|
|
θέση ή χρόνος (εργασίας);
Το κεφάλαιο είναι νεκρή εργασία, κι έτσι, σαν βαμπίρ, ζει μόνο απομυζώντας την ζωντανή εργασία, και ζει τόσο περισσότερο όσο περισσότερη εργασία απομυζά. Ο χρόνος κατά τον οποίο δουλεύει ο εργάτης, είναι ο χρόνος στη διάρκεια του οποίου ο καπιταλιστής καταναλώνει την εργατική δύναμη που αγόρασε απ’ τον εργάτη.
Κάρλ Μαρξ, Κεφάλαιο
Η ιδέα της θέσης εργασίας έχει γίνει κοινότοπη. Μοιάζει να ταιριάζει στα εμπειρικά δεδομένα του καθενός και της καθεμιάς από εμάς που δουλεύει (όταν δουλεύει) κάπου: η θέση εργασίας είναι “πραγμοποιημένη” η ίδια η δουλειά που κάνουμε. Η θέση εργασίας (που δεν συνεπάγεται, συνειρμικά, “καρέκλα”) εμφανίζεται σαν η αόριστη μεν αλλά κατηγορηματική φυσική υπόσταση της (οργάνωσης της) εργασίας. Κάθε μαγαζί, κάθε επιχείρηση, κάθε εταιρεία, μικρή ή μεγάλη, απαρτίζεται από θέσεις εργασίας - τόσες όσοι / όσες είναι αυτοί / ες που δουλεύουν εκεί. Η ιδέα της θέσης εργασίας μοιάζει πειστική επειδή είναι γραμμική και εξατομικευμένη απ’ την σύλληψή της την ίδια: κάθε τέτοια θέση αντιστοιχεί σε έναν που δουλεύει, και το αντίστροφο, κάθε ένας που δουλεύει “καταλαμβάνει” μια θέση εργασίας. Επιπλέον, μια θέση εργασίας μπορεί να θεωρηθεί σαν “κενή”: κάποιος χρειάζεται να την “καλύψει”, άρα κάποιος χρειάζεται να προσληφθεί. Όμως εάν δεν υπάρχουν “κενές” θέσεις εργασίας στην μία ή την άλλη δουλειά κανείς δεν μπορεί να φιλοδοξεί ότι θα δουλέψει εκεί. Η διανοητική τακτοποίηση, η ιδεολογική (ή η φαντασιακή) παράσταση για το τι είναι η εργασία υπό τον καπιταλιστικό έλεγχό της, έχει χοντρικά την μορφή ενός ταμπλώ με τρύπες (οι θέσεις εργασίας) και πίρους (αυτοί κι αυτές που είναι σε θέση να δουλέψουν), όπου κάθε τρύπα δέχεται έναν πίρο, και όπου κάθε πίρος μπορεί να “γεμίσει” μια τρύπα. Κατά συνέπεια, οποιεσδήποτε αλλαγές μπορούν να γίνουν σ’ αυτό το ταμπλώ, συναρτώνται ή θα έχουν σχέση με τις τρύπες / θέσεις εργασίας. Μπορεί το ταμπλώ να μικρύνει (λιγότερες θέσεις εργασίας) ή να μεγαλώσει (περισσότερες θέσεις εργασίας)· ή, ίσως, μπορούν δύο τρύπες να συγχωνευτούν σε μία· ή μερικές να “βουλώσουν” (καταργηθούν)· ή άλλες να “ανοίξουν”...
