|
|
ο αγώνας ενάντια στην απλήρωτη εργασία
και την βία
(φεμινισμός, εργατισμός και αυτονομία
στην ιταλία των ‘70s) [*]
Ένα απ’ τα βασικά κινήματα αυτονομίας έχει υπάρξει το κίνημα των γυναικών. Η ικανοποίηση των γυναικείων αναγκών μετατοπίζονταν ιστορικά απ’ το “επαναστατικό κόμμα” για την επαύριο της κατάληψης της εξουσίας και την εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού, αφού τα ζητήματα τα σχετικά με τις σχέσεις των φύλων θεωρούνταν δευτερεύοντα σε σχέση με τις ταξικές σχέσεις. Τα γυναικεία κινήματα είχαν την τάση να είναι αυτόνομα, δεδομένου πως οι γυναίκες, σαν κοινωνική κατηγορία, καταπιέζονταν απ’ την πατριαρχία σε όλες τις κοινωνικές σχέσεις, συμπεριλαμβανομένων των σχέσεων μέσα στα αριστερά κόμματα, τα συνδικάτα, τα κινήματα ή τις επαναστατικές οργανώσεις.
Ριζοσπάστριες γυναίκες ήταν απ’ τα πρώτα κοινωνικά υποκείμενα που στην Ιταλία και αλλού, αξιοποιώντας την σημαντική εμπειρία των κινημάτων του 1968, ανέπτυξαν ριζική κριτική στις πολιτικές μορφές και πρακτικές της “Νέας Αριστεράς”, η οποία, ακολουθώντας την παράδοση της θεσμοποιημένης αριστεράς, πρακτικά (αν όχι και θεωρητικά) συμπίεζε τις ανάγκες και τις διαφορές των γυναικών στο όνομα των απαιτήσεων της ταξικής πάλης. Η κριτική από γυναικείες θέσεις έκανε πολλές γυναίκες να εγκαταλείψουν τις οργανώσεις της Νέας Αριστεράς και, στις αρχές της δεκαετίας του ‘70, να δημιουργήσουν τα δικά τους οργανωτικά σχήματα· μια εξέλιξη που, μαζί με το ζήτημα της συμμετοχής στην “ένοπλη πάλη”, επιτάχυνε την κρίση αυτών των οργανώσεων. Η διάλυση των οργανώσεων της Νέας Αριστεράς οδήγησε στη δημιουργία της Αυτονομίας, ενός ριζοσπαστικού αντικαπιταλιστικού κοινωνικού κινήματος, επηρεασμένου απ’ την φεμινιστική κριτική, αν και σχετικά λίγες οργανωμένες φεμινίστριες συμμετείχαν σ’ αυτήν.
Ο εργατισμός, ένα ρεύμα μέσα στα συνδικάτα και στα κόμματα της θεσμποιημένης αριστεράς, επίσης επηρεάστηκε σημαντικά απ’ το ιταλικό γυναικείο κίνημα, ειδικά απ’ την θεωρητική και πολιτική δουλειά της Mariarosa Dalla Costa, της Leopoldina Fortunati και άλλων γυναικών της οργάνωσης Lotta Feminista. Η συγκεκριμένη γυναικεία οργάνωση έκανε εκστρατεία υπέρ του μισθού για τις νοικοκυρές, στη βάση της στρατηγικής σημασίας που έχει για την καπιταλιστική οικονομία η αναπαραγωγή της επόμενης γενιάς εργατών και η φροντίδα της κάθε φορά εργατικής γενιάς, χωρίς το κράτος ή επιχειρήσεις να πληρώνουν τίποτα. Σύμφωνα με τις συγγραφείς της μπροσούρας “Νέο Γυναικείο Κίνημα”:
... Όλη η δουλειά που κάνει η γυναίκα, κατά μέσο όρο δουλεύοντας 99,6 ώρες την βδομάδα, χωρίς την δυνατότητα απεργιών, χωρίς την δυνατότητα κοπάνας, χωρίς να μπορεί να έχει οποιοδήποτε αίτημα, γίνεται δωρεάν...
