|
|
για να νικήσουμε (κάπου...)
πρέπει να ιδρώσουμε - και να ματώσουμε...
Είναι εύκολο ή δύσκολο να τελειώνουν απεργίες (παρά τους όρκους περί αποφασιστικότητας...) με δικαστές και αστυνομικούς; Είναι πανεύκολο - και συμβαίνει εδώ και χρόνια. Κανένας απεργός δεν είναι, φυσικά, superman. Όμως...
Η πολεμική διάταξη την οποία τα αφεντικά έχουν παρουσιάσει πολύ πριν την “κρίση” είναι σαφής, και δεν σηκώνει παρεξηγήσεις ή “δεν ξέρω”. Το παλιό συμβόλαιο, σύμφωνα με το οποίο η “πεμπτουσία” του “κράτους πρόνοιας” ήταν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των “κοινωνικών εταίρων” και οι αμοιβαίες υποχωρήσεις έως ότου διαμορφωθεί ένας κοινά αποδεκτός μέσος όρος (ικανοποίησης) των συμφερόντων τους, έχει κουρελιαστεί προ πολλού. Φυσικά επρόκειτο για μια κρατικο-καπιταλιστική διαχείριση που απέφερε πολλά και διάφορα οφέλη στους “εκπροσώπους” των κάθε φορά μισθωτών. Επιπλέον (κι αυτό ισχύει στην ελληνική περίπτωση αλλά όχι μόνο) η διαπραγμάτευση μπορούσε να γίνει (και γινόταν) και κάτω απ’ το τραπέζι... Μ’ αυτά τα δεδομένα η μεσολάβηση / ανάθεση έγινε η μοναδική επιθυμητή επιλογή για τους κάθε φορά αγωνιζόμενους (εντός ή εκτός εισαγωγικών)· οι συνδικαλιστές απέκτησαν αίγλη ταχυδακτυλουργών· και οι εκπροσωπούμενοι καλόμαθαν ακόμα και σε μηδαμινά “κέρδη” (τα οποία ωστόσο αποκτούσαν χωρίς να ιδρώσουν) και παραιτήθηκαν απ’ το στοιχειώδες καθήκον τους να ελέγχουν τους εκπροσώπους τους. Όμως, το ξαναλέμε, αυτό το συμβόλαιο έχει ακυρωθεί εδώ και πολύ πολύ καιρό.
Η πολεμική διάταξη, λοιπόν, των αφεντικών και των δικών τους εκπροσώπων (πολιτικών, κλπ) είναι η εξής:
α) ΔΕΝ “δίνουμε” - γιατί “δεν έχουμε”, γιατί “δεν θέλουμε”, γιατί “δεν μας αφήνουν”, γιατί “η πατρίς κινδυνεύει”...
β) Μπορείτε (εμείς, η σύγχρονη εργατική τάξη είμαστε αυτοί...) να εκτονώνεσθε, να φαντασιώνεσθε, να ψωνιζόσαστε, να θυμώνετε, αλλά ΔΕΝ μπορείτε να επιδιώκετε (και να δοκιμάσετε) να μας αναγκάσετε ξανά σε διαπραγματεύσεις, δηλαδή σε υποχωρήσεις. (Οι εξαιρετικά λίγες περιπτώσεις όπου αυτό συμβαίνει “κάτω απ’ το τραπέζι” είναι εξαιρέσεις στον κανόνα).
γ) Οποτεδήποτε δοκιμάσετε να μας “πιέσετε” με αξιώσεις, θα σας αντιμετωπίσουμε στρατιωτικά. Το “στρατιωτικά” περιλαμβάνει την αστυνομία, τα δικαστήρια, τους νόμους, τους φασίστες, το οργανωμένο έγκλημα, τα μήντια / προπαγάνδα, και οτιδήποτε άλλο μπορεί να βοηθήσει στην καταστολή, άμεση (φυσική) ή έμμεση (συναισθηματική).
