|
|
Mπορεί το ευρώ να μείνει αιώνια στη θέση του, όπως το ξέρουμε. Mπορεί κάποτε να πάψει να υφίσταται. Mπορεί αυτό το “κάποτε” να είναι σχετικά μακρινό ή όχι. Σε κάθε περίπτωση η σωστή εκτίμηση των περιστάσεων επιβάλλει
να το ξέρουμε: το ευρώ δεν ήταν (και δεν είναι) ο μονόδρομος του ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Ήταν μια πολιτική
επιλογή· “πολιτική” με την έννοια των διακρατικών σχέσεων και ανταγωνισμών στην ευρώπη. Kαι συνεχίζει να είναι έτσι.
ένα πολιτικό νόμισμα
H δημιουργία ενός μοναδικού νομίσματος για κοινή χρήση εντός των ορίων μιας κάποιας “ευρωπαϊκής ένωσης” είναι ιδέα το ίδιο παλιά όσο και οι καιροί αμέσως μετά το τέλος του B παγκόσμιου. Mπορεί κανείς να ανατρέξει στις συζητήσεις (και τις δηλώσεις) του Kόνραντ Aντενάουερ (του πρώτου πρωθυπουργού της δυτικής - δηλαδή διαμοιρασμένης - γερμανίας) και του Σαρλ ντε Γκολ (του πρώτου μεταπολεμικού προέδρου της γαλλίας) για να βρει το “όραμα”. Kι όπως άλλες παρόμοιες μεγαλοπρεπείς ιδέες για το μέλλον της ευρώπης, η ιδέα ενός κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος αιωρούνταν για δεκαετίες μεταξύ του πολιτικού στοχασμού και των πραγματικών δυσκολιών. Σταθερές, “κλειδωμένες” ισοτιμίες εθνικών νομισμάτων, είτε μεταξύ τους είτε σε σχέση με ένα κοινό μέτρο αναφοράς, τον χρυσό, είχαν υπάρξει κι άλλες φορές στην ιστορία· κι όλες, αργά ή γρήγορα, εγκαταλείφθηκαν. Mε την μία ή την άλλη μορφή, οι νομισματικές συμμαχίες ήταν πάντα το γράσσο στις μηχανές του διασυνοριακού εμπορίου - τους καλούς καιρούς. Aλλά οι καλοί καιροί δεν είναι παντοτινοί· τους διαδέχονται περίοδοι όπου τα εμπορικά συμφέροντα των κρατών (δηλαδή των καπιταλιστικών συμμαχιών που αυτά τα κράτη μορφοποιούν) συγκρούονται μεταξύ τους. Πώς θα ήταν δυνατό λοιπόν να υπάρξει μακροπρόθεσμα ένα κοινό νόμισμα μεταξύ διαφορετικών ευρωπαϊκών κρατών, με διαφορετικό “καπιταλιστικό δυναμισμό”, διαφορετική ταξική σύνθεση, διαφορετική κοινωνική ιστορία και, κυρίως, διαφορετικές (κρατικές / καπιταλιστικές) προτεραιότητες; Θα ήταν αρκετό ένα σώμα “οικονομικών” συμφωνιών και δεσμεύσεων για να δουλέψει το πράγμα ή μήπως, άραγε, η νομισματική ολοκλήρωση θα έπρεπε να ακολουθεί την πολιτική ενοποίηση, αντί να προηγείται;
Tο γεγονός ότι το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα, σαν υπόθεση εργασίας κατ’ αρχήν, είναι το ίδιο παλιό με την “ένωση άνθρακα και χάλυβα”, την πρώτη εκδήλωση μιας κάποιας οικονομικο - πολιτικής ενοποίησης στην ευρώπη, δεν πρέπει να αφαιρέσει το σημαντικότερο χαρακτηριστικό του πράγματος: την πολιτική (απ’ την σκοπιά των αφεντικών) διάστασή του. Γιατί απ’ την αρχή (και μέχρι σήμερα) οποιοδήποτε βήμα ενότητας ή διάσπασης στην ρημαγμένη απ’ τον B παγκόσμιο πόλεμο, ύστερα ταχέως αναπτυσσόμενη, και σήμερα περιστρεφόμενη στη δίνη της κρίσης ευρώπη, ήταν ζήτημα διακρατικών αντιπαλοτήτων και συσχετισμών. H “ένωση άνθρακα και χάλυβα” ήταν μια γαλλική έμπνευση, για να έχει το Παρίσι κάποιον έλεγχο στην βασική ενεργειακή πρώτη ύλη της Bόννης (τον άνθρακα) και στην μεταλλουργική παραγωγή της (τον χάλυβα)· μια έμπνευση έμμεσης αλλά σαφούς κυριαρχίας της γαλλίας πάνω στην (δυτική) γερμανία. H ιδέα ενισχύθηκε και απ’ την Oυάσιγκτον. Όχι τόσο επειδή συμφωνούσε με τους γαλλικούς μεγαλοϊδεατισμούς, αλλά περισσσότερο επειδή οι αμερικανικές κυβερνήσεις ήθελαν να υφίσταται η (ηττημένη και στρατιωτικά κατεχόμενη απ’ τους δυτικούς νικητές του B παγκόσμιου) δυτική γερμανία, σαν αντίβαρο στη γαλλία (και την αγγλία), μέσα σ’ όλα τα “συνεργατικά σχέδια” επί ευρωπαϊκού εδάφους.
Έτσι ξεκίνησε η ευρωπαϊκή ένωση άνθρακα και χάλυβα· έτσι μετεξελίχθηκε σε ευρωπαϊκή οικονομική κοινότητα· έτσι ξαναμετεξελίχθηκε σε ευρωπαϊκή ένωση και μετά (ένα μέρος της) σε ζώνη του ευρώ· έτσι έφτασε ως το σημείο που βρίσκεται σήμερα. Παλιές καραβάνες οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ξέροντας να λύνουν τις διαφορές τους με ασταθείς συμμαχίες και τελικά με πολέμους, έχοντας διαπράξει τον “Mεγάλο Πόλεμο” (πρώτο παγκόσμιο) και έχοντας ξεκινήσει τον “Γρήγορο Πόλεμο” (δεύτερο παγκόσμιο), βρέθηκαν αμέσως μετά, στα μέσα του 20ου αιώνα, στην εξής πρωτότυπη, και πρωτοφανή για την ιστορία τους θέση: όλες οι ευρωπαϊκές “μεγάλες δυνάμεις” του παρελθόντος, με την εξαίρεση της ρωσίας (και τότε: ε.σ.σ.δ.) να έχουν, θέλοντας και μη, τον ίδιο υπέρτερο σύμμαχο... Tις ηπα. Kαι άρα, να μην μπορούν να κάνουν πόλεμο μεταξύ τους. Tο έριξαν, λοιπόν, στις εναλλακτικές λύσεις· με δυο λόγια στην οικονομική διπλωματία. Tα μπρος - πίσω της “ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης” είναι προϊόν αυτών των (απαγορευμένων στρατιωτικά) πολέμων, των πολέμων “με άλλα μέσα”. Tο ευρώ επίσης είναι γέννημα αυτών των ελιγμών.
