Το πρώτο χαρτονόμισμα δύο δολαρίων - της κεντρικής τράπεζας των ηπα. Εκδόθηκε σε μια σειρά τυπωμένου χρήματος (από 1 έως 1000 δολάρια) στη διάρκεια του εμφύλιου.
Το έγραφε καθαρά: “πληρωτέαι επι τη εμφανίσει”... |
|
σύντομη κατάδυση σε πορτοφόλια
Το χρήμα είναι σύμβαση. Σύμφωνοι: ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία. Ο θεός ή ο γάμος είναι επίσης συμβάσεις, και σε διάφορους καιρούς μπορεί να υπήρξαν σημαντικότερες (και πιο “ιερές”) απ’ το χρήμα. Αλλά το να πει κανείς ότι αυτό που είναι τόσο γενικευμένα αντικείμενο του πόθου, το χρήμα δηλαδή, είναι απλά μια σύμβαση, μπορεί να ακούγεται από εξαιρετικά απλοϊκό έως επικίνδυνα ύποπτο. Ο λόγος πάντως που ένα συγκεκριμένο είδος τυπωμένου χαρτιού (σαν το χαρτονόμισμα) έχει εντελώς διαφορετικό “νόημα” από οποιοδήποτε άλλο είδους τυπωμένου χαρτιού ίδιας ποιότητας, και ο λόγος επίσης που ένα νούμερο πάνω σ’ αυτό το τυπωμένο χαρτί έχει εντελώς διαφορετική “αξία” απ’ το ίδιο νούμερο γραμμένο οπουδήποτε αλλού, αυτοί οι λόγοι δεν είναι καθόλου προφανείς. Το χειρότερο είναι ότι μέσα στον ιδιαίτερο μυστικισμό που περιβάλλει το χρήμα, το “νόημα” και η “αξία” του θεωρούνται αιώνια. Πράγμα εντελώς ανεπίτρεπτο εάν έχει κανείς γερά στο μυαλό του ότι πρόκειται για σύμβαση με ζωή και “ιδιοτροπίες” πολύ περισσότερες απ’ ότι, π.χ., η σύμβαση περί θεού. Οπωσδήποτε η συγκεκριμένη σύμβαση, το χρήμα δηλαδή, είναι (εδώ και ενάμισυ αιώνα σίγουρα) πολύ λιγότερο αξιόπιστη απ’ όσο θα ήθελαν τόσο εκείνοι που κατέχουν αρκετήν απο δαύτην, όσο και εκείνοι που τους λείπει.
Είναι γενικά γνωστό ότι οι ιστορικά πρώτες μορφές χρήματος ήταν κομμάτια πολύτιμων μετάλλων· χρυσαφιού ή ασημιού. Αλλά η ίδια η πολυτιμότητα είναι επίσης σχετική, και έχει να κάνει με την σπανιότητα. Συνεπώς την ίδια δουλειά (του χρήματος / νομίσματος) βρέθηκε κατά καιρούς να υπηρετεί κι ένα άλλο μέταλλο, ο χαλκός. Και διάφορα μη μέταλλα: απ’ τον καπνό (τα τσιγάρα μπορεί ακόμα να χρησιμοποιούνται σαν υποτυπώδες χρήμα μεταξύ φυλακισμένων...) ως τα όστρακα, το ουίσκι, τα βόδια, ή ακόμα και οι πέτρες.
Τα νομίσματα υπήρξαν για πολλούς αιώνες η μόνη μορφή χρήματος - αιώνες που σύμφωνα με τις αρχαιολογικές ενδείξεις μετράνε από δυο χιλιετηρίδες π.Χ., εκεί στη μακρινή ινδία. Η αντοχή αυτής της σύμβασης στο χρόνο είχε να κάνει με την απλότητά της, εφόσον ένα κέρμα χρυσού ή ασημιού μπορούσε να εμφανίζεται σαν “αξία καθ’ εαυτή” παρότι, φυσικά, η πραγματική του αξία ήταν η ανταλλακτική: το τι θα μπορούσε να αγοράσει κανείς μ’ αυτό. Από την άλλη το κόψιμο χρυσών ή ασημένιων ή χάλκινων νομισμάτων, μια δουλειά που την μονοπωλούσε συνήθως (αν και όχι πάντα στην ιστορία) κάποια αρχή, ήταν πολύ συχνά πρόκληση για δημόσιες ή ιδιωτικές απάτες. Στους ευφάνταστους, στριμωγμένους ή απλά ανήθικους άρχοντες (και είναι αμφίβολο εάν έχουν υπάρξει κάποιοι που δεν ήταν τίποτα απ’ τα τρία) η ιδέα ότι θα μπορούσαν να λιγοστέψουν την ποσότητα του ευγενούς ή σπάνιου μετάλλου στο νόμισμα, αντικαθιστώντας ένα ποσοστό του με ένα άλλο φτηνότερο, έχει υπάρξει ιδιαίτερα χρήσιμη. Αλλά και οι ιδιώτες έχουν φαντασία: κάποιοι, κατά καιρούς, λίμαραν τα χρυσά ή τα ασημένια νομίσματα, όχι τόσο ώστε να γίνεται κτυπητή η διαφορά, αρκετά όμως για να περισσεύει αρκετή πολύτιμη σκόνη. Η κιβδηλία συνοδεύει την ιστορία του χρήματος από πολύ παλιά. Ακόμα κι αν πρέπει να χαρακτηριστεί μόνο σαν παραβίαση της σύμβασης (του χρήματος) ερήμην εκείνων που το χρησιμοποιούν, η κιβδηλία έχει πάντα παρόν και μέλλον.
Το πράγμα δούλευε έτσι πάντως για αιώνες, με τις συμβατικές αλήθειες του και τα λαθραία ψέμματά του. Όταν αυτά τα τελευταία μαζεύονταν πολλά, όταν δηλαδή οι ανάγκες των αρχόντων δημιουργούσαν μεγάλες ποσότητες κίβδηλων νομισμάτων, που κατ’ όνομα μόνο είχαν την αξία που είχαν τα αυθεντικά, το νόμισμα “έχανε την αξία του”. Όσοι είχαν παλιά χρυσά ή ασημένια νομίσματα, για τα οποία πίστευαν βάσιμα ότι είχαν την κανονική ποσότητα πολύτιμου μετάλλου, έπαυαν να τα χρησιμοποιούν· οι ανταλλαγές γίνονταν όλο και περισσότερο με τα κίβδηλα, για τα οποία όμως υπήρχε άφθονη καχυποψία και αβεβαιότητα· κατά συνέπεια οι “τιμές” (η ποσότητα, δηλαδή, τέτοιων νομισμάτων που ήταν απαραίτητη για να αγοράσει κανείς αυτό ή εκείνο) ανέβαιναν... Έχουν καταστραφεί τα πιο μεγάλα μαγαζιά εξαιτίας αυτού του κόλπου. Για παράδειγμα, στον καιρό του ρωμαίου αυτοκράτορα Μάρκου Αυγέριου, το πιο σημαντικό “ασημένιο” νόμισμα είχε μόνο 5% ασήμι· το υπόλοιπο ήταν χαλκός. Λίγο αργότερα η περιεκτικότητα σε ασήμι έπεσε ακόμα πιο κάτω, στο 2%. Κάποιοι ιστορικοί ισχυρίστηκαν εκ των υστέρων ότι η κατάρρευση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας οφειλόταν σ’ αυτό: στη νόθευση του νομίσματός της... Πάντως απ’ την εμπειρία πως όταν αρχίσει να κυκλοφορεί κίβδηλο νόμισμα το “καλό” αποσύρεται και αποθησαυρίζεται, απο εκεί κρατάει την καταγωγή της μια φράση / αξίωμα ζωντανή και στις μέρες μας: το κακό χρήμα διώχνει το καλό - απ’ την αγορά. Φαίνεται ότι ακόμα συμβαίνει να μπαίνει σε μεγάλη κυκλοφορία “κακό χρήμα”, κι ας μην είναι θέμα νόθευσης χρυσών ή ασημένιων νομισμάτων.
