Sarajevo
 

 

 

 

Sarajevo 61 - 04/2012

 

σαν το σκυλί στ’ αμπέλι

Ιδού λοιπόν, όλα πάνε καλά!!! Όλοι εκείνοι οι κοινοί απατεώνες που υπόσχονται ότι είναι έτοιμοι να ρίξουν τα τείχη των στερήσεων με τις καραμούζες των μεγαλοστομιών τους (αρκεί να τους ψηφίσει κανείς) θα έχουν από εδώ και στο εξής αφθονότερο υλικό για τις κατάρες τους. Μισθοί, μεροκάματα, επιδόματα ανεργίας, η γενική κατάσταση της εργατικής τάξης σα να λέμε, κατρακυλάνε σύμφωνα με το νόμο της (καπιταλιστικής) βαρύτητας· κι αυτοί, αιώνια “επαναστατικά” και “ανατρεπτικά” και “αντιστασιακά” φρέσκιοι, πάντα αθώοι του αίματος, ψάχνουν πως θα επωφεληθούν για να ταΐσουν τα μαγαζιά και τα μαγαζάκια τους.
Αθώοι του αίματος; Γράψαμε αθώοι του αίματος; Όχι δα! Στο προηγούμενο τεύχος, μέσα σε πολύ λίγες παραγράφους, σημειώσαμε το πόσο σημαντική (και πόσο κορυφαία) ήταν η υπηρεσία που προσφέρθηκε προς το σύστημα, δηλαδή στ’ αφεντικά, την 12η του περασμένου Φλεβάρη. Και σ’ ότι αφορά τα διαδραματισθέντα στο κέντρο της Αθήνας, η συνοπτική μας αναφορά δεν ήταν μόνο απόλυτα ακριβής αλλά, μάλλον, διακριτική: η αλήθεια είναι πολύ χειρότερη. Σ’ ότι όμως αφορά την εντός κοινοβουλίου γενική συμφωνία πρέπει να γίνουμε αρκετά πιο αναλυτικοί. Όσοι περιοριστούν σε μια φτηνή και εύκολη κινηματογραφική ανάγνωση δεν θα έχουν καταλάβει τίποτα απ’ αυτό που συμβαίνει ήδη εδώ και 2 χρόνια (στην πραγματικότητα εδώ και 38...) σε βάρος ημών, των χιλιάδων εργατών και εργατριών, ντόπιων και “ξένων”, σ’ αυτό εδώ το κωλομέρος, τμήμα του καπιταλιστικού πλανήτη. Κι όσοι / όσες δεν καταλαβαίνουν μένουν πάντα έρμαια. Καταλήγουν σαν το σκυλί στ’ αμπέλι.

Η βασική μας παρατήρηση, όπως διατυπώθηκε στο προηγούμενο τεύχος, ήταν και είναι πως όλες οι φράξιες της μείζονος αριστεράς (και το ίδιο ακριβώς θα έκαναν κι εκείνες της ελάσσονος αν ήταν μέσα στο παλιό παλάτι - τελικά, μιας κι ακόμα δεν τα έχουν καταφέρει, περιορίστηκαν σε παροχή υπηρεσιών αποπροσανατολισμού “δρόμου”...) συμφώνησαν ότι η διατίμηση του εμπορεύματος των εμπορευμάτων, της εργασίας δηλαδή, καλώς και πρέπει να γίνεται σε επίπεδο “πολιτικής κορυφής”. Σε επίπεδο “κοινοβουλίου”, με όλα όσα ισχύουν γι’ αυτό, ότι δηλαδή απλά επικυρώνει τους σχεδιασμούς των λευκών ή των μαύρων αφεντικών. Συμφώνησαν, σα να λέμε, ότι α) η τιμή του εμπορεύματος εργασία υπόκειται στη γενική, “εθνική πολιτική”· και β) πως οποιοιδήποτε άμεσοι ταξικοί συσχετισμοί δύναμης, και κυρίως οποιαδήποτε άμεση προλεταριακή δυνατότητα επιμέρους ή γενικής ανατίμησης, (θα) τίθεται ουσιαστικά εκτός νόμου εάν δεν υπάγεται στους συσχετισμούς της “πολιτικής κορυφής”, της πολιτικής της εξουσίας. [1] Οι ψήφοι “όχι” που έριξαν δεν συνιστούν κανενός είδους διαφωνία τους επί της ουσίας αυτής της επιλογής των αφεντικών! Αποτελούν μόνο εκδήλωση ενός φτηνού και συμβολικού καταμερισμού αρμοδιοτήτων μέσα στο ενιαίο κόμμα των αφεντικών, μέσα στο κράτος. Κι αυτό αποδεικνύεται πολύ απλά αφού, θέλοντας να κάνουν τα δικά τους παιχνίδια στα τραπέζια αυτής της “πολιτικής κορυφής”, ενίσχυσαν την “εγκυρότητα” της κοινοβουλευτικής απόφασης περί μαζικής υποτίμησης της εργασίας (και όλα όσα συνεπάγεται αυτή) ζητώντας “ονομαστική ψηφοφορία”. Με δυο λόγια, το πιο “αριστερό” που όλα αυτά τα κόμματα σκέφτηκαν, ήταν να επιδείξουν την “προσωπική ευθύνη” διαφωνιών που (καθώς εγγράφονται στους ίδιους ακριβώς μηχανισμούς λεηλασίας της τάξης μας) είναι τριτεύουσας σημασίας· την ώρα, ακριβώς, που ο βομβαρδισμός των αφεντικών κορυφωνόταν θεσμικά, και ήταν (δεν θα μπορούσε αλλιώς) απόλυτα απρόσωπος. Ηθικό δίδαγμα αριστερής κατασκευής; Τελικά είναι αγωνιστής και ο Καμμένος... Κλπ κλπ....
Για να αποφύγουμε τις παρεξηγήσεις. Εάν κάποια ή όλες οι φράξιες της ντόπιας αριστεράς έφευγαν απ’ την τελετή, καταγγέλοντάς την όχι απλά σαν “αντισυνταγματική” σε ότι αφορά την τιμή του εμπορεύματος εργασία (και τις “συλλογικές διαπραγματεύσεις” ή/και τις ταξικές αντιπαλότητες) αλλά σαν την κορυφαία εκδήλωση του θεσμικού πολέμου των αφεντικών σε βάρος των εργατών, δεν θα άλλαζαν και πολλά. Στην πράξη, εάν επρόκειτο να δημιουργηθούν διαφορετικοί και πρακτικά αποτελεσματικοί συσχετισμοί δύναμης, αυτό θα έπρεπε να είχε γίνει στο πεζοδρόμιο, με συστηματική προετοιμασία, τα τελευταία 2 χρόνια. Και είναι σ’ αυτό το δίχρονο που μεθοδεύτηκε σταθερά η ποδηγέτηση της τάξης μας - απ’ αυτήν την ίδια αριστερά, μείζονα και ελάσσονα. Συνεπώς, μια τέτοια αποχώρηση απ’ την βουλή την "ύστατη στιγμή", θα είχε ισχυρές δόσεις θεατρινισμού, εύκολα εξαγοράσιμου εκλογικά. Θα είχε όμως και κάτι ακόμα, που καμία φράξια της αριστεράς του κράτους και του κεφάλαιου δεν θα ήθελε: την έκθεση στα ενοχλητικά “πως” και τα “γιατί” αυτού του θεατρινισμού, της τελευταίας στιγμής. Θα είχε, τέλος, κι ένα λεπτό και συμβολικό υπονοούμενο σ’ ότι αφορά τα όρια του κοινοβουλευτισμού για την προλεταριακή οπτική και τα καθαρόαιμα εργατικά συμφέροντα. Αλλά αυτά - και αυτά - καμία τέτοια αριστερά δεν θα ήθελε καν και καν να τα υπονοήσει, τέτοιες ώρες. Ειδικά σε σχέση με το θέμα “πόσο πληρωνόμαστε δουλεύοντας”! Όχι λοιπόν. Οι φράξιες της αριστεράς παρέμειναν “αντιμνημονιακές”, δηλαδή συμβολικά και κυριολεκτικά αφοσιωμένες στις εναλλακτικές και στην “δημοκρατία” του πολέμου των αφεντικών. Και, το κυριότερο, παρέμειναν και συνεχίζουν να είναι τέτοιες, όποιο παραμύθι κι αν εκτοξεύουν τα μεγάφωνά τους, ξέροντας ότι δεν κινδυνεύουν απ’ τα μέλη τους, τις επιρροές τους, κλπ.
Επρόκειτο, λοιπόν, εκείνο το βράδυ της 12ης Φλεβάρη, μέσα στο παλιό παλάτι, για μια ειδική κορύφωση - μέσα - στη - γενική - κορύφωση του πολέμου των αφεντικών. Επρόκειτο για την κορύφωση εκείνου που θα μπορούσε να ονομαστεί γενική εκποίηση - εάν δεν ήταν κάτι ακόμα χειρότερο.
Θα δούμε στη συνέχεια μερικά τρανταχτά αποτυπώματα αυτής της εκποίησης - ή - κάτι - ακόμα - χειρότερο. Μια διευκρίνιση όμως προηγείται. Οι γυμνές αλήθειες, ό,τι κι αν αφορούν, είναι ιδιαίτερα ωμές για τα γούστα εκείνων που ζουν (και σκέφτονται) με προκαταλήψεις, στερεότυπα, ή βρίσκονται σε σύγχυση. Κανείς, φυσικά, δεν παραδέχεται ότι ανήκει σε τέτοιες περιπτώσεις - ζούμε την εποχή (και την κουλτούρα) του “εμένα θα μου πεις;”.
Δεν πρόκειται, λοιπόν, να πείσουμε κανέναν. Όμως η ως τώρα (και σχεδόν “δια περιπάτου”) επιτυχία της γενικής επίθεσης των αφεντικών, και όχι μόνο στην ελλάδα, δεν οφείλεται ούτε στις φοβερές τους δυνάμεις, ούτε στην ακλόνητη ισχύ τους. Οφείλεται, αποκλειστικά και μόνο, στην ανυπαρξία αντιπάλων της προκοπής. Ταξικών στ’ αλήθεια αντιπάλων· μόνο τέτοιοι θα μπορούσαν να έχουν το ανάστημα και την δυνατότητα να μπλοκάρουν την νεοφιλελεύθερη διαχείριση της κρίσης. Ας μην ψάχνει κανείς, λοιπόν, να βρει στους ουρανούς ή στις συνωμοσίες τις αιτίες των δεινών του· είναι όλες μαζεμένες εδώ, μπροστά μας.
Θα στηριχτούμε στη συνέχεια, όπου χρειαστεί, σε αποσπάσματα από την ετήσια έκθεση 2011 του Ινστιτούτου Εργασίας γσεε - αδεδυ. Ο λόγος είναι απλός: η έκθεση δεν είναι έργο του Sarajevo ή της αυτονομίας· είναι δουλειά ενός  think tank που δουλεύει για να υποστηρίξει τον ντόπιο συνδικαλισμό· είναι τεχνικά τεκμηριωμένη και επιστημονικά διατυπωμένη· είναι μόνο 383 σελίδες με στοιχεία και πίνακες· και δημοσιεύτηκε τον Αύγουστο του 2011. Έχει (είχε), σα να λέμε, όλα τα φόντα για να την πάρει οποιαδήποτε φράξια της ντόπιας μείζονος ή ελάσσονος αριστεράς (είτε τα στελέχη της είτε τα απλά μέλη της) στα σοβαρά απ’ το φθινόπωρο του 2011. Όπου το “παίρνω στα σοβαρά” θα σήμαινε “διαμορφώνω την κατάλληλη αντιπολίτευση”. Αλλά αυτό δεν έγινε. Ούτε καν αυτό. [2]
Συνεπώς μας επιτρέπεται να ξεβρακώσουμε όσο μπορούμε τους εμπόρους ιδεολογίας - ή - και - κάτι - χειρότερο χρησιμοποιώντας και κάποια απ’ τα εργαλεία που προορίζονταν για δική τους χρήση· έτσι δεν είναι;

