Sarajevo
 

 

 

 

 

Sarajevo 66 - 10/2012

 

το δύσκολο πέρασμα

Δεν ενδείκνυται, γενικά, να γράφει κανείς σε πρώτο (ενικό) πρόσωπο. Θα θεωρηθεί ένδειξη ματαιοδοξίας, αλαζονείς, ή τι. Απ’ την άλλη μεριά μερικές φορές χρειάζεται - μέσα στον ανταγωνισμό εννοώ. Για να μην φορτωθούν άλλοι ευθύνες, απόψεις, ή προσανατολισμούς που δεν έχουν. Οπότε αυτό θα κάνω αμέσως: θα πω δυο τρείς κουβέντες σε πρώτο (ενικό) πρόσωπο. Με απεριόριστο σεβασμό και τιμή σε οτιδήποτε συλλογικό σχετίζεται με το θέμα. Κι ας “ακούσω” τις γνωστές μαλακίες. Δεν ακούσει ή διαβάσει λίγες εδώ και είκοσι χρόνια, άλλωστε...
Λοιπόν. Απ’ τα μέσα της δεκαετίας του ‘90, μορφώματα ανάλυσης και δράσης που έμελλε να είναι προπλάσματα της οργανωμένης αυτονομίας σ’ αυτό εδώ το κωλομέρος, το φώναζαν όσο μπορούσαν· το φωνάζαμε: οι - έλληνες - είναι - φασίστες!, οι - έλληνες - είναι - φασίστες! Υπήρχε βέβαια μια γενίκευση και μια υπερβολή σ’ αυτήν την κραυγή - όμως είναι η γενίκευση και η υπερβολή που χρειάζονται όταν τραβιέται το s.o.s. Το σήμα κινδύνου.
Που εδραζόταν, όμως, μια τέτοια διαπίστωση; Πρώτα απ’ όλα στην (αρχικά) περιθωριακή επίγνωση του τι σήμαινε η περιβόητη “ελληνοσερβική φιλία” απ’ το 1992 ως το 1995. Την μαζική συνενοχή σ’ αυτό το απίστευτο έγκλημα που λέγεται “βοσνία” την ανακαλύψαμε αργά και βασανιστικά αφ’ ότου αυτό είχε ολοκληρωθεί - όμως πως μπορούσα να ξεχάσω τους βιασμούς; Για την εξτρεμιστική φράξια της γενιάς μου, για τους μεγαλύτερους και για τους λίγο μικρότερους, η βοσνία είναι (και κανείς δεν πρόκειται να αλλάξει ούτε σε μια τελεία την βεβαιότητα) το αιώνιο όνειδος. Όνειδος ατομικό, όνειδος, ντροπή και ξεφτίλα ατομική - αλλά και συλλογική. Ακόμα κι αν ζήσουμε εκατό ζωές, το αίμα και ο πόνος των βόσνιων ανδρών και γυναικών θα μας λούζει πάντα. Το πρόσφατο (τότε) παρελθόν ήταν λοιπόν η μία πηγή αποδείξεων για το πόσο φασίστες είναι οι έλληνες, δεξιοί κι αριστεροί.

