Μερικά απ’ τα περιοδικά του ιταλικού κινήματος μετά τα μέσα της δεκαετίας του ‘70...:
|
|
αυτή είναι η αυτονομία (γ μέρος)
Η μεγάλη γενική συνεισφορά των μαχόμενων εργατών της ιταλικής βιομηχανίας της δεκαετίας του ‘65 - ‘75 στον παγκόσμιο ταξικό ανταγωνισμό ήταν ότι πήραν πίσω της αναλύσεις του Μαρξ απ’ τα εικονοστάσια των πρωτοκοσμικών κομμουνιστικών κομμάτων, και τις γύρισαν μέσα στα πεδία μάχης, στα εργοστάσια. Οι κεντρικές επιτροπές και τα καθοδηγητικά όργανα των πρωτοκοσμικών κομμουνιστικών κομμάτων μετά απ’ τις ήττες των επαναστάσεων της δεκαετίας του 1920, και ειδικά μετά τον β παγκόσμιο πόλεμο και την οργανική τους ένταξη στο “κοινωνικό κράτος”, είχαν επιλέξει την “επιστημονική” πλευρά των γραπτών του Μαρξ. Γιατί αυτή ήταν που τους έδινε, μέσω του μονοπωλίου της “ερμηνείας”, τον έλεγχο πάνω στα μέλη τους, και μέσω αυτών τον έλεγχο επι της εργατικής συνείδησης. Είναι γεγονός ότι ο “επιστημονικός Μαρξ”, ακριβώς για να δώσει στις αναλύσεις του την ισχύ της “επιστήμης” (δηλαδή της φυσικής) διαμόρφωσε ένα πλέγμα “κανόνων της ιστορικής κίνησης” που ταίριαζαν γάντι με τα συμφέροντα των κομματικών γραφειοκρατειών - χωρίς να ευθύνεται ο ίδιος. Η “αντικειμενικότητα” του ταξικού ανταγωνισμού, οι “σιδερένιοι νόμοι της ιστορίας” και, στη βάση αυτών, η υποχρεωτική προβολή της ιστορικά αναπόφευκτης ανατροπής του καπιταλισμού απ’ τους προλετάριους, θα μπορούσε να κατηγορηθεί για αντι-διαλεκτική από ένα σημείο και μετά. Κάλυπτε όμως ο “επιστημονικός” Μαρξ τις ανάγκες ιεραρχικών μεσολαβητικών δομών, σε μια εποχή προχωρημένου καταμερισμού εργασίας στον καπιταλιστικό κόσμο. Τελικά, το τι είναι “σωστό” και τι είναι “λάθος” στον ταξικό ανταγωνισμό θα το έκριναν εκείνοι που είχαν τα φόντα (δηλαδή την αρμοδιότητα) να μιλούν περί “αντικειμενικά ώριμων συνθηκών”. Αυτοί, δηλαδή, που λόγω θέσης στην πυραμίδα της κομματικής ιεραρχίας, βρίσκονταν τόσο “ψηλά” ώστε να δουν έγκαιρα στον ορίζοντα, και πριν απ’ τα αφεντικά και τους συμμάχους τους, την έλευση της “αντικειμενικά κατάλληλης στιγμής για την επανάσταση”.
Οι σε μόνιμη εξέγερση βιομηχανικοί εργάτες του ιταλικού βορρά, “έκλεψαν” τις μαρξιακές αναλύσεις απ’ την ψυχρή και καθηλωτική “επιστημοσύνη” τους (άρα και απ’ τις κομματικές “σωστές ερμηνείες” των “σημείων των καιρών”) και τις επανέφεραν στην πολιτική. Δηλαδή στον καθημερινό ταξικό πόλεμο. Αντί να δεχτούν ότι ώσπου να “ωριμάσουν οι συνθήκες” την πρωτοβουλία θα την έχουν τ’ αφεντικά, μετέτρεψαν την καθημερινότητα των αρνήσεών τους στην ακριβώς αντίθετη θέση. Ότι την πρωτοβουλία του ταξικού ανταγωνισμού την έχει πάντα (και οφείλει να την έχει) η εργατική αρνητικότητα. Αυτή η θέση αναφερόταν σε συγκεκριμένο υποκείμενο επίθεσης: τους βιομηχανικούς εργάτες. Και το ανταγωνιστικό ρεύμα που την παρήγαγε, και την εξέλιξε, ονομάστηκε εργατισμός.