Το πράγμα δούλευε έτσι, και γέννησε και δύο “είδη” που μόνο η άγνοια τα θεωρεί πρόσφατα. Γέννησε την “επιταγή” και την πρώτη μορφή “τραπεζογραμμάτιου”. Η “επιταγή” ήταν σε χρήση των θρησκευτικών ταγμάτων ήδη στη διάρκεια των “σταυροφοριών”: αποτελούσε ένα είδος “βεβαίωσης κατάθεσης”. Για να μην κουβαλάνε τα χρυσάφια τους μαζί τους οι ευγενείς σταυροφόροι, είτε απ’ την ευρώπη προς τους “άγιους τόπους” είτε, ακόμα περισσότερο, ανάποδα, σε διαδρομές επικίνδυνες, κατέθεταν ένα ποσόν χρυσού σε μια εκκλησία στη γαλλία ή την ισπανία, και έπαιρναν μια “επίσημη βεβαίωση” ότι δικαιούνται το ίδιο ποσό στα Ιεροσόλυμα - και το ανάποδο. Το πρώιμο “τραπεζογραμμάτιο” πάλι ήταν (χρονικά κάπως αργότερα, όταν είχαν φτιαχτεί οι πρώτες τυπικές τράπεζες) η έγγραφη, επίσημη βεβαίωση της τράπεζας, πάνω σε χαρτί υπογραμμένο και με όλες τις τυπικότητες, ότι ο Χ έχει καταθέσει σ’ αυτήν το Ψ ποσό χρυσών ή ασημένιων νομισμάτων, Ζ συνολικής αξίας. Υπήρχε ένας πρακτικός λόγος γι’ αυτήν την βεβαίωση. Ο κάτοχός της μπορούσε να πάρει (να “σηκώσει”) ένα μέρος της κατάθεσής του από διαφορετικό υποκατάστημα της ίδιας τράπεζας, σε άλλη πόλη· χωρίς να χρειάζεται να μεταφερθούν σ’ αυτό, με φυσικό τρόπο, τα “συγκεκριμένα δικά του” νομίσματα. Κατά κάποιον τρόπο που είχε πρακτικότητα αλλά και προεκτάσεις που οι πρωτοπόροι βενετσιάνοι, γενοβίτες, ολλανδοί και άγγλοι τραπεζίτες του 13ου, του 14ου και του 15ου αιώνα δεν μπορούσαν να διαβλέψουν, η σύμβαση περί χρήματος άρχισε να διαμορφώνεται μ’ αυτό το “μαγικό” για την απλοϊκή σκέψη τρόπο: αρκούσε η υπογραφή ενός τραπεζίτη πάνω σ’ ένα συγκεκριμένο χαρτί / έγγραφο για να “μεταφερθούν τα χρήματα” σε μεγάλες αποστάσεις.
Ήταν θέμα χρόνου (και εμπορικής κουλτούρας) αυτή η τόσο απλή μαγεία να αρχίσει να αποκτάει διάφορες πρακτικές προεκτάσεις. Εάν η βεβαίωση της τράπεζας (το “γραμμάτιο”) σήμαινε ότι υπάρχει μια εγγυημένη αντιστοιχία ανάμεσα στο συγκεκριμένο κομμάτι χαρτί με τις συγκεκριμένες υπογραφές και ένα “πραγματικό” ποσό χρήματος στα θησαυροφυλάκιό της, δεν θα μπορούσε άραγε αυτό το χαρτί να χρησιμοποιηθεί για πληρωμές; Ασφαλώς! Ο καινούργιος κάτοχός του θα μπορούσε να το εξαργυρώσει, εμφανίζοντάς το στην τράπεζα. Κι αφού θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μια φορά για πληρωμές, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και περισσότερο. Στην πραγματικότητα επ’ άπειρο. Η τραπεζική βεβαίωση / τραπεζογραμμάτιο έγινε έτσι χρήμα η ίδια· κι ας μην είχε στο χαρτί της ούτε έναν κόκκο χρυσού ή ασημιού. Αλλά μ’ αυτόν τον απλό τρόπο δημιουργούνταν καινούργιο χρήμα. Γιατί, βέβαια, συνυπήρχαν μια ορισμένη ποσότητα χρυσού ή ασημιού με την μορφή νομισμάτων στα τραπεζικά θησαυροφυλάκια, και ένα χαρτί / βεβαίωση, που παρέπεμπε βέβαια σ’ αυτήν την ποσότητα, είχε όμως “ανεξάρτητη ζωή” στις συναλλαγές. Δεν δημιουργούνταν, λοιπόν, απλά “καινούργιο χρήμα”· χάρη στις τράπεζες· το χρήμα “διπλασιαζόταν” τουλάχιστον.
Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Σε μια πρωταρχική εκδοχή του θησαυροφυλακίου, το να καταθέτεις σ’ αυτό τα χρυσάφια και τ’ ασήμια σου, προς φύλαξη, σήμαινε ότι θα πρέπει να πληρώνεις και κάτι σαν “φύλακτρα”. Αλλά αυτό θα ίσχυε αν το θησαυροφυλάκιο ήταν ένα και μοναδικό. Όμως οι τράπεζες πολλαπλασιάστηκαν απ’ την αρχή, επειδή δάνειζαν χρήμα επίσης. Συνεπώς θα έπρεπε να προσελκύουν καταθέτες - για να έχουν κάτι να δανείζουν. Έπρεπε να υποσχεθούν “αύξηση” του χρυσού ή του ασημιού που θα πήγαινε στην κάθε μία αντί να ζητάνε φύλακτρα. Η κατάθεση επέφερε τόκο στον καταθέτη. Και το δάνειο απ’ την μεριά της τράπεζας επίσης απέφερε τόκο (μεγαλύτερο) σ’ αυτήν.
Έτσι προέκυψε η εξής λογική συνέπεια. Τα κατατεθειμένα χρυσά ή/και ασημένια νομίσματα για λογαριασμό των οποίων εκδιδόταν η βεβαίωση / γραμμάτιο (που ήδη είχε γίνει χρήμα η ίδια...) δεν έμεναν στο θησαυροφυλάκιο. Δανείζονταν. Μάλιστα, εάν ο δανειστής δεν ήθελε “μετρητά” η τράπεζα θα μπορούσε να τον εξυπηρετήσει (και τον εαυτόν της ακόμα καλύτερα) με τρόπο απλό. Να του δώσει αντί για “ρευστό” (τα κατατεθειμένα νομίσματα) μια βεβαίωση κατοχής του ίδιου ποσού· ένα ακόμα “γραμμάτιο”. Κι αυτή η ιδέα ήταν πράγματι πολύ καλή. Γιατί έτσι η τράπεζα θα μπορούσε να ξαναδανείσει και να ξαναδανείσει το ίδιο ποσό (την αρχική κατάθεση), βάζοντας σε κυκλοφορία μέσω των τραπεζογραμματίων της αρκετό “καινούργιο” χρήμα. Πόσες φορές θα μπορούσε να το κάνει αυτό; Ε, μερικές...
