Sarajevo
 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Sarajevo - Τεύχος 54

Η απεργία στο εργοστάσιο της Ford στο River Rouge κτυπήθηκε βίαια απ’ την αστυνομία και τους μπράβους του Ford. Τέσσερεις εργάτες δολοφονήθηκαν, περισσότεροι ήταν οι τραυματίες.

Sarajevo - Τεύχος 54

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Sarajevo - Τεύχος 54

Πάνω: "άγρια” (δηλαδή: αντισυνδικαλιστική - εξωσυνδικαλιστική) απεργία στο Τορίνο τον Ιούλιο του 1962.
Κάτω: άγρια απεργία και κατάληψη εργοστασίου έξω απ’ την Νάντη, στα μέσα Μάη του 1968.

Sarajevo - Τεύχος 54

 

αυτή είναι η αυτονομία (β μέρος)

Η πολιτική συνταγή του μεταπολεμικού κράτους πρόνοιας, ειδικά στις αρμοδιότητες που αναγνώρισε τόσο στα κόμματα της “αριστεράς” όσο και, ακόμα πιο συστηματικά, στα συνδικάτα, προορίζονταν να εξαφανίσει όχι βέβαια την εργατική τάξη σαν τέτοια, αλλά τον ανεξάρτητο ανταγωνισμό της. Την πολιτική (και οργανωτική) αυτονομία της.
Ανάλογα με το κράτος, την κοινωνική ιστορία του, ειδικά την ιστορία του ταξικού ανταγωνισμού, και την κατάσταση (του καπιταλισμού του) στο τέλος του Β παγκόσμιου, το κράτος πρόνοιας πέτυχε για κάποιο διάστημα τους στόχους του, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Η κεντρική και βόρεια ευρώπη, η βόρεια αμερική, η γαλλία και η ιταλία, και στην ασία η ιαπωνία, υπήρξαν τα πιο πετυχημένα παραδείγματα “δημοκρατικής” μεσολάβησης και εκτόνωσης των εργατικών εντάσεων, με τέτοιους τρόπους ώστε οι όποιοι κραδασμοί να απορροφούνται “παραγωγικά” απ’ το σύστημα. Στο μεγαλύτερο μέρος του ευρωπαϊκού νότου απ’ την άλλη (πορτογαλία, ισπανία, ελλάδα) η καθαρή πολιτική απαγόρευση της εργατικής αυτονομίας και όχι η πλάγια ακύρωσή της  μέσω “δημοκρατικών θεσμών”, ήταν ο κανόνας ως την δεκαετία του ‘70.
Αλλά κι εκεί που το κράτος - σχέδιο, το κράτος που προέβλεψε σαν αναγκαίο ο Κέυνς, δούλευε “δημοκρατικά”, η ταξική ειρήνη δεν ήταν πάντα απόλυτα εξασφαλισμένη.

... Προς το τέλος της δεκαετίας του ‘40, ο C. Wright Mills, στο βιβλίο του “The new men of power: America’s labor leaders”, περιέγραφε τον ρόλο των συνδικάτων ως εξής: Η ενσωμάτωση των συνδικάτων μέσα στο εργοστάσιο έχει σα συνέπεια να επιφορτίζεται το συνδικάτο με ένα μεγάλο μέρος της δουλειάς του γραφείου προσωπικού των επιχειρήσεων, και να γίνεται έτσι ο κύριος επιτηρητής της πειθαρχίας της βάσης.
Στα μέσα της δεκαετίας του ‘50, ο Daniel Bell κατάλαβε πως το γεγονός ότι οι εργάτες συνδικαλίζονταν ελεύθερα, δεν τους απέφερε έναν έλεγχο πάνω στην ίδια τους την ζωή. Εντυπωσιασμένος απ’ τη μεγάλη αυθόρμητη απεργία στο προάστιο του Ντητρόιτ River Rouge, που ξέσπασε τον Ιούλη του 1949 λόγω της επιτάχυνσης του ρυθμού παραγωγής στις αλυσίδες συναρμολόγησης της Ford, σημείωνε ότι “μερικές φορές οι καταναγκασμοί που επιβάλλονται στην εργασία οδηγούν σε μια έκρηξη τόσο ξαφνική όσο και η έκρηξη ενός geyzer”. Στο βιβλίο του “Work and its discontents” (Η εργασία και η εναντίον της δυσφορία), το 1956, απόδειχνε ότι “η εξέγερση ενάντια στην εργασία ήταν πολύ διάχυτη κι έπαιρνε διάφορες μορφές”. Παρόμοια ήταν και η μελέτη των Walker και Guest, που έγινε στο Harvard το 1953, με τίτλο: “The Man on the Assemply Line” (ο άνθρωπος της γραμμής συναρμολόγησης), που μαρτυρούσε τη δυσαρέσκεια και την αντίσταση των εργατών της αλυσίδας. Τα ίδια έγραφε και ο Harvey Swados στο “The myth of the happy worker” (ο μύθος του χαρούμενου εργάτη), του 1957 - ο Swados είχε δουλέψει για χρόνια στο εργοστάσιο.
...
Τα βιβλία “The state of the Unions” (το κράτος των συνδικάτων) του Paul Jacobs· “The disenchanted Unionist” (ο απογοητευμένος συνδικαλιστής) του Paul Saltan· και “The triumphes and failures of Unionism in the United States” (θρίαμβοι κι αποτυχίες του συνδικαλισμού στις ηπα) του B. J. Wildick, είναι μερικά από αυτά που γράφτηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ‘60 από ανθρώπους που συμπαθούσαν τα συνδικάτα και ήταν οι ίδιοι στην πλειοψηφία τους μαχητικοί, αλλά απογοητεύτηκαν μόλις άρχισαν να ανακαλύπτουν τον ρόλο που έπαιζαν αυτά. Ένας μαύρος εργάτης, ο James Boggs, εκθέτει με σαφήνεια αυτή τη διαδικασία με μια φράση: “Αν κοιτάξουμε πίσω μας” λέει “ θα δούμε ότι δίπλα στην πάλη για τον έλεγχο της παραγωγής, έγινε και μια άλλη, για τον έλεγχο του συνδικάτου. Και η υποχώρηση έγινε ταυτόχρονα και στα δυο αυτά μέτωπα”. Αλλά αυτό που δυσαρεστούσε τον Boggs, ευχαριστούσε την εργοδοσία. Την ίδια χρονιά που ο Boggs δημοσίευσε τις παρατηρήσεις του, το Fortune, αμερικανικό περιοδικό που εκφράζει μεγάλο μέρος του αμερικανικού κεφάλαιου, είχε σαν τίτλο του κύριου άρθρου του, τον Μάη του 1963: Η αξία των συνδικάτων είναι τόση, όση τους δίνουμε εμείς.

