Με υπερηφάνεια, και κάθε σεβασμό στους θεσμούς και στο θέατρό τους, που μας δίνουν ψωμάκι... |
|
το πολίτευμα της κρίσης
...Από την στρατιωτική “επανάσταση” της τριανδρίας Γονατά - Πλαστήρα - Φωκά το 1922 μέχρι το 1928, τα γεγονότα είναι πυκνά, αλλά η ηγεμονία της βενιζελικής παράταξης αδιαμφισβήτηση, παρ’ ότι ο φυσικός της αρχηγός Βενιζέλος θα απουσιάσει μια σχεδόν τετραετία, ‘24 - ‘27, στο εξωτερικό. Την περίοδο αυτών των 7 χρόνων θα ανέβουν στην εξουσία 14 κυβερνήσεις, στρατιωτικές ή πολιτικές, απ’ τις οποίες δύο μόνο θα προκύψουν απευθείας από εκλογές· θα γίνουν δέκα στρατιωτικά πραξικοπήματα (τα τρία πετυχημένα)· δυο φορές εκλογές, ένα δημοψήφισμα για το πολιτειακό· και μια φορά θα ανακηρυχτεί η δημοκρατία.
...
Τα επόμενα τέσσερα χρόνια, θα είναι μια κοινοβουλευτική παρένθεση σταθερότητας στη μέση μιας θυελλώδους εποχής. Με την εξαίρεση μιας βδομάδας (που θα κυβερνήσει ο Παπαναστασίου, αλλά θα πέσει όταν ο Βενιζέλος κατήγγειλε το κόμμα του ως “ταξικό”) επί τέσσερα χρόνια στην πρωθυπουργική καρέκλα θα κάθεται ο Βενιζέλος. Στην πραγματικότητα, ο λόγος που τα υπόλοιπα κόμματα της βενιζελικής παράταξης απέφευγαν τις κυβερνητικές ευθύνες, ήταν το κράχ που ξέσπασε το 1929 και γρήγορα έφτασε στην ελλάδα. Η άσκηση της πολιτικής εξουσίας είχε γίνει πλέον μια δουλειά υψηλού ρίσκου.
Απ’ ότι δείχνουν πάντως τα στοιχεία, το βασικό θύμα της κρίσης ήταν η εργατική τάξη, που πλήρωσε βαρύ φόρο με την μορφή της μεγάλης ανεργίας και του δυσβάστακτου κόστους επιβίωσης. Κατά τ’ άλλα, η ελληνική οικονομία και οι επιχειρηματίες της, χάρη σ’ ένα συνδυασμό αυστηρού προστατευτισμού και μεγάλων ροών κεφαλαίου με την μορφή εξωτερικού δανεισμού, θα βγουν σχετικά αλώβητοι από την κρίση, εμφανίζοντας τουλάχιστον μέχρι το 1932 υψηλούς ρυθμούς βιομηχανοποίησης και ανάπτυξης. Μέχρι την χρονιά εκείνη, το ελληνικό κράτος είχε συνάψει εξωτερικά δάνεια που το συνολικό τους ύψος ξεπερνούσε το 150% του ετήσιου ακαθάριστου εθνικού προϊόντος (1.022 εκατομμύρια χρυσά φράγκα). Τα κεφάλαια αυτά κατευθύνθηκαν κυρίως σε έργα υποδομής και έργα αποκατάστασης των προσφύγων. Στις αρχές του ‘32, ο Βενιζέλος, με μια πανευρωπαϊκή περιοδεία του που κατέληξε στην έδρα της “Κοινωνίας των Εθνών”, προσπάθησε να βρει νέες πηγές δανεισμού, αλλά η οικονομική κρίση είχε ανακόψει τις παγκόσμιες ροές κεφαλαίου. Η αποτυχία να συναφθούν νέα δάνεια, υποχρέωσε το ελληνικό κράτος να κηρύξει χρεωκοπία και παύση πληρωμών· παρόλα αυτά ο προστατευτισμός που θα ενταθεί θα δημιουργήσει ένα κέλυφος σχετικής προστασίας για την ελληνική οικονομία....[1]
Ο ελληνικός κοινοβουλευτισμός έχει την δική του ιστορία αστάθειας, ειδικά στον 20ο αιώνα όπου, υποτίθεται, σταθεροποιείται σαν έκφραση μιας κάποιας δημοκρατίας. Το ρεπερτόριο αυτών των περιόδων αστάθειας δεν είναι μεγάλο: βουλευτές αυτομολούν απ’ το ένα κόμμα προς το άλλο, κόμματα διαλύονται και καινούργια δημιουργούνται (συνήθως βραχύβια), κυβερνήσεις συνασπισμού σχηματίζονται για να διαλυθούν. Και παρότι υπάρχουν σοβαρές διαφορές στα υπο-κείμενα αίτια τέτοιων περιόδων, δεν αντέχει κανείς στην υποψία ότι υπάρχουν και ορισμένες σταθερές. Το είδος των σχέσεων των βουλευτών και των κομμάτων με τους ψηφόφορους τους· η “κουλτούρα” του εκλέγειν και τους εκλέγεσθαι στην ελλάδα· κυρίως, όμως, η ιστορική έλλειψη μιας συμπαγούς και ικανής σε μέγεθος αστικής τάξης “εσωτερικού” που να αποτελεί τον βασικό πόλο και της πολιτικής εξουσίας στο ελληνικό κράτος.
