O Norbert Wiener... Σε αντίθεση με τον Κολοκοτρώνη είναι γενικά άγνωστος στα μέρη μας, παρότι έχει επηρεάσει πολύ περισσότερο την ζωή των πανελλήνων. Τώρα, όμως, που η “ιστορία της 6ης δημοτικού” λέει την αλήθεια για την “καταστροφή της Σμύρνης”, όλα θα πάνε καλά (από βλακεία μεριά...) |
|
συμβολή στη δημιουργική μελαγχολία
το πεδίο:
η γνώση μέσα στις κοινωνίες της πληροφορικής
(Ζαν Φρανσουά Λυοτάρ,
Η μεταμοντέρνα κατάσταση)
Η υπόθεση εργασίας που έχουμε είναι ότι η γνώση αλλάζει καταστατική θέση την ίδια στιγμή που οι κοινωνίες μπαίνουν στην μεταβιομηχανική εποχή και οι πολιτισμοί στην αποκαλούμενη μεταμοντέρνα εποχή. Αυτό το πέρασμα άρχισε τουλάχιστον από τα τέλη του πενήντα, που για την Ευρώπη σημαδεύουν το τέλος της οικοδόμησής της. Αυτό το πέρασμα είναι λίγο - πολύ γοργό ανάλογα με τη χώρα, και μέσα στην κάθε χώρα ανάλογα με τους τομείς δραστηριότητας: εξ ου και μια γενική δυσχρονία, που δεν διευκολύνει τον συνολικό πίνακα. Ένας μέρος των περιγραφών αναγκαστικά θα είναι προϊόν εικασιών. Και γνωρίζουμε ότι δεν είναι φρόνιμο να δίνουμε εξαιρετική πίστη στη μελλοντολογία.
Αντί να στήσουμε έναν πίνακα που δεν μπορεί να είναι πλήρης, θα ξεκινήσουμε από ένα χαρακτηριστικό που καθορίζει άμεσα το αντικείμενό μας. Η επιστημονική γνώση είναι ένα είδος του λόγου. Αλλά μπορούμε να πούμε ότι εδώ και σαράντα χρόνια οι επονομαζόμενες ακριβείς επιστήμες και οι τεχνικές αναφέρονται στη γλώσσα: η φωνολογία και οι γλωσσολογικές θεωρίες, τα προβλήματα της επικοινωνίας και η κυβερνητική, οι μοντέρνες άλγεβρες και η πληροφορική, οι υπολογιστές και οι γλώσσες τους, τα προβλήματα μετάφρασης των γλωσσών και η αναζήτηση της συμβατότητας μεταξύ γλωσσών - μηχανών, τα προβλήματα της εγγραφής στην μνήμη των εγκεφάλων και οι τράπεζες στοιχείων, η τηλεματική και η τελειοποίηση “νοημόνων τερματικών”, η παραδοξολογία: ιδού οι προφανείς μαρτυρίες, και ο κατάλογος δεν είναι εξαντλητικός.
Η επίπτωση αυτών των τεχνολογικών μετασχηματισμών πάνω στη γνώση φαίνεται ότι θα πρέπει να είναι πολύ σημαντική. Η επιρροή που δέχεται ή που θα δεχτεί απ’ αυτούς αφορά τις δύο κύριες λειτουργίες της: την έρευνα και την μετάδοση των γνώσεων. Για την πρώτη, ένα παράδειγμα προσιτό στον ανειδίκευτο έχει δοθεί από την γενετική, η οποία οφείλει το θεωρητικό της παράδειγμα στην κυβερνητική. Υπάρχουν πάρα πολλά άλλα. Για την δεύτερη, ξέρουμε πως απλοποιώντας, σμικρύνοντας και εμπορευματοποιώντας τις συσκευές, τροποποιούμε ήδη σήμερα τις διαδικασίες απόκτησης, κατάταξης, παροχής και εκμετάλλευσης των γνώσεων. Είναι λογικό να σκεφτούμε ότι ο πολλαπλασιαμός των συσκευών πληροφορικής επηρεάζει και θα επηρεάσει την κυκλοφορία των γνώσεων όσο την επηρεάζει η ανάπτυξη των μέσων κυκλοφορίας των ανθρώπων αρχικά (μεταφορές) και συνακόλουθα των ήχων και των εικόνων (media).
