|
|
το άρωμα της ζωής: "τούμπανο"
(οι λέξεις και οι σχέσεις)
Θα πρέπει να ήταν εκεί, γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ‘80. Δύο διαφορετικοί αλλά διαδοχικοί κόσμοι, δύο διαφορετικές αλλά συνεχόμενες ιστορικές φάσεις της ελληνικής κοινωνίας, θα πρέπει να αντάλλαξαν μεταξύ τους την σκυτάλη των δημόσιων και ιδιωτικών ηθών. Πριν το μεγάλο κύμα, που ερχόταν απ’ το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ‘70, είχε σκάσει βγάζοντας στον αφρό (της εξουσίας και όχι μόνο) την σοσιαλδημοκρατία α λα ελληνικά, και βρισκόταν στην άμπωτή του... Μετά ένα ακόμα μεγαλύτερο κύμα που, φουσκώνοντας για λογαριασμό της κατανάλωσης, θα τραβούσε απ’ τον κοινωνικό βυθό όλα τα σκουπίδια, κάθε τι που θα μπορούσε να επιπλεύσει...
Σ’ αυτή τη συμβολή των δύο εποχών, που μπορεί κανείς να την καταλάβει ενόσω την ζει χωρίς ωστόσο να μπορεί να δει καθαρά το μέλλον, μια αδιόρατη αλλαγή άρχισε να συμβαίνει στους τρόπους έκφρασης, στα λόγια, μικρότερων και σιγά σιγά μεγαλύτερων ομάδων ανθρώπων. Ήταν η τελευταία φορά που το φαινόμενο με τ’ όνομα “χώρος”, μεταλλασόμενο ραγδαία και ριζικά, κρατούσε ακόμα - χάρη στην αδράνεια του παρελθόντος του - μια θέση κοινωνικής πρωτοπορείας· ένα είδος εργαστηρίου παθών και λογισμών. Ό,τι συνέβαινε εκεί λίγο αργότερα θα συνέβαινε πολύ ευρύτερα...
Κι εκεί ήταν που φαίνεται να απέκτησαν στόματα και υποκειμενισμό λέξεις και εκφράσεις του περιθωρίου. Ο κυριότερος ιμάντας μεταφοράς τους ήταν ο κόσμος των γηπέδων - αλλά κι αυτός, με τη σειρά του, κουβαλούσε ήδη (και θα κουβαλούσε ακόμα εντονότερα στη συνέχεια) λεκτικό φορτίο απ’ τον κόσμο της πρέζας και τον κόσμο των φυλακών. Λέξεις και εκφράσεις μιας ή περισσότερων αργκώ, που ακόμα και στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 ήταν κρυπτογραφικές των αντίστοιχων περιθωριακών, άρχισαν να μπαίνουν σε καθημερινή χρήση ενός μαζικού νεολαιΐστικου υποκειμένου, που κάθε άλλο παρά περιθωριακό ήταν.
Αυτές οι λεκτικές μεταγραφές μπορεί να έμοιαζαν παράξενες έως καθαρά ξένες στο αυτί (και στο μυαλό) των πιο “παλιών”, όμως ήταν νόμιμες από μια παράξενη ιστορική σκοπιά. Το παλιό κύμα /”χώρος”, πολιτικό στην καθημερινή ζωή, με καταγωγή την διαλυμένη πια “νέα αριστερά” και τις ανταρσίες στα πανεπιστήμια, είχε εστιάσει ορισμένες απ’ τις χειραφετικές του απόπειρες στα “κοινωνικά περιθώρια”: στις φυλακές, στους ηρωϊνοεξαρτημένους, στους ψυχικά πάσχοντες. Δεν επρόκειτο για εγχειρήματα λεκτικής συνάφειας, κάθε άλλο. Ήταν μάλλον ψηλαφητές αναζητήσεις των αρθρώσεων της εξουσίας· σε μια εποχή που η επίσημη αντίληψη περί εξουσίας συνοψιζόταν πανηγυρικά στις κυβερνήσεις και στα κόμματα. Το πλησίασμα των “περιθωριακών” απ’ την (αυτο-θεωρούμενη, κι ως ένα σημείο δικαιολογημένα) πολιτική πρωτοπορία ήταν, βέβαια, γεμάτο μύθους. Κι ίσως να ήταν αδύνατο να συμβεί διαφορετικά κατ’ αρχήν. Αλλά ήταν ένας προσανατολισμός που, προς στιγμήν, αποκαθιστούσε πολιτικά αυτά τα “περιθώρια” τραβώντας τα στο κέντρο της προσοχής. Μιας προσοχής όχι φυσιοδιφικής, μάλλον συγγενικής, συμ-παθητικής.