Η διάταξη αυτή είναι πολύ απλή, και επίσης είναι τόσο οφθαλμοφανής ώστε... Με άλλα λόγια μπορεί να περιγραφτεί ως εξής: τα αφεντικά και το κράτος έχουν (θέλουν να έχουν) το “μονοπώλιο” των αποφάσεων· “κατανοούν” φυσικά την ύπαρξη αντιδράσεων και αντίθετων συμφερόντων, την διαχειρίζονται όμως α-πολιτικά (“ανθρωπιστικά”, μέσω της εγκληματοποίησης, κλπ κλπ) επειδή το ζωτικό πολιτικό συμφέρον τους είναι, πέρα απ’ το να κρατήσουν το μονοπώλιο των αποφάσεων, να δείχνουν ξανά και ξανά ότι οι αμφισβητήσεις και ο ανταγωνισμός κατά των συμφερόντων τους είναι de facto “άνομες / παράνομες” συμπεριφορές· όπου χρειάζεται ο “αντίπαλος” (η μία ή η άλλη κατηγορία μισθωτών) να ηττηθούν παραδειγματικά, εκθέτουν και παρατάσσουν (τα αφεντικά και το κράτος) την τεχνική (αστυνομική, νομική, προπαγανδιστική) υπεροπλία τους.
Αυτό το τελευταίο είναι (τουλάχιστον με τα τωρινά δεδομένα) ταυτόχρονα το δυνατό και το αδύνατο σημείο τους. Έναντι υποκειμένων που είτε είναι περιθωριοποιημένα, είτε είναι συκοφαντημένα, είτε είναι εύκολο να συκοφαντηθούν, η “στρατιωτική” αντιμετώπιση μπορεί να φτάσει μέχρι την πραγματική άσκηση βίας: ως τα ανοιγμένα κεφάλια. Έναντι υποκειμένων, όμως, που δεν είναι περιθωριοποιημένα και που, παρά τις συκοφαντικές / προπαγανδιστικές εκστρατείες, διατηρούν (είτε επειδή έχουν φροντίσει γι’ αυτό, είτε από κοινωνική συνήθεια) συμπάθειες σε άλλα, διαφορετικά κοινωνικά υποκείμενα (του “κοινωνικού κέντρου”), σ’ αυτές τις περιπτώσεις λοιπόν, η στρατιωτική διαχείριση πρέπει να είναι αναίμακτη όσο το δυνατόν περισσότερο. Πρέπει να είναι συμβολική και ψυχοσυναισθηματική, αλλά να μην φτάσει (και να μην διαβεί) το όριο της ανοικτής βίας, του αίματος, των ανοιγμένων κεφαλιών· ενός θεάματος που απ’ την μια μπορεί να φοβίζει, απ’ την άλλη όμως θα αυξήσει τον (κοινωνικό) θυμό και, ενδεχομένως, την βία των αντιδράσεων. Σαν τέτοια υποκείμενα, “ευπαρουσίαστα”, τόσο ώστε το ματοκύλισμά τους σε περίπτωση αγώνα να αποτελεί εξαιρετικά οριακή “επιλογή” του κράτους και των αφεντικών, μπορούμε να αραδιάσουμε ενδεικτικά: νοσοκομειακοί γιατροί, δάσκαλοι / καθηγητές, μισθωτοί των δήμων και λοιπών οτα, μισθωτοί της δεη... και εργαζόμενοι στα μαζικά μέσα μεταφοράς...
