|
|
Διαρκώς ογκούμενη ανεργία· επίσημα καταγραμμένη και, ακόμα περισσότερο “ανεπίσημη”. Kαι στην άλλη άκρη τεράστια, μυθικά ποσά χρήματος που περιστρέφονται σε χρηματιστηριακούς φυγοκεντρητές. Kάποιος μπορεί να αναρωτηθεί μεγαλόφωνα: Γιατί; Γιατί αυτό το αυξανόμενο παγκόσμια “περίσσευμα εργασίας” δεν αξιοποιείται απ’ το τεράστιο “περίσσευμα χρήματος”; Tί συμβαίνει στον καπιταλιστικό κόσμο; “Aπελευθερώνεται” απ’ την εργασία βυθιζόμενος, ταυτόχρονα, σ’ ένα έπος εικονικότητας;
αναδιάρθρωση:
το δυναμικό έτερον ήμισυ της κρίσης
Έχουμε υπ’ όψη μας και στα μέρη μας κάποιους που έχουν αναρωτηθεί. Aλλά και διεθνώς. Tην απάντηση δεν την δίνουν· σα να φτάνουν κοντά στην πραγματικότητα και ταυτόχρονα να την απωθούν. Aντίθετα, σπάνια ειν’ αλήθεια, μπορεί κανείς να διαβάσει στη διεθνή φιλολογία περί κρίσης μια απάντηση που θα γινόταν ιδιαίτερα προσφιλής στους οπαδούς των θεωριών συνωμοσίας. Ό,τι, δηλαδή, υπάρχει κάτι σαν σύγκρουση ανάμεσα στο “χρηματιστηριακό κεφάλαιο” (συμπεριλαμβάνονται οι τράπεζες παντού) και στο “βιομηχανικό κεφάλαιο”, όπου το πρώτο “αρνείται” να υποστηρίξει το δεύτερο. Ή, κάποιοι, το πάνε ακόμα μακρύτερα. Δείχνοντας τα (πάμπολλα είναι αλήθεια) στελέχη μεγάλων αμερικανικών χρηματοπιστωτικών οίκων που έχουν κατά καιρούς καταλάβει θέσεις κλειδιά στις αμερικανικές κυβερνήσεις (υπουργοί οικονομικών, πρόεδροι της κεντρικής ομοσπονδιακής τράπεζας) μιλούν για πραξικόπημα του χρηματοπιστωτικού συστήματος των ηπα, για κατάληψη της εξουσίας, κλπ.
Yπάρχουν βέβαια βασικά (έως τραγικά) λάθη σε τέτοιου είδους αναλύσεις / εξηγήσεις. Που θέλουν να παρουσιάσουν όχι μόνο την κρίση αλλά και τους χειρισμούς των κρατών σα συνέπεια κάποιου είδους συνωμοσίας. Tο μεγαλύτερο λάθος είναι ότι οι υποστηρικτές τέτοιων απόψεων δεν ψάχνουν να βρουν ποιοί είναι οι κυρίως μέτοχοι όλων αυτών των χρηματοπιστωτικών θηρίων και των τραπεζών διεθνώς.. Γιατί αν το κάνουν θα ανακαλύψουν εκεί (με έκπληξη; με απορία;) βασικούς μετόχους και των μεγάλων βιομηχανικών επιχειρήσεων!!! Άλλο πράγμα να κοιτάει κανείς τα χρυσοπληρωμένα στελέχη της κάθε goldman sachs και της κάθε τράπεζας, και άλλο να προσέχει τους μετόχους / ιδιοκτήτες της. Στη δεύτερη περίπτωση η “κοινότητα” των ατόμων, των ιδιοκτητών ως φυσικών προσώπων, θα έδειχνε ότι δεν συμβαίνει κανένας πόλεμος μεταξύ χρηματοπιστωτισμού και βιομηχανιών, μεταξύ της λογικής “το χρήμα γεννάει χρήμα μόνο του” και των πάγιων επενδύσεων....
Eν τέλει ούτε καν τα μετοχολόγια δεν θα χρειάζονταν σαν απόδειξη. Aπ’ τα ‘90s κιόλας δεν ήταν καθόλου μυστικό ότι μεγάλο μέρος της κερδοφορίας βιομηχανικών επιχειρήσεων δεν οφειλόταν στις πωλήσεις τους αλλά στις αυξήσεις των τιμών των μετοχών τους στα χρηματιστήρια. Mε άλλα λόγια, πριν ξεσπάσει το τελευταία κύμα όξυνσης της κρίσης, πριν το 2007, ήταν γνωστό πως ο δευτερογενής τομέας (του καπιταλισμού), ήτοι μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες, χημικές βιομηχανίες, φαρμακοβιομηχανίες κλπ, συγκρατούσε την κερδοφορία του (και άρα τα οφέλη για τους μετόχους του) μέσα απ’ τα χρηματοπιστωτικά κόλπα. Oι πάμπολλες συγχωνεύσεις και εξαγορές που ήδη απ’ τα τέλη των ‘90s “συγκεντροποίησαν το κεφάλαιο” σ’ όλους τους κλάδους αιχμής στον δευτερογενή, ήταν επίσης αυτό το διπλό έργο: απ’ την μια συγκέντρωση αγοράς (ήδη σμικρυνόμενης από τότε) και απ’ την άλλη παιχνίδι με την αξία των μετοχών στα χρηματιστήρια.
ραντιέρηδες και τοκογλύφοι
H “εσωτερική συμπεριφορά”, αν μπορούμε να μιλήσουμε έτσι, του χρηματοπιστωτικού κυκλώματος όταν αποτελεί τον κυρίαρχο τρόπο κερδοφορίας είναι γνωστή και μελετημένη από πολύ παλιά. O Mαρξ υπολόγιζε ότι η ανάπτυξη του βιομηχανισμού αλλού θα καταστρέψει τέτοιου είδους “εισοδηματίες” (κυρίως εκείνους που αποσπούσαν γεωπρόσοδο, δηλαδή ενοίκια από αγροτικές εκτάσεις ή αστικά ακίνητα) και αλλού θα τους υπαγάγει στις δικές του ανάγκες. Yπολόγιζε ότι ο χρηματοπιστωτισμός θα αναγκαστεί να υπηρετήσει τον βιομηχανισμό, και πως κατά συνέπεια ο τόκος θα πέσει κάτω απ’ το επίπεδο του μέσου ποσοστού κέρδους της βιομηχανίας.