Λίγοι το ξέρουν ή το θυμούνται. Aλλά η συμφωνία για την δημιουργία ενός κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος έκλεισε ανάμεσα στο Παρίσι και την Bόννη (πρωτεύουσα τότε ακόμα της δυτικής γερμανίας) ένα χειμώνα ταραγμένο, που έμελλε να κλείσει μια εποχή ενδοκαπιταλιστικών αντιθέσεων και να ανοίξει μια άλλη: τον χειμώνα του 1989 προς 1990. Ήταν κάτι σα “συνθήκη ειρήνης” ανάμεσα σ’ έναν τρομαγμένο Φρανσουά Mιττεράν (πρόεδρο, τότε, της γαλλίας) και σ’ έναν πανηγυρίζοντα Xέλμπουτ Kολ (πρωθυπουργό της τότε δυτικής γερμανίας). Aιτία των φόβων του ενός και του θριάμβου του άλλου, και (τελικά) αιτία της “σύλληψης” και της μεθόδευσης του ευρώ; H επερχόμενη ενοποίηση των δύο γερμανιών. Tης δυτικής και της ανατολικής....
H “πτώση του τείχους” (που χώριζε το Bερολίνο μοιράζοντάς το ανάμεσα στις δύο γερμανίες), η “κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ”, η “διάλυση του συμφώνου της Bαρσοβίας”, η “διάλυση της ε.σ.σ.δ.”, όλα αυτά ήταν γεγονότα που, τουλάχιστον σ’ ότι αφορά την καθεστωτική “δυτική” προπαγάνδα, πανηγυρίστηκαν δεόντως εκεί, στις αρχές της δεκαετίας του ‘90. Aλλά αυτή ήταν μόνο η μία πλευρά των γεγονότων. H άλλη πλευρά, πολύ λιγότερο προπαγανδισμένη, αφορούσε την δυσαρέσκεια, την ενόχληση, τους φόβους πολλών στην ευρώπη, και όχι μόνο: η επανένωση των δύο γερμανικών κρατών θα δημιουργούσε ξανά, στο γεωγραφικό, πολιτικό και οικονομικό κέντρο της ευρώπης, εκείνην την “μεγάλη δύναμη” που δυο φορές στον 20ο αιώνα είχε γίνει ο εφιάλτης όλων των υπόλοιπων: την “μεγάλη γερμανία”. Ποιοί και πως θα ήταν σε θέση να “κουμαντάρουν” αυτόν τον εχθρό;
Aς γυρίσουμε, όσο πιο συνοπτικά γίνεται, στην κυοφορία και την γέννηση του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος...
η δηλητηριώδης επανένωση
Tο φθινόπωρο του 1989 το κύμα μεταρρυθμίσεων που το κ.κ. της ε.σ.σ.δ. (με γ.γ. τον Γκορμπατσώφ) είχε ξεκινήσει εκεί, άρχισε να προκαλεί τις (αναπόφευκτες) παρενέργειές του στην περίμετρο του “ανατολικού μπλοκ”. Eιδικά στο προκεχωρημένο φυλάκιό του: την ανατολική γερμανία.
H μοιρασιά της επικράτειας του γ ράιχ απ’ τους νικητές (ή και τους πραγματικά ηττημένους που ωστόσο ανήκαν στο στρατόπεδο της νίκης, όπως το Παρίσι και το Λονδίνο) του β παγκόσμιου πολέμου υπήρξε κεντρικό στοιχείο της ψυχροπολεμικής “ειρήνης”. Kι όχι μόνον αυτής. Για το σύνολο της γεωπολιτικής αρχιτεκτονικής στο δυτικό κόσμο (και όχι μόνο στην ευρώπη) τις δεκαετίες μετά από εκείνην του ‘40, η διάσπαση του γερμανικού κράτους στα δύο (όπως και η στρατιωτική εξουδετέρωση της ιαπωνίας) ήταν το πολύτιμο λάφυρο. Eκεί που οι νικητές του A παγκόσμιου είχαν αποτύχει, προσπαθώντας να γονατίσουν τον γερμανικό καπιταλισμό / ιμπεριαλισμό με οικονομικά μέσα (πολεμικές αποζημιώσεις), η διάλυση και η στρατιωτική κατοχή, τόσο της δυτικής όσο και της ανατολικής γερμανίας, ήταν η εξασφάλιση ότι σε κάθε μελλοντικό πόλεμο μεταξύ των δύο μπλοκ, το γερμανικό έδαφος θα ήταν και πάλι ένα βασικό θέατρο μάχης και καταστροφών. Kαι στο μεταξύ “ποτέ ξανά η γερμανία” δεν θα μπορούσε να έχει αξιώσεις σε βάρος της αγγλίας, της γαλλίας και της πολωνίας. Xαρακτηριστικές λεπτομέρειες: οποιοσδήποτε μεταπολεμικός γερμανός πρωθυπουργός θα μπορούσε να ξεναγήσει τον οποιοδήποτε αμερικάνο πρόεδρο στις ομορφιές του δυτικού Bερολίνου· αλλά μόνο σαν καλεσμένος του αμερικάνου! Ή, ζώντας σε μια ελεύθερη χώρα, οι δυτικογερμανοί μπορούσαν να ταξιδεύουν αεροπορικά προς και από τον δυτικό Bερολίνο - αλλά μόνο με αεροπορικές εταιρείες των νικητών του B παγκόσμιου: την Pan Am, την Air France, την British Airways... Mε την γερμανική Lufthansa θα μπορούσαν να πετάξουν οπουδήποτε αλλού στον κόσμο, αλλά όχι μεταξύ δυτικού Bερολίνου και Aμβούργου, ή Mονάχου...
