Άμα αποποινικοποιηθεί το χασισάκι, να ένας γλυκός τρόπος διαμαρτυρίας: ένα τεράστιο joint στα χορτάρια του πανεπιστημίου του Μίτσιγκαν |
|
α.ε.ι.: πειράζει πολύ αν φύγει το γιώτα;
Εντάξει. Είναι γνωστό. Ο “νέος νόμος πλαίσιο” (για τα πανεπιστήμια) έχει ένα μόνο βασικό άρθρο: να κόψουμε έξοδα απ’ τον προϋπολογισμό. Όλα τα υπόλοιπα είναι ο διοικητικός, γραφειοκρατικός αχταρμάς που υποτίθεται ότι θα υπηρετήσει το ένα και μοναδικό άρθρο. Λέμε “υποτίθεται” όχι επειδή αμφιβάλλουμε για τις προθέσεις των νομοθετών. Αλλά επειδή (όπως συμβαίνει κατά κόρον στα μέρη μας) σε λίγα χρόνια, οι ίδιοι ή οι διάδοχοί τους, θα ξαναρητορεύουν για τα “προβλήματα των πανεπιστημίων”.
Η ιδέα είναι πονηρά απλή, και αμερικανική. Δημιουργούνται δ(ιοικητικά) σ(υμβούλια), σαν τα εταιρικά, δίπλα και πάνω απ’ τις συγκλήτους. Δυαρχία - κι εκεί έγινε το μεγάλο παζάρι με τους πανεπιστημιακούς. Στην αρχική σύλληψη τα μέλη αυτού του δ.σ. θα ήταν μισά - μισά· μισά απ’ την “κοινότητα” και μισά απ’ την “κοινωνία”. Τελικά ο συμβιβασμός έληξε στο 9 - 5 (για τα 14μελή δ.σ.), υπέρ της “κοινότητας”. Αλλά η αναλογία έχει περιορισμένη σημασία. Το όμορφο σ’ αυτό το κόλπο είναι πως τα (9) “μέλη της κοινότητας” που θα εκλέγονται στο δ.σ. απ’ την “κοινότητα” θα ψαρεύουν τα άλλα 5, της “κοινωνίας”. Η φαεινή έμπνευση λοιπόν είναι ότι αυτοί οι 9 θα πρέπει να έχουν και τις “άκρες” εκτός πανεπιστημίων. Με λόγια απλά και κατανοητά, στην ιδανικότερη των περιπτώσεων, αυτοί οι 9 δεν θα εκλέγονται σαν “αξιότιμος προφέσορ Παπαδόπουλος” και “αξιότιμος προφέσορ Χρηστίδης”, αλλά σαν “Παπαδόπουλος - Κόκκαλης” και “Χρηστίδης - Μυτηλιναίος”. Με τους σπόνσορές τους δηλαδή, στους οποίους (υποτίθεται ότι) θα δίνουν τις υπόλοιπες πέντε καρέκλες του δ.σ. Κι όλα αυτά για χάρη του ενός και μοναδικού άρθρου: για να “κλείνουν δουλειές” (τα δ.σ.) και να “φέρνουν λεφτάκια” στα ιδρύματα. Ανυπομονούμε λοιπόν για την στιγμή που οι μεν φοιτητές και οι φοιτήτριες θα φοράνε φανέλες / στολές σαν των ποδοσφαιριστών, με το logo του σπόνσορα (και το νουμεράκι τους φυσικά!), τα δε ιδρύματα θα απαλλαγούν απ’ το χαρτομάνι των αφισών, και θα στολιστούν μ’ αυτές τις κινούμενες διαφημίσεις των γηπέδων.... Ανυπομονούμε!!!
Με αυτό το κόλπο θα γίνουν τα ελληνικά ιδρύματα Harvand και Yale και M.I.T.; Όχι ακριβώς. Τα ντόπια πανεπιστήμια είναι ενταγμένα ήδη στον ευρωπαϊκό και τον παγκόσμιο καταμερισμό· ειδικά σε ότι αφορά τις χρηματικές ροές. Κάποια βρίσκονται κοντύτερα σε κάποιο κέντρο, άλλα περισσεύουν. Με το προηγούμενο “θεσμικό πλαίσιο”, τον “δημόσιο χαρακτήρα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης” και τα λοιπά, το ελληνικό πανεπιστήμιο και η “αγορά” (συμπεριλαμβανόμενου αυτού που καίει τώρα τα επιτελεία, δηλαδή των χρηματοδοτήσεων έρευνας) βρήκε το ένα την σχέση του με το άλλο σύμφωνα με τους κανόνες της αγοράς. Μια όχι παλιά (και σίγουρα όχι ξεπερασμένη) έρευνά μας επί του θέματος, σαν αυτόνομων [1], έδειξε οτι το μεγαλύτερο μέρος αυτών των ερευνητικών χρηματοδοτήσεων στην ελλάδα, ακολουθώντας τις διεθνείς τάσεις, ήταν στρατο-αστυνομικής προέλευσης, άμεσα ή έμμεσα. Τέτοια όμως είναι η αγορά - χρηματοδοτεί (ή, τουλάχιστον, στις εποχές της ευδαιμονίας χρηματοδοτούσε) ένα επιλεγμένο μέρος της βασικής έρευνας ή των εφαρμογών που έχουν σχέση με τις “νέες τεχνολογίες” (και ειδικά τις τεχνολογίες και τις εφαρμογές επιτήρησης και ελέγχου)... Και ΔΕΝ πληρώνει ούτε για “φιλοσοφία”, ούτε για “δασοπονία”, ούτε για “γενική ιατρική”, ούτε για “αρχαιολογία”, ούτε για “τοπογραφία”, ούτε για “νοσηλευτική”, ούτε για ... Με δυο λόγια η περιβόητη “αγορά” δεν ήταν κρυμμένη στα δάση τις δύο τελευταίες δεκαετίες, κι ούτε περίμενε βέβαια κάποιο σοφό επιτελείο παιδείας και θρησκευμάτων να της δώσει καρέκλες στη διοίκηση των πανεπιστημίων. Έκανε τη δουλειά της, όπως ήθελε και όσο ήθελε, διακριτικά ή χοντροκομένα, πληρώνοντας πάνω στο τραπέζι ή κάτω απ’ αυτό, ποσά που δηλώνονταν στην εφορία ή δεν δηλώνονταν· τραβούσε (απ’ τα πανεπιστήμια) επιχειρηματικά στελέχη όπου τα χρειαζόταν, τραβούσε ακόμα περισσότερη φτηνή ή και δωρεάν εργασία (με αντάλλαγμα υποσχέσεις μελλοντικής εκπλήρωσης φιλοδοξιών ανόδου...), άφησε άλλα πανεπιστημιακά στελέχη να πατάνε και στις δύο βάρκες σα μεσάζοντες, και λοιπά, και λοιπά και λοιπά. Με δυο λόγια η ζωντανή και πραγματική σχέση της ελληνικής ανώτατης εκπαίδευσης με την “αγορά” και το αντίστροφο όχι μόνο αναπτύχθηκε, αλλά διαμόρφωσε (σε συνδυασμό, ίσως, και με άλλους παράγοντες) και τις ασυνέχειες, τις πτυχώσεις που χαρακτηρίζουν την πανεπιστημιακή πραγματικότητα της ελλάδας. Όπως και κάθε άλλης χώρας.