Με τον τρόπο της η ιδέα της θέσης εργασίας είναι βασικό στοιχείο σε μια συγκεκριμένη γενική αντίληψη της πολιτικής οικονομίας του καπιταλισμού, και μάλιστα στο πιο κρίσιμο σημείο της: στη ρύθμιση και την εκμετάλλευση της εργασίας. Παρότι μοιάζει μια ιδέα “αυτονόητη” και εμπειρικά επαληθεύσιμη με άμεσο και απτό τρόπο (μέσα απ’ την εξίσωση τόσοι που δουλεύουν ίσον τόσες θέσεις εργασίας) δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Είναι βαθιά ιδεολογική, με τρόπο ιδιαίτερα ταιριαστό στο πραγματικό μεν αλλά και μυστικοποιημένο υλικό που εκμεταλλεύεται ο καπιταλισμός (σα σύστημα) και κάθε αφεντικό σαν τέτοιο. Με άλλα λόγια η θέση εργασίας αποτελεί την αντεστραμμένη έκφραση της λίστας που έχει στο λογιστήριό του κάθε εργοδότης. Όμως αυτή η λίστα (η λίστα με όσους δουλεύουν) δεν είναι ούτε αυτονόητη ούτε “φυσική”. Η απόδειξη είναι εξαιρετικά απλή. Εάν σε μια οποιαδήποτε δουλειά δουλεύουν 100 εργάτες επί 10 ώρες την ημέρα επί 5 ημέρες την εβδομάδα (συνεπώς: 100 θέσεις εργασίας) τι θα συμβεί εάν δουλέψουν 200 εργάτες επί 5 ώρες την ημέρα επί 5 ημέρες την εβδομάδα; Αυτοί που δουλεύουν θα διπλασιαστούν, δηλαδή θα διπλασιαστούν οι “θέσεις εργασίας”... Όμως ποιό είναι το μέγεθος εκείνο που άλλαξε; Ποιό είναι το μέγεθος εκείνο που είναι τόσο βασικό ώστε να “γεννάει θέσεις εργασίας” εκ του μηδενός (ή αντίστροφα να καταστρέφει θέσεις εργασίας); Ποιό είναι το μέγεθος εκείνο που σε σχέση μ’ αυτό η ιδέα της θέσης εργασίας είναι δευτερεύουσα, παράγωγη; Αυτό το μέγεθος είναι ο χρόνος εργασίας!
Σαν ιδέα η θέση εργασίας είναι πολύ φιλική προς τους εργοδότες και τις μεθόδους χειραγώγησης εκείνων που δουλεύουν. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι που η ιδέα αυτή δουλεύει υπέρ των αφεντικών. Για παράδειγμα, επειδή η θέση εργασίας είναι τοπολογικής υφής, μπορεί να εννοηθεί σαν “ιδιοκτησία” εκείνου ή εκείνης που δουλεύει. Στην πραγματικότητα (αυτό στις μέρες μας είναι ίσως πιο εύκολα αντιληπτό) εάν θα μπορούσε κάτι να θεωρηθεί “ιδιοκτησία” του καθενός και της καθεμιάς από εμάς είναι η δυνατότητα να δουλεύουμε - αυτό που στην μαρξιανή ορολογία λέγεται εργατική δύναμη - και όχι το γεγονός ότι όντως πουλάμε αυτήν την δυνατότητα, δηλαδή το γεγονός ότι όντως δουλεύουμε! Πολύ λιγότερο είναι στ’ αλήθεια “ιδιοκτησία” μας το ένα ή το άλλο πόστο, η μία ή η άλλη θέση εργασίας. Οι τρύπες του ταμπλώ είναι ιδιοκτησία του αφεντικού του και όχι των πίρων! Όμως η τοπολογική αντίληψη της οργάνωσης της εργασίας παράγει και αναπαράγει παραισθήσεις. Εάν ο πίρος-εγώ “κλείσω” μια απ’ τις τρύπες-θέσεις εργασίας, μπορώ να ευελπιστώ ότι αυτό το ζευγάρι θα κρατήσει πολύ· κι αν το αφεντικό με διαβεβαιώσει μια ορισμένη στιγμή ότι “με χρειάζεται” ή αν εγώ θεωρήσω κάτι τέτοιο, τότε η τρύπα-θέση εργασίας “ανήκει” στον πίρο-εγώ. Στον δημόσιο τομέα (εκμετάλλευσης της) εργασίας των καπιταλιστικών κρατών, όποτε και όπου καθιερώθηκε κάποιο είδος “μονιμότητας”, αυτή η ιδιοκτησιακή αντίληψη σχετικά με την θέση εργασίας φούντωσε. Αλλά και στον ιδιωτικό τομέα, η “παλαιότητα” γεννούσε τις αντίστοιχες βεβαιότητες.
