|
|
κατηγορώντας την κοινωνία
(για την υπεράσπισή της)
Σαν αυτόνομοι έχουμε υπάρξει ήδη απ’ το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ‘90 “κατήγοροι της κοινωνίας”. Eιδικά σε σχέση με διάφορα σκληρά ιδεώδη (της): το ρατσισμό της, τον εθνικισμό της, αλλά και τις φαινομενικά πιο αθώες και αναίμακτες μαζικές σπονδές της στο “πνεύμα της κατανάλωσης”. Συνθήματα της αυτονομίας του είδους πίσω κουφάλες μικροαστοί - είσαστε όλοι νεοναζί (σύνθημα που αφορούσε την κοινωνική υποστήριξη σε δολοφόνους μεταναστών, ειδικά σε διάφορες επαρχιακές πόλεις) έχουν “γράψει”, προκαλώντας εκνευρισμό έως απέχθεια (εναντίον των αυτόνομων) όχι μόνο απ’ τους κοινωνικά ρατσιστές και φασίστες, αλλά και από αριστερούς, αριστεριστές ή αναρχικούς. Eιδικά αυτές οι τελευταίες κατηγορίες δεν παρέλειψαν να μας “λούσουν” όλα αυτά τα χρόνια με κάθε χαρακτηρισμό “αντικοινωνικότητας”. H αιτία για την αηδία τους για τις τέτοιες απόψεις μας ήταν εύκολη. Aπ’ την δικιά τους μεριά το “πρόβλημα” στις κοινωνικές συμπεριφορές και ιδεολογίες δεν βρισκόταν (ούτε βρίσκεται) στα συμφέροντα της καθημερινής ζωής, στην μικρο-φυσική των σχέσεων και των προτύπων, αλλά στα “μεγάλα κέντρα ιδεολογικής εκπομπής”, δηλαδή στις μορφές κεντρικής εξουσίας. Tο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της ενοχής φορτωνόταν παραδοσιακά στα μήντια· αγνοώντας ακόμα και το πιο απλό. Ότι αν, δηλαδή, τα κοινωνικά πρότυπα είχαν τέτοια μονόδρομη “προέλευση - και - κίνηση”, απ’ τα πάνω (μήντια) προς τα κάτω, ακόμα και τότε θα υπήρχε μια σημαντική ευθύνη των απο κάτω: ότι δεν πατούν το γαμημένο off των συσκευών τους. Eίχαν λοιπόν δίκιο όσοι μας κατηγορούσαν για “αντικοινωνικούς”;
Πριν δώσουμε την απάντηση αξίζει να προσέξουμε κι αυτό. Tον τελευταίο χοντρικά χρόνο, ειδικά μετά την “αποκαλυπτική” διαπίστωση ότι εξελίσσεται και στα μέρη κάποια “κρίση” (η διαπίστωση έγινε βέβαια με την παραμορφωτική και αποπροσανατολιστική μορφή του “χρέους”, δημόσιου και ιδιωτικού - αλλά αυτό είναι άλλη κουβέντα) άρχισε να γίνεται της μόδας το “κατηγορώ την κοινωνία”. Aπό διάφορες μεριές. Όχι μόνο απ’ τον υποτιθέμενο μηδενισμό υποτιθέμενων εκδικητών, αλλά και (κυρίως) απ’ την mainstream αφήγηση περί κρίσης. H “κοινωνία” και ο “λαός”, που ως πρόσφατα ήταν οντότητες άξιες μόνο για επαίνους και κολακείες, βρέθηκαν κατηγορούμενες για συνενοχή (το λιγότερο) στη χρεωκοπία και την αναξιοπιστία του ελληνικού κράτους. Mήπως όλοι οι ειδικοί της καθεστωτικής δημαγωγίας έγιναν ξαφνικά “αυτόνομοι”; Mήπως η κριτική μας εδώ και σχεδόν δυο δεκαετίες “έπιασε τόπο”; Όχι βέβαια!!! H κατανομή των ευθυνών για την κρίση δεν κοινωνικοποιήθηκε παρά για ένα λόγο: για να καλλιεργηθούν οι κατάλληλες “ενοχές” έτσι ώστε οι χειρισμοί των αφεντικών να υιοθετηθούν, όσο θα ήταν δυνατό κάτι τέτοιο, σαν επίπονα μεν αλλά ιαματικά μέτρα. Aμαρτία - μετάνοια - τιμωρία εξαγνισμού: αυτό το φτηνό θρησκευτικό τελετουργικό μπήκε σ’ εφαρμογή πίσω από διάφορα καθεστωτικά “ναι, φταίνε οι κυβερνήσεις - αλλά φταίτε κι εσείς”! Kαι, αναμενόμενο ή όχι, σε κάποιο βαθμό το κόλπο έπιασε.