Εκείνη η εκστρατεία, που γρήγορα επεκτάθηκε σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης και της βόρειας Αμερικής, είχε σαν αποτέλεσμα την δημιουργία ενός απ’ τα πρώτα διεθνικά κινήματα, με τίτλο Μισθός για τα Οικιακά, και γέννησε την κριτική στο κράτος πρόνοιας σαν τον φύλακα και τον εγγυητή των διακρίσεων στην εργασία και την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης με όρους φύλου. Αυτή η κριτική είχε με την σειρά της αποτέλεσμα την δημιουργία, μαζί με άλλες γυναικείες ομάδες - που είχαν εν τω μεταξύ μπει σε μια φάση απομαζικοποίησης ύστερα από έναν κύκλο μεγάλων δημόσιων κινητοποιήσεων και διαδηλώσεων στα μέσα της δεκαετίας του 1970 υπέρ του δικαιώματος στο διαζύγιο και στις εκτρώσεις - εναλλακτικών κοινωνικών υπηρεσιών, ειδικά στους τομείς της υγείας, του ελέγχου των γεννήσεων, των εκτρώσεων και της αντιμετώπισης της ενδοοικογενειακής βίας.
...
Μετά το “Θερμό φθινόπωρο” του 1969, και το κύμα των άγριων απεργιών και της γενικευμένης σύγκρουσης στην οποία η οργάνωση Potere Operaio, η σημαντικότερη εργατίστικη οργάνωση, έπαιξε καθοδηγητικό ρόλο, το κίνημα των αυτόνομων βιομηχανικών εργατών συνέχισε να οργανώνει την αντίστασή του στην καπιταλιστική εργασία και εκμετάλλευση, προσπαθώντας να αναδιοργανωθεί στα εργοστάσια του βορρά. Εν τω μεταξύ όμως το κύμα της οργανωτικής αυτονομίας απ’ τα κόμματα της αριστεράς είχε αρχίσει να απλώνεται στο σύνολο της εργατικής τάξης, αγκαλιάζοντας και μη μισθωτούς τομείς όπως φοιτητές, ανέργους και φαντάρους... Η πιο σημαντική εξέλιξη ωστόσο ήταν η γέννηση του πρώτου καθαρά γυναικείου κινήματος στην Ιταλία, που σύμφωνα με τα λόγια της Mariarossa Dalla Costa:
...Είχε δυο ψυχές: απ’ την μια ήταν η αυτογνωσία, η άλλη ήταν ο εργατικός φεμινισμός, που τελικά πέρασε σε διάφορες οργανώσεις και επιτροπές δράσης στην εκστρατεία για τον μισθό για τα οικιακά.
Σημαντικό χαρακτηριστικό του ιταλικού γυναικείου κινήματος, σε σύγκριση με το τι γινόταν σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη, ήταν το γεγονός ότι οργάνωνε εκστρατείες μεγάλης μαζικότητας:
Το 1974 10.000 γυναίκες πήραν μέρος στο πανιταλικό συνέδριο στην Pinarella di Cervia· μεταξύ του 1975 και του 1977 μια σειρά πανιταλικών κινητοποιήσεων - κυρίως γύρω απ’ την απαίτηση νομιμοποίησης των εκτρώσεων - είχε συμμετοχές μεταξύ 30 και 50.000 γυναικών (...) Στις 18 Γενάρη του 1975 έγινε η πρώτη μεγάλη διαδήλωση στη Ρώμη για τις εκτρώσεις με πάνω από 20.000 συμμετέχουσες (...). Τον Απρίλιο του 1976 η UDI (ένωση γυναικών ιταλίας, οργάνωσης του ΙΚΚ) μαζί με τις γυναικείες οργανώσεις άλλων κομμάτων συμφώνησαν να οργανώσουν την δική τους διαδήλωση, στην οποία συμμετείχαν 50.000 γυναίκες.
Κάποιες γυναίκες θεωρητικές, πρώην μέλη της Potere Operaio, που συμμετείχαν στο γυναικείο κίνημα, έδωσαν προσοχή στο θέμα της απλήρωτης εργασίας στον τομέα της αναπαραγωγής, που αποτιμήθηκε σαν ζωτικής σημασίας για την αναπαραγωγή της ζωντανής εργασίας και κατά συνέπεια του κεφάλαιου, και σ’ αυτήν την κατηγορία σημαντική ήταν η δουλειά της Mariarosa Dalla Costa για την απλήρωτη εργασία των γυναικών στο σπίτι. Μια άλλη προσέγγιση, διακριτή αλλά επίσης επηρεασμένη απ’ τον εργατισμό, παρουσιάστηκε απ’ την Alisa del Re, και αφορούσε την κριτική στο κράτος πρόνοιας. Η πρώτη προσέγγιση έδειξε μια ιεραρχική διαίρεση ανάμεσα στη μισθωτή / παραγωγική εργασία (την βιομηχανική εργατική τάξη) και την απλήρωτη εργασία σε τομείς της αναπαραγωγής (γυναίκες, φοιτητές, άνεργοι).