 

εσωτερική υποτίμηση

Από τις αρχές της άνοιξης του 2010 αν όχι νωρίτερα, ανάμεσα στην πληθωρική φλυαρία περί “δημόσιου χρέους”, αραιότερα μεν αλλά με μια τεχνοκρατική αυστηρότητα που άξιζε προσοχής, η συνταγή για την σωτηρία του ελλαδιστάν εκφραζόταν με δύο λεξούλες: εσωτερική υποτίμηση. Ήταν κυρίως απ’ την ευρώπη που προερχόταν αυτή η συμβουλή - αλλά τι ακριβώς σήμαινε; Η ως τότε πιο συνηθισμένη έως και μοναδική ιδέα περί “υποτίμησης” αφορούσε το νόμισμα. Πράγμα που θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι “εσωτερική υποτίμηση” είναι ένας άλλο τρόπος για να ειπωθεί το “επιστροφή στη δραχμή”. Πράγματι, ορισμένοι σοφοί του Λονδίνου και της Ουάσιγκτον (οικονομολόγοι, δημοσιογράφοι...) αυτό συμβούλευαν ξανά και ξανά· ενόσω διάφορα παγώνια της ντόπιας αριστεράς, τρώγοντας με την κουτάλα σοφία Λαπαβίτσα, ήταν πανευτυχή που βρήκαν έτοιμη λύση.
Όμως όχι, το “εσωτερική υποτίμηση” σήμαινε κάτι διαφορετικό: υποτίμηση της εργασίας. Γρήγορη και βίαιη. Αλλά κάτι τέτοιο μόνο σαν εξωγήινο θα μπορούσε να θεωρηθεί. Υ-πο-τί-μη-ση της ε-ργα-σί-ας; Τι είναι αυτό; Σε μια καπιταλιστική κοινωνία χωρίς εργατική τάξη  (ε;) οτιδήποτε ευνοούσε το μικροαστικό μεγαλείο θα γινόταν ενθουσιωδώς δεκτό. Κι έτσι έγινε. Έγινε υπό την υψηλή καθοδήγηση του συνόλου της ντόπιας αριστεράς. Η φλυαρία περί “χρέους” είχε συγκινησιακά πλεοκτήματα: μισό “εθνικό φιλότιμο”, μισό “κατάρες για τα λαμόγια τους πολιτικούς” - να μπούνε φυλακή! Το “χρέος” ήρθε και έμεινε, με πλήρως αναπτυγμένη την πολιτικά εκτονωτική και ιδεολογικά αποπροσανατολιστική του λειτουργία. Και πάλι ήταν το σύνολο της αριστεράς που, τρέχοντας “να κάνει παπάρα” στην μικροαστική σαλάτα της εκλογικής της πελατείας (το φθινόπωρο του 2010 είχε περιφερειακές εκλογές), σεγόνταρε.
Μήπως αν αντί να το ονομάζουν “εσωτερική υποτίμηση” το έλεγαν “δομική προσαρμογή” θα θύμιζε τίποτα στους αριστερούς φωστήρες; Μπα! Είναι περίεργο βέβαια που ούτε το “εσωτερική υποτίμηση” ούτε το “δομική προσαρμογή” τους έλεγαν κάτι, αφού όλοι [εκτός του κ(ορ)κ(ον)ε] είχαν βουτήξει όλο χαρά στον βούρκο του παραμυθένιου φαινομένου που ονομάστηκε αντιπαγκοσμιοποίηση. Είχαν μήπως υπόψη τους, τότε, για τις κατά καιρούς “κρίσεις δημόσιου χρέους” που, στα ‘80s και στα ‘90s ξεδιπλώνονταν στον “τρίτο κόσμο” στρώνοντας τον δρόμο για την κάθε φορά πολεμική συμμαχία ντόπιων αφεντικών με το δντ και την παγκόσμια τράπεζα; Αν ναι, γιατί άραγε πιάστηκαν τόσο “αδιάβαστοι” μετά το 2008 - 2009; Αν όχι, γιατί έριχναν ελέω “αντιπαγκοσμιοποίησης” κατάρες; Άβυσσος το μυαλό των καιροσκόπων της “απελευθέρωσης”...