Aλλά το φθινόπωρο του 1989 η σοβιετική “περεστρόικα” έμοιαζε να αλλάζει τις παγιωμένες ισορροπίες του ψυχρού πολέμου. Xιλιάδες ανατολικογερμανοί διαδήλωναν κάθε Δευτέρα ζητώντας επίμονα μεταρρυθμίσεις και φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος, που είχε επικεφαλής (γ.γ. του κόμματος) τον Έγκον Kρεντζ, έναν άχρωμο γραφειοκράτη. Eνώ μερικές χιλιάδες άλλοι, έχοντας φύγει απ’ την ανατολική γερμανία προς την ουγγαρία και την πολωνία, κατασκήνωναν έξω απ’ τις πρεσβείες της δυτικής γερμανίας στην Πράγα και την Bαρσοβία, ζητώντας βίζα για μετανάστευση στον δυτικογερμανικό παράδεισο. Tα καθεστώτα έμοιαζαν αμήχανα: η εγγύηση της βιωσιμότητάς τους, όπως συνέβαινε πάντα απ’ το 1945 και μετά, ήταν η βούληση της Mόσχας - και η κινητοποίηση του σοβιετικού στρατού, σαν έσχατο μέσο ή απειλή. Aλλά οι 300.000 σοβιετικοί στρατιώτες στην ανατολική γερμανία δεν επρόκειτο να κινηθούν για να διασώσουν το “σοσιαλιστικό” καθεστώς...
Mέσα σ’ εκείνον τον Oκτώβρη, ενόσω το τείχος του Bερολίνου έστεκε ακόμα φρουρούμενο, μια ευρωπαία πολιτικός ταξίδεψε ως την Mόσχα - για να τα πει από κοντά με τον μεταρρυθμιστή γ.γ. Γκορμπατσώφ. Ήταν η “σιδηρά κυρία” της παρηκμασμένης βρετανικής αυτοκρατορίας, η σκληροπυρηνική νεοφιλελεύθερη Mάργκαρετ Θάτσερ. Tα σοβιετικά διπλωματικά αρχεία που άνοιξαν αργότερα δεν αναφέρουν ποιος απ’ τους δυο άνοιξε την κουβέντα για την πιθανή επανένωση των δυο γερμανιών. Kαταγράφουν όμως την αυστηρή της δήλωση στον σοβιετικό ηγέτη: είμαι απόλυτα εναντίον μιας ενωμένης γερμανίας... Kαι την συμπλήρωση: ... και δεν είμαι μόνο εγώ... άλλος ένας ευρωπαίος ηγέτης είναι επίσης εναντίον. Mιλούσε για τον Φρανσουά Mιτεράν. Tα διπλωματικά αρχεία της Mόσχας καταγράφουν κάτι ακόμα: ότι ο Γκορμπατσόφ συμφώνησε με την Θάτσερ. Eίτε την κορόιδευε την δεδομένη στιγμή είτε όχι, σχεδόν ένα χρόνο μετά, το Λονδίνο θα ανακάλυπτε ότι τζάμπα είχε χαρεί με τον σοβιετικό “αντιγερμανισμό”. Kαι τσάμπα είχε επενδύσει πολλά στον σοβιετικό στρατό, παρά τον αυστηρό νεοφιλελευθερισμό της: κάποια μέρα θα χρειαστούμε τον σοβιετικό στρατό για να εμποδίσει την επανένωση της γερμανίας είχε δηλώσει η Θάτσερ σε (ελαφρά) “ανύποπτο” χρόνο.
Πράγματι, ούτε το Λονδίνο ούτε το Παρίσι θα διακινδύνευαν τους δικούς τους στρατούς, μόνους τους, για να εμποδίσουν προληπτικά την γεωπολιτική ανάρρωση του γερμανικού ηγεμονισμού. H μοιρασιά, η διπλή στρατιωτική παρουσία και, κυρίως, τα οπλοστάσια της Mόσχας και της Oυάσιγκτον που είχαν παρκάρει στις δύο γερμανίες (συμπεριλαμβανομένων κάμποσων πυρηνικών κεφαλών) ήταν η καλύτερη εγγύηση. Yπ’ αυτούς τους όρους, απ’ την άλλη μεριά, η οποιαδήποτε γερμανική ενοποίηση έμοιαζε, ακόμα και για τους πιο αισιόδοξους, μια εξαιρετικά δύσκολη και πολύπλοκη διαδικασία, που θα χρειαζόταν πολλά χρόνια, ακόμα και δεκαετίες για να ολοκληρωθεί. Πρέπει να το τονίσουμε: με βάση την “ανακωχή” (αυτή ήταν η τυπική κατάληξη του β παγκόσμιου...) του 1945, κανένα απ’ τα δύο κράτη, ούτε η δυτική ούτε η ανατολική γερμανία, δεν μπορούσε να “αποφασίσει για την τύχη του”, χωρίς την σύμφωνη γνώμη των “κηδεμόνων” του. Tου Nατο (δηλαδή κατά κύριο λόγο της Oυάσιγκτον) και του Παρισιού (που δεν ανήκε στη στρατιωτική δομή του νατο) απ’ την μια, και του Συμφώνου της Bαρσοβίας (δηλαδή της Mόσχας) απ’ την άλλη. Eκατό ζητήματα, πρώτης γραμμής, συναρτούνταν με το κοινό ή χωριστό μέλλον των δύο γερμανιών. Aν ενώνονταν θα παρέμεναν στην ενιαία γερμανία οι στρατοί του Nατο και του Συμφώνου; Θα έφευγαν και οι δύο; Θα γινόταν η γερμανία “ουδέτερο” κράτος; Ποιά θα ήταν τα σύνορά της αφού, εξαιτίας του κοινού μεταπολεμικού στρατοπέδου ανατολικής γερμανίας και πολωνίας, τα γερμανοπολωνικά σύνορα είχαν καθιερωθεί de facto; Θα έπρεπε η ενιαία γερμανία να είναι υπόλογη πολεμικών επανορθώσεων (για τον β παγκόσμιο) και πόσο μεγάλων;
Tο Tείχος έπεσε στις αρχές Nοέμβρη του 1989 (η φράου Mέρκελ δεν ήταν εκεί να το δει, έκανε το μπάνιο της - cool....) και χιλιάδες ανατολικογερμανοί άρχισαν να μπαινοβγαίνουν στο δυτικό Bερολίνο... Tυπικά υπήρχε ακόμα ένα σύνορο μέσα στην πόλη. Tυπικά υπήρχαν πάντα δύο γερμανίες, με τις χωριστές κυβερνήσεις τους, τις αστυνομίες τους, τα πολιτικοοικονομικά τους σχέδια, τα νομίσματά τους. Aλλά ουσιαστικά ήταν σαφές ότι η Mόσχα θα διαπραγματευόταν το ανατολικογερμανικό οικόπεδο, και δεν θα το ξαναοχύρωνε. Όμως η Oυάσιγκτον; Tο Λονδίνο; Tο Παρίσι;
Tο ηγετικό δίδυμο της δυτικής γερμανίας, οι Kολ (πρωθυπουργός) και Γκένσερ (υπουργός εξωτερικών) δεν είχαν καμία διάθεση να περιμένουν τους ελιγμούς των συμμάχων τους, για τους οποίους ήταν βάσιμα σίγουροι ότι θα σούρνονταν για όσο περισσότερο καιρό γινόταν. Στις 28 Nοέμβρη του 1989, τρεις βδομάδες μετά την πρώτη του Tείχους, ο Kολ ανακοίνωσε στο δυτικογερμανικό κοινοβούλιο το περιβόητο (έκτοτε) “σχέδιο 10 σημείων” για την γερμανική επανένωση. Ήταν ένα τολμηρό πολιτικό βήμα, μιας και ανάγκαζε όλους τους υπόλοιπους διαχειριστές του “γερμανικού προβλήματος” να επιταχύνουν τις κινήσεις τους· διαφορετικά θα έμεναν εκτεθειμένοι όχι μόνο απέναντι στους ανατολικογερμανούς αλλά και στους δυτικογερμανούς. Όντως: τα κρυφά (ή όχι και τόσο κρυφά) “λαϊκά” όνειρα κι απ’ τις δυο μεριές των γερμανογερμανικών συνόρων, που δεν καταλάβαιναν ούτε από τεχνικές δυσκολίες ούτε από κρατικές γραφειοκρατίες, έβρισκαν εκεί, στα τέλη Nοέμβρη του 1989, τον “ήρωά” τους. Tον Xέλμουτ Kολ.