Στη βάση των αναλύσεων της Mariarosa και της Giovanna Franca Dalla Costa, της Leopoldina Fortunati και άλλων, η Lotta Feminista ξεκίνησε την εκστρατεία που έγινε γνωστή διεθνώς σαν “Μισθός για τα Οικιακά”, πετυχαίνοντας την σύνδεση με το γυναικείο κίνημα στην Αγγλία που είχε επικεφαλής της Selma James, με κινήσεις παρόμοιας στόχευσης στις ΗΠΑ και τον Καναδά, κυρίως με την Silvia Federici στη Ν. Υόρκη και την Judith Ramirez στο Τορόντο. Το δίκτυο μαχητικών γυναικών που δημιουργήθηκε έτσι είχε παρουσία επίσης στη Γερμανία και στην Ελβετία. Η Mariarossa Dalla Costa περιγράφει τις πολιτικές αρχές και την στρατηγική της Lotta Feminista ως εξής:
Απαιτούσαμε μισθό για τα οικιακά κυρίως εξαιτίας του σοβαρού προβλήματος ότι οι γυναίκες δεν είχαν τα δικά τους χρήματα. Επίσης όμως υπήρχε η διάσταση της αναγνώρισης και του σεβασμού για την γυναικεία δουλειά στο σπίτι. (...) Αυτό το αίτημα συνδυάστηκε με ένα άλλο, για την δραστική μείωση του χρόνου εργασίας εκτός σπιτιού, τόσο για τις γυναίκες όσο και για τους άντρες (απαιτούσαμε 20 ώρες δουλειά την εβδομάδα) έτσι ώστε ο απαραίτητος χρόνος για την αναπαραγωγή να απελευθερωθεί, χωρίς να κυνηγάμε διαρκώς επιμέρους λύσεις που απαιτούν ακόμα περισσότερη εργασία, κάτι που το βλέπουμε να συμβαίνει σήμερα. Απ’ την άλλη μεριά υπήρχε η τυπικη προσέγγιση της θεσμικής αριστεράς που ασχολιόταν μόνο με την εργασία εκτός σπιτού, και ζητούσε ενίσχυση των κοινωνικών υπηρεσιών. Αυτή η προσέγγιση επηρεάζε άλλες τάσεις του γυναικείου κινήματος.
Η απαίτηση μισθού για τα οικιακά, κατευθείαν απ’ το κράτος, προκάλεσε μια ισχυρή πολεμική από άλλες τάσεις του γυναικείου κινήματος. Τον Ιούνιο του 1974, το περιοδικό Rosso, που συμμετείχε στην συζήτηση αυτή μεταξύ εκείνων που ζητούσαν μισθούς για τα οικιακά και εκείνων πουν θεωρούσαν αυτό το αίτημα “επικύρωση” των οικιακών, δημοσίσευσε μια έκθεση της επιτροπής “Μισθός για τα Οικιακά” της Πάντοβα, που ήταν το αποτέλεσμα μιας τρίημερης συζήτησης με τις γυναικείες οργανώσεις του Mestre.
Ένας μεγάλος αριθμός από νοικοκυρές, δασκάλες, υπαλλήλους καταστημάτων και γραμματείς συγκεντρώθηκε σ’ αυτήν την συνάντηση για να αρνηθεί την τριπλή εκμετάλλευσή τους, απ’ τους εργοδότες τους, τους συντρόφους τους και το κράτος, και να απορρίψουν την μιζέρια και τις πολύ ασχημες συνθήκες δουλειάς που προκαλούσε αυτή η τριπλή καταπίεση:
Ο αγώνας μας είναι ενάντια στα εργοστάσια (...) και τα γραφεία, ενάντια στο καθημερινό έλεγχο (...) Δεν αγωνιζόμαστε υπέρ μιας τέτοιας οργάνωσης της εργασίας, αγωνιζόμαστε εναντίον της.