Την γνώμη μας σε ότι αφορά το περιβόητο “χρέος” την ξέρετε. Πρωτότυπη δεν είναι, θεωρήθηκε όμως (και παραμένει τέτοια) σκανδαλώδης. Η κρατικοποίησή του (διεθνώς, κάθε κράτος χωριστά) ήταν συγκεκριμένη μανούβρα των αφεντικών. Τα “δημόσια χρέη” όταν προβάλλονται σα ζήτημα ζωής ή θανάτου είναι ιδιαίτερα χρήσιμα ταυτόχρονα τόσο για τους δανειστές όσο και για τους δανειζόμενους: κάνουν την “κρίση” πολιτικά παραγωγική για τα αφεντικά, “εθνικά” και “διεθνή”, καθώς τους επιτρέπουν (τα φοβερά δημόσια χρέη...) να φέρουν βίαια στα μέτρα τους τις ταξικές ισορροπίες στο εσωτερικό κάθε κοινωνίας. Κι αυτό, το ξαναλέμε, δουλεύει το ίδιο καλά και στους δύο πόλους του “κρατικού χρέους”.
Για να μην παραπέμπουμε σε δικά μας λόγια, διαβάστε τι έγραφε η Silvia Federici το 1990 [3] για την κρίση χρέους στην Αφρική (ο τονισμός δικός μας):

... Η “κρίση χρέους” ξεδιπλώθηκε στην Αφρική με όλη την μαθηματική της ακρίβεια και λογική, δείχνοντας πόσο αποπροσανατολιστικό είναι να αντιμετωπίζεται μέσα από τα νούμερα, όπως συνήθως συμβαίνει. Η πλάνη της αριθμητικής προσέγγισης είναι το να πιστεύει κανείς ότι απ’ την οπτική του κεφάλαιου η “οικονομική ανάκαμψη” είναι ισοδύναμη με την “μείωση του χρέους”. Αν ήταν έτσι τα πράγματα, τότε τα περισσότερα απ’ αυτά που συμβαίνουν σχετικά με τα κρατικά χρέη θα ήταν αδιανόητα. Στις περισσότερες χώρες, το χρέος έχει αυξηθεί δραματικά απ’ την ώρα που άρχισαν να εφαρμόζονται τα μέτρα “οικονομικής ανάκαμψης” του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Το χρέος της νιγηρίας, για παράδειγμα, αυξήθηκε από τα 20 δισ. δολάρια στα 30 αφότου άρχισε να εφαρμόζεται ένα τέτοιο πρόγραμμα· και στο σύνολό του το χρέος των αφρικανικών κρατών τριπλασιάστηκε απ’ το 1980, και τώρα είναι ίσο με το ΑΕΠ της ηπείρου.
Αυτή η εξέλιξη παύει να φαίνεται παράδοξη, όμως, εάν συνειδητοποιήσουμε ότι αυτό που διακυβεύεται με τις κρίσεις κρατικών χρεών δεν είναι η αποπληρωμή τους, αλλά οι διαδικασίες που ενεργοποιούνται μέσω αυτών. Η κρίση χρέους και τα προγράμματα δομικής προσαρμογής που νομιμοποιήθηκαν χάρη σ’ αυτήν έκαναν εφικτό το να καταστραφούν ή να ακινητοποιηθούν τα εργατικά συνδικάτα, τα παγώσουν ή να μειωθούν οι μισθοί, να ψηφιστούν νόμοι που χαρακτήριζαν τους εργατικούς και άλλους κοινωνικούς αγώνες σαν πράξεις οικονομικού σαμποτάζ, να κοπούν η δωρεάν υγεία και εκπαίδευση, ακόμα και στα βασικά επίπεδα, και να απαγορευτούν οι φοιτητικές οργανώσεις.... Η λειτουργία της κρίσης χρέους φαίνεται ακόμα καλύτερα στην κλιμάκωση της κρατικής καταπίεσης στην Αφρική. Η κρίση χρέους έφερε στην ήπειρο την τελευταία λέξη της αστυνομικής τεχνολογίας...

“Οι διαδικασίες που ενεργοποιούνται μέσω των κρατικών χρεών”.... χμμμ... Αυτό έλεγε η Federici ότι είναι το επίδικο με τις “κρίσεις χρέους” των κρατών· και όχι η αποπληρωμή τους... Εμείς το είπαμε πιο συνθηματολογικά κάποια στιγμή: το δημόσιο χρέος δεν είναι ένα νούμερο, είναι εκβιασμός... Ποιές διαδικασίες; Ποιός εκβιασμός; Κατά των εργατών και των εργατριών! Αυτό, και μόνον αυτό: σαν “κόστος εργασίας”, σαν “κόστος κοινωνικής αναπαραγωγής”, σαν ζωή, σαν αξιοπρέπεια, σαν αισθήματα, σαν σκέψεις, σαν θελήσεις...
Ακόμα κι αν υποθέσουμε, καλή τη πίστη, ότι οι “κρίσεις χρέους” των ‘80s και των ‘90s, σαν εργαλείο μαζικής υποτίμησης της εργασίας, διέφυγαν της προσοχής των ντόπιων αριστερών, και οπωσδήποτε εκείνων που σαν κομματικά οργανωμένοι “φτιάχνουν την γραμμή” (επειδή διαδραματιζόταν σε χώρες της "περιφέρειας”...), τους διέφυγε μήπως τι συνέβει με τα βαλτικά κράτη και την ουγγαρία μετά το 2008 και πριν την ελληνική περίπτωση; Αν ναι με τι ασχολούνται ακριβώς;

Αφήνοντας στο σκοτάδι τον άμεσα, πρακτικά, χειροπιαστά ταξικό χαρακτήρα (και) της ελληνικής “κρίσης χρέους”, αποφεύγοντας δηλαδή την πρακτική ανταγωνιστική εστίαση στο ζήτημα του μισθού και του χρόνου εργασίας, η ντόπια αριστερά είχε να κάνει μια εύκολα φλύαρη δουλειά. Μεταξύ “κατοχής” και “λαμογιών”, μεταξύ “ανατροπής” και “ανυπακοής”, υπήρχε άφθονο περιθώριο μικροαστικής ηθικολογίας και συγκινησιακής πανούκλας. Μπορεί να παρατηρήσει κάποιος ότι δεν ήταν μόνα τους τα κόμματα και τα κομματίδια της ντόπιας αριστεράς σ’ αυτή τη δουλειά· τα μήντια, επίσης, δούλεψαν (και δουλεύουν) στο φουλ. Κάποιος άλλος θα πρόσθετε πως τέτοιο ήταν στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του το ιδεολογικό υλικό της ελληνικής κοινωνίας. Και τα δύο είναι αληθινά - με μια κρίσιμη προσθήκη. Κάθε βίαιη προσπάθεια των αφεντικών για την μαζική υποτίμηση της εργασίας είναι (θεωρητικά τουλάχιστον) ιδιαίτερα πιθανό να προκαλέσει μεσοπρόθεσμα σοβαρές ρωγμές στην ιδεολογική πανοπλία του συστήματος. Η μαζική προλεταριοποίηση κοινωνικών υποκειμένων που ένοιωθαν ως χτες εξασφαλισμένα είναι, όπως και να ‘χει, μια επιχείρηση υψηλού ρίσκου. Το τι θ’ αρχίσει να σκέφεται και να κουβεντιάζει το σώμα των θιγόμενων, ατομικά και κατά παρέες, δεν μπορεί να προεξοφληθεί· μπορεί όμως να περικυκλωθεί ασφυκτικά. Ακριβώς γι’ αυτό ο ρόλος της αριστεράς, σε τέτοιες συνθήκες, είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Πρέπει να ρίξει στην αρένα το ιστορικό της βάρος, πρέπει να υπενθυμίζει (όσο μπορεί) ότι μιλάει εκ μέρους των “αδυνάτων”, έτσι ώστε να αναπαράγει και να ενισχύσει απ’ αυτήν την μεριά την σύγχυση και τον αποπροσανατολισμό, που έτσι κι αλλιώς έχουν ερείσματα στα κοινωνικά στερεότυπα και τις ψευδαισθήσεις υποκειμένων που έχουν μικροαστικοποιηθεί εδώ και δύο ή τρεις γενιές.
Συνεπώς ο μπούσουλας ήταν και είναι αυτός που ξέρουμε: πείτε ω αριστεροί ό,τι θέλετε περί “τάξεων”, πακετάροντάς το με κάθε τι άλλο αντιπρολεταριακό και μικροαστικό· κυρίως όμως αποφύγετε οποιαδήποτε πράξη θα μπορούσε να ξύσει την πληγή. Πείτε ό,τι θέλετε για το “χρέος”, μιλήστε απεριόριστα γι’ αυτό. Πείτε ό,τι θέλετε για έξωθεν επίθεση στη “χώρα”... Κάντε τον καθένα να πιστέψει ότι αυτές και μόνον αυτές οι προσεγγίσεις, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τον αφορούν, ότι έχει γνώμη γι’ αυτές, ότι πρέπει να έχει γνώμη γι’ αυτά! Και κρύψτε (πράγμα καθόλου δύσκολο εν τέλει) ότι κανένα αφεντικό, ντόπιο ή μη, δεν ενδιαφέρεται να “πληρωθεί το χρέος"! Κρύψτε ότι οι λέξεις “δημόσιο χρέος”, σε συνθήκες γενικής κρίσης, δεν είναι τίποτα άλλο απ’ την κωδική ονομασία της διαχείρισης των προηγούμενων ταξικών ισορροπιών επι τα χείρω. Μαζικά, μεθοδικά, δυναμικά. Ακόμα κι αν εμείς (οι ειδικοί των αφεντικών) μιλάμε πότε πότε για εσωτερική υποτίμηση εσείς (οι φίλοι των εργατών και του λαού γενικά) να πετάτε την μπάλα όσο μακρύτερα γίνεται.

