|
|
“όλη η δόξα, όλη η χάρη”
Μπρος στην ευκαιρία να κράξουμε κανάν πολιτικό δεν γαμιέται και η ιστορία;... Κάπως έτσι, απλά και κυνικά, θα σήκωναν τους ώμους τους όλοι αυτοί που, κινούμενοι υποτίθεται στα αριστερά του ιδεολογικού φάσματος, έχουν βαλθεί να ξαναμυθοποιήσουν εθνοπατριωτικά επετείους και ημερομηνίες της επίσημης εθνικιστικής ρητορικής του ελληνικούν κράτους. Πρώτα την 28η Οκτώβρη (του 1940) και το “όχι” του φασίστα Μεταξά στον φασίστα Μουσολίνι (όχι, όμως και το “ναι” του στους άγγλους, που πήγαινε πακέτο, που το πλήρωσε πολύ ακριβά ο ανθός της ελληνικής κοινωνίας απ’ τον Δεκέμβρη του ‘44 και μετά...). Και ύστερα την 25η Μάρτη.
Υπάρχουν σοβαρά έως ελεεινά και ξεφτιλισμένα “λάθη” εδώ, καθώς ξεδιπλώνεται άλλη μια διαδρομή σύγκλισης της αριστεράς του κράτους και του κεφάλαιου με την άκρα δεξιά του. Το πως κάθε κράτος και η εθνική μυθολογία του χρησιμοποιούν την ιστορία, είναι βασικό στοιχείο της ιδεολογικής συγκρότησης του “εθνικού κορμού”, ακόμα και σε καιρούς βαρετού μεταμοντερνισμού. Όπως οι τωρινοί.
Τα έχουμε πει από παλιά, και τότε μας κατηγορούσαν για διάφορα. Το είχαμε πει από τότε, τις ένδοξες εποχές του φαινομένου της “αντιπαγκοσμιοποίησης” ότι, για παράδειγμα, το κυνήγι των ημερομηνιών είναι χειραγωγικό, γιατί κόβει τον όποιον ανταγωνισμό απ’ την δυνατότητά του να ορίζει αυτός τον χώρο και τον χρόνο των μαχών του, άρα απ’ τη δυνατότητά του να έχει την δική του ατζέντα. Και ότι κυνηγώντας τις ημερομηνίες οι υποτιθέμενοι "εχθροί του καπιταλισμού” απλά ακολουθούν καταϊδρωμένοι την ατζέντα των αφεντικών.
Τώρα φαίνεται το απόλυτο ξεβράκωμα. Ημερομηνίες “κορύφωσης” έχουν γίνει και οι “εθνικές επέτειοι”! Και επειδή αυτό κάπως πρέπει να σερβιριστεί, αυτές οι ίδιες “εθνικές επέτειοι” που άλλοτε ήταν (το λιγότερο) κατάπτυστες, γίνονται “αγωνιστικές”. Υιοθετώντας, φυσικά, το “νόημα” που τους δίνει το ίδιο το καθεστώς από τότε που τις καθιέρωσε.
Κάπως έτσι, για παράδειγμα, ξαναμοστράρεται απ’ τα “αριστερά” για ήρωας σημερινής χρήσης ο .... Κολοκοτρώνης!!! Ποιός; Ο Κολοκοτρώνης!!!! Do you know Κολοκοτρώνης; Άγαλμα Κολοκοτρώνη, αγαπημένο μέρος συγκέντρωσης των φασιστών; Έκαναν λάθος που τον διάλεξαν; Μήπως ο επόμενος ήρωας της αριστεράς θα είναι ο .... βασιλιάς Λεωνίδας και οι 300 του; [1]
Απ’ την μια είναι πολύ αργά για να κάνουμε μαθήματα ιστορίας σ’ όσους έχουν αποφασίσει να ενταχτούν (ή να ξαναδηλώσουν φωναχτά την ένταξή τους) στον “εθνικό κορμό”. Απ’ την άλλη λυσσάμε, γιατί υπάρχουν εδώ και πολλά χρόνια πάμπολλα συγγράμματα και ντοκουμέντα· για όσους βέβαια θέλουν να ξεστραβωθούν απ’ την σχολική ιστορία και την εθνική / εθνικιστική μυθολογία, κατανοώντας επιπλέον πως και γιατί τα καπιταλιστικά κράτη και τ’ αφεντικά χρησιμοποιούν ιδεολογικά την (κατακρεουργημένη απ’ τους τσάτσους και τους ρουφιάνους) ιστορία.
