ένας πολύ ακριβής ορισμός του σύγχρονου εγκληματία...
|
|
η εγκληματικότητα και ο φόβος
(ως πολιτικά επιχειρήματα)
και η δημόσια τάξη
(ως πολιτικό κατόρθωμα)
...Την ώρα που η εξαθλίωση στρώνει το εδαφός σας με πτώματα, γεμίζει τις φυλακές σας με κλέφτες και δολοφόνους, τι βλέπουμε από τη μεριά των λωποδυτών της υψηλής κοινωνίας;... Την πιο μεγάλη διαφθορά, τον πιο αποτρόπαιο κυνισμό, τις πιο αδιάντροπες ληστείες... Δεν φοβάστε πως ο φτωχός, που τον καθίζουμε στο εδώλιο του κατηγορούμενου επειδή άρπαξε ένα κομμάτι ψωμί μεσ’ από τα κάγκελα ενός αρτοπωλείου, θα αγανακτήσει κάποια μέρα και θα γκρεμίσει πέτρα πέτρα το Χρηματιστήριο, το απαίσιο αυτό άντρο όπου λεηλατούνται ατιμωρητί οι θησαυροί του κράτους, οι περιουσίες των οικογενειών;... [1]
Το είχαμε επισημάνει έντονα, είχαμε προειδοποιήσει έγκαιρα, αρκετά χρόνια πριν, όταν (σαν οργανωμένη αυτονομία) αναλύσαμε δημόσια την διαδικασία κατασκευής της διεθνούς “αντιτρομοκρατίας”: τα αφεντικά του αναπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου φτιάχνουν συστηματικά και εντατικά απειλές και φόβους [2]· φτιάχνουν τα “προβλήματα” εκείνα που τους επιτρέπουν, στη συνέχεια, να οργανώνουν, να εμβαθύνουν και να εξαπλώνουν την “ασφάλεια” και την “δημόσια τάξη” σαν εύλογη (και “κοινωνικά ζητούμενη”) απάντηση. Πριν το 2001 το δόγμα της “μηδενικής ανοχής”, αμερικανικής εφεύρεσης, είχε δοκιμαστεί για χρόνια στην πράξη - οπωσδήποτε στις ηπα και την αγγλία. Ο στόχος της μηδενικής ανοχής, στο όνομα της “αντιεγκληματικότητας”, ήταν καλά προσδιορισμένος: οι άστεγοι, οι ζητιάνοι, οι μικροπαραβατικότητες του πεζοδρομίου, οι γκραφιτάδες, ακόμα και οι φωνακλάδηκες νεολαιΐστικές παρέες... Μετά το 2001, ένας συγκεκριμένος τύπος εγκληματικότητας στην άλλη άκρη του φάσματος, οι βόμβες στο ψαχνό, κατασκευάστηκε και προωθήθηκε απ’ τα επιτελεία διάφορων πρωτοκοσμικών μυστικών υπηρεσιών, πουλήθηκε (με επιτυχία) σαν η μεγα-απειλή, και έγινε η νομιμοποιητική βάση μιας σειράς νομικών και αστυνομικών αναδιαρθρώσεων (δημόσια επιτήρηση και έλεγχος), με πυκνότητα πρωτοφανή και ευκολία πρωτοφανέστερη, εάν λάβει κανείς υπόψη το υποτιθέμενα φιλελεύθερο ιδεολογικό υπόβαθρο των καπιταλιστικών κοινωνιών.
Το είχαμε τονίσει με κάθε τρόπο: μετά τον αισιόδοξο έως χαζοχαρούμενο φιλελευθερισμό των ‘90s, τα αφεντικά καταπιάνονταν συστηματικά (και βίαια, αλλά με μορφές βίας επιμελώς “αόρατες”) με τον επαναπροσδιορισμό των ορίων της νομιμότητας και την διαχείριση του μη νόμιμου. Στη βασική της αναγκαιότητα και καθεστωτική λειτουργικότητα αυτή η διαδικασία δεν (ήταν) είναι καινούργια· συνοδεύει και χαρακτηρίζει τις συγκροτήσεις και τους μετασχηματισμούς των αστικών / καπιταλιστικών κρατών απ’ τις αρχές του 19ου αιώνα. Σε αντίθεση, πάντως, με παρελθούσες μορφές χάραξης των ορίων νομιμότητας και “πάταξης της εγκληματικότητας”, οι postmodern κατασκευές του “εγκλήματος” δεν είναι βαριές, συμπαγείς, ”μια κι έξω”, από άκρη σ’ άκρη. Μπορεί να είναι επίσης (και πράγματι είναι) ρευστές, ευέλικτες, “κατά περίπτωση” και “κατά συνθήκη”. Αυτή η ρευστότητα (στον προσδιορισμό της “εγκληματικής” πράξης ή/και της “εγκληματικής” φιγούρας), μ’ άλλα λόγια το μονοπώλιο των κρατικών αρχών, των παρακρατικών συνεργατών τους και των κοινωνικών συμμάχων τους στο να αναπροσδιορίζουν κατά βούληση το τι είναι τι, ήταν (υποστηρίξαμε έγκαιρα) η απάντηση στο κύμα αμφισβήτησης των νόμων στα ‘60s και ‘70s. [3]
Προς τι η τόσο επείγουσα επανεπένδυση των αφεντικών στην κατασκευή και στη διαχείριση του “εγκλήματος” και των αναπαραστάσεών του; Πρώτα απ’ όλα, όπως πάντα, η ένταση των κοινωνικών ανισοτήτων και των συνέπειών τους. Μετά από μια ή δυο δεκαετίες φιλελεύθερης υποτίμησης της εργασίας και “νέας οικονομίας” η πόλωση στη διανομή του πλούτου μέσα στις αναπτυγμένες καπιταλιστικά κοινωνίες ήταν ο κοινός τόπος όλων των μετρήσεων, των παρατηρήσεων και των αναλύσεων των ειδικών. [4] Η ανάδυση της “ασφάλειας” και της “δημόσιας τάξης” σαν βασικών λειτουργικών (και ιδεο-ψυχολογικών) αρχών στις σύγχρονες κοινωνίες, είχε ολοκάθαρο στόχο να αποπολιτικοποιήσει οποιαδήποτε κοινωνική και ταξική αντίθεση ή και σύγκρουση θα μπορούσε να προκληθεί από τέτοια ανισότητα. Να κάνει τέτοιες αντιθέσεις ή και συγκρούσεις τεχνικά (και με όρους εξουσίας: στρατιωτικά) ζητήματα, έτσι ώστε να αποφευχθούν (εκ μέρους των αφεντικών) καινούργιοι πολιτικοί συμβιβασμοί, δεσμεύσεις, υποχωρήσεις σ’ ότι αφορά την κλοπή της εργασίας και της ζωής στον μεταβιομηχανικό καπιταλισμό. Η προώθηση, λοιπόν, της “ασφάλειας” και της “δημόσιας τάξης” στην πρώτη γραμμή των ιδεών, των νοημάτων, των θεσμίσεων, των κοινωνικών αναγκών και των αναπαραστάσεων της ομαλότητας, επρόκειτο (και έτσι έγινε) να λειτουργήσει με δύο τρόπους.
- Αφ’ ενός για να συγκροτήσει μια συμπαγή κοινωνική μάζα ιδιοκτητών και φίλων της ιδιοκτησίας, με επιθετικούς προσανατολισμούς, κάτω απ’ την σημαία “κάτω οι εγκληματίες”, όπου όμως αυτοί οι τελευταίοι θα ήταν κάθε φορά κατάλληλα, βολικά στοχοποιημένοι: οι άστεγοι και οι ελάχιστα παραβατικοί των πεζοδρομίων (σύμφωνα με τις προδιαγραφές του δόγματος της “μηδενικής ανοχής”)· οι μουσουλμάνοι (σύμφωνα με τους αρχικούς προσανατολισμούς της παγκόσμιας “αντιτρομοκρατίας”)· οι παιδεραστές (σύμφωνα με την πρώτη έφοδο των διωκτών του “ηλεκτρονικού εγκλήματος”)· και οι μετανάστες εργάτες, παντού όπου ήταν εφικτό ή απαραίτητο.
- Αφ’ ετέρου για να κατασκευάσει μια ευρεία ζώνη “εγκλημάτων” και “εγκληματιών”, κυμαινόμενης σημασιοδότησης, με τέτοιο τρόπο ώστε στο όνομα της “πρόληψης” ή/και της “καταστολής” τους, να διαμορφώνουν και να διαχειρίζονται (τα αφεντικά, οι κοινωνικοί τους σύμμαχοι, οι μηχανισμοί τους) την γενική οικονομία των “εκτός νόμου”. Όπως το έχουμε υποστηρίξει ξανά και ξανά απ’ αυτές εδώ τις σελίδες, ο γενικός “ισότιμος” συνομιλητής και εταίρος του postmodern καπιταλιστικού κράτους ΔΕΝ θα ήταν πια η εργατική τάξη και οι εν-νοήσεις της εργασίας, αλλά οι μαφίες και οι εν-νοήσεις του εγκλήματος.
Αυτή η σύνθετη επιχείρηση (την οποία σαν αυτόνομοι εργάτες ονομάσαμε επίθεση και ηγεμονία του “συμπλέγματος της ασφάλειας”) είχε αρκετά μέσα και μεθόδους στα χέρια της, είχε όμως μια βασική αδυναμία: η προλεταριακή κριτική, εξοπλισμένη με τα βασικά εργαλεία του διαλεκτικού υλισμού, μπορούσε να την καταλάβει, να την αναλύσει και να την αποκαλύψει πολύ εύκολα! Απ’ την ανάποδη μεριά όμως η προλεταριακή κριτική θα συναντούσε (και έτσι έχει συμβεί, τουλάχιστον σε ότι αφορά εμάς) πάρα πολλά εμπόδια και δυσκολίες για να αντιμετωπίσει με επιτυχία τις εφόδους, τις προωθήσεις και τις δοξασίες του συμπλέγματος της ασφάλειας. Ο τυπικός “μέσος καταναλωτής” είναι (απ’ τους προσανατολισμούς του τους ίδιους) μια συμπλεγματική, φοβική φιγούρα. Ο “μέσος καταναλωτής” νοιώθει πως διαρκώς υπολείπεται των προσδοκιών του, των φετιχιστικών επιθυμιών του, της “εικόνας” του σε τρίτους· και είναι μόνιμα φοβισμένος ενδόμυχα, για το ενδεχόμενο της απόρριψης, της έκπτωσης, της “αποτυχίας” του με υλικά και συμβολικά κριτήρια. Ο φόβος της απόρριψης είναι η ντρόγκα κάθε συμβιβαστικής, εγωκεντρικής, ματαιόδοξης συμπεριφοράς και συγκρότησης, ατομικής και συλλογικής - και υπήρχε πάρα πολύς τέτοιος φόβος σε εκατοντάδες εκατομμυρίων υποτελείς, σ’ όλον τον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο, ακόμα και τις πιο ένδοξες εποχές του καταναλωτισμού. Άπαξ και οι ειδικοί / τεχνικοί των αφεντικών αναλάμβαναν να “παίξουν με τους φόβους” των υπηκόων, οργανώνοντάς τους, μετασχηματιζοντάς τους κατάλληλα, προσανατολίζοντάς τους πότε εδώ και πότε εκεί, η προλεταριακή κριτική, όσο αποκαλυπτική κι αν μπορούσε να είναι, στηριγμένη απόλυτα στην εννόηση, στη λογική τεκμηρίωση και στην πρακτική πολιτική ανάλυση (και όχι στην “ψυχολογία” ή/και στο “συναίσθημα”), θα συναντούσε σκληρά τείχη. Κι αυτό έχει συμβεί ως τώρα, και συνεχίζει να συμβαίνει.