(ΗΠΑ: η εξέγερση ενάντια στην εργασία, πεζοδρόμιο 10, άγνωστη χρονολογία έκδοσης.)

Δεν θα έπρεπε να φανταστεί κανείς συνδικάτα απαθή· γιατί απλά δεν θα είχαν σπουδαία αντιπροσωπευτικότητα, δηλαδή έκταση μεσολάβησης. Επρόκειτο μάλλον για συνδικάτα των οποίων οι επικεφαλής έπρεπε να “παρακολουθούν” τις εντάσεις της βάσης· και κατά καιρούς, εάν αυτό ήταν απαραίτητο, να προκηρύσσουν και απεργίες... εκτόνωσης αυτής της έντασης. Η δήλωση του αμερικανικού fortune μπορούσε τις δεκαετίες του ‘50 και του ‘60 να έχει γίνει και στα γαλλικά, στα γερμανικά ή στα ιταλικά. Η εξαφάνιση της εργατικής αυτονομίας σήμαινε - κι αυτό ήταν η τεράστια πολιτική διαφορά με την αντιμετώπισή της πριν την δεκαετία του 1930 - ότι τα συνδικάτα θα έκαναν και κάποιου είδους “αγώνες”, πετυχαίνοντας κάποιες “νίκες”· αλλά μέσα στα όρια που επέτρεπε απ’ την μια η καπιταλιστική κερδοφορία και απ’ την άλλη οι ανάγκες της κατανάλωσης. Και ήταν απαραίτητοι αυτοί οι “αγώνες” και αυτές οι “νίκες” για να μπορούν να αντιμετωπίζονται οι αυθεντικές εργατικές απαιτήσεις, και οι υπόγειες αντιδράσεις χιλιάδων εργατών, σαν “ακραίες”, “παράλογες”, “ανεύθυνες” και “εξτρεμιστικές”.
Συνεπώς, το μεταπολεμικό κράτος πρόνοιας, σε ότι αφορά το ξεδόντιασμα των εργατικών αρνήσεων και την ένταξη / μεσολάβηση τους στο καπιταλιστικό σχέδιο, είχε μια επίσημη επιτυχία - και μια ανεπίσημη αποτυχία. Οι επίσημες επιτυχίες καταγράφονταν στις ετήσιες διαπραγματεύσεις των συνδικάτων με τους εργοδότες, στις σταθερές αυξήσεις των μισθών· και, κυρίως, στη συστηματική διαμόρφωση μιας επιδοματικής πολιτικής εκ μέρους των αφεντικών. Η al carte διατίμηση της εργασίας μέσω των ειδικών επιδομάτων, και μέσω μιας όλο και πιο λεπτεπίλεπτης “οργάνωσης” ειδικοτήτων και υποειδικότητων μέσα στην εργατική τάξη, μπορούσε να φέρνει εδώ κι εκεί αυξήσεις μισθών... Αλλά λειτουργούσε γενικά και μεσοπρόθεσμα υπέρ ενός “εργατικού  κορπορατιβισμού”, που θα μπορούσε (ή τα αφεντικά ήθελαν) να στρέφει τις απαιτήσεις ενός μέρους των προλετάριων εναντίον των απαιτήσεων ενός άλλου μέρους. Ακόμα και σε κάθε επιχειρήση χωριστά.
Η ανεπίσημη αποτυχία καταγραφόταν στις υπόγειες και σε μεγάλο βαθμό πρωτότυπες μορφές που άρχισαν να παίρνουν σε όλο και μεγαλύτερη έκταση (απ’ την δεκαετία του ‘50 και μετά) οι εργατικές αρνήσεις. Συστηματικές απουσίες μέσω επίκλησης “ασθένειας”· αδιαφορία για την δουλειά· σκόπιμες “απροσεξίες” που κατέληγαν σε ζημιές εμπορευμάτων ή μηχανών· ομαδικές προσπάθειες για καθυστέρηση του ρυθμού στη συναρμολόγηση... Δεν επρόκειτο για μεμονωμένες και αμελητέες συμπεριφορές, αλλά για μαζικές πρακτικές που άρχισαν να φέρνουν υπολογίσιμες ζημιές στ’ αφεντικά: μεγάλες ποσότητες ελαττωματικών εμπορευμάτων (και διαμαρτυρίες των καταναλωτών), αυξημένα κόστη, ακόμα και σταμάτημα της παραγωγής στο σύνολο του εργοστασίου. Ήταν πρακτικές αντι-συνδικαλιστικές και εξω-συνδικαλιστικές ταυτόχρονα. Αφ’ ενός επειδή υπονόμευαν τον ιστό της εργατικής πειθαρχίας που σκόπευε να δημιουργεί και να συντηρεί το συνδικάτο, έτσι ώστε να είναι αξιόπιστος συνομιλητής του εργόδοτη. Αφ’ ετέρου επειδή δεν κατέγραφαν επίσημα κάποιο μεσολαβήσιμο “αίτημα”, και κατά συνέπεια δεν μπορούσαν να αντιμετωπιστούν παρά με όλο και μεγαλύτερη επιτήρηση, όλο και μεγαλύτερο “παραγωγικό ορθολογισμό”. Καθώς όμως προχωρούσε η δεκαετία του ‘60 το υπόγειο ποτάμι - της - εργατικής - αρνητικότητας φούσκωνε:

