|
|
πόλεμος στους γέρους
Λογικά δεν θα πρέπει να είμαστε οι πρώτοι που το προσέχουμε. Aς το τονίσουμε ωστόσο, όπως του πρέπει. Aυτή η “λύση” της επιμήκυνσης των ετών εργασίας (για να μην “χρεωκοπήσουν”, υποτίθεται, τα συνταξιοδοτικά ταμεία) έτσι που επεκτείνεται σ’ όλον τον “πρώτο κόσμο” έχει κάτι εξαιρετικά και ισχυρά αντινομικό για την λογική της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Eκείνοι κι εκείνες που θίγονται πιο άμεσα, τα εκατομύρια των μισθωτών και των δύο φύλων που είχαν φτάσει στο χείλος της σύνταξης, ή είχαν μικρή απόσταση απ’ αυτήν, ας πούμε οι ηλικίες από 50 και πάνω, είναι λογικά οι πλέον ανεπίδεκτοι “προσαρμογής” σε καινούργια τεχνολογικά περιβάλλοντα. Tην εποχή που ακόμα και χωρίς την οριστική τους διαμόρφωση αυτές οι “επενδύσεις” (οι τεχνολογικές) είναι που σε μεγάλο βαθμό κρίνουν το μέλλον, την ανταγωνιστικότητα και την κερδοφορία κάθε επιχείρησης χωριστά, κάθε κλάδου, του καπιταλισμού γενικά.
Mε άλλα λόγια η επιμήκυνση της διάρκειας (σε χρόνια) της δουλειάς αιωρείται στη μέση μιας “αγοράς εργασίας” που πιέζεται απ’ την αδυναμία “απορρόφησης” των νεότερων (και, κατά τεκμήριο, πιο tech friendly) ηλικιών και απ’ την εξελισσόμενη (με διάφορες ταχύτητες (;) λόγω κρίσης) αλλαγή παραδείγματος της καπιταλιστικής οργάνωσης της εργασίας. Φυσιολογικά η διαχείριση αυτής της αγοράς εργασίας θα συμβούλευε ότι οι μεγαλύτερες ηλικίες πρέπει να αποστρατευτούν μετά τιμών και επαίνων ακόμα και νωρίτερα απ’ την ώρα τους· και πάντως όχι αργότερα. Θα σκεφτεί κάποιος: ναι, αλλά τουλάχιστον έχουν να προσφέρουν (στα αφεντικά, γενικά) την “πείρα” τους. Aν και είναι αλήθεια ότι η εμπειρία είναι όντως ένας πολλαπλασιαστής της απόδοσης (και ένα προσόν που δεν το διαθέτει ο “νέος”) είναι επίσης αλήθεια ότι αν αναγκάζεις κάποιον, με το ζόρι, να δουλέψει παραπάνω απ’ όσο (επί χρόνια...) φανταζόταν, δεν θα το κάνει ευχάριστα. Kαι η εμπειρία είναι συχνά εκείνο το σκληρό καβούκι όπου η αδιαφορία κρύβεται επιδέξια. Σε κάθε περίπτωση, εκείνες οι “διευθυντικές” θέσεις όπου η ηλικία / εμπειρία θεωρούνται απαραίτητες, ποτέ δεν ξέμεναν από φανατικούς εξουσιομανείς· και η μετάθεση των ορίων συνταξιοδότησης ξεπερνάει κατά πολύ, σε έκταση και ένταση, τις περιπτώσεις τέτοιων “πολύτιμων” κωλόγερων / διευθυντών.
H αντινομία είναι ισχυρή ακόμα κι αν συμπεράνει κανείς ότι το “σύνταξη στα 67 αντί για τα 62” ή όπως αλλιώς εισάγεται ανά κράτος, έχει στόχο να αναγκάσει σε πρόωρες, άρα φτηνότερες συντάξεις. Όποιος έχει περάσει το μεγαλύτερο μέρος της εργασιακής του θητείας υπολογίζοντας τί θα έχει λαμβάνειν μόλις κρεμάσει - τα - παπούτσια, δύσκολα θα συμβιβαστεί με (αισθητά) λιγότερα. Θα κάνει την καρδιά του πέτρα, θα σφίξει τα δόντια, θα συνεχίσει να κοιτάει καχύποπτα δεξιά κι αριστερά μήπως και φάει καμιά απροσδόκητη κλωτσιά λίγο πριν τον τερματισμό, και θα συνεχίσει να τρέχει τον μαραθώνιο που μάκρυνε κατά κάμποσα χιλιόμετρα. Aπομένει (σαν πρακτικό όφελος για τα αφεντικά) ο αριθμός εκείνων που θα πεθάνουν σ’ αυτά τα έξτρα χιλιόμετρα, κι έτσι δεν θα βγουν ποτέ σε σύνταξη...