Κοινός τόπος και στις δύο εκδοχές η τοπολογική, άρα “σταθερή”, “συντηρητική” αντίληψη για την οργάνωση της εργασίας, για την εκμετάλλευσή της, για τον καπιταλισμό τον ίδιο, είτε με την μορφή κράτος είτε με την μορφή ιδιωτική επιχείρηση. Το μεγαλύτερο ωστόσο πλεονέκτημα αυτής της τοπολογικής και συντηρητικής αναπαράστασης, και ο σπουδαιότερος λόγος που τα αφεντικά την αγαπούν (και στο μέτρο των ιδεολογικών δυνατοτήτων τους την συντηρούν και την αναπαράγουν) είναι ότι κρύβει, μυστικοποιεί, την μία απ’ τις δύο πραγματικές “πρώτες ύλες” που εκμεταλλεύονται τα αφεντικά όταν πρόκειται για την εργασία. Τον χρόνο. Η άλλη “πρώτη ύλη” είναι η γνώση· αλλά κι αυτή όχι σαν κάτι στατικό, ένα τετελεσμένο “υλικό”. Περισσότερο κι απ’ την “ήδη αποκτημένη γνώση” αυτή η δεύτερη πρώτη ύλη είναι η (δυναμική) δυνατότητα διαρκούς μάθησης, μέσα απ’ την εμπειρία και κάθε άλλο τρόπο.
Ο χρόνος εργασίας και όχι η θέση εργασίας είναι πρωτεύον στοιχείο της οργάνωσης (και της εκμετάλλευσης) της εργασίας στον καπιταλισμό! Κι αυτό δεν είναι μαρξιανή εφεύρεση! Ο Μαρξ, απλά, αναγνώρισε την κεντρικότητα του χρόνου εργασίας, και μελέτησε τους τρόπους με τους οποίους ο χρόνος εργασίας είναι το βασικό υλικό της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Σύμφωνα με τον κυρ Κάρολο, ο χρόνος εργασίας στον καπιταλισμό επεκτείνεται (και πολλές φορές επεκτείνεται πολύ) πέραν του αναγκαίου κοινωνικά χρόνου εργασίας - αυτό το τελευταίο είναι μια κρίσιμη έννοια, που δεν έχει καμία σχέση με την ιδέα της θέσης εργασίας, και θα το θυμίσουμε αναλυτικότερα στη συνέχεια. Η επέκταση, γενικά, του χρόνου εργασίας πέρα απ’ τον κοινωνικά αναγκαίο, είναι που επιτρέπει στα αφεντικά να αποσπούν την υπεραξία. Η υπεραξία είναι προϊόν της υπερ-εργασίας· που, με τη σειρά της, είναι η “χρονικά παραπάνω δουλειά” που κάνει ο καθένας μας υπό τις καπιταλιστικές νόρμες.
Ο Μαρξ, στη βάση αυτής της ιδιαίτερα αναλυμένης άποψης, διέκρινε δύο είδη υπεραξίας, που αφορούσαν δύο διαφορετικά είδη επέκτασης του χρόνου εργασίας πέραν του κοινωνικά αναγκαίου. Η πρώτη είναι η απόλυτη υπεραξία και αφορά την (συχνά βίαιη) επιμήκυνση του χρόνου εργασίας έως τα φυσικά όρια των εργατών. Δώδεκα ώρες το εικοσιτετράωρο, δεκαπέντε ώρες το εικοσιτετράωρο, είκοσι ώρες το εικοσιτετράωρο - “όσο αντέχεις”. Η δεύτερη είναι η σχετική υπεραξία. Εδώ, μέσα σ’ ένα δοσμένης διάρκειας ημερήσιο ωράριο (ας πούμε για παράδειγμα 10 ωρών) το αφεντικό, εισάγοντας (νέες) μηχανές, συντομεύει τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας (από 5 ώρες τον κάνει, ας πούμε, 3) εξασφαλίζοντας 2 παραπάνω ώρες υπερ-εργασίας (10 - 5 = 5, ενώ 10 - 3 = 7), άρα 2 παραπάνω ώρες “παραγωγής υπεραξίας”. Κατά τον Μαρξ τα αφεντικά στον καπιταλισμό, αναγκάστηκαν να μετακινηθούν απ’ την απόσπαση της απόλυτης υπεραξίας στην απόσπαση της σχετικής, αναγκάστηκαν δηλαδή να παραιτηθούν απ’ την επιμήκυνση του χρόνου εργασίας “όσο αντέξεις” και να περάσουν στη φάση (στις διαδοχικές φάσεις θα λέγαμε εμείς) της μηχανοποίησης, εξαιτίας των εργατικών αντιστάσεων, αρνήσεων, αγώνων. Εμπειρικά, βιωματικά, για την εργατική τάξη· και με πλήρη θεωρητική ανάλυση για τον Μαρξ, η μείωση του χρόνου εργασίας σαν εργατική απαίτηση ήταν πάντα κτύπημα στην καρδιά της εκμετάλλευσης, της απόσπασης υπεραξίας - αν και όχι το τελικό χτύπημα.