Προσθέτουν λοιπόν τίποτα τα δ.σ. και τα “μέλη της κοινωνίας” στα πανεπιστημιακά boards; Κατ’ αρχήν θα έλεγε κανείς ότι θεσμοποιείται κάτι που ήδη συμβαίνει - αλλά υπάρχει κάτι πιο πέρα απ’ αυτό. Με όρους “αγοράς” και “χρηματοδότησης πανεπιστημιακών ερευνών”, τα περισσότερα τμήματα των α.ε.ι. και των τ.ε.ι. στην ελλάδα δεν έχουν μέλλον. Έχοντας λοιπόν να στελεχώσουν τα όποια δ.σ. τους, τα ανάλογα πανεπιστήμια θα καταλήξουν (εάν τελικά υποχρεωθούν να εφαρμόσουν αυτό το νόμο) να διαλέξουν ανάμεσα στις εξής λαμπερές προσωπικότητες: δημάρχους, παπάδες, στελέχη του συνδικαλισμού, προέδρους συλλόγων γονέων και κηδεμόνων, δραστήριους φασίστες, πράκτορες της ευπ, δημοσιογράφους, προέδρους εμπορικών συλλόγων, επώνυμους συνδικαλιστές - σα να λέμε τις περσόνες των “τοπικών κοινωνιών” όπου έχουν φυτευτεί τα πανεπιστήμια. Είναι προφανές ότι με τέτοια σύνθεση των δ.σ. λεφτά δεν πρόκειται να μπαίνουν στα ιδρύματα. Η μόνη πρακτική λύση θα ήταν να έπιανε πόστα σ’ αυτά τα δ.σ. η μαφία. Δείτε όμως το πως η μεγάλη χρονική καθυστέρηση στην εισαγωγή αυτής της ιδέας περιόρισε (αν και δεν ακυρώνει) αυτήν την δυνατότητα. Ο Μπέος, ο Ψωμιάδης, ο Πυλαδάκης, ο Κούγιας, ο Σπανός, όλα τα golden boys του ελληνικού ποδοσφαίρου, δεν θα μπορούσαν να βρίσκονται θαυμάσια σε κάποια πανεπιστημιακά δ.σ.; Θα μπορούσαν - αν είχαν τη δυνατότητα να διαλέξουν. Αλλά δεν την είχαν, και προσανατολίστηκαν την μπάλα. Πρέπει τώρα να ελπίζουμε στην επόμενη γενιά τέτοιων προσωπικοτήτων μπας και τα ελληνικά πανεπιστήμια (κάποια απ’ αυτά) γίνουν (επίσημα) πλυντήρια...[2]
Λεφτά δεν πρόκειται να μπαίνουν... ή μήπως;;... Είναι γνωστό ότι η σπορά διάφορων α.ε.ι. και τ.ε.ι. τμημάτων ανά την ελληνική επικράτεια “έδωσε ζωή” σε διάφορους τομείς του εμπορίου, ειδικά στο εμπόριο φοιτητικής στέγης, τροφής, μετακίνησης (κτελ) και, σε κάποιο βαθμό, διασκέδασης. Οποτεδήποτε τέθηκε ζήτημα να κλείσει κάποιο τέτοιο τμήμα στην πρώτη γραμμή των αντιδράσεων ήταν και είναι οι “τοπικές κοινωνίες”. Αυτό αποκλείεται να το αγνοούν τα επιτελεία παιδείας και θρησκευμάτων. Φαίνεται λοιπόν ότι το σκέφτηκαν έτσι: εάν, ω τοπικές κοινωνίες, θέλετε να συνεχίσουν να υπάρχουν τα πανεπιστήμια στα μέρη σας, πρέπει να πληρώνεται κι εσείς το κάτι τις σας - με κομψό τρόπο φυσικά, όχι σαν ελεημοσύνη, αλλά μέσω εμπνεύσεων των αντιπροσώπων σας στα αντίστοιχα δ.σ.!
Πονηρό μεν σαν εύρημα, ζόρικο όμως. Γιατί με το να ανοίξουν, μ’ αυτόν τον τρόπο, τα λογιστήρια των πανεπιστημίων στις διαφόρων ειδών και αποχρώσεων “τοπικές κοινωνίες”, και το να εξαρτιέται η οικονομική τους κατάσταση και απ’ αυτές, δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά ότι αυτές οι “τοπικές κοινωνίες” θα ... ξηλώνονται! Μπορεί το ίδιο εύκολα (ή και ευκολότερα) αυτή η εξέλιξη να οδηγήσει σε μια διεύρυνση του ακαδημαϊκού προσοδισμού εκτός ιδρυμάτων· και να αυξήσει έτσι την ένταση αιτημάτων (προς το κράτος), αντιθέσεων και ανταγωνισμών μεταξύ τμημάτων και ιδρυμάτων, κλπ.