 

εσωτερική υποτίμηση again

Το ενδιαφέρον τώρα είναι πως η έκθεση του ΙΝΕ που αναφέραμε πριν, δημοσιοποιημένη τον Αύγουστο του 2011, μιλάει ακριβώς γι’ αυτό: την υποτίμηση της εργασίας. Χωρίς αντικαπιταλιστικές κορώνες, που δεν θα ταίριαζαν άλλωστε στο επιστημονικό προφίλ της έρευνας, και με την “ευγένεια” που πρέπει να δείχνουν οι ειδικοί, λέει και ξαναλέει ποιό ακριβώς είναι το θέμα. Ενδεικτικό παράδειγμα (οι τονισμοί του πρωτότυπου):

σελ 60 - 61
Η εσωτερική υποτίμηση, με την ύφεση που προκαλεί η μείωση της εγχώριας ζήτησης, αποσκοπεί στη μετατροπή του συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ επιχειρήσεων και εργαζόμενων. Στο νέο μειωμένο επίπεδο παραγωγής και αυξημένης ανεργίας, τα συνδικάτα και γενικότερα οι εργαζόμενοι θα απολέσουν ένα μέρος από την διαπραγματευτική τους δύναμη.... Αναμενόμενο μεσοπρόθεσμο αποτέλεσμα είναι οι μισθοί να μειωθούν και η μείωση του κόστους που θα προκύψει θα οδηγήσει (εάν δεν μετατραπεί σε αύξηση της κερδοφορίας) σε μείωση των εγχώριων τιμών (ή σε βραδύτερη αύξησή τους έναντι των τιμών των ανταγωνιστρικών χωρών), επομένως και σε βελτίωση της ανταγωνιστικότητας τιμής της ελληνικής οικονομίας.

Ή, άλλο:

σελ 215
Στα πλαίσια της οικονομικής κρίσης και της ύφεσης ασκούνται σήμερα ισχυρές πιέσεις από την πλευρά των εργοδοτών για πάγωμα (ή ακόμη και μείωση) των μισθών, επιδιώκοντας σε κάποιες περιπτώσεις να συμψηφίσουν μέρος των ζημιών τους με την συμπίεση του κόστους εργασίας, σε άλλες να αποφύγουν μείωση των περιθωρίων κέρδους εκμεταλλευόμενοι την κατάσταση της κρίσης και θέτοντας ως δίλημμα στους εργαζόμενους την απόλυση ή την αποδοχή μείωσης του μισθού (ειδικότερα στον τομέα των υπηρεσιών όπου παρατηρείται χαμηλή συνδικαλιστική πυκνότητα είναι ορατός ο κίνδυνος να οδηγηθεί ένα μέρος των εργαζόμενων στην ομάδα των χαμηλόμισθων). Στα πλαίσια ενός αβέβαιου οικονομικού περιβάλλοντος είναι δύσκολα προβλέψιμο αν οι κυβερνήσεις και οι κοινωνικοί συνομιλητές θα εγκαταλείψουν το ενδιαφέρον που παρατηρήθηκε τα τελευταία χρόνια για τον κατώτατο μισθό ή αν αντίθετα ο κατώτατος μισθός θα θεωρηθεί ως ένα εργαλείο προστασίας των χαμηλόμισθων και των φτωχών εργαζόμενων.

Κομψές διατυπώσεις για τον ζόφο, χωρίς αμφιβολία! Τουλάχιστον, όμως, δεν έχει “τροϊκανούς”, “εθνική απελευθέρωση”, κι άλλες τέτοιες αποπροσανατολιστικές αηδίες.

Ακόμα πιο ενδιαφέρουσες είναι ωστόσο μερικές σελίδες της έκθεσης πιο κάτω. Όπου με τους κατάλληλους πίνακες (σελ. 221) οι ερευνητές του ΙΝΕ τεκμηριώνουν ότι σε ότι αφορά την εξέλιξη του κατώτατου μισθού στην ελλάδα τα σχεδόν 30 τελευταία χρόνια έχει συμβεί το εξής:

Sarajevo 61 - 04/2012
[ μεγέθυνση ]

Έχουμε με άλλα λόγια, μεταξύ 1984 και 2009, δύο διακριτές περιόδους:
- Στην διάρκεια της πρώτης περιόδου (1984 - 1996) έχουμε σημαντική μείωση των πραγματικών κατώτατων αποδοχών κατά 20 περίπου εκατοστιαίες μονάδες (από 100 το έτος 1984 ο δείκτης μειώνεται στο 79,3 το έτος 1993, και διατηρείται στα επίπεδα του 80 μέχρι το έτος 1996).
- Στη διάρκεια της δεύτερης περιόδου (1997 - 2009) έχουμε ονομαστικές αυξήσεις που υπερβαίνουν σχεδόν συστηματικά τον μέσο πληθωρισμό με αποτέλεσμα μία σταδιακή αύξηση της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού - που απωλέσθη την προηγούμενη περίοδο - κατά 22 περίπου εκατοστιαίες μονάδες (από το 80 ο δείκτης ανέρχεται στο 102 το 2009).

Και, ξανά, αμέσως μετά (σελ. 222) - ο τονισμός δικός μας:

Sarajevo 61 - 04/2012
[ μεγέθυνση ]

Το 2009 ο κατώτατος μισθός σε πραγματικούς όρους υπερβαίνει οριακά τα επίπεδα του έτους 1984, πράγμα που σημαίνει ότι οι αυξήσεις αυτές επέτρεπαν απλά και μόνο να καλυφθούν οι απώλειες που υπέστη η αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού από τον πληθωρισμό στο σύνολο της εξεταζόμενης περιόδου, ενώ σημαίνει ταυτόχρονα ότι στην διάρκεια όλων αυτών των ετών, οι αμειβόμενοι με τις κατώτατες αποδοχές δεν επωφελήθηκαν από την όποια αύξηση της παραγωγικότητας.
Επίσης, πρέπει παράλληλα να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο πληθωρισμός για τους χαμηλόμισθους είναι υψηλότερος του μέσου όρου λόγω της διάρθρωσης της κατανάλωσης των νοικοκυριών με χαμηλά εισοδήματα και της διαμόρφωσης των τιμών σε επιμέρους βασικά αγαθά και υπηρεσίες.

[Και στους δύο πίνακες οι προβλέψεις για το 2012 στηρίζονταν στη γενική συλλογική σύμβαση 2010 - 2012..., η οποία φυσικά έχει ακυρωθεί. Κι αν σας αρέσουν οι απεικονίσεις με πίνακες, τότε στον επάνω, για το 2012, το τσεκούρωμα του βασικού είναι μια γραμμή που φτάνει την λέξη επίπε- (20%) ή στο πλαίσιο του απο κάτω (30%)...]

