|
|
το άρωμα της ζωής: μελαγχολία
Έρχεται απροειδοποίητα. Όχι απότομα, αλλά διαβρωτικά. Κι ωστόσο ανήκει στα πιο γήινα, χωμάτινα αισθήματα. Αναδύεται από μικρούς, κρυμένους πόρους. Μεγαλώνει σιγά σιγά και σταθερά, και κατακλύζει τον μέσα κόσμο. Όποιος δεν έχει γνωριστεί με την μελαγχολία αγνοεί την πικρή πλευρά της μοντέρνας κοινωνικότητας.
Η μελαγχολία τρέφεται εύκολα. Όμως ένας αγαπημένος της καρπός είναι η μεθοδευμένη τελετουργία. Η μακριά προετοιμασία της χαρούμενης τελετής είναι κλιμακωτή κατασκευή μιας αόριστης προσμονής. Μιας αόριστης προσδοκίας που μεγαλώνει όσο μικραίνει η απόσταση από την Στιγμή, χωρίς να αποκτάει ποτέ σαφή μορφή. Μέρα τη μέρα και νύχτα τη νύχτα η προσδοκία της τελετουργικής χαράς, η αναμονή της σκηνοθετημένης απόλαυσης, το ραντεβού με το επερχόμενο Τότε, γίνονται ένα γοητευτικό τρέμουλο. Στους πόρους αυτής της γοητείας εγκαθίσταται απρόσκλητη και αόρατη η παραμικρή αμφιβολία. Σ’ αυτήν την μήτρα, λίγο πριν την Στιγμή, πιάνει ο σπόρος της μελαγχολίας.
Η προγραμματισμένη τελετουργία αναμετριέται πάντα με τον ίδιο της τον προγραμματισμό. Ενόσω αυτός ο τελευταίος δρα προσθετικά, συσσωρεύοντας (προετοιμασίες, ένταση) η ίδια η τελική Στιγμή μοιάζει να κάνει το αντίθετο. Είναι εύκολο να γυμνωθεί σιγά σιγά η προσδοκία όταν έρθει η ώρα της ικανοποίησης· γιατί είναι εύκολο η Στιγμή να αποδειχθεί κατώτερη της προετοιμασίας της. Κάτι ελάχιστο, ασήμαντο από μόνο του, μια κουβέντα ή μια ματιά που είναι (ή εισπράτονται) σαν αταίριαστες, χαλάνε το όνειρο. Η μελαγχολία αρχίζει να μεγαλώνει, αλλά όχι με τον απότομο τρόπο της απογοήτευσης. Μοιάζει περισσότερο μ’ ένα σύννεφο, μικρό στην αρχή, που περιστρέφεται γύρω απ’ την επιδίωξη της χαράς, παλεύει αδιόρατα μαζί της, έλκεται και απωθείται, ώσπου να εγκατασταθεί στο κέντρο της διάθεσης.
Η επιτυχία της προγραμματισμένης τελετουργίας απαιτεί έναν ορισμένο βαθμό αν-αισθησίας. Το οινόπνευμα εδώ, για παράδειγμα, λειτουργεί σωτήρια. Τουλάχιστον ως ένα σημείο. Προσφέρει την βάση για την εύκολη απάλειψη κάθε μικρού αταίριστου ερεθίσματος ή αισθήματος που μπορεί να αποδειχθεί ο πρώτος χαμένος πόντος στο υφάδι της χαράς της Στιγμής. Κι αυτό το υφάδι είναι πράγματι ευαίσθητο. Γιατί η προετοιμασία της τελετουργίας υποβάλει την απαίτηση, το καθήκον της απόλαυσής της. Οι ευαίσθητες καρδιές αντιλαμβάνονται αυτήν την ενοχλητική υπόδειξη, τα συγκεκριμένα ή και αόριστα “πρέπει” της τελετής, λίγο πριν τελειώσουν οι προετοιμασίες. Λίγο πριν την Στιγμή. Εξού και η συνεισφορά του οινοπνεύματος: η Στιγμή γίνεται de facto διαφορετική, αποκόβεται και απελευθέρωνεται απ’ την προσμονή της, ο χρόνος ραγίζει, το Τώρα δεν είναι πια εκείνο που περίμενα αλλά μια αυτοτελής οντότητα χρόνου, που δεν έχει ανοικτούς λογαριασμούς με το παρελθόν της.
Η προγραμματισμένη τελετουργία γίνεται έτσι ένας παράξενος πυκνωτής. Ενώ κάθε τι είναι σχεδιασμένο για να προκαλέσει απόλαυση, εκατό ευκαιρίες στεναχώριας εμφανίζονται ακριβώς εκεί. Δεν ήρθαν απρόσκλητες· το αντίθετο! Είναι ενδημικές, γιατί είναι γενεαλογικές. Είναι μέσα στο παρελθόν της Στιγμής· μέσα στο παρελθόν που το οινόπνευμα δεν έχει διώξει, ή, ακόμα χειρότερα, μέσα στο παρελθόν που το οινόπνευμα ενισχύει.