αόρατες μηχανές κατασκευής εγκλημάτων, εγκληματιών, απειλών
Ο Μισέλ Φουκώ, στο Επιτήρηση και Τιμωρία: η Γέννηση της Φυλακής, αναλύει διεξοδικά το πως ο θεσμός της φυλακής (και τα περί αυτόν) χρησίμευσε στην προσπάθεια των τότε (τέλη 18ου αιώνα, 19ος) κρατικών εξουσιών να οργανώσουν την “εγκληματικότητα” με χρήσιμο γι’ αυτές τρόπο. Γράφει, για παράδειγμα:
... Τη διαπίστωση πως η φυλακή είναι ανίκανη να περιορίσει τα εγκλήματα, θα έπρεπε ίσως να την αντικαταστήσουμε με την υπόθεση ότι η φυλακή κατόρθωσε να κατασκευάσει την εγκληματικότητα, εξειδικευμένο τύπο, μορφή πολιτικά ή οικονομικά λιγότερο επικίνδυνη - στα όρια όπου μπορεί να χρησιμοποιηθεί - από την παρανομία· να κατασκευάσει εγκληματίες, περιβάλλον φαινομενικά περιθωριακό, αλλά ελεγχόμενο από το κέντρο· να κατασκευάσει τον εγκληματία ως υποκείμενο παθολογημένο.... Είδαμε πως το σύστημα της φυλάκισης είχε αντικαταστήσει τον παραβάτη με τον “εγκληματία”, και είχε προσθέσει στη δικαστική πρακτική ένα ολόκληρο πεδίο δυνητικής γνώσης...
... Στην πράξη, η χρησιμοποίηση της εγκληματικότητας σαν ένας κόσμος ταυτόχρονα χωριστός και ευμεταχείριστος έγινε, προπάντων, στα περιθώρια της νομιμότητας. Έτσι αργότερα, στον 19ο αιώνα, εγκαταστάθηκε εκεί ένα είδος υποταγμένης παρανομίας, που η οργάνωσή της σε εγκληματικότητα (με όλη την επιτήρηση που αυτή συνεπάγεται) εγγυώνταν την ευπείθιά της. Η εγκληματικότητα, πειθαρχημένη ανομία, αποτελεί έναν παράγοντα που ευνοοεί τις παράνομες πράξεις των κυρίαρχων τάξεων.
Χαρακτηριστική, αναφορικά με το θέμα τούτο, είναι η εγκαθίδρυση του δίκτυου της πορνείας, στον 19ο αιώνα: ο αστυνομικός και υγειονομικός έλεγχος που επιβαλλόταν στις πόρνες, ο τακτικός εγκλεισμός τους στις φυλακές, η σε μεγάλη κλίμακα οργάνωση των οίκων ανοχής, η αυστηρή ιεραρχία που τηρούνταν στους κύκλους της πορνείας, η πλαισίωσή της από εγκληματίες - καταδότες, όλα αυτά επέτρεπαν να διοχετευτούν και να ανακτηθούν, με ένα δίκτυο από μεσολαβητές, τα τεράστια κέρδη που προέρχονταν από τη σεξουαλική ηδονή, που μια καθημερινή ηθικολογία, ολοένα και πιο επίμονη, την καταδίκαζε σε ένα είδος ημιπαρανομίας και την καθιστούσε όλο και πιο δαπανηρή. Στη διαμόρφωση μιας τιμής για την ηδονή, στη σύσταση ενός κέρδους από την καταπιεσμένη σεξουαλικότητα και για την ανάκτηση του κέρδους αυτού, το εγκληματικό περιβάλλον βαρύνεται για τη συνενοχή του με την πουριτανική ιδεολογία: παράνομος φορολογικός παράγοντας που εκμεταλλεύεται αθέμιτες πράξεις. Το λαθρεμπόριο των όπλων, και του οινοπνεύματος στις χώρες της ποτοαπαγόρευσης, ή πιο πρόσφατα, το λαθρεμπόριο των ναρκωτικών, αποδείχνουν με τον ίδιο τρόπο τη λειτουργία της “χρήσιμης εγκληματικότητας”: η ύπαρξη μιας νόμιμης απαγόρευσης δημιουργεί γύρω της ένα πεδίο από παράνομες πρακτικές, όπου είναι δυνατόν να ασκηθεί κάποιος έλεγχος, και απ’ όπου μπορεί να αντληθεί ένα αθέμιτο κέρδος, με το διάμεσο στοιχείων που αυτά καθεαυτά είναι παράνομα αλλά γίνονται ευμεταχείριστα χάρη στην οργανωμένη τους εργκληματικότητα. Η εγκληματικότητα είναι ένα όργανο για τον χειρισμό και την εκμετάλλευση της ανομίας...
Αυτά πριν 2 αιώνες.... Πριν 30 χρόνια σ’ αυτό εδώ το κωλομέρος δεν ήταν λίγοι (και δεν ήταν “φιλόσοφοι”!) εκείνοι κι εκείνες που μπορούσαν να καταλάβουν τι είδους (και τι σκοπιμότητας) νόμιμη απαγόρευση ήταν εκείνη σχετικά με τα “ναρκωτικά”. Κυρίως μπορούσαν να καταλάβουν τις παράνομες πρακτικές που επέβαλε υποχρεωτικά, σε ομόκεντρους κύκλους γύρω της, αυτή η συγκεκριμένη νόμιμη απαγόρευση· και ποιοί ήταν που επωφελούνταν απ’ αυτές τις παράνομες (εγκληματοποιημένες / εγκληματικές) πρακτικές, συνεπώς απ’ την γενέθλια νόμιμη απαγόρευση την ίδια. Ο ραγδαία αυξανόμενος αριθμός των πρεζάκηδων - του - πεζοδρομίου, ηρωϊνοεξαρτημένων που σε κάθε περίπτωση ήταν και ταξικά προσδιορισμένοι (εργατικής ή/και μικροαστικής καταγωγής), ήταν υπεύθυνος για πολλές παραβατικές πράξεις “του πεζοδρομίου”. [5] Από νταραβέρια (λιανικό εμπόριο ηρωΐνης και χασίς) έως κλοπές, διαρρήξεις σπιτιών, σπασίματα φαρμακείων, “ψειρίσματα” ή κλοπές δικύκλων, σπανιότερα φόνους (στη διάρκεια κλοπών και διαρρήξεων). Ο πληθυσμός αυτός ήταν εντόπιος· και η παραβατικότητα / εγκληματικότητά του δεν μπορούσε να αποδοθεί σε “ξένους”. Και ενώ ήταν δεδομένο πως αυτοί οι άνθρωποι συνιστούσαν κάποιου είδους “απειλή” για τους φιλήσυχους ανθρώπους (ειδικά γυναίκες στο δρόμο, ή ηλικιωμένους σε σπίτια - τα εξοχήν ευαίσθητα target group της μαζικής παραγωγής φόβων) για ένα ικανό διάστημα υπερίσχυσε (κοινωνικά) με εντελώς διαφορετική άποψη / αντίληψη / εννόηση του “προβλήματος”. Απ’ την θέση ότι οι ηρωϊνοεξαρτημένοι είναι άρρωστοι και άρα το βασικότερο που θα έπρεπε να γίνει μ’ αυτούς / γι’ αυτούς είναι να βοηθηθούν να θεραπευτούν· μέχρι την αρκετά διαδεδομένη παραδοχή ότι υπεύθυνη γι’ όλους αυτούς τους κύκλους παρανομιών / εγκληματικότητας είναι η “νόμιμη απαγόρευση”, δηλαδή η απόφαση του κράτους, η οποία (κατά συνέπεια) θα έπρεπε να αναθεωρηθεί ριζικά, να επιτραπεί η νόμιμη διάθεση ηρωΐνης (και όλων των υπόλοιπων ναρκωτικών, εντός ή εκτός εισαγωγικών,) έτσι ώστε να εκλείψει μια και καλή η γενεσιουργός αιτία της μεγάλης γκάμας “εγκληματικότητας” των ηρωϊνοεξαρτημένων και των πιο ψηλά των κυκλωμάτων. Το γεγονός, δε, ότι ούτε το κράτος ούτε οι κοινωνικοί του σύμμαχοι δέχονταν να κάνουν τέτοια υποχώρηση, μετέτρεπε θεσμούς και πρόσωπα σε απευθείας στόχους της δίκαιης και εύστοχης κριτικής: ότι (το κράτος, η αστυνομία, οι δικαστές) συνεργάζονται με τους κεντρικούς εισαγωγείς και εμπόρους ηρωΐνης και μοιράζονται τα κέρδη τους.
Έχει ιδιαίτερη σημασία το παράδειγμα, κι όχι μόνο επειδή προέρχεται απ’ αυτήν εδώ την κοινωνία άλλοτε (αν και όχι “πολύ παλιά”...). Η στοχοποίηση της “νόμιμης απαγόρευσης” που κρύβεται, αθώα αθώα, πίσω από μικρότερες ή μεγαλύτερες θάλασσες παρανομιών / εγκλημάτων, είτε προκαλώντας τες άμεσα, είτε ενισχύοντας σταθερά τις αλληλουχίες τους, αντιστρέφει την τεχνική της παραγωγής και της οργάνωσης του εγκλήματος απ’ τα αφεντικά. Και ακυρώνει την πολιτική λειτουργία της εγκληματο-παραγωγής, όχι περιφερειακά (όπως θα έκανε μια ανθρωπιστική προσέγγιση των “θυμάτων - του - κακού”) αλλά στρατηγικά. Ήταν, άλλωστε, αυτή η συναίσθηση (θυμωμένη συναίσθηση) για την κεντρική έως αποκλειστική θέση της κρατικής απαγόρευσης στα εγκλήματα του πρεζάκια, ώστε εκείνοι κι εκείνες που έκαναν την ανάλογη κριτική δεν υποχωρούσαν ούτε χιλιοστό μπροστά στους φόβους και στα επιχειρήματα όλων εκείνων (των νομιμοφρόνων) που έδειχναν τότε (και δείχνουν πάντα) την τελευταία πράξη του δράματος (την κλεμμένη τσάντα, το ξαφρισμένο παπί, την τρομαγμένη γιαγιά....) για να δικαιολογήσουν την οργή τους· και, κυρίως, να αποφύγουν οποιαδήποτε πολιτική ευθύνη για την ίδια την κατασκευή του εγκλήματος, μιας και υποψιάζονται ή και καταλαβαίνουν ότι κάτι τέτοιο αμφισβητεί όχι μόνο την ενοχή κάποιου κολασμένου αλλά, κυρίως, την αθωώτητα μιας δομής εξουσίας.