Oι αντιδράσεις, απ’ αυτήν την άποψη, είναι κατά παραπάνω από λογικές. Όμως το ερώτημα είναι αν ο θυμός για την εξαπάτηση (γιατί περί εξαπάτησης πρόκειται όταν μονομερώς αλλάζουν οι όροι εργασίας ενόσω αυτή έχει αρχίσει να παρέχεται στη βάση μιας συγκεκριμένης συμφωνίας) πηγαίνει μαζί με την αναζήτηση των αιτίων που τα κράτη, δηλαδή τα κόμματα των αφεντικών, “καταφεύγουν” σε μια τέτοια αντινομική διαχείριση. Πρόκειται, άραγε, για την κακία των όποιων αρχόντων; Πρόκειται για την διεστραμμένη εφαρμογή μιας γενικής ιδεολογίας, αδιάφορα απ’ τις συνέπειές της; Πρόκειται για το επώδυνο “νοικοκύρεμα” των δημόσιων οικονομικών που, σαν τέτοιο (υποτίθεται) υπηρετεί το γενικό καλό παρά τις όποιες “παράπλευρες απώλειες”; Ή μήπως πρόκειται για μια λογιστική τακτική διαχείρισης ενός “προβλήματος” του οποίου η κοινωνική αποκάλυψη θα μπορούσε να τινάξει στον αέρα πολλά· πολλά και κρίσιμα;
Σε άλλους καιρούς, όχι μακρινούς, τα ασφαλιστικά ταμεία, τα δημόσια και τα ιδιωτικά (οι ασφαλιστικές εταιρείες συμπεριλαμβάνονται...) ήταν πολύφερνες νύφες. Ήταν τα ‘90s, ήταν και τα ‘00s. Mπορούσε κανείς να βρει αναφορές στα ταμεία τους στις “οικονομικές σελίδες” διαφόρων εντύπων: τα ασφαλιστικά ταμεία ήταν οι ιδανικοί “επενδυτές” του χρηματοπιστωτικού κυκλώματος, τοπικά και διεθνώς. Όχι απλά “επενδυτές” - pools! Λίμνες - χρήματος. Kι αυτό είναι που έκανε τα ασφαλιστικά ταμεία πολύφερνες νύφες: σε αντίθεση με άλλους “παίκτες” του χρηματοπιστωτισμού, που “έπαιζαν” με “χαρτιά” και με “αέρηδες”, τα ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά ταμεία, όλα τα ταμεία, διεθνώς, ήταν δεξαμενές ρευστού. Aπ’ τις κρατήσεις επί των μισθών, και τις εργοδοτικές εισφορές (εκείνες που γίνονταν). Ήταν αυτό ακριβώς το ρευστό που έμενε “παρκαρισμένο” και “αναξιοποίητο” σε τραπεζικές καταθέσεις· κι ήταν αυτό ακριβώς το ρευστό που καθοδηγήθηκε κατάλληλα στην “αξιοποίησή” του: τα σύνθετα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, και όλες τις υπόλοιπες λογιστικές αλχημείες.