Η έννοια του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας είναι βασική στην κατανόηση του πως “δουλεύει” ο καπιταλισμός, πως δηλαδή μας εκμεταλλεύεται. Σε οποιαδήποτε δεδομένη “παραγωγική κατάσταση” οποιουδήποτε πληθυσμού ανθρώπων, στη βάση δηλαδή των γνώσεων, των δεξιοτήτων και των εργαλείων (μηχανών με την ευρεία έννοια) που είναι διαθέσιμα, το σύνολο των αναγκαίων ή/και επιθυμητών πραγμάτων ή/και υπηρεσιών χρειάζεται ένα συγκεκριμένο σύνολο “χρόνου εργασίας”. Ο “κοινωνικά αναγκαίος” χρόνος εργασίας, αφορά λοιπόν αυτό: τον συνδυασμό των αναγκών / επιθυμιών ζωής με τα διαθέσιμα μέσα, σαν πρακτική εργασία, μετρημένη σαν χρόνος και σαν μέσος όρος αναγκαίου χρόνου, μιας και άλλες ώρες απαιτούνται ώστε η Χ δουλειά να έρθει σε πέρας, και άλλες για την Ψ. Η καπιταλιστική εκμετάλλευση (η παραγωγή και η απόσπαση της υπεραξίας) αρχίζει απο εκεί και μετά. Είναι ο επιπλέον χρόνος εργασίας, που δεν είναι κοινωνικά αναγκαίος, είναι απαραίτητος ΜΟΝΟ για το αφεντικό, ΜΟΝΟ για επιπλέον εργασία / παραγωγή, η οποία ΔΕΝ θα πληρωθεί, αφού το αφεντικό θα πληρώσει (σε χρήμα) ΜΟΝΟ τα απολύτως απαραίτητα (στον εργάτη) - δηλαδή ό,τι αντιστοιχεί στον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας μέσα στην δεδομένη κοινωνία, σε κάθε δεδομένη ιστορική φάση.
Είναι φανερό ότι κάθε βήμα βελτίωσης των εργαλείων (κάθε κύμα νέας μηχανοποίησης) όπως και κάθε βελτίωση των γνώσεων και των ικανοτήτων εκείνων που δουλεύουν, μικραίνουν τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας. Και εφόσον δεν μειώνεται ανάλογα ο συνολικός (ημερήσιος, εβδομαδιαίος και μηνιαίος) χρόνος εργασίας, αυξάνουν ανάλογα το μη κοινωνικά αναγκαίο χρόνο· διευκολύνουν και μεγαλώνουν την σχετική υπεραξία. Είναι γνωστό ότι ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας στις καπιταλιστικές κοινωνίες της δεκαετίας του 2010 είναι αρκετά μικρότερος απ’ το ίδιο μέγεθος στις ίδιες κοινωνίες την δεκαετία του 1930. Εφόσον, λοιπόν, το 8ωρο (την ημέρα) ή το 40ωρο (την εβδομάδα) παραμένουν ο συνολικός “βασικός χρόνος” δουλειάς (ο χρόνος, δηλαδή, που πληρώνεται απ’ τα αφεντικά με τον “βασικό μισθό” - κάθε υποδιαίρεση αυτού του χρόνου πληρώνεται με κλάσμα του “βασικού μισθού”), μπορεί ο καθένας να καταλάβει πόσο έχει μεγαλώσει (γιγαντωθεί) η σχετική υπεραξία.
