Sarajevo
 

 

 

Sarajevo 62 - 05/2012

 

κοινωνικό εργοστάσιο, πρώτο υπόγειο

Τι αξία και τι υπεραξία παράγει η νοσοκόμα που φροντίζει έναν τραυματία σ’ ένα νοσοκομείο; Τι αξία και τι υπεραξία παράγει ένας οδηγός λεωφορείου των αστικών συγκοινωνιών; Τι αξία και τι υπεραξία παράγει μια γκαρσόνα που σερβίρει καφέδες και ποτά σ’ ένα νεολαιΐτικο μπαρ; Ερωτήσεις που ενδεχομένως προκαλούν πονοκεφάλους (και αντιδράσεις του είδους “και τι μας λες τώρα - εδώ ο κόσμος καίγεται”)· αλλά των οποίων οι απαντήσεις μπορεί να φωτίζουν μ’ ένα πλαϊνό αλλά χρήσιμο φως τις (ταξικές) υποκειμενικότητες στην τωρινή φάση του καπιταλισμού. Τους τρόπους, δηλαδή, που μια νοσοκόμα, ένας οδηγός, μια γκαρσόνα, ένας δάσκαλος, ή μια κομμώτρια (και χιλιάδες άλλες φιγούρες) αντιλαμβάνονται ή δεν αντιλαμβάνονται τους εαυτούς / τις εαυτές τους σαν σύγχρονη εργατική τάξη.