Θα συμβούλευε κανείς τα επιτελεία παιδείας και θρησκευμάτων (όχι όμως εμείς!... ποιοί είμαστε που θα...;) ότι η μεταφορά μπαγιάτικων και (γενικά μιλώντας) μάλλον αποτυχημένων μοντέλων “οργάνωσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης”, που εν πάσει περιπτώσει διαμορφώθηκαν κάτω από άλλες πολιτικές, ιδεολογικές, πολιτιστικές συνθήκες, και κυρίως μέσα σε καπιταλιστικές αγορές διαφορετικού μεγέθους και “βάθους” απ’ ότι η ελληνική, απλά θα κάνει τα σκατά χειρότερα. Αυτό ισχύει για τα δ.σ., ισχύει και για τους τρίχρονους και δίχρονους “κύκλους σπουδών” (Bolonia style..). Η χρεωκοπία και το ξεπέρασμα του φορντικού εκπαιδευτικού συστήματος (όλων των βαθμίδων του) δεν θεραπεύεται με ενέσεις, όλο και περισσότερες ενέσεις “ιδιωτικοποιήσης”. Κι ούτε υπάρχει καμιά ασφαλής πρόβλεψη για τι θα κάνουν τα igonnabe μεσαία στρώματα τώρα που τραβιέται το χαλί κάτω απ’ τα πόδια τους, λόγω κρίσης και μαρασμού.
Απ’ την άλλη όμως υπάρχει στην ελλάδα ένα ακαταμάχητο κίνητρο, ειδικά για επιτελεία παιδείας και θρησκευμάτων, να καβαλάνε τα πανύψηλα άτια τους και με το σπαθί να σκοτώνουν κάθε τόσο κάποιο θηρίο: είναι ένας συνδυασμός μεγαλομανίας και επαρχιωτισμού. Επειδή εντός ελλάδας ουδέποτε υπήρξε μια αστική τάξη υπολογίσιμη σε μέγεθος, με την αντίστοιχη κουλτούρα, που να ηγεμονεύει σαν οικονομικό, πολιτικό και ιδεολογικό μέγεθος επί μακρόν, ποτέ δεν γεννήθηκε η ντόπια παραλλαγή του αστικού εκπαιδευτικού συστήματος, του είδους που δημιουργήθηκε σε άλλα κράτη της ευρώπης (και είναι τόσο αξιοζήλευτο ώστε τόσοι πολλοί ελληνόπαιδες να καταφεύγουν σ’ αυτά τα κράτη). Από την εποχή του “δημοτικισμού” αν όχι νωρίτερα, το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα εξελίχτηκε στη δίνη τακτικών αναμετρήσεων ανάμεσα σε (μειοψηφούντες) νεωτεριστές και (πλειοψηφούντες) εθνικιστές και (κυρίως) πελάτες της πολιτικής (κρατικής) προσόδου. Γι’ αυτόν τον λόγο ο (υποτιθέμενος) εκσυγχρονισμός της εκπαίδευσης έμοιαζε πάντα σαν το πιο χρυσόμαλλο από κάθε άλλο χρυσόμαλλο δέρας στους θεσμούς του ελληνικού κράτους. Μανιακοί, ηλίθιοι και συμπλεγματικοί (με σύνδρομα μεγαλείου) ανθίζουν εύκολα στα επιτελεία του υπουργείου παιδείας και θρησκευμάτων, ακριβώς επειδή περισσσεύουν σ’ αυτόν τον τομέα όχι απλά εκείνοι που νομίζουν ότι “κατάλαβαν τα προβλήματα” αλλά αυτοί που είναι σίγουροι ότι “βρήκαν τον τρόπο να τα διορθώσουν” - και να αφήσουν το όνομά τους, με χρυσά γράμματα, στο hall of fame του εντόπιου εκσυγχρονισμού. Το επιπλέον εδώ και κάτι χρόνια είναι ότι δεν υπάρχουν (ως τώρα και στο ορατό μέλλον) καν και καν νεωτεριστές της (καπιταλιστικής) εκπαίδευσης· όχι μόνο στην ελλάδα αλλά πουθενά στον πρώτο κόσμο. Και τα μεγάλα εκσυγχρονιστικά σχέδια, στην ίδια την δική τους λογική (και όχι στη δική μας) είναι ανακύκλωση, και ανακύκλωση της ανακύκλωσης, των ίδιων παλιών υλικών.
Η δική μας λογική είναι γνωστή. Η ιδέα της (ανώτατης) εκπαίδευσης που δεν υπηρετεί τις ανάγκες των καπιταλιστικών επιχειρήσεων ή της ιδιωτικής και κρατικής γραφειοκρατίας σε εκπαιδευμένα στελέχη αλλά αποτελεί η ίδια έναν ημιανεξάρτητο “κύκλο αγοράς”, η εφαρμογή αυτής της ιδέας στην ευρώπη, είναι ήδη 30 χρονών. Προέρχεται απ’ την αγγλία (κατά κύριο λόγο, απ’ την γαλλία και τη γερμανία δευτερευόντως) της οποίας το πανεπιστημιακό κύρος ήταν μεγάλο έτσι ώστε (χάρη και στη διεθνικότητα της γλώσσας) να “τραβάει” φοιτητές / πελάτες απ’ όλον τον κόσμο, και κυρίως απ’ την πάλαι ποτέ αυτοκρατορία της. Η Θάτσερ φύτευε πανεπιστήμια στις βιομηχανικές πόλεις που παρήκμαζαν λόγω αναδιάρθρωσης (τότε στα ‘80s) και τις μετέτρεπε (από την άποψη της “οικονομικής / κοινωνικής ζωής”) σε πανεπιστημιουπόλεις. Το μοντέλο το ακολούθησαν και τα ελληνικά υπουργεία παιδείας και θρησκευμάτων επί τούτου απ’ τις αρχές της δεκαετίας του ‘90 και μετά: τα αει και τα τει έγιναν “πυρήνες” υπολογίσιμων εμπορικών / οικονομικών δραστηριοτήτων σε διάφορες πόλεις και κωμοπόλεις της επικράτειας (συμπεριλαμβανόμενων οπωσδήποτε κι εκείνων που κτυπήθηκαν απ’ το κλείσιμο των “προβληματικών” εκεί, στα early ‘90s), διευρύνοντας αυτό που χαρακτηρίσαμε πριν σαν τριτοβάθμια εκπαίδευση = ημιανεξάρτητος καπιταλιστικός κύκλος.