Έχουμε ξανααναφερθεί στο παρελθόν στο ογκώδες δίτομο Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων, 1821 -1833. Είναι γραμμένο απ’ τον Ν. Κασομούλη, ο οποίος συμμετείχε αυτοπροσώπως στις μάχες και στα παρασκήνια εκείνης της εποχής, κρατώντας συνέχεια σημειώσεις· ένα είδος ημερολογίου. Ο Κασομούλης ήταν απ’ τους λίγους "γραμματιζούμενους" τότε, και έτσι βρέθηκε, άλλοτε σαν γραμματέας και άλλοτε σαν αξιωματικός σε διάφορα πόστα. Τα Στρατιωτικά Ενθυμήματα του λοιπόν είναι ίσως το μοναδικό εκτενές “ρεπορτάζ”, άμεσο και κάποτε τραχύ, για αρκετά απ’ αυτά που πράγματι συνέβησαν στη διάρκεια της “επανάστασης του 1821”.
Τα Στρατιωτικά Ενθυμήματα κουβαλούν φυσικά την ματιά του συγγραφέα τους· αλλά καθώς είναι γραμμένα “επί τόπου” δεν κάνουν καθόλου ούτε στους φασίστες, ούτε στους αριστερούς πατριώτες, ούτε (βέβαια) σε καμία παραλλαγή της εθνικιστικής μυθολογίας. Όχι επειδή ο Κασομούλης είναι κανάς διεθνιστής επαναστάτης· καθόλου! Απλά επειδή περιγράφει τα γεγονότα όπως συμβαίνουν! Και, απ’ αυτήν την άποψη, μαθαίνει κανείς πολλά - πολλά και κρυμμένα.
Ένα απ’ αυτά που μαθαίνει είναι ο ρόλος που έπαιζαν τα λεφτά, από πολύ γρήγορα, στον “επαναστατικό ενθουσιασμό” (ή το αντίθετο) των ελλήνων της εποχής. Είτε οι εισφορές που μάζευε η ελληνική αστική τάξη της ευρώπης υπέρ των εξεγερμένων, είτε - στη συνέχεια - τα δάνεια που δίνονταν στις ελληνικές αρχές από διάφορα ευρωπαϊκά κράτη, μετέτρεψαν το μεγαλύτερο μέρος των ενόπλων σε κοινούς μισθοφόρους. Οι πρόσοδοι, άλλοτε με την μορφή χρήματος και άλλοτε με την μορφή γης (οι “εθνικές γαίες”....), υπήρξαν βασικότατο στοιχείο της εξέλιξης της εξέγερσης, όπως και της τελικής ήττας της· και όχι κάποια μυστηριώδης “εθνική συνείδηση”, που άρχισε να διαμορφώνεται (όπως και όσο επέτρεπαν τα προπαγανδιστικά μέσα στης εποχής) πολύ αργότερα, κι αφού είχε πρώτα δημιουργηθεί ένα υποτυπώδες ελληνικό κράτος χάρη στην στρατιωτική επέμβαση των τότε “μεγάλων δυνάμεων”.
Στα Στρατιωτικά Ενθυμήματα ο Κασομούλης δεν μιλάει, φυσικά, για προσόδους. Απλά (τις) περιγράφει. Άλλοτε θυμωμένος, άλλοτε με κατανόηση. Περιγράφει, επιπλέον, τι γινόταν άμα αυτές οι πρόσοδοι αργούσαν....
Το απόσπασμα που αναδημοσιεύουμε είναι ενδεικτικό - και όχι το μοναδικό. Αφορά την διάλυση του ελληνικού στρατού, έξω απ΄την Θήβα, το καλοκαίρι του 1828, ύστερα από μια εξέγερση των στρατιωτών - επειδή είχαν καιρό να πληρωθούν. Από μια μεριά μπορεί κανείς να τους δώσει όλα τα δίκια του κόσμου. Απ’ την άλλη όμως δεν μπορεί να παραλείψει το γεγονός της μισθοφορίας - τεράστια πρόκληση προς όλες τις παραλλαγές της εθνικής μυθολογίας.