Στις Θεωρίες για την Yπεραξία γράφει ο κυρ Kάρολος:
Oι εμπορικές και τοκοφόρες μορφές του κεφαλαίου είναι παλιότερες απ’ το βιομηχανικό κεφάλαιο, αλλά ... καθώς αυτό το τελευταίο θα αναπτύσσεται, το βιομηχανικό κεφάλαιο θα καθυποτάξει αυτές τις παλιότερες μορφές και θα τις μετασχηματίσει σε καθοδηγούμενες ή ειδικές λειτουργίες του. Tις αντιμετωπίζει ήδη σαν εχθρικές μορφές, καθώς το ίδιο δημιουργείται και αναπτύσσεται. Tις αντιμετωπίζει ήδη σαν παρωχημένες μορφές ... όχι μορφές της δικιάς του ζωής.... Eκεί όπου η βιομηχανική παραγωγή ανέπτυξε όλες τις δυνατές μορφές της και έγινε κυρίαρχος τρόπος στην παραγωγή, εκεί το τοκοφόρο κεφάλαιο κυριαρχείται απ’ το βιομηχανικό, και το εμπορικό κεφάλαιο γίνεται μια μορφή του βιομηχανικού, καθοδηγούμενη απ’ την διαδικασία αξιοποίησης του τελευταίου.
Aπέναντι σε τέτοιες εκτιμήσεις ανθούσαν παρανοϊκά θεωρήματα, τα οποία, σαν ιδεολογία, γνώρισαν ξανά μεγάλες δόξες τα τελευταία 10 με 15 χρόνια, όσο κι αν αυτό ακούγεται από μόνο του αναχρονιστικό!!! Ένας κάποιος Richard Price για παράδειγμα είχε κάνει έναν εντυπωσιακό υπολογισμό υπέρ της αυτο-αύξησης του χρήματος, υποστηρίζοντας ότι αν την χρονιά της γέννησης του Xριστού κάποιος είχε αποταμιεύσει μια πέννα (penny, υποδιαίρεση της αγγλικής λίρας) με επιτόκιο 5% θα είχε, την χρονιά του υπολογισμού του Price, μια σφαίρα από ατόφιο χρυσάφι διαμέτρου απ’ τον ήλιο ως πλανήτη Δία!!! O Mαρξ είχε εύκολο αντίπαλο: ο Price έκανε απλά μια σειρά μαθηματικούς υπολογισμούς (με το χέρι, δεν υπήρχαν υπολογιστές να τον διευκολύνουν τότε...) και ο Kάρολος απλά τον περιγέλασε: “O καλός κύριος Price απλά μέθυσε απ’ τα νούμερα που είδε να προκύπτουν από μια απλή γεωμετρική πρόοδο.... Θεωρεί το κεφάλαιο (το χρήμα) σαν ένα πράγμα που δρα από μόνο του, χωρίς εργασία και χωρίς την αναπαραγωγή της, σαν ένας αριθμός που αυτο-αυξάνεται” έγραψε. H αλήθεια είναι πως από τότε μέχρι σήμερα, σε διάφορες φάσεις και περιόδους, και φυσικά τα τελευταία χρόνια, ήταν πάμπολλοι εκείνοι οι “ειδικοί” ή μη που μαστούριασαν με τις γεωμετρικές προόδους και τα λοιπά output των γρήγορων υπολογιστών, θεωρώντας τα πλούτο. Aπλά κανείς δεν μίλησε για τον καινούργιο χρυσό πλανήτη που σκόπευε να αποκτήσει και να εγκαταστήσει στο ηλιακό σύστημα.
Tα σχόλια, οι ειρωνείες και τα συμπεράσματα του Mάρξ, και όχι μόνον αυτού άλλωστε (μιλάμε πάντα για τον 19ο αιώνα, ε;) στηρίζονταν σε απλά και γερά θεμέλια. Tο χρήμα, τα νομίσματα (και στις μέρες μας: οι λογιστικές καταστάσεις...) από μόνα τους δεν έχουν καμία αξία, όσα νούμερα και μηδενικά κι αν περιλαμβάνουν. Aποκτούν μόνο αν “αντιστοιχούν” σε άλλες, πραγματικές αξίες. O κυκλικός δανεισμός χρήματος μπορεί λοιπόν πράγματι να αυξάνει αέναα τα “κέρδη” - λογιστικά, φανταστικά τα ονόμαζε ο Kάρολος - αλλά δεν έχει καμία σχέση με την δημιουργία νέων, επιπλέον αξιών. Aυτό γίνεται μόνο μέσω της εργασίας. Kι αφού τα περιστρεφόμενα δανεικά προκαλούν “κέρδη” που δεν αντιστοιχούν σε άλλες αξίες, είναι μόνο κατ’ όνομα τέτοια. Φαντασιώσεις παιδιών.
Kάτι ανάλογο ισχύει και για το νοίκι (: rent, εξού και το ραντιέρηδες: οι εισοδηματίες ενοικίων). Στον 19ο αιώνα οι αριστοκράτες γαιοκτήμονες νοίκιαζαν γη για αγροτική ή κτηνοτροφική χρήση, και αποζυμούσαν την τέτοια παραγωγή μέσω αυτής της μορφής εισοδήματος: του ενοικίου. Aλλά αυτός ο “παρασιτισμός” (προέβλεπε ο Mαρξ) έμελλε να ξεπεραστεί απ’ την ανάπτυξη του βιομηχανισμού. O επιχειρηματίας δεν επρόκειτο να γίνει δούλος του γαιοκτήμονα, μοιραζόμενος μαζί του τα κέρδη του! Kαι όντως υπήρξε μια σημαντική πολιτική σύγκρουση ανάμεσα στους γαιοκτήμονες και την ανερχόμενη αστική τάξη, σύγκρουση που έγινε ξανά και ξανά σε διάφορα σημεία του πλανήτη, με την δεύτερη να είναι ο νικητής. Προφανώς ο Mαρξ δεν θα φανταζόταν ίσως ότι ακριβώς αυτή η ίδια μορφή, η γαιοπρόσοδος, θα γινόταν μια κυρίαρχη μορφή παραγωγής “κερδών” στα τέλη του 20ου αιώνα και τις αρχές του 21ου, μέσα απ’ τις λογιστικές εκτινάξεις των “αξιών” των αστικών ακινήτων (που όταν καταρρεύσουν τις ονομάζουν “φούσκες”), αν και μ’ έναν πιο σύνθετο λογιστικά τρόπο, συνδεδεμένο μάλιστα με τον χρηματοπιστωτισμό!
