|
|
μια εποχή στην κόλαση
Είναι καθισμένη στην άκρη του πεζοδρομίου. Είναι δεν είναι 17 ή 18 χρονών. Κρατάει ένα μωρό, φασκιωμένο. “Μια βοήθεια.... Σας παρακαλώ...” απλώνει το χέρι σε κάθε περαστικό.
Την κοιτάω χαμογελώντας. Όμορφο πρόσωπο, σχεδόν παιδικό. Το μωρό ούτε που φαίνεται - αναρωτιέμαι μήπως είναι καμιά κούκλα. Απομακρύνομαι. Μια μέρα, δεύτερη μέρα, τρίτη μέρα: αυτή εκεί, σταθερή στο πόστο και στη ζητανιά.
Αλλά να, τώρα, την βλέπω να έχει αλλάξει θέση. Έχει πάει πιο πίσω, μακριά απ’ τους περαστικούς. Και παίζει με το μωρό. Το φιλάει, το ρουφάει, το δαγκώνει απαλά, το φυσάει, χώνει το προσωπό της στο δικό του, του κάνει γλύκες, κι αυτό χαμογελάει και παίζει μαζί της. Κοντοστέκομαι και τους χαζεύω. Είτε είναι παιδί της είτε το πολύ μικρό αδελφάκι της, είναι το μωρό της.
Τους κοιτάω λίγα λεπτά. Το καταλαβαίνει, και γυρνάει. Τα βλέμματά μας διασταυρώνονται. Δεν έχει τίποτα παρακαλετό τώρα το πρόσωπό της, τίποτα που να ζητιανεύει. Μου γελάει ζεστά, σχεδόν συνένοχα. Σα να λέει “παίζουμε... είδες;”
Φεύγω, και επιστρέφω μετά από λίγο. Είναι εκεί, και συνεχίζει το παιχνίδια και τα χάδια με το μωρό. Καταμεσής του πεζοδρομίου, καθισμένη σ’ ένα καφάσι, αδιαφορώντας για το αν την βλέπουν, ποιός περνάει· αδιαφορώντας ακόμα και για το μεροκάματο. Ξαναστέκομαι να την χαζέψω. Γυρίζει, κι αφού με βλέπει δεύτερη φορά μέσα σε λίγη ώρα, να κάθομαι έτσι σαν κατάσκοπος, λύνεται στα γέλια. Λύνεται σε γέλια κελαριστά, σα να μου λέει “πώς κάνεις έτσι; πρώτη φορά βλέπεις μια μικρομάνα με το μωρό της;”. Ή, ίσως, σαν να μου λέει “είδες, δεν είμαι η ζητιάνα που εμποδίζει τους περαστικούς προσπαθώντας να την λυπηθούν, είμαι μια πιτσιρίκα που παίζει”.
Την χαιρετάω με τα μάτια και απομακρύνομαι οριστικά. Μια μικρή τσιγγάνα, σ’ ένα πεζοδρόμιο κάπου σ’ αυτή την πόλη, παίζοντας με το μωρό της, μου έφτιαξε για τα καλά την μέρα... |
|