Το καινούργιο κύμα / “χώρος” (κι απο πίσω του, στο όχι και πολύ βάθος, μεγαλύτερα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας) ήταν “άγριο”, λίγο ή καθόλου συναισθηματικά δουλεμένο· η πρώτη μεταπασοκική νεολαιΐστικη γενιά. Όρμηξε απ’ τις πλατείες των γειτονιών (και για μερικές τέτοιες πλατείες τα γήπεδα ήταν πολύ κοντά...) αλλάζοντας τα δεδομένα της απειθαρχίας, την ώρα που έψαχνε ένα νόημα που να αξίζει να το ζει κανείς στα 17 ή στα 20 του. Ήταν μια νεολαιϊστικη ανταρσία, εξέγερση ώρες ώρες, σε πολεοδομικά τοπία που δεν είχαν διαμορφώσει ακόμα τις θέσεις της αμιγώς νεολαιΐστικης κατανάλωσης. Ένα μειοψηφικό ίσως αλλά δυναμικό τμήμα της νεολαίας των λυκείων ή λίγο μεγαλύτερη, ασυνήθιστα (με τα ως τότε δεδομένα) εξοικειωμένο με το σνιφάρισμα βενζίνης ή κόλλας, με τα τριπάκια και τις αμφεταμίνες. Ήταν ένα υποκείμενο βιαστικό, απότομο, με καλά κρυμμένη (ή και άγνωστη) την τρυφερότητά του· οργανωμένο σαν (κυρίως) αγοροπαρέες, με κώδικες εμπιστοσύνης και συμπεριφοράς που ξαναζωντάνευαν την παράδοση (και την υπο-κουλτούρα) των blouson noir. Παρέες συγκροτημένες συχνά σαν “φυλές” της μητρόπολης, άλλοτε γύρω από συγκεκριμένα υποείδη του rock ‘n’ roll, άλλοτε γύρω από στυλ ντυσίματος, συχνά και τα δύο μαζί. Οι σχιζο-μητροπολιτάνοι, όπως θα τους έλεγαν αλλού, στην πρώτη και πιο αυθεντική εμφάνισή τους στην ελλάδα.
Ήταν λογικό λοιπόν ότι το κοφτό, περιορισμένων αποχρώσεων (σχεδόν μανιχαϊστικό), απότομο, επιθετικό (ακόμα και στις φιλικές σχέσεις), πότε πότε συνωμοτικό, και πάντως επηρεασμένο απ’ την “χημεία” λεκτικό σύμπαν αυτού του νέου κύματος, θα πότιζε και θα διέβρωνε το πιο λεπτεπίλεπτο, με ποικιλία ευαισθησιών ή πολιτικοϊδεολογική υπερφόρτωση και σχολαστικότητα, αμήχανο όμως και βαλτωμένο πια λεκτικό σύμπαν του προηγούμενου κύματος. Ήταν, τηρουμένων των αναλογιών, σαν ο κόσμος του punk να εφορμούσε στον κόσμο του progressive rock: γρήγορα τρίλεπτα, κοφτά, θορυβώδικα τραγούδια με ακατέργαστες φωνές και εκκωφαντικά φάλτσα, κόντρα στους μανιερισμούς της ροκ καλλιτεχνίας που ήθελε να φτάσει σε ορχηστρικά ύψη - και να κλειστεί εκεί, στο χρυσό κλουβί της.
Ήταν λογικό, επίσης, (ως ένα βαθμό τουλάχιστον) που αυτή η έφοδος των αργκώ λέξεων και εκφράσεων έγινε δεκτή σαν αντικομφορμιστικό φρεσκάρισμα της καθημερινής κοινωνικότητας. Υπήρχε όμως πιο πίσω μια βαθύτερη αλλαγή εννόησης του κόσμου. Ένα είδος νεο- (ή μετά-) ρομαντισμού, προσανατολισμένου στην (μέχρι υπερβολής) αποθέωση του νεαρού άγριου. Δεν ήταν αυτό σύμπτωμα μόνο του (ασυνεχούς πια) φαινομένου που ονομαζόταν “χώρος”, αλλά της ευρύτερης κοινωνικής αριστεράς. Σαν τα χρόνια της κριτικής, των επεξεργασιών (και των λόγων της) να είχαν κουράσει ή ξεπεραστεί· και σα να ήταν αναγκαίο να μυθοποιηθεί ένα είδος πρωτόλειας αυθεντικότητας - που κατέληξε γρήγορα στην ανοικτή και ανεπιφύλακτη επευφημία του brutal και του λούμπεν - ακόμα κι αν ήταν “στημένα” για να μοιάζουν τέτοια.