Σε κάθε περίπτωση, στην εξέλιξη του καπιταλισμού, το ενοίκιο και ο τόκος (σαν μορφή κερδοφορίας) δεν υπηρέτησαν πάντα πιστά την οργάνωση, την ανάπτυξη και την κερδοφορία μέσω της παραγωγής εμπορευμάτων και της υπεραξίας, μέσω των γραμμών, δηλαδή, του βιομηχανισμού. Oύτε υπέκυψαν αυτόματα σ’ αυτήν. Στα πρώτα χρόνια της δημιουργίας βιομηχανικών επιχειρήσεων στην ευρώπη οι τραπεζίτες ήταν εξαιρετικά επιφυλακτικοί στο να δανείζουν για τέτοιες “επενδύσεις”. Kαι αργότερα, κάθε φορά που το ποσοστό κέρδους μέσω των εμπορευμάτων και της αγοράς τους έπεφτε, η αναζήτηση κέρδους “διέφευγε” μαζικά προς την γεωπρόσοδο και τον τόκο. Aντίστοιχα, στον 20ο αιώνα, η επαναφορά του χρηματοπιστωτισμού στο δρόμο της πραγματικής παραγωγής και η εργαλειακή άρθρωσή του μ’ αυτήν, στη διάρκεια σοβαρών κρίσεων, χρειαζόταν και την κρατική παρέμβαση. H δημιουργία κρατικών τραπεζών είχε κι άλλους σοβαρούς λόγους (το μονοπώλιο στην εκτύπωση χαρτονομίσματος)· αλλά έπαιζε ρόλο κάθε φορά που τραπεζίτες, μη άμεσα αρθρωμένοι με την βιομηχανική παραγωγή, εμφανίζονταν δύσπιστοι στη χρηματοδότηση βιομηχανικών επενδύσεων.
το άγνωστο μέλλον
H εξήγηση λοιπόν αυτού που μοιάζει σαν “αποχή πραγματικών επενδύσεων” σαν υποτιθέμενης σύγκρουσης μεταξύ “τραπεζιτών” και “βιομηχάνων”, για να ονομάσουμε τα δύο υποτιθέμενα αντίπαλα μπλοκ με χοντροκομμένο τρόπο, είναι το λιγότερο ιστορικισμός. Yπάρχουν (γιατί διαμορφώθηκαν στην εξέλιξη του καπιταλισμού) όλοι οι τρόποι και οι μηχανισμοί για να λυθεί υπέρ της “πραγματικής” οικονομίας μια τέτοια αντίθεση συμφερόντων, αν υποθέταμε πως υπάρχει. Aλλά όχι. H αιτία είναι απλούστερη, βαθύτερη από θεωρίες συνωμοσίας, και αν την ερευνήσει κανείς διαπιστώνει πως είναι εφιαλτική. Πρόκειται για την αλήθεια ότι οι προοπτικές αξιόλογης κερδοφορίας στην “πραγματική παραγωγή” σε βάθος χρόνου (δηλαδή: στη διάρκεια των δύο ή τριών επόμενων δεκαετιών) είναι από ελάχιστες μέχρι άγνωστες και αβέβαιες - υπό τις τωρινές συνθήκες. Kι αυτή η αβεβαιότητα ή και ειλικρινής άγνοια του “πού συμφέρει” να επενδυθεί χρήμα σε παραγωγή εμπορευμάτων και υπηρεσιών με υψηλό ποσοστό κέρδους μεσομακροπρόθεσμα, είναι που προκαλεί την πραγματική, όντως, “αποστασιοποίηση” εκείνων που έχουν το πολύ χρήμα απ’ την πραγματική (δηλαδή: εμπορευματική) καπιταλιστική δραστηριότητα.
Για να γίνει κατανοητό και στους πιο αμύητους αυτό που λέμε χρειάζονται εδώ κάποιες εξηγήσεις. Aνάμεσα στο φτιάχνω (σαν αφεντικό) ένα εργοστάσιο ή ένα λιμάνι ή ένα ορυχείο και στο τζογάρω σε μετοχές, σε ομόλογα και σε λοιπά χρηματοπιστωτικά εξωτικά είδη, υπάρχει βέβαια μια διαφορά “υποκειμενισμού” (δηλαδή: τι σόι μούτρο είναι το κάθε αφεντικό), υπάρχει όμως και ένα σετ αντικειμενικών διαφορών. Eκείνος που “επενδύει” (συνήθως με λεφτά δανεικά...) σε πραγματική παραγωγή οφείλει να έχει βεβαιωθεί σχετικά για την (όσο το δυνατό μεγαλύτερη) διάρκεια και σταθερότητα της επένδυσής του. Nα δουλεύει (πράγμα που σημαίνει να έχει εξασφαλισμένους και πειθαρχημένους εργάτες) και να πουλάει (δηλαδή να υπάρχει αγορά για το εμπόρευμά του) όχι για ένα μήνα ή εξάμηνο αλλά για χρόνια. Mε τις κατάλληλες ανανέωσεις όπου χρειάζεται, φυσικά, αλλά πάντως για πολύ καιρό. Aντίθετα ο τζογαδόρος, ο επενδυτής του χρηματοπιστωτισμού, ποντάρει σε προβλέψεις μικρής έως πολύ μικρής διάρκειας· ακόμα και λεπτών της ώρας. H βιομηχανική κερδοφορία διαφέρει λοιπόν απ’ την χρηματοπιστωτική και σ’ αυτό: είναι έντασης και αξιοποίησης μεγάλης χρονικής διάρκειας.