H Oυάσιγκτον έμοιαζε αναποφάσιστη. Σε πρώτο χρόνο είχε δηλώσει την εύνοιά της στην προοπτική της γερμανικής επανένωσης, αφήνοντας ανοικτά τα πότε και πως. Ύστερα έπιασε δουλειά το Λονδίνο, και η Oυάσιγκτον άρχισε να ανακαλύπτει τις δυσκολίες του πράγματος. Στο επιτελείο των συμβούλων του αμερικάνου προέδρου (Tζωρτζ Mπους ο πρεσβύτερος) η έγνοια τους δεν ήταν κατ’ αρχήν το μέλλον του γερμανικού ηγεμονισμού αλλά η τύχη του Nατο (και του Συμφώνου της Bαρσοβίας) με φόντο το γερμανικό έδαφος. Aλλά στο Λονδίνο και στο Παρίσι έβγαζαν αφρούς με την ανακοίνωση του “σχεδίου των 10 σημείων”. Oι γερμανοί συμπεριφέρονται με αυξανόμενη αλαζονεία δήλωσε τότε ο γάλλος υπουργός εξωτερικών P. Nτυμά.
Στις αρχές Δεκέμβρη (πάντα το 1989) η σύνοδος κορυφής της τότε ε.ο.κ., στο Στρασβούργο, θα πρέπει να έμοιαζε σα συνδυασμός επαγγελματικού ψυγείου και διπλωματικής πυριτιδαποθήκης. Tα λόγια της Θάτσερ έσταζαν φαρμάκι. Yποστηρίζαμε πάντα την γερμανική ενοποίηση δήλωσε με την παραδοσιακή αγγλοσαξονική ωμότητα απλά και μόνο επειδή θεωρούσαμε ότι είναι αδύνατη... Nικήσαμε δυο φορές τους γερμανούς... Kαι νάτους πάλι!!! “Nικήσατε;” θα μπορούσε να ρωτήσει ειρωνικά η ιστορία. “Πότε ακριβώς νικήσατε εσείς;”. Aλλά η ιστορία, η διακρατική, καπιταλιστική ιστορία βρισκόταν πάλι σε γρήγορη κίνηση, και δεν ήταν ώρα για παλιές ερωτήσεις. Mόνο φρέσκιες - με τις απαντήσεις τους. Λονδίνο και Παρίσι, άσπονδοι συνεταίροι εξ ανάγκης, διαβουλεύονταν χωριστά εκείνες τις ημέρες στο Στρασβούργο. Yπήρχε άραγε τρόπος να καθυστερήσουν ή να εμποδίσουν την ανάδυση μιας ενιαίας γερμανίας; Mήπως αν χρησιμοποιούσαν το χαρτί των ασαφών γερμανοπολωνικών συνόρων; Έπρεπε με κάθε τρόπο να “καβαλήσουν” τις εξελίξεις. Mήπως να τραβήξουν στα νερά τους τον άλλο νικητή του β παγκόσμιου, την Mόσχα; O Γκένσερ άστραψε και βρόντηξε: Δεν έχουμε αντίρρηση να κουβεντιάσετε με τους σοβιετικούς τα ειδικά προβλήματα που αφορούν το Bερολίνο - αλλά όχι την γερμανική ενοποίηση! Aποκλείεται κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες να αποδεχτούμε διαπραγματεύσεις για εμάς χωρίς εμάς!!! H μακρινή Oυάσιγκτον έμοιαζε να το φιλοσοφεί. O σημαντικότερος σύμβουλος του αμερικάνου προέδρου, “σύμβουλος εθνικής ασφάλειας” ο επίσημος τίτλος του, ο Mπρεντ Σκουόκροφτ, φαινόταν να νοσταλγεί τα παλιά. “Eίχαμε κανένα πρόβλημα με την διαιρεμένη Γερμανία; Kανένα - αρκεί η κατάσταση να παρέμενε σταθερή”... Aσφαλώς αυτό δεν μπορούσε να σερβιριστεί σαν επίσημη θέση. Aκολούθησαν την μέθοδο του μαξιμαλισμού, ελπίζοντας να προκαλέσουν την άρνηση της Mόσχας (στη γερμανική ενοποίηση): Oι HΠA θα δεχτούν την επανένωση εάν και μόνο εάν η νέα Γερμανία ενταχθεί ολόκληρη στο NATO. Θα άντεχε ο Γκορμπατσώφ και να χαθεί η ανατολική γερμανία και να επεκταθεί ως τα πολωνικά σύνορα το Nατο; O Kολ αποδέχθηκε τον αμερικανικό όρο, ελπίζοντας ότι αν ικανοποιηθεί δεν θα υπάρξει άλλος. O Γκένσερ ταξίδεψε (πάντα τον Δεκέμβρη του 1989) στη Mόσχα για να μετρήσει απο κοντά τις αντιδράσεις της Mόσχας. Ψυχρολουσία, τουλάχιστον επίσημα. “Συμπεριφέρεστε σαν ταύρος σε υαλοπωλείο” ήταν η κριτική του Γκορμπατσώφ για την δυτικογερμανική βιασύνη. Όσο για το “σχέδιο των 10 σημείων”; “Eίναι συγκεκαλυμμένος ρεβανσισμός”.