Είναι τόσο απλός (και ταυτόχρονα έξω απ’ την κοινή εμπειρία) ο τρόπος που οι τράπεζες άρχισαν να δημιουργούν χρήμα (χωρίς να “δημιουργούν” χρυσάφι ή ασήμι) και μάλιστα σε μια εποχή που ακόμα τα πολύτιμα μέταλλα αναγνωρίζονταν σαν “πραγματικό χρήμα”, που όπως σημειώνει κάπου ο John Kenneth Galbraith (ένας σοσιαλδημοκράτης αμερικάνος οικονομολόγος) καταντάει αυτός ο τρόπος αποκρουστικός! Δεν θα άξιζε σ’ αυτό το φλέγον θέμα της δημιουργίας χρήματος (απ’ το “τίποτα” κατ’ αρχήν) μια πλεκτάνη, μια συνωμοσία, κάποιο μυστήριο; Κι ωστόσο η δύναμη της σύμβασης είναι αρκετή· όπως άλλωστε συμβαίνει και στην περίπτωση του θεού ή του γάμου. Φυσικά ο “απλός κόσμος” θα προτιμούσε τα πράγματα, κι αν όχι όλα σίγουρα το χρήμα, να είναι έχουν “αξία καθεαυτή”. Αιώνες μετά την εφεύρεση και την πρώτη χρήση των τραπεζογραμματίων (πρόδρομων των σημερινών χαρτονομισμάτων) όσοι έχουν κάμποσα απ’ αυτά σήμερα εξακολουθούν να νοιώθουν αληθινά πλούσιοι.
Πάντως η ήδη κάπως πιο περίπλοκη και αδιαφανής σύμβαση του χρήματος (κι ωστόσο πάντα σύμβαση) για να είναι ολοκληρωμένη προβλέπει κι αυτό: μιας και κυκλοφορούν περισσότερες της μιας βεβαιώσεις / απαιτήσεις επι ενός συγκεκριμένου ποσού που βρίσκεται κατατεθειμένο στο θησαυροφυλάκειο, και άρα είναι αδύνατο να ικανοποιηθούν όλες, δεν θα έπρεπε να εμφανιστούν οι κάτοχοι αυτών των βεβαιώσεων μαζί, ζητώντας την εξ-αργύρωσή τους! Για να είμαστε μάλιστα ακριβείς και δίκαιοι δεν θα έπρεπε να εμφανιστούν ποτέ περισσότεροι από λίγους· τα τραπεζογραμμάτια θα ήταν απαραίτητο (για την σύμβαση αλλά ακόμα περισσότερο για την τράπεζα) να συνεχίζουν αιώνια την ανεξάρτητη ζωή τους, από χέρι σε χέρι, μέσα σ’ ένα φέγγος εμπιστοσύνης ότι πράγματι, αν ζητηθεί η εξαργύρωσή τους, αυτή θα γίνει - άρα δεν χρειάζεται να ζητηθεί. Όπως δεν είναι σωστό να ζητεί κάθε πιστός απ’ την σύμβαση - θεό να κάνει τακτικά θαύματα αλλά μόνο χρειάζεται η εμπιστοσύνη πως σε μεγάλη ανάγκη αυτός θα κάνει ένα, έτσι και στην σύμβαση χρήμα / τραπεζογραμμάτιο θα λειτουργούσε τόσο καλύτερα όσο λιγότερο ήταν αναγκαίο για την τράπεζα να εξαργυρώσει τις βεβαιώσεις της. Αν εμφανίζονταν αρκετοί μ’ αυτήν την απαίτηση η τράπεζα θα αδυνατούσε. Κι αν μαθαινόταν πως αδυνατεί θα έτρεχαν ακόμα περισσότεροι να προλάβουν· γιατί είναι μέσα στα κοινωνικά ενδεχόμενα η συμπεριφορά πανικόβλητης αγέλης. Τότε η τράπεζα (απλά) θα κήρυσσε χρεωκοπία. Και τα τραπεζογραμμάτια που ως χτες ήταν αληθινό χρήμα και πλούτος θα ξέπεφταν σε άχρηστα χαρτιά με την υπογραφή του διευθυντή μιας χρεωκοπημένης τράπεζας. Το γλυκό θαύμα της δημιουργίας χρήματος θα έσβηνε “σε μια στιγμή” στην απελπισία της “εξαφάνισής” του! Οι λέξεις “σκληρό νόμισμα” (με την έννοια του πολύτιμου μέταλλου ενάντια στο χάρτι) έμειναν ως τις μέρες μας, σαν ηχώ του καταφυγίου τέτοιων απελπιστικών περιόδων.
Παράξενο άρωμα αναδύει εδώ πια η σύμβαση, τουλάχιστον σε αυτό το σημαντικό κεφάλαιό της. Αν παραμερίσει κανείς τα χρυσάφια και τα ασήμια χυμένα στη μορφή κερμάτων, δύσχρηστα έτσι αλλιώς σε συναλλαγές, τα τραπεζογραμμάτια πρέπει να τα πιστεύει κανείς. Κι όσο περισσότεροι τα πιστεύουν τόσο περισσότερο “αληθινό χρήμα” είναι. Μόνο μην δημιουργηθεί κάποια μαζική καχυποψία, και τρέξουν πολλοί να βάλουν το δάκτυλο στην τρύπα απ’ το καρφί: τότε η αλήθεια (του χρήματος) εξαφανίζεται ως δια μαγείας.
Πολλοί τέτοιοι πανικοί έχουν καταγραφεί στην ιστορία, και πολλές τέτοιες “μαγικές εξαφανίσεις”. Και το πράγμα είναι πάντα ζωντανό. Αν και δεν κυκλοφορούν πια χρυσά και ασημένια νομίσματα, ο φόβος των τραπεζιτών παραμένει πάντα ο ίδιος: να μην ανησυχήσουν μαζικά οι καταθέτες τους και τρέξουν να “σηκώσουν” τα λεφτά τους...
Πριν συνεχίσουμε, ας δώσουμε λίγο χώρο σε ένα χαριτωμένο ιστορικό περιστατικό (που μοιάζει παράξενα επίκαιρο σε μερικά σημεία του). Αντιγράφουμε απ’ το Χρήμα του Galbraith:
... Όπως εξελίχτηκε η τραπεζική, από τον δέκατο έβδομο αιώνα και μετά, έτσι εξελίχτηκαν, με τη βοήθεια ορισμένων ακόμα περιστάσεων και οι κύκλοι της ευφορίας και του πανικού. Η διάρκειά τους έφτασε να συμφωνεί, σε γενικές γραμμές, με τον χρόνο που χρειάζονταν οι άνθρωποι για να ξεχάσουν την προηγούμενη καταστροφή· για να πεθάνουν κακοφημισμένες οι οικονομολογικές μεγαλοφυΐες της μιας γενιάς, και να αντικαταταθούν από καινούργιες, για τις οποίες όλοι θα πίστευαν πως αυτή τη φορά διέθεταν στ’ αλήθεια το χάρισμα του Μίδα... Μιας και ο Τζων Λώ έδειξε ίσως καλύτερα από οποιονδήποτε μεταγενέστερο τι μπορούσε να κάνει η τράπεζα με το χρήμα και στο χρήμα, του χρειάζεται μια ιδιαίτερη ματιά.
...
Ο Λώ έφτασε στη Γαλλία το 1716, με πιστοποιητικά που ακόμα και τότε μερικοί θα έπρεπε να είχαν σκεφτεί πως ήταν κάτι λιγότερο από καθησυχαστικά. Καταγόταν από την Σκωτία, και έφυγε κυνηγημένος από μια κατηγορία για δολοφονία στην Αγγλία, όπου είχε βγει νικητής σε μια μονομαχία χωρίς να διαθέτει τα ανάλογα προσόντα. Αφού είχε σπαταλήσει μια σημαντική κληρονομιά, ζούσε μετά επί πολλά χρόνια απ’ την χαρτοπαιξία... Πριν καταλήξει στη Γαλλία, ο Λώ είχε προσπαθήσει να “πουλήσει” στη Σκωτία, στην Ολλανδία και στην Ιταλία, την μεγάλη του ιδέα, για τη δημιουργία μας αγροτικής τράπεζας που θα έδινε γραμμάτια στους δανειζόμενους, με υποθήκη τα κτήματά τους. Ήταν μια ανακάλυψη που θα ξαναπαρουσιαζόταν αργότερα με πληθώρα μορφές - στη Γερμανία ως και το 1923. Ο Λώ όμως συνάντησε δυσκολίες με τους πεζούς Σκωτσέζους και Ολλανδούς.