Ποιά είναι η διαφορά με την παραβατικότητα / εγκληματικότητα των μεταναστών; Καμία - τα πραγματικά δεδομένα είναι, μάλιστα, πολύ χειρότερα και πολύ πιο βρώμικα. Η μετανάστευση της εργασίας (εργατών και εργατριών) ΔΕΝ απαγορευόταν απ’ τα κράτη πάντα. Στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου αιώνα εκατομμύρια μετανάστες απ’ την ευρώπη (και την ελλάδα) πλήρωναν το εισητήριο του πλοίου, έπαιρναν όσα πράγματα μπορούσαν να κουβαλήσουν, και έφταναν στο Long Island ανεμπόδιστοι. Χρειάζονται, άραγε, εντατικά φροντιστήρια στην ταινία “Νόνος 2” για να γίνει γνωστό αυτό; Το ίδιο ακριβώς θα μπορούσαν τότε να κάνουν μετανάστες απ’ τη σενεγάλη, τη νιγηρία, το πακιστάν ή το αφγανιστάν, εάν είχαν λόγους να ψάξουν “ένα καλύτερο μέλλον” στην ευρώπη.
Η (παγκόσμια) ελευθερία στη μετακίνηση της εργασίας ήταν, τότε, ομόλογη της ελευθερίας μετακίνησης των εμπορευμάτων και του χρήματος· και άρα ήταν συνεπής με το φιλελεύθερο πνεύμα της τότε καπιταλιστικής επέκτασης / συσσώρευσης. Η (τότε) οπτική των αφεντικών άρχισε να αλλάζει όταν α) απ’ τις γενικά συντηρητικές μεταναστευτικές κοινότητες άρχισαν να βγαίνουν ριζοσπαστικά άτομα ή παρέες, και β) όταν τα διάφορα κύματα των τότε κρίσεων προκαλούσαν (στ’ αφεντικά) την αναγκαιότητα να διαχειριστούν ιδεολογικά τις εργατικές τάξεις τους, κομματιάζοντάς τες, εάν ήταν δυνατόν, σε συγκρουόμενα υποσύνολα· για να αποφύγουν, φυσικά, την αντικαπιταλιστική ριζοσπαστικοποίησή τους.
Τελικά, η απαγόρευση της ελεύθερης κυκλοφορίας της εργασίας (των εργατών και των εργατριών), αυτή η συγκεκριμένη νόμιμη απαγόρευση, έγινε γενική κεντρική επιλογή των αφεντικών των αναπτυγμένων καπιταλιστικών κρατών μετά τον β παγκόσμιο πόλεμο. Για μερικές δεκαετίες αυτή η νόμιμη απαγόρευση δεν προκαλούσε σε μεγάλη έκταση παραβατικές συμπεριφορές, επειδή α) η μετανάστευση εργασίας γινόταν ελεγχόμενα, με “διακρατικές συμφωνίες”, και επειδή β) τα εκατομμύρια των πληβείων του “τρίτου κόσμου” κατάφερναν “κάπως - να - την - βγάζουν” στα μητρικά τους κράτη. Όμως η εφαρμογή των προγραμμάτων δομικής προσαρμογής του δντ, απ’ την δεκαετία του ‘80 και μετά, σε διάφορες περιφερειακές ζώνες της καπιταλιστικής συσσώρευσης, και η συνακόλουθη καταστροφή των ως τότε παραγωγικών σχέσεων, άρχισε να σπρώχνει όλο και περισσότερους εργάτες και εργάτριες προς τα “καπιταλιστικά κέντρα”.
Και τότε αυτή η “νόμιμη απαγόρευση” άρχισε να δείχνει το θηριώδες μεγαλείο της. Γιατί παράνομος, απαγορευμένος εργάτης σημαίνει εργάτης χωρίς κανένα απ’ τα δικαιώματα των ντόπιων· υποκείμενος πάντα σε διώξεις, ακόμα και επειδή “απλά υπάρχει” σαν τέτοιος. Οπότε παράνομος, απαγορευμένος εργάτης σημαίνει αφενός φτηνή εργασία, αφετέρου παραβατική ύπαρξη και ζωή. Μία και μόνη “νόμιμη απαγόρευση”, ξανά, μπορούσε να φτιάχνει μια “θάλασσα παραβατικότητας”· όχι (καν και καν) επειδή οι απαγορευμένοι εργάτες / μετανάστες έκαναν οτιδήποτε παράνομο, αλλά επειδή “απλά” ήταν απαγορευμένοι. Επι μακρόν, μάλιστα, η συντριπτική πλειονότητα τέτοιων απαγορευμένων εργατών προσπαθούσε να απέχει από κάθε παραβατική πράξη, ακριβώς επειδή καταλάβαινε (ή ήξερε) την βίαιη μεταχείριση που την περίμενε, απ’ τις κάθε φορά ντόπιες αρχές.
Το στοιχειώδες καθήκον της προλεταριακής κριτικής δεν θα μπορούσε να είναι μικρότερο από εκείνο σχετικά με τη “νόμιμη απαγόρευση της ναρκωτικών”. Σταθερά, αδιαπραγμάτευτα, ανυποχώρητα, να “δείχνει” ξανά και ξανά την “νόμιμη απαγόρευση” και τον στρατηγικά αιτιακό ρόλο της σε οποιαδήποτε “εγκληματο-γένεση” του περιθωριακού, αποκλεισμένου, απαγορευμένου εργάτη. Σ’ αυτό της το έργο η προλεταριακή κριτική θα είχε να αντιμετωπίσει (και αυτό συμβαίνει) συγκεκριμένους αντιπάλους. Όλους εκείνους του συμβιβασμένους υποτελείς που δείχνουν κάθε φορά την “τελευταία πράξη” της παραβατικής αλληλουχίας, εκείνην που τους βολεύει [6], για να φτιάξουν την συνηγορία τους σε ακόμα μεγαλύτερη και σκληρότερη “νόμιμη απαγόρευση”. Όλους εκείνους που εκφράζουν “φόβους” και “ανασφάλειες”, ή ακόμα και αισθητική δυσφορία για το “κακό”, αδιαφορώντας για το ποιοί και γιατί το φτιάχνουν, και για το ενδεχόμενο οι κατασκευαστές του να έχουν ράματα και για τη δική τους γούνα. Όλους εκείνους που “ασφυκτιούν” στα σπίτια τους, στους δρόμους τους, στις πόλεις τους, στις χώρες τους, επειδή διαπνεόνται από ένα ρωμαλέο πνεύμα (συμβολικής) ιδιοκτησίας - των - πάντων, τόσο μεγάλο όσο ανύπαρκτη είναι η δυνατότητά τους να ορίσουν τις εξατομικευμένες ζωές τους.
Θα έπρεπε να είναι αμείλικτη και αδιαπραγμάτευτη η προλεταριακή κριτική έναντι οποιασδήποτε “νόμιμης απαγόρευσης” παράγει μαζικά αθλιότητα, επειδή θα είχε κι αυτή τη γνώση: ότι τέτοιες απαγορεύσεις δεν κατασκευάζονται και δεν ισχύουν στο κενό. Φτιάχνονται και λειτουργούν στη βάση συμμαχιών, κοινών σκοπών, κοινών συμφερόντων (ακόμα κι αν αυτοί οι σκοποί και αυτά τα συμφέροντα είναι διαφορετικού είδους) μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών υποκειμένων. Ο μικροαστός που εξοργισμένος αντιτίθεται στη λειτουργία ενός κέντρου αποτοξίνωσης στη γειτονιά του, επειδή (λέει) “φοβάται τους εμπόρους μεθαδόνης”, είναι de facto σύμμαχος των εμπόρων μεθαδόνης (και ηρωΐνης, και... και..) επειδή η αναπαραγωγή του εγκλήματος (της οικονομίας και των σχέσεών του) δεν αρκείται σε μια “τυπικά νόμιμη απαγόρευση”, αλλά χρειάζεται την πραγματική κοινωνική απαγόρευση. Ο κεντρικός έμπορος ηρωΐνης και το εγκληματικό δίκτυό του δεν βολεύεται με ένα κοινωνικό περιβάλλον που θα “αγκάλιαζε” τους πρεζάκηδες μειώνοντας την ένταση, αλλά θέλει έξαλλους μικροαστούς να ορύονται· γιατί έτσι επικαλείται μεγαλύτερη διακινδύνευση στη διανομή, άρα μεγαλύτερες τιμές (ή χειρότερη ποιότητα...), και μεγαλύτερα κέρδη. Αντίστοιχα ο μικροαστός που “φοβάται να κυκλοφορήσει επειδή υπάρχουν πολλοί ξένοι” (είναι ακριβώς ο ίδιος με τον προηγούμενο...) είναι de facto σύμμαχος των εμπόρων δημόσιας τάξης, όποιοι κι αν είναι· κατά συνέπεια είναι συνεργάτης στην αποπολιτικοποίηση και στην στρατιωτικοποίηση· αδιάφορο πόσο πετυχημένα ή όχι κρύβεται κλαψουρίζοντας πίσω απ’ τον μικροκοσμό του και το “δίκιο” του. Πάντα δίκιο έχουν οι μικροαστοί - που εδώ και έναν τουλάχιστον αιώνα είναι πάντα το ίδιο: νόμος και τάξη (για τους άλλους...).
Τόττεναμ, καλοκαίρι του 2011
η “δεξιά” σχετικοποίηση του εγκλήματος
Είναι κοινότυπο: ανάλογα με το ποιά είναι η ηγεμονική ιδεολογία και ηθική, τα εγκλήματα (τα ιδεχθέστερα και τα αθλιότερα) είναι πάντα των ‘Αλλων. Για τους χριστιανούς κατακτητές των ηπείρων η εξόντωση (ή η υποδούλωση) των γηγενών πληθυσμών δεν ήταν καν και καν κάτι μεμπτό, αφού οι αφρικάνοι ή οι ινδιάνοι ή οι ασιάτες απλά δεν ανήκαν στο ανθρώπινο είδος. Το πυρηνικό ολοκαύτωμα στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι επ’ ουδενί δεν συνιστά (ατιμώρητο ως σήμερα) “έγκλημα κατά της ανθρωπότητας”, αλλά μάλλον έναν έξυπνο στρατιωτικό ελιγμό “για να τελειώσει μια ώρα αρχύτερα, και με λιγότερες απώλειες” Β παγκόσμιος στον Ειρηνικό...