Αυτό που δηλωνόταν ήταν η απόρριψη της άποψης των πολιτικών κομμάτων και κάποιων εξωκοινοβουλευτικών οργανώσεων ότι η απελευθέρωση των γυναικών βρίσκεται στην αγορά εργασίας. Αντίθετα απαιτούσαν ότι το κράτος, σαν οργανωτής της καπιταλιστικής κοινωνίας της οποίας η βασική δομή, το βασικό κύτταρο, είναι η πυρηνική οικογένεια, θα πρέπει να πληρώνει μισθούς για την απλήρωτη οικιακή εργασία, εφόσον μέσω των οικιακών “αναπαράγει” τους πολίτες του και τους εργάτες του. Στόχος επίσης γινόταν η ανεπάρκεια των ελάχιστων κοινωνικών υπηρεσιών που προορίζονταν για τις γυναίκες, και η κακοποίηση των γυναικείων σωμάτων απ’ το “ανδροκεντρικό” σύστημα υγείας. Η έκθεση καλούσε τις γυναίκες να ξανακατακτήσουν τα σώματά τους και να πάρουν τον έλεγχο της ζωής τους:
Εμείς οι γυναίκες πρέπει να απορρίψουμε τις συνθήκες απλής επιβίωσης που μας επιβάλλει το κράτος, και πρέπει διαρκώς να ζητάμε όλο και περισσότερα. (...) Πρέπει να ξαναπάρουμε πίσω τον πλούτο που φεύγει απ’ τα χέρια μας κάθε μέρα, για να έχουμε περισσότερα χρήματα, περισσότερη δύναμη, περισσότερο ελεύθερο χρόνο να βρισκόμαστε με άλλους, με γυναίκες, με ηλικιωμένους, με παιδιά, όχι σαν εξαρτήματά τους αλλά σαν κοινωνικά άτομα.
Οι γυναίκες ήταν επίσης ιδιαίτερα δραστήριες στο θέμα της υποχρηματοδότησης του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος, όπως άλλωστε βρίσκονταν στις επάλξεις όλων των κοινωνικών αιτημάτων στα μέσα της δεκαετίας του ‘70, που ήταν η φάση της κορύφωσης των μαζικών κινητοποιήσεων του γυναικείου κινήματος, κάνοντας διαδηλώσεις στα σχολεία, καταλαμβάνοντας σχολικές αίθουσες, κλείνοντας δρόμους, με αιτήματα την βελτίωση των σχολείων και των σχετικών υποδομών.
Αυτές οι κινητοποιήσεις ήταν αυτοοργανωμένες, με την συμμετοχή της Αυτονομίας, οργανώσεων της Νέας Αριστεράς, ειδικά της Lotta Continua, στο βορρά, ενώ σε μερικές περιπτώσεις συμμετείχαν και τα συνδικάτα, αλλά σε κάθε περίπτωση ήταν οργανωτικά αυτόνομες και εχθρικές προς τα πολιτικά κόμματα.
Παρόμοιοι αγώνες ξέσπασαν επίσης σχετικά με τον κοινωνικό έλεγχο πάνω στις ανάγκες αναπαραγωγής (τα σπίτια, τα νοίκια, οι λογαριασμοί) και αργότερα σε σχέση με τις ανάγκες ξεκούρασης (το να τρως εκτός σπιτιού, το να πηγαίνεις σινεμά και σε ροκ συναυλίες). Αυτές οι συγκρούσεις ήταν συνδεδεμένες με τις απαιτήσεις του αναδυόμενου γυναικείου κινήματος σε σχέση με τον αυτοέλεγχο πάνω στα σώματα και τις ζωές των γυναικών, και χρονικά τοποθετούνται ανάμεσα στην ήττα του δημοψηφίσματος το 1974 για την κατάργηση της νομοθεσίας περί διαζυγίου του 1970, και το ξεδίπλωμα ενός σκληρού αγώνα για τη νομιμοποίηση των εκτρώσεων με το νόμο 194 του 1978... Ένα καινούργιο μοντέλο αυτονομίας δημιουργούνταν, που αντικατόπτριζε την μετάβαση απ’ το εργοστάσιο στο κοινωνικό εργοστάσιο, απ’ την παραδοσιακή εργατική τάξη και τους αγώνες της στους αγώνες των νέων κοινωνικών κινημάτων.