Επειδή η πολεμική διάταξη των αφεντικών είναι γνωστή, κανείς δεν μπορεί να παριστάνει τον ανήξερο. Η ίδια η “κρίση” και η διαχείρισή της δεν σημαίνουν, στο πεδίο των ταξικών αναμετρήσεων, τίποτ’ άλλο από πλήρη γενίκευση (της χρήσης) αυτής της διάταξης. Κατά συνέπεια, κάθε εργατικός / εργασιακός αγώνας που (λόγω αιτημάτων, λόγω θέσης των αγωνιζόμενων, ή λόγω συγκυρίας) απειλεί - ή θέλει να απειλήσει - το “δικαίωμα” αρνησικυρίας των αφεντικών και του κράτους, και θέλει να τους “σύρει” σε κάτι που το έχουν αποκλείσει, δηλαδή σε διαπραγμάτευση και υποχωρήσεις, πρέπει εκ των προτέρων να έχει προετοιμαστεί γι’ αυτό που θα αντιμετωπίσει. Οφείλουν (τα υποκείμενα κάθε τέτοιου αγώνα) να έχουν διαμορφώσει την τακτική τους για να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά αυτό που ο ταξικός αντίπαλος έχει ξεκαθαρισμένο ότι θα κάνει. Και, σίγουρα, οφείλουν αυτά τα υποκείμενα να έχουν προ-σχεδιάσει (και να έχουν προ-ετοιμαστεί πολιτικά, οργανωτικά και ψυχοσυναισθηματικά) το πως θα αντιμετωπίσουν την στρατιωτική διάταξη απέναντί τους, ανάλογα με τις μορφές που αυτή θα πάρει.
Δεν πρόκειται για κάτι δύσκολο, ούτε όμως είναι απλό / απλοϊκό, κάτι που γίνεται “αυτόματα”. Ένα πρώτο παράδειγμα: η αντιμετώπιση των προπαγανδιστικών / συκοφαντικών μηχανισμών, που λέγονται μ.μ.ε. Είναι συνηθισμένο σε διάφορες περιπτώσεις επιμέρους απεργιών να “καταγγέλονται” τα μήντια ή κάποιοι / ες υπηρέτες τους, για τον ρόλο που παίζουν... Όμως ο προπαγανδιστικός μηχανισμός του αντιπάλου δεν αντιμετωπίζεται με “καταγγελίες”, ούτε με κατάρες... Δεν αντιμετωπίζεται επίσης με δήθεν “έκπληξη” και δήθεν “αγανάκτιση” για το γεγονός ότι υπάρχει σαν τέτοιος! Και, φυσικά, δεν αντιμετωπίζεται συμμετέχοντας εθελοντικά στην “αγκαλιά” του, στη γνωστή σκηνοθεσία των “αντίπαλων παραθύρων” ή ό,τι άλλο σκαρφιστούν οι ειδικοί του. Οποιοδήποτε σύνολο εργατών / μισθωτών σκοπεύει να δώσει αγώνα που προμηνύεται δύσκολος και σκληρός, οφείλει να χρησιμοποιήσει στο μέγιστο δυνατό βαθμό τα δικά του (προπαγανδιστικά) μέσα· και να καλέσει τους όποιους συμπαραστάτες να δουλέψουν ειδικά σ’ αυτόν τον τομέα. Είναι αυτό που 99 φορές στις εκατό δεν συμβαίνει (επειδή, δήθεν, “δεν γίνεται χωρίς τα μήντια”). Και, φυσικά, φτάνει στα όρια της βλακείας το γεγονός ότι τόσοι και τόσοι απεργοί σε τομείς (δημόσιων) υπηρεσιών συνήθως (το “συνήθως” αφορά δεκαετίες) αδιαφορούν για τους χρήστες / πελάτες αυτών των υπηρεσιών· γι’ αυτούς, δηλαδή, στους οποίους κατεξοχήν απευθύνεται η συκοφαντική προπαγάνδα του εχθρού (κράτος και αφεντικών) έτσι ώστε να νομιμοποιηθεί η κλιμάκωση της στρατιωτικής αντιμετώπισης. Πώς είναι δυνατόν να πάρουν (μεγάλο) μέρος των χρηστών / πελατών των μ.μ.μ. ή των νοσοκομείων, ή των σχολείων μαζί τους οι όποιοι αντίστοιχοι απεργοί; Θέλει συστηματική δουλειά καιρό πριν την έναρξη της απεργίας, (2, ή 3, ή 4 εβδομάδες για να δώσουμε μια κλίμακα χρόνου)· κυρίως θέλει τον κόπο να ασχοληθούν όλοι όσοι προτίθενται να απεργήσουν (και περιμένουν τις δεδομένες κινήσεις του αντιπάλου) με αυτούς που (αν οι απεργοί αδρανήσουν κι αφήσουν την τύχη τους στα media) θα χρησιμοποιηθούν εναντίον τους.