Φυσικά το γεγονός ότι “οι παρεχόμενες γνώσεις” του ενός ή του άλλου τμήματος (για το μεγαλύτερο μέρος των ιδρυμάτων) δεν επρόκειτο πια να “μετρηθούν” και να “αξιολογηθούν” με όρους αυστηρής αναζήτησης καλά εκπαιδευμένων στελεχών, είτε για την παραγωγή είτε για την διοίκηση, εξυπηρετούσε τα μέγιστα τους πανεπιστημιακούς - αυτούς που τώρα ορύονται. Η ενίσχυση και η γενίκευση των φεουδαλικών δομών του ελληνικού πανεπιστημίου οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι ήταν καπιταλιστικά περιττά - όπου το “καπιταλιστικά” εδώ αφορά την οργάνωση και την εκμετάλλευση της “ειδικευμένης” εργασίας. Η νοσηρότητα των ελληνικών πανεπιστημίων (συμπεριλαμβάνονται εδώ η “οικογενειοκρατία”, το γλύψιμο α λα ελληνικά, η οργανική σύνδεση των φοιτητών συνδικαλιστών με τους προφέσορες, ακόμα και οι συστηματικοί “συναινετικοί βιασμοί”) και τα πάμπολλα άνθη του κάθε είδους προσοδισμού (σε κύρος, “ερευνητικά”, “μεταπτυχιακά”, “δημοσιεύσεις”, πόστα στην διοίκηση ή σε διάφορες ανεπίσημες μεσολαβήσεις) συναντιούνται βέβαια διεθνώς στην τριτοβάθμια εκπαίδευση - και παντού (υποστηρίζουμε) για τον ίδιο λόγο. Στην ελλάδα (όπως λένε οι τίμιοι που κάνουν συγκρίσεις) ακόμα περισσότερο. Εφόσον η τριτοβάθμια εκπαίδευση έπαψε να υπηρετεί στο σύνολό της τον (υπόλοιπο) καπιταλισμό, και ταυτόχρονα μαζικοποιήθηκε, δεν θα μπορούσε παρά να αρχίσει να υπηρετεί τον εαυτό της. Τα κράτη (και το ελληνικό ανάμεσά τους) συνέχισαν να χρηματοδοτούν τον ακαδημαϊκό εγωκεντρισμό, κυρίως επειδή εξυπηρετούσε ιδεολογικά: η κατασκευή (ακόμα και αποτυχημένων με το καλημέρα) μεσοστρωμάτων, εφόσον δεν παραιτούνταν από τις “αξίες της κοινωνικής ανόδου”, ήταν για μερικές δεκαετίες ένα απ’ τα εργαλεία της κοινωνικής ειρήνης.
Θα χρηματοδοτούσαν όμως για πάντα τα κράτη αυτήν την “παραγωγή”;
Η παρούσα φάση της κρίσης δίνει την απάντηση. Που είναι ακόμα πιο ηχηρή όταν προέρχεται απ’ την καρδιά αυτής της εξέλιξης, της μετατροπής της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης σε μισοανεξάρτητο κλάδο παραγωγής “εμπορευμάτων” (πτυχίων) κυρίως ιδεολογικής χρήσης: την αγγλία. Ο τριπλασιασμός των διδάκτρων, από 3.000 λίρες σε 9.000, “μέσα σε μια νύχτα”, ήταν ένα τεράστιο άντε γαμηθείτε προς όλους και όλες (δεκάδες χιλιάδες) που κάνοντας ακόμα και το σκατό τους παξιμάδι, προσέβλεπαν σε ένα πτυχίο - για το οποίο η καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας δεν ενδιαφέρεται πια. Η απόφαση του αγγλικού κράτους μας φαίνεται, λόγω της πυκνότητάς της, η πιο βίαιη μεμονωμένη πράξη “ξεκαθαρίσματος των λογαριασμών” ανάμεσα στα κράτη που λειτουργούν εδώ και χρόνια σαν πολεμικοί μηχανισμοί και στα iwonnabe middle class κοινωνικά υποκείμενα. Άντε γαμήσου - ξερά, απότομα, και χωρίς προσχήματα.