Μέσα σε αυτόν τον μετασχηματισμό, η φύση της γνώσης δεν παραμένει άθιχτη. Δεν μπορεί να περάσει στους νέους διαύλους και να καταστεί αποτελεσματική, παρά μόνο αν η γνώση μπορεί να μεταφραστεί σε ποσότητες πληροφόρησης. Συνεπώς με βάση τα παραπάνω μπορούμε να προβλέψουμε ότι όλα, όσα δεν έχουν τη δυνατότητα να μεταφραστούν έτσι μέσα στη συγκροτημένη γνώση, θα εγκαταλειφθούν και ότι ο προσανατολισμός των νέων ερευνών θα υπαχθεί στην προϋπόθεση του να μπορούν να μεταφραστούν τα ενδεχόμενα αποτελέσματα στη γλώσσα της μηχανής. Οι “παραγωγοί” της γνώσης καθώς και οι χρήστες της οφείλουν και θα πρέπει να έχουν τα μέσα να μεταφράσουν σε αυτές τις γλώσσες ό,τι οι μεν ζητούν να επινοήσουν και οι δε να μάθουν. Οι έρευνες που αναφέρονται σε αυτές τις μηχανές μεταφραστές έχουν ήδη προχωρήσει. Με την κυριαρχία της πληροφορικής, επιβάλλεται μια κάποια λογική, και κατά συνέπεια ένα σύνολο επιταγών αναφερόμενων στις αποφάνσεις που γίνονται δεκτές ως “γνώση”.
Συνεπώς μπορούμε να περιμένουμε μια ισχυρή αποξένωση της γνώσης σε σχέση με τον “ειδήμονα”, όποια κι αν είναι η θέση που κατέχει ο τελευταίος μέσα στη διαδικασία της γνώσης. Η παλαιά αρχή, ότι η απόκτηση της γνώσης είναι αξεδιάλυτη από τη μόρφωση του πνεύματος, και μάλιστα του προσώπου, περιπίπτει και θα περιπέσει ακόμα περισσότερο σε αχρηστία. Αυτή η σχέση των χορηγών και των χρηστών της γνώσης με την ίδια τη γνώση τείνει και θα τείνει να προσλάβει τη μορφή της σχέσης που έχουν οι παραγωγοί και οι καταναλωτές των εμπορευμάτων με τα εμπορεύματα, δηλαδή τη μορφή της αξίας. Η γνώση παράγεται και θα παράγεται για να πωλείται· καταναλώνεται και θα καταναλώνεται για να παίρνει αξία μέσα σε μια νέα παραγωγή: και στις δύο περιπτώσεις ο σκοπός είναι η ανταλλαγή της. Παύει να είναι αυτοσκοπός, χάνει την “αξία χρήσης της”.
Γνωρίζουμε ότι η γνώση έγινε τις τελευταίες δεκαετίες η κύρια παραγωγική δύναμη, πράγμα που προκάλεσε ήδη αξιοσημείωτες μεταβολές στη σύνθεση των ενεργών πληθυσμών στις πιο αναπτυγμένες χώρες και που συνιστά την κύρια τροχοπέδη για τις αναπτυσσόμενες χώρες. Στη μεταβιομηχανική και μεταμοντέρνα εποχή, η επιστήμη θα διατηρήσει και αναμφίβολα θα ενισχύσει τη σημασία της μέσα στο απόθεμα των παραγωγικών δυνατοτήτων των κρατών - εθνών. Αυτή η κατάσταση είναι ένας από τους λόγους που μας κάνουν να σκεφτόμαστε ότι η απόσταση από τις αναπτυσσόμενες χώρες δεν θα πάψει στο μέλλον να μεγαλώνει. [*]
Αλλά αυτή η πλευρά δεν πρέπει να μας κάνει να λησμονούμε την άλλη, που τη συμπληρώνει. Με τη μορφή του πληροφορικού εμπορεύματος, που είναι απαραίτητο στην παραγωγική δύναμη, η γνώση είναι ήδη και θα είναι μια μείζων κατάθεση, ίσως η πιο σημαντική, μέσα στον παγκόσμιο ανταγωνισμό για την εξουσία. Όπως τα κράτη - έθνη πολέμησαν μεταξύ τους για να κατακτήσουν εδάφη, κατόπιν για να ελέγξουν την διάθεση των πρώτων υλών και των φτηνών εργατικών χεριών, είναι θεμιτό να σκεφτούμε ότι στο μέλλον θα πολεμήσουν μεταξύ τους για να έχουν τον έλεγχο των πληφοροριών. Έτσι διανοίγεται ένα νέο πεδίο για τις βιομηχανικές και εμπορικές, όπως και για τις στρατιωτικές και πολιτικές στρατηγικές.
