|
|
η προίκα του ‘94
Νωρίς το πρωί της 17ης Νοέμβρη του 1994, ανήμερα του “αγίου Πολυτεχνείου”, με μια αιφνιδιαστική της κίνηση, η ελληνική αστυνομία “κτύπησε” τις 4 τότε καταλήψεις στην Αθήνα: την Λέλας Καραγιάννη, την Villa Amalias, την Κεραμεικού και την Αλκαμένους & Ταρσού (οι δύο τελευταίες δεν υπάρχουν εδώ και χρόνια). Ήταν μια επίθεση σοκ για όλους και όλες που είτε σαν πρώην καταληψίες στέγης είτε σαν φίλοι / σύντροφοι των καταληψιών, είχαμε άμεση εμπλοκή στο σχετικό κίνημα. Το “κτύπημα” απέφερε στην αστυνομία 26 συλλήψεις, και το ανησυχητικό ήταν το “πλαίσιο” των κατηγοριών που αποδόθηκαν στους τότε συντρόφους: “όπλα” (ένα τσεκούρι στο ένα σπίτι, ένα μεγάλο μαχαίρι σ’ ένα άλλο...), “ναρκωτικά” (κάτι λιγότερο από 1 g είχε βρεθεί σε μια απ’ τις καταλήψεις...), “κλοπή ρεύματος”... Επιπλέον, ο ένας απ’ τους τέσσερεις ιδιοκτήτες, ο δήμος Αθηναίων (της villa βέβαια...) είχε καταθέσει μήνυηση για “διατάραξη οικιακής ειρήνης”.
Έπρεπε να απαντήσουμε, κινηματικά και γρήγορα. Το απόγευμα υπήρχε η συνηθισμένη πορεία / παρέλαση / επιτάφειος, με την οποία είχαμε διακόψει σχέσεις απ’ το 1991. Ωστόσο, τρεις ντουζίνες όλοι κι όλοι, είτε καταληψίες που δεν είχαν κοιμηθεί εκείνο το βράδυ στο σπίτι τους (και γλύτωσαν την σύλληψη) είτε “περιβάλλον”, αποφασίσαμε 2 πράγματα. Πρώτον, να βγάλουμε (φωτοτυπίες) προκήρυξη που θα μοιραζόταν στην πορεία / παρέλαση, και δεύτερον, να προχωρήσουμε σε κατάληψη του Πολυτεχνείου ζητώντας την απελευθέρωση των συντρόφων μας.
Όταν, αργά μεσημέρι, φτάσαμε στην Πατησίων, μετά το μοίρασμα της προκήρυξης, η κατάληψη είχε - κατά κάποιον τρόπο - αποφασιστεί. Από την “συσπείρωση αναρχικών”. Παρότι η σχέση μας την συγκεκριμένη συλλογικότητα ήταν κάτι λιγότερο από “καμία”, είχε κι αυτή κατ’ αρχήν τους λόγους της: λίγο μετά την έφοδο στις 4 καταλήψεις, στις 17/11ου το πρωί, η αστυνομία είχε συλλάβει και όσους / όσες (μέλη της “συσπείρωσης” και άλλους - 40 άτομα) βρήκε κοντά και γύρω από το επετειακό τραπεζάκι, γωνία Πατησίων και Στουρνάρα.
Το μπάτσικο “ντου” στο τραπεζάκι της “συσπείρωσης” πρωί του “αγίου Πολυτεχνείου”, σε μια στιγμή και σε μια θέση δηλαδή που δεν μπορούσε να δικαιολογήσει κλασσική “αντιμπαχαλική” διαχείριση, επιβεβαίωνε αυτό που είχαμε ήδη στο μυαλό μας. Ότι, δηλαδή, βρισκόμασταν στη μέση ενός ευρύτερου σχεδίου καταστολής, που θα συνεχιζόταν στα συνηθισμένα βραδινά μπάχαλα γύρω απ’ το Πολυτεχνείο. Συνεπώς (και παρά τις αναμενόμενες αντιρρήσεις των μελών της “συσπείρωσης”) κρίναμε πως ήταν απόλυτα απαραίτητο, για να έχουμε ελπίδες επιτυχίας, η κατάληψη να είναι μαζική αλλά χωρίς μπάχαλα.