Κατ’ αρχήν ισχύει εκείνο που έχουν υποστηρίξει τα μητροπολιτικά συμβούλια (πολιτική συζήτηση με θέμα νέες εργατικές φιγούρες, 2/3/2011, ΑΘήνα). Ότι, δηλαδή, εάν ο προσδιορισμός “εργατική τάξη” δεν είναι αυτο-προσδιορισμός, τότε είναι δυνατόν (και αυτό έχει συμβεί κατά κόρον εδώ και 30 χρόνια σ’ όλον τον αναπτυγμένο καπιταλιστικά κόσμο) να αποκτήσει εντελώς συμβολικό χαρακτήρα. Οι ισχύουσες αναπαραστάσεις περί “εργατικής τάξης” αφορούν τους βιομηχανικούς εργάτες και εργάτριες, προλεταριακές φιγούρες που υπήρξαν κεντρικές στους αγώνες και τις αρνήσεις ως την δεκαετία του 1970, αλλά στη συνέχεια περιορίστηκαν σημαντικά (από ποσοτική άποψη), χωρίς πάντως να εξαφανιστούν, μέσα στην αναδιάρθρωση της οργάνωσης της (εκμετάλλευσης της) εργασίας. Η εξίσωση εργάτες = βιομηχανικοί εργάτες (δηλαδή: εργάτες σε εργοστάσια, βιοτεχνίες, ναυπηγεία, οικοδομές) συνέχισε ωστόσο να λειτουργεί απ’ τα ‘70s και μετά, μ’ έναν πολιτικό και ιδεολογικό στόχο: να βεβαιώνει τους εργάτες και τις εργάτριες του εκρηκτικά επεκτεινόμενου τριτογενή τομέα, των υπηρεσιών, ότι δεν είναι εργάτες. Αφού δεν μοιάζουν σε τίποτα με τους βιομηχανικούς τέτοιους.
Η εξίσωση εργάτες = βιομηχανικοί εργάτες και αντίστροφα προκάλεσε πάντως (σε άλλους καιρούς) κι άλλα ζητήματα. Για παράδειγμα, ήδη απ’ τα ‘70s, ο Sergio Bologna υποστήριζε ότι οι μεγάλες εργατικές συγκεντρώσεις των βιομηχανιών διευκόλυναν κάθε εργάτη χωριστά να αντιληφθεί τον εαυτό του όχι μόνο σαν χωριστή προσωπικότητα αλλά, κυρίως, σαν μέλος ενός μεγάλου συνόλου όμοια εργατών, με τους οποίους έχει κοινά συμφέροντα. Αυτή η παρατήρηση άφηνε το υπονοούμενο (ή την υπόθεση) πως μικρές ή πολύ μικρές συγκεντρώσεις (εκμετάλλευσης της) εργασίας, ας πούμε μικρές βιοτεχνίες ή εμπορικά, λειτουργούν προς την αντίθετη μεριά: σπάνε την “εικόνα” του μεγάλου συνόλου (δηλαδή της τάξης) σε μικρά κομμάτια που εύκολα “ιδιωτικοποιούνται”. Το ζήτημα του μεγέθους, δηλαδή του αριθμού των εργατών / εργατριών που δουλεύουν στον ίδιο χοντρικά χώρο και χρόνο, σαν βοηθητικό ή ανασχετικό της διαμόρφωσης ταξικής συνείδησης απ’ την μεριά τους, έχει βέβαια την σημασία του. Αλλά έχουμε σοβαρές επιφυλάξεις για το αν είναι τόσο καθοριστικό για την διαμόρφωση εργατικής συνείδησης, συνείδησης δηλαδή ότι ανήκει ο καθένας σ’ αυτό το τεράστιο σύνολο των πραγματικών δημιουργών του πλούτου. Γιατί οι βιομηχανικοί εργάτες (που στην ορολογία της ιταλικής αυτονομίας ονομάστηκαν εργάτης μάζα) δεν έχει καθόλου εξαφανιστεί απ’ τον καπιταλιστικό πλανήτη· όμως, χωρίς τις μαχητικές πρωτοβουλίες και την οικοδόμηση μάχιμων σχέσεων εργατικής εμπιστοσύνης μέσα σ’ οποιοδήποτε μεγαεργοστάσιο, η “μεγάλη ποσότητα” μπορεί, επίσης, να επιτηρηθεί και να χειραγωγηθεί (από εγκάθετους ή συνδικαλιστές ή...) εύκολα, κόντρα στα ζητούμενα της συνείδησης της τάξης και των αυτόνομων συμφερόντων της. Και απ’ την άλλη μεριά, στα μέρη μας, έχουμε το παράδειγμα των οικοδόμων. Στη μαχητική ιστορία αυτού του υποσυνόλου της εργατικής τάξης, δεν ήταν τα “μεγάλα έργα” και τα “μεγάλα εργοτάξια” που έπαιξαν ρόλο συνειδητοποίησης και ριζοσπαστικοποίησης, ούτε την δεκαετία του ‘60 ούτε την δεκαετία του ‘70. Οι πιάτσες και τα καφενεία των οικοδόμων, τόποι και χρόνοι έξω απ’ αυτήν καθ’ εαυτή τη δουλειά (αν και συναρθρωμένοι μ’ αυτήν) έπαιξαν επίσης τον ρόλο τους· ούτε όμως κι αυτές οι συγκεντρώσεις ήταν μεγέθους χιλιάδων. Σ’ ότι αφορά, λοιπόν, τον παράγοντα του “βλέπω πολλούς όμοιους με μένα, που κάνουν παρόμοια δουλειά ή δουλεύουν για το ίδιο αφεντικό μ’ εμένα ή δουλεύουν στο ίδιο μέρος” και την σημασία του στη διαμόρφωση της συναίσθησης του ανήκειν σ’ ένα ευρύτατο σύνολο με κοινά χαρακτηριστικά και συμφέροντα, θα ήταν σωστό με βάση την ιστορική εμπειρία της τάξης μας να πούμε: παίζει μεν έναν ρόλο, όχι όμως καθοριστικό. Τελικά, για το αν η νοσοκόμα, ο οδηγός, η γκαρσόνα, ο δάσκαλος, η κομμώτρια (και χιλιάδες άλλες φιγούρες του τριτογενή τομέα) εννοούν ή όχι τους εαυτούς τους σαν εργάτες / εργάτριες, το θέμα του μεγέθους της εργατικής συγκέντρωσης στον ίδιο τόπο και χρόνο μπορεί να έχει αξία, αλλά δεν είναι καθοριστικό. Αυτό που θα ονομάζαμε με το οξύμωρο “εργατικός μικροαστισμός”  μπορεί να διευκολυνθεί στις “μικρές” ή “μικρομεσαίες” επιχειρήσεις, δεν είναι όμως απ’ την άλλη το ίδιο πιθανό να ανασταλεί στις “μεγάλες”.