Όμως η κρίση δεν πρέπει να θεωρηθεί σαν εξωτερικός παράγοντας στην πορεία του “ημιανεξάρτητου κύκλου” της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Δεν είναι ούτε συνωμοσία, ούτε η “κακία” κάποιων. Η γενική κοινωνική “αλλαγή παραδείγματος” που ακολουθεί υποχρεωτικά την τεχνολογική αναδιάρθρωση του καπιταλισμού, όχι τώρα αλλά εδώ και εικοσιπέντε ή τριάντα χρόνια, δεν εξελίχθηκε “κάπου μακριά”, πέρα και έξω απ’ τα πανεπιστημιακά campus και αμφιθέατρα. Από μια άποψη η τωρινή φάση της κρίσης είναι σύνθεση και ενίσχυση πολλών επιμέρους “κρίσεων” που εξελίσσονταν παράλληλα η μία με την άλλη, όλα αυτά τα χρόνια. Τα πανεπιστήμια (και όχι μόνο τα ελληνικά) ζούσαν την δική τους κρίση (κρίση σκοπιμότητας, κρίση αποτελεσματικότητας, κρίση γνωσιολογική, κρίση ιδεολογική) και την κουκούλωναν ανάλογα με τα κατά τόπους ήθη, στο βαθμό φυσικά που δούλευε η “αγορά” τους. Το να παράγουν τα πανεπιστήμια μαζικά λειτουργικά αναλφάβητους είναι ένα παραδεδεγμένο γεγονός όχι μόνο για τα ελληνικά αλλά και για τα αγγλικά ή τα γαλλικά· ακόμα και τα πιο διάσημα (κατά καιρούς στα μέρη μας) φινλανδικά! Αυτό από μόνο του θα ήταν αρκετό εάν ήθελε κανείς να είναι σοβαρός.
Όπως συμβαίνει με το μαζικό, φορντικό εκπαιδευτικό σύστημα στο σύνολό του, έτσι και με την τριτοβάθμια βαθμίδα του, η έντιμη παραδοχή θα αιωρούνταν ανάμεσα στο έχει ξεπεραστεί και στο έχει χρεωκοπήσει. Το “σπρώχνουμε τα κόστη κατευθείαν στις τσέπες των πελατών όσο περισσότερο μας επιτρέπουν οι συσχετισμοί” ήταν η τακτική των κρατών· διαχειριστική τακτική και όχι “λύση”. Τι έρχεται λοιπόν να καταθέσει το ελληνικό επιτελείο παιδείας και θρησκευμάτων επ’ αυτού;
Επιτρέφτε μας: μια παπαριά και μισή! Μπορεί το αγγλικό κράτος να γύρισε στα μελλοντικά του μεσοστρώματα και να τους είπε άντε γαμηθείτε, αλλά το ελληνικό δεν μπορεί. Ούτε να το πει, ούτε να το κάνει. Πρόκειται για διαφορετικό κοινωνικό σχηματισμό, με διαφορετική ιστορία, διαφορετικές ισορροπίες και ανισορροπίες. Γιατί αν μπορούσε να σταθεί σ’ ένα τέτοιο “ύψος μεταρρύθμισης” το ελληνικό κράτος δεν θα πλήρωνε στελέχη του να μηχανευτούν την βλακεία που προσπαθεί να περάσει σαν “σπουδαία μεταρρύθμιση”. Θα έκανε άλλα πράγματα. Θα σταματούσε τις εισαγωγές στις 5 απ’ τις 7 ιατρικές, στις 6 απ’ τις 7 αρχιτεκτονικές, στα περισσότερα τμήματα πολιτικών μηχανικών, ίσως σε όλες τις νομικές, στα “χημικά” και στα “φυσικά” τμήματα, στις περισσότερες “φιλοσοφικές” κ.ο.κ. Θα “έκανε οικονομία” έτσι, αλλά επίσης θα αποτέλειωνε τις ψευδαισθήσεις περί κοινωνικής ανόδου μέσω πτυχίων, μεταπτυχίων, κλπ. Αλλά το Λονδίνο “αντέχει” να αναγνωρίζει ότι έχει εργατική τάξη, απειλώντας ότι άμα χρειαστεί θα βγάλει και τον στρατό στους δρόμους, για να την επιτηρεί. Η Αθήνα δεν το αντέχει. Οι ταξικές ισορροπίες στην ελλάδα είναι στημένες γύρω απ’ τα μικροαστικά όνειρα· και θεωρείται προτιμότερο (απ’ τα αφεντικά) να τα βαλσαμώνουν αυτά τα όνειρα παρά να υπογράφουν την ληξιαρχική πράξη του θανάτου τους. Αντιγράφει λοιπόν το ελληνικό επιτελείο, με μερικές δεκαετίες καθυστέρηση, κόλπα και μοντέλα που έχουν κλείσει τον ιστορικό τους κύκλο εκεί που καθιερώθηκαν· και που στα ελληνικά δεδομένα απλά θα αναδεύσουν τα αδιέξοδα και το ιστορικό ξεπέρασμα προκαλώντας, μόνο, εκνευρισμό.
Αντιρρήσεις; Ναι... Αντιδράσεις; Ναι... Υπάρχουν άφθονες εδώ και καιρό, κάθε φορά που χρειαζόταν. Με το “άρθρο 16” ήταν η τελευταία ηχηρή φορά... Αλλά ποτέ δεν υπήρξε κάποιο είδος στρατηγικής πόλωσης με το ιδιωτικο-φεουδαρχικό πανεπιστήμιο, το οποίο, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, τους βόλευε όλους για πολύ καιρό. Ούτε και τώρα, άλλωστε, εκδηλώνεται κάποιου είδους τέτοια πόλωση - ενάντια, ας πούμε, στο “επιχειρηματικό πανεπιστήμιο” ή όπως αλλιώς το ονομάζουν. Γιατί δεν διακυβεύονται βαθιά ζητήματα αρχών ή αδιαπραγμάτευτες προσωπικές ηθικές. Αντίθετα. Όπως όλοι οι επιμέρους τομείς της οργανωμένης, θεσμισμένης “κοινωνικής ζωής” έτσι και τα πανεπιστήμια έχουν γίνει σχολεία πάμπολλων συμβιβασμών, ελιγμών, προσωπικών τακτικών επιβίωσης (και ανόδου) κλπ.
Δεν μας κάνουν εντύπωση, φυσικά, αυτά. Την δραματικότητα των συνεπειών που έχει η χρεωκοπία του υπάρχοντος (“μια χαρά είναι”;) εκπαιδευτικού συστήματος, και μάλιστα της τριτοβάθμιας βαθμίδας του, στον ταξικό ανταγωνισμό, οι τελευταίοι που θα την καταλάβαιναν (οι τελευταίοι που θα είχαν λόγο να την καταλάβουν) είναι εκείνοι που ζουν, τρέφονται, ντύνονται, κάνουν όνομα ή γαμάνε όλα αυτά τα χρόνια χάρη σ’ αυτήν την χρεωκοπία.