ο χρόνος και η θέση
Η τεράστια αύξηση της αποσπώμενης απ’ τους εργάτες και τις εργάτριες του κόσμου υπεραξίας είναι (όχι φωναχτά...) παραδεκτή απ’ τα ίδια τα αφεντικά! Υπάρχουν μάλιστα και τρόποι να υπολογιστεί, κατά προσέγγιση.... Ωστόσο το ζήτημα με την υπεραξία δεν τελειώνει με το να αποσπαστεί· δεν τελειώνει, δηλαδή, με την διατήρηση περιττών κοινωνικά αλλά χρήσιμων καπιταλιστικά παραπάνω ωρών εργασίας καθημερινά. Αυτή η υπεραξία πρέπει να “πραγματοποιηθεί”. Πρέπει, δηλαδή, μέσω της μορφής των εμπορευμάτων, να μετατραπεί σε χρήμα. Με απλά λόγια, πρέπει τα εμπορεύματα να πουληθούν. Αυτή η μετατροπή - της - υπεραξίας - σε - χρήμα είναι το τελικό στάδιο της διαδικασίας, κι αυτός είναι ο κατ’ αρχήν στόχος των αφεντικών. Εάν όμως η αποσπώμενη υπεραξία έχει εκτοξευτεί σε μεγάλα ύψη (όπως γίνεται τις 3 τελευταίες δεκαετίες), εάν δηλαδή το πραγματικό “πληρωμένο” (με όρους κοινωνικής αναγκαιότητας) μέρος του χρόνου εργασίας είναι όλο και μικρότερο ποσοστό του συνόλου, τότε συμβαίνει “να μην υπάρχουν λεφτά” για να αγοραστούν / καταναλωθούν τα εμπορεύματα που έχουν εν τω μεταξύ παραχθεί. Αφήνοντας στην άκρη την πατέντα με τα διάφορων ειδών καταναλωτικά δάνεια, αυτή η αναντιστοιχία οδηγεί σε κρίσεις διάφορων βαθμών έντασης και διάρκειας. Στη διάρκεια αυτών των κρίσεων τα πιο “αδύναμα” αφεντικά αναγκάζονται να σταματήσουν για κάποιο διάστημα την παραγωγή τους· συνεπώς αυξάνεται η ανεργία. Σα να λέμε: μειώνονται οι θέσεις εργασίας· ή, έστω, αυτό γίνεται κοινή εμπειρία.
Δεν συμβαίνει όμως μόνον αυτό! Όπως σωστά έχει δείξει η συνέλευση του πλάνου 30/900, χρησιμοποιώντας την αυξημένη ανεργία σαν απειλή και όπλο, άλλα αφεντικά, αυξάνουν τον χρόνο εργασίας των εργατών που απασχολούν, με διάφορους τρόπους: υποχρεωτικές υπερωρίες, δουλειά όχι 5 αλλά 6 και 7 ημέρες την βδομάδα, κλπ. Μεγαλώνουν, δηλαδή, τον κοινωνικά όχι αναγκαίο χρόνο εργασίας γι’ αυτούς τους εργάτες, μεγαλώνουν την σχετική υπεραξία, αλλά - επίσης - “ξαναανακαλύπτουν” την χαρά της απόλυτης υπεραξίας! Έτσι, ενώ η μείωση των θέσεων εργασίας εμφανίζεται να έχει ένα μέγεθος, για παράδειγμα, της τάξης του 30%, η πραγματική συνολική μείωση του χρόνου εργασίας είναι αισθητά μικρότερη! Μπορεί και μηδαμινή. Αυτό που κάνουν τα αφεντικά (κάτι που επίσης έχει τονίσει η συνέλευση του πλάνου 30/900) είναι ότι “κατανέμουν τον συνολικό χρόνο εργασίας” σύμφωνα με τα δικά τους συμφέροντα. Που συνοψίζονται στο εξής ένα: υποτίμηση, υποτίμηση, ακόμα μεγαλύτερη υποτίμηση της εργασίας. Οι άνεργοι, σαν πραγματικότητα και σαν φάντασμα / απειλή, δηλαδή η εργασία χρόνου μηδέν, και αυτοί / αυτές που δουλεύουν εξοντωτικά, δηλαδή η επέκταση / εντατικοποίηση και η υπερεπέκταση / υπερεντατικοποίηση του χρόνου εργασίας είναι τρανταχτή απόδειξη της “απόλυτης” καπιταλιστικής κυριαρχίας πάνω στην εκμετάλλευση του χρόνου (μας). Εργασιακού ή μη.