Στο σύνολό της τώρα η αντιμετώπιση της πιθανότατης στρατιωτικής διάταξης, είναι έργο πολιτικο-τεχνικής τακτικής και ετοιμότητας. Ο στόχος δεν μπορεί να είναι άλλος απ’ την υπερφαλάγγισή της έτσι ώστε ο αντίπαλος (αφεντικά / κράτος) να χάσει την “πολιτικο-ιδεολογική” αξιοποίηση αυτής της “πανοπλίας”, άρα να χάσει την πανοπλία την ίδια (όχι με την έννοια της διάλυσης των σχετικών μηχανισμών, αλλά με την έννοια της ακύρωσης του συγκεκριμένου αποτελέσματος που πρέπει να παράξουν). Ανάλογα με το τμήμα της στρατιωτικής διάταξης και ανάλογα με την συγκυρία, η “υπερφαλάγγιση” με το νόημα που της δίνουμε μπορεί να έχει διάφορες μορφές. Για παράδειγμα, απέναντι στην κήρυξη μιας απεργίας σαν “παράνομης και καταχρηστικής” υπάρχουν (και έχουν χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν...) διάφοροι αποτελεσματικοί ελιγμοί: σταμάτημα της απεργίας για μία ή δύο ημέρες, κήρυξη στάσεων εργασίας ενδιάμεσα, προκήρυξη άλλης με ελαφρά διαφορετικά αιτήματα, κ.ο.κ.
Η αντιμετώπιση της αστυνομίας είναι ένα άλλο, σημαντικό κεφάλαιο. Δεν θα γίνουμε αναλυτικοί, ωστόσο εάν η “χρήση της αστυνομίας” είναι κεντρική για την εξέλιξη ή μη μιας απεργίας, ενός εργατικού / εργασιακού αγώνα, έχει εξίσου κεντρική σημασία το να ακυρωθεί / βραχυκυκλωθεί αυτή η χρήση. Η πλούσια πείρα των εργατικών (ή άλλων κοινωνικών) αγώνων δείχνει ότι υπάρχει μεγάλη γκάμα “παθητικών” ή/και “ενεργητικών” μέσων (ως την ανοικτή οδομαχία / σύγκρουση) που, ανάλογα με τις περιστάσεις, έχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ποιό είναι αυτό; Είτε να αναγκάσει τον αντίπαλο να αποσύρει αυτό το (αστυνομικό) εργαλείο του· είτε να τον αναγκάσει να το χρησιμοποιήσει “περισσότερο” απ’ ότι είναι σε θέση να δικαιολογήσει στο “κοινό” του· και, κατά κάποιον τρόπο, να το “κάψει”. Έχει σημασία ωστόσο να λαμβάνει κάθε αγωνιζόμενο υποκείμενο υπ’ όψη το εξής (απλό και κατανοητό): σε κάθε περίπτωση και κάθε είδος “αναμέτρησης” με την αστυνομία οι δικές του (του υποκειμένου) προπαγανδιστικές δυνατότητες και δυνάμεις πρέπει να είναι σε πλήρη ετοιμότητα και ανεξάρτητη (απ’ τα καθεστωτικά μήντια) λειτουργία. Γιατί όταν η αναμέτρηση περιλαμβάνει και φυσική βία, δεν είναι καθόλου σωστό ότι “οι εικόνες μιλούν μόνες τους”!!! Τα “ανοιγμένα κεφάλια” απεργών ΔΕΝ μιλούν από μόνα τους· σίγουρα δεν εκφωνούν την μαχητική αποφασιστικότητα· πολύ εύκολα μπορεί να παράξουν την παράλυση του φόβου.
