Sarajevo
 
   

αποχαιρετισμός στη μουτζούρα

Όταν ξεκινάει η εκπαίδευση στην ανάγνωση και στην γραφή διάφορα συμβαίνουν που, με τον τρόπο τους, έχουν μια ορισμένη σκληρότητα. Το βλέμμα του ανθρώπινου κουταβιού έχει μάθει κιόλας να ξεχωρίζει και να διακρίνει, καθώς έχει κάνει τα πρώτα μέτρα του δρόμου του αδιαχώριστο απ’ τις υπόλοιπες αισθήσεις. Όμως το σύμβολο - και τα γράμματα τέτοια είναι - συνιστά μια καινούργια κατάσταση. Δεν μυρίζει, δεν έχει γεύση, ούτε αφή. Ακουμπάει ακίνητο, και δεν μοιάζει με τίποτα. Γιατί να το προσέξει το μάτι αυτό το ψόφιο, χωρίς ζωή ή ενδιαφέρον, σημάδι; Γιατί να προσηλωθεί επάνω του; Δεν υπάρχει κανένας λόγος. Ο καταναγκασμός ξεκινάει να δώσει νόημα· κι ίσως, στ’ αλήθεια, η βασική ιδέα του νοήματος και του διαχωρισμού του απ’ την ζωή της μορφής, να φτιάχνεται εκεί, πάνω απ’ τα αδιάφορα Α και Β, γράμματα του αλφάβητου και της εκπαίδευσης σ’ αυτό.
Κι ύστερα πρέπει να μάθει το χέρι να υπακούει. Στο πρώτο μανιφέστο των σουρεαλιστών ο Μπρετόν ισχυρίστηκε ότι το (άγριο) μάτι είναι χέρι. Είχε δίκιο. Αλλά η εκπαίδευση στην ανάγνωση και στην γραφή είναι το αντίθετο: εξημέρωσει του κληρονομημένου απ’ τον Κόσμο άγριου ματιού, εξημέρωση του άγριου χεριού. Το χέρι που μαθαίνει πως να κρατάει το μολύβι (ή την πέννα, ή το φτερό άλλοτε) ξέρει ήδη να χουφτώνει και να οδηγεί “εργαλεία”. Αλλά εδώ, τώρα, στη γραφή, υπάρχει μια διαφορετική αναγκαιότητα: το γράμμα, και αμέσως ύστερα η λέξη, έχουν κάτι ιερό. Δεν μπορείς, δεν επιτρέπεται να λαθέψεις: υπάρχουν κανόνες που ίσως δεν θα τους μάθεις ποτέ όλους, και πιθανό να ξεχνάς πάντα κάποιους. Σα να λέμε, θα υπάρχει πάντα κάτι ατελές σ’ αυτήν την ικανότητα. Κι όμως. Ενώ μια τέτοια ατέλεια θα έπρεπε να γιορτάζεται, πάντα κατηγορείται.