Στη διάρκεια των μεγάλων αρνήσεων των δεκαετιών του ‘60 και του ‘70, εκτός απ’ τα υπόλοιπα, τα κινήματα, θεωρητικά και πρακτικά, επέβαλαν μια γενική αμφισβήτηση της ως τότε “δικαιϊκής κατανομής”, επαναορίζοντας για λογαριασμό των αγώνων και των απαιτήσεών τους, τι είναι “δίκαιο” και τι όχι, τι είναι “νόμιμο” και τι όχι, τι είναι “έγκλημα” και τι όχι. Αν δεν κάνουμε λάθος αυτή ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία που σε τόση μεγάλη έκταση και με τόσο μεγάλη ένταση το σύγχρονο (καπιταλιστικό) κράτος βρέθηκε κατηγορούμενο σαν “εγκληματίας” ή σαν “εκτός κοινωνικής νομιμότητας / νομιμοποίησης”: είτε εξαιτίας συγκεκριμένων “νόμιμων απαγορεύσεών” του, είτε εξαιτίας της καταστολής, είτε εξαιτίας της μεταχείρισης των φυλακισμένων, είτε εξαιτίας της ίδιας του της λειτουργίας υπέρ του κεφάλαιου.
Παρότι αυτός ο “εσωτερικός εχθρός” εξουδετερώθηκε τελικά, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, μέσα σ’ αυτούς “τον έναν και τον άλλο τρόπο” περιλαμβανόταν και η εκ νέου κατάκτηση (απ’ τη μεριά του κράτους, των αφεντικών και των κοινωνικών συμμάχων τους) του πεδίου των ορισμών περί “εγκλήματος”, “παράβασης”, “νομιμότητας” κλπ. Λαμβάνοντας υπ’ όψη την σφοδρότητα της αμφισβήτησης που είχε προηγηθεί, οι καινούργιες οριοθετήσεις δεν θα έπρεπε (και δεν θα μπορούσε) να είναι τόσο συμπαγείς όσο στο παρελθόν· θα έπρεπε να ενσωματώσουν επίσης δεδομένα της καινούργιας (έστω και μειοψηφικής κατ’ αρχήν αλλά δυναμικής) κοινωνικής ηθικής, ειδικά σε ότι αφορούσε την σεξουαλικότητα και την απόλαυση· δεν θα ήταν όμως δυνατό, απ’ την άλλη, να είναι διαρκώς σχετικές και ανατρέψιμες, άνευ όρων. Γιατί το κρατικό μονοπώλιο της βίας δεν στηρίζεται στον εαυτό του, αλλά στην ιδέα (και στην θέσμιση) κάποιου είδους γενικά αποδεκτής νομιμότητας, της οποίας το κράτος (και η άσκηση βίας εκ μέρους του) είναι ο φύλακας και εγγυητής.
Αν όχι ο μοναδικός οπωσδήποτε ένας αποδοτικός τρόπος για να αποφευχθεί αφενός η διαρκής σχετικότητα του “νόμιμου” και του “παράνομου” και αφετέρου η μετατόπιση του “νόμιμου” υπερβολικά προς τα αριστερά ήταν η επιστράτευση και η ανάδειξη μιας δεξιάς / ακροδεξιάς εγκληματικότητας / “νομιμότητας”. Τέτοιας που να αποτελέσει αντίβαρο και, επιπλέον, αναστολέα της δικαιϊκής σχετικότητας και των πιθανών πλεονεκτημάτων της (σε σχέση με διαφορετικά κοινωνικά υποκείμενα).
Όπως είναι γνωστό, παρά την “ήττα του φασισμού” στο δεύτερο παγκόσμιο, ποτέ δεν εξαφανίστηκε το συγκεκριμένο ρεύμα ολοκληρωτισμού απ’ τον λεγόμενο “πολιτισμένο” κόσμο. Όχι σαν φυσικά πρόσωπα / άτομα (ένας φασίστας εδώ κι ένας εκεί) αλλά σαν εναλλακτική τακτική στη φαρέτρα των αφεντικών. Η πιο συστηματική αξιοποίηση των φασιστών (και ως ένα βαθμό η αναπαραγωγή τους) έγινε απ’ το νατο, για λογαριασμό του δικτύου πρακτόρων / προβοκατόρων με τον κωδικό stay behind, που απλωνόταν “κρυφά” σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη μέλη της επιχείρησης εκείνης, και στην τουρκία. Στον ευρωπαϊκό νότο το δίκτυο αυτό έδρασε (με εντολές της Ουάσιγκτον ή των αντίστοιχων τοπικών αφεντικών, δεν έχει σημασία εδώ) με διάφορους τρόπους, εναντίον των “εσωτερικών εχθρών” - με προβοκάτσιες και “παραγωγή φόβου” για μαζική κατανάλωση. Εκτιμάμε ότι απ’ τις αρχές της δεκαετίες του ‘90, όταν (εξαιτίας της κατάρρευσης του ανατολικού μπλοκ) το σχέδιο stay behind έχασε την χρησιμότητά του και εν μέρει (πολύ εν μέρει...) αποκαλύφθηκε, δεν καταργήθηκε αλλά μετασχηματίστηκε.
Σε κάθε περίπτωση, η οικονομία του φόβου στις σύγχρονες κοινωνίες, σαν οργανικό στοιχείο τόσο της διαχείρισης της “εγκληματικότητας” όσο και της ανάδειξης της δημόσιας τάξης σαν κεντρικής λειτουργίας / θεραπείας, δεν περιλαμβάνει μόνο συστηματική παραγωγή φόβων, απειλών, κλπ. Περιλαμβάνει και την παραγωγή της “πρότυπης”, εικονικής “γενναιότητας” απέναντι στις συγκεκριμένες απειλές. Χωρίς αντι-σοβιετισμό και με περιττό τον αντι-κομμουνισμό (ποιός “κομμουνισμός”; μόνο στα χαρτιά) η άκρα δεξιά και οι συμμορίες της ανασυντάχτηκαν (με τον ίδιο πάντα σκοπό: την εσωτερική διάλυση της σύγχρονης εργατικής τάξης) σαν παρα-κρατικές φράξιες μιας μεθόδευσης που θα μπορούσε να ονομαστεί “stay in front”: απ’ την μια να υποδεικνύουν επιλεγμένες “απειλές” (εκεί που το “δημοκρατικό κράτος” δεν θα μπορούσε να το κάνει απευθείας, χωρίς υποστήριξη “απ’ τα κάτω”) και απ’ την άλλη τις κατάλληλες “αντιμετωπίσεις” αυτών των απειλών.
Δεν πρόκειται μόνο για μια ιδεολογική συν μια στρατιωτική λειτουργία, ενίσχυση του ρατσισμού και του μιλιταρισμού δηλαδή. Πρόκειται, επίσης, για μια διαρκή “έξυπνη διαχείριση” των ορίων της νομιμότητας, άρα του “νόμιμου” και του “εγκλήματος”, ως αναπαραστάσεων και ως πρακτικών. Για παράδειγμα, η παροχή ασύλου για πολιτικούς ή ανθρωπιστικούς λόγους ήταν μια μακρόχρονη πρακτική των αναπτυγμένων καπιταλιστικών κρατών, για τους δικούς τους λόγους. Παρότι υπήρχε πάντα κάποια επιλεκτικότητα στην άσκηση αυτής της πρακτικής, έχουν υπάρξει (και μάλιστα σχετικά πρόσφατα) περίοδοι όπου κατηγορούμενοι για “τρομοκρατία” σε ένα ευρωπαϊκό κράτος εύρισκαν πολιτικό άσυλο σε ένα άλλο (γερμανία - ελλάδα, ιταλία - γαλλία). Ή όπου κατηγορούμενοι για “ισλαμική τρομοκρατία” στην αίγυπτο έβρισκαν πολιτικό άσυλο στην αγγλία (ναι, ναι!...) Ποσοτικός περιορισμός του είδους “πόσοι χωράνε” δεν υπήρχε για το άσυλο, πολιτικό ή ανθρωπιστικό.
Αυτή ήταν η νομιμότητα, η “δικαϊκή ηθική”, ο περιβόητος “δικαιϊκός πολιτισμός” του αναπτυγμένου καπιταλισμού. Αλλά δεν επρόκειτο να ισχύσει για τους μετανάστες εργάτες από χώρες όπου ο αναπτυγμένος καπιταλισμός κάνει άμεσους ή έμμεσους πολέμους (σομαλία, αφγανιστάν, πακιστάν, ιράκ), ή συμβαίνουν φυσικές καταστροφές (αφρική). Θα μπορούσε η σχετική νομοθεσία (μαζί με την “ηθική” και τον “πολιτισμό”...) να καταργηθεί επίσημα· ή θα μπορούσε να καταργηθεί στην πράξη, μένοντας σε ισχύ τυπικά. Τα πρωτοκοσμικά κράτη, λοιπόν, παραβιάζουν την δική τους νομοθεσία, εγκληματούν δηλαδή, κρατώντας τους μετανάστες είτε σε καθεστώς πλήρους απαγόρευσης είτε κυλιόμενης ημι-απαγόρευσης· όμως αυτό “δεν είναι θέμα” επειδή “κάποιοι άλλοι” εγκληματούν τριχειρότερα σε βάρους τους: οι ρατσιστές, οι ακροδεξιοί, οι φασίστες “πολίτες”... Πρόκειται για την ίδια λειτουργία που στην ιταλία των ‘70s ονομάστηκε “στρατηγική της έντασης” (και διεκπεραιώθηκε από φασίστες / μυστικές υπηρεσίες, σαν απόφυση του stay behind) τροποποιημένη και εξειδικευμένη: παραγωγή εντοπισμένων, ειδικών εντάσεων, έτσι ώστε το κράτος να εγκληματεί “νομιμοποιημένο κοινωνικά”, σαν ήπιος - διαχειριστής - του - προβλήματος.
Τα παραδείγματα αυτής της διαχείρισης, όπου τα καπιταλιστικά κράτη εγκαθιδρύουν μια καινούργια “νομιμότητα” εγκληματώντας σε σχέση με την τυπική τους νομοθεσία (την οποία κρατούν στη θέση της για κάποιο διάστημα), είναι πολλά - και δεν παίζουν ρόλο σε όλα οι φασίστες. Όμως παντού υπάρχει η ανάγκη μιας κάποιας (δικαϊκής, νομικής) “εξαίρεσης” που γίνεται de facto ο κανόνας. Η “εξαίρεση” είναι πάντα υπέρ της μεγαλύτερης επιτήρησης, του μεγαλύτερου ελέγχου, της μεγαλύτερης βίας. Και σ’ αυτό το καθεστώς οι φασίστες κολυμπούν σαν το χάρι στο νερό: αναλαμβάνουν εργολαβίες όταν υπάρχει ζήτηση γι’ αυτές· και παράλληλα αλληλοτροφοδοτούνται με την οικονομία του εγκλήματος, που αποτελεί το Παράδειγμα αγριας συσσώρευσης με το οποίο συνδιαλέγονται κράτη και “νόμιμα” αφεντικά.