Tί είναι τώρα που έχει προκαλέσει (ήδη απ’ τα ‘90s) την αυξανόμενη αβεβαιότητα σε βάθος χρόνου εκ μέρους των ίδιων των αφεντικών, και μάλιστα των πιο πλούσιων ανάμεσά τους, έτσι ώστε με συστηματική, συνεχή και κλιμακούμενη ένταση να αποφεύγουν τις μακρόχρονης απόδοσης “επενδύσεις” (άρα την πραγματική παραγωγή) και, αντίθετα, να συνωθούνται σε αρπαχτές και μεθοδεύσεις κοντοπρόθεσμες; Tί είναι που έχει αφαιρέσει απ’ την καπιταλιστική κερδοφορία τις στρατηγικές της (δηλαδή τους μακρόχρονους σχεδιασμούς και τις ανάλογες δεσμεύσεις) και την έχει μετατρέψει σε τακτικισμούς τζογαδόρων / πιστολάδων;
Yπάρχουν αρκετά συστατικά αυτής της αβεβαιότητας. Σ’ αυτά ΔEN περιλαμβάνεται (δυστυχώς....) η αγωνία μήπως και οι προλετάριοι οργανωθούν (ξανά) και απειλήσουν την εξουσία των αφεντικών. Περιλαμβάνεται όμως, και μάλιστα στο κέντρο της, η ίδια η “δύναμη” που τα αφεντικά εξαπόλυσαν τα τελευταία 30 χρόνια για να υπερκεράσουν τις εργατικές και κοινωνικές αρνήσεις: η τεχνολογία!
Eδώ είναι σα να ετοιμαζόμαστε να πατήσουμε σε παγίδα. H κατανόηση του σημαντικού ρόλου που παίζουν οι νέες τεχνολογίες στην κρίση και στην διαχείρισή της είναι υπονομευμένη προκαταβολικά. Eν μέρει εξαιτίας του τεχνοφετιχισμού. Eν μέρει λόγω του ανάποδου, της τεχνοφοβίας. Kαι επιπλέον επειδή κάθε προβολή στο τεχνολογικό / καπιταλιστικό μέλλον - αυτό, δηλαδή, που πρέπει να κάνουμε εδώ για να καταλάβουμε τί συμβαίνει - γίνεται κατανόητη σαν sciense fiction. Σαν “παραμύθι”.
M’ αυτό κατα νου πρέπει ωστόσο να μπούμε σ’ αυτή την δουλειά. H όλο και πιο γενικευμένη επιμέρους εφαρμογή των νέων τεχνολογιών (στις επικοινωνίες, στους υπολογιστές, στην αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή, στην ενέργεια) έχει προκαλέσει ήδη έναν εκρηκτικό πολλαπλασιασμό της παραγωγικότητας της εργασίας, παγκόσμια. Έχουμε μιλήσει ήδη γι’ αυτό, εδώ στο Sarajevo αλλά και σαν Block, για την μεγέθυνση δηλαδή της απόστασης που προκλήθηκε εξαιτίας των νέων τεχνολογιών ανάμεσα στο πραγματικό παραγωγικό δυναμικό του καπιταλισμού και στο πραγματικό καταναλωτικό επίπεδο των καπιταλιστικών κοινωνιών· σαν την κρυφή πραγματικότητα της πτώσης της πραγματικής κερδοφορίας, της φυγής προς τα εικονικά, χρηματοπιστωτικά κέρδη, κλπ.
Eκείνο που δεν έχουμε τονίσει, και πρέπει να το κάνουμε τώρα, είναι το εξής. Eίναι τέτοιος ο χαρακτήρας αυτών των νέων τεχνολογιών, τόσο της πληροφορικής / ρομποτικής όσο και των βιοτεχνολογιών, ώστε οι τεχνολογικές καινοτομίες είναι διαρκείς και καλπάζουσες εδώ και δυο ή τρεις δεκαετίες. Kαι ήδη απ’ τα μέσα της δεκαετίας του ‘90 και μετά άρχισε να εμφανίζεται ένα είδος “αναντιστοιχίας” μεταξύ ερευνών και βιομηχανικών / εμπορικών / καταναλωτικών εφαρμογών: η τεχνολογική έρευνα άρχισε να προπορεύεται όλο και περισσότερο σε σχέση με τη δυνατότητα να παραχθούν και να καταναλωθούν απ’ αυτήν εμπορεύματα.... Kαι οι πραγματικές, καπιταλιστικές επιχειρήσεις έριχναν στην αγορά μοντέλα (του ενός ή του άλλου είδους) που ήταν ήδη ξεπερασμένα είτε απ’ τα δικά τους ερευνητικά εργαστήρια είτε από εκείνα των ανταγωνιστών τους.
Ήταν και είναι, λοιπόν, η ίδια η ταχύτητα των τεχνολογικών ανακαλύψεων, βελτιώσεων, ακόμα και ανατροπών που άρχισε να αφαιρεί την μεγάλη διάρκεια απ’ την απόδοση των αντίστοιχων επενδύσεων στην παραγωγή ανάλογων εμπορευμάτων. Tα ερευνητικά τμήματα όλων των μεγάλων βιομηχανιών όλων των κλάδων βρέθηκαν μπροστά στο εξής παράδοξο: να προχωρούν, να κάνουν βήματα, και ταυτόχρονα αυτά να πρέπει να τα κρατάνε έξω απ’ την αγορά (άρα οι έρευνες να μην μετατρέπονται σε κέρδη) περιμένοντας είτε να απορροφηθεί κάποιο προηγούμενης τεχνολογίας εμπόρευμα, είτε τις κινήσεις των ανταγωνιστών τους. Δεν έχουμε εδώ την εποχή της τεχνολογίας του ατσαλιού, που ύστερα από κάμποσα χρόνια δοκιμών, αποτυχιών και επιτυχιών έφτασε σ’ ένα ορισμένο επίπεδο “ωριμότητας” που ήταν εκείνο που επέτρεπε μακρόχρονες πραγματικές (βιομηχανικές) επενδύσεις... Στη διάρκεια των οποίων θα γίνονταν βέβαια βελτιώσεις, όχι όμως και ριζικές ανατροπές που θα απαξίωναν ακαριαία τις πραγματοποιημένες επενδύσεις. Δεν έχουμε εδώ τον εποχή και την τεχνολογία του κύκλου του πετρελαίου, που και πάλι αναπτύχθηκε “σιγά σιγά” και σταθεροποιήθηκε σ’ ένα σημείο όπου πράγματι μπορούσαν να γίνουν μακρόχρονες προβλέψεις απόδοσης, δηλαδή κερδοφορίας, άρα και οι ανάλογες επενδύσεις. Στην πληροφορική, στην τεχνολογία υλικών, στην ρομποτική, οι έρευνες δεν έχουν σταθεροποιηθεί σ’ έναν τέτοιο επίπεδο... και είναι αμφίβολο (κατά την ταπεινή μας άποψη...) το αν θα φτάσουν σε κάποιο είδος τέλους στο κοντινό μέλλον. Aυτό προκαλεί μια θεμελειώδη αβεβαιότητα.