Η δεύτερη πηγή ήταν οι καθημερινές εμπειρίες - μιλάω πάντα για το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ‘90. Τον φασίστα δεν τον καταλαβαίνεις μόνο απ’ αυτά που λέει ή κάνει εναντίον των μεταναστών. Αυτός είναι συγκεκριμένος και ασφαλής δείκτης. Όχι, όμως, ο μοναδικός. Αν δεν έχεις πετάξει στα σκουπίδια τα κριτήρια και τα στάνταρ της μαχόμενης κριτικής, τον φασίστα, τον κοινωνικά φασίστα, τον καταλαβαίνεις από πολλά ακόμα. (Δεν θα ήταν δυνατόν άλλωστε η αντιμετώπιση των μεταναστών να είναι μια διαχωρισμένη πτυχή της καθημερινότητας). Τον φασίστα τον καταλαβαίνεις απ’ το πως αντιλαμβάνεται την ιστορία, και το πως παρλάρει για τα αρχαία κλέη. Τον φασίστα τον καταλαβαίνεις απ’ το πως “κάνει πλάκα” με τους “τρελλούς”, τους “ζαβούς”, τους “παλαβούς”. Τον φασίστα τον καταλαβαίνεις απ’ το πως κουτσομπολεύει τους φίλους του. Τον φασίστα τον καταλαβαίνεις απ’ τις ιδέες (και τις πρακτικές) που έχει για το σώμα - γενικά, και το δικό του ιδιαίτερα. Τον φασίστα τον καταλαβαίνεις απ’ την άποψή του για τα δύο φύλα, ή για την ομοφυλοφιλία. Τον φασίστα τον καταλαβαίνεις απ’ το πως μοστράρει τα μούτρα του, στην παρέα, στο “μαγαζί” ή όταν κάνει “καμάκι”. Τον φασίστα τον καταλαβαίνεις απ’ το πως αντιμετωπίζει το αφεντικό και τους διπλανούς του. Κι ακόμα με χίλιους δυο τρόπους. Ε, οι χίλιοι πενήντα τρόποι να καταλάβεις τι είναι τι οδηγούσαν στο φρικιαστικό μεν αλλά αληθινό συμπέρασμα, ήδη απ’ το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ‘90, ότι “οι - έλληνες - είναι - φασίστες”.
Πόσοι, όμως, από δαύτους ήταν τέτοιοι; Παραδέχομαι - και δεν είναι για ντροπή! - πως με τον καιρό κατάλαβα το πως γίνεται ορισμένες συμπεριφορές, “ηθικές” και στάσεις να καταλαμβάνουν την δημόσια σφαίρα, να εκδηλώνονται αβίαστα και “αθώα”, ενώ οι αντίθετές τους να “κλείνονται στο καβούκι” τους, χωρίς να προκαλούν αποτελέσματα ή συσχετισμούς δημόσια αναγνωρίσιμους. Υπό κάποιες συνθήκες (που δεν είναι εδώ το μέρος να εκθέσω) ακόμα και σχετικά μειοψηφικές απόψεις και στάσεις μπορούν να εμφανίζονται σαν γενικευμένες. Συνεπώς το πόσοι “έλληνες - είναι - φασίστες” το αγνοούσαμε, και το αγνοούσα, από τότε και μετά. Όμως, με την διόρθωση του πιο πάνω συλλογισμού, και πάλι το συμπεράσμα ήταν το ίδιο.
Εν τω μεταξύ, η στοιχειώδης ανάλυση της πρώτης δεκαετίας του ‘90, σε ότι αφορούσε την “ελληνοσερβική φιλία” και τα υπόλοιπα, έδειχνε ότι τα ιδεολογικά (ρατσιστικά) στερεότυπα των ελλήνων μικροαστών ήταν μόνο το μισό της ιστορίας. Το άλλο μισό ήταν οι μηχανισμοί. Μηχανισμοί του κράτους κατ’ αρχήν: η έκδοση του 1999, για την Σρεμπρένιτσα, απ’ την ομάδα “άρνηση εκτέλεσης καθήκοντος” και τις εκδόσεις “αντισχολείο”, δεν ήταν ακόμα “πονηρεμένη” για την οικονομία του εγκλήματος, ήταν όμως αρκετά λεπτομερειακή στην περιγραφή (αν και όχι στην ανάλυση) μηχανισμών του βαθέος ελληνικού κράτους.