Θα μπορούσε να είναι απ’ τον Αθηναϊκό Δεκέμβρη του 2008,
αλλά είναι απ’ το αγγλικό καλοκαίρι του 2011...
είναι ο φόβος “δικαίωμα”;
Με το που μάζεψαν οι αριστεροί (του συ.ριζ.α.) πολλά ψηφουλάκια, ανακάλυψαν αυτό που ήθελαν να ανακαλύψουν: ότι ο κυρ Βασίλης - της - διπλανής - πόρτας φοβάται την πεζοδρομιακή εγκληματικότητα (γιατί τις υπόλοιπες τις έχει κάνει πρώτη ύλη είτε στην ζωή του είτε στη φλυαρία των συναναστροφών του) - και συνεπώς “η αριστερά κάτι πρέπει να κάνει επ’ αυτού”. Για να μην μονοπωλούν το θέμα οι φασίστες. Έχει κάνει ήδη το βασικό επ’ αυτού η αριστερά: έχει νομιμοποιήσει όχι μόνο τους φόβους του κυρ Βασίλη και της κυρα Ελένης, αλλά και την στρατηγική παραγωγή των αφεντικών: την μαζική παραγωγή φόβων.
Ο φόβος είναι περίεργο συναίσθημα. Αν είναι αληθινός και όχι προσχηματικός, ποτίζει τα κύτταρα, και βγαίνει εκτός (λογικού) ελέγχου. Μπορεί κάποιος να φοβάται τις αράχνες ή τις κατσαρίδες, και κάποιος άλλος το ύψος ή μη κτυπήσουν τα παιδιά του παίζοντας. Λογικά επιχειρήματα εναντίον πάντα υπάρχουν· σπάνια φέρνουν αποτέλεσμα. Ο φόβος έχει ανακηρυχθεί σε αυτονόητο “ανθρώπινο δικαίωμα”. Κι αυτό, απλά, σημαίνει ότι η λογική επιχειρηματολογία αντιμετώπισης του φόβου είναι μόνο πολυτέλεια.
Στον ιστορικό της διάβα αυτό που μπορεί να ονομαστεί πολιτική και κοινωνική αριστερά (συμπεριλαμβανομένων σοσιαλιστών, κομμουνιστών, αναρχικών) πάντα είχε να αναμετρηθεί με τους φόβους των υποτελών. Και είχε πάντα το καθήκον, αντί να τους σεβαστεί και να τους ανακηρύξει “δικαιωματικούς”, να τους πολεμήσει. Ο φόβος του θεού, του παπά, της τιμωρίας, της κόλασης... Ο φόβος του αφεντικού, του επιστάτη, της απόλυσης, της φυλακής, της φτώχιας, της πείνας... Ο φόβος του αποσπάσματος, της εξορίας, των βασανιστηρίων... Ο φόβος των συγγενών, των γονιών, του περιβάλλοντος (“τι θα πουν για μένα”)... Ορισμένοι απ’ αυτούς τους φόβους ήταν βάσιμοι. Άλλοι ήταν κατασκευές της μεταφυσικής των εξουσιών (της θρησκείας, του κράτους, της εργοδοσίας, της οικογένειας). Σε κάθε περίπτωση η ριζοσπαστική (κι αν ήθελε να είναι τέτοια: η επαναστατική) κριτική δεν μπορούσε και δεν έπρεπε να σεβαστεί τους φόβους. Δεν έπρεπε να τους αναγνωρίσει κανένα δίκιο. Όχι για να φτιάξει μια κοινωνία “ατρόμητων”. Τέτοια δεν μπορεί να υπάρξει. [7] Αλλά για να ανοίξει τον δρόμο στη λογική, υλιστική αντίληψη του Κόσμου, του Εαυτού, του Εμείς, της Ιστορίας, του ανταγωνισμού, της ταξικής πάλης. Αν στην ιστορική τους διαδρομή οι διάφορες εκδοχές της πολιτικής και κοινωνικής αριστεράς έχουν υπάρξει ασυμβίβαστα εχθρικές απέναντι στους φόβους και τις φοβίες που καλλιεργεί το σύστημα χειραγώγησης και υποδούλωσης, δεν ήταν επειδη “δεν καταλάβαιναν από φόβο”, αλλά για τον ακριβώς αντίθετο λόγο: επειδή μπορούσαν να αναλύσουν ιστορικά την προέλευση και την κατασκευή του φόβου. Και επειδή ήξεραν ότι είναι υποχρεωτικό να υπερφαλαγγιστεί, ατομικά και συλλογικά, ο φόβος και το δέος, και οι εθελοδουλίες που καλιεργούνται έτσι, εάν πρόκειται ν’ ανοίξει ο δρόμος της χειραφέτησης.
Οι τωρινοί απόγονοι αυτών των ρευμάτων, τουλάχιστον στην ελλάδα, είναι αρκετά συμβιβασμένοι, έτσι όχι μόνο να είναι απόλυτα ανάξιοι των προγόνων τους, αλλά να προχωράνε εντελώς αντίθετα. Αφού ο κυρ Βασίλης και η κυρα Ελένη φοβούνται τους “εγκληματίες” (που συμβαίνει να είναι και μετανάστες) τότε πρέπει να τους προσφέρουμε ασφάλεια - σκέφτονται, μονολογούν, συζητούν μεταξύ τους πολλοί. Υπάρχει τίποτα που να μην το φοβούνται ο τυπικός κυρ Βασίλης και η τυπική κυρά Ελένη; Όχι. Εκείνο που κυρίως φοβούνται (και θα έπρεπε οι αριστεροί σωτήρες τους να το ξέρουν, αλλά “σιγά!”) είναι πως είναι ιστορικά και κοινωνικά προσδιορισμένοι· ότι είναι προϊοντα της ίδιας τους της (ατομικής) ιστορίας, μέσα στη συλλογική ιστορία· και ότι η μόνη τους αληθινή επιλογή θα ήταν αφενός να δουν κατάματα αυτήν την ιστορία (δηλαδή την αλληλουχία των επιλογών τους) και αφετέρου να την αρνηθούν σε όλα τα χειραγωγικά της κεφάλαια.
Ο κάθε κυρ Βασίλης και η κάθε κυρα Ελένη, σαν εν δυνάμει ψηφοφόροι (είτε της αριστεράς είτε της δεξιάς), ήρθαν χθες απ’ Άρη, οπότε αποτελούν μια ανεπανάληπτη ευκαιρία (για γλείψιμο). Ο κάθε κυρ Βασίλης και η κάθε κυρα Ελένη, σαν κοινωνικά άτομα, ήταν εδώ και πριν την κρίση· οι περισσότεροι/ες είναι εδώ από τότε που γεννήθηκαν. Συνεπώς το τι θα μπορούσε να τους αναγνωριστεί σαν “δικαίωμα” και τι όχι, υπόκειται στους γενικούς πολιτικούς, κοινωνικούς και ιστορικούς προσδιορισμούς (που είτε τους δέχεται κανείς είτε τους πολεμά), τους οποίους όμως θέλουν να αγνοούν, σα γνήσιοι μικροαστοί. Και οι υπερασπιστές αυτού του δικαιώματος, του δικαιώματος στη δήθεν “αθώα άγνοια” της ιστορίας, των κοινωνικών σχέσεων, των καπιταλιστικών προσταγών, και τελικά του “δικαιώματος στη δημόσια τάξη” (με μαφίες ή χωρίς το ίδιο κάνει), είναι τα ίδια σκατά: μικροαστοί του σκοινιού και του παλουκιού. Όμως ο κάθε κυρ Βασίλης και η κάθε κυρα Ελένη είναι ακριβώς τα ίδια (κοινωνικά) υποκείμενα που πριν από 40 ή 30 χρόνια έλεγαν στα παιδιά τους “να προσέχουν... μην σου βάλουν ναρκωτικά στην πορτοκαλάδα”. Αυτοί είναι, όχι κατ’ ανάγκη σα φυσικά υποκείμενα, αλλά σίγουρα σαν ταξικά: οι “φοβισμένοι” μικροαστοί... αναιδείς ή και βίαιοι μέσα στις φοβίες τους...
Να ένα μικρό απόσπασμα απ’ την πρόσφατη εντόπια ιστορία των “φόβων” και των εκκλήσεων για περισσότερη, κι ακόμα περισσότερη, δημόσια τάξη. Στη δεκαετία του ‘90 οι εγκληματίες ήταν οι μετανάστες απ’ την αλβανία. Υπήρχε ένα ακλόνητο (δήθεν) επιχείρημα: ο Μπερίσα άνοιξε τις φυλακές και έστειλε όλους τους κακούργους στην ελλάδα... Οι εγκληματίες αλβανοί έκαναν απίστευτα εγκλήματα: έκλεβαν πατάτες ή καρπούζια· έμπαιναν σε κλειστά σπίτια της ελληνικής επαρχίας και έκλεβαν κουβέρτες (ή φαγώσιμα, αν έβρισκαν τίποτα)· απαιτούσαν (άκουσον άκουσον!) να πληρώνονται (τα χιλιοκλεμμένα μεροκάματά τους) όταν δούλευαν· απαιτούσαν επιπλέον σεβασμό, σαν ανθρώπινα όντα. Ήταν τόσο καθολικά βεβαιωμένη η εγκληματική δραστηριότητα (και ακόμα περισσότερο: η “εγκληματική φύση”, σαν “φυλή”) των αλβανών, ώστε επί χρόνια, όταν βρίσκονταν έλληνες κατηγορούμενοι στο εδώλιο για κλοπές, ληστείες, μαστρωπία και άλλα παρόμοια, η υπερασπιστική τους γραμμή περνούσε μέσα απ’ την ενοχοποίηση κάποιου αλβανού (πάντα με ψευδώνυμο, όμως οι μετανάστες εργάτες απ’ την αλβανία δεν αξιώνονταν στην ελλάδα ούτε όνομα να έχουν, έτσι κι αλλιώς), που ήταν (σύμφωνα με τους ντόπιους κατηγορούμενους) ο αληθινός ένοχος. Το κατά πόσον αυτή η μετάθεση ενοχής οφελούσε τους κατηγορούμενους δεν το ξέρουμε· όμως ήταν τόσο συστηματική η χρήση της ώστε εάν ένα δικαστήριο είχε αμοιφθεί για να απαλλάξει ή να ρίξει στα μαλακά κάποιον, οι “αμφιβολίες” που θα μπορούσε να επικαλεσθεί για την ενοχή του έλληνα εξαιτίας της εμπλοκής κάποιου “αλβανού” (θα) ήταν εύκολη δουλειά.