Και ποτέ δεν εξαφανίζεται. Ενώ η πειθαρχία των λέξεων είναι τόσο σφικτή ώστε αν το χέρι την παραβιάσει μόνο σε λάθος θα πρέπει να την αποδόσει (και μόνο συγγνώμη να ζητήσει), αυτό το χέρι που εξημερώθηκε πάνω και μέσα απ’ την γραφή δραπετεύει. Γυρίζει πότε πότε πίσω στην άγρια ελευθερία του. Πως; Μουτζουρώνοντας. Βιβλία, τετράδια, τραπέζια· όλη την επιπλοποιία της εξημέρωσής του, όλη την διάταξη που είναι στην υπηρεσία του νοήματος.
Η μουτζούρα είναι ακατανόητη! Η μύτη του μολυβιού ή του στυλό ακολουθεί έναν αόριστο δρόμο, σαν κάθε προηγούμενο ίχνος της πάνω στην επιφάνεια να σπρώχνει μπροστά. Οι γραμμές, τα σημάδια, απλώνονται· αλλά καμία ομοιότητα μ’ ότι επιτρέπει και προβλέπει τόσο η γραφή όσο και η ανάγνωση. Η μουτζούρα απλώνεται σα λεκές γύρω γύρω απ’ τις λέξεις, όπου υπάρχουν περιθώρια, καμιά φορά και πάνω τους. Τι λέμε “καμιά φορά”; Σίγουρα και πάνω τους! Δεν είναι άραγε ένα απ’ τα σκληρά πειθαρχικά μέτρα η τιμωρία για τις μουτζουρωμένες λέξεις, τα μουτζουρωμένα γραπτά;
Η μουτζούρα δείχνεται, και καταγγέλλεται, σαν βρωμιά. Αν πίσω της υπάρχει αναποφασιστικότητα ή αμφιβολία ή διστακτικότητα, δεν επιτρέπεται ν’ αγγίξουν τον κανονισμένο, ενάρετο και κόσμιο κόσμο των σειρών, των αράδων. Κι ωστόσο η παράβαση, η δυνατότητα να χειροπατηθούν αυτές ή εκείνες οι λέξεις και προτάσεις, είναι εκεί. Ζωντανή. Απαστράπτουσα σαν μικρό πάθος, σαν παράβαση και σαν αμαρτία.
Εννοείται πως ενώ υπάρχουν τόσες ιστορίες των λέξεων (ιστορίες μέσω λέξεων) δεν μπορεί να υπάρξει καμία ιστορία της μουτζούρας, με την έννοια της γενεαλογίας ή του νοήματός της. Θα μπορούσε να διαλέξει μόνο κανείς τις πιο καλλιτεχνικές απ’ αυτές τις αδέσποτες παρορμήσεις των χεριών, και να τις εκθέσει σαν την ανεπίσημη ιστορία της γραφής· αλλά έτσι θα άφηνε στην άκρη τις συντριπτικά περισσότερες. Άσκοπες, νευρικές ή ήρεμες, βιαστικές ή επίμονες, οι μουτζούρες γεμίζουν χαρτιά ή τραπέζια· αλλά κανείς δεν καμαρώνει για το έργο του. Μόνο το χέρι, το χέρι που ξαναβρίσκει κρατώντας το μολύβι την ελευθερία του, μόνο αυτό φχαριστιέται. Και το μάτι μαζί του, που ξαναγίνεται τεμπέλικο, καθώς παρακολουθεί τις χωρίς νόημα εγχαράξεις που μαστορεύει το χέρι.