Γύρω στα 2002 έγινε μια προσπάθεια για να περιληφθεί με υψηλό βαθμό προτεραιότητας στις πολιτικές αναλύσεις μας (σαν αυτόνομων) ο “ολοκληρωτισμός απ’ τα πάνω” - συμπληρωματικά στον ρατσισμό / σεξισμό / φασισμό που αναδυόταν από κάτω. Η προσπάθεια αυτή είχε περιορισμένη και περιπτωσιακή επιτυχία μόνο, έδωσε όμως μερικές αξιοσημείωτες αναλύσεις. Για να είμαι ειλικρινής η εμπειρίστικη κοινωνιο-λογία μπορεί να αξιοποιήσει καθημερινά ερεθίσματα, και υπό κατάλληλες προϋποθέσεις να τα αξιοποιήσει δημιουργικά σε ότι αφορά τις απαιτήσεις της προλεταριακής κριτικής. Η ανάλυση, όμως, των θεσμών (του κράτους πριν απ’ όλα, αλλά όχι μόνο) απαιτεί τελείως διαφορετικά εργαλεία· μοιάζει συχνά νεφελώδης και σκοτεινή· θέλει μια αυτοπειθαρχία στην αφαιρετικότητα, τουλάχιστον σαν τακτική, που δεν ταιριάζει καθόλου με τον εμπειρισμό. Και, το χειρότερο, καταπιάνεται με “κάτι” που βρίσκεται “ψηλά”, και δεν μπορείς να το αγριοκοιτάξεις βγαίνοντας στο διάδρομο της πολυκατοικίας σου ή στο δρόμο της γειτονιάς σου, με την ικανοποίηση ότι έπραξες το καθήκον σου.
Το πανελλαδικό πογκρόμ κατά των μεταναστών απ’ την αλβανία στις 4 Σεπτέμβρη του 2004, μετά την ήττα της “εθνικής ελλάδας” στο ποδόσφαιρο, ήταν το τελευταίο μεγάλης κλίμακας προμήνυμα κινδύνου - πριν τα τελευταία χρόνια. Για τους περισσότερους και τις περισσότερες που δεν ήταν φασίστες (ή δήλωναν αντιφασίστες) επρόκειτο, σίγουρα, για μια πρόσκληση ηθική, ένα είδος γροθιάς - στο - στομάχι, απ’ την αρχή ως το τέλος. Για την ταπεινή μου γνώμη ήταν επιβεβαίωση του πως δρουν οι μηχανισμοί (του κράτους; του παρακράτους;) αξιοποιώντας το διαθέσιμο κοινωνικό υλικό. Μπορεί να είναι προκατάληψη, αλλά αυτά τα “σε πανελλαδική κλίμακα”, την ίδια ώρα και μέρα, δεν τα πολυτρώω για αυθόρμητα. Κι ας σημειωθεί ότι δεν είμαι καθόλου οπαδός των “θεωριών συνωμοσίας”. Απλά, συμβαίνει να μην γνωρίζω, όπως και κανείς από εσάς, ως που φτάνει το “σχέδιο Ξενοκράτης”...
Μια συλλογική επεξεργασία του χειμώνα 2006 - 2007, απ’ την υπο-ομάδα “μούτζα” της συνέλευσης ενάντια στην ειρήνη, ήρθε (κυριολεκτικά) να μου ανοίξει τα μάτια. Πρόκειται για την κρατικοποίηση του εγκλήματος. Την θεωρώ σαν μια απ’ τις πιο σημαντικές δουλειές έρευνας, ανάλυσης και σύνθεσης που έχει παραχθεί κινηματικά εδώ και πολλά χρόνια - κι όχι επειδή συμμετείχα σ’ αυτήν. Ξεκινώντας ουσιαστικά στο σκοτάδι, με “διαίσθηση” μάλλον παρά οτιδήποτε άλλο, καταφέραμε να συνθέσουμε σκόρπια κομμάτια των ίδιων των άμεσων και έμμεσων εμπειριών μας σ’ ένα συνεκτικό ιστορικό και πολιτικό συμπέρασμα που φώτιζε διάφορα “μυστηριώδη”, “σκοτεινά” και ανεξήγητα σημεία της πραγματικότητας. Συνδέοντας οργανικά το διάχυτο “κοινωνικό” (άρα και το εμπειρικό υλικό μας) με το κράτος· και το ανάποδο. Εισάγοντας όμως, πλέον, και το παρακράτος (σαν οργανωμένο έγκλημα κατ’ αρχήν) στο οπτικό μας πεδίο.