Η τωρινή φάση κοινοβουλευτικής (και κομματικής) ανακατωσούρας στα μέρη μας, εν μέρει πραγματική και εν μέρει θεαματική, προβάλλεται σαν γεγονός καθ’ εαυτό, ή σαν αντανάκλαση της υποτιθέμενης “λαϊκής πίεσης” (της οποίας όμως τα πραγματικά χαρακτηριστικά μόνιμα αποσιωπούνται) και διατίθεται έτσι, η κοινοβουλευτική ανακατωσούρα αυτούσια προς κατανάλωση. [2] Εξηγήσεις πέραν την παρα-πολιτικής δεν χρειάζονται! Ποιό είναι λοιπόν το πρόβλημα; Πως η διαχείριση της κρίσης επηρεάζει τον ντόπιο κοινοβουλευτισμό;
Έχουμε υποστηρίξει απ’ αυτές εδώ τις σελίδες τα δυόμιση τελευταία χρόνια μερικές απόψεις που αξίζει να τις θυμίσουμε περιληπτικά, πριν έρθουμε στο “τώρα”. Το βασικότερο είναι ο μακρόχρονος μετασχηματισμός της δομής του ελληνικού κράτους (άρα και του πολιτικού του προσώπου) απ’ την δεκαετία του ‘90 και μετά: οι μηχανισμοί και τα κυκλώματα, μέσα κι έξω απ’ τα κόμματα, ανέπτυξαν την δική τους ηγεμονική δυναμική· αυτό ήταν μια διαδικασία που τροφοδοτήθηκε από διάφορες και διαφορετικές μεριές. Απ’ την απότομη και ριζική αλλαγή στην ταξική σύνθεση της κοινωνίας στην ελλάδα (οι εκατοντάδες χιλιάδες πολιτικά απαγορευμένοι μετανάστες και μετανάστριες δεν “αντιπροσωπεύονταν” ποτέ και πουθενά)... Απ’ τις ευρωπαϊκές εισροές χρήματος... Απ’ την (σύντομη, όπως αποδεικνύεται, ως τώρα) γεωπολιτική αναβάθμιση του ελληνικού κράτους / καπιταλισμού στα βαλκάνια και στην ανατολική μεσόγειο και τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς του... Απ’ την ανάπτυξη και εξάπλωση της οικονομίας του εγκλήματος...
Το δεύτερο που έχουμε υποστηρίξει (σα συνέπεια του πρώτου) είναι ότι μια σειρά κορυφαίοι θεσμοί - της - αντιπροσωπευτικής - δημοκρατίας, όπως ο πρόεδρος της δημοκρατίας, ο πρωθυπουργός, οι υπουργοί, το υπουργικό συμβούλιο, και το κοινοβούλιο, άλλαξαν χαρακτήρα, γινόμενοι εν πολλοίς ένα είδος βιτρίνας. Ένα είδος βιτρίνας του άλλοτε ανταγωνιστικού στο εσωτερικό του και άλλοτε συνεργατικού πλέγματος μηχανισμών και κυκλωμάτων, μηχανισμών και κυκλωμάτων οικονομικών, ιδεολογικής παραγωγής, εκπροσώπησης / μεσολάβησης, απονομής δικαιοσύνης, δημόσιας τάξης, κλπ που ήταν το πραγματικό σύμπλεγμα εξουσίας, διεύθυνσης, διοίκησης. Σε ότι αφορά τα κόμματα και ό,τι συγκλίνει ή εκπορεύεται απ’ αυτά, η πιο φανερή επίδραση ήταν συγχρονισμένη με την διεθνή τάση παρακμής / ξεπεράσματος του κοινοβουλευτισμού, και μετάθεσης της εξουσίας σε τεχνογραφειοκρατικές δομές: οι διαφορές, οι διαφωνίες και οι εντάσεις στο εσωτερικό του κάθε κόμματος χωριστά γίνονταν κατά περιόδους εντονότερες απ’ τις διαφορές, τις διαφωνίες και τις εντάσεις μεταξύ τους. Η εύκολη εξήγηση γι’ αυτό ήταν η απουσία “ισχυρών” (ή/και “χαρισματικών”) προσωπικοτήτων στην κορυφή τους· “όπως παλιά”. Αυτό ήταν αντιστροφή της πραγματικότητας: εάν τέτοιες ηγετικές πολιτικές προσωπικότητες δεν παράγονταν πια για λογαριασμό των καπιταλιστικών καθεστώτων ήταν επειδή δεν χρειάζονταν· και δεν χρειάζονταν επειδή οι πραγματικές δομές ελέγχου είχαν γίνει αρκετά “τεχνικές” και αρκετά “γραφειοκρατικές” ώστε να μην έχουν ανάγκη επί της ουσίας πολιτικούς ηγέτες - σε - απευθείας - συναισθηματική / συμβολική - σχέση - με - τον - “λαό”. Οι λογής λογής “σύμβουλοι” έγιναν ένα διογκούμενο σώμα τεχνικών της εξουσίας γύρω απ’ τις τυπικά μόνο ομιλούσες κεφαλές της πολιτικής, κι αυτό δεν ήταν ελληνική πατέντα. Ήταν ωστόσο αρκετό σαν ένδειξη ότι ο “πολιτικός ηγεμόνας” ήταν απλά μια αναπαράσταση. Τα ίδια, με διαφορετικά χαρακτηριστικά αλλά με τις ανάλογες συνέπειες και στα μεσαία επίπεδα της άσκησης της εξουσίας: τεχνογραφειοκρατία σε διάφορες παραλλαγές (επιτροπές, υποεπιτροπές, ειδικοί, σύμβουλοι, λυκοφιλίες μεταξύ εκπροσώπων, κλπ).
Το τρίτο, εξίσου σοβαρό, είναι η ραγδαία ανάπτυξη και επέκταση της οικονομίας του εγκλήματος. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι με τους οποίους το οργανωμένο έγκλημα και η κρατικοποίησή του έχουν μετασχηματίσει την πολιτική διεύθυνση. Ένας (τροφή για σκέψη) είναι ο έλεγχος (εκ μέρους του κρατικοποιημένου εγκλήματος) του συστήματος (απονομής) δικαιοσύνης.
