυτός, με τη σειρά του, δανείστηκε τα “κτήνη της νότιας αγριάδας” από έναν στίχο ποιήματος του William Blake. Τα “κτήνη” που καλλιτεχνικά διέτρεξαν διάφορες εμπνεύσεις για να φτάσουν στη συγκεκριμένη ταινία, δεν είναι “μορφές” παρά μόνο οριακά. Είναι η “άγρια” ζωϊκή εμπειρία.
Κι έτσι πάει η ταινία. Ο τόπος της είναι συζητήσιμος (κάποιο σημείο στο δέλτα κάποιου ποταμού...), είναι ένας “μη - τόπος”, μια περιοχή που θα έπρεπε να μην κατοικείται - γιατί κινδυνεύει άμεσα από πλημμύρες εξαιτίας της τήξης των πάγων σε κάποιον μακρινό (;) πόλο της γης. Είναι ένας μη - τόπος εκτός πολιτισμού: ο πολιτισμός αρχίζει μετά το μεγάλο φράγμα, που προστατεύει την μεγάλη μακρινή πόλη· κι εκεί, στην ασφάλεια, ζουν “αυτοί που φοβούνται το νερό”. Ο χρόνος της ταινίας είναι σχεδόν τωρινός. Οι έκπτωτοι με δική τους επιλογή (και κατά “παράβαση των νόμων” για την προστασία τους) ζουν εκεί μια άγρια ζωή. Πίνουν, γιορτάζουν συνέχεια, τα σπίτια τους είναι αυτοκατασκευές μέσα σε σχεδόν σκουπιδότοπους, ψαρεύουν με τα χέρια, τρώνε με τα χέρια· απολαμβάνουν την σκληρή τρυφερότητα των πλασμάτων που ακούνε τις καρδιές των άλλων ζωϊκών πλασμάτων...
Αυτή η σκληρή τρυφερότητα παρουσιάζεται μέσα απ’ την σχέση μιας πιτσιρίκας με το πατέρα της. Αυτός την μαθαίνει, χωρίς “χάδια και φιλιά”, με την σκληρότητα ενήλικου προς ενήλικο, αυτά που χρειάζεται για να επιβιώνει στο δύσκολο και διαρκώς απειλούμενο (απ’ τον πολιτισμό αλλά και τους υπό τήξη πάγους) κόσμο τους. Εκείνη ζει διαρκώς μέσα σε άλλα ζώα, μικρότερα και μεγαλύτερα, σαν αγριμάκι. Θαυμάζει τον πατέρα της, αλλά εκδηλώνει εύκολα απέναντί του και ένα είδος (παιδιάστικης) οργής / κατάρας. Απούσα / παρούσα σαν υπενθύμιση μιας κρίσιμης απουσίας: η μάνα της, ένα άλλο αγρίμι...
Οι εικόνες δεν είναι αλληγορικές - είναι ελεγειακές. Μοιάζουν (οριακά ειν’ η αλήθεια) με τους τόπους που μαστόρευε ο Τζον Στάιμπεκ, στα μυθιστορήματά του για το “περιθώριο” της εργατικής τάξης στις μεταπολεμικές ηπα. Μόνο που εδώ δεν πρόκειται για ένα τέτοιο περιθώριο· μάλλον πρόκειται για μια σύνθεση εκείνου που έχει ονομαστεί απ’ τους ανθρωπολόγους πολιτισμοί της σκληρότητας με τους τωρινούς καιρούς. Αληθινά τέρατα υπάρχουν στην υπόθεση, σαν διήγηση μιας δασκάλας και σαν φαντασίωση της μικρής άγριας: θα “απελευθερωθούν” μετά το λιώσιμο των πάγων, και αυτά τα αυθεντικά τέρατα “τρώνε τους γονείς τους” - κάτι που γυροφέρνει σαν υπονοούμενο της μιας άκρης της δικής της σχέσης με τον πατέρα της...

Κι ενώ η σκηνοθεσία αυτής της “εξωπολιτισμικής” (“ινδιάνικης”...) σκληρής τρυφερότητας είναι εικαστικά εξαιρετική, η σεναριακή γραμμή γίνεται, από ένα σημείο και μετά, συντηρητική (και προβληματική με καθαρά αφηγηματικούς όρους). Ο “πολιτισμός είναι καλός” διηγείται στην εξέλιξή της η ταινία, γιατί έχει γιατρούς... Το μικρό αγρίμι δραπετεύει προς στιγμήν προς αυτήν την μεριά, του πολιτισμού, προς ένα πλωτό μπουρδέλο, σε αναζήτηση της μητρικής ζεστασιάς. Την βρίσκει με κάποιον τρόπο, και επιστρέφει στον μη-τόπο “εξημερωμένη”: με αγάπη προς τον πατέρα που πεθαίνει, τρώει (και τον ταΐζει) με κουτάλι· και, αλληγορικά, “αποκρούει” τα απελευθερωμένα απ’ την τήξη των πάγων τέρατα με το αφοπλιστικό: είστε φίλοι μου, αλλά θέλω να φροντίσω την οικογένειά μου.
Είναι ο κόσμος πίσω απ’ το φράγμα, ο κόσμος “που φοβάται το νερό”, και που τις καρδιές της ακούνε (και τις μελετούν) μόνο οι γιατροί ένας κόσμος πιο ζεστός, πιο ανθρώπινος; Αφού κηδέψει τον πατέρα της με το αρχαίο τελετουργικό των υδάτινων μνημάτων, η μικρή Hushpuppy και οι υπόλοιποι της κοινότητας μοιάζουν να “επιστρέφουν” (ή, πιο σωστά, να παραδίνονται...) σ’ αυτόν τον κόσμο που ως λίγο πριν αποστρέφονταν. Άρα ναι, αυτός ο κόσμος είναι καλύτερος (για την ταινία)...

O Zeitlin έφτιαξε το φιλμ με μια κολλεκτίβα νεοϋρκέζων καλλιτεχνών, που λέγονται Court 13. H ομάδα αυτή εγκαταστάθηκε στη Ν. Ορλεάνη μετά τις καταστροφές του τυφώνα “Katrina”, και η εικαστική επιρροή της στη σκηνοθεσία είναι καθοριστική. Η κινηματογράφιση (η “κάμερα στο χέρι”) μοιάζει να έχει επιρροές απ’ το “δόγμα 95” των Trier και Vinterberg - και ο κόσμος του Bathtub (το όνομα του μη - τόπου) είναι λες και φτιάχτηκε σωρευτικά, απ’ το πέρασμα χιλιάδων χεριών. Αλλά το “ηθικό δίδαγμα” (εάν μπορούμε να μιλάμε για κάτι τέτοιο) του beasts of the southern wild μοιάζει αναντίστοιχο με την ένταση της ταινίας και του κόσμου που εικονογραφεί. Πιο σωστά: μοιάζει πρόχειρο. (Αλλά συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες: κάπως πρέπει να τελειώνουν οι ταινίες, ειδικά οι ανεξάρτητες παραγωγές, κι ακόμα πιο ειδικά όταν τελειώνουν τα λεφτά...)

 
       

Sarajevo