Τι σχέση αυτό με το “οι - έλληνες - είναι - φασίστες” του δεύτερου μισού της δεκαετίας του ‘90; Έχει! Ενόσω μπορούσαμε να είμαστε βέβαιοι για τον κοινωνικό φασισμό του ντόπιου μικροαστισμού, υπήρχε μια οφθαλμοφανής διαφορά στο πως (και εάν) αυτός ο κοινωνικός φασισμός εκδηλωνόταν στην μακροκλίμακα της εξουσίας. Στο λεγόμενο “πολιτικό πεδίο”: κόμματα, εκλογές, κοινοβούλια και δήμοι, κλπ. Δεν επιχειρήθηκε ποτέ κάποια συλλογική ανάλυση γι’ αυτήν την φαινομενική “αντίφαση”, όμως τα προσωπικά μου συμπεράσματα ήταν απλά: οι - έλληνες - που - είναι - φασίστες ψήφιζαν (άρα “καταγράφονταν” στην κεντρική πολιτική οθόνη) με βάση τα οφέλη που περίμεναν σε μια γκάμα συμφερόντων τους, και όχι “ιδεολογικά” με την στενή έννοια. Ο γάλλος φασίστας Λεπέν το είχε σχολιάσει άλλωστε απ’ τις αρχές της δεκαετίας του ‘90: στην ελλάδα είχε πει είστε πολλοί που θα συμφωνούσατε μαζί μου, αλλά ψηφίζετε άλλα κόμματα. Το γεγονός, άρα, ότι ο κοινωνικός φασισμός δεν είχε καταγραφεί πολιτικά σε μέγεθος ανάλογο, τις δεκαετίες του ‘90 και του ‘00, οφειλόταν στον διαφορισμό της “πολιτικής” και της “κοινωνικής” συμπεριφοράς των ελλήνων, στον βαθμό στον οποίο μπορούσαν να αποσπούν διαφορετικά οφέλη με διαφορετικούς τρόπους - όχι σε κάτι άλλο.
Εδώ χρειάζεται μια μικρή παρένθεση. Το τι έχουμε ακούσει, απ’ τα mid ‘90s και μετά, απ’ τις διάφορες εκδοχές της αριστεράς και τις διάφορες “εξτρεμιστικές” ουρές της, δεν περιγράφεται - σε σχέση (και) με το “οι - έλληνες - είναι - φασίστες”. Γιατί όμως συνέβαινε αυτό το ατελείωτο μπινελίκι; Μήπως δεν είχαν όλοι αυτοί οι αριστεροί κλπ κλπ εργαλεία ανάλυσης και κριτικής κατανόησης των διάχυτων κοινωνικών συμπεριφορών που να αποδεικνύουν την αξιοπιστία του σήματος κινδύνου που εκπέμπαμε; Είχαν και παραείχαν - αν ήθελαν να τα χρησιμοποιήσουν. Αλλά δεν ήθελαν. Γιατί ο καιροσκοπισμός επιβάλλει την απόλυτη προτεραιότητα στην ποσότητα, και ρίχνει στα τάρταρα την ποιότητα. Αν ψάχνεις για ψήφους και μόνο για ψήφους (και το σύνολο της αριστεράς, mainstream ή πιο περιθωριακής αυτό έκανε πάντα) ψήφους θα βρεις. Για το κοινοβούλιο, για τον δήμο, για το σωματείο, για τον φοιτητικό σύλλογο, για τον επαγγελματικό σύλλογο, για τον σύλλογο γονέων και κηδεμόνων... Ψήφοι, ψήφοι, ψήφοι. Το πλέγμα του κράτους των κομμάτων απ’ τα ‘80s και μετά εξασφάλισε πως όποιος θέλει μπορεί να ζήσει όχι μία αλλά δέκα ζωές κυνηγώντας άμεσα ή έμμεσα ψήφους. Κυρίως: αντιλαμβανόμενος τον κόσμο μέσα απ’ το (ψηφοθηρικό) όφελός του, το οποίο μάλιστα ονομάζει “πολιτική”. Απ’ αυτήν την οπτική γωνία, πράγματι, το να ερευνήσεις το “πόσο φασίστες είναι οι έλληνες” στα ‘90s και στα ‘00s, και το βρεις σ’ όλο το κανιβαλλικό μεγαλείο του, όντας “αριστερός”, θα ήταν χίλιες φορές χειρότερο απ’ το να παίξεις στο βρίζοντας το κοινό (θεατρικό έργο του Πήτερ Χάνκε). Αυτό κανείς αριστερός με κόμμα ή γκρουπούσκουλο δεν το ήθελε! Το αντίθετο ήταν πολύ ευκολότερο: όταν ο κόμπος έφτανε στο χτένι, δικαιολογίες - δικαιολογίες - δικαιολογίες (για τον “δυστυχισμένο” τον λαό που παρασέρνεται, καθότι δεν έχει συμφέροντα ή δεν τα ξέρει). Η πιο εύκολη δικαιολογία ήταν απ’ τα ‘90s και μετά τα μήντια. Τα μήντια φταίνε!!! Μ’ αυτά και μ’ αυτά το να δείχνεις τον κοινωνικό φασισμό στα ‘90s και στα ‘00s δεν ήταν σε καμία περίπτωση θέμα προς συζήτηση και έρευνα. Ήταν, απλά, απόδειξη “ελιτισμού” - και διάφορες άλλες παπαριές που ακούσαμε με τον τόνο.