Ωστόσο η ένταση αυτών των αγώνων του γυναικείου κινήματος στα ‘70ς είχε βαρύ τίμημα στην υγεία και στην προσωπική ζωή των γυναικών που ενεπλάκησαν συστηματικότερα, παρότι απ’ τις ίδιες είχε προκύψει η κριτική στον μιλιταντισμό των οργανώσεων της Νέας Αριστεράς, και στη θυσία κάθε πλευράς προσωπικής ζωής για χάρη του πολιτικού αγώνα. Η Mariarosa Dalla Costa θυμάται:
Είχαμε εθνικές και διεθνείς οργανώσεις, όμως εκείνο που ήταν εντυπωσιακό ήταν το επίπεδο εξαιρετικής φτώχιας στα μέσα με τα οποία διεξάγαμε όλη αυτή τη δράση. Τα βασικά μέσα επικοινωνίας ήταν η προκήρυξη και η αφίσα, μέσα ιδιαίτερα εντατικά στη χρήση τους. Ένας τόσο εξοντωτικός ακτιβισμός δεν άφηνε χώρο για οτιδήποτε άλλο στη ζωή μας, προερχόταν ολοφάνερα απ’ την εμπειρία της Potere Operaio, αλλά νομίζω ότι και στις υπόλοιπες γυναικείες οργανώσεις η κατάσταση ήταν σαν την δικιά μας. Κι όλα αυτά ήταν ακόμα χειρότερα για όσες από εμάς είχαν ηγετικό ρόλο. Και εδώ είναι σημαντικό να υπογραμμίσω κάτι άλλο... Προς τα τέλη της δεκαετίας είχαμε εξοντωθεί απ’ αυτό το είδος ζωής και δράσης. Όλα μας τα περιθώρια για να ανασυγκρότηση είχαν εξαντληθεί, ήταν σημαντικά μικρότερα απ’ αυτά που οι άντρες, συμπεριλαμβανομένων των συντρόφων, μπορούσαν να απολαύσουν.
Μ’ όλον τους τον κόπο οι γυναίκες της Lotta Feminista και του Wages for Housework είχαν ιδιαίτερα σημαντική συμβολή στη διεθνή φεμινστική θεωρία, ιδιαίτερα στην ανάλυση της αντρικής φυσικής και σεξουαλικής βίας σε βάρος των γυναικών μέσα στην οικογένεια σαν μεθόδου πειθάρχησης, ανάλογα με την χρήση φυσικής και ψυχολογικής βίας στο εργοστάσιο για την πειθάρχηση των εργατών. Ιδιαίτερης σημασίας σ’ αυτό το θέμα είναι οι αναλύσεις της Leopoldina Fortunati και της Giovanna F. Dalla Costa, με την δεύτερη να υποστηρίζει ότι:
Από το ξεκίνημά του το Γυναικείο Κίνημα υποστήριξε ότι η σχέση ανδρών και γυναικών στις καπιταλιστικές κοινωνίες βασίζεται στη βία. Στην πραγματικότητα αυτό ήταν το πρώτο ζήτημα γύρω απ’ το οποίο το κίνημα ανέπτυξε απ’ την μια μια εκτεταμένη συζήτηση και απ’ την άλλη ένα υψηλό επίπεδο οργανωμένου αγώνα (...) Η αντρική βία κατά των γυναικών δεν γεννήθηκε στον καπιταλισμό, έχει μεγάλη ιστορία πίσω της. Αλλά ακόμα κι αν ορισμένες μορφές αυτής της βίας παραμένουν βασικά οι ίδιες διαχρονικά (οι ξυλοδαρμοί, οι βιασμοί, οι δολοφονίες, οι εξαναγκαστικές εκτρώσεις ή οιμ εξαναγκαστικές εγκυμοσύνες) όπως και πριν απ’ τον καπιταλισμό, στις καπιταλιστικές συνθήκες η αντρική βία εναντίον των γυναικών έχει μπει σε καινούργιο πλαίσιο και έχει ενισχυθεί από μια λειτουργία (...) άμεσα σχετισμένη με την δουλειά την οποία οι γυναίκες προορίζονται να κάνουν: τα οικιακά.
Αυτή η δουλειά είναι η παραγωγή και η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, το βασικό πεδίο όπου γίνεται είναι το σπίτι, και η βασική της μονάδα είναι η οικογένεια. (...) Η ακραία βία στη σχέση μεταξύ κεφάλαιου και γυναικών αντανακλάται στη βία της σχέσης ανδρών - γυναικών: μια σχέση που γίνεται αναγκαστικά βίαιη απ’ την πλευρά των αντρών σε βάρος των γυναικών.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Του Patrick Cuninghame, απ’ το libcom.org
[ επιστροφή ] |
|