Η μελαγχολία όλα αυτά, ακόμα και σαν ενδεχόμενα, τα “αισθάνεται” έγκαιρα. Γιατί είναι παιδί της αμφιβολίας, της γόνιμης αμφιβολίας, της αμφιβολίας που δεν είναι άρνηση, απόρριψη, αλλά μπορεί στο τέλος να γίνει και τέτοια. Η μελαγχολία είναι μια διαρκής εσωτερική περιστροφή που αδιάκοπα επισκοπεί τις βεβαιότητες, δείχνοντάς τους κάθε ατέλειά τους. Όχι μόνο επισκοπεί ή αισθάνεται έγκαιρα η μελαγχολία· αλλά χρεώνεται επίσης. Μια αδιόρατη αλλά δραστική φλέβα αυτοενοχοποίησης μπορεί να δημιουργηθεί εδώ. Κι αν τίποτα δεν την εμποδίσει, μπορεί να φτάσει ως την σύνθλιψη, την κατάρρευση. Λίγο μετά την αποτυχία της τελετουργίας (που μπορεί να είναι εσωτερική ή όχι, αλλά ακόμα κι αν είναι μπορεί να προβληθεί παντού, στον καθέναν...), λίγο μετά το τέλος του παιχνιδιού, “όταν τα φώτα σβήνουν και οι καρέκλες μαζεύονται”, το πλημμυρισμένο από μαύρη χολή κορμί μπορεί να καταρρεύσει εντελώς...
Η προβολή της μελαγχολίας· το άλλο μισό του παράξενου ουρανού της. Αν κάποιος δεχτεί να την αναγνωρίσει σαν εσώτερο αίσθημα, μπορεί να συμβιώσει μαζί της. Εν τέλει να αποκτήσει μια ορισμένη σοφία για την τάξη του κόσμου του. Αν όμως την απωθήσει (και υπάρχουν πάντα όχι απόλυτα πετυχημένοι τρόποι γι’ αυτό) τότε η μελαγχολία μπορεί να μετατοπίσει την αιτία της. Στον “έξω κόσμο”. Αίφνης σαν το σύμπαν να συνωμοτεί. Η εσωτερική διαφάνεια και ρευστότητα της μελαγχολίας μετατρέπεται σε έναν εξωτερικό, συμπαγή εχθρό. Έναν εχθρό που μπορεί να αποκτήσει απεριόριστο βάρος ή δύναμη αμφισβήτησης των ισορροπιών. Τώρα όμως οι ισορροπίες δεν έχουν την αβεβαιότητα του ψυχισμού και του συναισθηματισμού, αλλά μια αδιαφιλονίκητη τάξη, η απειλή κατάρρευσης της οποίας μοιάζει κοσμικής τάξης· ανάλογα με τον “κόσμο” του καθενός. Εδώ η μελαγχολία εξελίσσεται σ’ ένα είδος σκληρής ηττοπάθειας. Μπορεί να γίνει ακόμα και κατάθλιψη. Βουβή παράδοση στο μοιραίο.
(Ο λεγόμενος “δυτικός άνθρωπος”, εν προκείμενω ο χριστιανός της ευρώπης, ξανα-ανακάλυψε την μελαγχολία, και μάλιστα ασχολήθηκε μαζί της, την μυθοποίησε, μετά τα 1500. Εκ των (πολύ) υστέρων ειπώθηκε ότι εκείνο το μεγάλο, και μεγάλης διάρκειας, κύμα μελαγχολίας ήταν το αντίτιμο της “αποκοπής απ’ την θεϊκή τάξη”· απ’ την εμπιστοσύνη στο ακλόνητο όλων των ισορροπιών που έφτιαξε ο “μεγαλοδύναμος”. Συνέπεια των αμφισβητήσεων του προτεσταντισμού - με μια διαφορετική προσέγγιση. Η μελαγχολία πάντως έγινε ποίηση, έγινε λογοτεχνία, έγινε ζωγραφική....
Ο Λανς φον Τρίερ είναι επαγγελματίας της διαχωρισμένης τέχνης που λέγεται κινηματογράφος. Τουλάχιστον είναι καλός - και ιδιότροπος - μάστορας. Η Μελαγχολία του είναι μια εικαστικά ελκυστική αναπαράσταση του αισθήματος, και της διπολικότητάς του, στο “μέσα” - “έξω”. Οι δύο αδελφές είναι αναπαράσταση αυτού του δίπολου· ο γάμος και ο πλανήτης είναι η αναφορά στο τελετουργικό (: στην εσωτερικότητα του βιώματος) και στο κοσμικό (: στην εξωτερική μετάθεση) της μελαγχολίας. Ο πλανήτης που φτιάχνει ο Τριέρ αιωρείται σαν ένα σύννεφο που αυξομειώνεται στον ορίζοντα. Πρώτα είναι μια δεύτερη σελήνη μέσα στα σύννεφα, ύστερα ένας αναδυόμενος γίγαντας· ρίχνει ακόμα και μια παράξενη βροχή. Η απειλή του είναι υπαινιχτική (αν κριθεί σύμφωνα με τις δυνατότητες του κινηματογράφου) αλλά, σε αντίθεση με την εσωτερική έκφανση της μελαγχολίας, η καταστροφή αποδεικνύεται τελικά αναπόφευκτη. Όμως ο μόνος βεβαιωμένα νεκρός, αυτόχειρας κιόλας, είναι εκείνος ο ορθολογιστής (φίλος της αστρονομίας) που δηλώνει με βεβαιότητα ότι η μελαγχολία είναι περαστική. Ανακαλύπτει αργά ότι υπάρχει μια αθεράπευτη έλξη προς το δυσοίωνο μέλλον και τέλος, ακόμα κι αν στο κέντρο της είναι ο μοναδικός μελαγχολικός του κόσμου.) |
|