Συνεπώς, το μίγμα γοητείας του παράξενου και μυθοποίησης του (στον ένα ή στον άλλο βαθμό ποινικού ή παραβατικού) περιθωρίου, άρχισε να καθιερώνει όχι μόνο μια λεκτική συρρίκνωση αλλά και έναν aggressive τρόπο καθημερινής κοινωνικότητας. Ονομάστηκε “σχολή γρήγορων απαντήσεων” και, εκ των υστέρων, θα μπορούσε να βρει κανείς αναλογίες με τις ραπ λεκτικές μονομαχίες στα γκέτο των αμερικανικών πόλεων. Κλισέ, ευφυολογήματα, κοφτά και επιθετικά πειράγματα, “ατάκες”: η λεκτική σκληρότητα (που όμως δεν είχε ούτε την καταγωγή, ούτε τις έγνοιες, ούτε τα συμφραζόμενα πραγματικών γκέτο...) άρχισε να γίνεται μόδα του καθημερινού σχετίζεσθαι· σχετίζεσθαι που εννοούνταν όλο και ευκολότερα σαν “νταραβέρι”. Το “μαλάκας” και το “γαμάς / γαμιέσαι” και τα παράγωγά τους καθιερώθηκαν σαν η χρυσή εντεκάδα σε κάθε ντουζίνα λέξεων.
Δεν ήταν μόνο λεκτική η σκληρότητα, αλλά και (κυρίως) νοητική. Οποιοδήποτε αίσθημα είχε περισσότερες αποχρώσεις απ’ του άσπρου και του μαύρου έμενε υποχρεωτικά ανέκφραστο· ώσπου να ξεχαστεί, να μην αναγνωρίζεται κοινωνικά (δηλαδή: καθημερινά) η ύπαρξη και η εκδήλωσή του. Οποιαδήποτε σκέψη ήταν πιο σύνθετη από κλισέ και γρήγορες απαντήσεις έμπαινε στην καραντίνα, ώσπου να ξεχαρβαλωθεί εντελώς, να μην επιτρέπεται η διάπραξή της. Τα συμφραζόμενα έγιναν υπονοούμενα· και τα υπονοούμενα σπασμοί βαρεμάρας. Η περίσκεψη και η γεμάτη νόημα σιωπή εξορίστηκαν βαθμιαία αλλά αποφασιστικά· και αντικαταστάθηκαν από παραληρήματα, μικρά ή μεγάλα. Η κατανόηση έγινε ετοιμολογία, και η ετοιμολογία έγινε ρηχή (και γι’ αυτό όλο και πιο επιθετική) επανάληψη κοινοτοπιών. Κι αυτά, σαν “απ’ τα κάτω” καθημερινή ζωή των λέξεων και των σχέσεων, την ίδια εποχή που οι μεγάλες κλίμακες του δημόσιου χώρου, είτε οι δρόμοι των πόλεων είτε τα (φρεσκο”απελευθερωμένα” - βρισκόμαστε πια στα ‘90s) μήντια, γέμιζαν με την ίδια ακριβώς “ευφυολογία” και επιθετικότητα των λέξεων: των διαφημιστικών σκλόγκαν, προτροπών, διαταγών. Για λογαριασμό του εμπορεύματος και της κατανάλωσης. Την ίδια ώρα, σα να λέμε, η “ατάκα” και ο κόσμος της, καθιερωνόταν και επιβεβαιωνόταν απ’ την μια σαν η κοινοτοπία της καθημερινής μικροκλίμακας των σχέσεων και απ’ την άλλη σαν ο γενικός διεθυντής της εμπορευματικής ευδαιμονίας. Την ίδια ώρα, επιπλέον, η βίαιη αισθητικοποίηση των πάντων (“στυλ παντού”, “πόζες παντού”) γινόταν μια νέα και δυναμική μέθοδος περιθωριοποίησης (με στόχο τους “κακομούτσουνους” - δηλαδή τους μετανάστες προλετάριους) μέσω της αυτο-επιβεβαίωσης και αυτο-επιβεβαίωσης μέσω του αποκλεισμού (των όποιων Άλλων)... Αλλά και το βασικό μοτίβο αποθέωσης του ξεγυμνώματος των κοινωνικών σχέσεων για χάρη του χρήματος και της κατανάλωσης.