Βλέποντας, ωστόσο, το τι συνέβαινε στην υπόλοιπη “πολιτισμένη” ευρώπη τόσο στα ‘90s όσο και στα ‘00s, σχετικά με ρατσιστικά / φασiστικά κόμματα, η ανάλυση (όχι συλλογικά υιοθετημένη, πάλι ας εννοηθεί το πρώτο ενικό) έδειχνε το εξής: θα ήταν δυνατόν και στην ελλάδα να υπάρξει μια τέτοια εξέλιξη (αφού τα κοινωνικά δεδομένα ήταν παραπάνω από “δεδομένα”), όμως με τις εξής δύο προϋποθέσεις. Πρώτον, ότι τα παραδοσιακά κυβερνητικά και αντιπολιτευόμενα κόμματα, για κάποιον λόγο (μυστηριώδη και απρόβλεπτο για τις δυνατότητές μου ως τα μέσα των ‘00s) θα έχαναν την δυνατότητά τους να μεσολαβούν σ’ όλη την έκταση της (κοινωνικής) ζήτησης σε προσόδους και ωφελήματα διαφόρων ειδών· και δεύτερον, ότι μηχανισμοί του βαθέος κράτους θα προωθούσαν μια τέτοια “διέξοδο” για λογαριασμό του κοινωνικού χυλού αλλά και του συστήματος, του είδους ακροδεξιό κόμμα. Ας σημειωθεί πως ακόμα και η πιο στοιχειώδης έρευνα δείχνει ότι στην ελλάδα δεν υπήρξαν ποτέ τέτοιου είδους κόμματα χωρίς άμεση συνάρθρωση με μηχανισμούς του βαθέος κράτους· δεν υπήρξαν, σα να λέμε, σαν “ανεξάρτητες” εκδηλώσεις της κοινωνικής (μικροαστικής) αθλιότητας. Ως το 1974 αυτό το βαθύ κράτος ήταν το παλάτι - και μετά;  Μετά το ξέραμε με βεβαιότητα ήδη απ’ τα ‘80s ότι έπαιζαν παιχνιδάκια οι “σοσιαλιστικές” μυστικές υπηρεσίες...
Υπήρχε και υπάρχει για λόγους εξόχως σοβαρούς (που δεν μπορώ να αναλύσω εδώ) μια διακριτή απόσταση ανάμεσα στο “κοινωνικό” και στην “πολιτική” έκφρασή του - στην ελλάδα. Πιθανόν αυτό να συμβαίνει παντού, και να μην το ξέρουμε. Πάντως εδώ συμβαίνει. Απ’ την άλλη μεριά δεν υπάρχει “πολιτικό” αρχών - με την εξαίρεση του κκε ως τη νομιμοποίησή του, το 1974, και ορισμένων εξαιρετικά μεμονωμένων προσώπων. Το “πολιτικό” (με την μορφή κομμάτων, πολιτευτών, κλπ) “παρακολουθεί το κοινωνικό”, για να το μεσολαβεί - και για να κρύβει πίσω απ’ τις μεσολαβήσεις τις όποιες δικές του δουλειές. Αυτό σήμαινε (κατά την ταπεινή μου άποψη) ότι καθαρόαιμα ρατσιστικά / φασιστικά κόμματα δεν θα εμφανίζονταν στην ελλάδα για όσο καιρό τα υπόλοιπα, τα mainstream, θα επικάλυπταν εν μέρει τις ρατσιστικές / φασιστικές ορέξεις των ελλήνων ικανοποιώντας κυρίως τις υπόλοιπες ανάγκες τους: τον διορισμό, την μετάθεση, την απόσπαση, τις μαϊμουδένιες υπερωρίες, τις αδικαιολόγητες απουσίες, τις μίζες και τα φακελάκια, τις άδειες τραπεζοκαθισμάτων, τις προμήθειες και την διανομή τους, τις αυθαίρετες βίλες, και όλα τα υπόλοιπα.