Όλων αυτών δοθέντων, πρέπει να θυμίσουμε ότι την εικοσαετία 1987 - 2007 δημιουργήθηκε στην ελλάδα μια καινούργια “μικρομεσαία τάξη”, απ’ τον συνδυασμό αρκετών παραγόντων: απ’ την βίαιη εκμετάλλευση μεταναστών και μεταναστριών (αλλά από ένα σημείο και μετά και μεγάλου τμήματος ντόπιων προλετάριων) και άρα την συνακόλουθη άγρια συσσώρευση· απ’ τις ευκαιρίες της επεκτεινόμενης οικονομίας του εγκλήματος· απ’ το χρήμα των διάφορων ευρωπαϊκών κονδυλίων· απ’ την αξιοποίηση της post 1990 κατάρρευσης / καταστροφής σε διάφορα βαλκανικά και πρώην σοβιετικά κράτη· απ’ την αξιοποίηση του “σκληρού νομίσματος” μετά το 2002· απ’ την εμπέδωση της φιλοσοφίας “το χρήμα γεννάει χρήμα”· και, φυσικά, απ’ τη νομή του κράτους και κάθε είδους πολιτική πρόσοδο. Η πολυπαραγοντική γέννηση και ανάπτυξη αυτού του κοινωνικού σκελετού του “ελληνικού θαύματος” διαμόρφωσε και τις σχέσεις του με τα κόμματά του, όπως άλλωστε και των κομμάτων μαζί του. Δεν ήταν σχέσεις αντιπροσώπευσης αλλά ωμά και καθαρά σχέσεις διαμεσολάβησης και διανομής των πολιτικών προσόδων, είτε αυτές είχαν την μορφή χρήματος, είτε την μορφή νόμων, υπουργικών αποφάσεων, μεταμεσονύκτιων προσθηκών σε νόμους, κλπ. Με άλλα λόγια, τα ελληνικά κόμματα και το κοινοβούλιο ήταν ένας απ’ τους βασικούς παράγοντες (όχι όμως και ο μοναδικός) της διαμόρφωσης της ταξικής διαστρωμάτωσης στην ελλάδα τα τελευταία 25 χρόνια. Όμως οι σχέσεις μεταξύ του λεγόμενου “πολιτικού” επίπεδου εξουσίας και της έτσι διαμορφωμούμενης κοινωνικής βάσης στην ελληνική καπιταλιστική επικράτεια δεν ήταν παραδοσιακές. Με κίνδυνο να θεωρηθούμε υπερβολικοί έχουμε υποστηρίξει από καιρό ότι η ανάπτυξη πάμπολλων μηχανισμών και κυκλωμάτων, με ιδιαίτερα απτή λειτουργία την απόσπαση και την κατανομή προσόδων (απ’ το χρηματιστήριο ως τα ευρωπαϊκά κονδύλια, και απ’ τις διάφορες εκφάνσεις εγκληματικών δραστηριοτήτων μέχρι το ξέπλυμα χρήματος) διαμόρφωσε ένα πραγματικό κράτος-μαφία μέσα και πίσω απ’ τα παραβάν του τυπικού “πολιτικού κράτους” και των θεσμών του.
Μ’ αυτά τα δεδομένα το ελλαδιστάν θα μπορούσε να είναι ένα μεγάλο μαυροβούνιο. Ή μια “ευρωπαϊκή” σερβία. Δεν ήταν όμως (μόνο αυτό), και ο λόγος (θεωρούμε ότι) ήταν ο ρόλος που πρόλαβε να αποκτήσει αυτήν την χρυσή 20ετία το ντόπιο τραπεζικό σύστημα. Ο made by greeks χρηματοπιστωτικός ιμπεριαλισμός ανέβασε πράγματι τον ελληνικό καπιταλισμό στον αφρό των “πιο αναπτυγμένων κρατών του κόσμου”, φέρνοντάς τον σε στρατηγική συμμαχία με εκείνα τα κράτη, μεγάλα ή μικρότερα, που ήταν παγκόσμιοι πρωταγωνιστές του είδους. Μόνο που (θεωρούμε ότι) υπήρχε μια βασική ιδιαιτερότητα, ή και αντινομία αν θέλει κανείς να δει το πράγμα έτσι: ο ελληνικός χρηματοπιστωτικός ιμπεριαλισμός, μικρότερης κλίμακας πιστό αντίγραφο του αμερικανικού ή του αγγλικού, δεν ανήκε και δεν στηριζόταν στο δολάριο ή στη στερλίνα. Αλλά στο ευρώ. Σ’ ένα πολιτικό δηλαδή νόμισμα που αντιστοιχούσε στη δυνατότητα (ή και στην αδυναμία) διαμόρφωσης ενός ευρωπαϊκού μπλοκ κρατών μέσα στον παγκόσμιο καταμερισμό / ανταγωνισμό - με το Βερολίνο στο τιμόνι του. Μ’ άλλα λόγια ο ντόπιος χρηματοπιστωτικός ιμπεριαλισμός πατούσε σε δύο βάρκες. Μια γερμανική / κεντροευρωπαϊκή, και μια αγγλο/αμερικάνικη. Τι θα συνέβαινε (όχι μόνο με τον χρηματοπιστωτισμό αλλά και με την “κοινωνία”, τους μικροαστούς και τα μεσοστρώματα, και, τελικά, με την πολιτική βιτρίνα του ελληνικού κράτους) αν αυτές οι βάρκες άρχιζαν να αποκλείνουν στις πλεύσεις τους ή και να συγκρούονται μεταξύ τους;