Το ζήτημα του “τι παράγει” κανείς δουλεύοντας στις υπηρεσίες, του “τι αξία” έχει αυτό, και άρα η εμπειρική πρωταρχική συνειδητοποίηση του είδους και του βαθμού εκμετάλλευσης, είναι διαφορετικής τάξης. Και είναι ζόρικο ζήτημα. Ασφαλώς η νοσοκόμα μπορεί να καταλάβει ότι “παράγει υγεία”, όπως ο δάσκαλος μπορεί να καταλάβει ότι “παράγει μόρφωση”, όπως η γκαρσόνα μπορεί να καταλάβει ότι “παράγει διασκέδαση”. Ο αφηρημένος χαρακτήρας, όμως, αυτής της παραγωγής, το γεγονός δηλαδή πως ούτε η υγεία, ούτε η μόρφωση, ούτε η διασκέδαση μοιάζουν με τα παραγόμενα του βιομηχανικού τομέα του καπιταλισμού (με ψυγεία, παπούτσια ή καρφίτσες για παράδειγμα) είναι δυνατόν να συσκοτίζει την κοινωνική θέση της νοσοκόμας, του δάσκαλου ή της γκαρσόνας των παραδειγμάτων μας. Ο τέτοιος (σχετικά μιλώντας) αφηρημένος χαρακτήρας της παραγωγής υπηρεσιών έδωσε άλλωστε πάτημα σε διάφορους να μιλήσουν για “άυλο καπιταλισμό” [1], ανοίγοντας τον δρόμο σε διάφορες μεταφυσικές.
Όμως, με τον ίδιο τρόπο “αφηρημένη” έχει υπάρξει η κοινωνική παραγωγή και δημιουργικότητα απ’ την εποχή που ήμασταν ακόμα στα δέντρα! Ποτέ ο κοινωνικός πλούτος δεν ήταν απλά και μόνο πράγματα / αντικείμενα, συγκεκριμένος, δηλαδή, μ’ αυτόν τον “πραγματιστικό” τρόπο. Και αντίστοιχα ποτέ η με αξία κοινωνική παραγωγή / δημιουργικότητα δεν εξαντλούνταν στην κατασκευή ή στην επισκευή πραγμάτων. Αντίθετα, η υπεξαίρεση, η κλοπή, και η συσσώρευση πραγμάτων (κατά συνέπεια: η εκμετάλλευση της εργασίας που τα δημιούργησε) έχει υπάρξει ιστορικά πολύ πιο εύκολη απ’ την υπεξαίρεση, την κλοπή και την συσσώρευση συναισθημάτων, σχέσεων, ή ψυχικών και συναισθηματικών καταστάσεων, όπως η ευεξία ή η χαρά. Λέμε “πολύ πιο εύκολη” η μία υπεξαίρεση απ’ την άλλη· δεν λέμε πως η δεύτερη ήταν αδύνατη. Απόδειξη, σαν τροφή για σκέψη, η "παραγωγή ερωτικής ηδονής", το αρχαιότερο επάγγελμα στον κόσμο. Μπορούσε να γίνεται με όρους “ελεύθερου επαγγέλματος”, μπορούσε όμως (και έτσι γινόταν συχνά) να γίνεται με όρους σκληρής δουλείας. Η “παραγωγή ηδονής” είναι σαφώς πιο αφηρημένη απ’ την “παραγωγή σταριού”, αν και όχι λιγότερο υλική. Δεν συσσωρεύεται, ούτε αποθηκεύεται (η σωματική ερωτική απόλαυση), όμως αυτό δεν έχει εμποδίσει την (συχνά βίαιη) εκμετάλλευση των γυναικών δημιουργών της.