Μια μικρή αλλά αναγκαία παρένθεση σ’ αυτό το σημείο. Από άγνοια ή υστεροβουλία διάφοροι στα μέρη μας ονομάζουν “εργατισμό” κάθε αναφορά στην κεντρικότητα (αλλά όχι και στην αποκλειστικότητα) των αντιθέσεων σε ότι αφορά την εκμετάλλευση της εργασίας στον σύγχρονο καπιταλισμό. Υπ’ αυτό το πρίσμα εμείς, σαν αυτόνομοι, είμαστε “εργατιστές”. Η τέτοια χρήση του όρου “εργατισμός” είναι ανιστόρητη και λανθασμένη. Ο “εργατισμός” σαν σύνολο θεωρητικών αναλύσεων και πρακτικών, δεν αφορά την σημασία της εργασίας γενικά στον καπιταλισμό, γιατί απλά αυτό το επιβεβαιώνει ο ίδιος ο καπιταλισμός! Ο “εργατισμός” αφορούσε την κεντρικότητα της βιομηχανικής εργασίας μέσα στον καπιταλισμό· και άρα την κεντρικότητα της φιγούρας του βιομηχανικού εργάτη μέσα στο σύνολο των αγώνων της τάξης. Πρόκειται για εντελώς διαφορετικό πράγμα απ’ αυτό που νομίζουν οι ντόπιοι αδιάβαστοι! Και επειδή υπάρχουν πλέον διαθέσιμα στα ελληνικά ορισμένα ντοκουμέντα, αξίζει να διαβάσει κανείς με σωστό ιστορικά τρόπο τα λεγόμενα του Renato Curcio, το 1979, κρατούμενου τότε σαν μέλους της “κεντρικής επιτροπής” των Ερυθρών Ταξιαρχιών, στο Ποιός είναι ο προδότης; [1] Γιατί εκείνη την ιστορική στιγμή, και ενώ έχει διαμορφωθεί ήδη το ρεύμα της αυτονομίας στην ιταλία, ο Curcio ήταν ακόμα σκληρά “εργατιστής”· και γι’ αυτόν το λόγο ήταν επίσης σκληρά “λενινιστής”.
Τι σημαίνει αυτό το τελευταίο; Ενώ ο εργατισμός, δηλαδή η έμφαση στην κεντρικότητα των αγώνων και των αρνήσεων των βιομηχανικών εργατών, στηρίχτηκε και στήριξε την εκ νέου πολιτική ανάγνωση του Μαρξ· ενώ πήρε πίσω απ’ τις κομματικές γραφειοκρατίες (και απ’ τα αφεντικά) το διαρκές “δικαίωμα” της εργατικής πρωτοβουλίας στην όξυνση του ταξικού πολέμου, δεν άλλαξε καθόλου τις οργανωτικές δομές, τα οργανωτικά πρότυπα! Είτε στην άοπλη είτε στην ένοπλη εκδοχή, οι κατάλληλες οργανώσεις του εργατισμού ήταν της μορφής “κόμμα”. “Κόμμα” με τις λενιστικές προδιαγραφές. Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες άλλωστε αυτό θεωρούσαν ότι είναι: ο ένοπλος βραχίονας, το στρατιωτικό τμήμα του εργατικού κόμματος που, σε αντίθεση με τις μεταφυσικές και μεσσιανικές δοξασίες του ιταλικού κ.κ. και του σοσιαλιστικού κόμματος, έχει πάρει (το εργατικό κόμμα, η οργανωμένη εργατική τάξη) την πρωτοβουλία κλιμάκωσης του ταξικού πολέμου, απ’ την βάση (το εργοστάσιο) ως την κορυφή (κεντρική πολιτική σκηνή). Με δυο λόγια, υπό τις αναλύσεις και τα συμπεράσματα του εργατισμού, η ιταλική εργατική τάξη με “πρωτοπόρους” τους βιομηχανικούς εργάτες, έπρεπε να αποκτήσει κάθε απαραίτητο (την θέληση την είχε - υποτίθεται...) για να επιτεθεί, αργά ή γρήγορα, στην “καρδιά του κράτους”.