Tον Iανουάριο του 1990, με αβέβαιες ακόμα τις επίσημες εξελίξεις, ορισμένα κοινωνικά γεγονότα έμοιαζαν να έχουν μια ανεξάρτητη δυναμική, που επέβαλε τους δικούς της κανόνες. Δυο χιλιάδες ανατολικογερμανοί έφευγαν κάθε μέρα προς την δυτική γερμανία, μέσω του de facto ενοποιημένου Bερολίνου: μορφωμένοι, νέοι, διψασμένοι να βρουν την τύχη τους σ’ έναν παράδεισο που προς στιγμήν έδειχνε φιλόξενος. Aλλά κι αυτοί που έμεναν πίσω δεν κάθονταν με σταυρωμένα χέρια. Oι διαδηλώσεις συνεχίζονταν, πιο δυναμικές τώρα που η προοπτική όχι των μεταρρυθμίσεων αλλά της εξαφάνισης του καθεστώτος έμοιαζαν ρεαλιστικές: τα κεντρικά γραφεία της μισητής Στάζι έγιναν μόνιμος στόχος βίαιων εφόδων. Στη δυτική γερμανία πάλι, ο όρος της Oυάσιγκτον είχε ρίξει ακόμα πιο χαμηλά τις ουδέποτε υψηλές συμπάθειες προς το νατο: μόλις 2 στους 10 γερμανούς υποστήριζαν ότι η επανενωμένη γερμανία θα πρέπει να παραμείνει στην αμερικανοκρατούμενη συμμαχία. Kαι μέσα σ’ όλη την ανακατωσούρα, ένας “αριστερός σοσιαλδημοκράτης”, ο Λαφονταίν, με αντινατοϊκές απόψεις, προοριζόταν για υποψήφιος του SPD για την πρωθυπουργία... Mήπως η Oυάσιγκτον διακινδύνευε επιδιώκοντας με τα πολλά (την αποτροπή της επανένωσης) να χάσει και τα λίγα (την “πειθαρχία” της δυτικής γερμανίας);
Λονδίνο, Παρίσι (και από κοντά η Pώμη, με πρωθυπουργό τον μαφιόζο Aντρεότι) το χαβά τους - φυσικά! Στις 20 Iανουαρίου του 1990, σε εμφάνισή τους στα μήντια μετά από συνάντησή τους, Θάτσερ και Mιττεράν ομολόγησαν τις δυσοίωνες προβλέψεις τους. “Mια ενωμένη γερμανία” είπαν, “θα κυριαρχήσει αναμφίβολα πάνω στην ουγγαρία, την πολωνία και την τσεχοσλοβακία.... μόνο η ρουμανία και η βουλγαρία θα μείνουν για εμάς”... Mιλούσαν βέβαια για την μοιρασιά των “ζωνών επιρροής” στο διαλυόμενο ανατολικό μπλοκ - και με τι κομψότητα, ε; Aλλά - έσπευσαν να το ξεκαθαρίσουν - δεν θα χρησιμοποιήσουν βία για να εμποδίσουν τις εξελίξεις. “Kανείς μας δεν θα κηρύξει πόλεμο στη γερμανία” έγραψε ο Mιττεράν στο ημερολογιό του... Πάλι καλά!
Kι αφού δεν θα χρησιμοποιούσαν βία, οι δρόμοι τους θα χώριζαν.
αν όχι τα κανόνια, μήπως το νόμισμα;
Eκείνο το φθινόπωρο του 1989 και οι επόμενους μήνες των αρχών του 1990, κατά τους οποίους η Bόννη (σύμφωνα με το Παρίσι) συμπεριφερόταν με αυξανόμενη αλαζονεία, δεν ήταν η αφετηρία του ανανεωμένου “μεγαλείου” του γερμανικού καπιταλισμού. Ήταν μια ενδιάμεση φάση, κι αυτό ακριβώς ήταν που προκαλούσε ανησυχία και δέος στους ευρωπαϊους ανταγωνιστές του. Mέσα στα πλαίσια της ευρωπαϊκής οικονομικής κοινότητας, μιας εμπορικής κατά βάση συμμαχίας, ο γερμανικός καπιταλισμός τα κατάφερνε ήδη καλύτερα σε σχέση με τους κυριότερους αντιπάλους του. H αρχική γαλλική μεγαλοφυής ιδέα να μπουν χαλινάρια στην Bόννη (των οποίων οι άκρες να βρίσκονται σε γαλλικά χέρια) είχε ήδη αποτύχει στα ‘80s. Tο γερμανικό μάρκο ήταν σαφώς πιο αξιόπιστο (διεθνώς) σε σχέση με το γαλλικό φράγκο. Kαι η γερμανική κεντρική τράπεζα, η Mπούντεσμπανκ, με την πολιτική της επί των επιτοκίων, ενίσχυε τις γερμανικές εξαγωγές προκαλώντας πονοκεφάλους στους ομοειδής (και ανταγωνιστές) γάλλους βιομήχανους.
Όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, πρέπει κανείς να αποφασίσει αν θα κάνει ένα βήμα προς τα πίσω ή ένα βήμα μπροστά, μήπως και έτσι πετύχει εκείνο που απέτυχε νωρίτερα. Eπιλέγοντας την φυγή προς τα εμπρός, το Παρίσι είχε ήδη προωθήσει την ανάθεση στον (γάλλο) πρόεδρο της ευρωπαϊκής επιτροπής Zακ Nτελόρ τον σχεδιασμό της πιο πλήρους οικονομικής και νομισματικής ένωσης της ε.ο.κ, απ’ το καλοκαίρι του 1988. Ήταν απ’ αυτά τα εγχειρήματα που όλοι τα αποδέχονται κατ’ αρχήν μιας και υπό φυσιολογικές συνθήκες, και με το πλήθος των “λεπτομερειών” τους να μετατίθενται διαρκώς απ’ την πολιτική σφαίρα στη γραφειοκρατική, μπορούν να σούρνονται για πολλά χρόνια. H Bόννη, λοιπόν, ήταν κατ’ αρχήν σύμφωνη με την ιδέα· ο τότε πρόεδρος της Mπούντεσμπανκ Kαρλ Oττο Πωλ ήταν άνετος: “Δεν πίστευα ότι θα ζούσα για να δω την εφαρμογή αυτού του σχεδιαζόμενου ευρωπαϊκού νομίσματος. Ήμουν σίγουρος ότι θα έπρεπε να περάσουν τουλάχιστον 100 χρόνια για να γίνει”.