Δείτε, λοιπόν, αυτό το “ρεπορτάζ εποχής”. Με την διευκρίνηση ότι ο Στρατάρχης ήταν ο Δ. Υψηλάντης, και ο Κυβερνήτης ο Καποδίστριας:
1828
... Όθεν την 6 Αυγ., ημέραν της Μεταμορφώσεως [του Σωτήρος] περί το δειλινόν, καθ’ ην στιγμήν οι αξιωματικοί πολλά ήσυχοι, ευρισκόμενοι εις το Στραταρχείον, εσυνδιελέγοντο περί των άνωθεν συμβεβηκότων, και εσυζήτουν πως να εύρουν τον τρόπον της [παρ’] αμφοτέρων των στρατών αφέσεως των Θηβών - περιστοιχισμένοι από υπαξιωματικούς και στρατιώτας όλων των σωμάτων θεατάς - άρχισαν μερικοί στρατιώτες να παραπονούνται κάτα των αρχηγών [των] ότι δεν φροντίζουν δια τους μισθούς των, μόνο καταγίνονται εις ματαιοπονίας και συμβιβασμούς.
Επιπληχθέντες δια την αυθάδειάν των αποσυρθέντες παρέκει του κύκλου, ψιθυρίζοντες και συναθροιζόμενοι [πάλιν] εις συμμορίας, άρχισαν να προξενούν ταραχήν. Ενώ ήτον η ιδέα να περιμείνουν [οι αρχηγοί] τον Γκριζιώτην και Βάσον [από την Αττικήν] να συσκεφθούν όλοι μαζί περί του ζητήματος της αποχωρήσεως, μετά την ταραχήν [εκείνην] παρουσιασθέντες [αίφνης οι στρατιώται] όλοι, με έναν λίθον [έκαστος] εις τα χείρας, ρίπτοντες αυτόν κάτω, έμπροσθεν της σκηνής του Στρατάρχου, εφώναζον:
- Ανάθεμα όποιος καθίση [αυτό] το βράδυ εις Θήβας.
Τρέχοντες εις την φωνήν των πρώτων άλλοι πάλιν από τα οχυρώματα και παρακολουθούντες το παράδειγμα τούτων οι [κατόπιν] συναθροισθέντες περίπου των 300, ρίπτοντες πέτραις αναθέματος [και] καταστάντες αυθαδέστεροι, δεν σκορπούσαν πλέον με λόγους. Εκπλαγέντες και ο Στρατάρχης και οι αρχηγοί των σωμάτων εις τούτο το έξαφνον και τολμηρόν κίνημα, το οποίον ουδέποτε έπραξαν [έως τότε] Έλληνες [στρατιώται], δια να τους διαλύσουν ετραβήχτησαν εις τας θέσεις τους ο καθείς [με] τους εδικούς τους, μήπως οι Οθωμανοί, ακροαζόμενοι τον θόρυβον, λάβουν ευκαιρίαν και επιπέσουν κατά των οχυρωμάτων [μας]. Αλλά, αντί να ελαττωθή το κακόν, εσχηματίζετο γενικώτερον. Οι στρατιώται, τρέχοντες από τα οχυρώματα να ιδούν τι τρέχει, ολίγοι έμειναν εις αυτά. Ο σωρός των λίθων του αναθέματος κατέστη λόφος· έφεραν μάλιστα και το Ευαγγέλιον και ωρκίζοντο. Και όλοι [τέλος συναχθέντες] ευρίσκοντο περί τον Στρατάρχην.
Ο ήλιος έδυεν· οι σωματάρχαι, όταν είδον ότι δεν εισακούονται, εσυνάχθησαν να λάβουν εν μέτρον εις την σκηνήν του Ρούκη, μιαν ώρα αρχύτερα. (Εκοινολείτο ότι ο Ρούκης, υποκινούμενος από τον Αυγουστίνον, ερέθιζεν τα πνεύματα· όστις απαρχής δεν ήτον της γνώμης να συγκεντρώσουν στρατόπεδον εντός της Θήβας). Μόλις ο Κασουμούλης είχεν αφιχθή εις την θέσιν, οχύρωμα υπό τον Τεκέν, και φθάνει άλλος καλώντας τον αμέσως να παρευρεθή εις την σκηνήν του Ρούκη. Αφιχθείς εκεί, βλέπει συναγμένους τους σωματάρχας σκεπτόμενους τι να αποφασίσουν.
