Sarajevo
 
   

μια εποχή στην κόλαση

(...) “Tη χρονιά εκείνη, καμιά γυναίκα δεν έπιασε παιδί. Aυτό συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια, μέχρι που συμπληρώθηκε γενιά χωρίς καμιά καινούργια γενιά να ρθεί στον κόσμο. (...) Eκτός απ’ ολιγάριθμες εξαιρέσεις βίαιων αντιδράσεων σ’ αυτή την ξεθεμελιωτική συμφορά που πολύ αργότερα ονομάστηκε Mεσαίωνας της Mήτρας (: πυρπολισμοί δημόσιων κτιρίων, καταστροφές μνημείων και εθνικών συμβόλων, δολοφονικές επιθέσεις εναντίον προσώπων που οι επιτιθέμενοι τα θεωρούσαν υπεύθυνα για το κακό που τους είχε βρει), όλοι οι άλλοι, μαθημένοι στην εγκράτεια, χαλιναγωγούσαν την απελπισία τους και περιόριζαν σε ιδιωτικούς χώρους τα ξεσπάσματα του πανικού τους που τους έκανε να ξεσχίζουν τη νύχτα τα μαξιλάρια με τα δόντια τους, να γράφουν έξαλλα κι ασυνάρτητα γράμματα στο Θεό ή στο ίδιο το κακό ικετεύντάς το να υποχωρήσει ή απειλώντας το με κατά μέτωπο σύγκρουση μαζί του κατά το παράδειγμα του Aγίου Γεωργίου, ώρες ολόκληρες να στέκονται ακίνητοι κι ανέκφραστοι μουρμουρίζοντας παλιά νοσταλγικά τραγούδια, να τρώνε λυσσωδώς τα νύχια τους μέχρι το κόκκαλο ή να τραβάνε βαθιές ξυραφιές σε κρυφά κι ευαίσθητα σημεία του σώματος ώσπου να τρέξει τόσο αίμα όσο χρειαζόταν για να ικανοποιηθεί η γενετήσια ανάγκη ανθρωποθυσίας ή αυτοτιμωρίας, πάντα πίσω από κλειδωμένες πόρτες, με τα φώτα συγκεντρωμένα μόνο σ’ εκείνο το φλέγον σημείο με το έμβλημα της ανελέητης σφαγής, με την ίδια πάντα μουσική κανιβάλων να συνοδεύει την εξαγνιστική πράξη, με τον απέραντο λεκέ του αίματος πάντα στο ίδιο σημείο, έτσι που είχε με τον καιρό σχηματιστεί μέσα σε κάθε σπίτι ένα είδος βωμού στην τουαλέτα, στην κρεβατοκάμαρα ή στην κουζίνα όπου έβρισκε ο καθένας καταφύγιο και πλησμονή τις ώρες που το σώμα δεν άντεχε πια να σηκώνει το βάρος εκείνου του άλλου σώματος, που πολυκέφαλου κι αξεδίψαστου, του αϊδιου και άναρχου και ενικού, που χτυπιέται μέσα σε κάθε σώμα με εξωφρενικές και άσπλαχνες  διαθέσεις. (...) Γιατί ο πόλεμος που, με σύντομα διαλείμματα παραπλανητικής εκεχειρίας, κρατούσε πάνω από χίλια χρόνια, είχε πάρει τους τελευταίους μήνες μια τελεσίδικη τροπή (αν και προ πολλού δεν έφταναν εκείνα τα “ως ευτυχώς τα εις μάχην φέρεται”, “ως ευτυχούμεν τα κατά πόλεμον” ή “ως νενικήκαμεν και τον τρίτον πόλεμον”) κι έδειχνε να κατευθύνεται προς την επιταχυνόμενη και μοιραία πια προσέγγιση ενός τέλους αφού ήταν σ’ όλους γνωστό πως το νότιο μέτωπο θα κατέρρεε από μέρα σε μέρα. Σαν την, σχεδόν μεταθανάτια, ύφεση που παρουσιάζει, για ανυπολόγιστο χρονικό διάστημα, μια αθεράπευτη αρρώστια που όμως ξάφνου εκδηλώνεται σε ολόκληρη τη δηωμένη επικράτεια του παραπλανημένου σώματος αποσυνδέοντας τις σάρκες απ’ τα κόκαλα με μια δόνηση που μοιάζει με ολοκληρωτική οργανική παράκρουση των αρμών της ανθρώπινης δέσης. (...)

Δημήτρης Δημητριάδης
Πεθαίνω σα Xώρα

 
       

Sarajevo