Έστω. Όσο σοβαρά και να γράφουμε τα παραπάνω είναι, στην πραγματικότητα, το “α” και το “β” του αλφάβητου των αγώνων. Παραβιάζουμε ανοικτές πόρτες αν παραμυθιαστούμε πως λέμε κάτι καινούργιο ή πρωτότυπο. Όμως αυτά τα κοινότυπα ακούγονται σαν “κορακίστικα” (ή σαν εξτρεμισμός;) στις σημερινές συνθήκες. Τι φταίει;
Πάρτε για παράδειγμα την απεργία των εργαζόμενων στο μετρό, στην Αθήνα (17 - 25 Ιανουαρίου). Πρόκειται για μια απεργία που έχει διαγράψει την δική της σύντομη μυθολογία σαν “ιδιαίτερα σημαντική” - ενώ, αντίθετα, θα έπρεπε να την δείχνουν πολλοί σαν παράδειγμα του πως ΔΕΝ πρέπει να γίνονται οι απεργίες. Όμως τέτοιοι δεν υπάρχουν· και διακινδυνεύουμε να γίνουμε (ξανά) “κακοί” μιλώντας χωρίς προσχήματα.
Να το ξεκαθαρίσουμε απ’ την αρχή: ο στόχος της συγκεκριμένης απεργίας, η υπεράσπιση δηλαδή των συλλογικών συμβάσεων των εργαζόμενων στο μετρό, ήταν και δίκαιος και πολύ σοβαρός. Πολύ σοβαρός με την έννοια της μετωπικής αντίθεσης με την μεθόδευση (εκ μέρους του κράτους και όλων των αφεντικών) της γενικής υποτίμησης της εργασίας, που περνάει μέσα και απ’ την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων. Είναι τόσο σοβαρό το θέμα ώστε οποιοιδήποτε αποφάσιζαν να απεργήσουν θα έπρεπε να ξέρουν απ’ τα πριν πως θα συναντήσουν απέναντι τους όλο το οπλοστάσιο αυτού που πριν ονομάσαμε στρατιωτική διαχείρηση.
Άρα, για να έχει ελπίδες επιτυχίας / νίκης, αυτή η απεργία έπρεπε να είναι καλά προετοιμασμένη. Από κάθε άποψη. Τόσο μεταξύ των εργαζόμενων, όσο και απέναντι στους χρήστες / πελάτες του μετρό. Η σωστή προετοιμασία δεν ήταν (είναι) πολυτέλεια που μπορεί κάποιος να προσπεράσει με κάλπικες κραυγές του είδους “βουρρ”: έτσι κι αλλιώς η ημερομηνία λήξης των συλλογικών συμβάσεων που απέμειναν απ’ το τσεκούρωμα του 2012 ήταν από τότε γνωστή, όπως και το τι θα ακολουθούσε. Συνεπώς χρόνος προετοιμασίας υπήρχε, άφθονος.
Αλλά καμία προετοιμασία δεν έγινε... Την απεργία την αποφάσισαν “μόνοι τους” οι συνδικαλιστές των δ.σ., μιας και η συνάντησή τους της προηγούμενης ημέρας (Τετάρτης 16/1) με τον υπ.οικ. δεν είχε θετικό αποτέλεσμα... Στην πράξη, η μόνη “προετοιμασία” που γινόταν επί μήνες ήταν “ο διάλογος” (με τις διοικήσεις των οργανισμών) και η διασπορά της διαβρωτικής φήμης / “εκτίμησης” ότι, τελικά, θα εξαιρεθούν οι δεκο των μμμ απ’ την “ένταξη στο ενιαίο μισθολόγιο” (άρα και την κατάργηση των συμβάσεών τους). Το γεγονός, λοιπόν, είναι ότι επί μήνες ο μόνος που όντως προετοιμαζόταν ήταν ... ο αντίπαλος.