Ο Στρατάρχης, αγανακτών [ως] βλέπων ταις πέτραις [συνεχώς] συσσωρευομένας και τους στρατιώτας κραυγάζοντας, περιπατούσεν πίσω - μπρος με τας χείρας όπισθεν συλλογιζόμενος.
Οι σωματάρχαι [συ]σκεπτόμενοι να εύρουν το μέσον να τους διαλύσουν, εστοχάσθησαν στιγμιαίως να υποσχθεούν ότι να περιμένουν έως την δευτέραν ημέραν - ήτον Πέμπτη, 6 Αυγούστου - έως φτάσουν ο Γκριζιώτης και Βάσος, τους οποίους προσκάλεσεν ο Στρατάρχης, [και ν’ αποφασίσουν δια να γίνη η υποχώρησις τακτική, να μη αφήσωμεν τας σκηνάς και τα πυροβόλα [εις τους εχθρούς], απο αταξίαν τινά. Αλλ’ επειδή τούτο έπρεπε να εκφωνηθή από τον [ίδιον τον] Στρατάρχην, έπεμψαν τον Κασουμούλην να [του] αναφέρη την γνώμην των, και ει δυνατόν να παρευρεθή εκεί, διότι ήτον ησυχώτερον το μέρος. Τρέχων ο Κασουμούλης προς τον Στρατάρχην, τον αποκρίνεται [ούτος] έμπροσθεν όλων [των παρατυχόντων] με θυμόν:
- Πήγαινε και ειπέ τους Κυρίους [αυτούς] ότι δεν έχω καμμίαν δουλειάν να έλθω, και ότι όλα αυτά όπου γίνονται δεν είναι των στρατιωτών παρά είναι εδικά των, και ό,τι θέλουν να πράξω να το ζητήσουν εγγράφως.
Κοινοποιήσας ταύτα ο Κασουμούλης, ο [Γιάννης] Βαϊρακτάρης πρώτος, [εκατόντ. της Β Χιλιαρχ.] και όλοι οι σωματάρχαι ομοφώνως, είπον “χαρτί ογλήγορα και καλαμάρι’, να το ζητήσουν εγγράφως [ό,τι είπομεν ότι εστοχάσθημεν, επάνω] . Η στιγμή αυτή ήτον επί λύχνων αφάς. Ο Σπ. Μίλιου σχεδιάσας σύντομον αναφοράν, καθ ήν στιγμήν άναψαν το φανάρι να αντιγραφθή παρά του Κασουμούλη, φθάνει ο Ευθ. Στορνάρης έξωθεν της σκηνης [προσκαλών έξω και] λέγων μυστικά προς τους αρχηγούς:
- Τι κάθεσθε; Οι στρατιώται άφησαν τα οχυρώματα και φεύγουν.