Παρά τις τίμιες φιλοδοξίες, ο εργατισμός στην ιταλία ηττήθηκε, όπως ηττήθηκαν οι συγκεκριμένοι αγώνες των βιομηχανικών εργατών και σε άλλα γεωγραφικά μήκη και πλάτη του “πρώτου κόσμου”. Η ήττα του εργατισμού προηγήθηκε αρκετά χρόνια της “στρατιωτικής ήττας” των “ένοπλων λενινιστικών κομμάτων” που στηρίχτηκαν σ’ αυτόν. Δεν είναι εδώ η θέση να μιλήσουμε για την δεύτερη ήττα. Για την πρώτη όμως είναι. Γιατί η ήττα (ή, για να το θέσουμε ελαφρά διαφορετικά, η πετυχημένη λιγότερο ή περισσότερο αντιμετώπιση, εκ μέρους των αφεντικών) των αγώνων, των ανταρσιών και των αρνήσεων της βάσης των βιομηχανικών εργατών, ήρθε σα συνέπεια ενός συνδυασμού μέτρων. Απ’ τις απολύσεις και τις “μαύρες λίστες” των πιο ριζοσπαστών (και, συνήθως, μελών κάποιας εργατίστικης οργάνωσης) έτσι ώστε να μην ξαναπροσλαμβάνονται σε εργοστάσιο [2], μέχρι τα πρώτα βήματα της αναδιάρθρωσης της “βιομηχανικής παραγωγής”. Ο Ανιέλι της fiat ήταν που, μέσα στη δίνη των άγριων απεργιών αυτής της περιόδου, είχε επιθυμήσει εργοστάσια εντελώς αυτόματα, χωρίς εργάτες. Αυτή η επιθυμία ήταν φετιχιστική· έδειχνε όμως τον δρόμο που έπρεπε να πάρει η καπιταλιστική αναδιάρθρωση στην βιομηχανία: αντικατάσταση της ζωντανής εργασίας από μηχανές εκεί που η εργατική αρνητικότητα είχε εκφραστεί με μεγαλύτερο δυναμισμό. Άρα, σταδιακή εκ νέου μηχανοποίηση των πιο “βρώμικων” και “επικίνδυνων” κρίκων της παλιάς φορντικής αλυσίδας. Και όχι μόνον αυτό...
Η ήττα του εργατισμού δεν κουκουλώθηκε· όχι, τουλάχιστον, απ’ τους μη ένοπλους των οργανώσεων / κομμάτων του. Μπορεί αυτά να διαλύθηκαν (ας πούμε χοντρικά: απ’ τις αρχές ως τα μέσα της δεκαετίας του ‘70) αλλά το δυναμικό τους δεν έμεινε “κουφό” και “τυφλό”, να κλαίει την μοίρα του ή να κοροϊδεύει τον εαυτό του. Η ανάλυση ξαναμπήκε μπροστά. Και επειδή οι αναλυτικές ικανότητες πατούσαν στο γερό έδαφος της πραγματικότητας, χωρίς ιδεολογικές προκαταλήψεις, η συνολική κοινωνική κίνηση ξαναμελετήθηκε. Με την ίδια ακρίβεια και προσοχή που είχαν μελετηθεί, αναλυθεί και θεωρητικοποιηθεί οι υπόγειες ανταρσίες και αρνήσεις στα εργοστάσια απ’ τις αρχές της δεκαετίας του ‘60. Εκείνο που γονιμοποίησε την ιστορική εμπειρία του εργατισμού ήταν το ξέσπασμα και η επιμονή πλήθους αγώνων και αρνήσεων έξω απ’ το εργοστάσιο. Με μια ποικιλία υποκειμένων, μια ποικιλία επιμέρους μετώπων αντιπαράθεσης, ακόμα και οργανωτικών νεωτερισμών.
Η αυτονομία θα γεννηθεί μέσα απ’ την ήττα του εργατισμού, στην ιταλία! Μερικά βασικά στοιχεία αυτής της “γέννησης” ενυπήρχαν ήδη στις επεξεργασίας του εργατισμού, μόνο που σ’ αυτόν ήταν περιορισμένα, “κεντραρισμένα”, στους βιομηχανικούς εργάτες και στο εργοστάσιο σαν κύριο μέτωπο πολέμου. Ειδικά η σημασία της ταξικά “υποκειμενικής” πρωτοβουλίας ήταν πολύτιμη κληρονομιά απ’ τον εργατισμό στις παρατηρήσεις, τις αναλύσεις, τις θεωρητικές αναγωγές και τα συμπεράσματα της αυτονομίας. Πριν, όμως, μια ξενάγηση.