Ακόμα και η πλέον αφελής αλλά τουλάχιστον έντιμη συνείδηση θα αγρίευε διαπιστώνοντας τεκμηριωμένα αυτό που είναι κοινός τόπος για τους εργάτες του “πάτου” του βαρελιού... Ωστόσο τα στοιχεία, τα γραφιστικά και τα δεδομένα για το ύψος του βασικού μισθού απ’ το 1984 (φυσικά του “λευκού” - στη μαυρίλα ποιός άραγε μπορεί να κάνει στατιστικές;) δεν είναι τεκμήριο μόνο της πραγματικής υποτίμησης της εργασίας. Είναι, μ’ έναν ανεστραμμένο τρόπο, απεικόνιση της χρησιμότητας του συνδικαλισμού και των κομμάτων υπέρ αυτής της υποτίμησης. Αν απ’ το 1984 ως πρόσφατα δεν πήρατε (πήραμε, οι όποιοι....) χαμπάρι, έστω εμπειρικά, τι συμβαίνει με την βασική τιμή του εμπορεύματος των εμπορευμάτων, τις δουλειές που κάνουμε δηλαδή, κι αν ως το 2009 πιστεύατε (πιστεύαμε, οι όποιοι....) πως “όλα πάνε καλά”, ε, λίγο πάνω απ’ το μισό μπορεί να φταίει η γενικευμένη βλακεία (μας, σαν εργατών)· και λίγο πιο κάτω, με την στρατηγική της αξία όμως, ευθύνεται η μαεστρία της εντόπιας αριστεράς, σε όλους μα όλους τους σχηματισμούς της. Των κομμάτων, των συνδικάτων, των συνδικαλιστών της. Πράγματι η εκποίησή (μας, σαν προλετάριων) δεν ξεκίνησε ούτε το 2010 ούτε το 2011. Ξεκίνησε πολύ νωρίτερα. Η 12η του Φλεβάρη ωστόσο, με το αποφασιστικό τσάκισμα του βασικού μισθού του ανειδίκευτου και όλων όσων σχετίζονται μ’ αυτόν, δεν χάνει τίποτα απ’ την συμβολική και πρακτική αξία της: πάρτε, πάρτε αφεντικά τώρα που γυρίζει - τσάμπα είναι!
Τα συγκεκριμένα στοιχεία της έκθεσης του ΙΝΕ ωστόσο, η συγκεκριμένη δηλαδή υπενθύμιση της διαδρομής του βασικού μισθού απ’ το 1984 ως το 2009, δείχνουν και κάτι άλλο. Συμπτωματικά, εντελώς συμπτωματικά (μιας και, στη διεθνή του διάσταση, η κατ’ αρχήν κατάρρευση του χρηματοπιστωτισμού και, ύστερα, η διάσωσή του μέσω των κράτων, θα μπορούσε να έχει ξεκινήσει είτε 5 χρόνια νωρίτερα είτε 5 χρόνια αργότερα). Αν, λοιπόν, το 2009 βρεθήκαμε προς στιγμήν, σαν “κόστος εργασίας” (στη διάσταση του βασικού μισθού), στο σημείο του 1984, αυτό δεν οφειλόταν στην οργανωμένη και συνειδητή προλεταριακή αντεπίθεση (μας). Αλλά μάλλον στην ευκολία με την οποία ο χρηματοπιστωτισμός μοίραζε ψίχουλα εδώ κι εκεί (μέσω των δανείων προς τα αφεντικά) εγγράφοντας σαν υποθήκη, για την διασφάλιση της κερδοφορίας του, το συλλογικό μας μέλλον. Επιπλέον, αυτά τα ψίχουλα, προέρχονταν απ’ την αύξηση της δικής μας παραγωγικότητας, αφού (σύμφωνα με την έκθεση του ΙΝΕ):

σελ 197
... Η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα αυξήθηκε σημαντικά μετά το 1995 και μέχρι το 2009, είτε σε σχέση με άλλα μεγέθη της ελληνικής οικονομίας, είτε σε διεθνή σύγκριση. Όπως φαίνεται στο Διάγραμμα 72, υπολογισμένη ως ποσοστό του μέσου αντίστοιχου μεγέθους της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15 πιο αναπτυγμένων χωρών - μελών (και σε ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης) είχε προσεγγίσει το 91% κατά το 2003, και παρέμεινε σε αυτό το επίπεδο έως το 2009...

Όμως, πίσω απ’ τις πλάτες μας, οι δομικές αντινομίες του καπιταλισμού (σταθερή αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας· σταθερή υποτίμησή της) σκηνοθετούσαν το δικό τους έργο. Θα ήμασταν άραγε σε θέση, το 2009 ή το 2010, να δείξουμε τα δόντια μας αρνούμενοι (πάντα σαν εργάτες) να γίνουμε άλλη μια φορά τα εξαίσια θύματα (της ακόμα πιο βιαιης διαχείρισης της κρίσης) ή θα πέφταμε χωρίς να κουνήσουμε στ’ αλήθεια απειλητικά τα χέρια μας;
Την απάντηση, ως τώρα τουλάχιστον, την ξέρουμε πια.

 

τόκος εναντίον μισθού (το ανάποδο πότε;)

Σήμερα ίσως (“ίσως”...) είναι ευκολότερο να συνειδητοποιήσει κανείς την έκταση, την ένταση και - κυρίως - την σκοπιμότητα του χειρισμού του “δημόσιου χρέους”, απ’ την μεριά των αφεντικών. Λαμβάνοντας πολύ σοβαρά αυτό που υποστήριζε απ’ το 1990 η Federici (και όχι μόνον αυτή άλλωστε) δηλαδή ότι το ζήτημα δεν είναι να αποπληρωθεί ένα χρέος τέτοιας μορφής, αλλά να χρησιμοποιηθεί σαν ένα πολυεργαλείο όξυνσης της εκμετάλλευσης. Οι συμφωνίες της Αθήνας με τους διεθνείς πιστωτές της, όπως έχει συμβεί πάμπολλες φορές εδώ και δεκαετίες σε όλες τις παρόμοιες περιπτώσεις, δεσμεύει στο όνομα των “δανεικών” και της “χρεωκοπίας” (της “ανοργάνωτης” έστω...) την τιμή (και τον χρόνο) εργασίας, και μάλιστα στη βάση τους· για την επόμενη δεκαετία το λιγότερο. Είναι τόσο φανερό και δεδομένο πρακτικά πια αυτό, ώστε...
Ο στόχος - κι αυτό το είχαμε πει και ξαναπεί έγκαιρα - δεν είναι στενά “οικονομικός”, ή “χρηματικός”, αριθμητικός ή ποσοτικός. Ο στόχος είναι πολιτικός, με την έννοια της καπιταλιστικής “πολιτικής”: το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας (με την εξαίρεση των στελεχών, των ανθρωποδιοικητών και όσων της μισθωτής αριστοκρατίας αρθρώνονται άμεσα με τις ισορροπίες του κράτους και τις περιορισμένες προσοδικές παροχές του [4]), το μεγαλύτερο μέρος αυτού που ονομάζεται εργατική δύναμη, υπάγεται πλέον απευθείας και μαζικά στους λογαριασμούς του “γενικού λογιστηρίου” και του “γενικού εισπράκτορα”, δηλαδή του δίπολου χρηματοπιστωτισμός - κράτος.
Πώς θα ήταν άραγε δυνατόν, κάτω από οποιασδήποτε άλλες συνθήκες ταξικού ανταγωνισμού, μέσα σε μια ελάχιστη μονάδα χρόνου, με κυβερνητική / κρατική απόφαση, να μειωθεί ο βασικός μισθός από 22% έως 32%· μαζί του τα επιδόματα ανεργίας· να καταργηθούν ουσιαστικά οι όποιες κλαδικές συμβάσεις (και σίγουρα όσες εδώ και χρόνια “προχωρούσαν μόνες τους”, χωρίς την ρητή και αποφασιστική εργατική δράση, σαν ουρά της γενικής συλλογικής σύμβασης... - δες επ’ αυτού χωριστή αναφορά)· πως θα ήταν δυνατό να συμβεί αυτό χωρίς την αξιοποίηση του περιβόητου “δημόσιου χρέους”; Και πως θα ήταν δυνατόν επί δύο πυκνά, πολύ πυκνά έτη, να μείνουμε σαν εργάτες χειροπόδαρα δεμένοι μεταξύ διανοητικών βραχυκυκλωμάτων και psyco εκτονώσεων αν δεν έκτιζε η αριστερά, πάνω στον δεδομένο γενικευμένο μικροαστισμό (μας), όλους τους αντιπερισπασμούς και τις εκτροπές; Κάποτε, στο μέλλον, πολλοί απ’ την τάξη μας θα αναρωτιούνται “πώς την πατήσαμε έτσι;”. Εν τω μεταξύ όμως θα έχουμε φάει τα συκώτια μας τα ίδια.