Και ενώ, τις 4 πρώτες ημέρες, κοιτώντας απ’ έξω, η απεργία φαινόταν να γίνεται μαζικά, επρόκειτο για μαγική εικόνα. Πολλοί (άγνωστο πόσοι) απ’ τους εργαζόμενους του μετρό έπαιρναν αναρρωτικές άδειες ή μαζεμένα ρεπό αντί να απεργούν - κι αυτό το ξέρουν (και το παραδέχονται εργαζόμενοι που όντως απεργούσαν...) Είναι μια τακτική που έχει χρησιμοποιηθεί ξανά και ξανά σε παρόμοιες απεργίες (ας πούμε στους οτα), και σημαίνει, απλά, fake απεργία. Είναι τόσο στενόμυαλη αυτή η τακτική ώστε αδιαφορεί απόλυτα για το γεγονός ότι οι προπαγανδιστικοί μηχανισμοί του αντιπάλου θα την αξιοποιήσουν αυτήν την εξαπάτηση, για να δυσφημήσουν την απεργία. Διότι είναι άλλο πράγμα να απεργείς (για ένα, μάλιστα, σοβαρό ζήτημα) και είναι άλλο να παριστάνεις ότι απεργείς! Όμως η παράσταση είναι προϊόν μιας μακρόχρονης αλλοτρίωσης / συνειδησιακής εξαθλίωσης: εμείς παριστάνουμε ότι απεργούμε· εσείς παριστάνετε ότι μας φοβόσαστε· και κάπου πίσω, πάνω ή κάτω απ’ το τραπέζι, “θα τα βρούμε”... Είναι δυνατόν, ωστόσο, να αποδίδουν αυτά τα φτηνά συνδικαλιστικά κόλπα ακόμα;
Στις 21 Γενάρη, ημέρα Δευτέρα, η απεργία κρίθηκε από δικαστήριο παράνομη και καταχρηστική. Ήταν άραγε αυτή η κίνηση του αντιπάλου “απρόσμενη”; Όχι βέβαια!!! Είχαν οι απεργοί (ή οι σοφοί τους εκπρόσωποι) έτοιμο σχέδιο “απάντησης”; Όχι. Ο γενικός γραμματέας του “σωματείου εργαζομένων λειτουργίας μετρό αθήνας” (σελμα) ανακοίνωσε ότι το σωματείο κηρύσσει νέα απεργία συμπαράστασης σε δύο εργαζόμενους στο μετρό που υπέστησαν καρδιακή προσβολή ενώ εργάζονταν σε βάρδια επιφυλακής... Δείχνει αυτό σοβαρότητα και κάποια, έστω στοιχειώδη, πρόνοια για την πιθανότητα κήρυξης “παράνομης” της απεργίας για την υπεράσπιση των συλλογικών συμβάσεων; Όχι.
Η ιστορία λέει ότι οι συνδικαλιστές του σελμα κάλεσαν εκείνη τη Δευτέρα σε επείγουσα συνάντηση τους συνδικαλιστές αρκετών δεκάδων άλλων σωματείων... Κίνηση εντυπωσιασμού, την στιγμή που αυτοί οι συνδικαλιστές του σελμα ΔΕΝ είχαν καλέσει ως τότε (και ΟΥΤΕ κάλεσαν μετά) συνέλευση των ίδιων των απεργών!... Θεωρητικά καλή είναι η συμπαράσταση σε μια απεργία. Όμως πριν την συμπαράσταση είναι απόλυτα αναγκαία η (ανα)συγκρότηση των ίδιων των απεργών. Αν δεν υπάρχει αυτή, τότε οι εκκλήσεις και οι συμπαραστάσεις εκφυλίζονται πολύ γρήγορα σε θέατρο δημόσιων σχέσεων, που σαν τέτοιο τίποτα δεν μπορεί να κάνει κατά του αντιπάλου.
Πραγματικό θέατρο! Γιατί στις 24 Γενάρη η κυβέρνηση αποφάσισε την πολιτική επιστράτευση των απεργών! Άλλο “απρόσμενο κτύπημα”, ε; Όχι δα!!! Κεραυνός εν αιθρία, ε; Και τι ακριβώς είχε αποφασίσει το “πλήθος” των συνδικαλιστών συμπαραστατών επί αυτής της (απόλυτα βέβαιης...) κίνησης του αντιπάλου; Ποιά θα ήταν η πρακτική απάντηση πρώτα των απεργών και μετά (μαζί τους) των συμπαραστατών; Πέρα απ’ τους λεονταρισμούς διάφορων δηλώσεων, τίποτα, τίποτα, τίποτα...