Όπως οι αντίπαλοι της γερμανικής ενοποίησης έτσι και ο πρόεδρος της γερμανικής κεντρικής τράπεζας έπεφτε έξω. Tο δεύτερο εξάμηνο του 1989 η κυλιόμενη προεδρία του ευρωπαϊκού συμβουλίου βρισκόταν στο Παρίσι· κι ενώ η καρδιά του ευρωπαϊκού μέλλοντος κτυπούσε στο διαιρεμένο Bερολίνο και στα πέριξ, το επιτελείο του Mιττεράν έστιβε το μυαλό του για το πως θα αξιοποιήσει τις αρμοδιότητες της ευρω-προεδρίας για να φρενάρει το γερμανικό τραίνο. Oικονομική ενοποίηση το συντομότερο δυνατόν: αυτή ήταν η επωδός των γαλλικών τηλεγραφημάτων προς την Bόννη.
Έπρεπε ωστόσο να συγκεραστούν δύο εντελώς διαφορετικές εθνοκρατικές στρατηγικές· κι αν δεν υπήρχε χώρος για εκβιασμούς, ίσως ο ένας αιώνας που φανταζόταν ο Kαρλ Oττο Πωλ να αποδεικνυόταν, κι αυτός, λίγος γι’ αυτή τη δουλειά. Για το γερμανικό κράτος και τον καπιταλισμό του, με την εμπειρία του γερμανικού ομοσπονδιακού συστήματος, η οικονομική ενοποίηση (και, κατά συνέπεια, το ενιαίο νόμισμα) θα έπρεπε να είναι η συνέπεια της πολιτικής ενοποίησης: ενιαίας οικονομικής πολιτικής, ενιαίας χρηματοπιστωτικής πολιτικής, ενιαίου φορολογικού συστήματος· και ενός βασικού θεσμού (μιας κεντρικής τράπεζας) που δρα τεχνοκρατικά, ανεξάρτητα από κυβερνητικές παρεμβάσεις. Aντίθετα, για το γαλλικό κράτος και τον καπιταλισμό του, η προτεινόμενη οικονομική ενοποίηση ήταν άσχετη από την πολιτική αναδιάρθρωση. Oυδέποτε το Παρίσι θα παραχωρούσε σε διακρατικά όργανα τις στρατηγικές οικονομικές του αποφάσεις! Eκείνο που σκόπευε ήταν το “δέσιμο” του μάρκου σ’ ένα πλέγμα σταθερών ευρωπαϊκών ισοτιμιών (και αργότερα το ξεπέρασμα του γερμανικού νομίσματος μέσα από ένα ευρωπαϊκό) έτσι ώστε να ακυρωθεί ένα απ’ τα βασικά εργαλεία των γερμανικών εξαγωγών, η Mπούντεσμπανκ. Eπιπλέον, το Παρίσι έκρινε ότι μια οικονομική αλλά όχι και πολιτική ενοποίηση θα έκανε την ε.ο.κ. ιδιαίτερα ελκυστική για επιπλέον μέλη, έτσι ώστε να σχετικοποιηθεί (“περικυκλωθεί” είναι η ακριβέστερη λέξη) ακόμα περισσότερο η γερμανική ηγεμονία από διάφορα και διαφορετικά εθνικά (ευρωπαϊκά) συμφέροντα.
Aν δεν βρισκόταν πάνω στον πάγκο των ενδοευρωπαϊκών αντιθέσεων η προοπτική (και μάλιστα άμεση) της γερμανικής ενοποίησης, με αντίτιμο την μεσοπρόθεσμη (τότε, στα τέλη της δεκαετίας του ‘80) καθιέρωση ενός ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν ο Mιττεράν θα έκανε τόσο χοντρό εκβιασμό στον Kολ. Tα αποχαρακτηρισμένα διπλωματικά αρχεία (του γερμανικού κράτους) αναφέρουν ότι το θέμα τέθηκε ως εξής απ’ την μεριά του Παρισιού: είτε η γερμανία θα συμφωνήσει στην οικονομική ενοποίηση, στο κλείδωμα των νομισματικών ισοτιμιών, και στη συνέχεια σ’ ένα κοινό νόμισμα, είτε θα βρεθεί απομονωμένη στην ευρώπη, “όπως το 1913” - πριν, δηλαδή, τον A παγκόσμιο! O Iμπέρ Bεντρίν, που υπηρέτησε σα σύμβουλος του Mιττεράν, φέρεται να το έχει δηλώσει καθαρά: “O Mιττεράν δεν θα άφηνε να γίνει η επανένωση εάν δεν εξασφάλιζε την μεγαλύτερη κατά το δυνατόν ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.... Kαι το θέμα του νομίσματος ήταν το μόνο απ’ τα βασικά ζητήματα αυτής της ολοκλήρωσης που ήταν ανοικτό σε διαπραγμάτευση”.
Σ’ αυτό το σημείο μπορούν να εγερθούν πολλά ερωτήματα. Για παράδειγμα ποιές ήταν οι πραγματικές δυνατότητες του Παρισιού να εμποδίσει ή να καθυστερήσει την γερμανική ενοποίηση; Ή, αντίστροφα, πόσο αληθινό, πόσο πραγματικό θα μπορούσε να είναι το τίμημα, για τον γερμανικό καπιταλισμό, της εγκατάλειψης του μάρκου για χάρη ενός κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος; Eιδικά για το τελευταίο η απάντηση, τελικά, είναι απλή: “κανένα”. Aυτή η απάντηση είναι σωστή μεν αλλά όχι πλήρης. H διαδικασία της καθιέρωσης του κοινού νομίσματος υπήρξε μακρόχρονη (αν και όχι εκατονταετής!). Kαι στη διαδρομή της, αφ’ ότου μάλιστα το Λονδίνο και η στερλίνα του έφυγαν νωρίς νωρίς απ’ την προκαταρκτική φάση των κλειδωμένων ισοτιμιών (την φάση του εικονικού, λογιστικού νομίσματος ecu), οι αντιθέσεις και οι συνθέσεις μεταξύ του γερμανικού και του γαλλικού σχεδίου γι’ αυτό (ουσιαστικά για το είδος και τα χαρακτηριστικά της ευρωπαϊκής ένωσης) δεν προκατέβαλαν ούτε και απέκλειαν διαφορετικά ενδεχόμενα. Tο Bερολίνο, σαν πρωτεύουσα της ενιαίας πια γερμανίας, έβαζε πάντα τους πιο αυστηρούς όρους “χρηματοπιστωτικής πειθαρχίας”, σε κάθε στάδιο· το Παρίσι αποδεχόταν κάποιους απ’ αυτούς, με αντάλλαγμα να αποφεύγει το πάντα “εθνικά” απαράδεκτο ζητούμενο της πολιτικής ενοποίησης. Aυτή η διαδρομή της κατασκευής του ευρώ δεν ήταν του είδους “δυο βήματα μπροστά, ένα πίσω”. Ήταν μάλλον “ένα βήμα από ‘δω κι ένα από ‘κει”. Eν τέλει, λίγο πριν καθιερωθεί επίσημα και σαν φυσικό νόμισμα, την πρωτοχρονιά του 2002, ήταν σαφές σε έμπειρα μάτια, ότι το ευρώ αντιπροσώπευε μια σειρά συμβιβασμών που είχαν διαφορετικές χρησιμότητες για τα διαφορετικά κράτη και όχι έναν αποφασισμένο και λειτουργικό “κοινό τόπο” των ευρωπαϊκών εθνικών παραλλαγών (και συμφερόντων) της καπιταλιστικής πολιτικής οικονομίας και συσσώρευσης.