Εν τούτοις η προοπτική που καταδείξαμε δεν είναι τόσο απλή όσο είπαμε. Γιατί η εμπορευματοποίηση της γνώσης δεν μπορεί να αφήσει άθιχτο το προνόμιο που κατέχουν και κατείχαν τα κράτη - έθνη αναφορικά με την παραγωγή και τη διάδοση των γνώσεων. Η ιδέα, ότι αυτές οι γνώσεις γεννιούνται από τον “εγκέφαλο” ή από το “πνεύμα” της κοινωνίας που είναι το κράτος, θα ατονήσει στο βαθμό που θα ενισχυθεί η αντίθετη αρχή, σύμφωνα με την οποία η κοινωνία υπάρχει και προοδεύει μόνο αν τα μηνύματα που κυκλοφορούν στους κόλπους της είναι πλούσια σε πλρηφορίες και εύκολα στην αποκωδικοποίησή τους. Το κράτος θα αρχίσει να εμφανίζεται σαν παράγοντας αδιαφάνειας και “παρασίτων” για μιαν ιδεολογία της επικοινωνιακής “διαφάνειας”, η οποία συμπορεύεται με την εμπορευματοποίηση των μορφών της γνώσης. Κάτω από αυτό ακριβώς το πρίσμα διατρέχει τον κίνδυνο να τεθεί με νέα οξύτητα το πρόβλημα των σχέσεων ανάμεσα στον οικονομικό και στον κρατικό τομέα.
...
Συνεπώς ο μετασχηματισμός που επιτελέστηκε στη φύση της γνώσης μπορεί να έχει πάνω στις κατεστημένες δημόσιες εξουσίες μιαν αναδραστική επιρροή, έτσι ώστε να τις αναγκάσει να αναθεωρήσουν τις δικαιικές και έμπρακτες σχέσεις τους με τις μεγάλες επιχειρήσεις και γενικότερα με την πολιτική κοινωνία. Η επαναλειτουργία της παγκόσμιας αγοράς, η επανάληψη ενός πολύ ζωηρού οικονομικού ανταγωνισμού, η εξαφάνιση της αποκλειστικής ηγεμονίας του αμερικανικού καπιταλισμού, η παρακμή της εναλλακτικής λύσης του σοσιαλισμού, το πιθανό άνοιγμα της κινέζικης αγοράς στις ανταλλαγές, και πολλοί άλλοι παράγοντες, έχουν ήδη στα τέλη αυτής της δεκαετίας του ‘70 προετοιμάσει τα κράτη να αναθεωρήσουν σοβαρά τον ρόλο που είχαν συνηθίσει να παίζουν μετά από την δεκαετία του ‘30, δηλαδή τον ρόλο της προστασίας και της καθοδήγησης ή του προγραμματισμού των επενδύσεων. Μέσα αυτό το πλαίσιο αναφοράς, οι νέες τεχνολογίες, επειδή καθιστούν όσα δεδομένα είναι χρήσιμα στις αποφάσεις (άρα τα μέσα ελέγχου) ακόμα πιο ευκίνητα και επιδεκτικά αρπαγής, δεν μπορούν παρά να κάνουν ακόμα πιο επείγουσα αυτή την επαναξέταση.
Αντί να διαδίδονται χάρη στην “μορφωτική” τους αξία ή στην πολιτική (διοικητική, διπλωματική, στρατιωτική) τους σπουδαιότητα, μπορούμε να φανταστούμε ότι οι γνώσεις μπορούν να τεθούν σε κυκλοφορία με δίκτυα ανάλογα με του νομίσματος, και ότι η σημαντική ως προς αυτές αντίθεση παύει να είναι η διάκριση γνώση / άγνοια για να αποβεί, όπως και με το νόμισμα, η “γνώση πληρωμής / γνώση επένδυσης”, δηλαδή: γνώσεις που ανταλλάσσονται μέσα στο πλαίσιο της καθημερινής ζωής (ανασύσταση της εργατικής δύναμης, “επιβίωση”) απέναντι σε πιστώσεις γνώσεων με σκοπό τη μεγιστοποίηση των αποτελεσμάτων ενός προγράμματος.
Σε αυτή την περίπτωση, το ζήτημα της διαφάνειας μοιάζει με το ζήτημα του φιλελευθερισμού. Ο τελευταίος δεν εμποδίζει μέσα στην κυκλοφορία του χρήματος άλλοι να αποφασίζουν κι άλλοι να είναι χρήσιμοι μόνο για να εξοφλούν. Με τον ίδιο τρόπο φαντάζονται μερικοί την κυκλοφορία γνώσεων που θα διέρχονται από τους ίδιους διαύλους και θα έχουν την ίδια φύση, από τις οποίες όμως άλλες θα προορίζονται γι’ αυτούς που “λαμβάνουν τις αποφάσεις” ενώ άλλες θα χρησιμεύουν για να εξοφλούν το διηνεκές χρέος ενός εκάστου απέναντι στον κοινωνικό δεσμό.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
[*] Εδώ ο Λυοτάρ έκανε λάθος πρόβλεψη, δεδομένου ότι το 1979 η ινδία και η κίνα ανήκαν στη λίστα των “αναπτυσσόμενων”. Στα υπόλοιπα σημεία της ανάλυσής του όμως...
[ επιστροφή ]
|
|