Αυτό που κωδικά ονομάστηκε “παγκόσμιο ‘68” υπήρξε αληθινά παγκόσμιο! Το σχεδόν ταυτόχρονο ξέσπασμα αρνήσεων και αγώνων από μια γκάμα κοινωνικών υποκειμένων που ποτέ ως τότε, στην ιστορία του καπιταλιστικού κόσμου, δεν είχε βρεθεί στην πρώτη γραμμή της αναμέτρησης με το σύστημα και τις εξουσίες του. Και, μαζί, το ξέσπασμα στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη: απ’ την ιαπωνία ή το πακιστάν, ως την βόρεια και τη νότια αμερική, διαπερνώντας την ευρώπη, και όχι μόνο την “δυτική” αλλά και την “ανατολική”. Τα κινήματα των γυναικών, των φοιτητών, των νεολαίων της παραδοσιακής εργατικής τάξης και διάφορων μειονοτήτων ήταν μια πολλαπλή πυρκαγιά που απλώθηκε σχεδόν παντού· την ίδια χρονική στιγμή που εξελίσσονταν ένοπλες εθνικοαπελευθερωτικές εξεγέρσεις σε διάφορες “εσχατιές” των ιμπεριαλιστικών κύκλων. Οι υποτιθέμενα ασφαλείς μεταπολεμικές ρυθμίσεις του “κράτους πρόνοιας” φαίνονταν να καταρρέουν καθώς δέχονταν επιθέσεις από μεριές που σχεδόν κανείς πριν δεν φανταζόταν.
Ανάλογα με την χώρα και την ιστορική πολιτική παράδοση πολλοί και πολλές απ’ τους πρωταγωνιστές αυτού του κινηματικού “παγκόσμιου ‘68” είχαν μια ορισμένη πολιτική παιδεία. “Σοβιετόφιλοι” δεν υπήρχαν πουθενά· υπήρχαν όμως “μαοϊκοί”, “τροτσκιστές”, διάφορες παραλλαγές “μαρξιστών λενινιστών” και ορισμένες πρωτότυπες εκδοχές “αριστερού φιλελευθερισμού / αντιαυταρχισμού”. Συνεπώς τα γεγονότα, οι πράξεις, οι συγκρούσεις, οι αρνήσεις, υπόκεινταν διαρκώς στην πολιτική ανάλυση και ερμηνεία όλων αυτών των ρευμάτων και υπορευμάτων - πράγμα που είναι εντελώς φυσιολογικό. Όμως το μεγαλύτερο μέρος αυτών των πολιτικών ρευμάτων παρέμενε δεσμευμένο σε αναλυτικές μεθοδολογίες “εργατοκεντρικές”, άμεσα ή έμμεσα. Παρά τις επιμέρους τακτικές ή ιστορικές διαφωνίες, υπήρχαν σημεία σύγκλισης. Ένα απ’ τα βασικά ήταν ότι “το κύριο μέτωπο είναι το εργατικό” - και τα υπόλοιπα (το “γυναικείο”, το “φοιτητικό”) είναι δευτερεύοντα, και άρα πρέπει να αρθρώνονται με το κύριο.