Ο αφηρημένος χαρακτήρας, λοιπόν, της παραγωγής / δημιουργίας αξιών που δεν έχουν την μορφή πράγματος / αντικειμένου, είναι τέτοιος (“αφηρημένος”) μόνο αν συγκριθεί με την παραγωγή / δημιουργία εμπράγματων αξιών. Από την άλλη η παραγωγή / δημιουργία τέτοιων αξιών (οι οποίες ας το ξαναπούμε: δεν είναι καθόλου άυλες) έχει την ίδια ιστορία με τις κοινωνικές σχέσεις σαν τέτοιες! Παράδειγμα; Η καθαριότητα. Είτε σε τόπους, είτε σε ρούχα... Η καθαριότητα, σαν τέτοια, δεν είναι “πράγμα”. Και η εργασία καθαριότητας (άλλη μια πανάρχαιη “υπηρεσία” με την οποία ήταν επιφορτισμένες γενικά αλλά όχι αποκλειστικά οι γυναίκες) είναι εργασία που παράγει σημαντική κοινωνική αξία. Δεν είναι λιγότερο εργασία απ’ το κτίσιμο ή την καλλιέργεια φρούτων ή την κατασκευή εργαλείων.
Θα μπορούσε όμως, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, ο αφηρημένος χαρακτήρας του “παραγόμενου προϊόντος” (της υγείας, της μόρφωσης ή της διασκέδασης στα παραδείγματά μας) να συσκοτίσει τον συγκεκριμένο χαρακτήρα της διαδικασίας που παράγει / δημιουργεί αυτό το “προϊόν”, δηλαδή τον εργατικό της χαρακτήρα; Η νοσοκόμα δεν παράγει μόνη της υγεία. Στην ίδια παραγωγή, και από ελαφρά ή εντελώς διαφορετική θέση, συμμετέχουν γιατροί, καθαρίστριες, μάγειροι, τεχνικοί συντήρησης μηχανημάτων και κτιρίων, μεταφορείς ασθενών, μηχανημάτων και υλικών, οδηγοί ασθενοφόρων και απορριματοφόρων, και πολλές ακόμα ειδικότητες. Η γκαρσόνα δεν παράγει μόνη της διασκέδαση. Συμμετέχει σ’ ένα ασαφές (και αν δεν το σκεφτεί κανείς έτσι, “αόρατο”) παραγωγικό σύνολο, στο οποίο ανήκουν επίσης καθαρίστριες, djs, χαμάληδες μεταφοράς ποτών και πάγου, οδηγοί, ηλεκτρολόγοι· και, πράγμα άξιο να τονιστεί, η παρέα, σαν κοινωνική σχέση και περιβάλλον εκείνων που διασκεδάζουν στο νεολαιΐστικο μπαρ. Είναι δυνατόν εάν ένα απ’ αυτά τα πόστα αδρανήσει (στη συμμετοχή του στην παραγωγή) ή αρνηθεί αυτήν την συμμετοχή, να σταματήσει το σύνολο της παραγωγής!
Δεν έχουμε, λοιπόν, μόνο τον αφηρημένο χαρακτήρα του “προϊόντος / υπηρεσία” (σε σχέση με το “προϊόν / πράγμα). Έχουμε και την de facto συν-εργασία ενός συνόλου από όμοιες αλλά και διαφορετικές φιγούρες / πόστα. Και, τελευταίο αλλά καθόλου ασήμαντο: είναι δυνατό οποιοσδήποτε / οποιαδήποτε, από κάποιο επιμέρους πόστο (συμ)παραγωγής της Χ ή της Ψ υπηρεσίας, να μετατραπεί σε αποδέκτη, πελάτη, “καταναλωτή” αυτής της υπηρεσίας. Και μάλιστα αυτή η αλλαγή θέσης, μπορεί να γίνει πολύ γρήγορα: ο μεταφορέας των ποτών να πιεί έναν καφέ ή ένα ποτό στα γρήγορα, η καθαρίστρια του νοσοκομείου ή ο τεχνικός συντήρησης ιατρικών μηχανημάτων να ζητήσει μια ιατρική συμβουλή ή παροχή την ώρα που δουλεύει.
Η διάσταση της συλλογικής, συν-εργατικής παραγωγής δεν είναι χαρακτηριστικό μόνο του τριτογενούς. Όμως η επέκταση αυτού του τομέα σαν εξαιρετικά σημαντικού στον καπιταλισμό, ουσιαστικά δηλαδή η εμπορευματοποίηση των αξιών / προϊόντων / υπηρεσιών, έκανε την συλλογική, συν-εργατική, εν τέλει κοινωνική παραγωγή κεντρικό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού. Άλλοι αυτό το περιγράφουν σαν de facto κοινωνικοποίηση της παραγωγής (άρα και της εργασίας) απ’ το ίδιο το κεφάλαιο, στην “ανάπτυξή” του· προσοχή: κοινωνικοποίηση της εργασίας, όχι της ιδιοκτησίας! Οι ιταλοί αυτόνομοι μίλησαν για την πραγματική υπαγωγή της κοινωνίας στο κεφάλαιο (όπου με τον όρο “πραγματική υπαγωγή της κοινωνίας” εννόησαν την αξιοποίηση, εκ μέρους των αφεντικών και με σκοπό το κέρδος, όλο και ευρύτερων περιοχών των κοινωνικών σχέσεων) και για κοινωνικό εργοστάσιο. Στο κοινωνικό εργοστάσιο συμβαίνουν ακριβώς αυτά: παράγονται όχι μόνο πράγματα αλλά και υπηρεσίες· η παραγωγή (δηλαδή η εργασία) είναι έντονα κατανεμημένη (σε επιμέρους ειδικότητες) μεν, αλλά και έντονα αλληλοεξαρτώμενη, δηλαδή κοινωνική· και μπορεί να υπάρχει γρήγορη εναλλαγή μεταξύ της θέσης “παραγωγός” (εργάτης) και της θέσης “καταναλωτής” (πελάτης). Οι αυτόνομοι, τέλος, μίλησαν για κοινωνικό εργάτη, διαφοροποιώντας αυτήν την εργατική φιγούρα απ’ τον εργάτη μάζα, δηλαδή τους βιομηχανικούς κατά κύριο λόγο εργάτες.