Εν τέλει, επειδή ο κακουργηματικός χαρακτήρας των μεταναστών εργατών απ’ την αλβανία έγινε δεδομένος απ’ τους κυρ Βασίληδες και τις κυρα Ελένες αυτής εδώ της κοινωνίας, και επειδή ο “φόβος” των ντόπιων ήταν κάτι περισσότερο από νόμιμος, συνέβη και το εξής: δεκάδες μετανάστες απ’ την αλβανία δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ (επειδή "έκλεβε καρπούζια”, επειδή “έκλεβε πατάτες” ή, απλά, επειδή “είχε πλάκα το κυνήγι μεταναστών στο βουνό”) και, εκτός από μία περίπτωση [8] όσοι έλληνες δολοφόνοι έτυχε να δικαστούν για ανθρωποκτονία αθωώθηκαν πανηγυρικά, κάτω απ’ τις επευφημίες και τα συγχαρητήρια των συγχωριανών τους. Ο “φόβος”, η κατασκευή του, η νομιμοποίησή του και οι “προεκτάσεις” του έκαναν (“αναπτυξιακά”) θαύματα στην ελλάδα των ‘90s - δεν είναι τόσο παλιά για να το ξεχάσουμε, έτσι δεν είναι;
Σύμφωνα με ψυχρά και αντικειμενικά κριτήρια η ελληνική κοινωνία και το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού κράτους (αστυνομία, δικαστήρια, φυλακές, στρατός, συνοριοφύλακες, διάφορες δημόσιες υπηρεσίες) ήταν νεοναζιστικά την δεκαετία του ‘90 - χωρίς κανένα ίχνος υπερβολής. Μπορεί αργότερα αυτή η made in greece θηριωδία να κόπασε (εναντίον των μεταναστών απ’ την αλβανία), όμως όχι μόνο δεν υπήρξε καμία διαδικασία “συλλογικής κοινωνικής αυτοκάθαρσης” (που, υποτίθεται, με βασανιστικούς τρόπους μπορεί να εγγυηθεί την μη επανάληψή της)· όχι μόνο δεν υπήρξε ποτέ καμία διαδικασία συγγνώμης και αποζημίωσης των δολοφονημένων και των βασανισμένων (συμπεριλαμβανομένων των βιασμένων μεταναστριών) τότε· αντίθετα, τα φοβικά / φονικά σύνδρομα της μικροαστικής μάζας έμειναν στη θέση τους, κάτω απ’ το χαλί - και αγιάζονται τώρα απ’ τα δεξιά (αλλά και απ’ τα αριστερά). Μαζί της αγιάζεται όλη πραγματική εγκληματικότητα, διάχυτη / κοινωνική ή συγκεντρωμένη / κρατική / παρακρατική, σε βάρος των εργατών μεταναστών, εδώ και είκοσι τουλάχιστον χρόνια. Αγιάζεται και ξεπλένεται και νομιμοποιείται ο κοινωνικός φασισμός, με όλη την βάρβαρη (πρόσφατη) ιστορία του. Αγιάζεται και νομιμοποιείται η τακτική της έντασης εκ μέρους των αφεντικών, των κοινωνικών συμμάχων τους και των μηχανισμών τους, και κάθε στόχος αυτής της τακτικής.
ναι, αλλά “υπάρχει εγκληματικότητα”!!!
Αλλοίμονο ναι: τα αδικήματα (ή και εγκλήματα) δρόμου πολλαπλασιάζονται πάντα όταν πέφτει φτώχια!!! [9] Κι αν αυτό είναι μια πρώτου μεγέθους ευκαιρία για τ’ αφεντικά και τους λακέδες τους να εντείνουν την στρατιωτικοποίηση της δημόσιας (και όχι μόνο) σφαίρας κρύβοντας επιπλέον τα δυσανάλογα μεγαλύτερα δικά τους εγκλήματα, για την τάξη μας, την συνείδησή της (μας) και την κριτική ικανότητα της (μας), αυτός ο πολλαπλασιασμός είναι ζήτημα επιβίωσης. Όχι κατ’ ανάγκην επιβίωσης φυσικής, αλλά οπωσδήποτε επιβίωσης και ακεραιότητας ηθικής και συναισθηματικής.
Είναι καίριο για την τάξη μας (που, παρεπιπτόντως, κινδυνεύει να πιάσει πάτο για πολλά χρόνια από ηθική και πολιτική άποψη, έτσι όπως είναι δεμένη με τον μικροαστισμό της) το να μην υποχωρήσει ούτε μισό χιλιοστό προς την μεριά της νομιμοποίησης των φόβων - και της δημόσιας τάξης, είτε κρατικής είτε παρακρατικής. Τα μεμονωμένα άτομα (συνήθως) αυτό μπορεί να μην το καταλαβαίνουν, και να κατρακυλούν εύκολα στις αβύσσους του κρατισμού και του παρα-κρατισμού. Ή μπορεί να το καταλαβαίνουν, αλλά όσο μένουν ανοργάνωτα να νοιώθουν μόνο την τεράστια αδυναμία τους. Ακριβώς γι’ αυτό το βάρος και η ευθύνη των οργανωμένων πολιτικών υποκειμένων είναι μεγαλύτερα από ποτέ. Ακόμα περισσότερο για εκείνα τα πολιτικά υποκείμενα που (λένε ότι) υπάρχουν και δρουν στο όνομα της εργατικής τάξης.
Όταν ο αντίπαλος (το κράτος, τα αφεντικά, οι κοινωνικοί τους σύμμαχοι, οι μηχανισμοί τους) στρατιωτικοποιεί το πεδίο των ταξικών αντιθέσεων· όταν έχει απόλυτη υπεροχή και υπεροπλία μέσων σ’ αυτήν την στρατιωτικοποίηση (έτσι ώστε ο “ένοπλος εμφύλιος” να είναι μόνο μια άθλια και χειραγωγική φαντασίωση...)· κι όταν αυτή η στρατιωτικοποίηση τρέφεται όχι μόνο απ’ τους σχεδιασμούς των αφεντικών και των μηχανισμών τους αλλά και απ’ τις ίδιες τις πληγές της τάξης μας (τις τεράστιες υποκειμενικές αδυναμίες της), τότε η σωστή απάντηση είναι η ακόμα πιο δυναμική πολιτικοποίηση - του - συγκεκριμένου. Οφείλει κανείς όχι μόνο να δείξει τις βασικές γενεσιουργές αιτίες, αλλά να επιτεθεί σε καλά επιλεγμένα σημεία τους, να επιτεθεί πολιτικά / κινηματικά, με διπλό σκοπό. Όχι μόνο τους επιλεγμένους στόχους των κρατικών / καπιταλιστικών ρυθμίσεων, αλλά και την ριζική τροποποίηση των “ιδεολογικών συσχετισμών”, μέσα στην τάξη μας πριν απ’ όλα.
Έχοντας λοιπόν κατα νου ότι η προλεταριακή, πληβειακή, ακόμα και “λούμπεν” εγκληματικότητα είναι αυτοκτονική για την ίδια την τάξη μας και καθόλου απειλή για το σύστημα, η “στρατηγική” της πολιτικοποίησης - του - συγκεκριμένου θα μπορούσε και θα έπρεπε να εστιάσει με σφοδρότητα στα εξής δύο σημεία. Πρώτον, στο γεγονός ότι μεγάλο μέρος των (κατηγορούμενων ως εγκληματιών) μεταναστών είναι φυλακισμένο εδώ, του απαγορεύεται να φύγει προς την υπόλοιπη ευρώπη, και αυτή η “νόμιμη απαγόρευση - τμήμα της γενικότερης νόμιμης απαγόρευσης” (σε βάρος των μεταναστών) πρέπει να δειχθεί σαν η κρίσιμη αιτία· και να “σπάσει”. Δεύτερον, στο γεγονός ότι η καλπάζουσα υποτίμηση της εργασίας (σαν “αντιμετώπιση της κρίσης”) δεν παράγει μόνο μαζικά ανεργία, αλλά και μια μεγάλη ανακατανομή της εργασίας υπέρ των αφεντικών: εντατικοποίηση, αύξηση των ωραρίων, κλπ κλπ. Για το δεύτερο έχουμε γράψει ήδη στο πρόσφατο παρελθόν, θα ξαναγράψουμε, είναι όμως βασικά η συνέλευση του πλάνου 30/900 που υποστηρίζει δημόσια ορισμένες σοβαρές θέσεις / προτάσεις. Ας πούμε δυο κουβέντες παραπάνω για το πρώτο.
Οι αριστεροί θα πουν ότι “κάτι λέμε γι’ αυτό”. Είναι αλήθεια: ο συ.ριζ.α. το έχει και στο (κυβερνητικό) πρόγραμμά του: χαρτιά σε όλους. Αυτό το πρόγραμμα “λέει” και για πολλά άλλα: διάλυση των ματ, αφοπλισμό της αστυνομίας, χάρισμα των χρεών προς τις τράπεζες και (μετά...) κρατικοποίηση των χρεωκοπημένων ήδη, έτσι κι αλλιώς, τραπεζών....
Κι αυτό είναι μια απ’ τις διαστάσεις της ευκολίας με την οποία η στρατηγική του κράτους και των αφεντικών προχωράει τόσο εύκολα: οι (υποτιθέμενοι;) αντίπαλοί της “κάτι λένε”, εδώ και τώρα που πάρα πολλά γίνονται. Και “κάτι λένε” επειδή έχουν απομείνει κουλοί, ανάπηροι: δεν μπορούν (δεν θέλουν) να δράσουν δυναμικά, ακόμα και βίαια όπου χρειαστεί (δεν γίνεται πια να πετύχουμε οτιδήποτε της προκοπής χωρίς να ματώσουμε, χωρίς να μας ανοίξουν τα κεφάλια...), και πάντα μαζικά και κινηματικά, προκειμένου να πετύχουν το συγκεκριμένο. Αντίθετα βολεύονται να μπει κι αυτό, με εκατοντάδες άλλα, στο τσουβάλι κάποιου “κυβερνητικού προγράμματος”, κάτω απ’ την ομπρέλα δηλαδή ενός κέντρου εξουσίας, που αύριο μπορεί να είναι κυβερνητικό, και όσο είναι αντιπολιτευόμενο “ζυγίσει προσεκτικά” τις προτεραιότητές του, υπό τις οδηγίες του σοφού ρεαλισμού του “πως θα κρατήσουμε τις ψήφους μας”.
Όμως όταν το μαχαίρι είναι στο κόκκαλο, και όχι μόνο σε σχέση με την εγκληματικότητα ή τους μετανάστες αλλά για το σύνολο της προλεταριακής, εργατικής ζωής, ο διεστραμμένος πραγματισμός που κλείνει μόνιμα το μάτι προς κάποιο “απελευθερωτικό” κόμμα και τις εκλογές, την εξουσία δηλαδή, σαν την κύρια πηγή και εγγύηση του “εφικτού”, είναι μαχαιριά στην καρδιά της συλλογικής αυτενέργειας της τάξης μας - και των δυνατοτήτων που είναι ιστορικά αποδεδειγμένο πως έχει. [10] Μ’ αυτόν τον (φιλο)κυβερνητικό πραγματισμό, οι συνειδήσεις έχουν ήδη δεθεί πισθάγκωνα στη μπαγκαζιέρα του συστήματος· γλυστράνε όλο χάρη όσο πιο δεξιά γίνεται ενόσω παριστάνουν τις αριστερές· και γουρλώνουν τα μάτια μπροστά στη βαρβαρότητα που δεν είναι παρά το άλλο μισό της δειλίας.