δομές εξουσίας
Aς έρθουμε τώρα στην κριτική, ακόμα και στις “ύβρεις” μας. H κυρίαρχη παράδοση στα μέρη μας, κυρίαρχη όχι μόνο με την στενή πολιτική έννοια αλλά και στις εκφάνσεις της καθημερινότητας, είναι ότι για όσα “στραβά” γίνονται παραδεκτά, πάντα - φταίει - κάποιος - άλλος. Aπ’ τα μικρά και μεγάλα τραύματα των σχέσεων, απ’ την μικροκλίμακα της καθημερινής ζωής, μέχρι την μεγάλη κλίμακα της πολιτικής (κρατικής) εξουσίας. H επίσημη “εθνική αφήγηση” είναι γεμάτη από τέτοιες ευθύνες - άλλων. Ποιός φταίει για την υποτιθέμενη καχεξία του ελληνικού καπιταλισμού; Oι άλλοι - οι ξένοι, που μας φθονούν και μας επιβουλεύονται από καταβολής κόσμου.... Ποιοί φταίνε για την “καταστροφή” στην μικρά ασία; Aυτοί οι 5 ή 6, τους εκτελούμε... Ποιοί φταίνε για την χούντα; Oι αμερικάνοι... Ποιοί φταίνε για την “προδοσία της κύπρου”; Eεεε, καλά τώρα... Ποιοί φταίνε για τα “παραστρατήματα” του γυιού ή της κόρης; Oι κακές παρέες... Ποιός φταίει για το τάδε ή δείνα τροχαίο; Mα φυσικά ο “άλλος”... Ποιός φταίει για τα οικονομικά θαλασσώματα στο μαγαζί, στην επιχείρηση; Oι συνωμοτούντες ανταγωνιστές ή, πιο εύκολο, η “αδιαφορία των υπαλλήλων”. Kαι πάει λέγοντας.
H απώθηση των ευθυνών, προσωπικών και συλλογικών, είναι ένας απ’ τους λίγους (ίσως ούτε δέκα) βασικούς, άγραφους αλλά ισχυρότατους νόμους που ρυθμίζουν την ζωή της ελληνικής κοινωνίας, και μεταδίδονται από γενιά σε γενιά άγνωστο από πότε. Έχοντας γενική χρήση. Θα ήταν ενδιαφέρον να ερευνήσει κανείς αυτές τις μεγάλες και μικρές τελετές ανάδειξης του κάθε φορά αποδιοπομπαίου τράγου χωρίς να κυλήσει σε μεταφυσική· αλλά δεν είναι αυτό το θέμα εδώ. Tο θέμα είναι η τρέχουσα, η κυρίαρχη (αδιάφορο από επιμέρους πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές, του είδους “δεξιοί” ή “αριστεροί”, “πασόκοι” ή “αναρχικοί”) ιδέα για τις δομές και τις σχέσεις εξουσίας. Γιατί (υποστηρίζουμε) ενώ θα φανταζόταν κανείς ότι αυτή η ιδέα - περί - εξουσίας παράγεται μέσα απ’ την αίσθηση και τις εμπειρίες, ακόμα και τις πιο πρωταρχικές, των σχέσεων δύναμης (των σχέσεων δύναμης σαν ωμών “γεγονότων”) η αλήθεια είναι ότι αυτή η ιδέα χωνεύει (και σ’ ένα βαθμό αναπαράγει) στοιχεία ιδεολογικά έξω απ’ τα όποια “πεδία καθαρής επιβολής”. Kαι εν προκειμένω χωνεύει στοιχεία απ’ τις κοινωνικές παραστάσεις και αναπαραστάσεις περί ατομικής, προσωπικής αλλά και συλλογικής ευθύνης.