Εάν κάποιος μιλήσει για “συνδικαλιστική αδεξιότητα” θα κάνει λάθος - λέμε. Η (πολιτική) επιστράτευση, κι αυτό είναι πασίγνωστο, δεν είναι κρατικό μέτρο για να σταματήσει, απλά, μια απεργία... Είναι κρατικό μέτρο για να μην ξαναγίνει άλλη (απεργία) για όσο καιρό (συνήθως χρόνια...) κρατάει η επιστράτευση!!! Συνεπώς, το να οδηγηθεί μια απεργία που έχει κηρυχθεί “παράνομη” ως εκείνο το σημείο που το κράτος θα βγάλει απ’ την κωλότσεπη το εργαλείο της επιστράτευσης, είναι μια πάρα πολύ μεγάλη εκδούλευση· απ’ τους συνδικαλιστές προς το κράτος... Η μόνη περίπτωση να μην πρόκειται για εκδούλευση αλλά για αληθινή μαχητικότητα, είναι εάν έχουν γίνει οι κατάλληλες προετοιμασίες (πρώτα και κύρια απ’ την μεριά των απεργών) ώστε η εμφάνιση της αστυνομίας - αναγκαία για την “επίδοση” των “ατομικών” χαρτιών της επιστράτευσης - να εξελιχθεί σε σύγκρουση, με την έννοια που περιγράψαμε στις προηγούμενες κοινοτοπίες. Ασφαλώς και οι απεργοί (ενός τόσο σοβαρού ως προς τους στόχους του αγώνα) έχουν κάθε δίκιο “να τραβήξουν το σκοινί” - κανένας όμως απεργός δεν μπορεί να μπλοφάρει και να κοροϊδεύει πως κάνει κάτι τέτοιο! Γιατί τότε απομένει μόνο η άλλη εκδοχή: της εκδούλευσης προς τον αντίπαλο. Και κάποιοι, όχι τώρα αλλά εδώ και πολλά χρόνια, τις κάνουν αυτές τις εκδουλεύσεις συνειδητά. Οι υπόλοιποι παριστάνουν ό,τι δεν καταλαβαίνουν...
Σ’ αυτό το σημείο είναι που οι πάντες τα “μασάνε”. Και όχι μόνο οι πάντα δακτυλοδεικτούμενοι (εκ των υστέρων...) “γραφειοκράτες” του συνδικαλισμού. Αλλά και οι υπόλοιποι, οι δήθεν “αντιγραφειοκράτες”, που εδώ και 30 τουλάχιστον χρόνια είναι μικρογραφία και καρικατούρα των “μεγάλων” γραφειοκρατών... Έχει γίνει όχι δεύτερη φύση αλλά πρώτη η εξάντληση των καταγγελιών προς το “κακό κράτος”... που άλλοτε επιστρατεύει, άλλοτε καταστέλλει, κλπ κλπ. Είναι, λοιπόν, “κακός” ο ταξικός μας αντίπαλος; Αλήθεια; Τςς τςςς...
Έχει γίνει όχι δεύτερη φύση αλλά πρώτη η δήθεν “φυγή προς τα εμπρός”: ε, λοιπόν, θα ρίξουμε την κυβέρνηση... Η στοιχειώδης λογικη θα έλεγε, βέβαια, “εδώ δεν μπορείτε να οργανώσετε μια απεργία που να τιμά το όνομά της - θα ρίξετε και την κυβέρνηση;” Αλλά όχι. Το ρίξιμο της κυβέρνησης είναι εύκολη διαφυγή, επειδή δήθεν “πολιτικοποιεί” τις αντιθέσεις· στην πραγματικότητα τις στρεβλώνει και τις κάνει εύκολα διαχειρίσιμες απ’ το σύστημα.