Ένα ζήτημα που μοιάζει σα να μη συμβαίνει, ύστερα από 2 χρόνια διαχείρισης της κρίσης στην ελλάδα (και όχι μόνο σ’ αυτήν), είναι απ’ την μια μεριά ο χρηματικός και προπαγανδιστικός ρόλος διάφορων χρηματοπιστωτικών μηχανισμών παγκόσμιας εμβέλειας, που 90 φορές στις 100 έχουν αγγλικά ή/και αμερικανικά ονόματα· και απ’ την άλλη ο καλπάζον “εθνικός αντιγερμανισμός” των ελλήνων. Τα ανακοινωθέντα, τα σχόλια και οι προβλέψεις οικονομικών εφημερίδων, οικονομολόγων, προκτορείων ειδήσεων και οίκων αξιολόγησης που υπηρετούν ολοφάνερα τις τελευταίες άγριες εφόδους του χρηματοπιστωτισμού πάνω στο προς το παρόν κουφάρι της “πραγματικής” (δηλαδή εμπράγματης) καπιταλιστικής κερδοφορίας, όλα αυτά τα “υποκείμενα λόγων - για” που αν σήκωναν σημαίες ταυτότητας θα είχαν μπροστά μπροστά την αγγλική ή/και την αμερικάνικη, μεταφέρονται σ’ αυτήν εδώ την γωνία της βαλκανικής σαν ουδέτερες αλήθειες του είδους δελτία καιρού. Την ίδια στιγμή που η όποια διάσωση του ντόπιου χρηματοπιστωτισμού ή/και κάποιων στοιχειωδών ισορροπιών στα θεμέλιά του, περνούν απ’ το Βερολίνο. Κανείς δεν μιλάει καθαρά γι’ αυτήν την αντίθεση: είναι το ένοχο εθνικό μυστικό των ελλήνων!
Όμως, ακόμα κι αν δεν ήταν ξεκάθαρο πριν 2 χρόνια, έχει γίνει εκνευριστικά κοινότοπο εδώ και αρκετούς μήνες. Υπάρχουν δύο σετ εντελώς διαφορετικών όρων για την διαχείριση του “ελληνικού προβλήματος”. Και τα δύο σετ έχουν σαν κοινό έδαφος την υποτίμηση της εργασίας, που είναι εξάλλου ο μοναδικός παγκόσμια κοινός καπιταλιστικός κανόνας. [3] Από εκεί και μετά όμως, οι δρόμοι είναι διαφορετικοί. Οι (ας τους ονομάσουμε έτσι, σχηματικά) “γερμανικοί όροι” εστιάζουν στη ριζική (έως βίαιη) αναδιάρθρωση τόσο του κράτους, της διοίκησης και των θεσμών όσο και του “παραγωγικού μοντέλου” του ελλαδιστάν, προκειμένου να εγγυηθούν (τα γερμανικά αφεντικά) την οργανική, λειτουργική, πραγματική (και όχι, πλέον, τυπική) ένταξή του ελληνικού καπιταλισμού σ’ έναν αξιόμαχο μέσα στην κρίση και μετά απ’ αυτήν ευρωπαϊκό πόλο. Αντίθετα, οι “αγγλοαμερικανοί όροι” εστιάζουν στη συντήρηση του υπάρχοντος ελληνικού μοντέλου, στην “έξοδό του απ’ την ευρωζώνη” (όχι, όμως, και απ’ την ευρωπαϊκή ένωση - εκεί το Λονδίνο θέλει να έχει συμμάχους...), στην - με όρους διεθνούς καπιταλιστικής αξιοποίησης - υποβάθμιση της Αθήνας, και τελικά στην οικονομική συνάρθρωσή της με την περιβόητη “αγγλόσφαιρα” σαν δεύτερο ή τρίτο βιολί. [4]
Η σύγκρουση αυτών των δυο σετ όρων, που δεν αναγνωρίζεται καθόλου σαν τέτοια, παράγει ένα είδος σχιζοφρένειας στο μικρομοριακό επίπεδο της ελληνικής κοινωνίας· και “ανεξήγητες ανακατωσούρες” στη βιτρίνα της υποτιθέμενης πολιτικής εξουσίας. Στην ατομική κλίμακα οι ντόπιοι μικροαστοί και ένα μέρος των μεσοαστών, η πλειονότητα δηλαδή αυτών των (καθόλου μειοψηφικών) στρωμάτων που περνούσαν καλά και ονειρεύονταν καλύτερα την τελευταία 20ετία, που έχουν (ή θα ήθελαν να αποκτήσουν) ένα καλό κομπόδεμα είτε με την μορφή χρήματος / καταθέσεων είτε με την μορφή ακίνητης περιουσίας είτε με την μορφή σπουδών των παιδιών σε καλά πανεπιστήμια και δεν μπορούν να εξασφαλίσουν το όποιο χρήμα τους εκτός ελλάδας / κύπρου, γουστάρουν και το ευρώ και τα μπινελίκια στον πολιτικό εγγυητή της διεθνούς αξίας του, δηλαδή το Βερολίνο. Στο επίπεδο, πάλι, των ντόπιων αφεντικών, υπάρχουν εκείνα που θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν τώρα την φτηνή εργασία πληρωμένη σε δραχμές (και, βέβαια, τη νομισματική υποτίμηση των “παγίων κεφαλαίων”, όπως τα ακίνητα άλλων...)· υπάρχουν όμως κι εκείνα, πιο δυναμικά ίσως - πιθανόν στ’ αλήθεια, πιθανόν στην φαντασία τους - που ενδιαφέρονται για την διεθνή συσσώρευση / αξιοποίηση - ανάμεσα σ’ αυτά τα τελευταία σίγουρα βρίσκονται οι τραπεζίτες... Τελικά, το κοινοβουλευτικό θέατρο, ομογενοποιημένο επί στις ουσίας εδώ και 2 δεκαετίες, ξανασκίζεται πάνω σ’ αυτές τις δύο αποκλίνουσες έως κι αντίθετες μεταξύ τους γραμμές, χωρίς ωστόσο είναι σαφές εάν α) οι τωρινές πλειοψηφίες / μειοψηφίες “αντιπροσωπεύουν” πραγματικούς συσχετισμούς τουλάχιστον μεταξύ των αφεντικών· β) ο κάθε ένας κοινοβουλευτικός χωριστά υποστηρίζει συνειδητά το ένα ή το άλλο σετ “όρων σωτηρίας”, ή είναι όλοι σκέτοι πράκτορες, που πηγαίνουν εκεί που τους πληρώνουν κάθε στιγμή· ή γ) πρόκειται μόνο για κινήσεις (και συνομαδώσεις) τακτικής, ξεκινώντας από τακτικές προσωπικής κοινοβουλευτικής επιβίωσης και φτάνοντας μέχρι τον γνήσια ελληνικό καιροσκοπισμό του “να ροκανίσουμε τον χρόνο” και του “βλέποντας και κάνοντας”. Η ιστορία, κοινοβουλευτική και όχι μόνο, δείχνει επίμονα την τρίτη εκδοχή...