Αργά το απόγευμα, κι αφού η υπόλοιπη πορεία / παρέλαση / επιτάφειος είχε φύγει από την Πατησίων, επιμείναμε να γίνει συνέλευση. Στο Πολυτεχνείο είχαν μείνει 1.000 - 1.500 άτομα· η συνέλευση είχε γύρω στους 800. Εξηγήσαμε το σκεπτικό μιας μαζικής αλλά αυστηρά αυτοπεριφρουρημένης κατάληψης διαρκείας, “έως ότου απελευθερωθούν όλοι οι σύντροφοι, καταληψίες και μη”. Υπήρχαν πράγματα που είχαν διαδραματιστεί ή διαδραματίζονταν τις ίδιες ώρες, που δεν τα ξέραμε, αλλά που εκ των υστέρων επιβεβαίωσαν απόλυτα την επιλογή μας. Νωρίς το βράδυ εκείνης της ημέρας, με συγκεντρωμένους που είχαν γίνει ήδη 2.000 δρούσαμε με βάση την πείρα, το ένστικτο· και την έγνοια να υπερασπιστούμε τις καταλήψεις και τους καταληψίες.
Η συνέλευση αποφάσισε ειρηνική κατάληψη διαρκείας, τουλάχιστον ως την επόμενη συνέλευση (αργά τη νύχτα ή την εόμεη ημέρα το μεσημέρι), ανάλογα με τις εξελίξεις. Όμως είναι ένα να παίρνει μια συνέλευση τέτοια απόφαση, και άλλο να την εφαρμόζει. Λιγότεροι από μια τριανταριά σύντροφοι και συντρόφισσες (κάποιοι που είχαμε να μιλήσουμε χρόνια μεταξύ μας) μοιραστήκαμε και σκορπίσαμε στους δρόμους γύρω απ’ το Πολυτεχνείο. Το πιθανό “μέτωπο συγκρούσεων” ήταν η Πατησίων (όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι 2.000 καταληψίες) και η Γ Σεπτεμβρίου (όπου ήταν μαζεμένοι εκατοντάδες μπάτσοι, ματ, ασφαλίτες, αλλά και φασίστες / “αγανακτισμένοι πολίτες”). Κάθε κάθετος δρόμος απ’ τους τρεις που συνδέουν Πατησίων και Γ Σεπτεμβρίου, ήταν ένα πιθανό πεδίο μάχης. Απ’ την μια οι μπάτσοι και φασίστες ήταν προκλητικοί - στα λόγια. Δεν πλησίαζαν. Απ’ την δικιά μας μεριά υπήρχαν πολλές εκατοντάδες νεαρών (κυρίως γηπεδικοί) που είχαν μείνει στο Πολυτεχνείο για τα παραδοσιακά μπάχαλα. Έπρεπε να τους συγκρατήσουμε, παρά την αριθμητική μας υστέρηση, θυμίζοντάς τους τον σκοπό της κατάληψης και την απόφαση της συνέλευσης. Έργο όχι απλό, έργο συνεχόμενο, αλλά αποτελεσματικό χάρη στον σεβασμό που (μας) είχαν.
Η ώρα περνούσε μέσα σε μια ηλεκτρισμένη ισορροπία. Γύρω στις 9.30 το βράδυ μάθαμε τα πρώτα ευχάριστα - και τι νέα! Οι σύντροφοί μας είχαν αρχίσει να απελευθερώνονται, σε μικρές δόσεις. Έπεσε η σκέψη μήπως αυτό ήταν αρκετό, και μήπως έπρεπε να σταματήσει η κατάληψη. Η πλειοψηφία (στο πόδι είναι αλήθεια) κρίναμε ότι θα έπρεπε να συνεχιστεί έως ότου απελευθερωθεί και ο τελευταίος. Πράγμα που έγινε γύρω στις 11.00...