Και πάντα (εύκολο πράγμα) βροχή οι δικαιολογίες... Αν δεν φταίει μόνο η “γραφειοκρατία”, θα φταίει και η “συγκυρία”... Επίσης μπορεί να βαπτιστεί η ήττα - με - τα - χέρια - κατεβασμένα σαν “παρακαταθήκη για τους αγώνες του μέλλοντος”... Σχεδόν “νίκη” δηλαδή... [1]
Υπάρχουν πάμπολλα “εν οίκω” διάφορων εργασιακών χώρων και κλάδων που δεν επιτρέπεται να κουβεντιάζονται ανοικτά... Ποιοι προσλήφθηκαν, πως προσλήφθηκαν, πως μοιράζονται οι υπερωρίες και τα νυχτερινά, κλπ κλπ... Οι προσοδικοί μηχανισμοί ευνόησαν (και αντάμειψαν) για καιρό την συνειδησιακή διαφθορά, σε τέτοιο σημείο ώστε απ’ το “ο καθένας τον κώλο του” να φαίνεται αδύνατο το πέρασμα σε αληθινές συλλογικές μαχητικότητες· και (πριν απ’ όλα) σε διαύγεια σκέψης και προσανατολισμών. Απ’ την αντίθετη μεριά το πετσόκομμα των μισθών, η κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και, σε κάθε του μορφή, η ισχύς του δόγματος “όταν το αφεντικό λέει όχι εννοεί ΌΧΙ”, είναι εξίσου πραγματικές κατάστασεις. Που δεν ξορκίζονται, ούτε εξαφανίζονται στρουθοκαμηλίζοντας.
Η “ηθική” και η “κουλτούρα” του προσοδικού συνδικαλισμού δεν έχει πεθάνει. Αλλού μπορεί να είναι ζωντανή, αλλού ζόμπι· και “ψηλά” στις συνδικαλιστικές ιεραρχίες, αλλά και στη μυθοποιημένη “βάση”. Τα μυαλά (και οι συνειδήσεις) βρίσκονται βιδωμένα στο έδαφος που στέκονταν πριν χρόνια, παρότι αυτό το έδαφος βουλιάζει συνέχεια: κάπως θα τα κουτσοβολέψουμε.
Μόνο που ο τωρινός αντίπαλος (όχι οι περαστικές κυβερνήσεις αλλά οι μεθόδευσεις των αφεντικών) είναι πολύ πιο σκληρός και αποφασισμένος. Και το δείχνει με κάθε τρόπο. Όσοι πιστεύουν ακόμα ότι θα “νικήσουν” ψηφίζοντας την “σωστή κυβέρνηση” είναι σε χειρότερη κατάσταση απ’ το να ονειρεύονται καρβέλια. Με ποδοσφαιρικούς όρους το ματς έχει γίνει πολύ βίαιο, διεθνώς· και δεν κερδίζεται με τις “φανέλες”. Ακόμα κι αν ιδρώσουμε, ακόμα κι αν ματώσουμε, δεν είναι σίγουρο ότι θα κερδίσουμε - στην αρχή. Αλλά οι τζάμπα μαγκιές και οι βερμπαλισμοί και οι απειλές του αέρα είναι, απλά, συμπτώματα παράδοσης.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1 - Σε κάθε περίπτωση πόσο πειστικοί, ακόμα και στις “αντιγραφειοκρατικές” καταγγελίες τους, μπορεί να είναι όλοι αυτοί οι “αγωνιστές συνδικαλιστές” που έχουν αναγνωρίσει, εδώ και 3 σχεδόν χρόνια, την κορυφαία έκφανση της γραφειοκρατίας (και όχι μόνο...), την γσεε, σαν επίσημο συντονιστή και εκφραστή της “οργής κατά του μνημονίου”, ε; Πόσο πειστικοί είναι όλοι αυτοί που τρέχουν στις υποτιθέμενες “γενικές απεργίες”, στην πραγματικότητα παρελάσεις; Πόσο πειστικοί είναι όλοι αυτοί που αποδέχονται και προωθούν την εκτόνωση αντί να την καταγγείλουν και να την υπερφαλαγγίσουν;
[ επιστροφή ] |
|