Προς το τέλος της ανάλυσης που μνημονεύσαμε νωρίτερα η Federici γράφει:

... Τόσο η Αριστερά όσο και η Δεξιά αναλύουν την “κρίση χρέους” σαν ένα ζήτημα χρηματοπιστωτικών γεγονότων και προβλημάτων συσσώρευσης· αλλά τίποτα απ’ τα δύο δεν μπορεί να εξηγήσει το γιατί τέτοιου είδους κρίσεις είναι μόνιμο χαρακτηριστικό του καπιταλισμού. Αυτό που αγνοούν τέτοιες αναλύσεις είναι ότι ο στόχος κάθε “κρίσης χρέους” δεν είναι αυτοί που επίσημα χρωστάνε - τα κράτη, οι τράπεζες ή οι επιχειρήσεις - αλλά όλοι οι υπόλοιποι. Μόλις συνειδητοποιήσουμε ότι οι “κρίσεις χρέους” σημαδεύουν αυτούς τους υπόλοιπους καταλαβαίνουμε γιατί είναι μόνιμο χαρακτηριστικό του καπιταλισμού. Κανένας απ’ τα αφεντικά, είτε μέσα είτε είτε έξω απ’ την Αφρική, δεν θέλει να τελειώσει η “κρίση χρέους” στην ήπειρο. Η ιδέα τους είναι να την διαχειριστούν. Έτσι κι αλλιώς τα χρέη παίζουν πάντα ρόλο, μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος, στην “επιτάχυνση της υλικής ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και στην εμβάθυνση της παγκόσμιας αγοράς”...

Παρά και πέρα απ’ τις λεκτικές διαφοροποιήσεις και τους βερμπαλισμούς, η δεξιά και η αριστερά του κράτους και των αφεντικών συμπίπτουν (και συνέπεσαν δύο κρίσιμα χρόνια) στο πως “σερβίρουν” τις ερμηνείες τους για το θέμα “δημόσιο χρέος” - και δεν συμπίπτουν κατά λάθος! Εννοείται πως όποιοι έχουν φάει τις φόλες του κοινοβουλευτισμού, όχι λίγοι αλλοίμονο, ψάχνουν (και τελικά βρίσκουν) ποιές είναι οι διαφορές στο δια ταύτα μεταξύ αριστεράς και δεξιάς. Εννοείται ακόμα περισσότερο πως έτσι δεν βλέπουν, είτε επειδή δεν θέλουν είτε επειδή δεν μπορούν, τις θηριώδεις ομοιότητες. Αντί εκείνοι που δεν τους αφορά το δημόσιο χρέος και τα παραμύθια γύρω απ’ αυτό - οι πραγματικοί δημιουργοί του πλούτου δηλαδή - να συνειδητοποιήσουν ότι αυτό το δημόσιο χρέος είναι ένας άλλος τρόπος για τους κλέβουν ακόμα πιο βάρβαρα, πρέπει είτε να μπουν στο trip είτε να κάθονται κεραυνόπληκτοι και αμήχανοι (κάνοντας πότε πότε καμιά “αγωνιστική παρέλαση”) εν όψει ενός χαμένου στο διάστημα σοσιαλιστικού επέκεινα.

Sarajevo 61 - 04/2012
[ μεγέθυνση ]

Αναδημοσιεύουμε τους αναλυτικούς πίνακες της “εξέλιξης” του βασικού μισθού στην ελλάδα, απ’ το 1984, απ’ την έκθεση του ΙΝΕ. Για να μαθαίνουν οι νεώτεροι / νεώτερες, και να θυμούνται οι παλιότεροι / παλιότερες.
Προσέξτε την τελευταία στήλη, όπου δείχνει, από γενική συλλογική σύμβαση στην επόμενη την μεταβολή του πραγματικού μισθού. Η διαφορά μεταξύ “πραγματικού” και “ονομαστικού” είναι ότι στον πρώτο λαμβάνεται υπ’ όψη και ο (επίσημος) πληθωρισμός, άρα πρόκειται για τον σωστό δείκτη, αφού αφορά την πραγματική “αγοραστική δύναμη” του μισθού. Όσο για το 2012, τα νούμερα τα ξέρετε...

 

η περιφρουρημένη υποτίμηση

Εάν λάβει κανείς σοβαρά υπόψη του την εξέλιξη του βασικού μισθού ως το 2009, μπορεί να αναρωτηθεί μεγαλόφωνα: ποιοί ήταν άραγε εκείνοι που το 2009 (όπως και το 2008, και το 2007) θα είχαν γενικό και επείγον συμφέρον στη “γενναία μείωση του κόστους εργασίας στην ελλάδα”; Το δντ; Η ευρωπαϊκή τράπεζα; Η τρόικα; Η Μέρκελ; Ο Σαρκοζί; Ποιός άραγε; Ο σύλλογος ελλήνων βιομηχάνων, οι έλληνες τραπεζίτες, πολλά αφεντικά του εμπορίου και, φυσικά, ο δημοσιογραφικός / δημαγωγικός βραχίονάς τους, τα έλεγαν πάντως αυτά! Από χρόνια τα έλεγαν!
Το πρόβλημα βρισκόταν, φυσικά, στο πως είναι δυνατό “να περάσουν”. Και μάλιστα “να περάσουν” χωρίς να εκτεθούν τα αριστερά στηρίγματα του ντόπιου κράτους και καπιταλισμού, τα κόμματα και οι συνδικαλιστές τους. “Να περάσουν”, σα να λέμε, με την ουσιαστική μεν υποστήριξη της αριστεράς, χωρίς όμως αυτή να αναγκαστεί να κάνει χοντροκομμένο στριπτίζ, πράγμα που θα είχε μεσομακροπρόθεσμες συνέπειες στην γενική ευστάθεια του συστήματος. Το πρόβλημα βρισκόταν όχι στην περιβόητη “ανικανότητα των κυβερνώντων”, αλλά στη δημιουργία ενός γενικού και αόριστου περιβάλλοντος δεινών, τέτοιου που να επιτρέψει στην “ιατρική σκληρότητα” του κεφάλαιου να σερβιριστεί ως “για το καλό της κοινωνίας”, έχοντας να αντιμετωπίσει μόνο συμβολικές, αναιμικές και πελαγωμένες αντιδράσεις. Το πρόβλημα ήταν, εν τέλει, η έλλειψη βασικών δεδομένων στο να κατασκευαστεί, να αναπαρασταθεί, μια γενική κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Αλλά η ευκαιρία δεν άργησε. Και ήταν - τι άλλο; - ακριβώς εκείνου του δοκιμασμένου τόσες φορές διεθνώς είδους: “κρίση δημόσιου χρέους”. Όχι μόνο στην ελλάδα, αλλά και παντού σχεδόν στον αναπτυγμένο καπιταλιστικά κόσμο.
Έχει πολύ μεγάλη σημασία σε τέτοιες περιπτώσεις τι είναι αυτό που αναλαμβάνει η αριστερά, γιατί μόνον αυτή μπορεί να έχει την μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα σε μια τέτοια αποστολή - με τα τωρινά δεδομένα. Δεν θα μπορούσε (η αριστερά) να αρνηθεί ότι σε σχέση με την διαχείριση της κρίσης χρέους υπάρχει κάποια αντιπαλότητα· κάτι τέτοιο θα ήταν αυτοκτονικό. Θα έπρεπε, αντίθετα, να την διαμορφώσει αυτήν την αντιπαλότητα με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι άσχετη (και πρακτικά ακίνδυνη) για τ’ αφεντικά. Και (κατά την ταπεινή μας γνώμη) η ντόπια αριστερά, σ’ όλες τις φράξιές της, μικρές και μεγάλες, έκανε αυτή τη δουλειά σωστά - για τ’ αφεντικά. Διαμόρφωσε, σκηνοθέτησε ένα πεδίο μάχης τέτοιο, ώστε η “επίθεση” και η “άμυνα” να παρανοούνται, να διαστρέφονται. Το “πρόβλημα είναι εθνικό”, “η επίθεση στρέφεται κατά της χώρας”: τόσο κοντά στην άκρα δεξιά, αλλά με τόσο έντονη αριστερή πατίνα! Σ’ αυτό το γενικό και αόριστο πεδίο μάχης θα μπορούσαν (για την ακρίβεια: έπρεπε) να ανθίσουν όλα τα λουλούδια της εκτόνωσης και του αποπροσανατολισμού. “Μήπως να κηρύξουΜΕ - σα “λαός”... - στάση πληρωμών;”. “Μήπως να φύγουΜΕ απ’ το ευρώ;”. “Μήπως να πάρουΜΕ τα βουνά φτιάχοντας ένα νέο εαμ - κατά της κατοχής;”. Ή “μήπως να περιμένουΜΕ υπομονετικά την αλλαγή των συσχετισμών έτσι ώστε κάποια στιγμή να εγκαθιδρυθεί - κοινοβουλευτικά - η λαϊκή οικονομία;”. “Μήπως, για να περνάει εν τω μεταξύ η ώρα, να μην πληρώνουμε διόδια;”. “Μήπως να απελευθερώσουΜΕ κομμάτι κομμάτι την σκλάβα πατρίδα, αρχίζοντας απ’ την Αττική, με την κατάλληλη επιλογή περιφερειάρχη;”. “Μήπως να σηκώσουμε ψηλά την γαλανόλευκη για να δείξουμε ότι το ζήτημα είναι πατριωτικό;”. “Μήπως να βρίζουμε τους Παπ- της κυβέρνησης;” Ή “μήπως να φτιάξουμε μια επιτροπή λογιστικού ελέγχου όπως στον ισημερινό;”.
Όλα αυτά πέτυχαν τον στόχο τους!!! Παρότι δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη σοφία για να καταλάβει κανείς γρήγορα την σημασία τους, πέτυχαν. Και πέτυχαν όχι τόσο επειδή η αριστερά είναι ιδιαίτερα πειστική, αλλά επειδή η τάξη μας έχει αποδιαρθρωθεί και παραδοθεί συνολικά εδώ και πολλά χρόνια. Φυσικά δεν πρέπει να είναι και τόσο αμελητέοι, σαν “ποσότητα”, όσοι κι όσες κατάλαβαν ή, έστω, υποψιάστηκαν βάσιμα το σε βάρος τους “παιχνίδι”. Ωστόσο αυτό μόνο σαν αφετηρία θα μπορούσε να αξιολογηθεί - τα οργανωτικά και εμπόλεμα βήματα που χρειάζονταν δεν έγιναν ως τώρα. Σίγουρα δεν γνωρίζουμε τέτοια.