Έτσι έγιναν οι λέξεις και οι σχέσεις στα ‘90s και στα ‘00s. Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς εάν το στένεμα, η ρηχότητα, και η επιθετικότητα των λέξεων προκάλεσε το στένεμα, την ρηχότητα και την επιθετικότητα των σχέσεων ή έγινε το ανάποδο... Κάποιος άλλος θα μπορούσε να αναρωτηθεί πόσα πολλά (πόσες πολλές παραδοχές, πόσα πολλά αυτονόητα, πόσες πολλές παραιτήσεις και εκχωρήσεις του πλούτου των λέξεων και των σχέσεων) δούλεψαν πριν δημιουργηθεί μια σημερινή γενιά που ασφυκτιά και υποφέρει διαθέτοντας ένα εκφραστικό υλικό 200 λέξεων, γιατί (δεν το ξέρει, όμως έτσι έχει συμβεί) της έκλεψαν τις λέξεις και τα νοήματα· ή πριν το sms και το twitting γίνουν το ρέκβιεμ μιας εποχής χαρούμενης και ευδαιμονικής α-νοησίας... Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς πόσα έμειναν αν-είπωτα και αν-αίσθητα, και πόσα πρέπει να ξαναδημιουργηθούν, να ξαναμιληθούν, να ξαναγγιχτούν... Από μια έμφυλη σκοπιά τέλος, θα μπορούσε κάποια να αναρωτηθεί τι ποσά φτωχευμένης “αρσενικότητας” (συγνώμη για το νεολογισμό!) χώρεσαν στη διαμόρφωση και την εδραίωση αυτής της λεκτικής ωμότητας που είναι πια τόσο κοινότοπη ώστε δεν την προσέχει κανείς ... αφού άλλωστε έχει υιοθετηθεί για τα καλά και απ’ τις γυναίκες.
Αυτές είναι εύλογες και γόνιμες απορίες. Τις αφήνουμε επίτηδες έτσι, με τα ερωτηματικά τους να αιωρούνται. Λέμε ωστόσο, χωρίς καμία νοσταλγία στη λεκτική και νοηματική εκζήτηση και χωρίς καμία παραχώρηση στη φλυαρία, ότι η “σχολή των γρήγορων απαντήσεων” παρά την (παιδιάστικη...) φαντασμαγορία της, ή ίσως συμπεριλαμβανόμενης κι αυτής, ήταν η σχολή των νεκροζώντανων σχέσεων, και σαν τέτοια, ήταν η σχολή της σύγχρονης συναισθηματικής και διανοητικής σκλαβιάς. Ακριβώς με τον τρόπο που το εννοούσαν το μακρινό 1982 οι Renato Curcio και Alberto Franceschini, στο Gocce di Sole, nella Citta degli Spettri. Αξίζει κανείς να προσέξει πως οι συγγραφείς δεν κάνουν το εύκολο, δηλαδή το “καταγγέλλουμε την εξουσία”... Μιλάνε για την κοινή γλώσσα του αφέντη και του δούλου...:
...
Οι γλώσσες της εξουσίας είναι πριν από όλα γλώσσες αποπλάνησης, που υποχρεώνουν στην αγόρευση πριν την απαγόρευση, αλλά που επιβάλλονται με τη βία εκεί που η υπνωτική έκταση δεν λειτουργεί και τα σημαίνοντα της κυριαρχίας δεν κατορθώνουν να καθηλώσουν τις κοινωνικές συμπεριφορές στα διάφορα προγράμματα αναπαραγωγής των αλλοτριωμένων κοινωνικών σχέσεων.
Όμως, ακόμα χειρότερα, πρόκειται για γλώσσες παρανοϊκές, που διαχυμένες σ’ όλα τα δίκτυα της δεσποτικής Μαζικής Μεσο-λαβητικής Επικοινωνίας, κινούνται σαν βλήματα με στόχο τις διάφορες μορφές αυτόματης και αυθόρμητης συνείδησης των ατόμων που κατοικούν στη στοιχειωμένη πόλη...