...
Οι αντιφάσεις ανάμεσα στη σχεδιοποίηση της εργασίας και την κακή ποιότητα της παραγωγής προκαλούσαν στην αρχή το γέλιο, αλλά κατέληξαν να γίνουν αιτία οργής... Έγιναν ορισμένες συμφωνίες ανάμεσα σε μερικούς ελεγκτές και τους εργάτες της αλυσίδας, ανάμεσα στους εργάτες της συναρμολόγησης και τους εργάτες του φινιρίσματος, ώστε ο καθένας σχεδίαζε το δικό του σαμποτάζ... Οι κινητήρες που προορίζονταν για επισκευή συσσωρεύονταν συνεχώς... έφτανε να γίνει σχεδόν αδύνατο να μετακινηθεί κανείς μέσα στο εργοστάσιο. Χρειάστηκε να μεταφερθούν αλλού τα εργοστάσια ελέγχου και συναρμολόγησης των εξακύλινδρων κινητήρων, και να τοποθετήσουν καινούργιους εργάτες σ’ αυτά τα πόστα..
... Ο Stanley Weir, μιλώντας για παρόμοια φαινόμενα, αν και ίσως λιγότερο προχωρημένα, εξηγεί ότι “μέσα σε χιλιάδες βιομηχανικές εγκαταστάσεις, στο σύνολο των ΗΠΑ, οι εργαζόμενοι δημιουργούσαν ασχηματοποίητα και παράνομα συνδικάτα, κι αυτό επειδή η ποιότητα της καθημερινής ζωής στην εργασία χειροτέρευε ή δεν βελτιώθηκε”.
... Στο τέλος της δεκαετίας του ‘60 ορισμένοι απ’ τους πιο διορατικούς αναλυτές της εργοδοσίας ανακάλυπταν την υπάρξη αυτού του διαχωρισμού [ανάμεσα στους συνδικαλιστικούς μηχανισμούς μεσολάβησης και ελέγχου και την πλειοψηφία των εργατών] και σύντομα αναγκάστηκαν, εξ αιτίας της πίεσης της βάσης, να μιλάνε ανοικτά γι’ αυτόν.
Τον Οκτώβρη του 1969 το Fortune προτιμούσε ακόμα να τονίζει την σπουδαιότητα των μισθών - που τη θεωρούσε το βασικό πρόβλημα. Σ’ ένα άρθρο του Richard Armstrong με τίτλο “Labour 1970: Angry, Aggresive, Acquisitive” (οι εργάτες του 1970: οργισμένοι, επιθετικοί και άρπαγες) αναγνώριζε πλήρως ότι η βάση είχε εξεγερθεί ενάντια στους ίδιους της τους διευθυντές και, από πολλές απόψεις, ενάντια στην ίδια την κοινωνία. Αλλά το τεύχος του Ιούλη του 1970 δημοσίευσε ένα άρθρο του Judson Grooting με τίτλο: “Blue-collar blues on the Assembly line”. Διάβαζε κανείς εκεί ότι: “... οι νέοι εργάτες της αυτοκινητοβιομηχανίας βρίσκουν ότι η πειθαρχία στην εργασία είναι σκληρή και ανιαρή, κι εκφράζουν την αγανάκτησή τους μέσω της συστηματικής κοπάνας, μ’ ένα υψηλό ποσοστό ‘turn over’ (προχειροδουλειάς), με την άσχημα εκτελεσμένη εργασία, ακόμα και με το σαμποτάζ. Είναι καιρός να δούμε με άλλο μάτι αυτόν που δουλεύει εκεί κάτω, στην αλυσίδα”.
... Ένας οδηγός φορτηγού στο Saint Louis ... αναφερόμενος στον κατασταλτικό ρόλο των συνδικάτων, προσδιόριζε τη φύση των συμφωνιών που έχουν καθιερωθεί στην πράξη: “Οι επιχειρήσεις δέχτηκαν να παραχωρήσουν μεγάλα χρηματικά ποσά στα συνδικάτα, με αντάλλαγμα να εγγυηθούν αυτά την αποφυγή των στάσεων εργασίας”.
...
Γενικά, αυτός ο ρόλος των συνδικάτων αποσιωπήθηκε. Πράγμα όμως που δεν εμπόδισε την εμφάνιση μιας πληθώρας άρθρων και βιβλίων που πραγματευόταν αυτήν την εξέγερση... Να οι πρωτοσέλιδοι τίτλοι ορισμένων αμερικανικών περιοδικών:
- “To Hell with work” (στο διάολο η δουλειά), Harper’s, Ιούνης 1972.
- “Bored on the job: industry contends aparthy and anger on the assemply line” (πλήξη στη δουλειά: η βιομηχανία μπροστά στην απάθεια και την οργή στην αλυσίδα συναρμολόγης), Life, Σεπτέμβρης 1972.
- “Who wants to work?” (ποιός θέλει να δουλεύει;), Newsweek, Μάρτης 1973.
Σε άλλα άρθρα φαίνεται καθαρά ένα σημαντικό γεγονός. Η αντιπάθεια για την εργασία δεν συναντιέται μόνο στους βιομηχανικούς εργάτες.
...
Μια ειδική ομάδα που συγκροτήθηκε μετά από αίτηση του υπουργείου Υγιεινής, Εκπαίδευσης και Κοινωνικής πρόνοιας, δημοσίευσε το 1972 την αναφορά της με τίτλο: “Work in America”. Στη σελίδα 19 παραδέχεται ότι τα ουσιαστικά γεγονότα, όπως η συστηματική κοπάνα, οι άγριες απεργίες, το turn - over και το βιομηχανικό σαμποτάζ, έφτασαν να αποτελούν ένα σημαντικό μερίδιο των εξόδων διαχείρισης των επιχειρήσεων. Σε μια άλλη έρευνα, που έγινε απ’ τον Studs Terkel, το μεγαλύτερο μέρος των ερωτηθέντων εργατών έδειξε το μέγεθος της εξέγερσης κατά της εργασίας και των πραγματικών καταστροφών που προκαλούσε. Το βιβλίο αποκαλύπτει μια σχεδόν καθολική περιφρόνηση της εργασίας, καθώς και το γεγονός ότι μια ενεργητική αντίσταση αντικαθιστούσε γρήγορα την απογοήτευση που επικρατούσε στην πλειοψηφία των εργατών, και που δεν εκφραζόταν νωρίτερα. Όσοι ρωτήθηκαν, απ’ τον οξυγονοκολλητή μέχρι το παλιό στέλεχος και τον συντάκτη της εφημερίδας, αναφέρθηκαν στα εχθρικά τους αισθήματα απέναντι στις δουλειές που έκαναν.
(ΗΠΑ: η εξέγερση ενάντια στην εργασία, πεζοδρόμιο 10, άγνωστη χρονολογία έκδοσης.)