Σε όχι ανύποπτο χρόνο, τον Δεκέμβρη του 2010, σε  δημόσια εκδήλωση, επειδή ρωτηθήκαμε, υποστηρίξαμε (ψιθυριστά είναι η αλήθεια [5]) κάτι τόσο “αλλόκοτο” (με βάση τις mainstream αναπαραστάσεις της “κρίσης χρέους”) ώστε εύκολα θα μπορούσε κανείς να μην το καταλάβει - ή να παραστήσει πως δεν το κατάλαβε. Η δική μας, η εργατική αντίληψη για το πεδίο της μάχης, ήταν και είναι αυτή της τελικής, σκληρής και γενικής, με όλα τα όπλα, επίθεσης των ντόπιων αφεντικών απέναντι στην εργασία, στις σχέσεις εργασίας, στην εργατική / κοινωνική αναπαραγωγή, τις σχέσεις και τα “κόστη” της. Με δεδομένη την απογοητευτική κατάσταση της τάξης μας (υποστηρίξαμε) οποιαδήποτε ιδέα “καθολικής αντεπίθεσης” (του είδους “επανάσταση”, “εξέγερση”, “ανατροπή” κλπ) μόνο σαν ένα κακόγουστο αστείο ή ακόμα ένα καρφί στο φέρετρό μας θα μπορούσε να θεωρηθεί. Σε συνθήκες τέτοιας γενικευμένης επίθεσης που, σαν τάξη, σε αιφνιδιάζει απόλυτα (ενώ καθόλου δεν θα έπρεπε) το επείγον είναι (υποστηρίξαμε) να βρεις εκείνα τα σημεία του χάρτη του κοινωνικού εργοστάσιου στα οποία έχεις τις μέγιστες δυνατότητες να ανασυνταχτείς. Να ανασυνταχτείς μαχητικά και καθόλου ονειρικά: να μπορείς, δηλαδή, απ’ την μια να ανασυνθέσεις πρακτικά τις δυνατότητες αρνήσεων, ανταγωνισμού· και να μπορείς απ’ την άλλη να “κρατήσεις” (και να προχωρήσεις) διανοητικά / συνειδησιακά.
Και ποιά είναι τέτοια σημεία του ανάγλυφου των καπιταλιστικών σχέσεων ερωτηθήκαμε - όχι μ’ αυτά τα λόγια, αλλά μ’ αυτό το πνεύμα. Τα απαριθμήσαμε, χωρίς αξιολογική σειρά: α) βασικός μισθός / χρόνος εργασίας· β) δημόσια υγεία· γ) δημόσια εκπαίδευση. Τα δύο τελευταία καθόλου σαν υπεράσπιση εκείνου που ήδη υπήρχε / υπάρχει - που είναι ύπουλο, υπονομευμένο, διαβρωμένο σκληρά από μέσα· αλλά σαν ποιοτική αναδιάταξη των σύγχρονων προλεταριακών αναγκών και άρα απαιτήσεων. Ήταν προφανές ότι η ανάδειξη “λίγων” μόνο σημείων στα οποία θα έπρεπε να συγκεντρωθούν οι όποιες υπάρχουσες μάχιμες εργατικές δυνατότητες, κατ’ αρχήν σαν “άμυνα”, (θα) άφηνε άλλα σημεία του χάρτη των καπιταλιστικών σχέσεων εκτός. Ακάλυπτα. Απ’ το ύψος του φπα ή των διοδίων έως το urban gardening και την ....αοζ! Αλλά ήταν επίσης ολοφάνερο (για εμάς τους περιθωριακούς...) ότι το να μην αναδιπλωθείς έγκαιρα σε επιλεγμένα σημεία / θέσεις / ταξικές σχέσεις που προσφέρονται για κάποιου είδους αποτελεσματική και με προοπτικές εργατική “οχύρωση” όταν έχεις δεχτεί κοιμισμένος και ξεβράκωτος τέτοιας έκτασης και έντασης επίθεσης όπως αυτή της διαχείρισης του δημόσιου χρέους, δεν σε κάνει πιο επικίνδυνο. Σε κάνει απλά πιο γελοίο και ανυπόληπτο - για τα επιτιθέμενα αφεντικά. Ούτε το “να γίνει κάτι...” συνιστά οποιουδήποτε είδους απειλή... Τελικά μόνο τέτοιου είδους προλεταριακές οχυρώσεις μπορούν να επιβάλλουν στ’ αφεντικά τροποποίηση της γραμμής τους. Αυτό είναι, βέβαια, το λιγότερο δυνατό - αλλά σημαντικό με τα χάλια που έχουμε τώρα.
Σε κάθε περίπτωση η σύγκριση αυτής της δικής μας “παραξενιάς” με το τι έστησε η αριστερά (με την πλήρη υποστήριξη των καθεστωτικών μήντια, μην το ξεχνάμε) σαν πεδίο μάχης, είναι χρήσιμη. Η σκόπιμη και μεθοδική παράνοια / φαντασίωση της (δήθεν) γενικής “λαϊκής” αντεπίθεσης αιωρήθηκε (και αιωρείται μετά από δύο χρόνια) μεταξύ του να - βγάλουμε - τη - χώρα - απ’ - το - ευρώ και του να - βάλουμε - τη - χώρα - στον - παράδεισο - των - πενταετών - πλάνων - της - “λαϊκής οικονομίας”. Γεννήθηκαν σαν διαταξική μάζα οι “αγανακτισμένοι”· η μούτζα έγινε το δεύτερο μετά τη γαλανόλευκη εθνικό σύμβολο· οι “γερμανοί” κηρύχτηκαν εθνικοί εχθροί· ο “θάνατος του εμποράκου” αναδύθηκε σαν η μελοδραματική αφήγηση της περιόδου· και, τελικά, η “συμπαράσταση” σε μια απεργία (στη χαλυβουργία) έγινε το πλυντήριο του “εθνικού φιλεργατισμού”, τόσο ευρύχωρο μάλιστα ώστε να χωρέσουν και οι φασίστες.
Μέσα ή πίσω απ’ αυτά η συμβολή της αριστεράς στην πρακτική υποστήριξη του πολέμου των αφεντικών είχε κι αυτό: την υπερκωδίκωση των προβλημάτων (και, κυρίως, της αιμοραγίας της τάξης μας) στο μενού του “κεντρικού πολιτικού”, δηλαδή του κοινοβουλίου και των κομμάτων. Πρόκειται για το ακριβώς αντίθετο απ’ ό,τι θα μπορούσε να είναι πρακτικά ο ταξικός ανταγωνισμός, τόσο γενικά όσο και (ακόμα περισσότερο) σε συνθήκες γενικευμένης επίθεσης των αφεντικών. Γιατί, βέβαια, οι συσχετισμοί σ’ αυτό το “κεντρικό πολιτικό” αλλάζουν μόνο με εκλογές, σε πλήρη αντίθεση με το πως διαμορφώνονται (πως μπορούν να διαμορφωθούν) οι συσχετισμοί δύναμης στο (υποτιμημένο και ελεγχόμενο απ’ τις ιδεοληψίες ωστόσο) κοινωνικό πεδίο. Για να το κάνουμε λιανά: άλλο πράγμα, για παράδειγμα, η απεργία σε μια δουλειά σαν πρακτική άσκηση εργατικής αντιεξουσίας κι άλλο η λογοδιάρροια και οι καταγγελίες / κατάρες των εκπροσώπων στα βουλευτικά έδρανα....
Η αναγωγή στο “κεντρικό πολιτικό” (και στον μικροαστικό φαντασιακό / ιδεολογικό ορίζοντα περί “υπόδουλης πατρίδας” κλπ) των βασικών στοιχείων και των ουσιαστικών στοχεύσεων και συνεπειών της διαχείρισης της κρίσης, ειδικά μάλιστα των αντιπρολεταριακών τέτοιων, έδωσε μεγάλες ανάσες και άφθονο χρόνο στ’ αφεντικά. Και ήταν η συνεπής (και ταυτόχρονα ξετσίπωτη) ολοκλήρωση αυτής της αναγωγής η υποστήριξη που έδωσε ρητά η αριστερά μέσα στο παλιό παλάτι στις 12 Φλεβάρη. “Ψηφίζοντας όχι” βέβαια· αλλά συναινώντας κατηγορηματικά στην αρμοδιότητα των “γενικών πολιτικών / κοινοβουλευτικών συσχετισμών” να αποφαίνονται για την βασική τιμή του εμπορεύματος εργασία. Με όλες τις προεκτάσεις τέτοιων αποφάσεων. [6]