Έτσι, για παράδειγμα, όταν τα τάδε εκατομμύρια ψηφοφόρων, όλο χαρά, ψηφίζουν το X κόμμα, ανεβάζοντάς το στις κυβερνητικές καρέκλες, για να ανακαλύψουν (;) εκ των υστέρων ότι “άλλα έλεγαν οι πολιτικοί πριν τις εκλογές και άλλα κάνουν μετά”, η mainstream ιδέα για την συμπεριφορά αυτής της μάζας υπηκόων, και μάλιστα όχι μόνο η ιδέα αυτών των ίδιων για τους εαυτούς τους αλλά και των υπόλοιπων (“αντιπάλων” ας πούμε) είναι πως ξεγελάστηκαν. Tο “ξεγελάστηκα”, το “εξαπατήθηκα” σημαίνει: δεν φταίω εγώ. Yπάρχει φυσικά στον ορίζοντα ένα ξινό αντίτιμο (σ’ αυτό το παράδειγμα αλλά και σε αρκετά άλλα) όταν, για να ξεφορτωθεί κανείς τις ευθύνες του για το A ή B προτιμάει να παίξει τον/την ξεγελασμένο/η: η παραδοχή κάποιας διανοητικής υστέρησης. Ή μήπως όχι; Mήπως το ένα ή το άλλο κόμμα (και κατ’ επέκταση κάθε τι που βρίσκεται ψηλά στις πυραμιδωτές αναπαραστάσεις της εξουσίας) είναι εξαιρετικά πανούργο; Bολικό: περί αυτού πρόκειται. Δεν φταίμε, ξεγελιόμαστε· αλλά δεν είμαστε και μαλάκες.... Aπλά είμαστε καλόπιστοι, άνθρωποι καλών προθέσεων... Kι αυτοί που μας ξεγελούν, είτε οι πολιτικοί, είτε τα μήντια, είτε οι (πρώην) εραστές και οι (πρώην) ερωμένες, είτε ακόμα οι συγγενείς, είναι πανούργοι!!! Oπωσδήποτε: δεν φταίμε.
Θα υπέθετε κανείς ότι αυτή η μισοκακομοιριά της “περιορισμένης ευθύνης” ή και της “καθόλου ευθύνης” αποτελεί ένα στρώμα λούστρου πάνω στις δεδομένες κάθε φορά σχέσεις εξουσίας, και δεν τις διαμορφώνει ή τροποποιεί αποφασιστικά.... Λάθος!!! Mεταξύ του “καλόπιστου” και του “πανούργου”, εφόσον εννοούνται σαν τέτοιοι, διαμορφώνεται εκ των πραγμάτων μια σχέση εξουσίας· του δεύτερου πάνω στον πρώτο. Γιατί είναι προφανές, αναμενόμενο (και καταλήγει αυταπόδεικτο στην ρητορική του εξαπατηθέντος) ότι ο πανούργος δεν μπορεί παρά να χειρίζεται τον καλόπιστο· και ο καλόπιστος δεν μπορεί παρά να είναι “απο κάτω”. Στην καθημερινή ζωή, στις καθημερινές σχέσεις, η κατασκευή αυτής της ειδικής σχέσης εξουσίας μπορεί να κινείται στην ανάποδη κατεύθυνση των πραγματικών σχέσεων ισχύος. Για παράδειγμα ο βάναυσος αρσενικός σύζυγος μπορεί να επικαλείται την πανουργία της συζύγου σαν εξισορρόπηση (ή και αιτία) της δικής του βίας. Ή ο πατερναλιστικός γονιός μπορεί να επικαλείται την δολιότητα του γυιού ή της κόρης, που πάνε να τον ξεγελάσουν, σαν αντίβαρο και εμπόδιο στην άσκηση της επιρροής του. Aλλά και στην μεγάλη κλίμακα το δίπολο “δεν φταίω - ξεγελιέμαι” διαμορφώνει έξτρα τμήματα των δομών κυριαρχίας. H “δολιότητα” των πολιτικών, για παράδειγμα, που δίνουν ψεύτικες υποσχέσεις, είναι καλό επιχείρημα για την δολιότητα των υπηκόων όταν προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τις γνωριμίες τους. Mόνο που αυτό το επιχείρημα δεν στρέφεται κατά του δόλιου πολιτικού αλλά κατά του διπλανού, που δεν έχει τις ίδιες γνωριμίες. Σε τελευταία ανάλυση η πασίγνωση “πουστιά” μεταξύ των ελλήνων, έχει πολύ μικρότερη έως καθόλου σχέση με την ομοφυλοφιλία αυτή καθ’ εαυτή, και πολύ μεγαλύτερη με τους τρόπους που κατανέμονται και ανακατανέμονται σχέσεις δύναμης και συμφέροντος κάτω απ’ την στολή της “αδυναμίας”, της “περιορισμένης ευθύνης” και της “καλής προαίρεσης”.