Ώρες ολόκληρες στην κόψη του ξυραφιού. Και μόνο η απελευθέρωση κρατουμένων (και μάλιστα κατηγορούμενων) μέσα στην άγρια νύχτα, πρακτική απόλυτα ασυνήθιστη για την αστυνομία, έδειχνε πως είχαμε πατήσει τον κάλο τους. Τι είχε σύμβει; Οι πρώτοι σύντροφοι, φτάνοντας στο Πολυτεχνείο, μας έδωσαν μια πρώτη δόση εκείνης της στριφνής αλήθειας που τόσο καίρια είχαμε συνειδητοποιήσει έγκαιρα. “Αφου μας πήγαν στη γαδα” μας είπαν “κοκορεύονταν: ‘εσείς είσαστε οι πρώτοι που δέσαμε... το βράδυ θα φέρουμε και τους φίλους σας!’” Ώστε έτσι! Είχαν στήσει παγίδα για ένα γενικό, καθολικό κτύπημα στον α/α/α/ “χώρο”! Τα σημαντικότερα, και - για εμάς - πιο ευχάριστα, τα μάθαμε αργά τη νύχτα και την επόμενη ημέρα. Ενόσω το απόγευμα και το βράδυ εκείνης της 17ης Νοέμβρη, του 1994, παλεύαμε να μηχανευτούμε τον αποτελεσματικότερο τρόπο να ελευθερωθούν οι σύντροφοι και οι συντρόφισσες, τα κανάλια, η διοίκηση του εμπ και το υπουργείο δημόσια τάξης, σαν καλοκουρντισμένες ύαινες, είχαν στήσει την τέλεια (νόμιζαν) τελετή τους. Στο ντούντιο του “μεγάλου καναλιού” ήταν από νωρίς το βράδυ καλεσμένοι ο πρύτανης Μαρκάτος και ο υπουργός δημόσιας τάξης Παπαθεμελής. Το μενού του “στρογγυλού τραπεζιού” ήταν η βία - των - “γνωστών αγνώστων”, και η αντιμετώπισή της. Ταυτόχρονα, τηλεοπτικές κάμερες και συνεργεία είχαν στηθεί στις πολυκατοικίες γύρω απ’ το πολυτεχνείο (σε ταράτσες αλλά και διαμερίσματα...) για την απευθείας μετάδοση των “ταραχών”. Στο στούντιο, δημοσιογράφοι και υψηλοί προσκεκλημένοι “ζέσταιναν το κλίμα” με τις γνωστές φιλοσοφημένες φλυαρίες ανθρώπων που (ελπίζουν ότι) έχουν μπροστά τους εξαίσια θύματα. Οι σκαρφαλωμένοι στις ταράτσες δαιμόνιοι ρεπόρτερ μετέδιδαν. Ώρα 6.00 το απόγευμα: χιλιάδες άτομα παραμένουν στο Πολυτεχνείο, η ατμόσφαιρα είναι εκρηκτική... Ώρα 7.00 το απόγευμα: χιλιάδες άτομα παραμένουν στο Πολυτεχνείο, η ατμόσφαιρα είναι εκρηκτική, πραγματοποείται συνέλευση... Ώρα 8.00 νωρίς το βράδυ: χιλιάδες άτομα του γνωστού χώρου παραμένουν στο Πολυτεχνείο, έχει αποφασιστεί κατάληψη επ’ αόριστον, η ατμόσφαιρα είναι εκρηκτική, αλλά δεν σημειώνονται επεισόδια... Ώρα 8.30 το βράδυ, ώρα του “μεγάλου ειδησεογραφικού magazino”: χιλιάδες άτομα του γνωστού χώρου παραμένουν στο Πολυτεχνείο, συνεχίζεται η κατάληψη, ζητούν την απελευθέρωση των συλληφθέντων το πρωί, δεν σημειώνονται επεισόδια...