Το γεγονός ότι η μείωση των θέσεων εργασίας / η αύξηση της ανεργίας και όχι η καπιταλιστική διαχείριση του χρόνου εργασίας γίνεται κατανοητή απ’ τους υποτελείς σαν ΤΟ ΝΟΥΜΕΡΟ 1 θέμα, έχει ιδιαίτερα ευχάριστες συνέπειες για τα αφεντικά. Για παράδειγμα μπορούν να προσφέρουν πολυπόθητες “θέσεις εργασίας” ελάχιστου χρόνου, και - αντίστοιχα - ελάχιστου κόστους (γι’ αυτά). Ελεημοσύνη... Τέτοια κατανομή, μάλιστα, την έκαναν εδώ και πάρα πολλά χρόνια, με τις part time δουλειές / θέσεις εργασίας. Φυσικά κάθε part time ωράριο πληρωνόταν επίσης part share σε σχέση με τον κανονικό “βασικό μισθό”. Περιελάμβανε εν τω μεταξύ και πάλι σημαντικό μέρος μη αναγκαίου κοινωνικά χρόνου εργασίας: τα αφεντικά τα ίδια, προκειμένου να κρατούν χαμηλά τα μεγέθη της ανεργίας (επειδή ένοιωθαν μια κάποια πολιτική αβεβαιότητα επ’ αυτού - όχι πια όμως!) “μοίραζαν” την μια “πλήρη” θέση εργασίας (την μια “πλήρη” τρύπα στο ταμπλό τους) σε δύο ή και τρεις πίρους - μοιράζοντας, ανάλογα, και τον διαρκώς μειούμενο βασικό (ή λίγο πιο πάνω) μισθό. Στην ουσία μοίραζαν την “φτώχια”.
Και τώρα, κρυμμένα πίσω απ’ την απόλυτα εσφαλμένη (από εργατική σκοπιά) εγκατάλειψη της δυνατότητάς μας, σαν τάξης, να πάρουμε πίσω τον γενικό έλεγχο του χρόνου εργασίας απαιτώντας σημαντική μείωσή του χωρίς μείωση (αλλά με αύξηση του βασικού μισθού), τα αφεντικά μπορούν να δείχνουν “γενναιοδωρία” και “μεγαλοκαρδία” προσφέροντας μεν “θέσεις εργασίας” - όμως ελάχιστων μισθών (ελάχιστου κόστους γι’ αυτά)....
Η στενόμυαλη και συντηρητική αντίληψη που έχει στον ορίζοντά της την τοπολογία των θέσεων εργασίας φτάνει υποχρεωτικά στο σημείο να “υπομένει” τώρα, στη συγκεκριμένη φάση της διαχείρισης της κρίσης· και να “ελπίζει” πως είτε το κράτος είτε οι ιδιώτες εργοδότες είτε και οι δυο μαζί, θα δημιουργήσουν μελλοντικά μερικές χιλιάδες “καινούργιες θέσεις εργασίας”, όταν με το καλό έρθει η “ανάκαμψη / ανάπτυξη”... Αυτή η αντίληψη βάζει το κάρο μπροστά απ’ το άλογο. Και δεν καταλαβαίνει το απλό, στοιχειώδες, κρίσιμο όμως για την συγκρότηση μιας αυθεντικής και μαχητικής εργατικής απάντησης στην “κρίση”. Ότι, δηλαδή, τις “θέσεις εργασίας” δεν τις δημιουργεί η καλωσύνη των αφεντικών αλλά η ανάγκη τους να μας εκμεταλλεύονται. Και ότι, σε τελική ανάλυση, αυτές μπορούν να δημιουργηθούν πράγματι (μέσα στον καπιταλισμό) από εμάς τους ίδιους σαν τάξη, εάν βάλουμε το μαχαίρι στην πραγματική καρδιά του κτήνους: στον χρόνο εργασίας, στην κατανόηση του ότι το κοινωνικά αναγκαίο τμήμα του έχει μειωθεί δραστικά, και ότι - κατά συνέπεια - τα δικά μας αυτοτελή εργατικά συμφέροντα επιβάλλουν να μειωθεί (σαν “βασικός”) συνολικά.
Δεν είναι καμιά σοφία! Το καταλάβαιναν πολύ καλά οι αμερικάνοι συνδικαλιστές μέσα στην καρδιά της κρίσης μετά το 1929!... (Αλλά τώρα άπειρες βλακείες και σοφιστείες των εθελοντών και των επαγγελματιών του συστήματος έχουν κατακτήσει τα μυαλά πολλών...) |
|