Τα πιο πάνω αναφέρονται στις ηπα, αλλά δεν ήταν αμερικανική αποκλειστικότητα. Έντρομα (και προσπαθώντας να κρατήσουν την ψυχραιμία τους) κόμματα κυβερνητικά και κόμματα της αντιπολίτευσης, συνδικάτα και συνδικαλιστές, μήντια και πανεπιστημιακοί, βρίσκονταν απ’ την δεκαετία του ‘60 μπροστά σ’ ένα “φαινόμενο” που ακόμα κι αν μπορούσαν να εξηγήσουν έβρισκαν εξαιρετικά δύσκολο να αντιμετωπίσουν. Η εργατική, η προλεταριακή αρνητικότητα, εμφανιζόταν ξανά στις δουλειές, στα εργοστάσια αλλά και στις μαζικές υπηρεσίες (ταχυδρομεία, συγκοινωνίες)· τα περιεχόμενα και οι μορφές αυτής της αρνητικότητας δεν είχαν καμία σχέση με τις “παραδοσιακές” εκδοχές του ταξικού ανταγωνισμού, μ’ αυτές δηλαδή τις εκδοχές που είχε ενσωματώσει και μεσολαβήσει το κράτος πρόνοιας· η δε ένταση αυτής της αρνητικότητας έφτανε ως την ανοικτή, βίαιη αντιπαράθεση, άλλοτε με τους συνδικαλιστές και άλλοτε με την αστυνομία.
Με τα δικά μας λόγια θα λέγαμε: η εργατική αυτονομία, ο αδιαμεσολάβητος, μη συμβιβαστικός, αδιάλλακτος χαρακτήρας της εργατικής αντίθεσης στο κεφάλαιο, εμφανιζόταν ξανά μέσα απ’ τις ανάγκες και τις επιθυμίες της τάξης μας, με εντελώς πρωτότυπους τρόπους - χίλια ζήτω! Όμως αυτή η πρόταση που μόλις διαβάσατε δεν είναι δική μας! Και στην πράξη θα μπορούσε να μην έχει διατυπωθεί ποτέ· ούτε αυτή, ούτε οι προεκτάσεις και οι συνέπειές της, παρά τα ίδια τα γεγονότα της εργατικής εξέγερσης, της εργατικής αρνητικότητας! Γιατί θα μπορούσε να συμβεί έτσι; Επειδή ενώ αυτά τα γεγονότα, αυτές οι πράξεις, αυτές οι πρακτικές αποτελούσαν την εμπειρία, την πραγματική ζωή μεγάλου μέρους των εργατών, τόσο στις ηπα όσο και σε μερικούς ευρωπαϊκούς καπιταλισμούς, πριν κιόλας την δεκαετία του ‘60 αλλά εντονότερα σ’ αυτήν και την επόμενη, χρειαζόταν και κάτι ακόμα. Χρειαζόταν η ανάλυση και η θεωρητική αναγωγή και σύνθεση αυτής της ανταγωνιστικής εμπειρίας! Διαφορετικά, ενώπιον του πηγαίου εργατικού μίσους, τα αφεντικά μπορούν πάντα να ξεπεράσουν την έκπληξή τους και να αποκτούν χρονικά, μεθοδολογικά, θεσμικά και ιδεολογικά πλεονεκτήματα απέναντι στις ανταρσίες. Και το έχουν κάνει εύκολα πολλές φορές - μάρτυρας η ίδια η ιστορία μας.
Μαζί με την πράξη λοιπόν χρειαζόταν και η θεωρία της. Κι αυτή δεν γεννήθηκε στις ηπα, παρά την ένταση της εξέγερσης κατά της εργασίας. Γεννήθηκε σ’ ένα ευρωπαϊκό κράτος, την ιταλία, όπου υπήρχε παρόμοια εξέγερση, και κάτι ακόμα: η δυνατότητα ανάλυσης και θεωρητικής σύνθεσης των εμπειριών της εξέγερσης.