Η Γαλλία απ’ τη μεριά της ήταν γόνιμο έδαφος, αν και εδώ ο Λώ παρουσίασε μια παραλλαγή βασισμένη λιγότερο στην ακίνητη περιουσία. Η οικονομική κατάσταση του βασιλείου ήταν τραγική: τα έξοδα ήταν διπλάσια απ’ τα έσοδα, το θησαυροφυλάκειο ήταν μόνιμα άδειο, οι ενοικιαστές των φόρων και οι ορδές των υπαλλήλων - εισπρακτόρων τους είχαν ικανότητες εξυπηρετικές κυρίως της δικής τους πλεονεξίας. Ο δούκας του Σαιν-Σιμόν, αν και όχι πάντοτε ο πιο έμπιστος σύμβουλος, είχε μόλις πριν λίγο προτείνει σαν άμεση λύση να κηρυχτεί εθνική πτώχευση - διαγραφή όλων των χρεών, και να γίνει ένα καινούργιο ξεκίνημα απ’ την αρχή. Ο Φίλιππος δούκας της Ορλεάνης, ο αντιβασιλιάς του εφτάχρονου Λουδοβίκου ΙΕ, ήταν βασικά ανίκανος για σκέψεις ή δράση. Και τότε εμφανίστηκε ο Λώ. Πριν μερικά χρόνια, λένε, είχε συναντήσει τον Φίλιππο σε μια κρυφή χαρτοπαικτική λέσχη. Αυτός “είχε εντυπωσιαστεί απ’ την οικονομική μεγαλοφυϊα του Σκωτσέζου”.
Με ένα βασιλικό διάταγμα της 2ης Μαΐου 1716 ο Λώ και ο αδελφός του πήραν άδεια να ιδρύσουν μια τράπεζα με κεφάλαιο έξι εκατομμύρια γαλλικές λίρες... Η τράπεζα είχε το δικαίωμα να εκδίδει γραμμάτια. Το έκανε αυτό με την μορφή δανείων, και όπως θα το φανταζόταν κανείς, ο κύριος δανειζόμενος ήταν το κράτος. Η κυβέρνηση, με τη σειρά της, χρησιμοποίησε τα γραμμάτια για να πληρώσει τα έξοδά της και να ξεπληρώσει τους πιστωτές της. [1]
Αρχικά τα γραμμάτια ήταν πρόθυμα αποδεκτά όχι μονάχα για πληρωμή φόρων αλλά και για κάθε περίπτωση. Αυτό συνέβαινε γιατί ο Λώ, εκτός απ’ το να υποστηρίζει ότι όποιος τραπεζίτης δεν κρατούσε αρκετά αποθέματα σε υγιή νομίσματα για να εξαγοράσει τα γραμμάτια που είχε εκδώσει ήταν άξιος για θάνατο, υποσχόταν επιπλέον εξαργύρωση των δικών του γραμματίων με την αξία του βάρους του ευγενούς μετάλλου, που είχε το νόμισμα, την ημέρα που εκδόθηκε το γραμμάτιο. Αυτό είχε τη σημασία του. Οι βασιλείς της Γαλλίας, σύμφωνα με μια παλιά συνήθεια, λιγόστευαν συνεχώς το βάρος του ευγενούς μετάλλου στα γαλλικά νομίσματα, ελπίζοντας, όπως πάντα, ότι λιγότερος χρυσός ή λιγότερο ασήμι θα έκανε την ίδια δουλειά που έκαναν και οι μεγαλύτερες ποσότητες. Συνεπώς ο Λώ μέσω των γραμματίων του υποσχόταν ότι προσφέρει ασφάλεια απέναντι στις βασιλικές καταχρήσεις. Για ένα χρονικό διάστημα μάλιστα, σε σύγκριση με νομίσματα ίδιας ονομαστικής αξίας, τα γραμμάτια του Λώ θεωρούνταν πιο ακεραία, και εξασφάλιζαν μεγαλύτερη (ανταλλακτική) τιμή.
Σ’ αυτούς τους πρώτους μήνες, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Τζων Λώ είχε κάνει κάτι χρήσιμο. Η οικονομική κατάσταση της κυβέρνησης βελτιώθηκε. Τα τραπεζικά γραμμάτια που δανείστηκε η κυβέρνηση για να πληρώσει τις ανάγκες της, όπως κι αυτά που δανείστηκαν οι ιδιώτες επιχειρηματίες, ανέβασαν τις τιμές... και οι αυξανόμενες τιμές, βοηθούμενες απ’ την αισιοδοξία που προκάλεσε ο θάνατος του Λουδοβίκου και η παλιά και συνεχιζόμενη ικανότητα της γαλλικής οικονομίας να επιβιώνει και να βελτιώνεται παρά κι ενάντια στις δυσκολίες, έφεραν μια ουσιαστική αναζωογόνηση στα οικονομικά. Ο Λώ άνοιξε παραρτήματα της τράπεζάς του στη Λυών, στη Λα-Ροσσέλ, στην Τουρ, στην Αμιένη και στην Ορλεάνη· τώρα, με τη σύγχρονη περίπου ορολογία, κυκλοφόρησε μετοχές. Η τράπεζά του έγινε εταιρεία με καταστατικό, και ονομάστηκε Βασιλική Τράπεζα.
Αν ο Λώ είχε σταματήσει σ’ αυτό το σημείο, θα τον θυμόμασταν για την κάποια συμβολή του στην ιστορία της τραπεζικής. Το κεφάλαιο σε μετρητά που είχαν συνεισφέρει οι μέτοχοι θα έφτανε για να ικανοποιήσει τον οποιοδήποτε κομιστή γραμματίων που θα ήθελε να τα εξαργυρώσει. Και απ’ την στιγμή που η εξαργύρωση ήταν εξασφαλισμένη, δεν θα ήταν πολλοί αυτοί που θα την επιδίωκαν.
Αλλά η αλήθεια είναι, βέβαια, ότι κανένας που θα είχε κάνει τέτοια αρχή γεμάτη τόσες υποσχέσεις, δεν θα σταματούσε. Και ο Λώ δεν σταμάτησε.
Καθώς τα πρώτα δάνεια και η επακόλουθη έκδοση γραμματίων ήταν φανερά επικερδής - και μια πηγή επιπλέον προσωπικής ανακούφισης - ο αντιβασιλιάς πρότεινε μια καινούργια έκδοση. Αν κάτι κάνει καλό, το περισσότερο απ’ το ίδιο θα πρέπει να κάνει ακόμα πιο πολύ καλό, έτσι δεν είναι; Ο Λώ συμφώνησε. Έχοντας όμως προαίσθηση για την ανάγκη που θα προέκυπτε, μηχανεύτηκε έναν ακόμα τρόπο για να αναπληρώσει τα αποθέματα πάνω στα οποία η Βασιλική Τράπεζα θα εξέδιδε (άρα θα έπρεπε και να καλύψει) τον αυξανόμενο όγκο των γραμματίων. Γιατί δεν είχε ξεχάσει την αρχική ιδέα της αγροτικής τράπεζας. Η έμπνευσή του ήταν να δημιουργήσει την Εταιρεία Μισσισίπι, για να εκμεταλλευτεί και να φέρει στη Γαλλία τα τεράστια αποθέματα χρυσού που πιστευόταν ότι έκρυβε το υπέδαφος της Λουϊζιάνα. Στο πολύτιμο μέταλλο που θα αποκτούνταν μ’ αυτόν τον τρόπο θα έπρεπε να προστεθούν τα κέρδη απ’ το εμπόριο, άρα η εταιρεία ήταν μια ιδέα με μεγάλες προοπτικές. Στις αρχές του 1719 η Εταιρεία του Μισσισίπι (Companie d’ Occident) απέκτησε αποκλειστικά εμπορικά δικαιώματα στην Ινδία, την Κίνα και τις Νότιες θάλασσες - αργότερα ονομάστηκε σε Εταιρεία των Ινδιών. Αμέσως μετά, σαν επιπλέον πηγές εσόδων, απέκτησε το μονοπώλιο του καπνού, το δικαίωμα να κόβει νόμισμα, και τους αγροτικούς φόρους.