Κάπου εκεί (η χρονική στιγμή δεν είναι ακριβής), όπως μας μετέφεραν σύντροφοι από άλλες πόλεις που παρακολουθούσαν έντρομοι στις οθόνες την σχεδιασμένη συντριβή μας, οι δημοσιογράφοι άρχισαν να χάνουν την υπομονή τους. Και όπως αρμόζει σε κηφηναριό πολυτελείας, όχι απλά έχασαν την υπομονή τους, αλλά άρχισαν να την πέφτουν στους υψηλούς καλεσμένους τους. Σε ένα στυλ “Και που είναι τα επεισόδια που λέγατε; Αυτοί δεν κάνουν τίποτα, μόνο κατάληψη λένε... κλπ”. Παπαθεμελής και Μαρκάτος άρχισαν να χάνουν την λάμψη της υπεροψίας τους, ζάρωναν στις πολυθρόνες τους, τραύλιζαν, ο Μαρκάτος άρχισε να κατηγορεί τον Παπαθεμελή... Και, γύρω στις 9.00 με 9.30 η “ζωντανή σύνδεση με το Πολυτεχνείο” τέλειωσε, ελλείψει ενδιαφέροντος. Ήταν λίγο πριν ή λίγο μετά αρχίσει η ασυνήθιστη για τα αστυνομικά πρωτόκολλα απελευθέρωση των συλληφθέντων του πρωϊνού, μέσα στη νύχτα... Ως τις 11.00 είχαν απελευθερωθεί όλοι / όλες.
Ο θρίαμβός μας (όλων όσων είχαν επιμείνει στον χαρακτήρα της κατάληψης διαισθανόμενοι το κόλπο της δημόσιας τάξης - και, οφείλουμε να πούμε, ήταν από διαφορετικές πολιτικές απόψεις και πρακτικές αυτοί οι λίγοι / λίγες που σήκωσαν στην πλάτη τους τέτοια ευθύνη, και μερικοί απ’ αυτούς ήρθαν σε βιαιη σύγκρουση με κάποιους, ελάχιστους, που επέμεναν ότι με “φωτιά θα φοβηθεί το κράτος”) ήταν απόλυτος! Όλοι / όλες οι σύντροφοι / συντρόφισσες των καταλήψεων και της συσπείρωσης απελευθερώθηκαν, και ήρθαν στο κατειλλημμένο Πολυτεχνείο, για να βεβαιωθούμε και να λύσουμε αργά μέσα στη νύχτα την κατάληψη. Εννοείται πως, ελεύθεροι / ελεύθερες πια, είχαν άλλες ιδέες για την συνέχεια της κατάληψης, στη βάση των ιδεολογικών τους προδιαγραφών. Αλλά με τα νέα της απελευθέρωσης φρέσκα και χωρίς μπάχαλα, ο κόσμος άρχισε να αραιώνει. Το έργο μας είχε ολοκληρωθεί και, κάποιοι / κάποιες τουλάχιστον, δεν είχαμε λόγο για άλλον ένα γύρο επετειακών επεισοδίων.... Η Λέλας, η Villa, η Κεραμεικού, η Αλκαμένους, ήταν στη θέση τους, και μπορούσαν να είναι αισιόδοξες την επόμενη ημέρα. Μαζί τους κι εμείς.
Έγινε μια “πανκαταληψιακή” συνέλευση δυο μέρες μετά, με σκοπό την έκδοση μιας κοινής προκήρυξης. Ήταν αδύνατο: η επιτυχία δεν είχε γίνει αντιληπτή απ’ όλους στο σωστό της μέγεθος, και επιπλέον οι προ 17 Νοέμβρη διαφορές ξαναζωντάνεψαν. Μία απ’ τις συλλογικότητες που συμμετείχαν σ’ όλο αυτό το εγχείρημα, οι απόγονοι των βανδάλων, αποφάσισαν να βγάλουν προκήρυξη αναλαμβάνοντας την ευθύνη.