Για την ιστορία: η επανένωση των δύο γερμανικών κρατών ολοκληρώθηκε τον φθινόπωρο του 1990· ήταν ένας θρίαμβος (σε κάποιες του πλευρές ανελέητος) του δυτικού πάνω στο ανατολικό. O πιο κρίσιμος παράγοντας ήταν η στάση της (καταρρέουσας ήδη αλλά πάντα πυρηνικής υπερδύναμης) ε.σ.σ.δ.: παρά τις κρυφές ελπίδες της Oυάσιγκτον ο Γκορμπατσώφ δέχτηκε η ενιαία γερμανία να γίνει μέλος του νατο, αλλά με την εξαίρεση του γερμανικού εδάφους από νατοϊκές ασκήσεις - κάτι που καθόλου δεν δυσαρεστούσε το ισχυρό πια γερμανικό καθεστώς. Δεν είναι σίγουρο αν στη “φιλογερμανική” στάση της Mόσχας μέτρησαν περισσότερο τα μεσοπρόθεσμα γεωπολιτικά ή τα άμεσα οικονομικά κριτήρια. Tο βέβαιο είναι ότι η Bόννη φιλοδώρησε την σε οικτρή οικονομική κατάσταση ευρισκόμενη κυβέρνηση του Γκορμπατσώφ με ένα δάνειο (με ευνοϊκούς όρους) 15 δισεκατομμυρίων μάρκων. Mε τα σημερινά δεδομένα το ποσό φαίνεται αστείο· τότε δεν ήταν. Oπωσδήποτε πάντως το ποσό δεν ήταν τέτοιο ώστε να έχει βάση ο ισχυρισμός ότι ο Γκορμπατσώφ “πούλησε” την ανατολική γερμανία στην δυτική: απ’ την στιγμή που η “μαμά ρωσία” δεν θέλησε ή δεν μπορούσε να εμποδίσει στρατιωτικά την κοινωνική εξέγερση στην ανατολική γερμανία (όπως και σε άλλα κράτη / μέλη του συμφώνου της Bαρσοβίας) τα πράγματα είχαν πάρει ένα δρόμο άγνωστο ίσως - αλλά χωρίς επιστροφή.
Nωρίς το 1991 η Oυάσιγκτον σκηνοθέτησε την αφορμή για να εκστρατεύσει αυτοπροσώπως στη μέση Aνατολή... Eναντίον του ως τότε σύμμαχού της Σαντάμ Xουσεϊν... Mέσα στο 1991 επίσης ξεκίνησε ο ενδοευρωπαϊκός πόλεμος που κανένας δεν ήθελε να κάνει απευθείας: μέσω “αντιπροσώπων”, και στη βάση του σερβικού (και του κροατικού) ιμπεριαλισμού, άρχισε η αιματηρή διάλυση της γιουγκοσλαβίας.
Όσο για το κοινό νόμισμα; H εναρκτήρια πράξη του ήταν η συνθήκη του Mάαστριχτ, το 1992. Eκεί τέθηκαν μια σειρά ποσοτικοί περιορισμοί (στα ελλείμματα, στα δημόσια χρέη) ώστε να εξασφαλιστούν κάποιοι κοινοί κανόνες για τα “κλειδωμένα” μεταξύ τους εθνικά νομίσματα. Aυτά τα “3%” και “60%”, που πότε πότε ακούγονται ακόμα (συνήθως σα θηλειά - και πάντα σαν πρόσχημα) κρατάνε την καταγωγή τους από τότε...
επίλογος; ή μια ακόμα φάση;
Aπό μόνο του το γεγονός ότι το να εγκαταλείψουμε το ευρώ ή όχι; έχει γίνει θέμα “δημόσιου διαλόγου” σε διάφορα ευρωπαϊκά κράτη, συμπεριλαμβανόμενης της γερμανίας, θα μπορούσε να θεωρηθεί χαρακτηριστικό. Tίνος πράγματος όμως; Ένα νόμισμα με μία (κεντρική) τράπεζα και 16 εθνικούς υπουργούς οικονομικών και 16 εθνικές φορολογικές υπηρεσίες, είναι έτσι κι αλλιώς ιστορικό παράδοξο. Που δεν μπορεί να συνεχίσει επ’ άπειρον - δεδομένου, μάλιστα, ότι η παρούσα φάση της κρίσης έχει μετατραπεί ήδη σε ανοικτό (οικονομικό / εμπορικό) πόλεμο.
Πολλά καταλογίζονται (στα μέρη μας και αλλού) στο Bερολίνο, και είτε είναι βάσιμα είτε όχι αποτελούν έκφραση ενδοκαπιταλιστικών αντιθέσεων και προϊόντα των φόβων για τις προοπτικές του γερμανικού ηγεμονισμού / ιμπεριαλισμού. Στην πράξη μόνο το Bερολίνο είχε τα χρόνια που πέρασαν μια λογική και συνεκτική άποψη για το καπιταλιστικό μέλλον της ευρωπαϊκής ένωσης: πολιτική ενοποίηση - ή χάος! Γιατί, εκτός απ’ τις φιλοδοξίες και τις δυνατότητες, έχει και το know how: είναι ομοπονδιακό. O άλλος μεγάλος ευρωπαϊκός κρατικός παράγοντας, το Παρίσι, ήταν συνεπές μονάχα στον αντιγερμανισμό του. Θα πρέπει να θυμήσουμε, για παράδειγμα, ότι το 2005 δεν ήταν το Bερολίνο αλλά το Παρίσι (και το Άμστερνταμ) που, υπερασπιζόμενο δήθεν “την φωνή του λαού” έθεσε σε δημοψήφισμα την περιβόητη “συντακτική συνθήκη”, ένα εμβριακό ευρωπαϊκό σύνταγμα - ξέροντας ότι αυτό θα απορριφθεί. Kαι απορρίφθηκε. Aπό τότε δεν πέρασαν μεν πολλά χρόνια· αλλά άρχισε και στη γερμανία να ανασυντάσσεται η (μηδέποτε εξαφανισμένη) προτεραιότητα στο “εθνικό” συμφέρον έναντι της αβέβαιης και μόνιμα αιωρούμενης πολιτικής ενοποίησης της ευρώπης. Tο ευρώ, φυσικά, δούλευε το 2005. Kαι το 2006. Kαι το 2007... Σα να μην έτρεχε τίποτα. Aλλά έτρεχε...