Αν υπάρχουν ορισμένες ασάφειες σχετικά με τα κοινοβουλευτικά και πολιτικά δράματα κορυφής, υπάρχουν όμως και ορισμένες σταθερές που αφορούν τον ελληνικό καπιταλιστικό σχηματισμό.
Πρώτον, το τμήμα των αφεντικών εκείνων που κατέχουν μεγάλο μέρος της βιομηχανίας των θαλάσσιων μεταφορών, (η μακράν μεγαλύτερη και ισχυρότερη μερίδα αφεντικών με παραγωγικές δραστηριότητες παγκόσμιας κλίμακας), οι εφοπλιστές δηλαδή, έχουν διαγώνια σχέση τόσο με την ευρωπαϊκή ένωση όσο και με το ελληνικό έδαφος / κράτος. Μια χαρά σηκώνουν και την μαλτέζικη σημαία· και δεν θα θρηνούσαν εάν η ευρωζώνη διαλυόταν ή συρρικνωνόταν.
Δεύτερον, η ριζική αναδιάρθρωση του κράτους, της διοίκησης και των θεσμών, σύμφωνα με τους “γερμανικούς όρους”, είναι απλά αδύνατη. Της λείπει το βασικό: η μαζική και αποφασισμένη κοινωνική απαίτηση για κάτι τέτοιο. [5] Αντίθετα, η ακόμα πιο ολοκληρωμένη διαμόρφωση ενός κράτους / γκάγκστερ, που καθόλου δεν χαλάει αλλά μάλλον ευνοεί και ευνοείται απ’ τους “αγγλικούς όρους”, είναι πολύ ευκολότερη. Κανένας “απ’ έξω” δεν μπόρεσε ποτέ να σπάσει τους γενικευμένα προσοδικούς πυλώνες του ελληνικού κράτους, διαμορφώνοντας κάτι ορθολογικότερο και (επί της ουσίας) λειτουργικό και “οικονομικό”. Μια φορά μονάχα, υπήρξε ένα μαζικό ένοπλο κοινωνικό υποκείμενο / συμμαχία, που θα μπορούσε να επιβάλλει μια διαφορετική κρατική (και καπιταλιστική) διάρθρωση· ηττήθηκε. Ξέρουμε ποιοί νίκησαν, με την βοήθεια ποιών... Ξέρουμε ότι από ένα σημείο και μετά, ο “μαυραγοριτισμός” έγινε γενικό μοντέλο οργάνωσης / εκμετάλλευσης της εργασίας... Ξέρουμε ότι ο “ταγμασφαλιτισμός” έγινε εθνικό ιδεώδες απ’ το πρώτο μισό της δεκαετίας του ‘90 (“για το όνομα και την ψυχή μας”)... Ξέρουμε πολλά, έτσι δεν είναι;
Τρίτον, οτιδήποτε αφορά “ευρωπαϊκή ολοκλήρωση”, φεντεραλισμό κλπ, ποτέ δεν ήταν επί της ουσίας ελκυστικό έστω σε κάποια υπολογίσιμη μειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας. Οι ιδεολογικοί παράγοντες, που ποτέ δεν ήταν δευτερεύοντες και τώρα ενισχύονται ακόμα περισσότερο, είναι υπέρ οποιουδήποτε χαϊδεύει τον ελληνικό εθνικισμό· και οι πάλαι ποτέ “προστάτιδες δυνάμεις” του ξέρουν να τα μοιράζουν αυτά τα χάδια σε αφθονία. Και να τα χρηματοδοτούν, είτε πάνω είτε κάτω απ’ το τραπέζι...
Τέταρτον, όσο κι αν είναι αλήθεια ότι η έκταση, ο χαρακτήρας και οι αιτίες της παρούσας φάσης της κρίσης βάζουν, απ’ τη μία άκρη του καπιταλιστικού πλανήτη ως την άλλη, τα αμείλικτα ερωτήματα του μετά, η ντόπια ιντελιγκένσια (για να μην μιλήσουμε για τον “λαό”) ποτέ δεν ήταν σε θέση να κάνει στέρεες προβλέψεις και στρατηγικό σχεδιασμό του ενός ή του άλλου είδους. Για την ακρίβεια, το μόνο σχέδιο που είναι αυθεντικά ελληνικό, είναι η αρπαγή. Όταν δίνονται διεθνείς ευκαιρίες, μπαίνει σε λειτουργία. Όταν δεν δίνονται, παριστάνει τον ψόφιο κοριό.