Έχει ξαναγραφτεί εδώ, μια μικρή επανάληψη δεν βλάπτει όμως. Η εμφάνιση του λα.οσ. σήμαινε οπωσδήποτε μια τομή: ο διάχυτος κοινωνικός φασισμός φαινόταν να αποκτάει πολιτικό πρόσωπο / έκφραση. Για τον Καρατζαφέρη είναι γνωστό το ποιόν του: λαϊκισμός και καιροσκοπισμός στο έπακρο. Θα μπορούσε να φοράει και μπλουζάκια Τσε Γκεβάρα εάν αυτό τον βόλευε... Και, φυσικά, πιστός φίλος της οικογένειας Μητσοτάκη.  Όμως στο σύνολό του το λα.οσ., σαν στελέχωση, σαν ιδεολογία, σαν απεύθυνση, μορφοποιούσε αυτό που θεωρητικά θα αναμενόταν σαν ακροδεξιό / φασιστικό κόμμα α λα ελληνικά: απ’ την μια άμεση εμπλοκή με το βαθύ κράτος, απ’ την άλλη ρατσιστικά, εθνικιστικά και λοιπά προτάγματα. Και φυσικά, όλη η ατζέντα της “σχολής του Σικάγο”.
Στη συνέχεια, καθώς το λα.οσ. εδραιώθηκε σαν “πολιτική δύναμη”, ανέλαβε (“απ’ τα πάνω”!!!) μια δουλειά ευαίσθητη: να οργανώσει με ορισμένους όρους μια “κοινωνική / πεζοδρομιακή” αντιπολίτευση, που να ζητάει περισσότερο νόμο, περισσότερη τάξη, καθόλου μετανάστες - και τα υπόλοιπα. Τα πλάνα με τους γέρους και τους μεσήλικες που διαμαρτύρονται στην Αθήνα (στον Αγ. Παντελεήμονα, στην Ομόνοια, στην πλ. Θεάτρου) για την “εγκληματικότητα” και τους “ξένους” δεν θα πρέπει να τα ξεχάσουμε ποτέ. Δεν πρέπει να τα ξεχάσουμε επειδή δείχνουν την πολύ πρόσφατη γενεαλογία των τωρινών καταστάσεων· και η γενεαλογία, με τη σειρά, αποκαλύπτει τον χαρακτήρα τους. Τότε, λοιπόν, επρόκειτο για εργολαβία που ανέλαβε το λα.οσ. έναντι των real estate business, εργολαβία που πάντως ταίριαζε απόλυτα στο ιδεολογικό και πολιτικό προφίλ του κόμματος.
Και ενώ όλα πήγαιναν σύμφωνα με το πρόγραμμα, και ο λα.οσ. ήταν αυτό το εύκολα και ακίνδυνα συχαμερό mainstream ακροδεξιό πράγμα, κάτι άλλαξε. Κάτι “έσπασε”. Αυτό ήταν η εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008. Ένα μειοψηφικό (το τονίζω αυτό: μειοψηφικό... ωστόσο έχει να κάνει το πως, υπό ορισμένες συνθήκες, μειοψηφίες είναι δυνατόν να παράγουν ένα θέαμα πλειοψηφίας...) δυναμικό πρωτόλειας, ανεπεξέργαστης αμφισβήτησης προς τους θεσμούς (και, πρώτα απ’ όλα, την αστυνομία) εκδηλώθηκε εκρηκτικά: απ’ την καθως πρέπει μεσοαστική αριστερά ως τους μετανάστες και τη νεολαία (στα μπάχαλα της Αθήνας οπωσδήποτε) - και αυτό με την προς στιγμήν ευμενή αδιαφορία των μικροαστών. Δεν ήταν ένα υποκείμενο. Ήταν πολλά. Με διαφορετικά (ορισμένες φορές και αντιτιθέμενα) ήθη και έθιμα. (Να υπενθυμίσουμε πάντως ότι εάν ο νεκρός νεαρός εκείνον τον Δεκέμβρη δεν ήταν έλληνας μεσοαστικής οικογένειας αλλά αλβανός, πολλά θα ήταν διαφορετικά...)
Γράφτηκε σ’ αυτές εδώ τις σελίδες σαν έγκαιρη προειδοποίηση (τεύχος νο 25): η εξέγερση του Δεκέμβρη έδειξε όχι μόνο εν δυνάμει κοινωνικούς κινδύνους για το σύστημα (το “εν δυνάμει”, φυσικά, χρειαζόταν πολύ δουλειά που δεν έγινε...), αλλά και πρακτικές αδυναμίες των επίσημων κρατικών μηχανισμών. Μπορεί να μοιάζει σκληρό, μπορεί να μοιάζει αυθαίρετο, αλλά δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο: η αντι-εξέγερση χρειαζόταν “την ώρα του παρακράτους”, μαζί φυσικά με τις όποιες δυνατότητες του επίσημου κράτους. Η εξέγερση του Δεκέμβρη σήμανε την αρχή του (γρήγορου) τέλους του λα.οσ. σαν πολιτικού φορέα και εκφραστή του κοινωνικού φασισμού. Σήμανε την ανάγκη για πιο “σκληρούς” εκφραστές της “νομιμότητας”. Αφού οι δύο συνιδιοκτήτες  - της - δεξιάς - πολυκατοικίας αποδεικνύονταν ανίκανοι, ο μεν ένας να ρίξει το τσεκούρι του νόμου και της τάξης ο δε άλλος “να βγάλει στο δρόμο τους φιλήσυχους και νομιμόφρονες πολίτες”, θα έπρεπε να ανοίξει ο βόθρος όχι μόνο της πολυκατοικίας αλλά ολόκληρου του “οικοδομικού τετραγώνου” της πολιτικής εξουσίας. Και άνοιξε. Στην αρχή αναλαμβάνοντας τις εργολαβίες που είχε πάρει ο λα.οσ. στην Αθήνα: αγ. Παντελεήμονας, Ομόνοια, πλ. Θέατρου, “κέντρο” της πόλης. Η άνοιξη και οι αρχές του καλοκαιριού του 2009 είχαν να δείξουν (το καταλαβαίναμε ή όχι το ίδιο κάνει) όλες τις “ασκήσεις” για την “αλλαγή φρουράς”. Η συνέχεια ήρθε με τις δημοτικές εκλογές (στην Αθήνα), ένα τελευταίο “τεστ”. Στο Sarajevo νο 63 υπάρχουν λίγα παραπάνω απ’ αυτού.