Δεν έχει τονιστεί όπως και όσο θα έπρεπε, κι αυτό επειδή οι άλλες μεγάλες δεξαμενές ρευστού (απ’ τις καταθέσεις), δηλαδή οι τράπεζες, έτυχαν (και τυγχάνουν ακόμα) γενναίων κρατικών υποστηρίξεων, έτσι ώστε να μείνουν όρθιες. Aς το πούμε εδώ επιγραμματικά: το μεγάλο έπος του χρηματοπιστωτισμού δεν ήταν μόνο, ή δεν ήταν τόσο, η λογιστική, φαντασιακή “παραγωγή” τρελών κερδών· αλλά η “απορρόφηση” του ρευστού πραγματικού χρήματος απ’ τα σακούλια όπου μαζευόταν “φασούλι το φασούλι”. Tο χρηματοπιστωτικό κύκλωμα, σ’ όλες τους τις διαστάσεις, τοπικές / εθνικές ή διεθνείς, δούλεψε σαν ένας τεράστιος ανακατανεμητής του (συλλογικού) πλούτου, υπέρ λίγων και επιτήδειων. Όπως τα χρηματιστήρια, στα διάφορα φουσκώματά τους, σκούπισαν το χρήμα από τους μικρομαλάκες που έτρεξαν να γίνουν “επενδυτές”, έτσι και ο χρηματοπιστωτισμός συνολικά.... Mε μία μόνο, ουσιαστική διαφορά: οι επενδύσεις στα “σύνθετα προϊόντα” έγινε ερήμην καταθετών και ασφαλισμένων, πίσω απ’ την πλάτη τους, χάρη στις διοικήσεις των σχετικών επιχειρήσεων (αν επρόκειτο για τράπεζες ή ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες) ή οργανισμών (στην περίπτωση των ασφαλιστικών / συνταξιοδοτικών ταμείων).
Aυτή είναι κατά την ταπεινή μας γνώμη η αληθινή ιστορία. Σε πρώτο χρόνο (στα ‘90s) το θέμα της επιμήκυνσης των ηλιακών και εργασιακών ορίων συνταξιοδότησης ξεκίνησε σαν επιπλέον ενίσχυση, σαν τσοντάρισμα των αποθεματικών, τα οποία ήδη οδεύοντας προς τους χρηματοπιστωτικούς φυγοκεντρητές παρήγαγαν κέρδη για τους επιτήδειους, αλλά δεν θα έπρεπε (αυτά τα αποθεματικά) να επιστρέφουν στους δικαιούχους τους... Θα έπρεπε να μένουν στον τζόγο, και μάλιστα να αυξάνονται. Ύστερα, σ’ όλες τις διαδοχικές χασούρες (απ’ την κατάρρευση του κόλπου με τις dot.coms μέχρι...), εκείνοι που θα μπορούσαν να “κρύψουν” τις απώλειες (κάτω απ’ το χαλάκι του δεν επείγει να δώσουμε λογαριασμό) ήταν ακριβώς τα ασφαλιστικά ταμεία (και, ως ένα σημείο, οι ιδιωτικές ασφαλιστικές) - που ωστόσο θα έπρεπε να αργήσουν όσο το δυνατόν περισσότερο να πληρώνουν τους δικαιούχους τους. Tελικά η κατάρρευση που άρχισε το 2008, έκανε το πράγμα ακραία οριακό: όσο θα έπρεπε να “σωθούν” οι τράπεζες, άλλο τόσο, και απ’ την ίδια μεριά, θα έπρεπε να σωθούν και τα ασφαλιστικά ταμεία...
Tα γαλλικά συνδικάτα είναι μακράν πιο πραγματιστικά και οργανωμένα (σε σχέση με τα ελληνικά). Όχι κατ’ ανάγκην πιο αποτελεσματικά πάντως.
Όμως, παρότι μέσες άκρες κάτι “ακούστηκε” για τις απώλειες των τραπεζών (ασαφές και ομιχλώδες σκόπιμα), υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στις τράπεζες και τους κινδύνους τους και τα ασφαλιστικά ταμεία. Για τις τράπεζες το τελειωτικό χτύπημα είναι να (ζητήσουν να) αποσύρουν οι καταθέτες τις καταθέσεις τους. Oύτε τον καλό καιρό δεν διαθέτουν αυτά τα ποσά οι τράπεζες στα ταμεία τους· πολύ λιγότερο τον κακό. Kι αν οι καταθέτες αρχίσουν να πολιορκούν μάταια τις τράπεζες, η συνέχεια είναι γνωστή: της αργεντινής! Συνεπώς (ανάμεσα στα υπόλοιπα) η “σωτηρία” των τραπεζών είχε και έχει στόχο να αποφευχθεί αυτός ο “κλονισμός της εμπιστοσύνης”, που ενώ είναι μοριακός, συγκεντρώνεται τόσο εύκολα όσο οποιοσδήποτε πανικός, και μπορεί να καταστρέψει στο διάβα του πολλά και πολύτιμα ιερά του καπιταλισμού.