Πριν πούμε δυο λόγια για το γιατί ήταν στην ιταλία που αναλύθηκαν και απέκτησαν υπόσταση πολιτικού (: πολεμικού) σχεδίου οι καινούργιες μορφές και τα καινούργια περιεχόμενα της προλεταριακής αρνητικότητας, χρειάζεται μια μικρή παρένθεση.
Ο αδιάσπαστος δεσμός ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη, την πράξη και την θεωρία, στον ταξικό ανταγωνισμό, δεν είναι εγκεφαλική εφεύρεση διανοούμενων. Είναι η ίδια η ζωτική ανάγκη βελτίωσης των εμπόλεμων, ανταγωνιστικών δυνατοτήτων μας σαν εργάτες· είναι ο αδιάσπαστος δεσμός ανάμεσα στην καρδιά και το μυαλό. Όταν αυτός ο δεσμός διαλύεται (και αυτό συμβαίνει “όχι τυχαία”) τότε μπορεί να συμβαίνουν εξαιρετικές πράξεις ή να διατυπώνονται λαμπρές σκέψεις - αλλά οι πρώτες εκφυλίζονται εύκολα σε πρακτικισμό και οι δεύτερες σε θεωρητικολογία.
Η αναγνώριση αυτού του δεσμού σημαίνει πολλά, που δεν είναι εδώ το μέρος να παρουσιάσουμε. Όμως δεν είναι οτιδήποτε εμφανίζεται σαν “θεωρία” και οτιδήποτε εμφανίζεται σαν “πράξη” άξιο του ταξικού ανταγωνισμού· εύκολα μπορεί η ιδεολογία να μεταμφιέζεται σε “ανάλυση” και ο καιροσκοπισμός σε “έργο”, διαμορφώνοντας υποτίθεται την πληρότητα “θεωρίας - πράξης”. Υπάρχουν τουλάχιστον άλλα τρία στοιχεία που παίζουν κρίσιμο ρόλο στην αυθεντικότητα (ή όχι) της προλεταριακής θεωρίας - πράξης. Το ένα είναι η συναισθηματική και διανοητική ανοικτοσύνη στο “άγνωστο” και στο αβέβαιο που εκ των πραγμάτων χαρακτηρίζει τον ταξικό ανταγωνισμό. Το δεύτερο είναι η μόνιμη δυνατότητα της αυτοκριτικής, παντού και πάντα. Και το τρίτο είναι η βαθιά, σχεδόν “υπαρξιακή” σχέση του καθενός με την Ιστορία και την Ιστορικότητα· όχι την προσωπική αλλά την συλλογική, ταξική. Τίποτα δεν επαναλαμβάνεται
Κλείνουμε την παρένθεση χωρίς περισσότερα.