Το επόμενο βήμα ήταν να διατεθούν στην αγορά οι μετοχές αυτής της, σε πρωτόλεια μορφή, πολυεταιρείας. Αυτό έγινε το 1719, με μια έντονη, θορυβώδη και συχνά βίαιη ανταπόκριση, προτοφανή ως τότε ή ίσως και τα κατοπινά χρόνια. Το πλήθος των ανθρώπων που ήθελαν να αγοράσουν μετοχές ήταν πυκνό· ο θόρυβος την ώρα της πώλησής τους μπορούσε να σε ξεκουφάνει. Οι συναλλαγές γίνονταν στο παλιό χρηματιστήριο στην οδό Κινκαμπουά (αργότερα μεταφέρθηκαν στην πλατεία Βαντόμ, και τελικά στον χώρο του μεγάρου Σουασόν). Η αξία των γύρω ακινήτων ανέβηκε πολύ, απ’ τη ζήτηση ανθρώπων που ήθελαν να είναι κοντά στις δημοπρασίες. Άνθρωποι που στην αρχή του χρόνου είχαν επενδύσει λίγες χιλιάδες βρέθηκαν με εκατομμύρια μέσα σε μερικές βδομάδες ή μήνες. Αυτοί που έπιασαν την καλή μ’ αυτόν τον τρόπο ονομάστηκαν “εκατομμυριούχοι”· προφανώς σ’ αυτή τη χρονιά οφείλουμε την χρήσιμη αυτή γαλλική λέξη. Καθώς περνούσε ο καιρός, όλο και περισσότερες μετοχές της πολυεταιρείας προσφέρονταν για να χορτάσουν οι επενδυτές.
Εν τω μεταξύ η Βασιλική Τράπεζα αύξαινε σταθερά τα δανειά της, και κατά συνέπεια και τα γραμμάτια που τους αντιστοιχούσαν. Την άνοιξη του 1719 είναι κάπου 100 εκατομμύρια γαλλικές λίρες σε κυκλοφορούντα τραπεζογραμμάτια· στα μέσα του καλοκαιριού είχαν δημιουργηθεί 300 εκατομμύρια επιπλέον. Το δεύτερο εξάμηνο του 1719 εκδόθηκαν άλλα 800 εκατομμύρια.
Η πώληση των μετοχών θα δημιουργούσε υποτίθεται ένα τεράστιο κεφάλαιο για την αξιοποίηση της ζούγκλας της Λουϊζιάνα. Αλλοίμονο, δεν γινόταν αυτό. Έπειτα από μια φιλική ρύθμιση του αντιβασιλιά, οι εισπράξεις απ’ την πώληση των μετοχών του Μισσισίπι δεν πήγαιναν στον Μισσισίπι, αλλά σε δάνεια για να πληρωθούν οι δαπάνες της γαλλικής κυβέρνησης. Μονάχα ο τόκος απ’ τα δάνεια καταναλισκόταν στην αποικιακή ανάπτυξη και για να εξορυχτεί το χρυσάφι που θα πήγαινε στα αποθέματα της Βασιλικής Τράπεζας. Να πως γινόταν. Ο Λώ δάνειζε την κυβέρνηση, κι αυτή, με τα γραμμάτια που αντιστοιχούσαν σ’ αυτά τα δάνεια πλήρωνε τις δαπάνες της ή τα χρέη της σε ιδιώτες. Συνεπώς τα γραμμάτια πήγαιναν στα χέρια ιδιωτών, που τα χρησιμοποιούσαν με τη σειρά τους για να αγοράσουν μετοχές της Εταιρείας του Μισσισίπι. Τα έσοδα της εταιρείας απ’ την πώληση των μετοχών (σαν γραμμάτια και όχι μόνο) πήγαιναν ξανά στην κυβέρνηση, που τα ξαναχρησιμοποιούσε για να πληρώσει άλλες δαπάνες της, άρα και πάλι τα γραμμάτια γυρνούσαν στα χέρια ιδιωτών. Που αγόραζαν ακόμα περισσότερες μετοχές της Εταιρείας, και πάλι απ’ την αρχή. Αυτή η ιστορία συνεχιζόταν, κάθε φορά σε όλο και μεγαλύτερο κύκλο.
Το ότι η γαλλική κυβέρνηση ήταν μια επένδυση πολύ λιγότερο ελκυστική ακόμα κι απ’ τους βάλτους της Λουϊζιάνα, ή το ότι κι αυτή η Λουϊζιάνα δεν ήταν το αντικείμενο των επενδύσεων τελικά, πέρασε σχεδόν απαρατήρητο απ’ όλους εκείνη τη χρονιά. Ο Λώ, που εν τω μεταξύ προσάρμοσε το όνομά του στα γαλλικά με το πιο εύηχο “Λά”, ήταν πια ο άνθρωπος με την μεγαλύτερη υπόληψη απ’ οποιονδήποτε άλλον στην Γαλλία. Έχοντας ο ίδιος πεισθεί απ’ τις ενέργειές του, όπως άλλωστε συμβαίνει πάντα με τις οικονομικές μεγαλοφυΐες, έστρεψε την προσοχή του σε άλλες οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, που οι περισσότερες ήταν κάτι παραπάνω από λογικές. Ζήτησε να δοθούν στους χωρικούς οι ακαλλιέργητες εκτάσεις της εκκλησίας, να καταργηθούν τα διόδια, να χαμηλώσουν τα δασμολόγια, και να ελευθερωθεί από περιορισμούς το εμπόριο του σταριού. Και άρχισε να χρηματοδοτεί συστηματικά δημόσια έργα και βιοτεχνίες, με καινούργια δάνεια - δηλαδή καινούργια τραπεζογραμμάτια.... Στις 5 Ιανουαρίου 1720 δέχτηκε την πιο μεγάλη αναγνώριση της οικονομικής μεγαλοφυΐας του· έγινε διευθυντής του Γενικού Λογιστηρίου της Γαλλίας.