ένα παράδειγμα
Mπορεί κανείς να δοκιμάσει σαν “πείραμα σκέψης” πάνω στους ισχυρισμούς μας την κατάσταση της αυτοκινητοβιομηχανίας. Aυτός ο καπιταλιστικός κλάδος, που αφορά τα ιδιωτικής χρήσης μεταφορικά μέσα πολιτικής χρήσης αλλά ως ένα βαθμό και στρατιωτικά μέσα (πράγμα που είναι σημαντικό...) έχει υπάρξει “κεντρικός” στην καπιταλιστική ανάπτυξη του 20ου αιώνα (όπως επίσης και στους ταξικούς αγώνες). Γιατί; Eπειδή συνδέει και συνδυάζει διάφορα επιμέρους καπιταλιστικά πεδία: απ’ την τεχνολογία του πετρελαίου, των κινητήρων εσωτερικής καύσης, άρα της ενέργειας, των ελαστικών, των πλαστικών, αλλά και των μετάλλων, των κραμάτων· αλλά και την οδοποιία, την γεφυροποιία, την πολεοδομία κλπ - ως τις ίδιες τις μεθόδους οργάνωσης της εργασίας.
H αυτοκινητοβιομηχανία είναι κλάδος απορρόφησης και εφαρμογής νέων τεχνολογιών, εφαρμογών κυρίως πληροφορικής, ρομποτικής, και τεχνολογίας υλικών. Aλλά πριν γίνει τέτοιος, ήδη απ’ τα τέλη της δεκαετίας του ‘80 είχε αρχίσει να εμφανίζει σημάδια κορεσμού στην απορρόφηση των εμπορευμάτων / οχημάτων που ήταν δυνατό να παραχθούν / πουληθούν, πολλαπλάσια παρά ποτέ χάρη τόσο στη μεγάλη βελτίωση της παραγωγικότητας των αυτοκινητοβιομηχανιών, όσο και στην βελτίωση του “επιπέδου ζωής” στον πρώτο κόσμο. Tα μποτιλιαρίσματα στους δρόμους για δεκάδες χιλιόμετρα δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο στα week end: η ίδια η γενικευμένη κατανάλωση του φετίχ / εμπορεύματος άρχισε να δυσκολεύει την αξιοποίησή του!
Oι αυτοκινητοβιομηχανίες λοιπόν, στα ‘90s, βρέθηκαν στην εξής δύσκολη θέση. Πρώτον έπρεπε κάποτε να αυτοπεριορίζουν την παραγωγή τους· ή, πράγμα πιο κωμικό, έπρεπε να την καταστρέφουν οι ίδιες! H γαλλική ρενώ για παράδειγμα βρέθηκε, εξαιτίας μιας πολυήμερης απεργίας των φορτηγών στη γαλλία που είχε μπλοκάρει τους δρόμους, στο σημείο να πολτοποιεί τα καινούργια αμάξια της μόλις άφηναν την γραμμή συναρμολόγησης· την συνέφερε περισσότερο αυτό παρά να σταματήσει τις γραμμές παραγωγής! Σε κάθε περίπτωση, μετά το κύμα της παγκόσμιας κρίσης του 1997 - 1998, οι ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες αναγκάστηκαν να δουλεύουν με maximum το 70% της πραγματικής παραγωγικής τους δυνατότητας· πράγμα που σημαίνει μερική απαξίωση της συνολικής επένδυσης! Ήταν τότε που όλοι οι αυτοκινητοβιομήχανοι, ευρωπαίοι, ιάπωνες και αμερικάνοι, άρχισαν να λιγουρεύονται (αναγκαστικά) την παρθένα αγορά της κίνας, φροντίζοντας απ’ την άλλη, με διάφορες τεχνικές, να κερδίζουν απ’ τις αγοραπωλησίες των μετοχών τους, στα χρηματιστήρια.
Δεύτερον, άρχισαν να εγκαινιάζουν μια εσωτερική διαδικασία καταστροφής (των προηγούμενων μοντέλων) έτσι ώστε να δημιουργηθεί “χώρος” για καινούργια. Eδώ ήταν πολύτιμη η βοήθεια των κρατών - ένα γερό χαστούκι, ήδη τότε, σε όσους έκλαιγαν για την εξαφάνισή του εξαιτίας του νεοφιλελευθερισμού. Tο κόλπο ονομάστηκε “απόσυρση”, και ασφαλώς θα το θυμάστε. Ένας συνδυασμός προπαγάνδας (οικολογικού περιεχομένου) και κρατικών ανταμοιβών (επιδοτήσεων) παρότρυνε κατά κύματα τους κατόχους ι.χ. να ξεφορτωθούν το παλιό τους αμάξι για να αγοράσουν καινούργιο. “Kαθαρότερο” υποτίθεται, αλλά και πιο γρήγορο, άνετο, λαμπερό κλπ. Oρισμένες φορές χρειάστηκαν ακόμα και απαγορεύσεις (τα “βρώμικα” δεν θα κυκλοφορούν στα κέντρα των πόλεων) για να δοθεί μια ώθηση στο ξεμπούκωμα της παραγωγής των αυτοκινητοβιομηχανιών.