Είναι σαφές σ’ εμάς ότι η νοσοκόμα, ο δάσκαλος, η γκαρσόνα, ο οδηγός, η κομμώτρια (και χιλιάδες άλλες φιγούρες) είναι κοινωνικοί εργάτες στο βαθμό που είναι (ουσιαστικά, άσχετα με το τυπικό του πράγματος) μισθωτοί. Το επίθετο “κοινωνικός” δεν σημαίνει αυτό που εννοεί κανείς στην τρέχουσα χρήση της λέξης, ό,τι δηλαδή “έχει πολλούς φίλους”, “καλούς τρόπους” κλπ. Το επίθετο “κοινωνικός” στο κοινωνικός προλετάριος σημαίνει εκείνο το ιστορικό, τεχνικό, πολιτικό και οργανωτικό στάδιο της καπιταλιστικής οργάνωσης της εργασίας, όπου αυτή η εργασία (και η εκμετάλλευσή της) έχει επεκταθεί απ’ την παραγωγή πραγμάτων στην παραγωγή κοινωνικών σχέσεων, συμβόλων, ατομικών και συλλογικών καταστάσεων, ιδεών. Και όπου, άρα, σχεδόν το σύνολο εκείνου που ονομάζεται “κοινωνία” υπάγεται στον καπιταλιστικό έλεγχο, στην ιδιωτική κερδοφορία, στην “απόσπαση υπεραξίας”, στην εκμετάλλευση της εργασίας. Αυτό συμβαίνει (κατά την ταπεινή μας γνώμη) ακόμα κι αν το άμεσα παραγόμενο προϊόν / υπηρεσία δεν μπαίνει στην αγορά σαν εμπόρευμα, όπως η “δημόσια υγεία” ή η “δημόσια εκπαίδευση”. Ακόμα κι αν, λέμε, η δημόσια υγεία δεν είναι άμεσα εμπόρευμα (πάει κι αυτό σιγά σιγά...) επειδή σαν προϊόν / υπηρεσία συμμετέχει στη γενική αξιοποίηση (του κεφάλαιου) έχουμε όχι μόνο παραγωγική εργασία αλλά και εκμετάλλευσή της.
Η συναίσθηση της εκμετάλλευσης (της εργασίας) μας φαίνεται αποφασιστικός παράγοντας για το κατά πόσον κάποιος / κάποια θεωρεί εαυτόν / εαυτήν σαν εργάτη / εργάτρια ή όχι. Αλλά μια τέτοια συναίσθηση μέσα στη μεγάλη σφαίρα (της παραγωγής) των υπηρεσιών προϋποθέτει την συναίσθηση ότι αυτό που παράγεται ατομικά και συλλογικά έχει μεγαλύτερη αξία απ’ την χρηματική πληρωμή του· ό,τι άρα υπάρχει κι εδώ μια διαδικασία συστηματικής υπεξαίρεσης εργασίας (απόσπασης υπεραξίας)· και ότι αυτή η διαδικασία υπεξαίρεσης δεν είναι, σε τελευταία ανάλυση, διαφορετική από εκείνην που αφορά εργασία κατασκευής ή επισκευής εμπράγματων προϊόντων / εμπορευμάτων. Γιατί όμως δεν συναντάμε αυτήν την συνειδητοποίηση απ’ την “μέση” νοσοκόμα, γκαρσόνα ή κομμώτρια, απ’ τον “μέσο” δάσκαλο ή οδηγό ή... αλλά μάλλον την αντίθετή της; Ό,τι, δηλαδή, “δεν είμαι εργάτης”;