Δεν είναι ανάγκη να πούμε ότι τα τραπεζογραμμάτια αποτελούσαν το πρόβλημα. Στις αρχές του 1720, ο πρίγκηπας του Κόντι, θυμωμένος επειδή δεν μπορούσε να αγοράσει μετοχές στην τιμή που θεωρούσε δίκαιη, έστειλε ένα πάκο γραμμάτια στην Βασιλική Τράπεζα για να εξαργυρωθούν σε νομίσματα. Ήταν μια σημαντική ποσότητα· τρία αμάξια χρειάστηκαν για να κουβαλήσουν το χρυσάφι και το ασήμι. Ο Λώ ζήτησε την παρέμβαση του αντιβασιλιά, που έδωσε διαταγή στον πρίγκημα να επιστρέψει ένα σημαντικό μέρος από τα μέταλλα που είχε πάρει με την εξαργύρωση. Άλλοι όμως, ενεργώντας κάτω από την παρόρμηση της πιο βαθειάς διαίσθησης, έσπευσαν επίσης να μετατρέψουν τα χαρτιά του Λώ σε πολύτιμο μέταλλο, και να το μεταφέρουν στην Αγγλία και την Ολλανδία... Τώρα ήταν αναγκαίο να περιοριστεί η εξαργύρωση, σίγουρο σημάδι ότι η περίοδος της ευημερίας είχε τελειώσει. Για να εμποδίσει το κακό που πλησίαζε ο Λώ, με την ιδιότητα του διευθυντή του γενικού λογιστηρίου, απαγόρευσε την κατοχή χρυσού και ασημιού (εκτός από μικρές ποσότητες), και επέκτεινε την απαγόρευση και στα κοσμήματα. Ριζοσπαστική προσπάθεια που έφερε το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα: έξω απ’ την Βασιλική Τράπεζα μεγάλωνε κάθε μέρα ο συνωστισμός των ανθρώπων που ζητούσαν όχι πια χρεώγραφα ή γραμμάτια, αλλά νομίσματα. Μέσα σε μια μέρα του Ιουλίου τουν 1720 το πλήθος ήταν τόσο μεγάλο που δεκαεπέντε άνθρωποι πέθαναν απ’ το στρίμωγμα. Ο Λώ δεν ήταν πια οικονομική ιδιοφυΐα. Κι αν τον άφηναν στα χέρια του πλήθους του Παρισιού είναι αμφίβολο αν θα απέμενε κάποιο κομμάτι του τόσο μεγάλο ώστε να αναγνωριστεί. Ο αντιβασιλιάς τον έκρυψε και ύστερα τον φυγάδευσε. Πήγε στην Βενετία, και αφού για μια δεκαετία “έζησε σε αξιοπρεπή φτώχια μια ήσυχη και ηθική ζωή, πέθανε εκεί, μέσα σε βαθειά καθολική πίστη, την στιγμή που μεταλάμβανε”. Άφησε πίσω του κατεστραμένες περιουσίες, πεσμένες τιμές, ύφεση στο εμπόριο και μια εξαιρετικά επίμονη καχυποψία για τις τράπεζες και την λειτουργία τους. Όσο για τα γραμμάτια; “Απ’ όλους τους λαούς του κόσμου οι Γάλλοι είναι οι πιο διάσημοι στο να πνίγουνε τους καϋμούς τους στο τραγούδι... Οι δρόμοι αντηχούσαν από τραγούδια... ένα μάλιστα συμβούλευε τη χρησιμοποίηση των γραμματίων ... για την πιο εξευτελιστική δουλειά που μπορεί να χρησιμοποηθεί ένα χαρτί”.
χαρτονομίσματα
Λένε ότι εάν η ιστορία των εμπορικών τραπεζών ξεκινάει απ’ την ιταλία της Αναγέννησης, η ιστορία των χαρτονομισμάτων αρχίζει απ’ την βόρεια αμερική.
Στη βασική λογική τους τα χαρτονομίσματα δεν διαφέρουν απ’ τα τραπεζογραμμάτια· και επί μακρόν και οι δυο λέξεις αφορούσαν το ίδιο πράγμα: το χάρτινο χρήμα. Αντί να δίνουν οι τράπεζες τις δικές τους “βεβαιώσεις” έναντι κατατεθειμένων σ’ αυτές χρυσών ή/και ασημένιων νομισμάτων, το κράτος (μέσω κάποιας “κεντρικής τράπεζας”) μπορούσε να εκδίδει τα δικά του “χαρτιά”, η εγγύηση της αξίας των οποίων βρισκόταν και πάλι στην άμεση μετατρεψιμότητά τους σε χρυσό των κρατικών θησαυροφυλακείων. [2]
Ωστόσο η πρώτη έκδοση χαρτονομισμάτων δεν έγινε καν έτσι. Το 1690 ένας “σερ” ονόματι Ουίλλιαμ Φιπς (ένας άνθρωπος του οποίου η περιουσία και η κοινωνική θέση οφειλόταν στο χρυσάφι και στο ασήμι που είχε βρει σε μια βουλιαγμένη ισπανική γαλέρα, στη θάλασσα έξω απ’ την σημερινή αϊτή) μπήκε επικεφαλής μιας εκστρατείας ατάκτων απ’ την Μασσαχουσέτη κατά του Κεμπέκ. Τα λάφυρα απ’ την κατάληψη του φρουρίου θα ήταν η αμοιβή για τους πολεμιστές - αλλά το φρούριο δεν έπεσε. Δεν υπήρχε περίπτωση να μπουν στη Μασσαχουσέτη καινούργιοι φόροι για να πληρωθούν οι ηττημένοι στρατιώτες. Έτσι τους έδωσαν “χαρτιά”, με την υπόσχεση της μελλοντικής εξαργύρωσής τους με χρυσάφι, όταν η πολιτεία θα μάζευε τους ισχύοντες φόρους. Είτε η πειθώ του εγχειρήματος ήταν μεγάλη, είτε η απελπισία των στρατιωτών μεγαλύτερη (μάλλον θα ίσχυε κατ’ αρχήν το πρώτο, και εξ ανάγκης μετά το δεύτερο) το γεγονός είναι ότι δέχτηκαν αυτά τα “γραμμάτια”, και πως τα επόμενα είκοσι χρόνια κυκλοφορούσαν “στην αξία” τους, αφού δεν εξαργυρώθηκαν εν τω μεταξύ.
Αυτό το κόλπο συνεχίστηκε ευκαιριακά εδώ κι εκεί στις αγγλικές αποικίες στη “νέα γη”, μέσα σε αντικρουόμενες εκτιμήσεις. Μήπως το χαρτονόμισμα ήταν μια οργανωμένη εξαπάτηση σε βάρος αφελών; Στο βαθμό, πάντως, που γινόταν δεκτό σα μέσο ανταλλαγής και δεν ζητούνταν μαζικά η εξαργύρωσή του (το είδος του εκδότη τους έπαιζε υποχρεωτικά τον βασικό ρόλο στο μέγεθος της “εμπιστοσύνης”) το πράγμα δούλευε. Και όχι για ταπεινούς λόγους. Η αμερικανική επανάσταση “χρηματοδοτήθηκε” στο μεγαλύτερο μέρος της από τέτοια (αμφίβολης αξίας ακόμα, από στενά οικονομολογική άποψη) “χαρτιά”, χαρτο-νομίσματα. Από τον Ιούνιο του 1725 ως το Νοέμβριο του 1729 πραγματοποιήθηκαν ούτε μία ούτε δύο αλλά σαρανταδύο εκδόσεις χαρτονομισμάτων, απ’ το “ηπειρωτικό κογκρέσσο”, με ολική ονομαστική αξία κάτι παραπάνω από 241 εκατομμύρια δολάρια. Στο ίδιο διάστημα οι πολιτείες τύπωσαν χωριστά άλλα 210 εκατομμύρια. Ήταν λογικό (αν και η τότε οικονομική σοφία δεν το καταλάβαινε αμέσως) ότι η κυκλοφορία τόσο μεγάλων για την εποχή ποσών, οφειλόμενη στις ανάγκες ενός πολέμου, και σε τεράστια αναντιστοιχία με τον όγκο του πραγματικού εμπορίου, ανέβασε τις τιμές (ή, θα λέγαμε σήμερα, υποτίμησε σταθερά την “αγοραστική αξία” αυτών των χάρτινων νομισμάτων). Έτσι ώστε το κογκρέσσο αποφάσισε κάμποσα χρόνια μετά (το 1776) ότι:
... Οποιοσδήποτε, απο δω κι εμπρός, θα φανεί τόσο ανήθικος και χωρίς κανένα ενδιαφέρον για την πατρίδα του, ώστε να αρνείται να δεχτεί τα αναφερθέντα χαρτονομίσματα για πληρωμή... θα θεωρείται, θα διακηρύχνεται και θα αντιμετωπίζεται σαν εχθρός αυτής εδώ της χώρας και θα αποκλείεται από κάθε εμπορική πράξη ή σχέση με τους κατοίκους της...