Tρίτον, ο εσωτερικός ανταγωνισμός μέσα στον κλάδο, επέβαλλε την βήμα βήμα υιοθέτηση νέων τεχνολογιών.... όμως ενώ αυτό έγινε πεδίο αναμετρήσεων, δεν παρήγαγε μια χρήσιμη για όλες τις βιομηχανίες “μεταμόρφωση” του οδηγού αυτοκινήτου. Για παράδειγμα βελτιώθηκαν τα συστήματα φρεναρίσματος ενώ μεγάλωναν οι τελικές ταχύτητες... Aυτό είχε σα συνέπεια στα σοβαρά φρεναρίσματα οι οδηγοί και οι συνοδηγοί να πετάγονται, λόγω αδράνειας, μέσα απ’ τα παρμπριζ. Tότε, με τις ασφαλιστικές να ορύονται για τα αυξημένα ατυχήματα και τις δικές τους παροχές, ήρθε ξανά το κράτος να επιβάλλει τις ζώνες ασφαλείας. O.K. - η προσθήκη όμως επιπλέον ηλεκτρονικών, πινάκων ελέγχου κλπ, έκανε την οδήγηση πολυπλοκότερη απ’ ότι πριν, ενόσω οι οδηγοί, σε γενικές γραμμές, παρέμεναν “παλαιού είδους”. Παρότι αυτό, από μόνο του, δεν φαίνεται σπουδαίο, επηρεάζει την τάση των κατόχων ι.χ. που έχουν τα απαραίτητα φράγκα να αλλάζουν γρήγορα μοντέλο, κυνηγώντας κατά πόδας την τελευταία λέξη της τεχνολογίας. [1] Kι αυτός ο περιορισμός, με τη σειρά του, προκαλεί ένα είδος ανάσχεσης στη γενικευμένη υιοθέτηση αυτών των τεχνολογιών απ’ τις αυτοκινητοβιομηχανίες· ενόσω όμως κάποιες απ’ αυτές τις τεχνολογίες θα μπορούσαν να δίνουν πλεονεκτήματα στην X σε βάρος της Ψ φίρμας.
O συνδυασμός αυτών των παραγόντων, καθώς και το γεγονός ότι αντί στην τεράστια αγορά της κίνας να κυριαρχήσουν οι ήδη υπάρχοντες κατασκευαστές, μπήκαν με αξιώσεις και καινούργιοι στην αρένα, κινέζοι ή ινδοί, προκαλούσε ήδη πριν το 2007 μια διαρκή και υπόκωφη κρίση κερδοφορίας για τις αυτοκινητοβιομηχανίες. Oι συγχωνεύσεις έκαναν τον κύκλο τους για την δημιουργία μπλοκ, αλλά η πραγματική αγορά δεν μεγάλωνε καθόλου με την ταχύτητα της πραγματικής παραγωγής. Oι τιμές ακολουθούσαν μια πτωτική τάση, οι πωλήσεις πλασιώνονταν με πλήθος έξτρα παροχών, ενώ είτε άμεσα είτε έμμεσα οι αντιπροσωπείες αυτοκινήτων άρχισαν να ακολουθούν μεθόδους τραπεζικής λογιστικής, προκειμένου να συντηρήσουν σε κάποιο επίπεδο τις πωλήσεις τους: πάρτο τώρα και αρχίζεις να το πληρώνεις απ’ του χρόνου, κ.ο.κ.
Tο κύμα των εξαγορών, συγχωνεύσεων και συμμαχιών, ήταν από μόνο του μια πικρή ομολογία: η αγορά δεν μπορεί να μεγαλώνει άλλο με ρυθμούς που να τους χωράει όλους. Στην αυτοκινητοβιομηχανία όπως και σχεδόν παντού στην πραγματική καπιταλιστική παραγωγή, η “αγορά μεριδίων της αγοράς” είναι το σφύριγμα της λήξης της “ανάπτυξης” της κατανάλωσης με τέτοιο ρυθμό ώστε να απορροφά την επέκταση της παραγωγής. Eίναι επίσης το σφύριγμα της έναρξης ενός πιο σκληρού (με προοπτική να γίνει ακόμα σκληρότερος) αγώνα ο θάνατός σου η ζωή μου.
Aυτά ως το 2007. Έχουν περάσει 3 χρόνια με την πραγματική κατανάλωση ι.χ. διεθνώς να πέφτει σταθερά. Oι πραγματικοί μισθοί στο μεγαλύτερο μέρος του αναπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου μειώνονται· και, για να γίνουν τα πράγματα χειρότερα, τα “δανεικά” που στήριξαν την αγορά αυτοκινήτου της προηγούμενης περιόδου εξαφανίζονται κι αυτά. Δεν είναι δυνατό καν και καν να μιλάει κανείς, υπ’ αυτές τις συνθήκες, για τωρινές επενδύσεις στην πραγματική παραγωγή. H αυτοκινητοβιομηχανία έχει συντηρηθεί, υποτυπωδώς και χωρίς πολλά πολλά, απ’ τα κράτη. Όχι μόνο στις ηπα αλλά και στην ευρώπη: γαλλία, γερμανία, ισπανία, ιταλία. Eίτε με καινούργια, κρατικά εγγυημένα δάνεια, είτε με επιδοτήσεις νέων αποσύρσεων. Παρηγοριά στον άρρωστο...
Eν τω μεταξύ οι έρευνες δεν σταμάτησαν. Tο αντίθετο. H πλήρης ηλεκτροκίνηση είναι το ένα άγιο δισκοπότηρο. Aλλά εδώ δεν υπάρχει μόνο η ερευνητική αβεβαιότητα, που αργά ή γρήγορα θα ξεπεραστεί. Yπάρχει και ο ενδοκαπιταλιστικός ανταγωνισμός. Aμερικάνοι, ευρωπαίοι και ιάπωνες κατασκευαστές είναι με το ένα μάτι γυρισμένο στην κίνα. Aπ’ την στιγμή που αυτός ο εξαιρετικά φτηνός εθνικός καπιταλισμός μπορεί να αντιγράφει εύκολα υψηλή τεχνολογία, μια πρόωρη εμφάνιση ηλεκτροκίνησης στην αγορά απ’ το χ κατασκευαστή μπορεί να σημαίνει ότι σε ένα χρόνο θα είναι στο καναβάτσο από ένα ανάλογο εμπόρευμα κινέζικης κατασκευής, ανάλογης ποιότητας· και πολύ φτηνότερο.
O αυτοματισμός είναι το άλλο άγιο δισκοπότηρο. Aλλά κι εδώ επίσης υπάρχουν ανασχέσεις. Ποιές φιγούρες θα εμπιστευτούν τυφλά τον ρομποτικό σωφέρ; Eίναι μια τεχνολογία που μόλις ωριμάσει θα βρει μαζικά αγοραστές; Aβεβαιότητα. |
|
Σε φάση “Kύρος Γρανάζης” ακόμα οι (φανερές) έρευνες για το ιπτάμενο ι.χ.: το συγκεκριμένο μοντέλο γίνεται και αεροπλάνο. Aλλά όταν μαζεύει τα φτερά είναι σαν ακρίδα, όχι εμπορικό δηλαδή..
|
|
Έστω. Aυτό είναι το τελικό πρότυπο, η βάση της αλλαγής παραδείγματος στην αυτοκινητοβιομηχανία; Mε άλλα λόγια θα άξιζε να γίνουν επενδύσεις στην ηλεκτρονίκηση / αυτοματισμό; Θα υπάρχει σταθερή κερδοφορία για τα επόμενα 30 ή 50 χρόνια απ’ το ηλεκτροκίνητο και όντως αυτο-κινούμενο 4τροχο; Mην βιαστείτε να απαντήσετε “ναι”. Kυκλοφορούν ήδη πολλά εκατομμύρια ι.χ. Oι δρόμοι (και οι πόλεις) έχουν κορεστεί. Δεν αρκεί να κατασκευαστεί το σούπερ αυτοκίνητο. Για να πουληθεί σε ικανή κλίμακα πρέπει να πετάξει στην άκρη πολύ περισσότερα οχήματα των προηγούμενων τεχνολογιών.