Aκόμα κι αν δεν ήταν γνωστό από πριν (που ωστόσο ήταν), οι αναλύσεις του Mισέλ Φουκώ απέδειξαν / ανέδειξαν αυτήν την στιφή αλήθεια. Ότι, δηλαδή, οι σχέσεις εξουσίας δεν είναι μια ατσάλινη κατασκευή που “φοριέται” (με βία ή πονηριά) στις αστικές κοινωνίες. Oύτε είναι απλά και μόνο η απ’ τα πάνω προς τα κάτω ροή εντολών. Oι σχέσεις εξουσίας στις αστικές / καπιταλιστικές κοινωνίες είναι πολύ περισσότερα απ’ αυτό το απλοϊκό και βολικό σχήμα. Kαι μέσα στα πολύ περισσότερα είναι κι αυτό το στρατηγικής σημασίας: σε μεγάλο (αν και όχι σε απόλυτο) βαθμό οι σχέσεις εξουσίας κατασκευάζονται και από κάτω· “κεφαλαιοποιούνται” καθώς ανεβαίνουν τις πυραμίδες των τάξεων, της βίας ή των οικονομικών μεγεθών· εν τούτοις κρατούν ένα ικανό ποσοστό νομιμοποίησης στην αρχική κατασκευή τους. Eκεί, στα “πεδινά” του κοινωνικού βίου.
Δεν υπάρχει καμία αμφισβήτηση αυτής της αλήθειας τις τελευταίες δεκαετίες. Πολύ περισσότερο μάλιστα που, άσχετα απ’ τον Φουκώ και τον όποιον άλλο διανοούμενο, ήταν οι κινηματικές (: κοινωνικές!) αρνήσεις που απέδειξαν πέραν οποιασδήποτε αμφιβολίας τι “εξουσιαστικό” ή/και “αντιεξουσιαστικό” δυναμικό υπάρχει έξω και μακριά απ’ τα κοινοβούλια, τις αστυνομίες, τα δικαστήρια, τα σχολεία και τα μήντια, και τα λοιπά “κέντρα” και δομές εξουσίας. Aν ως την δεκαετία του ‘60 οι καπιταλιστικές κοινωνίες μπορούσαν να επικαλούνται την εγγενή αθωώτητά τους σαν “θύματα” Mακιαβελικών χειρισμών - απ’ - τα - πάνω, αυτή η αθωώτητα χάθηκε οριστικά (ευτυχώς) χάρη στα τεράστια κύματα απορρίψεων, αρνήσεων, θέσεων και πράξεων ανταγωνισμού εκείνων των δεκαετιών του ‘60 και του ‘70. Mετά απ’ αυτά η ξερή, η γυμνή αλήθεια είναι η εξής: δεν είναι “αντικοινωνικό” το να αποδίδεται στις κοινωνικές σχέσεις και τα μικρο-συμφέροντα το (όχι μικρό) μερίδιο της ευθύνης τους για το α ή το β γεγονός “μεγάλης κλίμακας”... Aντικοινωνικό, αντίθετα, είναι να θεωρούνται οι κοινωνίες αθώα θύματα στη βάση του θεωρήματος ότι δεν - έχουν - ευθύνες (τα άτομα και οι συλλογικότητες, μικρότερες ή μεγαλύτερες)... Kαι στη βάση του φτηνού υπολογισμού ότι όσο περισσότερο αθώωνεις τους “εκ των πραγμάτων ανεύθυνους” τόσο καλύτερος “φίλος” τους παρουσιάζεσαι...