Πολλά υπεισέρχονται εδώ, σ’ αυτήν την απόρριψη, που διαμορφώνει τον εργατικό μικροαστισμό - και δεν είναι εδώ η θέση για να τα αναλύσουμε (ή έστω να τα εκθέσουμε) όλα. Έχουμε υποστηρίξει ωστόσο ότι αυτός ο εργατικός μικροαστισμός είναι η αντιστροφή της πραγματικότητας του κοινωνικού εργάτη. Οι συμβολικές αναπαραστάσεις του τι είναι “εργάτης” (η ταυτότητα, δηλαδή, εργάτης = βιομηχανικός εργάτης) χρησιμοποιήθηκαν με μεγάλη επιτυχία, όχι μόνο για να αποκλείσουν το κοινωνικό προλεταριάτο απ’ την συνειδητοποίηση της θέσης του (και των δυνατοτήτων του) αλλά, επίσης, για να δυσφημίσουν με αισθητικά κριτήρια το “εργάτης”. Αν εργάτης = βιομηχανικός εργάτης, τότε εργάτης = φυσική βρωμιά, εργάτης = συγκεκριμένα είδη σωματικής κούρασης, εργάτης = μεγάλες ανθρώπινες συγκεντρώσεις, εργάτης = θορυβώδεις μηχανές, κλπ. Οτιδήποτε είναι διαφορετικό απ’ τα δεύτερα σκέλη αυτών των ταυτοτήτων (και στις υπηρεσίες όλα είναι διαφορετικά) οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν ισχύει ούτε το πρώτο τους σκέλος.
Απ’ την άλλη μεριά, το ότι “δεν μπορείς να πιάσεις στα χέρια σου αυτό που παράγεις” στον τριτογενή τομέα μπορεί να οδηγεί στην ιδέα ότι “δεν μπορείς να ελέγξεις ούτε την ίδια την διαδικασία της παραγωγής του”. Ο κτίστης, για παράδειγμα, πιάνει τα τούβλα, πιάνει το μυστρί· και μαζί του “πιάνει” την ίδια την διαδικασία / εργασία του κτισίματος. Η γραμματέας απ’ την άλλη πιάνει το πληκτρολόγιο ή το τηλέφωνο (ας πούμε: ορισμένα εργαλεία), όχι όμως και τα υπόλοιπα συστατικά της παραγωγικής διαδικασίας που εκτελεί. Ο μικρότερος άμεσος έλεγχος αυτού του είδους μοιάζει να προκαλεί την ιδέα της “λιγότερο απτής εργασίας” ή και της “λιγότερης εργασίας” - με την παραδοσιακή, χειρωνακτική / χειροτεχνική έννοια περί εργασίας. Εν τέλει η κοινωνική ατμόσφαιρα της παραγωγής διάφορων υπηρεσιών μοιάζει να υπεραναπληρώνει την (με παραδοσιακά κριτήρια) “μειωμένη χειρωνακτικότητα” (συγγνώμη για την λέξη!), διαμορφώνοντας την αφηρημένη πεποίθηση ότι η παραγωγή υπηρεσιών, ακόμα κι αν είναι σωματικά ή συνασθηματικά κουραστική, δεν - είναι - ακριβώς - εργασία· και οι παραγωγοί των προϊόντων / υπηρεσιών δεν - είναι - ακριβώς - εργάτες. Αλλά κάτι άλλο, διαφορετικό (αν και ασαφές).