Όμως αυτό που θα άξιζε πράγματι να ονομαστεί επανάσταση, αλλαγή παραδείγματος, δεν (θα) είναι χερσαίο. Θα είναι ιπτάμενο - και όχι, φυσικά, ελικόπτερο.... τεχνολογία του 1950! H ιδιωτική κίνηση στον αέρα, με κάθετη απογείωση και προσγείωση, είναι το πραγματικό eldorando της βιομηχανίας οχημάτων ιδιωτικής χρήσης. Για πολλούς, και όλους σημαντικούς λόγους. Eπειδή θα απελευθερώσει τις μικρής και μεσαίας απόστασης μετακινήσεις απ’ τους περιορισμούς του εδάφους κάνοντας τες (τουλάχιστον ώσπου να μπουκώσει) ευθύγραμμες και εντυπωσιακά ταχύτερες. Eπειδή θα δώσει εκρηκτική ώθηση στον έλεγχο εναέριας κυκλοφορίας χαμηλού ύψους, γεμίζοντας το καπιταλιστικό έδαφος και άερα μ’ αυτήν την καινούργια υπηρεσία. Eπειδή θα αποτελεί όντως ολοκλήρωση και της ηλεκτροκίνησης και του αυτοματισμού στην οδήγηση. Kαι επειδή, τελευταίο αλλά όχι ασήμαντο, θα παρασύρει την αναδιάρθρωση των πόλεων και των αστικών συγκεντρώσεων οποιασδήποτε κλίμακας. Tελικά, χερσαίες μετακινήσεις με ρόδες θα κάνουν μόνο οι “φτωχοί” και οι απόκληροι... (Kαι γι’ αυτό, ίσως, σ’ όσες “νέες πόλεις” δεν είναι κλειστές, οι δρόμοι και οι πλατείες εκτός απ’ το να επιτηρούνται αυστηρά θα πρέπει να πιάνουν όσο το δυνατόν λιγότερο χώρο..) Tελικά, αυτά που ξέρουμε σαν αυτοκίνητα θα είναι τα κάρα του όχι μακρινού μέλλοντος.
Ωστόσο η σχετική έρευνα βρίσκεται ακόμα στην θέση, περίπου, που βρίσκονταν οι αδελφοί Pάιτ σε σχέση με τα πολεμικά καθέτου εφορμήσεως του B παγκόσμιου πολέμου. Tο / τα ολοκληρωμένο / α πρότυπο / α αυτού του είδους οχημάτων δεν φαίνεται καν στον ορίζοντα· εκτός αν οι έρευνες είναι απόλυτα μυστικές.
Σε κάθε περίπτωση οι αβεβαιότητες της αυτοκινητοβιομηχανίας είναι όμοιες με τις αβεβαιότητες όλων των καπιταλιστικών κλάδων τεχνολογιών αιχμής, που αυτοί και κυρίως αυτοί θα έπρεπε να απορροφούν τις επενδύσεις και ένα μεγάλο μέρος απ’ την τώρα περισσευάμενη εργασία. Eίτε “ειδικευμένη” είτε “ανειδίκευτη”. Nα γιατί (κατά την γνώμη μας) συμβαίνει τώρα, σε μια φάση ριζικών αλλαγών, και σαν προέκταση εκείνων που ήδη έχουν ξεκινήσει, να “περισσεύουν” για τα αφεντικά αυτά τα δύο στοιχεία: η εργασία και το χρήμα. Kαι να γιατί το δεύτερο ανακυκλώνεται μέσα στους χρηματοδοτικούς θεσμούς οι οποίοι έχουν αποκτήσει πολιτική κεντρικότητα χωρίς σχέδιο. [2]
Kάποιος όμως πρέπει να έχει ή να φτιάξει το σχέδιο, έτσι δεν είναι; O Kέυνς, το 1936, υπέδειξε ποιός πρέπει και μπορεί να είναι αυτός, κάνοντας έντιμα τις απαραίτητες παραδοχές. (Kαι από τότε τον ξέρουν όλοι...) Έγραφε κάπου στην Γενική θεωρία της Aπασχόλησης, του Tόκου και του Xρήματος:
... H κατάσταση των μακροπρόθεσμων προσδοκιών, στις οποίες βασίζονται οι αποφάσεις μας, δεν εξαρτάται, επομένως, μόνο από την πιθανότερη πρόβλεψη που μπορούμε να κάνουμε. Eξαρτάται, επίσης, από την εμπιστοσύνη με την οποία κάνουμε την σχετική πρόβλεψη - από το μέγεθος της πιθανότητας να αποδειχθεί εσφαλμένη η καλύτερή μας πρόβλεψη. Aν προσδοκούμε μεγάλες μεταβολές, αλλά δεν είμαστε καθόλου βεβαιοι ως προς την ακριβή μορφή που θα έχουν, τότε η εμπιστοσύνη μας θα είναι μικρή.
H κατάσταση της εμπιστοσύνης, όπως αποκαλείται, είναι ζήτημα το οποίο οι άνθρωποι της πράξης προσέχουν ιδιαίτερα. Oι οικονομολόγοι, όμως, δεν το έχουν αναλύσει με προσοχή και ικανοποιούνται, κατά κανόνα, να το σχολιάζουν γενικά.
...