Αναγκαία ιστορική παρένθεση εδώ. Η “νέα αριστερά”, την εποχή που ήταν κινηματική και ριζοσπαστική, άσκησε από πολλές μεριές κριτική στο “αστικό πανεπιστήμιο” (όπως και στο σύνολο του εκπαιδευτικού συστήματος), τις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Κριτική στη γνωσιολογία του, στην ιδεολογία του, στην πειθαρχία του - την εποχή που η τριτοβάθμια εκπαίδευση ήταν ακόμα στενά δεμένη με, τροφοδοτούσε άμεσα τις παραγωγικές και διοικητικές ανάγκες του καπιταλισμού. Αυτή η κριτική προκάλεσε ορισμένες μεταρρυθμίσεις· το σημαντικότερο ωστόσο που συνέβη με δαύτην ήταν πως αφομοιώθηκε - και μέσα στα ίδια τα πανεπιστήμια. Ο τρόπος ήταν απλός: οι πρώην κατήγοροι έγιναν πανεπιστημιακοί. Δεν αφομοιώθηκε άλλωστε μόνο η κριτική στο εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά και σε οτιδήποτε άλλο μπορούσε να γίνει “μεταπτυχιακό” ή “νέο γνωστικό αντικείμενο”.
Αυτή η εξέλιξη έκανε το πανεπιστήμιο στα ‘80s και στα ‘90s να μοιάζει “αριστερό”, την ίδια ακριβώς εποχή που γινόταν πιο κομφορμιστικό, πιο συντηρητικό, πιο “δεξιό”. Γιατί μέσω της αφομοίωσης και μαζί της πλέχτηκε ένας ατσάλινος θώρακας (γύρω απ’ τα πανεπιστήμια και τα στελέχη του) που θα μπορούσε να ονομαστεί αυτάρκεια. Καθώς το “ακαδημαϊκό κατεστημένο” άλλαζε πολιτική ταυτότητα (σε σχέση με πριν τα ‘70s), καθώς η τριτοβάθμια εκπαίδευση απομακρυνόταν (σε μεγάλο βαθμό αν και όχι απόλυτα) απ’ αυτό που θα μπορούσε να εντοπιστεί αυστηρά σαν “οι ανάγκες της καπιταλιστικής αγοράς”, καθώς μαζικοποιούνταν και γινόταν λύση στις αγωνίες επαγγελματικού μέλλοντος κάμποσων αποφοίτων της, η τριτοβάθμια εκπαίδευση γινόταν όλο και πιο αυτάρεσκα το πανεπιστήμιο για το πανεπιστήμιο. Όπως λεγόταν κάποτε η τέχνη για την τέχνη.
Μερικές απ’ τις πιο σκληροπυρηνικές ιδέες του νεοφιλελευθερισμού επωάστηκαν ή ενισχύθηκαν απ’ αυτό ακριβώς το αυτάρκες και κομφορμιστικό “αριστερό” πανεπιστήμιο. Η “εξαφάνιση της εργατικής τάξης”, η σύνθεση των καπιταλιστικών κοινωνιών από “ταυτότητες” και όχι από αντίπαλες τάξεις, τα “εγκληματογόνα περιβάλλοντα”, η ιδέα του “άυλου καπιταλισμού” και άλλα παρόμοια μπορεί να μην είχαν άμεσες τεχνικές εφαρμογές (όπως άλλοι πανεπιστημιακοί τομείς, των “τεχνολογιών αιχμής”), εξέφρασαν όμως μια χαρά τις καινούργιες postmodern υπηρεσίες του πανεπιστημίου μέσα στην καπιταλιστική αναδιάρθρωση. Γιατί βέβαια ωραία είναι η “ακαδημαϊκή ελευθερία” όπως και κάθε “ελευθερία” - το πανεπιστήμιο όμως δεν έπαψε ούτε δευτερόλεπτο να είναι ένας καπιταλιστικός θεσμός, μέσα σε άλλους.
Το κλειδί ήταν (τι άλλο;) το ποιός πληρώνει. Ποιός πληρώνει τις τρίμηνες διακοπές κάθε χρόνο, τις εκπαιδευτικές άδειες, τις βιβλιοθήκες, όλη την ευχάριστη και άνετη επιπλοποιΐα του ακαδημαϊσμού. Το κράτος φυσικά (στον έναν ή τον άλλο βαθμό). Τυπικός εργοδότης υπήρχε πάντα, και πίσω απ’ αυτόν ο ουσιαστικός: ο καπιταλισμός. Η ακαδημαϊκή φορμόλη όμως, εμπλουτισμένη απ’ τις αφομοιωμένες κριτικές, ακύρωνε - στο μέτρο που μπορούσε - οποιαδήποτε σκληρή, αποφασιστική αντίθεση τόσο στο κράτος όσο και στον καπιταλισμό. Όχι μόνο εντός των ιδρυμάτων αλλά και εκτός, όσο και όπου έφτανε (μέσω των media απ’ την μια και των διαδοχικών κυμάτων πτυχιούχων απ’ την άλλη) η επιρροή του γνωσιολογικού συμβιβασμού και κομφορμισμού που παραγόταν και αναπαραγόταν εντός πανεπιστημίων.