Με την αστυνομία δεν είναι ωστόσο δυνατόν να αποκατασταθεί η “αξία” ενός μέσου ανταλλαγής που τυπικά μεν έχει σαν μέτρο της κάτι γενικά αποδεκτό (χρυσάφι), ουσιαστικά όμως δεν έχει κανένα. Ένα ζευγάρι παπούτσια στη Βιρτζίνια είχε φτάσει να κοστίζει 5 χιλιάρικα, κι ένα ολόκληρο κουστούμι πάνω από 1 εκατομμύριο. Ο Βενιαμίν Φραγκλίνος σχολίασε τότε:
... Αυτό το χαρτονόμισμα, όπως το χειριζόμαστε, είναι μια θαυμάσια μηχανή. Εκτελεί το καθήκον του όταν το εκδίδουμε· πληρώνει και ντύνει τους στρατιώτες και μας προμηθεύει τρόφιμα και πολεμοφόδια· και όταν υποχρεωθούμε να εκδόσουμε μια υπερβολική ποσότητα, ξεπληρώνεται μόνο του με την υποτίμηση...
Ο υπερπληθωρισμός που ξέσπασε σ’ αυτήν την πρώτη περίπτωση μαζικής χρήσης χαρτονομισμάτων δίχασε τους οικονομολόγους· και κατά μία έννοια τους δίχασε για πάντα, ακόμα κι όταν εμφανίζονται ο καθένας προσωπικά “διχασμένος”, ανάλογα με τις ανάγκες της στιγμής. Που αρχίζει και που τελειώνει (που πρέπει να αρχίζει και να τελειώνει) η σύμβαση του χρήματος; Τα χαρτονομίσματα ήταν μεν πρακτικά στις συναλλαγές σε σχέση με τα χρυσά ή ασημένια κέρματα· αλλά θα έπρεπε ή όχι να έχουν άμεση αναλογία με μια φυλαγμένη ποσότητα χρυσού (ή ασημιού), με μια εν πάσει περιπτώσει “αναμφισβήτητη αξία”; Πρέπει να υπάρχει ένα αυστηρό, απαράβατο όριο στην έκδοση (από κάθε κράτος, για την επικράτειά του) χαρτονομισμάτων, ή η ποσότητα αυτή αποφασίζεται κατά το δοκούν, με όλους τους κινδύνους να καραδοκούν; Η μεγάλη γαλλική επανάσταση χρηματοδοτήθηκε επίσης με χαρτονομίσματα, και με μια άξια υπενθύμισης διαφορά. Το επαναστατικό διάταγμα της 19ης Δεκέμβρη του 1789, που προέβλεπε την εκτύπωση 400 εκατομμυρίων γαλλικών λιρών, υποσχόταν ότι αυτά τα χαρτονομίσματα (“ασσινιάτα”) θα εξαργυρώνονταν πέντε χρόνια μετά την έκδοσή τους με γη - κατασχεμμένη απ’ την εκκλησία και τον βασιλιά. Η ιδέα ήταν καλή· αλλά οι ανάγκες πολύ μεγαλύτερες, όσο και η ευκολία να τυπώνεται και να ξανατυπώνεται χρήμα. Πράγμα που έγινε, έτσι ώστε γρήγορα να μην φτάνει κάμποσες φορές η έκταση της γαλλίας για να εξαργυρωθούν τα χαρτονομίσματα στην αξία που είχαν αρχικά. Τον Φεβρουάριο του 1797 το Διευθυντήριο ξαναγύρισε τις αξίες των χαρτονομισμάτων στον “κανόνα του χρυσού” (και του ασημιού)· η επανάσταση είχε όμως εν τω μεταξύ νικήσει, χρηματοδοτημένη από αμφίβολης αξίας αλλά υποχρεωτικής χρήσης χρήμα.
Αλλού οι εξελίξεις δεν ήταν τόσο ευνοϊκές. Ο συνδυασμός μεταξύ της ταχύτητας και του “όγκου” εκτύπωσης “χρήματος” και της πραγματικής έκτασης του εμπορίου και των χρηματικών ανταλλαγών μπορεί να παράξει έναν υπερπληθωρισμό διαλυτικό όχι μόνο από οικονομική αλλά και από κοινωνική άποψη. Δεν είναι μόνο η εμπειρία της μεσοπολεμικής γερμανίας ή της κατοχικής ελλάδας, στον 20ο αιώνα· αλλά δεκάδες παρόμοιες σ’ όλη την ιστορία του (καπιταλιστικού) χαρτονομίσματος. Μια ορισμένη “τυπική κιβδηλία” (δηλαδή μη αντιστοιχία του χαρτονομίσματος με οποιοδήποτε μέτρο εκτός του εαυτού του) μπορεί να γίνει ανεκτή για πολύ καιρό, και μάλιστα να περάσει ουσιαστικά απαρατήρητη απ’ τους χρήστες, εφόσον δεν επιδιώκουν να ανταλλάξουν το χαρτονόμισμα με πολύτιμο μέταλλο. Αλλά το βάρος πέφτει στο “ορισμένη”: ποιός, πότε, κάτω από ποιές συνθήκες και με ποιούς υπολογισμούς βάζει το “όριο”;
Το γεγονός είναι ότι τα υποκείμενα αυτών των αποφάσεων εκτός απ’ το ότι (αναπόφευκτα) βρίσκονται κάπου στους διαδρόμους της εξουσίας, αποφασίζουν ερήμην των χρηστών. Απ’ τις συμφωνίες του Bretton Woods ως το 1971, με διεθνή συμφωνία, το αμερικανικό δολάριο παρέμενε σταθερά “δεμένο” πάνω στον χρυσό, σε μια σταθερή σχέση 35 δολλάρια = μια ουγγιά χρυσού. Όλα τα υπόλοιπα νομίσματα είχαν (ελάχιστα μεταβαλλόμενες) ισοτιμίες με το δολάριο, άρα έμμεσα και με τον χρυσό. Πλην της αμερικανικής καμία άλλη κεντρική τράπεζα δεν ήταν υποχρεωμένη να κρατάει στα υπόγειά της τόσο χρυσάφι όσο αντιστοιχούσε στα χαρτονομίσματα που τυπώνε· μπορούσε να κρατάει εναλλακτικά το πολύ ελαφρύτερο και “ευκίνητο” αμερικανικό νόμισμα, σαν “κάλυψη”. Επί σχεδόν 4 δεκαετίες το αμερικανικό νόμισμα παρέμεινε ακλόνητο στην αναλογία 35 δολάρια = 1 ουγγιά χρυσάφι, έγινε παγκόσμιο “αποθεματικό νόμισμα”, και ο καπιταλισμός δούλεψε μια χαρά. Το 1971 το αμερικανικό κράτος έπρεπε να συνεχίσει την χρηματοδότηση ενός πολέμου που ρούφαγε ανθρώπους, υλικά και χρήμα, και τελικά τον έχασε: στο βιετνάμ. Η κυβέρνηση Νίξον έσπασε τον δεσμό δολαρίου και χρυσού, ο “κανόνας του χρυσού” εξαφανίστηκε απ’ τους καπιταλιστικούς υπολογισμούς, και το αμερικανι κό κράτος άρχισε να τυπώνει χαρτονομίσματα κατά βούληση, δολάρια των οποίων η “αξία” δεν οφειλόταν πια στην αντιστοιχία τους με το αποθηκευμένο στην κεντρική τράπεζα χρυσάφι, αλλά μόνο στην “πειθώ” της Ουάσιγκτον. Την πειθώ των όπλων της κυρίως. Η σύμβαση άλλαξε ριζικά, αλλά ο καπιταλισμός συνέχισε να δουλεύει καλά άλλες 4,5 δεκαετίες. Εν τω μεταξύ ένα κάποιο “μέτρο” παραμόνευε. Μια ουγγιά χρυσάφι αντιστοιχεί αυτόν τον καιρό σε πάνω από 1800 δολάρια. Ας κρατήσουμε αυτή την “ισοτιμία”: μπορεί να πει κανείς δυο πράγματα επ’ αυτού. Είτε ότι “το χρυσάφι ακρίβυνε”, είτε ότι σημερινό 50δόλαρο έχει μικρότερη “αξία” από 1 δολάριο του 1970. Δεν συμβαίνει το πρώτο, συμβαίνει το δεύτερο. Και λέγεται “πληθωρισμός”. Η “πειθώ” των ηπα εξελίχτηκε γρήγορα στη δυνατότητά τους να μην “κρατάνε” αυτόν τον πληθωρισμό στο εσωτερικό τους (με απόλυτα διαλυτικές συνέπειες) αλλά να τον εξάγουν παγκόσμια, μέσω της πάντα παγκόσμιας κυκλοφορίας του δολαρίου τους. Κι αυτό δουλεύει· μέχρι να πάψει να δουλεύει. Όπως όλες οι μεγάλες ιδέες.
