Sarajevo
 
   

μια εποχή στην κόλαση

Να μην σας εμποδίσω, είπε. Και άλλαξε όνειρο.
Με τα χρόνια, είπε, με τα χρόνια αισθάνομαι ένα χνούδι
στην ψυχή μου. Όταν φυσάει θέλω να φεύγω. Στην άπνοια
απλώς λέω ψέματα.

Γονάτισε ασυναίσθητα. Ένα καβούρι στις πέτρες.
Εσύ μικρέ, καρκίνε, είπε, μου χρωστάς νύχτα.

Τα πρωϊνά δεν θέλει να ξέρει κάποιον.
Ύστερα εξοικειώνεται. Καμιά φορά χαμογελάει κιόλας.

Παλιά, είπε, κάποιος αγάπησε το γέλιο μου.
Του το ‘δωσα όλο.

Εν τοιαύτη περιπτώσει, γιατί όλα αυτά;
Αυτή δεν είναι πόλη, είπε. Είναι μοίρα.

Το είδωλό μου, είπε, σ’ ένα παγάκι.
Θρυμματίζεται. Ρέει.

Δε θα φοβηθώ άλλο, είπε.
Θα βγω στην παραλιακή με πανσέληνο.
Και θ’ αποσύρω τα αισθήματά μου από τη διάθεσή σου.
Όποιος μ’ αγαπάει ας κινδυνεύσει εξ ίσου.

Μέρες τώρα, είπε, το σώμα μου λείπει.
Ζω τον κυνισμό των αδικαίωτων αισθημάτων.

Θα επιστρέψω, είπε, και βάδισε στο νερό.

Αυτή.

Η από νερό σκεπτόμενη ερημιά.

(Σκέψεις και λόγια της Ιωάννας της Μοναχικής)
Στέλλα Βλαχογιάννη, η θλίψη του σώματος

 
       

Sarajevo