Ξέρουμε, φυσικά, ότι δεν είναι η υπάρχουσα αριστερά (και οπωσδήποτε η συντριπτική πλειοψηφία των στελεχών τους) που θα γινόταν μαχητικά και αποκλειστικά κινηματική (σα λογική και σαν ηθική) φτύνοντας τον χρόνιο κυβερνητισμό της (τους), φανερό ή κρυφό. Ειδικά σε ότι αφορά τους μετανάστες τα μεγάλα μαχαίρια είχαν βγει στη φόρα ήδη απ’ τους “300 απεργούς πείνας”, όπου οι μισοί (της αριστεράς) παραγόντιζαν ασύστολα και οι άλλοι μισοί συμβούλευαν να εγκαταλειφθεί το “μεταναστευτικό” (συχνά με καθαρά ακροδεξιές θέσεις και επιχειρήματα), γιατί “δεν πουλάει”, και δεν φέρνει ψήφους. [11] Αυτοί οι νεκροζώντανοι, οι “θέσεις” τους (και οι ελιγμοί τους, και τα βίτσια τους) είναι βαρίδια εδώ και πολλά χρόνια: τραβάνε στο βούρκο οτιδήποτε ζωντανό (και χωρίς πείρα) τους πλησιάζει.
Απ’ την άλλη μεριά, και με επίγνωση της πραγματικότητας, δεν γίνεται να αφήσουμε την προλεταριακή κριτική ορφανή, ούτε από απόψεις ούτε από πρακτικούς (κινηματικούς) προσανατολισμούς, να την δείχνουν και να την ελεεινολογούν οι απατεώνες, ότι είναι ανάπηρη και λειψή.
Το αν την “δουλειά” της νομιμοποίησης των μικροαστικών φόβων και φοβιών, την “δουλειά” του “περιορισμού της εγκληματικότητας”, της δημόσιας τάξης· το αν λοιπόν αυτή τη “δουλειά” θα την φέρουν σε πέρας μπάτσοι, παρακρατικοί, μαφιόζοι, σεκιουριτάδες, φασίστες ή οποιασδήποτε άλλης ιδεολογίας “φύλακες”, είναι τραγικά ασήμαντο. Το σημαντικό είναι αν θα πετύχει η μεθόδευση των αφεντικών, το να σταθεί δηλαδή ανίκανη η τάξη να βρίσκει συγκεκριμένες αιτίες με συγκεκριμένες συνέπειες σε βάρος της ζωής και της αξιοπρέπειάς της, να τις βρίσκει και να τις πολεμάει· ή όχι. Το πολιτικό χρώμα και η ιδεολογία των νταβατζήδων δεν είναι ποτέ σημασία, κι όποιος δεν το καταλαβαίνει δεν ξέρει τι του γίνεται. Εκείνα που τους νομιμοποιούν ή, αντίθετα, τους απονομιμοποιούν και τους αποκαλύπτουν σαν αυτό που πραγματικά είναι, συνεργάτες και συνεταίροι της εκμετάλλευσης δηλαδή, αυτά ναι. Έχουν σημασία.
λείπουν ακόμα οι αποφασιστικές ενέργειες
Ξέρει κανείς πόση “ενδο-οικογενειακή” βία υπάρχει αυτούς τους καιρούς; Πολύ μεγάλη, όχι μόνο “φυσική”, αλλά και ψυχολογική, συναισθηματική... Ξέρει κανείς πόση κατάθλιψη και πόσα ψυχοφάρμακα παίζουν στις μέρες μας; Πολλά, πάρα πολλά... Γι’ αυτήν την βία, γι’ αυτήν την εγκληματικότητα, που μοιάζει να έχει μόνο θύματα και ποτέ φανερούς θύτες, και σέρνεται κρυμμένη (;) μακριά από δρόμους και πεζοδρόμια, σε ιδιωτικές διαδρομές, σε προσωπικούς σπαραγμούς και αδιέξοδα, σε ατομικές πτώσεις και καταστροφές, έχουν οι μισθοφόροι του συμπλέγματος της ασφάλειας κάτι να προτείνουν; Όχι, δεν έχουν - αυτά είναι μέσα στο λογαριασμό άλλων επαγγελματιών. Μήπως έχουν οι “ρεαλιστές” της κυβερνοαριστεράς καμία “λύση”; Μήπως αυτή η βία, αυτή η δήθεν “χωρίς αυτουργούς” εγκληματικότητα πρέπει να διαχωριστεί από άλλες, πιο κατάλληλα φωτισμένες μορφές;
Πριν κάτι λίγα χρόνια (Sarajevo νο 23, Νοέμβρης 2008), κάτω απ’ τον τίτλο the fear factor(y) γράφαμε μεταξύ άλλων:
Δεν έχουμε υπόψη μας μια ιστορία των φόβων - ούτε καν μια κοινωνιολογική τέτοια. Όμως υποστηρίζουμε ότι αν υπήρχε τέτοια, οι κοινωνίες του ύστερου καπιταλισμού θα βρίσκονταν στην κορυφή, σαν κατ’ εξοχήν φοβικές κοινωνίες. Δεν έχουμε ακλόνητες αποδείξεις (ειδικά απέναντι σ’ αυτούς που, όπως σχεδόν για τα πάντα, θα πουν το μονότονο “πάντα έτσι ήταν τα πράγματα”). Eκτός απ’ αυτήν: μια πλήρης ιατρική λίστα σύγχρονων φοβιών περιλαμβάνει 684 διαφορετικές περιπτώσεις! Φυσικά τέτοιοι κατάλογοι δείχνουν όχι μόνο πως κάτι τρέχει, αλλά και την (μανιακή) σχολαστικότητα να ονοματιστούν και να ταξινομηθούν, σαν αρρώστιες, τα πάντα στις ανθρώπινες συμπεριφορές. Aλλά αν οι ενδιαφέρομενοι θεωρούν πως όντως φοβούνται (τις βελόνες, το κίτρινο χρώμα ή τα παραμύθια - για να πούμε μερικές περιπτώσεις) τόσο επίμονα ώστε να πρέπει να τους δει γιατρός, τότε...
...
Oι κοινωνίες του ύστερου καπιταλισμού είναι, πολύ συχνά, σε μόνιμη κατάσταση "υπο-πανικού"...
Ούτε η mainstream “πολιτική” και “πολιτικολογία”, ούτε οι δήθεν καλοκάγαθες ιδεολογίες της “απελευθέρωσης” (δια πυροτεχνημάτων) μπορούν ή/και θέλουν να καταπιάνονται με τα άδυτα της σύγχρονης κοινωνικής ζωής. Αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι δεν παίζουν παιχνίδια (βρώμικα παιχνίδια) “ψυχοσυγκινησιακού” είδους. Στην πραγματικότητα η προπαγάνδα όλων των κομμάτων και των κομματιδίων είναι στηριγμένη στην απεύθυνση στον συναισθηματισμό ή/και στο θυμικό των υποτελών· ακριβώς στη γραμμή που κινούνται τα media. Τα “άδυτα” τα ανακαλύπτουν όταν έχουν βγει εντελώς στον αφρό, και μόνο όταν (και με τρόπο που να) μπορούν να τα “κεφαλαιοποιήσουν πολιτικά” - να τα κάνουν ψήφους και λεφτά, δηλαδή.
Κατά τα άλλα ένα μεγάλο μέρος αυτών των “άδυτων”, σε συνθήκες αφραγκίας και αδυναμίας κατανάλωσης, είναι ζοφερό, και θα γίνει ζοφερότερο. Μέσα σ’ αυτό το ζόφο οι καθεστωτικοί διαχειριστές του πλήθους επιχειρούν ανάμεσα στα υπόλοιπα και τον αποπληθωρισμό των φοβιών και των φόβων: την συγκέντρωσή τους, δηλαδή, πάνω σε καλά επιλεγμένους “στόχους”. Το ρεπερτόριο τέτοιων στόχων, που συνιστούν τις (κατασκευασμένες) “απειλές”, είναι μικρό: οι συνήθεις ύποπτοι - από κοινωνική / ιστορική άποψη...
Κι εκεί ορθώνεται η ατομική (κατ’ αρχήν) ευθύνη του καθενός και της καθεμιάς. Μπορεί ο οποιοσδήποτε να είναι λιγότερο ή περισσότερο απογοητευμένος, απελπισμένος, φοβισμένος. Όμως σ’ αυτήν μας την κατάσταση ΔΕΝ ασκούμε κανένα “δικαίωμά” μας· αντίθετα πληρώνουμε, ξανά και ξανά, συναισθηματικούς και ηθικούς φόρους στ’ αφεντικά και στους λακέδες τους. Τα κουκιά είναι μετρημένα. Κι όποιος επίδοξος ελευθερωτής “δεν καταλαβαίνει”, δεν φταίει ότι δεν μπορεί, αλλά ότι δεν θέλει. Επειδή άλλα είναι τα συμφέροντά του.
Οι υπόλοιποι, λιγότεροι ή περισσότεροι, είμαστε απ’ την απέναντι μεριά. Κι αντί να κόψουμε τις φλέβες μας ή τον λαιμό μας, οφείλουμε να κόψουμε τους ομφάλιους λώρους με κάθε μεσολάβηση και κάθε αφόδευση ολοκληρωτισμού. Για πολλούς κάτι τέτοιο δεν είναι το ευκολότερο πράγμα στον κόσμο - όμως τίποτα δεν είναι εύκολο πια.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 - “La Ruche populaire”, Παρίσι, Νοέμβρης 1842.
[ επιστροφή ]
2 - Χάνοντας το έδαφος: το αίτημα για ασφάλεια στα κάτεργα των μητροπόλεων”, μητροπολιτικά συμβούλια, 8 Δεκέμβρη 2002, Αθήνα, και: “Ο φόβος των επιδημιών φυλάει τις διαταγές”, βαλκάνιοι προλετάριοι / federaction, 13 Νοέμβρη 2006, Αθήνα.
[ επιστροφή ]
3 - “Η κρατικοποίηση του εγκλήματος”, ομάδα μούτζα της “συνέλευσης ενάντια στην ειρήνη”, 18 Απρίλη 2007, Αθήνα.