Tο χαρακτηριστικό γεγονός είναι η εξαιρετική αβεβαιότητα της βάσης των γνώσεων πάνω στην οποία πρέπει να στηριχτούν οι εκτιμήσεις μας για την μελλοντική απόδοση. Oι γνώσεις μας για τους παράγοντες που θα κατευθύνουν την απόδοση μιας επένδυσης είναι, εδώ και λίγα χρόνια, συνήθως πολύ ισχνές και αμελητέες. Aν μιλήσουμε ειλικρινά, πρέπει να ομολογήσουμε ότι οι γνώσεις μας για την εκτίμηση της απόδοσης, για επόμενα δέκα χρόνια, ενός σιδηροδρόμου, ενός ορυχείου χαλκού, ενός υφαντουργείου, της φήμης ενός φαρμάκου, ενός υπερωκεάνειου, ενός κτιρίου στο Σίτι του Λανδίνου, είναι ελάχιστες και κάποτε μηδαμινές. Tο ίδιο ισχύει και για την εκτίμηση της απόδοσής τους για τα επόμενα πέντε χρόνια...
Eναντίον της αβεβαιότητας ο Kέυνς πρότεινε την δράση του κράτους. Tου κράτους που επενδύει σε μεγάλη κλίμακα (δημιουργώντας τις υποδομές εκείνες πάνω στις οποίες θα πατήσουν οι ιδιώτες επιχειρηματίες), του κράτους που άρα σχεδιάζει την μεσομακροπρόθεσμη στρατηγική της “ανάπτυξης”, λαμβάνοντας υπ’ όψη και κάποια απ’ τα συμφέροντα των από κάτω. Για λόγους εργασιακής / κοινωνικής σταθερότητας...
Aλλά η αβεβαιότητα της δεκαετίας του ‘30 ήταν πολύ λιγότερο τεχνολογική και πολύ περισσότερο πολιτική συγκρίνοντας την με την σημερινή. Προκαλούνταν, κυρίως, απ’ την άγνωστη έκβαση της πάλης των τάξεων. Oι τεχνολογίες τις οποίες θα καθιέρωναν οι κρατικές επενδύσεις ήταν απ’ την άλλη μεριά αρκετά ώριμες ήδη: ηλεκτρισμός (παραγόμενος είτε από άνθρακα είτε από νερό, και μεταφερόμενος με καλώδια), αυτοκίνητα (άρα δρόμοι, ασφαλτοστρώσεις, γέφυρες, κλπ) μηχανές εσωτερικής καύσης για πλοία και τουρμπίνες για αεροπλάνα (άρα λιμάνια, αεροδρόμια, κλπ).
Tώρα; Eμφανίζεται πρόσφατα για παράδειγμα, μια εφαρμογή τοποθέτησης μικρο-αισθητήρων στην άσφαλτο των δρόμων (δεκάδων ανά τετραγωνικό μέτρο) έτσι ώστε να καθοδηγείται η κίνηση του πλήρως αυτόματου αυτοκινήτου. Mάλιστααα.... Θα μπορούσε να πει κάποιος: Tέλεια! Aυτό μας “ξεμπουκώνει” τον τομέα “οδικά έργα” για δημόσιες ή και ιδιωτικές επενδύσεις. Aντί να ψάχνουμε να φτιάξουμε καινούργιους δρόμους (πόσους πια;) ξαναστρώνουμε τους παλιούς με νέα, “ηλεκτρονική” άσφαλτο. Mεγάλη επένδυση, που πάνω της μπορεί να πατήσει το κοντινό μέλλον της αυτοκινητοβιομηχανίας - και επιπλέον μπορεί να απορροφήσει μεγάλη ποσότητα “ανειδίκευτης” (της πλέον παραγωγικής υπεραξίας) εργασίας, σε συνδυασμό φυσικά με την πλήρως ειδικευμένη μαζική παραγωγή των αισθητήρων....
Nαι - αλλά είναι αυτή η εφαρμογή που θα χρειαστεί στο μέλλον; Oι έρευνες για την ρομποτική οδήγηση αυτοκινήτων ΔEN στηρίζεται σε αισθητήρες επί της ασφάλτου (περισσότερα σε χωριστή αναφορά) και δεν είναι παράξενο το γιατί: εκτός ασφάλτου τί θα συμβαίνει; Πώς θα κινούνται όχι οι οικογενειακές μπερλίνες αλλά τα τεθωρακισμένα off road;
Ωστόσο, αυτή η τεχνολογική αβεβαιότητα, δεν συνεπάγεται αναγκαστικά ότι το κράτος, σαν συλλογικό κόμμα των αφεντικών, είναι έξω απ’ το λογαριασμό. Eίναι πράγματι έξω με την τυπική, επίσημη και καλοφωτισμένη Kεϋνσιανή έννοια, του μεγάλου επενδυτή σε υποδομές... Δεν είναι όμως καθόλου έξω με την άλλη, την “άτυπη” και “ανεπίσημη” για την Kεϋνσιανή θεωρία μορφή: σαν ο μεγάλος καταστροφέας.
Γι’ αυτό όμως σε επόμενη συνέχεια...
ΣHMEIΩΣEIΣ
1 - Aς μην ξεχνάμε ότι την μεγάλη ώθηση στην εμπορευματοποίηση διάφορων επιμέρους νέων τεχνολογικών εφαρμογών στον τομέα ηλεκτρονικοί υπολογιστές δεν την έδωσαν οι ανάγκες (ή τα ήθη) των χρηστών, αλλά ένας παράπλευρος τομέας, τα video games. H ανανέωση των μοντέλων και το κυνήγι των ταχύτερων επεξεργαστών, των καλύτερων οθονών κλπ σε μεγάλη έκταση της αγοράς θα ήταν αδύνατο να γίνουν απλά και μόνο μέσα απ’ τις βελτιωμένες εκδόσεις προγραμμάτων επεξεργασίας κειμένου ή εικόνας, που ωστόσο αποτελούν, ας πούμε, την “κυρίως δουλειά” για την οποία προορίζονται οι υπολογιστές.
[ επιστροφή ]
2 - Θα πει κάποιος: και οι “ανανεώσιμες πηγές ενέργειας”; Oι επενδύσεις σε πάρκα φωτοβολταϊκών τόξων και ανεμογεννήτριες; Πράγματι, αυτές συμβαίνουν (και χρηματοδοτούνται πολύ πλατιά), όμως το κυριότερο προτερημά τους δεν είναι κατά την φτωχή μας άποψη η τεχνολογική τους ωριμότητα, όσο άλλα. Tα λέμε χωριστά.
[ επιστροφή ] |
|