Όμως αφού ήταν εφικτό αυτό, γιατί να μην γίνει εφικτό και κάτι επιπλέον; Όχι “χάρτινο” αλλά “λογιστικό” (σε ηλεκτρονικούς λογαριασμούς μαζεμένο) “χρήμα”. Αν όλο κι όλο το πρόβλημα του, ας το πούμε έτσι, χωρίς - έρμα - χρήματος είναι οι καλπάζουσες αναλογίες του με τα εμπορεύματα όταν τα τυπογραφεία ξεχνάνε να σταματήσουν την εκτύπωση, αυτό δηλαδή που λέγεται “πληθωρισμός”, μήπως το “ηλεκτρονικό χρήμα” είναι απαλλαγμένο από τέτοιες παρενέργειες; Σίγουρα ο πολλαπλασιασμός δεν χρειάζεται χαρτί και μελάνια, είναι δηλαδή πολύ ευκολότερος. Υπάρχει μήπως και “ηλεκτρονικός πληθωρισμός” του χρήματος; Δύσκολο να το πούμε αφού, συν τω χρόνω, βελτιώθηκαν και οι μέθοδοι για να (μην) μετριέται αυτό το καταραμένο μέγεθος, του πληθωρισμού. Έτσι, για παράδειγμα, οι καλπάζουσες τιμές των ακινήτων, δεν λέγονται πια “πληθωρισμός” αλλά “φούσκα”. Ή, οι (άλλες εποχές) καλπάζουσες τιμές των μετοχών λέγονταν “ανάπτυξη”. Ακούγεται πιο διασκεδαστικό, και δεν φέρνει κακούς συνειρμούς.
Από την άλλη μεριά, είτε για όστρακα και καπνό πρόκειται, είτε για λογιστικές μονάδες αποθηκευμένες σε ηλεκτρονικές κάρτες συναλλαγών, το μέσο ανταλλαγής, το “γενικό μέτρο των αξιών” είναι μια σύμβαση που έχει μερικούς σταθερούς όρους. Πρέπει να γίνεται αποδεκτή από κάθε συμβαλλόμενο, με τους ίδιους κανόνες. Μια μακρόχρονη διακοπή ρεύματος θα ήταν αρκετή για να αχρηστεύσει το “πλαστικό” (ή, πιο σωστά, “ηλεκτρονικό” χρήμα). Και το ίδιο θα έκανε οποιαδήποτε μαζική “ιδιοτροπία” υπέρ των “μετρητών”.
Που σημαίνει ότι προκειμένου για την σύμβαση - χρήμα καλό θα ήταν (αλλά καθόλου δεν συμβαίνει) να υπάρχει η συναίσθηση πως η ως σήμερα ισχύς της καθόλου δεν εγγυάται την αυριανή. [3]
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 - Αν αυτό δεν σας θυμίζει κάτι, να βοηθήσουμε. Είναι η περίπτωση όπου το ελληνικό κράτος πληρώνει τους προμηθευτές του με (δικά του) ομόλογα· στην ουσία τους μετατρέπει σε δανειστές του, αλλά μ’ έναν τρόπο που αυτοί να μπορούν να χρησιμοποιήσουν το αποδεικτικό του δανείου σαν “χρήμα”. Και το γαλλικό κράτος τότε το ίδιο έκανε. Χρησιμοποιούσε τα “γραμμάτια” (που ήταν δανεικό χρήμα) για να τακτοποιήσει τα χρέη του με τέτοιο τρόπο ώστε οι πιστωτές του να μπορούν να χρησιμοποιήσουν το δανεικό χρήμα σαν κανονικό.
[ επιστροφή ]
2 - Έχουμε ξανα-αναφερθεί σ’ αυτό (Sarajevo νο 32, Σεπτέμβριος 2009, επιταγές: χαρτιά για το εικόνισμα): οι λέξεις “πληρωτέαι επί τη εμφανίσει” συνόδευαν τα χαρτονομίσματα της δραχμής και μέσα στη δεκαετία του ‘90 - δεν ξέρουμε αν εξαφανίστηκαν με την υιοθέτηση του ευρώ ή νωρίτερα. Ο “κανόνας του χρυσού” είχε πάψει να ισχύει προ πολλού, και στη συλλογική μνήμη / γνώση αυτές οι λέξεις δεν σήμαιναν τίποτα. Ήταν όμως ένα “υπόλοιπο” της υποχρέωσης του κράτους (της κεντρικής του τράπεζας) να ανταλλάσει υποχρεωτικά τα χαρτονομίσματα, όταν ο “κομιστής” τους εμφανιζόταν στον γκισέ... όχι με κέρματα (!!!) αλλά με “χρυσές δραχμές”, στην πραγματικότητα με χρυσό.
Η κατάργηση αυτής της υποχρέωσης διεθνώς δεν σήμαινε ότι οι κεντρικές τράπεζες “εξαφάνισαν” (πουλώντας το) το χρυσάφι τους. Άλλες πουλούσαν κατά καιρούς και κατά βούληση κάποιο ποσοστό του, άλλες αγόραζαν - εμπορεύονται χρυσάφι. Απλά η οποιαδήποτε ποσότητα έπαψε να έχει οποιαδήποτε σχέση με τα κυκλοφορούντα χαρτονομίσματα.
Έτσι (“χάριν παιδειάς”) ας το έχουμε καταγραμμένο. Σύμφωνα με διεθνή στοιχεία (δντ) τον Ιούνιο του 2011 η κεντρική τράπεζα της ελλάδας είχε απόθεμα 3,585 εκατομμύρια ουγγιές χρυσού. Πολλαπλασιασμένη αυτή η ποσότητα με μια τιμή 1800 δολαρίων η ουγγιά, σημαίνουν κάτι παραπάνω από 6,45 δισ. δολάρια. Ή (με ισοτιμία 1,45 ευρώ = 1 δολάριο) 9,35 δισεκατομμύρια ευρώ.
Αυτά έχει η κεντρική τράπεζα της ελλάδας στα υπόγειά της. Και, παρότι βρίσκεται ψηλά στην παγκόσμια κατάταξη των αποθεμάτων χρυσού (12η), δεν παύει να είναι μια φτωχούλα τράπεζα μιας φτωχούλας χώρας.
[ επιστροφή ]
3 - Sarajevo νο 32, ο.π.
[ επιστροφή ]
|
|