[ επιστροφή ]
4 - Κάθε κράτος που σέβεται τον εαυτό του και τη δυνατότητά του να μετράει με ακρίβεια (το ελληνικό εξαιρείται απ’ την τελευταία φιλοδοξία) μπορεί να το επιδείξει. Μέσα σε 30 χρόνια, απ’ τα τέλη της δεκαετίας του ‘70 ως τα τέλη της δεκαετίας του ‘00, η παραγωγικότητα της εργασίας αυξήθηκε εκρηκτικά (άρα και το παραγόμενο “αεπ”), οι πραγματικοί μισθοί στις κατώτερες βαθμίδες της ιεραρχίας αυξήθηκαν ελάχιστα, καθόλου ή και μειώθηκαν, και τα “εισοδήματα” των υψηλότερων βαθμίδων της κοινωνικής διαστρωμάτωσης αυξήθηκαν, επίσης, εκρηκτικά. Ειπωμένο κοινωνιολογικά: η πόλωση μεταξύ “πλούσιων” και “φτωχών” οξύνθηκε σε μεγέθη άγνωστα τουλάχιστον για το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Αυτό το κατόρθωμα ήταν συνδυασμός διάφορων επιμέρους χειρισμών. Όπως:
- νέες σχέσεις εργασίας·
- καθήλωση ή και μείωση των πραγματικών μισθών μέσω (ψευδαισθητικών) μικρών αυξήσεων τους ονομαστικούς μισθούς για ένα μέρος της (πιο “συνδικαλιστικοποιημένης”) εργατικής τάξης·
- συστηματική μείωση των κρατικών εξόδων για περίθαλψη, υγεία, πρόνοια και παιδεία (έμμεσος μισθός)·
- φορολογική απαλλαγή των πλουσίων, με διάφορους τρόπους·
- “μαύρη” οικονομία.
Μια τέτοια πόλωση έμεινε κρυφή απ’ τον “πολύ κόσμο” (πάντως όχι απ’ τους ειδικούς των αφεντικών!) χάρη στην υποτιθέμενη υγεία μιας υποτιθέμενα διογκούμενης “μεσαίας τάξης”, σε κάθε καπιταλιστική κοινωνία του πρώτου κόσμου. Όμως αυτή η “μεσαία τάξη” ήταν εν πολλοίς εικονική και είχε αρχίζει να λαχανιάζει, ακόμα και στην περίοδο της ευδαιμονίας. Ανάλογα με την σύνθεση κάθε καπιταλιστικής κοινωνίας, αυτή η περιβόητη “μεσαία τάξη” (το επονομαζόμενο “κέντρο” όταν το πράγμα κουβεντιαζόταν με κομματική / πολιτική ορολογία) συναπαρτιζόταν σε μεγάλο βαθμό και από τα εξής υποκείμενα:
- άνεργους πτυχιούχους “υψηλών προσόντων” και προσδοκιών·
- πραγματικούς μισθωτούς που εμφανίζονταν (χάρη στις “νέες σχέσεις” εργασίας) σαν αυτοαπασχολούμενοι / ελεύθεροι επαγγελματίες·
- μικροαστούς που φαίνονταν πλουσιότεροι εξαιτίας της (τεχνητής) διόγκωσης των τιμών των ακινήτων, αρχίζοντας απ’ τα ίδια τους τα σπίτια· μόνο που σε μεγάλο βαθμό οι πρώτες, δεύτερες και τρίτες ιδιοκτησίες (τους) ήταν υποθηκευμένες στις τράπεζες, μέσω στεγαστικών δανείων·
- διάφορα είδη επαγγελματιών συναρθρωμένων άμεσα ή έμμεσα με τον περιβόητο “τεταρτογενή” τομέα του καπιταλισμού, δηλαδή τον χρηματοπιστωτισμό: λογιστές, χρηματιστές, δικηγόρους, ασφαλιστές, πουτάνες πολυτελείας, εμπόρους και ενοικιαστές αυτοκινήτων πολυτελείας, εμπόρους και ενοικιαστές σκαφών ή αεροπλάνων, κτηνίατρους και φροντιστές κατοικίδιων, κλπ·
- ελεύθερους επαγγελματίες της υγείας και της εκπαίδευσης (από γιατρούς έως γυμναστές, από ψυχολόγους έως μανικιουρίστες και μασέρ, από ομοιοπαθητικούς μέχρι γιόγκερ, απο γκουβερνάντες μέχρι...)·
- παράνομους εμπόρους και διακινητές ναρκωτικών, από κόκα έως smart drugs·
- εμπόρους ακριβής διασκέδασης, τέχνης, κλπ.
Μ’ αυτά τα δεδομένα δεν χρειάζεται καν να έχει κάνει κάποιος τίποτα περίεργες σπουδές για να διατυπώσει την εύλογη απορία πόσο μακρυά θα πάει αυτό το σκατό. Πράγμα που σημαίνει (και υπάρχουν γραπτά ντοκουμέντα επ’ αυτού) ότι διάφορα επιτελεία είχαν από νωρίς “το νου τους”....
[ επιστροφή ]
5 - Οι αστοί ηρωϊνοεξαρτημένοι είχαν αρκετό χρήμα ώστε να μην χρειάζεται να εγκληματούν για τη δόση τους.
Εν τω μεταξύ τα πρεζάκια έχουν ξαναγίνει σταθερά, τα τελευταία χρόνια, το περιφερόμενο θέαμα της περιφερόμενης αθλιότητας, σε διάφορα σημεία του Αθηναϊκού κέντρου. Γιατί όμως το μικροαστικό βλέμμα βλέπει τις σύριγγες (ακόμα και στα γεννητικά όργανα), τα ξερατά, τους καυγάδες και τα μαχαιρώματα, και ΔΕΝ βλέπει εκείνο που βρίσκεται ακριβώς απο πίσω; Γιατί δεν βλέπει, για παράδειγμα, ότι οι δομές απεξάρτησης είναι πολύ λίγες μπροστά στην ανάγκη· και ότι καθώς το ελληνικό κράτος σώζει (όπως και όσο) τις εθνικές τράπεζες πετάει στα σκυλιά όχι μόνο τους ηρωϊνοεξαρτημένους αλλά και τους ψυχικά πάσχοντες ή, ακόμα, και τους απλά ασθενείς;
Υπάρχει μια ξεκάθαρη ενίσχυση εκείνου του τρόπου αντίληψης της πραγματικότητας που απαιτεί “άμεσα αποτελέσματα” (του είδους: μακριά από εμένα), που ταΐζει κάθε κρατικό ή παρακρατικό επιχείρημα δημόσιας τάξης (ακόμα κι αν είναι ατελέσφορο), και που ενισχύει την μικροαστική δειλία κάνοντάς την Πρότυπο: ούτε με το κράτος (θέλουμε) να τα βάλουμε, ούτε έχουμε όρεξη για μακρόχρονη προσπάθεια. Μπορεί αυτό το “έχω το δίκιο μου” μίγμα να μην αντέχει ούτε στοιχειωδώς στην απλή λογική, ταιριάζει όμως μια χαρά με την ασφαλίτικη παράνοια.
[ επιστροφή ]
6 - Ποτέ, για παράδειγμα, την υποχρεωτικά “μαύρη” δουλειά του απαγορευμένου μετανάστη / εργάτη...
[ επιστροφή ]
7 - Εκτός, ίσως, απ’ τον Ατρόμητο Περιστερίου: ας μας συγχωρήσουν, λοιπόν, οι φενταγίν τη γενίκευση...
[ επιστροφή ]
8 - Όπου εργοδότης έλληνας αρνήθηκε να πληρώσει τα μεροκάματα των αλβανών εργατών του, και επειδή αυτοί επέμεναν τους σκότωσε και έκοψε τα πτώματά τους με αλυσοπρίονο, για να τα εξαφανίσει.
[ επιστροφή ]
9 - Οι στατιστικές της ελληνικής αστυνομίας είναι ωστόσο “ανησυχητικά ελληνοκεντρικές”. Στο 17,2% των κλοπών και διαρρήξεων του 2011 που εξιχνιάστηκαν (16.714 περιπτώσεις σε σύνολο 96.925), οι έλληνες δράστες ήταν κατά 2.000 περισσότεροι απ’ τους “ξένους” (9.397 έναντι 7.310). Στις παραβιάσεις της νομοθεσίας περί όπλων και ναρκωτικών, που έχουν υψηλά ποσοστά εξιχνίασης, οι έλληνες δράστες είναι διπλάσιοι απ’ τους “ξένους”. Όσο για τις δολοφονίες (συμπεριλαμβανομένων των αποπειρών) η καταγραφή των εξιχνιασμένων περιπτώσεων της τελευταίας δεκατίας είναι ως εξής (πρώτος αριθμός δράστες έλληνες, δεύτερος “ξένοι"): 2001: 185/92, 2002: 187/91, 2003: 189/113, 2004: 193/64, 2005: 195/91, 2006: 203/92, 2007: 195/103, 2008: 201/147, 2009: 249/124, 2010: 245/179, 2011: 255/180. Σε άλλα εγκλήματα, του είδους απάτες, η συμμετοχή των “ξένων” είναι ασήμαντη.
[ επιστροφή ]
10 - Με την απαραίτητη γενίκευση, για χάρη της κουβέντας: ναι λοιπόν, είναι αλήθεια. Η τάξη μας δεν έχει μόνο ηρωϊκές εποχές· έχει και αξιοθρήνητες. Και στις αξιοθρήνητες εποχές της η εργατική τάξη έκανε πάντα αυτά που κάνει και τώρα, τα τελευταία χρόνια, προ κρίσης και μετά: πουλάει (ή χάνει) την συλλογική της αυτοπεποίθηση, πουλάει (ή χαρίζει) το μίσος της προς τους εκμεταλλευτές της, ζητάει να τους μοιάσει, αυτοκαταστρέφεται (αντί να καταστρέψει το σύστημα στο σύνολό του), καννιβαλίζει τον ίδιο της τον συλλογικό εαυτό, βουλιάζει σε παραισθήσεις και φαντασιώσεις, και γίνεται εύκολα τσιράκι “καθενός μαχαραγιά”. Ναι, αυτό είναι αλήθεια, και δεν έχουμε λόγο να το κρύβουμε.
Όμως όποιος δείχνει τώρα το πεσμένο στα γόνατα σύγχρονο προλεταριάτο και τις πληγές του οικτίροντας “απ’ έξω”, κι όποιος βγάζει συμπεράσματα που αφήνουν τον ίδιο ατσαλάκωτο και ανέγγιχτο, είναι πράκτορας, ατζέντης του εχθρού, ακόμα κι αν τυπικά είναι μισθωτός. Όπως πράκτορας και τσιράκι είναι οποιοσδήποτε υπηρετεί τους διαχωρισμούς μέσα στην τάξη μας: “ντόπιοι” και “ξένοι”, “άσπροι” και “μαύροι”, “άντρες” και “γυναίκες”, κλπ κλπ.
[ επιστροφή ]
11 - Όπως, για παράδειγμα (παράδειγμα είναι, υπάρχουν κι άλλοι), ο ογκόλιθος, ο γίγαντας του μαρξισμού - λενινισμού - προλεταριακου διεθνισμού Ρούντι Ρινάλντι (της κοε) που υποστήριζε (τα λόγια δικά μας, το πνεύμα δικό του): γιατί να ασχοληθούμε με τους μετανάστες; έχουμε σοβαρότερα πράγματα να κάνουμε: τα διόδια.
Yes master!
[ επιστροφή ] |
|