Ήταν στην ιταλία (ή, πιο σωστά, κυρίως εκεί) που η ανάλυση επιχείρησε και κατάφερε σπουδαίες θεωρητικές και οργανωτικές καινοτομίες σ’ αυτό ακριβώς το σημείο: της ιεράρχησης των αρνήσεων. Δεν ήταν τόσο απλό όσο φαίνεται απ’ τα λόγια μας. Η προσέγγιση των “δευτερευόντων μετώπων” δεν ενδιαφερόταν για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των επιμέρους αρνήσεων και των υποκειμένων που τις εκδήλωναν· αξιολογούσε μόνο εκείνα που θα εξασφάλιζαν την υποστηρίξη / σύγκλιση με το “κυρίως μέτωπο”. Μια στρατιωτικού τύπου λογική, α λα Β παγκόσμιος, υπόβοσκε πίσω από τέτοιες αναλύσεις. Αντίθετα, στην ιταλία, η εξελισσόμενη ήττα του εργατισμού, δεν άφηνε περιθώρια τέτοιου είδους εκβιασμένων συνθέσεων απ’ την μια, και σκόπιμων παραλείψεων απ’ την άλλη. Αντί να πρέπει όλοι και όλα να συγκλίνουν - στο - εργοστάσιο, αυτοί κι αυτές που καθιερώθηκε στην πολιτική ορολογία να λέγονται αυτόνομοι έκαναν το αντίθετο. Διεύρυναν την αναγνώριση, εκ μέρους τους, του πεδίου όπου ασκούνται οι καπιταλιστικές και κρατικές προσταγές, αναγνωρίζοντας και αναλύοντας θεωρητικά εκείνο που ήταν προφανές. Ότι, δηλαδή, ο καπιταλισμός δεν βρισκόταν μόνο στο βιομηχανικό εργοστάσιο. Η έννοια του κοινωνικού εργοστάσιου ξεπήδησε έτσι σαν ένας τολμηρός μεν αλλά ακριβής και χρήσιμος νεωτερισμός, για να περιλάβει ολόκληρο το πλήθος των διαφορετικών μαχόμενων υποκειμένων, χωρίς “παραγραφές” και απλοποιήσεις, και - κυρίως - χωρίς προκαθορισμένη “κεντρικότητα”!
Δεν είναι τυχαίο ότι αυτός ο νεωτερισμός γεννήθηκε απ’ την σκέψη, τις αναλύσεις και τις δράσεις ιταλίδων φεμινιστριών που είχαν ήδη στον ένα ή τον άλλο βαθμό γνώση των αναλυτικών εργαλείων του εργατισμού. Δεν ήταν η ιταλία το μόνο μέρος στον κόσμο που αναπτύχθηκε μαχητικό γυναικείο κίνημα. Αλλά ήταν εκεί που η παράδοση της εργατίστικης πολιτικής υποκειμενικότητας και οι ιδιαίτερες γυναικείες στοχεύσεις διέφυγαν την παγίδα “φύλο εναντίον φύλου” και ενέγραψαν τις γυναικείες ανταρσίες σ’ έναν διευρυμένο αντικαπιταλιστικό καμβά. Όπου το νήμα της σύνδεσης ήταν ο κοινωνικός ρόλος των γυναικών μέσα και κάτω απ’ τα “οικιακά”, σαν υποτιμημένων και αόρατων εργατριών της “κοινωνικής αναπαραγωγής”. Εργατριών της οικιακής καθαριότητας, εργατριών της καθημερινής διατροφής όλων των μελών της οικογένειας, εργατριών της ανατροφής της επόμενης γενιάς εργατών, εργατριών της συντήρησης της δύναμης του άντρα - εργάτη, εργατριών των “συζυγικών καθηκόντων”.
Να πως το παλιό εργοστασίο μετασχηματιζόταν στην εννόηση του διευρυμένου κοινωνικού εργοστάσιου, με μια μόνο αλλά θεμελιώδη κίνηση! Πράγμα καθόλου εύκολο να γίνει αποδεκτό απ’ τους παλιούς (και αρσενικούς...) εργατιστές στο σύνολό τους. Γιατί ανάμεσα στα υπόλοιπα διόρθωνε κι ένα απ’ τα βασικά λάθη του Μαρξ, σε σχέση με την “μη παραγωγική εργασία” και το εύρος της, ανοίγοντας εντελώς καινούργιες θεωρητικές, πρακτικές, εν τέλει πολιτικές προοπτικές. Σωστά! Η πολιτική ανάγνωση του Μαρξ δεν θα μπορούσε παρά να γίνει, επίσης, αναγνώριση των ιστορικών του ορίων, όταν σκεφτόταν και έγραφε!