Οι γραφομηχανές εξαφάνισαν σχεδόν τις μουτζούρες, και σίγουρα ό,τι απέμεινε που να θυμίζει κάτι απ’ αυτές, μηχανοποιήθηκε: λίγο πιο δυνατό χτύπημα ενός γράμματος, ή διπλό χτύπημα στην ίδια θέση, και να η μεγαλύτερη ποσότητα μελανιού μέσα στην τονική ομοιομορφία της αράδας, να προκαλεί μια μικρή ενόχληση. Αλλά όχι. Το χέρι πάνω στα πλήκτρα ξαναδέθηκε στην τάξη της γραφής και της ανάγνωσης, στην τάξη του γραπτού νοήματος. Τελικά οι υπολογιστές επικυρώνουν την παρακμή, έως και την εξαφάνιση της μουτζούρας. Χωρίς χειρό-γραφο πως και που να πλανηθεί αλήτικα το χέρι; “Μουτζούρες” τώρα μπορούν να κάνουν μόνο οι εκτυπωτές και τα toner.
Νάναι τώρα εντελώς συμπτωματικό που η μουτζούρα σαν εκτροπή της γραφής και της ανάγνωσης εξαφανίζεται μαζί με την μουτζούρα σαν υποχρεωτική συνέπεια της ατμοκίνησης (= “μουτζούρης”), της σιδηρουργίας και της παραδοσιακής μηχανουργίας; Σ’ αυτά τα τελευταία η μουτζούρα ήταν βέβαια λεκές, όχι αποτύπωμα μιας παράβασης. Ή μήπως ήταν και κάτι τέτοιο; Αποτύπωμα, σα να λέμε, σημάδι της τριβής του κορμιού που καταγίνεται μ’ έναν “όχι καθαρό” μηχανικό κόσμο; Αποτύπωμα υποχρεωτικό ενός ορισμένου είδους μαστοριάς;
Η μουτζούρα του συνεργείου, η μουτζούρια της σκουριάς ή των λιπαντικών, η μουτζούρα των ανθρακωρυχείων και των ατμομηχανών, που δεν έμενε μόνο στα ρούχα, έφτανε μάλιστα σ’ αυτά ξεκινώντας απ’ τα χέρια (για να φτάσει συχνά κι ως το πρόσωπο), αυτή λοιπόν η μουτζούρα είχε καλύτερη αναγνώριση απ’ την μουτζούρα - παρασπονδία της γραφής. Ήταν μουτζούρα εργατική. Και μ’ όλους τους μπελάδες καθαριότητας που προκαλούσε μέσα στις εργατικές κοινότητες (και στις γυναίκες νοικοκυρές ειδικά) ήταν μουτζούρα περήφανη για τον εαυτό της. Η υπογραφή του μεροκάματου πάνω στο σώμα, όπως τα σημάδια από κτυπήματα· μόνο πιο επιφανειακή.
Όμως έγινε κι αυτή απόβλητη, ένα είδος ξεπεσμού, αισθητικού και σχεδόν ηθικού, όταν το γραφείο (το γραφείο με την εξελιγμένη γραφομηχανή, το γραφείο γύρω απ’ τον υπολογιστή) βγήκε απ’ το ημίφως της γραφειοκρατίας, και έλαμψε σαν ο “καθαρός” τρόπος να δουλεύει κανείς. Τα μουτζουρωμένα ρούχα μπήκαν στην ίδια τροχιά απόρριψης με τα μουτζουρωμένα χαρτιά, σα να έγινε γενική νόρμα ζωής ο καθωσπρεπισμός της γραφής.

Τα άγρια νεανικά χέρια, φυσικά, μπορεί να συνεχίσουν να οργώνουν τα χαρτιά της εκπαίδευσής τους, για όσο υπάρχουν τέτοια. Αλλά είναι πια κάτι λιγότερο από φυγή, κάτι πιο λειψό από απόδραση, αφού τα εξημερωμένα δάκτυλα και οι εξημερωμένοι καρποί δεσμεύονται όλο και περισσότερο στα πληκτρολόγια, στα “ποντίκια”, στις “οθόνες αφής” - τι ειρωνικός ευφημισμός αυτό το τελευταίο! Τα χέρια δεν εξημερώνονται πια πάνω στα τετράδια· παραλύουν και ανασυντίθεται σαν προεκτάσεις της ηλεκτρονικής μηχανής. Όσο για τα εργατικά σώματα; Μουτζουρώνονται όλο και λιγότερο, και μόνο η ξεπλυμένη, ξεδοντιασμένη κουλτούρα των ναυτικών και των φυλακόβιων, τα tatoo, καλούνται να τα σημαδέψουν· αλλά τα tatoo δεν είναι βέβαια μουτζούρες.
Οι αρχαιολόγοι του μέλλοντος θα βρουν ίσως κάπου, κάποτε, θαμμένα σχολικά βιβλία και άπλητες φόρμες εργατικές. Και θα μνέσκουν τότε σα χαμένοι, αναπόφασιστοι να αποφανθούν αν τα ευρήματά τους αφορούν κάποιον πολιτισμό που δεν είχε ακόμα αίσθηση της καθαριότητας ή κάποια φυλή απείθαρχη. Έτσι κι αλλιώς - θα πουν στο τέλος - η μουτζούρα ήταν μια εκδήλωση περαστική, ένα σύντομο επεισόδιο της ιστορίας...

 
       

Sarajevo