Χρειάζεται ξανά επισήμανση, τονισμός - όποιος παρακάμπτει αυτήν την αλήθεια πέφτει και θα πέσει σε τραγικά λάθη. Σαν κοινωνικές συμπεριφορές, ιδεολογίες, δοξασίες κλπ αυτό που μπορεί να ονομαστεί φασισμός (δηλαδή: ο σεξισμός, ο ρατσισμός, ο εθνικισμός, ο μιλιταρισμός, ο κυνισμός, η μισαλλοδοξία, η έφεση προς την βία, η συστηματική βλακεία, οι ψυχώσεις) υπήρχαν διάχυτα στους έλληνες, σε πολύ μεγάλη έκταση και για πάρα πάρα πολλά χρόνια. Δεν είχαν υπογραφή, δεν είχαν logo - όμως όλα τα υπόλοιπα βρίσκονταν εκεί. Στον “λαό”. Όχι αθέατα, όχι μυστικά.
Όπως υπήρχε και ο “διαφορισμός”, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, ανάμεσα στην “κοινωνική / ιδεολογική κουλτούρα” καθενός και πολλών μαζί, και στην πολιτική / εκλογική συμπεριφορά του(ς). Είναι, γι’ αυτό το λόγο, απόλυτα διαφανές το τι συνέβη και τα βοθρολύματα βγήκαν στον αφρό. Με δεδομένη την μαζική κοινωνική σαπίλα (και τα συμφέροντά της, φυσικά!!!) που προϋπήρχε για πολύ καιρό· με δεδομένη την αδυναμία του συστήματος, παρά τα σημαντικά βήματά του, να εκδηλώσει την βία του ανοικτά “ανορθόδοξα”· με δεδομένες τις ανάγκες της κρίσης, ο κοινωνικός (μικροαστικός), ιδεολογικός, ψυχολογικός και διανοητικός λουμπενισμός θα έπρεπε να αποκτήσει “μερίδιο εξουσίας” στην κεντρική σκηνή. Έτσι, τουλάχιστον, το σκέφτηκαν κάποιοι· έτσι το προώθησαν. Που σημαίνει: για να “ενωθεί” το “κοινωνικό” με το τραμπουγκοεγκληματικό “πολιτικό” των βορθολυμάτων, έπρεπε να δράσουν “συνθετικά” συγκεκριμένοι μηχανισμοί. Και έδρασαν: εκκλησία, αστυνομία, στρατός, μυστικές υπηρεσίες, κάμποσοι επιχειρηματίες, οργανωμένο έγκλημα, μηχανισμοί και κυκλώματα του προσοδισμού.
Κάποιοι θα πουν ότι πέφτουμε σε θεωρίες συνωμοσίας. Και άλλοι πως αρνούμαστε την “ανεξάρτητη” έκφραση του “κοινωνικού” στην κεντρική πολιτική σκηνή. Λάθος και οι δύο ενστάσεις. Το γεγονός ότι μεγάλο μέρος των μικροαστών και των λούμπεν μικροαστών έμεναν “ακάλυπτοι” απ’ την συρρίκνωση των προσοδικών παροχών του κράτους, και το γεγονός ότι γι’ αυτό κατηγορούσαν τα κόμματα (γενικά) και το δίδυμο νδ / πασοκ (ειδικά), ήταν πασιφανή έγκαιρα. Το να δημιουργηθεί, κατόπιν αυτού, “κοινωνική ζήτηση” για ένα “ακροδεξιό / αντιμνημονιακό / κρατικίστικο” κόμμα, ήταν κι αυτό “λογικό” - εξάλλου οι αγανακτισμένοι στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη πάνω σ’ αυτό το μοτίβο έπαιξαν. Το ποιός, όμως, θα ήταν ο “κατάλληλος φορέας έκφρασης” αυτής της σαπίλας, αυτό είναι εντελώς διαφορετικό ζήτημα. Γιατί δεν έγινε τέτοιος ο λα.οσ., που ήταν και διαθέσιμος; (Και πόσο γρήγορα ξεχάστηκε, ε;). Γιατί δεν έγινε μια διάσπαση στο λα.οσ.; Γιατί περσόνες σαν τον πλασιέ και τον Βορβορίδη (ο δεύτερος έχει όλα τα προσόντα ενός “έλληνα Χάιντερ”) δεν ανέλαβαν να ικανοποιήσουν αυτήν την συγκεκριμένη “κοινωνική ζήτηση”; Επειδή είχαν φιλοδοξία να γίνουν υπουργοί; Χα - αυτό παραείναι αστείο... Όχι λοιπόν. Από “μόνη της” η “κοινωνική ζήτηση” για ακροδεξιό / φασιστικό κόμμα όχι μόνο δεν θα “ανακάλυπτε” την συγκεκριμένη συμμορία που έγινε hype, αλλά θα είχε και λόγους να την παρακάμψει ψάχνοντας για κάτι “φρέσκο”, μισοτραμπούκικο / μισογιάπικο, κλπ κλπ: η συμμορία έχει πολύ πρόσφατο νεοναζιστικό παρελθόν, όμως η “ζήτηση” δεν είναι προς την σβάστικα... Επιπλέον έχει τόσες βρωμιές “πίσω” της, που αρκούν δύο μονάχα “αποκαλυπτικά” βίντεο για να αποκαθηλωθεί... Κι ούτε η ίδια είχε ποτέ την δυνατότητα να πλασσάρει “μόνη της” τον εαυτό της.... Εν τέλει, με πράκτορα αρχηγό, δεν κάνεις ό,τι σου κατέβει - κάνεις ό,τι σου πουν.