Δεν είναι βέβαια ιδιαίτερα φιλικό εκ μέρους μας να το πούμε, είναι όμως η ωμή αλήθεια. Την Αθήνα δεν την έκαψαν το βράδυ της 12ης Φλεβάρη ούτε οι επιτροπές ανέργων ούτε οι piceteros... Αντίθετα, όταν μετά από μερικές μέρες επαναπροσδιορίστηκε το επίδομα ανεργίας και έγινε μαθητικό χατζιλίκι, δεν βγήκε κιχ. Απο πουθενά.  Ίσως επειδή δεν υπάρχουν στην ελλάδα άνεργοι... Ή, ίσως, επειδή υπάρχουν μεν αλλά κάπως, κάπου (και με δική τους ευθύνη, αλλοίμονο...) έχουν καταχωνιαστεί· από ποιούς άραγε;
Αλλά η ντόπια αριστερά θα ανταμειφθεί για τις υπηρεσίες της στις ερχόμενες εκλογές, και το ξέρει: περισσότεροι βουλευτές, δηλαδή περισσότεροι (ταπεινοί, ταπεινότατοι!) βουλευτικοί μισθοί, μεγαλύτερα ποσά χρηματοδότησης, περισσότερες θέσεις σε επιτροπές (πάλι λεφτά), περισσότερος χρόνος στα καθεστωτικά μήντια, κλπ κλπ. Μαζί της θα ανταμειφθούν και οι φασίστες - άλλος λογαριασμός αυτός.
Δεν τα βρίσκουμε καθόλου αστεία ή “έλα μωρέ...” όλα αυτά. Για χρόνια μας έριχναν στα πόδια· μέχρι που σιγουρεύτηκαν πως τους παίρνει, και μας έριξαν στο κεφάλι. Έχει γίνει πια μείζον εργατικό καθήκον να μην ξεχάσουμε ποτέ ποιοί και πως φρόντισαν την ευστοχία των κτυπημάτων που δεχόμαστε.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 - Αυτό το καθεστώς, του να προσδιορίζεται δηλαδή ο γενικός κατώτατος μισθός με απόφαση της κυβέρνησης, ισχύε ως τώρα στη γαλλία, την ισπανία, το μέγα δουκάτο του λουξεμβούργου, στην αγγλία και στην ιρλανδία. Πρέπει να σημειώσουμε ωστόσο ότι σ’ αυτά τα κράτη οι κλαδικές συμβάσεις (και οι επιμέρους κατώτατοι μισθοί) παραμένουν πάντα προϊόν των διαπραγματεύσεων μεταξύ αφεντικών και συνδικάτων.
[ επιστροφή ]

2 - Για να μην γίνουν παρανοήσεις. Η έκθεση του ΙΝΕ, αν και από μια “φιλεργατική” γωνία, δεν είναι μνημείο ταξικού εξτρεμισμού. Και για την “εθνική οικονομία” μιλάει, και (γενικόλογες) αντι-προτάσεις περιλαμβάνει. Απ’ την άλλη, αν και τεχνοκρατική εν πολλοίς, κινείται “αριστερότερα” όχι μόνο απ’ την ίδια την γσεε, αλλά απ’ το σύνολο της ντόπιας αριστεράς, των συνδικάτων, των ειδικών οικονομολόγων και των διανοούμενών της. Δεν είναι δύσκολο: όλοι αυτοί έχουν μετατοπιστεί τόσο “δεξιά” ώστε άνετα να τους υπερφαλαγγίζουν ακόμα και οι φασίστες...
[ επιστροφή ]

3 - Πρωτοδημοσίευτηκε στο περιοδικό Midnight Notes νο 10, το 1990· περιλαμβάνεται στη συλλογή κειμένων Midnight Oil, Work, Energy, War, 1973 - 1992, που εκδόθηκε στις ηπα το 1992 απ’ την ομώνυμη ομάδα.
[ επιστροφή ]

4 - Λίγες μέρες πριν την 12η Φλεβάρη, βρέθηκε στην Αθήνα ο πρώην πρωθυπουργός του βελγίου και νυν επικεφαλής της ομάδας των φιλελεύθερων ευρωβουλευτών Γκυ Φερχόφσταντ. Η άποψή του για το τσάκισμα των μισθών φωτίζει από μια άλλη θέση το ζήτημα· όμως αποδίδει την ευθύνη εκεί που πράγματι βρίσκεται. Να:

Ερώτηση: Στην Ελλάδα υπάρχει διάχυτη η εντύπωση ότι μερικοί στην Ευρώπη είναι αποφασισμένοι να μας κάνουν “Βουλγαρία” στους μισθούς. Τι πιστεύετε;
Απάντηση: Η δική μου εντύπωση είναι ότι τα σκληρά αυτά εισπρακτικά μέτρα που λαμβάνονται οφείλονται κυρίως στο ότι η τρόικα ακολούθησε και σεβάστηκε τις κόκκινες γραμμές των ελληνικών πολιτικών κομμάτων. Έτσι, στο τέλος, αυτά που έχουμε σήμερα στο τραπέζι, δηλαδή η μείωση των μισθών, είναι το τελευταίο στο οποίο κατάφεραν να συμφωνήσουν τα ελληνικά κόμματα, διότι δεν συμπλέουν στον κύριο στόχο. Και αυτός είναι η μεταρρύθμιση του πελατειακού συστήματος στην Ελλάδα. Οι έλληνες πολιτικοί αρχηγοί λένε στην τρόικα “αυτό δεν είναι δυνατόν, το άλλο δεν είναι δυνατόν, αυτό θα το κάνουμε αργότερα, εκείνο αργότερα” και τελικά τι τους απομένει; Τα κλασσικά μέτρα λιτότητας, ακριβώς επειδή δεν συμφωνούν στις πραγματικές, σε βάθος μεταρρυθμίσεις.

[ επιστροφή ]

5 - Το “ψιθυριστά” δεν οφείλεται στην πολιτική μας συστολή, αλλά στην επίγνωση της πραγματικότητας!
[ επιστροφή ]

6 - Το γεγονός ότι ο σεβ, ή ο Σαμαράς, ή ο Βενιζέλος “βρίζουν” την αριστερά σαν “ανεύθυνη”, είναι βέβαια στάχτη στα μάτια. Στην εκλογική αρένα λέγεται και καμιά κουβέντα παραπάνω, έτσι δεν είναι;
[ επιστροφή ]

 
       

Sarajevo