Έχουμε πει και ξαναπεί ότι λυτοί και δεμένοι, έμμισθοι λακέδες του ενός ή του άλλου μαχαραγιά και εθελοντές ηλίθιοι, media victims και cybervictims, τσάτσοι και ρουφιάνοι μηχανισμών και κυκλωμάτων κάθε είδους και φυράματος, έχουν ξεχυθεί για να μας πείσουν για το είδος των “θυσιών” που αξίζει (και οφείλουμε) να κάνουμε, σαν εργάτες. Οι μεν ανεμίζουν τις όλο και πιο κουρελιασμένες και βρώμικες σημαίες της “ευρώπης”. Οι δε ανεμίζουν τις όλο και πιο πνιγηρές σημαίες της “πατρίδας”, του “λαού” και του “εθνικού συμφέροντος”. Είναι ένα κατασκευασμένο δίπολο, οργανικό μέρος του ανελέητου ψυχολογικού, διανοητικού και ηθικού πολέμου που γίνεται ενάντια στους σύγχρονους προλετάριους παντού. Εμείς ζούμε το ελληνικό τμήμα του.
Άλλοτε, οι μακρινοί μας πρόγονοι, δεν έτρωγαν τέτοιες φόλες. Ίσως δεν τους τις σέρβιραν. Ίσως είχαν πολύ διαυγέστερη ταξική συναίσθηση. Όχι ότι δεν πατούσαν κι εκείνοι διάφορες μπανανόφλουδες. Τουλάχιστον όμως δημιουργούσαν εν θερμώ τις βασικές προϋποθέσεις για την πολιτική τους αυτονομία - κι αυτό δεν ήταν καθόλου μα καθόλου εύκολο κι ανώδυνο.
Το απόσπασμα της εξιστόρησης, λοιπόν, που παραθέσαμε στην αρχή, συνεχίζεται κάπως έτσι:
...Την διετία ‘29 - ‘30 οι απεργίες θα εξακολουθήσουν να συγκροτούν ένα σοβαρό και ισχυρό κοινωνικό μέτωπο εναντίον της κυβέρνησης. Αναφέροντας μόνο τις μεγαλύτερες, από τον Γενάρη μέχρι τον Μάρτη του ‘29, η Χαλκιδική, το Λαύριο και η Ελευσίνα θα γίνουν το επίκεντρο πανεργατικών κινητοποιήσεων και σκληρών συγκρούσεων με τις δυνάμεις ασφαλείας, όπου και πάλι η εργατική τάξη θα πληρώσει με νεκρούς, φυλακισμένους και εκτοπισμένους. Το καλοκαίρι την σκυτάλη θα πάρουν οι λιμενεργάτες του Πειραιά με 6.000 απεργούς να συγκρούονται στη θάλασσα με τους απεργοσπάστες και την χωροφυλακή· οι εργάτες οδοποιίας στη Θεσσαλία· οι ταπητουργοί της Καισαριανής· οι κεραμοποιοί· οι εργάτες στα λιπάσματα. Τον Σεπτέμβρη οι άνεργοι καπνεργάτες στη Θάσο θα καταλάβουν ένα πλοίο για να περάσουν απέναντι στην Καβάλα, όπου μαζί με τους εκεί συναδέλφους τους θα αντιμετωπίσουν κι αυτοί τα ρόπαλα της χωροφυλακής. Τον Νοέμβρη και τον Δεκέμβρη θα κατέβουν σε απεργία οι καπνεργάτες και οι τροχιοδρομικοί. Τον Δεκέμβρη η κυβέρνηση θα διαλύσει την ενωτική γσεε των κομμουνιστικών σωματείων...
Αυτά τότε. Που οι απεργίες ήταν απεργίες και όχι “συναδέλφωση” με τα (“μικρά” και “μεσαία”) αφεντικά... Που οι διαδηλώσεις ήταν διαδηλώσεις και όχι χαζοχαρούμενες παρελάσεις... Που δεν υπήρχαν αυτοχρισμένες “πρωτοπορείες” για να κάνουν “μπάχαλα”... Όπου ο αγώνας για τον μισθό ήταν αγώνας για τον μισθό κι όχι μια (ακόμα) ευκαιρία να δείξουν “αγανάκτιση”...
Και όπου οι κομμουνιστές ήταν κομμουνιστές εργάτες - κι όχι γραφειοκράτες, βερμπαλιστές, ειδικοί των ελιγμών και θεολόγοι του μακρινού επέκεινα...
Υ.Γ. Παραλείψαμε να δώσουμε μιαν απάντηση στο ερώτημα του τίτλου. Ποιό είναι λοιπόν το πολίτευμα που ταιριάζει στην κρίση; Για τα ελληνικά δεδομένα η απάντηση είναι απλή: ο γκακστερισμός. Hard, light... Ίσως κάποια στιγμή η μεγαλύτερη συμμορία να φάει τις υπόλοιπες. Θα το καταλάβουμε, αλλά θα είναι αργά. [6]
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 - Από το τα μυστικά του βούρκου - καλά κρυμμένα μυστικά του ελληνικού ιμπεριαλισμού στον 20ο αιώνα, β μέρος: 1922 - 1974, εκδ. αντισχολείο.