Οι Καταστασιακοί είχαν κατηγορήσει λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του ‘60 το πανεπιστήμιο σα μηχανή παραγωγής ειδικευμένων ηλίθιων. Με κάποιο μικρό (τελικά) διάλειμμα, ακριβώς και μόνο λόγω της έντασης της κριτικής, το πανεπιστήμιο συνέχισε να κάνει αυτή τη δουλειά· την ώρα που ο πραγματικός εργοδότης του, ο καπιταλισμός σα σύστημα, διατιμούσε και επαναδιατιμούσε την “αξία” των “εξειδικεύσεων”. Τελικά το αυτάρκες (και οχυρωμένο με “αριστερό” τρόπο απέναντι σε οποιαδήποτε πηγή κοινωνικών εντάσεων και αντιθέσεων) πανεπιστήμιο έγινε μηχανή παραγωγής σκέτων ηλιθίων. Ηλίθιων με μια ειδική και μάλλον καινούργια έννοια: επειδή έχουν “εκπαιδευτεί” και “έχουν χαρτιά” που τα αποδεικνύουν, νομίζουν πως είναι κάτι άλλο απ’ αυτό που ο καπιταλισμός (και όχι τα χαρτιά του) τους δείχνει με κάθε τρόπο. Είναι ικανοί να το νομίζουν μέχρι να πεθάνουν. Αυτή η δεύτερη ιδεατή ζωή των κάθε είδους πτυχιούχων, οι φαντασιακές προοπτικές κοινωνικής ανόδου και ο θωρακισμένος ατομισμός τους, είναι μια απ’ τις ισχυρότερες βόμβες που πέφτουν εδώ και δυο γενιές τουλάχιστον στο πεδίο του ταξικού ανταγωνισμού. Όχι στη μεριά των αφεντικών, αλλά στη δική μας, προλεταριακή μεριά.
Το ότι σ’ αυτό το αυτάρκες, αυτάρεσκο, μεταμοντέρνο, κομφορμιστικό και διανοητικά άνυδρο πανεπιστήμιο [3] φούντωσαν φεουδαλικές δομές (για τη νομή των όποιων προσόδων) είναι ίσως κάτι που θα αποτελεί διακριτό “γνωστικό αντικείμενο” για τα πανεπιστήμια μετά από 50 χρόνια· αν τότε υπάρχουν ακόμα τέτοια... Το ότι το μόνο (ψεύτικα) ανταγωνιστικό που παράγουν αυτές οι δομές είναι η υπεράσπιση των συμφερόντων του “κλάδου” (ή των υποκλάδων) είναι κάτι που αφορά το χτες και το σήμερα.
Ναι, λοιπόν. Μπορούμε να καταλάβουμε το βάσιμο των αντιδράσεων... Μπορούμε επίσης να προβλέψουμε την επιδείνωση της διανοητικής και συναισθηματικής αθλιότητας μέσα και γύρω απ’ τα πανεπιστήμια, εξαιτίας της “μεταρρύθμισής” τους. Αλλά δεν θα μπορούσαμε να υπερασπιστούμε (σκόπιμα ή κατά λάθος) ούτε μια κεραία απ’ το “υπάρχον”. Όχι. Η έχθρα μας απέναντι στις “μεταρρυθμίσεις” και τους “μεταρρυθμιστές” δεν σημαίνει ούτε στο ελάχιστο μείωση της έχθρας μας στο τωρινό πανεπιστήμιο.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 - Αναφερόμαστε στα “why?” και “that’s why!” της συνέλευσης ενάντια στην ειρήνη.
[ επιστροφή ]
2 - Μην θεωρήσετε τον παραλληλισμό (ανώτατης) εκπαίδευσης και ποδοσφαίρου εξεζητημένο ή αυθαίρετο! Όταν το ελληνικό ποδόσφαιρο έγινε “επαγγελματικό”, έγινε για να τροφοδοτηθεί σε χρήμα απ’ την αγορά (του). Όμως (κι αυτό δεν ισχύει μόνο για το ποδόσφαιρο, ισχύει για τα πάντα) το αληθινό όνομα της “αγοράς” στα ελληνικά είναι πιάτσα. Η “πιάτσα” λοιπόν, που συγκροτείται μεν με αγοραίους κανόνες όχι όμως αυτούς που πουλάνε σαν ιδεολογία οι σπουδαγμένοι στας αμερικάς και στας αγγλίας, αναδεικνύει τα μπουμπούκια και τα λουλούδια της με κατηγορηματικό τρόπο. Η “πιάτσα” δεν κάνει λάθος - λάθος κάνουν εκείνοι που ενώ απολαμβάνουν τα οφέλη της πουλάνε φύκια για μεταξωτές κορδέλες...
[ επιστροφή ]
3 - Ένας πανεπιστημιακός (και ζωγράφος), σταθερός επιφυλλιδογράφος της “ελευθεροτυπίας”, ο Δ. Σεβαστάκης, κάτω απ’ τον τίτλο “το αμείλικτο μένος για το Πανεπιστήμιο”, στις 24/8, υποστηρίζει κάτι “ασυνήθιστο” που ωστόσο αυτο-υπονομεύεται. Έχει ενδιαφέρον όμως επειδή αποτελεί ένα είδος τολμηρής αντεστραμμένης αναγνώρισης της σχέσης του πανεπιστήμιου με τα ίδια του τα αποτελέσματα. Αντιγράφουμε, και σχολιάζουμε πρόχειρα στο τέλος:
... Το πρόβλημα νομίζω ότι εκφράζεται με μια πολύπλευρη αποκαθηλωτική μέριμνα, μια βαθύτερη κοινωνική εμπάθεια προς το Πανεπιστήμιο. Εκεί πρέπει κανείς να αναζητήσει το κέντρο του προβλήματος. Ίσως πρέπει να επισημάνω ότι σφοδρές επιθέσεις δέχεται το Πανεπιστήμιο κυρίως από τις υπώρειες της φθίνουσας μεσαίας τάξης. Γιατί; Πιθανόν γιατί το Πανεπιστήμιο αποτελεί ένα από τα τελευταία μεγάλα εννοιολογικά σχήματα, που πρέπει να θρυμματιστεί μέσα στον κοινωνικό εμφύλιο και τις ποικίλες προσωπικές και συλλογικές διαψεύσεις. Και η πιο διαψευσμένη αφήγηση είναι η ίδια η “νέα” μεσαία τάξη, που η ανέλιξή της πολιτικά και οικονομικά κορυφώθηκε τη δεκαετία του ‘90. Πολιτιστικά η “τάξη” αυτή θεμελειώθηκε σε μια τηλεοπτική “αιτιοκρατία”, σε μια γρήγορη και αλματική μυθοπλαστική και αξιωματική υπέρβαση.