Προφανώς η αναγνώριση της de facto κοινωνικότητας αυτών των διαδικασιών στο σύνολό τους, και η μέσω αυτής της αναγνώρισης συνειδητοποίηση της εξίσου de facto εργατικής θέσης των παραγωγών των προϊόντων / υπηρεσιών, θα προϋπέθετε αφενός καθαρό μυαλό και αφετέρου αξιολόγηση της συλλογικότητας / κοινωνικότητας της παραγωγής / εργασίας σαν καθόλου εχθρικής προς το ατομικό Εγώ. Από ιδεολογική άποψη τα αφεντικά έχουν επενδύσει πάρα πολύ τις 3 τουλάχιστον δεκαετίες στην ενίσχυση με κάθε τρόπο αυτών των ατομικών Εγώ - ακριβώς επειδή η συλλογικότητα / κοινωνικότητα της παραγωγής / εργασίας στον τριτογενή είναι τόσο προφανής και καθολική ώστε θα έπρεπε να εμποδιστεί με κάθε τρόπο η συνειδητοποίησή της. Έχουν επενδύσει επίσης πολύ (και με επιτυχία) στην πελατειακή εννόηση του Εαυτού, που όπως υποδείξαμε νωρίτερα είναι “εύκολη” (και πάντα εξαιρετικά πιθανή) μέσα στο κοινωνικό εργοστάσιο ώστε να συρρικνωθεί μέχει εξαφάνισης η εργατική εννόηση του Εγώ και του Εμείς. Αυτές οι δύο θέσεις, του παραγωγού (εργάτη) και του καταναλωτή (πελάτη) προκαλούν φυσικά μια μαζική, εντατική και ανομολόγητη συνειδησιακή ανισορροπία, ειδικά σε περιόδους κρίσης σαν την τωρινή, καθώς η δεύτερη πρέπει να “επιδοτείται” διαρκώς ενόσω η πρώτη λεηλατείται.
Σαν προσωρινό συμπέρασμα: ο εργατικός μικροαστισμός συντηρείται και από την έλλειψη κατανόησης ή και την αδιαφορία κατανόησης της σύγχρονης εργασιακής πραγματικότητας· δείγμα διανοητικής έκπτωσης και ιδεολογικής υπεραναπλήρωσης. Ωστόσο η αληθινή κατανόηση της πραγματικότητας είναι επίσης μια κοινωνική αξία, και μάλιστα ψηλά στη λίστα των κοινωνικών αξιών. Οπωσδήποτε, σαν εργάτες, δεν πρέπει να παραιτηθούμε ποτέ και για κανέναν λόγο απ’ αυτήν την κατανόηση· ακριβώς για να μπορούμε να ανατρέψουμε αυτήν την πραγματικότητα. Οποιοδήποτε υποκατάστατο της κριτικής σ’ αυτό το πεδίο, συμπεριλαμβανόμενης της αποθέωσης των συναισθηματισμών, είναι υποδουλωτικό.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

1 - “Άυλος καπιταλισμός” με την κυριολεκτική έννοια δεν υπάρχει παρά μόνο σε θολωμένα κεφάλια και ομιχλώδεις σκέψεις. Ο καπιταλισμός είναι πάντα υλικός, υλικότατος. Όπως υλικότατη, για παράδειγμα, είναι η (καπιταλιστική) “παραγωγή συναισθημάτων” (μεσολαβείται από υλικές μηχανές, υλικά σύμβολα, υλικές κοινωνικές σχέσεις, κλπ)... Όπως υλικά (και με καμία έννοια εκχυδαϊσμού τους!) είναι σε μεγάλο βαθμό τα ίδια μας τα συναισθήματα: περιλαμβάνουν μάτια, αυτιά, στόματα, λόγια, αγγίγματα, δάκτυλα και κορμιά, νεύρα, αιμοφόρα αγγεία, εκκρίσεις ορμονών και πολλά ακόμα. Το πόσο υλικά είναι τα συναισθήματά μας, και πόσο υλική είναι η πολιτική οικονομία της εκμετάλλευσής τους, θα το καταλάβει και ο πλέον ανόητος όταν θα πουλιούνται και θα αγοράζονται μαζικά συσκευές / μηχανές καθολικής “συναισθηματικής πληρότητας” (το όνομα είναι δικό μας...), δηλαδή συσκευές καλωδίωσης με υπολογιστές και λογισμικά πρόκλησης συναισθημάτων on demand. Αλλά τότε θα είναι πολύ αργά για όλους όσους παραμυθιάστηκαν και παραμύθιασαν με τα περί "άυλου” καπιταλισμού.
[ επιστροφή ]
 
       

Sarajevo