Ταραγμένοι όλοι, εγερθέντες και εξελθόντες της σκηνής, χωρίς να ιδούμεν ένας τον άλλον τρέχοντες να βαστάξωμεν τους στρατιώτας εις τα θέσεις των, αμέσως εφάνη ένα στίφος από έως 500 ερχόμενους δρομαίως με όλα των τα σκεύη και κάπαις απο το μέρος του Τεκέ εκ των της Β Χιλ., [της] του Ευμορφόπουλου, του [σώματος] του πυροβολικού. Με τα ξίφη εις τα χείρας οι αξιωματικοί, προσπαθούντες να τους στομώσουν, φωνάζοντες [προς αυτούς] σιγανά “οπίσω”, μόλις ωπισθοδρόμησαν έως 10 βήματα, καθώς τα πρόβατα οπισθοδρομούν υπό την ράβδον του ποιμένος ολίγον δια να εύρουν άλλην οδόν να φύγουν, ούτως και τότε έπραξαν οι στρατιώται· αλησμονήσαντες και αξιωματικούς και συνδρόφους, ενώ από το εν μέρος αποστομώνοντο, από το άλλο έφευγον σιωπηλώς απ’ επάνωθεν των αξιωματικών, υποφέροντες και κτύπους και μαχαιργιαίς. Ποτέ δεν είχον ιδή τοιαύτην επιμονήν. Η διάλυσις κατασταθείσα γενική πλέον, όσοι αναθεμάτιζον με την ιδέαν να φοβίσουν τους αρχηγούς, όταν είδον φεύγοντας τους συνδρόφους των φορτωμένους από τα οχυρώματα, τρομασμένοι και οι ίδιοι, επειδή ευρέθησαν άνευ δουφεκίων και χωρίς κάπαις, ως [απλοί] θεαταί [εις την σκηνήν του αναθέματος, μετά το τέλος αυτού], φοβούμενοι να επιστρέψουν εις τα θέσεις των [δια] να λάβουν τα όπλα των [και] μήπως μη προφθάνοντες να τα λάβουν μείνουν οπίσω [και] περιπλεχθούν με τους εχθρούς, έρμαιον αυτών, έφευγον εκείθεν κ’ εκείνοι με ό,τι τους ευρέθη επάνω τους. Τούτο εστάθη το γελοιωδέστερον· [δια της εγκαταλείψεως των όπλων] εδιεκρίθησαν [ποιοί ήσαν] οι αναθεματισταί· διότι οι περισσότεροι τούτων [ήσαν εκείνοι οι οποίοι] άφησαν τα όπλα των.
Ο Στρατάρχης επιμένων να μείνη - να συλληφθή ή να σφαγή από τους Τούρκους, προς καταισχύνην του στρατού - δεν ήθελαν να κινήση· μόλις εδυνήθησαν οι επιτελείς Λασσάνης, Γραλλιάρ, Φιλήμων να τον πείσουν να σωθή δια την αγάπην της πατρίδος, και μόνον την σέλλαν θέσαντες επί του ίππου, αγνοείται πως, ημπόρεσαν ο Κώστας Σιούρπης και Σπύρος Μίλιου να βάλουν και τα χαλινάρια εις το στόμα του αλόγου και αυτόν να καβαλλικεύση - να τον πάρουν να φύγη με μόνον τα ενδύματά του. Ο Γραλλιάρ, ο Βοϊνέσκος, ο Κανούσης, ο Λασσάνης, όλοι πεζοί, υπόφεραν τα κακά της μοίρας των [2]. Τρέχοντες λοιπόν σωρηδόν ποίος από ποίον να διαβή τον άλλον, [σπεύδοντες] συγκεχυμένως να διαβούμεν την γέφυραν προς Κάζαν αξιωματικοί και στρατιώται, ιππείς και πεζοί, 20 Τούρκοι να έβγαινον ήθελον μας κατασκορπίσει όλους, και την αυγήν να κόπτουν από ημάς και να μην σώνουν. Επειδή όμως κατ’ ευτυχίαν, καθώς εμάθομεν έπειτα, κ’ εκείνοι ευρισκόμενοι τρομασμένοι, αποδίδοντες τον θόρυβον της νυχτός εις κανέν κίνημα νέον, μη πληροφορηθέντες την φυγήν μας ευθύς [αλλά] μετά δύο ώραις, αφού ημείς είχομεν φθάσει εις τον ριζόν της Κάζας, τότε αυτοί [εισελθόντες] αλαλάζοντες εις τα οχυρώματα έβαλον φωτιά εις τα καλύβια και εδουφεκούσαν [εις] σημείον χαράς.
Οι στρατιώται, διευθυνόμενοι αυθορμήτως τον δρόμον [της] Κάζας προς τα Κούντουρα όλην την νύχτα, κατεστάθησαν αβάστακτοι από την αγανάκτησιν [την οποίαν ενέπνεον εις τους ανωτέρους των]· μέρος την αυγήν ευρέθη ενός της Σαλαμίνος, μέρος ώδευεν τον δρόμον, μέρος αναπαύθη εις τα Κούντουρα, και μέρος [μένον οπίσω] με τους αρχηγούς Σπ. Μίλιον, Ευμορφόπουλον και Ρούκην [εστάθμευσεν] εις την βρύσιν της Κάζας άλλοι κατηγορούντες την απροβλεψίαν του Στρατάρχου και τους πρωταιτίους ως προς την τοποθέτησιν, τον πρώτον γιατί δε φρόντισε για τους μισθούς και τους άλλους γιατί δώσαν την ιδέα της εκλογής της Θήβας ως στρατοπέδου, άλλοι κατακρίνοντες την Κυβέρνησιν ως μη θελήσασαν να προμηθεύση τον στρατόν, [άλλοι] παραπονούμενοι διότι έχασαν περίπου των 300 συνδρόφων των, [όλοι] δεν ήθελον [μήτε] να ιδούν οπίσω των.