Το κείμενο της προκήρυξης είναι ένα ντοκουμέντο. Το μεταφέρουμε ακριβώς όπως είναι το πρωτότυπο:
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ, ΓΙΑ ΣΠΟΥΔΑΙΑ ΕΡΓΑ
Σικέ αναταραχή στο μουσείο...
της εξέγερσης της 17ης Νοέμβρη: όπως κάθε χρόνο έτσι κι εφέτος πολιτικοί, πρυτάνεις, αστυνομικοί, φασίστες και δημοσιογράφοι συναντήθηκαν στην παράσταση “επεισόδια στην επέτειο”. Έργο χιλιοπαιγμένο, σενάριο μελετημένο λεπτό προς λεπτό, ραντεβού παραδειγματικής καταστολής, για να σφίξει ο ένας το χέρι του άλλου... κυνηγώντας και παγιδεύοντας απρόσεχτους “γνωστούς - αγνώστους”.
Ανοιχτοί λογαριασμοί για κάθε χρήση...
Το ρουντινάρικο ραντεβού προέβλεπε για φέτος το χτύπημα των καταλήψεων στέγης. Τέσσερα σπίτια κατειλημένα εδώ και χρόνια από άστεγους νεολαίους, τέσσερεις ομάδες αγωνιστών και αγωνιστριών που έχουν μπει από καιρό στο “μάτι” πότε της αστυνομίας, πότε των φασιστών, πότε των δημοσιογράφων. Γιατί; Μα γιατί ο εχθρός όλων αυτών είναι πια πρώτα απ’ όλα κοινωνικός: προκαλεί την κουλτούρα της μικροαστικής μάζας, δεν σέβεται ούτε οικογένεια, ούτε ιδιοκτησία, ούτε θρησκεία, ούτε πατρίδα, πάει κόντρα στην κοπρολαγνεία των μμε, προσπαθεί να ορθώσει το ανάστημα μιας αντίστασης που ούτε φοβάται, ούτε κρύβεται...
Έτσι, με πρόσχημα τα μικροεπεισόδια της 16ης Νοέμβρη, το επόμενο πρωί οι μπάτσοι μπούκαραν “προληπτικά” σε 4 καταλήψεις, συλλαμβάνοντας 26 καταληψίες...
Οι δημοσιογράφοι σημαδεύουν, οι μπάτσοι εκτελούν...
Επέτειοι κι “αλήτες”, επίσημοι και “προβοκάτορες”, ομαλότητα και οργή, αλήθειες και ψέμματα, όλα αλέθονται και όλα καθορίζονται από τους απατεώνες της ενημέρωσης. Από μια χούφτα ιδιοκτήτες και υπαλλήλους των μμε, που στην θέση της κουκούλας των ρουφιάνων φοράνε την κάμερα και το μικρόφωνο. Το έργο τους για φέτος ήταν δουλεμένο με την πείρα της επιχείρησης “καμμένη πρυτανεία”, πριν από τρία χρόνια. Αλλά δεν μαθαίνουν μόνο οι κουφάλες. Μαθαίνουμε κι εμείς...
Το πρόγραμμά τους “κρέμασε”...
Στις 17 Νοέμβρη το απόγευμα η ψύχραιμη αποφασιστικότητα λίγων στην αρχή και δυο χιλιάδων διαδηλωτών στη συνέχεια, κατέστρεψε την παράσταση από την αρχή μέχρι το τέλος. Μια συνέλευση 800 ατόμων, η απόφαση για μια αυτοπεριφρουρημένη κατάληψη του πολυτεχνείου, η απόφαση “δεν φεύγουμε αν δεν απελευθερωθούν όλοι οι συλληφθέντες”, αυτά τα “λίγα” αλλά ουσιαστικά ήταν αρκετά για να μπλοκάρουν τα σαρκοφάγα σχέδια.