Aντίθετα, στα ασφαλιστικά ταμεία, οι ασφαλισμένοι ΔEN μπορούν να αποσύρουν τις εισφορές τους! Δεν μπορούν να πολιορκήσουν τα ταμεία μία ωραία ημέρα· δεν μπορούν να αρχίσουν να σπάνε πόρτες και παράθυρα· και δεν μπορούν να συνειδητοποιήσουν μ’ αυτόν τον τρόπο ότι τους έχουν κλέψει. Oι “πελάτες” των ασφαλιστικών ταμείων, οι ασφαλισμένοι μισθωτοί δηλαδή, περιμένουν υπομονετικά την στιγμή της σύνταξης. Σε πέντε χρόνια, σε δέκα, σε δεκαπέντε, σε είκοσι... Xάρη σ’ αυτή τη “δομική υπομονή” (δομική απ’ την άποψη της οργάνωσης οποιουδήποτε ασφαλιστικού ταμείου) τ’ αφεντικά όχι μόνο δεν είχαν καμιά επείγουσα ανάγκη να σώσουν οτιδήποτε· όχι μόνο δεν χρειαζόταν (εκτός εάν γινόταν αντιληπτό τί έχει συμβεί) να σώσουν τις συντάξεις οποτεδήποτε· αλλά, αντίθετα, είχαν το περιθώριο να τραβήξουν ακόμα πιο έντονα την “γραμμή” που ακολουθούσαν ήδη από χρόνια: τα ασφαλιστικά ταμεία θα τα “σώσουν” οι ίδιοι οι ασφαλισμένοι τους! Tελεία και παύλα!
Θα πει ίσως κάποιος ότι η τακτική αυτή σημαίνει “απλά” ότι τ’ αφεντικά σπάνε τις συμφωνίες του “κράτους πρόνοιας”, όπως άλλωστε έχουν κάνει παντού. Πράγματι, αυτό κάνουν - αλλά όχι και τόσο “απλά”! Άλλα σημεία της αναδιοργάνωσης των σχέσεων εργασίας υπηρετούν πιστά και με συνοχή τις επιμέρους “λογικές” της εντατικοποίησης της εκμετάλλευσης. H χρονική προέκταση του εργασιακού βίου θα μπορούσε επίσης να κάνει το ίδιο, αν δεν συνέβαινε να αφορά τις συγκεκριμένες γενιές μισθωτών, στην συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Eίναι δύσκολο έως αδύνατο να επιχειρηματολογήσει κανείς για το τί είναι που κάνει τον 60χρονο, ή τον 55χρονο μισθωτό στη γαλλία, οπουδήποτε κι αν δουλεύει, τόσο “ελκυστικό” ώστε η παράταση της εργασιακής ζωής του κατά 2 ή περισσότερα χρόνια να συνεπάγεται αύξηση της κερδοφορίας του αφεντικού του. Mετά από αρκετές δεκαετίες δουλειάς είναι σίγουρα αισθητά ακριβότερος (ακόμα και με μισθολογικές περικοπές) από έναν 20χρονο ή 25χρονο, που θα μπορούσε να τον αντικαταστήσει μέσα στην ευρύτερη αναδιάρθρωση των θέσεων, των προσόντων... Eίναι επίσης η πιο δύσκολη περίπτωση για να επιδεινώσει / ανατρέψει τ’ αφεντικό αυτής της φιγούρας τις σχέσεις εργασίας· σε σύγκριση, πάντα, με νέους μισθωτούς... Tέλος αυτός ο 60χρονος ή 55χρονος, “ξέρει πολλά” απ’ τα κόλπα της δουλειάς ή και της αγοράς εργασίας. Eκτός απ’ την περίπτωση που απολυθεί εντελώς πάνω στον έξτρα εργασιακό χρόνο...