Την νύχτα, υπό του αμυδρού φωτός των αστέρων, τρέχοντες συγκεχυμένως κατά θέλησιν ο καθείς, τρομασμένοι από τον φόβον μήπως, εννοήσαντες οι εχθροί την φυγήν, καταδιωχθούν από όπισθεν παρά του ιππικού, με την μεγαλυτέραν σύγχυσιν, αβάστακτοι, πλακωνόμενοι ένας τον άλλον έως να φθάσουν να διαβούν την γέφυραν του ποταμού, κανένας όπισθέν του δεν εκοίταζεν τι γίνεται. Διαβάντες της γέφυραν ωθούμενοι και ωθούντες, ιππείς και πεζοί, όλοι έκραζον να σταματήσουν εκεί, να αναπνεύσουν, και όλοι, αβάστακτοι [δι]ότι εκεί περιμένοντες [εκινδύνευον], εσύροντο ένας κατόπιν του άλλου προς την Κάζαν. Εις τον ριζόν του βουνού τούτου φθάσαντες, και εξακολουθούντες με τον ίδιον τρόπο τον δρόμον, μετά δυο ώραις σχεδόν ηκούσθησαν οι χαροποιοί πυροβολισμοί των Οθωμανών, και μετά τούτων [εφάνησαν] αι πυρκαϊαίς των καλυβιών και των κλαδιών των οχυρωμάτων, σημείον ότι τότε εισήλθον. Αλλά ούτε τούτο τους ενθάρρυνεν.
Κατ’ αυτόν τον τρόπον διασκορπισμένοι ευρεθέντες, οι μεν αρχηγοί Σπύρος Μίλιος, Ευμορφόπουλος, 500αρχος Βαϊρακτάρης, Ρούκης, σταματήσαντες με τον Στρατάρχην εις την Κάζαν, εδυνήθησαν να βαστάξουν, από όσους ηύραν εκεί και όσους εισέτι εξακολουθούσαν να έρχωνται αποσταμένοι έως εξακόσιους. Ο Στρατάρχης χωρίς αργοπορίαν, ιδών ότι ο στρατός παρελύθη, δια να τον συγκεντρώση, αμέσως πέμψας [και] απειλών αυτούς ότι θα χάσουν τα δίκαιά των, ανήγγειλεν προς όλους να επιστρέψουν εις Κάζαν, όπου ήτον και ο ίδιος. Αλλά ολίγον προσέχοντες τότε εις τα διαταγάς του, και μάλιστα δυσαρεστημένοι από τας απροβλεψίας [του], εκτός των άνωθεν αρχηγών, οίτινες και ούτοι από φιλοτομίαν περισσότερον κινούμενοι παρά από ευχαρίστησιν, και μερικών [άλλων] αξιωματικών εκ των διαφόρων σωμάτων, οίτινες ευρέθησαν παρόν[τες], και δεν εδύναντο πλέον, από εντροπήν, να τραβηχτούν από πλησίον του Στρατάρχου, αυτοί [μόνοι] έμειναν μαζί του. Όλοι οι λοιποί, οίτινες ήσαν απομακρυσμένοι [πέραν της Κάζας], αξιωματικοί και στρατιώται από τα διάφορα σώματα εδιευθύνθησαν δια Σαλαμίνα υβρίζοντες και Κυβερνήτην και Στρατάρχην και Θεόν και διάβολον.
Ο Στρατάρχης, όταν είδεν πλέον ότι δεν εισακούγεται, πέμψας κατόπιν τον Χατζη-Χρίστον με διαταγήν προς τιν ταμίαν τον προσκαλούσεν να μη πληρώση μισθούς εκεί, [εις Σαλαμίνα], αλλά να τους στείλη εις το Στραταρχείον [εις την Κάζαν], ώστε παρακινούμενοι ως εκ τούτου να λάβουν τους μισθούς των οι στρατιώται, εκει να συγκεντρωθούν πάλιν. Αλλά τίποτε δεν ίσχυσε [να τους καταπείση].