Και συνεχίζουμε.

...
Ο “Ιούλης του ‘60” ξεκινά από μια διαμαρτυρία, στη Γένοβα, ενάντια στο συνέδριο του “ιταλικού κοινωνικού κινήματος” [φασιστικό κόμμα, msi] για να μεταβληθεί στη συνέχεια σε γενικευμένη εξέγερση...
... Όταν αρχίζει ο αγώνας στη Fiat ... μετατρέπεται σε αγώνα στο δρόμο, το 1962, με τις συγκρούσεις στην piazza Statuto, με την απ’ ευθείας επίθεση στις κίτρινες συνδικαλιστικές οργανώσεις, και όχι μόνον αυτές, μια και στην πραγματικότητα η επίθεση στρέφεται ενάντια στις συνδικαλιστικές δομές, σαν δομές που δεν αντιστοιχούν πια σε καμία περίπτωση στα εργατικά συμφέροντα.
Σ’ αυτή τη στιγμή τα “Κόκκινα Τετράδια” βρίσκονται στο κέντρο της αντιπαράθεσης. Βρίσκονται εκεί για διάφορους λόγους. Μα πάνω απ’ όλα γιατί η τάση που υποστηρίζει την αυτοδιαχείριση των αγώνων έχει πάρει μέρος στην οργάνωση αυτών των αγώνων και προσπαθεί μέσα στις συγρούσεις να οργανώσει εκείνο που μπορεί να οργανωθεί στο επίπεδο του δρόμου.
...
Ο αγώνας στη Fiat ξεκινά από μια κατάσταση πλήρους και μακρόχρονης διαίρεσης του εργατικού μετώπου. Αρχίζει με την υπογραφή της εθνικής σύμβασης των εργατών μετάλλου. Η UIL, η συνδικαλιστική παράταξη του σοσιαλιστικού κόμματος, υπογράφει μια ξεχωριστή συμφωνία. Οι εργάτες ξεκινούν από το εργοστάσιο και πάνε να καταστρέψουν τα γραφεία της UIL στη piazza Statuto. Τότε το συνδικάτο αντιδρά με καταστολή. Τα συνδικάτα αντιλαμβάνονται ενστικτώδικα πως εδώ έχει ξεφύγει απ’ όλους κάθε δυνατότητα ελέγχου. Πρόκλειται για ένα φαινόμενο που κατόπιν θα επαναληφθεί σ’ ολόκληρη την πρώτη πενταετία του ‘60, πάντα με αυθόρμητο τρόπο, δίχως αυτοί οι αγώνες να καθορίζουν μια γενικευμένη κυκλοφορία τους, καθορίζοντας όμως την ποιότητά τους. Πρόκειται για αγώνες που τείνουν με ακρίβεια να αντιμετωπίσουν τα θεσμικά επίπεδα ελέγχου, πρώτα του συνδικάτου και κατόπιν, σιγά - σιγά, του ίδιου του κράτους. Οι αγώνες στην Τεργέστη και στη Γένοβα, όλα όσα συμβαίνουν το ‘64 και το ‘65, παρουσιάζουν πανομοιότυπα χαρακτηριστικά.
...
Η σύγκρουση με το ΚΚΙ είναι πολύ σκληρή, συχνά είναι σύγκρουση φυσική. Οι κκίδες αρχίζουν να μη θέλουν πια να μοιράζονται προκηρύξεις μπροστά στα εργοστάσια. Το μοίρασμα προκηρύξεων στην Πιρέλλι ή στην Άλφα Ρομέο ή μπροστά σε μερικά εργοστάσια του Μαργκέρα με υψηλό δείκτη συνδικαλισμένων εργατών γίνεται μια τραγωδία: πρέπει να πηγαίνουμε οπλισμένοι και είμαστε αναγκασμένοι να απαντάμε στις προβοκάτσιες με τρόπο σκληρό. Οι εκφοβισμοί και οι κατασταλτικές μέθοδοι που ακολουθεί το ΚΚΙ και το συνδικάτο γίνονται καθημερινή πρακτική.
(Από τον εργάτη μάζα στον κοινωνικό προλετάριο, Α. Νέγκρι, εκδ. κομμούνα.)