Γλώσσες παραληρηματικές ... γιατί μεταφέρουν “αλλού”, σε σχέση με τις αντιθέσεις που γεννιούνται στην παραγωγή της ζωής, γλώσσες που αυτονομούνται από την υλικότητα των πραγμάτων, των σωμάτων και των μεταξύ τους πραγματικών σχέσεων, για να επιβάλλουν τα μονοδιάστατα σημαίνοντα της εξουσίας, τα οποία βρίσκονται σε απόλυτη απόκλιση από τη ζωή.
Μ’ άλλα λόγια, ανάμεσα στη σημασιολογική (σημαίνον) και τη δηλωτική (σημαινόμενο) λειτουργία του σημείου διανοίγεται ένα ανυπέρβλητο βάραθρο, ένα χάσμα, και η πρώτη λειτουργία [του σημαίνοντος], αυτονομούμενη, παίρνει τη μορφή μιας ψευδαίσθησης, χάνει κάθε πραγματική σχέση με τη γλώσσα της πραγματικής ζωής. Κι έτσι διαχωρίζεται τελείως από την δεύτερη [του σημαινόμενου] και συνεπώς από τον πραγματικό κόσμο των πραγμάτων.
Οι γλώσσες του κοινωνικού ελέγχου φέρουν το εμφανές στίγμα της καταπίεσης, του βασανισμού, του θανάτου.
“Μιλούν” αυτόν που τις ομιλεί, μπλοκάροντας έτσι κάθε δυνατότητα επικοινωνίας. Πληροφορώντας παραμορφώνουν, υποκρινόμενες αποκαλύπτονται, εξουσιο-δοτώντας απαγορεύουν, γεννούν την ενοχή και σπέρνουν τον φόβο. Αποτελούν τον κώδικα του ψυχρού θανάτου, τη γενετική του μνήμη.
Είναι γλώσσες του αφεντικού και του σκλάβου: τόσο αλαζονικές και εκφοβιστικές από τη μια, όσο δουλοπρεπείς, ενδοτικές και υποκριτικές από την άλλη.
Έχουν μια γεύση απωθητική, τη γεύση μιας αλλοτριωμένης, εχθρικής και αντιφατικής γνώσης. Τη γεύση της εξουσίας μιας τάξης που πεθαίνει και που δεν μπορεί να οδηγήσει σε μια άλλη γνώση· που δεν γνωρίζει το άρωμα της ζωής...
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
* Η λέξη “τούμπανο” παραπέμπει αρχικά και επί αιώνες σ’ ένα συγκεκριμένο είδος μουσικών οργάνων (τύμπανο - τούμπανο - τουμπερλέκι) και, μέσω αυτής της παραπομπής (ή το ανάποδο) στη διόγκωση ελαστικών επιφανειών, κυρίως δέρματος (τυμπανισμός, τυμπάνωση της κοιλιάς - από πείνα).
Αυτό το τεχνητό (τα τύμπανα φτιάχνονταν από τομάρια ζώων...) ή άρρωστο (η πείνα, η πείνα!) τέντωμα του δέρματος, πέρασε στην υποκοσμιακή αργκώ της “νύχτας”, των “μαγαζιών”, της “προστασίας” και των γυμναστηρίων, σα συνώνυνο του φουσκωτός. Κάτι γυμναστικές από ‘δω, κάτι φάρκακα και καταπότια από ‘κει...: “τούμπανο”! Ο “τούμπανος” δεν είναι ούτε ο νευρώδης ούτε ο μαχητικός. “Τούμπανος” είναι ο φουσκωμένος, με αέρα - που πουλάει όγκο, και απειλεί με δαύτον.
Πώς, τώρα, γίνεται να κυλάνε οι λέξεις μέσα στις σχέσεις και οι σχέσεις μέσα απ’ τις λέξεις δεν ξέρουμε να το πούμε ακριβώς! Αλλά η λέξη “τούμπανο” έφτασε να χρησιμοποιείται σαν το “πολύ εντάξει”, το “ωραίο”, το “o.k.”. Η συνωνυμία που θα κατέγραφε κάποιος είναι του είδους: “αυτός / αυτό είναι τούμπανο” = με το “αυτός / αυτό είναι γαμάω”.
‘Όχι, δηλαδή, ότι είναι ασύμβατα μεταξύ τους το “τέντωμα του δέρματος” (το γυμναστήριο, άρα το σώμα σαν τεχνολογία) και το “γαμήσι” (ξανά το σώμα σαν πράγμα) - όχι. Τράβα όμως τώρα να πεις καμιά κουβέντα!!! Αφού όλα σα φούσκες και σα γαμήσια μοστράρονται.
Ή όχι; |
|