Αυτό που περιγράφει εδώ ο Κασομούλης (που ήταν παρών όπως φαίνεται απ’ την αναφορά του ονόματός του, με ουδέτερο τρόπο φυσικά) μπορεί να θεωρηθεί ένα μεμονωμένο περιστατικό. Δεν είναι, αλλά ούτε θα μπορούσαμε να μεταφέρουμε εδώ περισσότερα. Απηχεί πάντως καθαρά (και πέρα από δεξιούς και αριστερούς πατριωτισμούς) ένα πνεύμα απόλυτα λογικό: μια εξέγερση που πέρασε γρήγορα και σε διεθνείς γεωπολιτικούς συσχετισμούς και σε διαμόρφωση νέων εξουσιών πάνω στις παλιές, δεν θα μπορούσε παρά να είναι μια εξέγερση “αφομοιωμένη”, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.
Κι αν επρόκειτο για την “αποκάλυψη του τι πραγματικά έγινε πριν και μετά το 1821”, το ζήτημα θα μπορούσε να παραπεμφθεί σε ιστορικά συνέδρια ή βιβλία. Όταν όμως, για να υπηρετήσουν τακτικισμούς της στιγμής, ιδεολογικές στροφές και περιστροφές όπου φυσάει ο άνεμος, και για να κουκουλώσουν την πολιτική τους χρεωκοπία, διάφοροι ανασύρουν (και) την 25η Μάρτη σαν επιχείρημα και σαν ταυτότητα, τότε το ελάχιστο που μπορούμε να κάνουμε είναι να συμβάλουμε στην αποκάλυψη της γελοιότητάς του.
Αρκούν, τελικά, λίγες σελίδες ενός γραμματιζόμενου που έζησε πριν 2 αιώνες...
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 - Πριν αποκαταστήσουν όλοι, σαν “εθνικό ήρωά” τους, τον Λεωνίδα, να μια χαριτωμένη ανεκδοτολογική λεπτομέρεια του πως θα μπορούσε ένας οπλαρχηγός του ‘21 να “βλέπει τα πράγματα” μέσα απ’ την δικιά του εμπειρία. Αναφέρεται απ’ τον Κασομούλη, στο ίδιο κεφάλαιο με την διάλυση του στρατού έξω απ’ τη Θήβα.
... Ο Καρατάσιος, βεβαρημένος από την νοσώδη θέσιν των Θερμοπυλών, εκάλεσεν μίαν ημέραν τον [Αναγνώστην Οικονόμου] γραμματέαν του ούτως: “Κ. Βρε Αναγνώστη, Αναγνώστη! - Α. Ορίστε Αρχηγέ,. - Κ. Βρε, πως τον έλεγαν εκείνον τον παλαιόν τον κερατάν, όπου καρτέρεσεν εδώ με 300 ανθρώπους ένα μιλλιούνι Τούρκους; - Α. Λεωνίδαν, Καπιτάνε. - Κ. Ε, πώς έκανε; Πε με να ακούσω - Α. (διηγείται την ιστορίαν). - Κ. Καλοκαίρι ήτον, λέγει; Α. Ναι, Καπιτάνε. - Κ. Δεν παν να χαθούν οι κερατάδες... Δεν λέγουν ότι τον έφαγαν τα κουνούπια μαζί με τους συνδρόφους του, και δεν ηύραν κανέναν οι εχθροί και εμβήκαν, μόνο λέγουν ότι εφονεύθησαν;
[ επιστροφή ]
2 - Ο Φιλήμων, από την βίαν του ιππεύσας χωρις να εβγάλη τον πάσσσαλον - ο πάσσαλος δεμένος από τον πόδα [του αλόγου δια του σχοινίου], συρόμενος και ριπτόμενος εις τα άνω εις κάθε ρίξιμον των ποδών του ίππου, κτυπών αυτόν εις τον λαιμόν, θαρρών δε ούτος ότι τον κτυπά εχθρός - μόλις μετά δύο ώρας αισθάνθη [ο Φιλήμων] το λάθος...
[ επιστροφή ] |
|