[ επιστροφή ]
2 - Υπάρχουν “επαναστάτες” και “ανατροπείς” που είναι ικανοί να πουλήσουν για θρίαμβο και απόδειξη της μαχητικότητας του “λαϊκού κινήματος” την διαγραφή δύο εικοσάδων βουλευτών απ’ τα δύο καθεστωτικά κόμματα!!! Είναι όλη αυτή η απελευθερωτική, ανατρεπτική, επαναστατική σοφία που πούλησε σαν επίσης τεράστια νίκη της λαϊκής αγανάκτισης την αντικατάσταση του Παπανδρέου απ’ τον Παπαδήμο...
Η εφημερίδα “το πριν”, για παράδειγμα, στις 12/2, στην πρώτη της σελίδα, κάτω απ’ τον επικό τίτλο “τώρα που κλονίζονται πάμε να τους ρίξουμε!” υποστήριζε:
... Καθώς η συγκυβέρνηση του μαύρου μετώπου αντιμετωπίζει τον πρώτο πολιτικό κλονισμό, με τις παραιτήσεις των υπουργών του ΛΑΟΣ και κάποιων από το ΠΑΣΟΚ, έχει πολύ μεγάλη σημασία σήμερα μια τεράστια μαζική λαϊκή κινητοποίηση που θα βαθύνει το ρήγμα. Τους κλονίσαμε, πάμε τώρα να τους ρήξουμε!!!
Ούτε λίγο ούτε πολύ οι συγκεκριμένοι απελευθερωτές θεώρησαν (ή αυτό πούλησαν) σαν “κλονισμό” τους ενδοκαθεστωτικούς ελιγμούς· και την βίαιη μείωση του βασικού μισθού σαν μια ευκαιρία να κάνουν τους ελιγμούς “κλονιστότερους” (συγγνώμη για τη λέξη!)...
Μια βδομάδα μετά, θριαμβολογούσαν χωρίς τσίπα απ’ τις ίδιες σελίδες:
... Οι τεράστιες μαχητικές και πολιτικοποιημένες διαδηλώσεις της προηγούμενης Κυριακής άλλαξαν τα δεδομένα, με τον ανατρεπτικό τρόπο που μόνο ο αγωνιζόμενος λαός ξέρει και μπορεί. Τα εκβιαστικά διλήμματα του συστήματος δέχθηκαν ισχυρό πλήγμα, η σταθερότητα της κυβέρνησης και του συστήματος πολύ σοβαρά “πήρε κλίση”, ο Σόιμπλε και οι άλλοι ιμπεριαλιστές επικυρίαρχοι σφόδρα ανησύχησαν με αυτό τον απροσάρμοστο λαό...
“Πήρε κλίση” η σταθερότητα του συστήματος.... και ο Σόιμπλε δεν κοιμάται τα βράδια... Καπεταναίοι με διορατικότητα...
[ επιστροφή ]
3 - Δίνοντας την απαραίτητη προλεταριακή έμφαση / προτεραιότητα σ’ αυτόν ακριβώς τον κανόνα, σαν αυτόνομοι, αποφύγαμε εξ αρχής να εμπλακούμε σ’ οτιδήποτε είναι άμεσα ή έμμεσα αναμέτρηση μεταξύ αφεντικών. Είτε διαφορετικών κατηγοριών ντόπιων τέτοιων, είτε διεθνούς / παγκόσμιας ισχύος. Τα έξυπνα πουλιά της κάθε είδους απελευθέρωσης όμως τραγουδάνε πάντα πάνω στις μελωδίες που τους φτιάχνουν άλλοι, πιασμένα για τα καλά στις ξόβεργες. Και παριστάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν...
[ επιστροφή ]
4 - Αξίζει να θυμήσουμε πως είτε στη μία είτε στην άλλη περίπτωση υπάρχουν ορισμένα υλικά “σημεία” της (με εντελώς διαφορετικούς απ’ ότι την χρυσή περίοδο των ‘90s και ‘00s) επανένταξης του ελληνικού καπιταλιστικού σχηματισμού στον διεθνή / παγκόσμιο κύκλο καπιταλιστικής αξιοποίησης· όταν, φυσικά, αυτός αρχίσει να δουλεύει. Η σιδηροδρομική γραμμή Αθήνας - Θεσσαλονίκης· το λιμάνι της Θεσσαλονίκης και ίσως κάποιο μελλοντικό στην Κρήτη· η ύδρευση / αποχέτευση Αθήνας και Θεσσαλονίκης· η δεη· κάποια ορυκτά / πρώτες ύλες· και άλλα παρόμοια, είναι μια καλή προίκα. Αλλά για ποιούς; Το αν η Αθήνα θα παραμείνει στο ευρώ (άρα θα “νικήσει” το “γερμανικό σετ”) ή όχι (άρα το “αγγλικό σετ” θα πάρει καλό προβάδισμα) είναι, πράγματι, ένα θέμα...