Οι σκηνοθέτες περίμεναν μάταια, τα δελτία των 8.30 και μαζί τους ολόκληρο το παραμύθι της επετείου έμειναν σε σκηνές από το τίποτα, οι μπάτσοι αμήχανοι στην άκρη... Νευρικότητα και απορία: τί στο διάολο, γιατί δεν “παίζουν”;
Μπλοφάραμε και τους μπλοκάραμε
Βάλαμε πάγο στην καρδιά του θεάματος, ενστικτώδικα καταστρέψαμε το αγαπημένο σπορ των αφεντικών αλλά και των υπηκόων τους την πιο κατάλληλη στιγμή, Οι κυνηγοί κεφαλών και όλο το φιλοθεάμον κοινό τους έμειναν με τα σάλια στο στόμα. Άρνηση στις αρνητικότητες της θεαματικής κοινωνίας: μια θαυμάσια ιδέα που προκάλεσε έναν ανομολόγητο πανικό. Οι σύντροφοι μας ελεύθεροι ως τις 11 το βράδυ: απίστευτο, κι όμως αληθινό!!!
Στις 17 σπάσαμε πλάκα - κι αυτό ήταν ουσιαστικά επεισοδιακό.
Όπως κάθε χρόνο, έτσι κι’ εφέτος... Αλλά να: οι σιγουριές και οι αυτοματισμοί της επετείου, το πρόστυχο σενάριο της λήθης και της κρατικής βίας, οι παραδειγματικές τιμωρίες και οι ιδεώδεις ένοχοι, όλα αυτά αχρηστεύτηκαν με μια μονάχα, ελάχιστη αλλά καθοριστική κίνηση. Στήσαμε την αληθινή προβοκάτσια στον κανιβαλισμό όλων αυτών των μικρών και μεγάλων “κυρίων”, και τους αφήσαμε να ψάχνονται, έστω για λίγο. Πολύ ωραία: η εξουσία τους δεν είναι ανίκητη.
ΚΟΝΤΑ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΚΟΥΦΑΛΕΣ
ΚΑΙ ΜΑΚΡΥΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ
ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΤΩΝ ΒΑΝΔΑΛΩΝ
(... ναι, έγιναν και μερικές συγκρούσεις μετά τις 12 τη νύχτα, όταν οι φασίστες έχασαν την υπομονή τους, και όταν μερικοί οργανωμένοι ανόητοι προσπάθησαν να καθοδηγήσουν την οργή της μητροπολιτικής νεολαίας, σύμφωνα με τα δικά τους συμφέροντα. Αλλά όλο και περισσότεροι καταλαβαίνουν ήδη πως οι φασίστες δεν αντιμετωπίζονται με στημένα ραντεβού, και πως ο φετιχισμός της “σύγκρουσης για τη σύγκρουση” φτιάχνει μόνο ‘περαστικούς” και “μετανοιωμένους”...)
Οι αναγνώστες / οι αναγνώστριες που δεν έχουν προκαταλήψεις και ιδεοληψίες θα παραδεχτούν την φρεσκάδα αυτής της προκήρυξης, 18 και κάτι χρόνια μετά. Γιατί, είτε το πιστεύετε είτε όχι, για προκήρυξη πρόκειται! Μοιράστηκε σε 1300 αντίτυπα, στους δρόμους, στο κέντρο της Αθήνας, λίγες ημέρες μετά τα γεγονότα, μέσα σ’ εκείνον τον Νοέμβρη. Του 1994. Τα χέρια μας στη φωτιά: δεν υπάρχει ούτε κόκκος παραμυθιού, ψέμματος ή διαστρέβλωσης στα πιο πάνω.
Θα πρέπει να αναρωτηθείτε: και τι έγινε μετά; Θα πούμε περιληπτικά.