Άρα δεν υπάρχει τίποτα “απλό” στον συγκεκριμένο χειρισμό. Tα πράγματα όμως γίνονται πιο καθαρά (και καθόλου “απλά”) αν λάβει κανείς υπ’ όψη του ότι τα ασφαλιστικά ταμεία έχουν λεηλατηθεί· ότι στα συρτάρια τους υπάρχουν επίσης πάμπολλα “τοξικά προϊόντα” χρηματοπιστωτικής προέλευσης όπως στα συρτάρια των τραπεζών· ότι δεν μπορούν να πληρώσουν συντάξεις όχι επειδή “οι αναλογίες συνταξιούχων προς ασφαλισμένους” δεν είναι σωστή αλλά επειδή έχουν συμβεί καταχρήσεις και χασούρες μεγάλης (και οπωσδήποτε ανομολόγητης) έκτασης· και ότι τα κράτη δεν έχουν κανένα λόγο “αυτόβουλα” να καλύψουν τις τρύπες (όπως στις τράπεζες) - αλλά δεν έχουν και καμία αληθινά απειλητική πίεση να το κάνουν.... Mε το ζόρι.
Tί κάνει ο μέσος υπήκοος όταν του κλέψουν το πορτοφόλι; Διαγιγνώσει πόσα του έκλεψαν· και κάνει ότι μπορεί για να βρεθεί ο κλέφτης. Όμως το ποσό ενός πορτοφολιού είναι ασήμαντο μπροστά στα επιπλέον, υποχρεωτικά, κατά παράβαση της αρχικής συμφωνίας, χρόνια εργασίας. Tί θα έπρεπε να κάνουν οι μισθωτοί όταν τους επιβάλλουν να δουλέψουν παραπάνω; Nα “μυριστούν” την ληστεία των εισφορών τους· να κάνουν ό,τι περνάει απ’ το χέρι τους για να βρουν τα ποσά που έκαναν “φτερά”· και, αμέσως μετά, να απαιτήσουν (ή να επιβάλλουν) την δικαιοσύνη. Που θα σήμαινε πρακτικά: καταλήψεις διαρκείας σε όλες τις έδρες όλων των ασφαλιστικών ταμείων, συνοδεία λογιστών εμπιστοσύνης· και εξέταση “φύλλο και φτερό” των λογιστηρίων τους. Γιατί βέβαια μόνο ανόητοι θα εμπιστεύονταν τις επίσημες ανακοινώσεις, όταν είναι πασίγνωστο α) ότι καμία διοίκηση ασφαλιστικού ταμείου δεν θα περνούσε μόνη της την θηλειά στους λαιμούς της· β) ότι καμία διοίκηση ασφαλιστικού ταμείου δεν θα έκανε κάτι τόσο αντικρατικό / αντικαπιταλιστικό, όπως το να εκθέσει τα έργα και τις ημέρες μιας προηγούμενης σ’ αυτόν τον νευραλγικό τομέα της λεηλασίας των έμμεσων μισθών· και γ) υπάρχουν άπειροι τρόποι, άλλοι χοντροκομμένοι κι άλλοι λεπτοεπεξεργασμένοι για να κρύβονται τα πτώματα των λογιστηρίων κάτω απ’ τις μοκέτες... Oι επιχειρήσεις, δηλαδή, τί κάνουν με τους ισολογισμούς τους αν όχι αυτό;
“Kαταλήψεις διαρκείας” με σκοπό τον οικονομικό και διαχειριστικό έλεγχο των ασφαλιστικών ταμείων, παντού όπου τίθεται ζήτημα τροποποίησης επί τα χείρω των κανόνων συνταξιοδότησης... Mια κουβέντα είναι αυτό. Ωραία κουβέντα, αλλά κουβέντα. Eντάξει, μπορεί απ’ την μεριά μας να μοιάζει σαν το ανέκδοτο με τα ποντίκια, τον γάτο και την κουδούνα - αλλά είναι αβάσιμη κουβέντα; Όταν σ’ έχουν κλέψει και εξαπατήσει μαζί, πόση απεργία μπορείς ν’ αντέξεις ώσπου να χάσεις ακόμα και το δίκιο σου;
|
|