Αυτή είναι μια ελάχιστη αναφορά στην εργατική εξέγερση στην ιταλία, και πάλι απ’ την δεκαετία του 1960. Πρόκειται (όπως στις ηπα, όπως και αλλού) για την εξέγερση κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, των βιομηχανικών εργατών που αποτελούν όχι την πλειοψηφία αλλά την “καρδιά” της τότε εργατικής τάξης. Σε κάθε χωριστό κράτος η εξέγερση είναι εκτεταμένη και πολύμορφη. Και επηρεάζεται (είτε “θετικά” είτε “αρνητικά”) απ’ το κοινωνικό, ιδεολογικό και θεσμικό περιβάλλον μέσα στο οποίο εκτυλλίσεται. Για παράδειγμα στις ηπα η εξέγερση των εργατών “γονιμοποιείται” απ’ την εξέγερση των μαύρων.

... Στα μέσα της δεκαετίας του ‘60 ένα άλλο φαινόμενο ξεπηδάει με τρόπο δραματικό και βίαιο. Οι εξεγέρσεις που έγιναν στα γκέττο των μαύρων δεν φαίνεται να έχουν, για την πλειοψηφία των παρατηρητών, καμιά σχέση με τους ημιπαράνομους αγώνες που συνεχίζονταν, με αντικείμενο τις συνθήκες εργασίας. Ωστόσο, όπως το δείχνει και η λίστα των συλληφθέντων κατά την διάρκεια αυτών των ταραχών, πολλοί απ’ αυτούς που πήραν μέρος στις εξεγέρσεις του Watts, του Detroit κι αλλού, δεν ήταν άνεργοι. Ο αγώνας για την αξιοπρέπεια στην εργασία αφορούσε βέβαια τον μαύρο εργάτη, που ήταν περισσότερο καταπιεσμένος στις δουλειές όπως και σε άλλους τομείς, απ’ ότι οι λευκοί.
(ΗΠΑ: η εξέγερση ενάντια στην εργασία, πεζοδρόμιο 10, άγνωστη χρονολογία έκδοσης.)

Ύστερα, δεν υπήρχαν στις ηπα κόμματα της αριστεράς που να συμμετέχουν είτε σε επίπεδο κορυφής είτε τοπικά στην άσκηση της εξουσίας. Συνεπώς ο πόλεμος κατά των συνδικάτων δεν θα εξελιχθεί σε πόλεμο κατά των “εργατικών κομμάτων” και άρα κατά του κράτους.
Στην ευρώπη η ιταλική κοινωνία και η ιταλική εργατική τάξη ειδικά, ζούσαν (και ζουν ακόμα) την δική τους εσωτερική πόλωση. “Βορράς - νότος”. Η πλειοψηφία των νέων προλετάριων / ανειδίκευτων εργατών του βορρά, στα εργοστάσια, στις βιοτεχνίες αλλά και σε μαζικούς τομείς του κράτους πρόνοιας, είναι εσωτερικοί μετανάστες απ’ το νότο. Οι περισσότεροι αγροτικής (κοινωνικής) προέλευσης. Επιπλέον, η μορφή κράτος των κομμάτων είναι περισσότερο εκτεταμένη στην ιταλία απ’ ότι αλλού στην ευρώπη, αν και σε κάθε δημοκρατικό καπιταλισμό είχε διαμορφωθεί ήδη, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Τα συνδικάτα που αναλαμβάνουν την εξασφάλιση της ταξικής ειρήνης ήταν κομματικά στην ιταλία· πράγμα που δημιουργούσε μια συνεχή γραμμή απ’ την μεμονωμένη δουλειά και το μεμονωμένο εργοστάσιο ως την “καρδιά” του κράτους.