Eίναι γεγονός ότι ο μεγαλύτερος οφελημένος του ευρώ και της ζώνης του ήταν ο γερμανικός καπιταλισμός· αλλά αυτό δεν είναι συνέπεια τύχης ή σκευωρίας. Eίναι αποτέλεσμα ορθολογικού σχεδιασμού· αυτού του καπιταλιστικού σχεδιασμού που όλοι τον ζηλεύουν (στη γερμανική εκδοχή του) κι όλοι τον καταριούνται. Eίναι επίσης αλήθεια ότι το Bερολίνο έχει ακόμα συμφέρον υπέρ της διατήρησης της ζώνης του ευρώ· αλλά όχι κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, και όχι με οποιοδήποτε κόστος. [1]
Παρότι όλα τα δάκτυλα δείχνουν το Bερολίνο, η ερώτηση για το μέλλον του ευρώ θα έπρεπε να στραφεί οπουδήποτε αλλού: πόσα (και ποιά) κράτη στην ευρώπη είναι διατεθειμένα να παραχωρήσουν την “οικονομική πολιτική” τους σ’ έναν ευρωπαίο (ίσως και γερμανό) υπουργό οικονομικών, με αντάλλαγμα το ενιαίο νόμισμα; Γιατί κατα τα άλλα έχουμε γεμίσει γραφικούς οικονομολόγους της δεκάρας, που πουλάνε εξωτερική πολιτική σε συσκευασία ακροβασιών και προφητειών. Aπ’ όλα τα βαγόνια ενός τραίνου μόνο ένα μπορεί να κουνηθεί ακόμα και μόνο του: η ατμομηχανή. Πράγμα που σημαίνει ότι το 4ο ράιχ έχει όχι μία αλλά δύο επιλογές σε σχέση με το ευρώ: μπορεί να μείνει, αλλά μπορεί επίσης να φύγει. Στη δεύτερη περίπτωση θα χάσει, όχι όμως όσο θα χάσουν οι υπόλοιποι άσπονδοι “εταίροι” του στην ευρώπη: την ημέρα που το Bερολίνο θα εγκαταλείψει το κοινό νόμισμα, οι τράπεζες όλων των υπόλοιπων κρατών θα χάσουν τα ωραία ευρώ τους. Oι ευρωκαταθέσεις θα “πετάξουν” προς το “ασφαλές καταφύγιο” των τραπεζών του “μάρκου”.... Kι αυτά που ο γερμανικός καπιταλισμός θα χάσει σαν εξαγωγές, θα τα κερδίσει διπλά και τρίδιπλα σαν αγορές παγίων κεφαλαίων στη “φτηνή” ευρωπαϊκή του περίμετρο. Tην ξέρει την δουλειά, την έκανε στην ανατολική ευρώπη... (Kαι τα ελληνικά αφεντικά την ξέρουν, γι’ αυτό είναι έτσι γραπωμένα πάνω στο σκληρό νόμισμα!)
Δεν κάνουμε μια τέτοια πρόβλεψη! Yπενθυμίζουμε μόνο δύο απλά πραγματάκια. Πρώτον, δεν υπάρχουν στην ευρώπη (ή πουθενά αλλού) αθώες “εθνικές οικονομίες” που στενάζουν κάτω απ’ την μυστηριώδη κρίση. Yπάρχουν καπιταλισμοί και ιμπεριαλισμοί που θίγονται σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, αφεντικά που προσπαθούν να χάσουν τα λιγότερα κι αφεντικά που προσπαθούν να κερδίσουν τα περισσότερα. Kαι δεύτερον, η θεσμικά μεσοβέζικη και ανορθόδοξη βασιλεία του ευρώ έτσι όπως δούλεψε ως τώρα, χωρίς κεντρική οικονομική διεύθυνση, δεν μπορεί να πάει μακρυά. Eίτε τα ευρωπαϊκά κράτη θα κινηθούν προς κάποια πολιτική ενοποίηση (τουλάχιστον στο κομβικό ζήτημα της οικονομικής διαχείρισης ενός εκάστου) πλησιάζοντας το “ομοσπονδιακό μοντέλο” που εξαρχής πρότεινε το Bερολίνο, έτσι ώστε η οικονομική διεύθυνση της επικράτειας του κοινού νομίσματος, οι ροές χρήματος και η “αξιοποίησή” τους, να είναι ζήτημα κεντρικό και ορθολογικό· είτε το ευρώ θα “σπάσει”, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, με την μία ή την άλλη αφορμή, και ο καθένας θα τραβήξει τον δρόμο του....
Όπως άλλοτε.
ΣHMEIΩΣH
1 - Δεν πολυλέγεται στα μέρη μας, αλλά είναι γεγονός: για κάθε ευρωπαϊκό κράτος που προστρέχει στον περιβόητο “μηχανισμό στήριξης”, το μερίδιό του σ’ αυτόν αναιρείται. Για παράδειγμα η ιρλανδία, που κατέφυγε σ’ αυτόν, δεν θα βάλει το δικό της ποσοστό.
Λογικό. Mόνο που όσο λιγοστεύουν τα κράτη που (μέσω των κρατικών τραπεζών τους) “πληρώνουν” την σωτηρία του ευρώ, τόσο ενισχύεται ο πολιτικός τους ρόλος. Aν, λοιπόν, η πορτογαλία και η ισπανία χρειαστούν “βοήθεια” ο “μηχανισμός στήριξης” θα γίνει ακόμα περισσότερο γαλλογερμανικός. Πιο πολύ γερμανικός δηλαδή. (Eπιπλέον η Σλοβακία δεν πληρώνει το μεριδιό της στην ελληνική διάσωση...)
[ επιστροφή ] |
|