[ επιστροφή ]
5 - Χάρη σ’ ένα απ’ τα πάμπολλα “εθνικά κουσούρια”, που είναι η μόνιμη και ιδιοτελή αμνησία, ο ρόλος του γερμανικού κράτους / κεφάλαιου τόσο στον σχηματισμό και στη διατήρηση της ευρωζώνης όσο και στη διαχείριση της τωρινής φάσης της κρίσης, αρχίζει να “μετράει” απ’ το σημείο - και μόνο - που μπορούν να κατηγορηθούν για “φραγκοφονιάδες” και “δύναμη κατοχής”. Ωστόσο η αλήθεια είναι ότι το Βερολίνο ήταν ο κυριότερος καθαρός χρηματοδότης, μέσω “ευρωπαϊκών προγραμμάτων”, μιας σειράς μεταρρυθμιστικών / εκσυγχρονιστικών ενεργειών και θεσμών, στο ελλαδιστάν, για δεκαετίες. Γύρω στα 100 δισ. (τωρινά) ευρώ ήταν το σύνολο, όμως δεν είναι αυτή η πραγματική τους αξία, αφού πολλά προορίζονταν για υποδομές του ενός ή του άλλου είδους, που σημαίνει πως κανονικά θα είχαν πολλαπλάσιο αποτέλεσμα. Απ’ την οργάνωση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας μέχρι διάφορα προγράμματα σχετικά με την (δημόσια) εκπαίδευση, έως επιμέρους τεχνολογικές αναδιαρθρώσεις στην καθ’ αυτό παραγωγή, έως τις επιδοτήσεις της αγροτικής παραγωγής, κλπ. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αυτός ο σχεδιασμός, απ’ την μεριά του γερμανικού κράτους / καπιταλισμού, γινόταν στη βάση άμεσων, ή μεσοπρόθεσμων ή μακροπρόθεσμων “κερδών” για λογαριασμό του. Είναι όμως (μιλώντας για εχθρούς του κράτους και των αφεντικών), απόλυτα ηλίθιο να μένει κανείς σ’ αυτό το συμπέρασμα, του είδους “ναι, καλά, τα έκαναν αυτά για να πουλάνε γερμανικά αυτοκίνητα και τραίνα”!... Αν δει κανείς αυτήν την διαδικασία στην κλίμακα ενός έθνους / κράτους, μπορεί να καταλάβει περί τίνος πρόκειται: αν ο κρατικός προϋπολογισμός της Αθήνας χρηματοδοτεί “αναπτυξιακά προγράμματα” στις πιο “υποβαθμισμένες” (με κριτήρια καπιταλιστικά) περιοχές της επικράτειάς του, προφανώς αυτό γίνεται και για λογαριασμό της δικής τους “ανάπτυξης” - όχι μόνο για την επανεκλογή κάποιων βουλευτών. Ή αυτή θα ήταν μια στοιχειωδώς ορθολογική προσέγγιση.
Συνεπώς, ο προσανατολισμός του Βερολίνου προς κάποιου είδους οργανική αναβάθμιση / αναδιάρθρωση / ένταξη του ευρωπαϊκού νότου σ’ ένα λίγο πολύ ενιαίο ευρωκαπιταλιστικό σχέδιο, δεν ξεκίνησε χθες, με “μνημόνια” κλπ. Εάν τώρα οι επαρχιώτες λήπτες αυτών των ενισχύσεων “έτρωγαν” τα λεφτά (επειδή, μεταξύ άλλων, αυτοί μεν είναι πονηροί, οι δε χορηγοί μαλάκες), αυτό είναι - προφανώς - μια διαφορετική (και καθόλου “επαναστατική”) ιστορία. Αξίζει ωστόσο να θυμούνται οι διάφοροι σκατοκέφαλοι εθνικιστές, και ειδικά οι της αριστεράς, ότι το ελληνικό κράτος επί σειρά ετών, που δανειζόταν και μεγάλωνε το “δημόσιο χρέος” του, α) δεν ήθελε να φορολογεί τα κάθε είδους αφεντικά ούτε καν στο επίπεδο που θεωρείται αυτονόητο αλλού, με κριτήρια καπιταλιστικού ορθολογισμού, και β) δεν ήταν σε θέση να “απορροφήσει” διάφορες ευρωπαϊκές χρηματικές παροχές “περιφερειακής ανάπτυξης” (κοινοτικά πλαίσια στήριξης, εσπα, κλπ) επειδή απλά δεν διέθετε το στοιχειώδες: υπηρεσίες που να μπορούν να κάνουν (στις Βρυξέλες) προτάσεις έργων που να στέκουν.
[ επιστροφή ]
6 - Είναι και το κοινοβούλιο “πλυντήριο”, είναι και το “υπουργικό συμβούλιο” ακόμα καλύτερο, τέτοιους καιρούς. Δεν μπορούμε παρά να εκφράσουμε λοιπόν τον εντυπωσιασμό μας για την ταχύτητα με την οποία εκτοξεύονται πλέον οι φασίστες στην “κεντρική πολιτική σκηνή”, αλλά και για τις κομψές τροχιές που διαγράφουν μερικοί από δαύτους. Και δεν μπορούμε παρά να τονίσουμε ότι στην άδεια βουλευτική καρέκλα του Βορ(βορ)ίδη (ο οποίος παραμένει υπουργός πάντως, για να μην χάσει το εμπόριο...) κάθεται και κοσμεί το ελληνικό κοινοβούλιο (σίγουρα ως τις επόμενες εκλογές, όποτε κι αν γίνουν αυτές...) ένας πρώην μποξέρ. Ο κύριος Χρήστος Καλαποθαράκος. Το ότι ο νέος βουλευτής είναι αδελφός του μακαρίτη Θέμη Καλαποθαράκου, ενός ανθρώπου που υπήρξε ταυτόχρονα "δον” και άτυπος πρεσβευτής του ελληνικού κράτους και των μυστικών του υπηρεσιών στην πρώην γιουγκοσλαβία (την εποχή των σφαγών και μετά, ως το 2000), δεν πρέπει να δημιουργεί κανέναν κακό συνειρμό. Γιατί, όπως είναι γνωστό, το μποξ (και με την πιο ευρεία έννοια: το βρωμόξυλο) δεν έχει καμία μα καμία σχέση με την “προστασία”, την “νύχτα” κι όλα αυτά τα εγκληματικά. Και ο κύριος Καλαποθαράκος, όπως άλλωστε όλοι, πιστεύει στην δύναμη των ιδεών...
Εδώ που τα λέμε όμως, όλα μπαίνουν στην υπηρεσία της πατρίδας, αφού όλα (αυτά) χρειάζονται.
[ επιστροφή ] |
|