Το πρώτο που έγινε ήταν ότι στο υπουργείο δημόσιας τάξης και στους πάμπολλους φίλους και υπηρέτες του δεν άρεσε καθόλου μα καθόλου εκείνη η παταγώδης αποτυχία. Λογικό. Δεν είναι δυνατό να είσαι ένας πασοκοφασίστας υπουργός πρώτης γραμμής, να έχεις στήσει το κόλπο σου με τους μηχανισμούς σου τόσο ωραία, και να στο χαλάνε κάτι τσογλάνια. Και, επιπλέον, μια παρέα απ’ αυτά τα τσογλάνια, να βγάζει γλώσσα δημόσια. Δεν μπορούσαν, βέβαια, να στραφούν αστυνομικά κατά εκείνων που τους είχαν περιγελάσει· ειδικά μάλιστα κατά εκείνης της “παλιο-ομάδας”, των απόγονων των βανδάλων, που είχαν το επιπλέον θράσος να βγουν και να μιλήσουν ανοικτά. Οπότε ανέθεσαν το ζήτημα στους κατάλληλους ανθρώπους.... μέσα στο “χώρο”. Οι απόγονοι των βανδάλων συκοφαντήθηκαν εντατικά και συστηματικά (πάντα με τα γνωστά μισόλογα και τα “άσε σου λέω, ξέρω ‘γω..”), κτυπήθηκαν με κάθε άθλιο τρόπο που οι καλοθελητές είχαν διαθέσιμο, έτσι ώστε ένα χρόνο μετά, το Νοέμβρη του 1995, ελάχιστοι να τολμούν να δίνουν ανοικτά βάση στα λεγόμενά τους...
Το δεύτερο που έγινε ήταν ότι το υπουργείο δημόσιας τάξης και οι πάμπολλοι φίλοι και υπηρέτες του δεν το έβαλαν κάτω. Ξεκίνησαν να πετύχουν εκεί που απέτυχαν το 1994, ένα χρόνο μετά. Το Νοέμβρη του 1995, με υπουργό τον Σήφη Βαλυράκη. Άφησαν έξω τις καταλήψεις σαν τέτοιες, και εστίασαν εκεί που είχαν καταρρεύσει πανηγυρικά: το Πολυτεχνείο. Χάρη στους ατζέντηδές τους και στην απεριόριστη βλακεία, στις 18 Νοέμβρη του 1995, το πρωί, κατάφεραν να κάνουν εκείνο που είχαν αποτύχει να κάνουν ένα χρόνο νωρίτερα: έδεσαν 502 αναρχικούς και αντιεξουσιαστές, αμαχητί, μέσα στο Πολυτεχνείο, σκίζοντας μιας δια παντός τον μύθο του “ασύλληπτου αναρχικού”, εμπλουτίζοντας τους φακέλους τους, and many more... Φυσικά, χάρη σε μια κοινότοπη ιδεοληπτική αντιστροφή, ο “χώρος” χαρακτήρισε το απίστευτο φιάσκο του Νοέμβρη του 1995 “νίκη”... Όσο για τους απόγονους των βανδάλων προσπάθησαν ως την τελευταία στιγμή να αποτρέψουν εκείνο που καταλάβαιναν ότι θα ήταν η ρεβάνς για το κατασταλτικό ρεζιλίκι του ‘94, αλλά το μόνο που κατάφεραν ήταν να πείσουν μεμονωμένα άτομα να αποφύγουν την (“επαναστατική” όπως περίπου παρουσιαζόταν επί βδομάδες νωρίτερα...) “κατάληψη Πολυτεχνείου ‘95”...
Τα δύο προηγούμενα μπορεί να έχουν για κάποιους ιστοριογραφική μόνο σημασία (όχι για εμάς). Το τρίτο συνέβη να αποκτήσει πρόσφατα δραματική επικαιρότητα, σε ότι αφορά τις καταλήψεις, και ειδικά τη villa amalias.