Ο νέος μέσα από μια ευνοϊκή σύμπτωση (ερωτική στην τηλεόραση, κομματική ή χρηματιστηριακή στη ζωή) ανέρχεται και πλουτίζει. Η νέα μεσαία τάξη αυτοαξιολογήθηκε όπως ακριβώς αξιολογούν στα τηλεπαιχνίδια, όπως επιλύουν τις δραματουργικές αντιθέσεις τα σήριαλ, με τη μαζική φαντασίωση της ανόδου στο φωτεινό πουθενά.
Πολλά από τα (διαψευσμένα πλέον) μέλη της απεχθάνονται κάτι που δεν εξαγοράζεται, αλλά δουλεύεται: τη μόρφωση, τη βαθιά καλλιέργεια, τη δεύτερη σκέψη, τη δύσκολη κριτική σύνθεση. Στη θέση τους θέλουν τη γραμματειακή βεβαίωση μόρφωσης, την περιληπτική πολυμάθεια, την προφάνεια, την προσχωρητική κατανόηση....
Η νέα μεσαία τάξη εκπαιδεύτηκε να μη θέλει το κοπιώδες ταλέντο, αλλά το υπέρλαμπρο ζωδιακό τεκμήριο. Σ’ ένα βαθμό, έτσι εκφράστηκε και η δική της άνοδος: μέσα από έναν ανάστροφο συλλογικό ναρκισσισμό. Αρκτικόλεξα λοιπόν, φόρμες συμπλήρωσης και αριθμήσεις ποιοτήτων και πάθους. Αυτό το νέο Πανεπιστήμιο που χρειάζεται. Μια νέα μαζική ψευδαίσθηση, όπου ο καθρέφτης θα λέει ότι “είσαι ο πιο ωραίος” και η πραγματικότητα θα αποδεικνύει ότι είσαι ο πιο ηλίθιος...
Βάζοντας την λεξούλα “νέα” μπροστά από μερικά κρίσιμα συλλογικά υποκείμενα ή καταστάσεις (“νέα” μεσαία τάξη, “νέο” πανεπιστήμιο, “νέα” μαζική ψευδαίσθηση...) ο αρθρογράφος υπονοεί ότι το Πανεπιστήμιο που υπερασπίζεται (με το “π” κεφαλαίο... univercitas;) υπάρχει - και μόλις τώρα ξεμύτησαν οι “νέοι” εχθροί του. Το “τώρα” είναι η διάρκεια της έκπτωσης της “νέας” μεσαίας τάξης, άρα δεν μπορεί να είναι παλιότερο απ’ τα δέκα τελευταία χρόνια - στα ‘90s αυτή “μεσουρανούσε”...
Όμως αυτό το Πανεπιστήμιο (με το “π” κεφαλαίο) έχει πάψει να υπάρχει εδώ και πολλές δεκαετίες στον καπιταλιστικό κόσμο, αν υποθέσουμε ότι κάποτε υπήρξε· τόσες πολλές όσες μετράει η εξαφάνιση (των μυθοποιημένων) “παλιών” γιατρών, “παλιών” μηχανικών, “παλιών” δικηγόρων, “παλιών” καθηγητών και “παλιών” στελεχών της ανθρωποδιοίκησης που ήταν (υποτίθεται...) αλτρουϊστές της μόρφωσης για την μόρφωση. Κι όχι μόνο έχει πάψει να υπάρχει αυτό το Πανεπιστήμιο (επαναλαμβάνουμε: εάν υπήρξε ποτέ... στη χούντα, για παράδειγμα, υπήρχε;) αλλά, επιπλέον, αυτή η “νέα” μεσαία τάξη (που είναι ήδη παλιά) απ’ τα πανεπιστήμια (με το “π” μικρό) πήρε τα πιστοποιητικά της - και τα στελεχώνει εδώ και κάτι δεκαετίες.
Δεν ξέρουμε αν η “νέα μεσαία τάξη” για την οποία μιλάει ο αρθρογράφος εκπαιδεύτηκε να θέλει ζωδιακά τεκμήρια ή τι άλλο... Εκπαιδεύτηκε όμως, και μέσα απ’ το επίσημο εκπαιδευτικό σύστημα. Του οποίου το στελεχικό δυναμικό προέρχεται ταυτόχρονα απ’ την “κοινωνία” γενικά και απ’ το ίδιο το σύστημα ειδικά. Που σημαίνει κάτι απλό: οι πανεπιστημιακοί δεν είναι καμιά άλλη “φυλή”, ξένη, ούτε με τους “ελεύθερους επαγγελματίες” ούτε με τους καθηγητές των γυμνασίων και των λυκείων.
Επιπλέον, κάμποσα “χρυσά παιδιά” αυτής της “νέας (;) μεσαίας τάξης” έφεραν και ξανάφεραν μέσα στα πανεπιστήμια “τους” τραμπούκους, μπράβους, την “νύχτα” και τις μαφίες, με διάφορους τρόπους και ονόματα.
Ε, μια έντιμη ματιά στο πράγμα συνολικά (κι όχι στο “Π” κεφαλαίο διαχωρισμένο και μυθοποιημένο) δείχνει ωμά ποιοί καταστρέφουν ποιούς, πως, και γιατί, και πως η διανοητική καταστροφή ανακυκλώνεται και αναπαράγεται... Όσο για το “ηλίθιος” ναι... Αλλά κι αυτό θέμα στατιστικής είναι.
[ επιστροφή ] |
|