Δεν ήταν όμως μόνο αυτά τα “ιταλικά χαρακτηριστικά” που επέτρεψαν αγώνες και ανταρσίες που ξέσπασαν σε πάμπολλα μέρη του καπιταλιστικού πλανήτη την δεκαετία του ‘60 και του ‘70, με πολλά κοινά χαρακτηριστικά, να τύχουν εκεί μιας ιδιαίτερης αναλυτικής επεξεργασίας, από άντρες και γυναίκες μέσα απ’ τη φωτιά· να τύχουν μιας ιδιαίτερης θεωρητικής συναγωγής και σύνθεσης που επρόκειτο να συστηματοποιήσει την εργατική αυτονομία όχι μόνο σε συνθήκες modern αλλά (κυρίως) postmodern καπιταλισμού. Για να κατανοήσει (και μάλιστα για γενικότερη χρήση) κανείς την “ιταλική παραξενιά” πρέπει να έχει υπ’ όψη του και τα εξής:
- Η ιταλική εργατική τάξη είχε ολόκληρο τον 20ο αιώνα μια μακριά (αν και όχι απαραίτητα συνεχή) ιστορία μαχητικότητας. Τόσο υπό μαρξιστικές θεωρητικές αναλύσεις, όσο και υπό αναρχικές (ως τον μεσοπόλεμο αυτή η δεύτερη εκδοχή). [1]
- ο ιταλικός καπιταλισμός απ’ την μεριά του είναι μια εθνική συμπύκνωση ισχυρών αντιθέσων, ισχυρότερων από οπουδήποτε αλλού στην ευρώπη.
- η ίδια η συγκρότηση του ιταλικού κράτους / έθνους έχει υπάρξει ιδιαίτερα σύνθετη διαδικασία. Και ως ένα σημείο είναι ακόμα ασταθής.
- ο ιταλικός μαρξιανός κομμουνισμός έχει μια σημαντική παράδοση υψηλής θεωρητικοποίησης των ταξικών (και γενικότερα κοινωνικών) ζητημάτων και εμπειριών, που μόνο με τον αντίστοιχο γερμανικό μπορεί να συγκριθεί. Το ιταλικό κομμουνιστικό κόμμα δεν συμμετείχε (εκτός από ένα πολύ μικρό διάστημα) στην “τρίτη διεθνή”, και ουδέποτε βρέθηκε υπό την πολιτική και ιδεολογική καθοδήγηση (δηλαδή: τύφλωση) της Μόσχας. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι σαν “γραμμή” ήταν επαναστατικό. Σημαίνει όμως ότι αρκετά στελέχη και μέλη του είχαν μεγάλο περιθώριο να σκέφτονται χωρίς ντιρεκτίβες ακρωτηριασμού. Η θεωρητική παραγωγή, λοιπόν, για ζητήματα της ταξικής πάλης δεν ελέγχθηκε ποτέ από κάποια κομματική ορθοδοξία.
- τέλος, εξαιτίας και των πιο πάνω, ο ιταλικός καπιταλισμός ήταν ανάμεσα σ’ εκείνους που “ανέπτυξαν” με το πιο ολοκληρωμένο τρόπο την Κεϋνσιανή συνταγή μετά τον Β παγκόσμιο πόλεμο. Το ΚΚΙ ήταν ο άτυπος αλλά φανερά καίριος συνεταίρος των διάφορων μισοασταθών κυβερνήσεων επί δεκαετίες - ως την διάλυσή του στα ‘90s. Ειδικά εκεί που η ιταλική βιομηχανία συγκέντρωνε τα άνθη του δυναμισμού της, και (υποχρεωτικά) τα αγκάθια της εργατικής αρνητικότητας. Στον βορρά.

Δεν υπάρχει κανένας “ιστορικός νόμος” που να λέει ότι αν σ’ ένα μέρος συμβαίνουν αυτά κι αυτά τότε θα ακολουθήσουν εκείνα και τ’ άλλα! Αλλά εκείνες τις δεκαετίες των μεγάλων, παγκόσμιων κοινωνικών αρνήσεων και ανταρσιών μέσα και ενάντια στον καπιταλιστικό κόσμο, τις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70, η ιταλία πράγματι συνέβη να είναι “το εργαστήριο του κόσμου”. Όχι το μοναδικό, αλλά ένα απ’ τα πιο σημαντικά. Εργαστήριο για τα αφεντικά, και τα “προβλήματα διεύθυνσης”. Εργαστήριο και για τον εργατικό ανταγωνισμό όμως, με αναλύσεις, πράξεις και σημαντικές καινοτομίες που έμελλε (με μια μικρή χρονική καθυστέρηση, λόγω γλώσσας) να γίνουν ευρύτερα γνωστές, να αξιολογηθούν, να εμπνεύσουν και να επηρεάσουν, ακόμα και τις ανταγωνιστικές πρακτικές ανθρώπων που είτε το αγνοούν είτε δεν θα το παραδέχονταν.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

1 - Παραπέμπουμε ενδεικτικά στο Καταλήψεις εργοστασίων και ολοκληρωτικό κράτος στην ιταλία, που αναφέρεται στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Περιλαμβάνεται στο κεϋνσιανισμός, κεφάλαιο, κράτος και ταξικός ανταγωνισμός: απ’ την Οκτωβριανή Επανάσταση στο ΔΝΤ, εκδ. “σπάταλοι”.
[ επιστροφή ]

 
       

Sarajevo