Σπρώχτηκε ο βόθρος στην πρώτη γραμμή, και σπρώχτηκε υπόγεια. Σπρώχτηκε πετυχημένα επειδή τον σηκώνουν συγκεκριμένοι μηχανισμοί του βαθέος κράτους και του οργανωμένου εγκλήματος. Το ότι “ταίριαξε” με την “κοινωνική ζήτηση” έπεται. Υπήρξαν παράλληλα και οι καμμένοι έλληνες - αλλά ο αρχηγός τους είναι “λίγος” για την δουλειά, και το ξέρει. Ο ενδεικτικός παραλληλισμός πάει πάντως κάπως έτσι: όπως το χρηματιστήριο δεν διέφθειρε τους ήδη ξεφτιλισμένους έλληνες αλλά κεφαλαιοποίησε τις προϋπάρχουσες φαντασιώσεις τους για εύκολο και γρήγορο πλουτισμό, έτσι και η συγκεκριμένη τραμπουκοσυμμορία επιλέχτηκε από “τρίτους” για να κεφαλαιοποιηθεί μια σειρά κοινωνικών χαρακτηριστικών και δεδομένων, τα οποία “από μόνα” τους παρήγαγαν καθημερινά εξουσία στην κοινωνική μικροκλίμακα, ΔΕΝ θα μπορούσαν όμως να σκαρφαλώσουν ως το κοινοβούλιο, και μέσω αυτού σε πολλά άλλα σημεία της πραγματικής εξουσίας.
Αυτή η “επιλογή” δείχνει και ορισμένες βασικές αδυναμίες αυτών των “τρίτων”. Μιλώντας πολιτικά όσο περισσότερο μπορώ (και, οπωσδήποτε, χωρίς συναισθηματισμούς), βρίσκω οτι η καθαρή επίδειξη των διαστάσεων του κοινωνικού / μικροαστικού φασισμού μπορεί να είναι χρήσιμη εάν εξαφανίσει τις αυταπάτες και τα κρυψίματα πίσω απ’ το δάκτυλο τόσων δεκαετιών. Κι αν, φυσικά, αντιμετωπιστεί σ’ όλη του την έκταση.
Το “χρυσαυγίτικο” trade mark το θεωρώ παραπλανητικό: δίνει την εντύπωση ότι μια άλλοτε περιθωριακή τραμπουκοσυμμορία διογκώθηκε. Αυτό είναι επιφαινόμενο. Εκείνο που συμβαίνει κυρίως μοιάζει περισσότερο μ’ ένα συγκεκριμένο business plan: “κάποιοι” εξαγοράζουν μια μικρή και εν πολλοίς άγνωστη εταιρεία, την μετατρέπουν σε “κέλυφος”, την ρίχνουν στο χρηματιστήριο, και κάνουν τις δουλειές τους· ενόσω οι φιλόδοξοι “μικροεπενδυτές”, επειδή είναι οι λιγούρηδες και τα καθίκια που είναι (από την κοινωνική / ιδεολογική άποψη της καθημερινότητας και των συμφερόντων τους), τρέχουν να αγοράσουν “μετοχές”.
Το να εκλαμβάνεται η κατάσταση σαν “μεγέθυνση” ενός φαινομένου που “κανονικά” έχει μικρές διαστάσεις είναι λάθος. Και είναι ρεζιλίκι οποιαδήποτε προσπάθεια προπαγανδιστικής σπέκουλας και ανέξοδων λεονταρισμών, πάνω στο υπονοούμενο ότι “σιγά μωρέ...”.  Έχουμε να κάνουμε με κάτι σαν δηλητηριώδη “αλλαγή παραδείγματος” τόσο στην οργάνωση της δημόσιας τάξης όσο και στις λειτουργίες του οργανωμένου εγκλήματος - και τα δύο αξιοποιούν “κοινωνικούς όρους” που ήταν ήδη διαθέσιμοι, επικυρώνοντάς τους, αναπαράγοντάς τους, φροντίζοντας να τους μπετονάρουν. Γι’ αυτό παλιά ζητήματα του αντιφασισμού τίθενται με εντελώς διαφορετικό τρόπο, και έχουν προκύψει επίσης αρκετά καινούγια (ζητήματα). Δεν χρειάζεται να προχωρήσω περισσότερο, όμως κάτι ενδεικτικό: όποιος νομίζει ότι εκείνοι που έβαλαν το συγκεκριμένο φασιστοtrademark στη βάση της εκτόξευσής του δεν υπολόγισαν εξ αρχής και ορισμένους τύπους αναμενόμενου αντιφασισμού, και ότι δεν έχουν πάρει τα μέτρα τους σχετικά, ε, είναι.... Τι να πω; 
Η αντιμετώπιση όλης αυτής της κατάστασης δεν θα είναι εύκολη· μπορεί όμως - αν γίνει σωστά και μεθοδικά, μέσα στο ευρύτερο “κινητήριο” πλαίσιό της - να αποδειχθεί εξαιρετικά πετυχημένη ακόμα και πολύ μακρύτερα απ’ τον στενά εννοημένο αντιφασισμό. Από ιστορική άποψη όλο αυτό το σκατό, είτε στην “πολιτική” του έκφραση είτε στις “κοινωνικές” του διαστάσεις, είναι καταδικασμένο - κι ας ουρλιάζει όσο θέλει η μικροαστική σαβούρα. Η “μοίρα” της κρίθηκε όταν έπινε, έτρωγε, και συσσώρευε· κι αυτό που κάνει τώρα, εμφανιζόμενη δημόσια, είναι να προσπαθεί να κρατηθεί, όχι απ’ τα μαλλιά της αλλά απ’ τις κωλοτρυπίδες της τις ίδιες. Όμως το πόσο γρήγορα θα εφαρμοστεί αυτή η ιστορική καταδίκη και, κυρίως, το τι θα αφήσει η αντιμετώπιση των κοινωνικών πηγών του νεο-ολοκληρωτισμού, εξαρτιέται αποκλειστικά από εμάς. Σαν εργάτες και εργάτριες με συνείδηση. Τίποτα δεν θα γίνει αυτόματα, τίποτα δεν θα γίνει απλοϊκά, τίποτα δεν θα γίνει εύκολα.

Ζ.

Sarajevo 66 - 10/2012

 
       

Sarajevo