Η αναγνώριση του γεγονότος ότι οι γυναίκες δουλεύουν στο σπίτι, ότι αυτό είναι “κρυμένη εργασία” (και απλήρωτη...), και πως ταυτόχρονα είναι απαραίτητη εργασία, σχεδόν στρατηγικής σημασίας για την ισορροπία του συστήματος, ήταν εκεί στα ‘70ς ένα είδος αναλυτικού και πολιτικού θριάμβου για την ιταλική αυτονομία. Επειδή άνοιγε τον δρόμο για να αναγνωριστούν, τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη, όλες οι αντιθέσεις στην τεράστια έκταση της “κοινωνικής αναπαραγωγής”! Νοσοκομεία, σχολεία, πανεπιστήμια, φυλακές, “ελεύθερος χρόνος”, ψυχιατρεία: ολόκληρη η δομή του φορντικού καπιταλισμού και του “κράτους πρόνοιας” αποκαλυπτόταν σαν οργανική αλληλουχία εκμετάλλευσης και επιτήρησης. Και κάθε επιμέρους μέτωπο αρνήσεων, χωρίς να παραιτηθεί από καμία ιδιαιτερότητά του, δικαιούταν την αναγνώριση της μάχης - στην - πρώτη - γραμμή. Το εργοστάσιο, σαν η κύρια μηχανή της βίας και της εκμετάλλευσης, διαλυόταν πια γόνιμα μέσα στο διευρυμένο κοινωνικό εργοστάσιο. Και η ανταγωνιστική αυτονομία του εργάτη - μάζα, των χιλιάδων ανειδίκευτων και μισοειδικευμένων της βιομηχανίας, πολλαπλασιαζόταν μέσα απ’ τις ανταγωνιστικές αυτονομίες επιμέρους προλεταριακών υποκειμένων, με μια καινούργια εννόηση του προλεταριάτου, μέσα σ’ όλα τα “τμήματα” του κοινωνικού εργοστάσιου!
Έτσι, το αναλυτικό, θεωρητικό και πολιτικό οπλοστάσιο της αυτονομίας, θα αρχίσει γρήγορα, κάποτε με θυελλώδη ρυθμό, να αναδεικνύει τις ιδιαιτερότητες και τις αλληλουχίες των αρνήσεων και των αγώνων. Είναι η άγρια (εξωσυνδικαλιστική / αντισυνδικαλιστική) απεργία στο εργοστάσιο, αλλά και στο νοσοκομείο ή στο ταχυδρομείο. Είναι οι καταλήψεις σπιτιών. Είναι οι μικροκλοπές στα μαγαζιά. Είναι η “αυτομείωση” στις τιμές του ηλεκτρικού ή στα νοίκια. Είναι η γυναικεία απελευθερωτική εξέγερση. Είναι οι παράνομοι ραδιοσταθμοί. Είναι οι ανταρσίες στα πανεπιστήμια. Είναι οι εξεγέρσεις στις φυλακές. Είναι το τζαμπατζιλίκι στις συναυλίες ή στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Καθώς η ιταλική κοινωνία και, κυρίως, η πολυπρόσωπη παλιά και καινούργια εργατική τάξη της ιταλίας φλέγεται στη δεκαετία του ‘70, οι αυτόνομοι και οι αυτόνομες βρίσκονται παντού. Επιβεβαιώνοντας ότι κάθε τι είναι μια στιγμή, μια παραλλαγή, μια ιδιαίτερη “ανορθόδοξη” επίθεση διαφορετικών υποκειμενικοτήτων, που ανταλλάσσουν μεταξύ τους εμπειρίες αγώνα εμπλουτιζόντάς τες, σ’ έναν κοινό, ενιαίο πόλεμο. Ενάντια στην πραγματική υπαγωγή της κοινωνίας στο κεφάλαιο.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 - Από το “Αυτονομία, απόψεις, αγώνες, μαρτυρίες των Ιταλών Αυτόνομων, 1970 - 1980, έκδοση της Λέσχης κατασκόπων του 21ου αιώνα, σελ. 340.
[ επιστροφή ]
2 - Ήταν και σ’ αυτή την απάντηση των αφεντικών της ιταλικής βιομηχανίας που οι συνδικαλιστές του ιταλικού κ.κ. και του σ.κ. έπαιξαν τον ρόλο τους. Γιατί ήταν αυτοί που ήξεραν “ποιός είναι ποιός” μέσα σε κάθε τμήμα των εργοστασίων, και φυσικά παραχώρησαν αυτήν την τόσο πολύτιμη γνώση στα γραφεία προσωπικού, ώστε να κάνουν εύστοχες απολύσεις. Το δικό τους όφελος ήταν ότι θα ξαναποκτούσαν τον συνδικαλιστικό έλεγχο των εργατών...
[ επιστροφή ] |
|