Αναφέραμε ήδη ότι το Νοέμβρη του 1994, μέσα στο γενικό σχέδιο, ο μόνος ιδιοκτήτης που είχε κάνει μήνυση για “διατάραξη οικιακής ειρήνης” ήταν ο δήμος Αθηναίων. Δήμαρχος ήταν ο Κουρής, στη θέση του Τρίτση που είχε πεθάνει το 1992. Αφού το σχέδιο βούλιαξε παταγωδώς, όλες οι κατηγορίες που είχαν απαγγελθεί κατά των καταληψιών δικάστηκαν (μετά από αναβολές, αργότερα, το 1995) απουσία κατηγόρων. Και οι καταληψίες αθωώθηκαν. Ανάμεσά τους και οι τότε συλληφθέντες της villa amalias, και για την κατηγορία της “διατάραξης οικιακής ειρήνης”, εκ μέρους του ιδιοκτήτη / δήμου Αθηναίων. Ο δήμος / κατήγορος (πλέον δήμαρχος ήταν ο γνωστός Αβραμόπουλος) αδιαφόρησε πλήρως για την δίκη (είπαμε: το σχέδιο είχε βουλιάξει...), δεν παραστάθηκε, ούτε έκανε έφεση. Η αθώωση των καταληψιών της villa amalias, απ’ τις κατηγορίες του ιδιοκτήτη / δήμου, παρέμεινε. Και αποτελεί, για να το πούμε σχηματικά, δικαστικό προηγούμενο.
Δεκαέξι - δεκαεφτά χρόνια μετά, στα τέλη του 2012, στη δίνη ενός άλλου σχεδίου, που εστίασε αρχικά (και, κατά την γνώμη μας, καθόλου τυχαία...) στη villa amalias, το δικαστικό προηγούμενο βρυκολάκιασε!!! Πολύ απλά, ο δήμος Αθηναίων, σαν ιδιοκτήτης του κτιρίου στη γωνία Αχαρνών και Χέυδεν, ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΚΑΝ ΚΑΙ ΚΑΝ να κάνει εκείνο που το υπουργείο δημόσιας τάξης του ζητούσε (όπως και από κάθε άλλον ιδιοκτήτη πολιτικά κατειλλημμένου κτιρίου): μια μήνυση για “διατάραξη οικιακής ειρήνης”, έτσι ώστε να κάνει πλάτη στην επίθεση της αστυνομίας, και να της δώσει το πάτημα να “κλειδώσει” το κτίριο. Το επαναλαμβάνουμε για εμπέδωση: παρότι ο δήμαρχος Αθηναίος (αυτό το θλιβερό ανθρωπάκι που λέγεται Καμίνης) είχε κάθε διάθεση να συνεργαστεί στο lock out, ΔΕΝ ΕΚΑΝΕ, ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΚΑΝΕΙ, ΤΗΝ ΚΡΙΣΙΜΗ ΚΙΝΗΣΗ: ΤΗΝ ΜΗΝΥΣΗ ΓΙΑ “ΔΙΑΤΑΡΑΞΗ”... Δεν μπορούσε (και δεν έκανε) την μήνυση εξαιτίας της πετυχημένης δράσης “κάποιων” στη σύντομη διάρκεια του προηγούμενου σχεδίου, το 1994, που είχε αποφέρει και την υπεράσπιση των καταλήψεων αλλά και την αθώωση της villas αργότερα... Σε κάθε περίπτωση: στην πρόσφατη καταστολή της villa amalias υπήρχε ένας κρίσιμος, κρισιμότατος χαμένος κρίκος. Που σημαίνει ότι με τις κατάλληλες επιλογές και πράξεις, πράξεις κινηματικές εννοούμε, η εξέλιξη πιθανόν να ήταν εντελώς διαφορετική... Πιθανόν...
Το γιατί τα πράγματα τράβηξαν τον δρόμο που τράβηξαν, είναι κάτι που ξεπερνάει το θέμα αυτής εδώ της αναφοράς. Ωστόσο, η “πρόικα του 1994” έχει, ανάμεσα στα υπόλοιπα, κι αυτό το νόημα: το θέαμα δεν το αντιμετωπίζεις με θέαμα!!!.. Αν το κάνεις, είσαι καταδικασμένος... Το να μην το κάνεις, απ’ την άλλη, είναι απόλυτα εφικτό. Αρκεί...
(Άλλοι, βέβαια, έχουν διαφορετικά μυαλά και σκέψεις...)
|
|