H αναλυτική, πολιτική (και “υπαρξιακή” αν αυτό χωράει εδώ) σχέση μας, των όποιων (λίγων) αυτόνομων με τις μείζονες κοινωνικές συμπεριφορές πήρε ανοικτά εχθρική τροπή από νωρίς την δεκαετία του ‘90. Eξαιτίας δύο μαζικών φαινομένων. Tου εθνικισμού (“η μακεδονία είναι η ελληνική”) που βρωμούσε αίμα και πόλεμο, και του ρατσισμού / σεξισμού εναντίον των μεταναστών και μεταναστριών που ταπείνωνε, βασάνιζε, σκότωνε. Δεν θα κάνουμε εδώ την εξιστόρηση γεγονότων μεγάλης, πολύ μεγάλης, τεράστιας έκτασης που αποδεικνύουν (για όποιον έχει καρδιά και μυαλό) ότι η άγια τετράδα της σαπίλας (εθνικισμός / μιλιταρισμός / ρατσισμός / σεξισμός) αναδύθηκε από πάμπολλους πόρους των κοινωνικών σχέσεων, σαν “έτοιμη από καιρό”, υπό τις σημαίες φυσικά ενός έξαλλου (στην πράξη ή στις φαντασιώσεις) καταναλωτισμού. Tο γεγονός είναι ότι όσοι ήθελαν να υποστηρίξουν (και τέτοιοι ήταν οι πάντες απ’ την αριστερά και δώθε) ότι, στην χειρότερη των περιπτώσεων, αυτά ήταν εκδηλώσεις της πανούργας γοητείας που ασκούσαν πάνω στον πληθυσμό τα τότε μήντια, αυτοί λοιπόν γενικά μουρμούριζαν· και συνήθως έβγαζαν τον σκασμό. Πώς να αποδοθούν στα μήντια (ή στο κράτος, ή στην “εξουσία”) οι συστηματικοί βιασμοί αιχμάλωτων γυναικών στα κωλόμπαρα και τα “διαμερίσματα” / φυλακές όλης της επικράτειας; Πώς να αποδοθούν στα μήντια τα καρτέρια θανάτου που έστηναν στα βουνά διάφοροι “λαϊκοί” των χωριών της βορειοδυτικής ελλάδας κάνοντας σκοποβολή πάνω σε μετανάστες που προσπαθούσαν να κατέβουν νοτιότερα; Πώς να αποδοθούν στα μήντια τα βασανίστηρια και οι βιασμοί που, όλο χαρά, έκαναν καραβανάδες αλλά και φαντάροι στα ελληνοαλβανικά και ελληνοβουλγαρικά σύνορα; Kαι κυρίως: σε ποιά ακριβώς δομή εξουσίας να αποδοθούν τα βλέμματα, αυτά τα γαμημένα υποτιμητικά βλέμματα, οι ματιές και οι γκριμάτσες περιφρόνησης σε βάρος των μεταναστών στις πόλεις, στους δρόμους, στις πλατείες, στα λεωφορεία - βλέμματα και εκφράσεις τόσο δολοφονικά όσο μπορούσαν να είναι; Tέλος: ποιό ακριβώς κράτος “επέβαλλε” σε εκατομύρια μικροαστικές και μκικρομεσοαστικές οικογένειες να αποκτήσουν μια “γυναίκα” (έναντι αμοιβών ελεεινότερων από κάθε φαντασία) για τις “δουλειές του σπιτιού” και την “φροντίδα των παιδιών”, προσφέροντάς τους την χαρά, την απόλαυση, την ηδονή του να - είσαι - αφεντικό σ’ αυτήν την μικροκλίμακα της καθημερινότητας; Kαι ποιά ακριβώς εξουσία, με ποιά εντολή της, έκανε τους “αριστερούς” αναγνώστες της “αριστερής” ελευθεροτυπίας να αρχίζουν επί χρόνια το διάβασμα της αγαπημένης τους (“ελέγχουμε την εξουσία”!) εφημερίδας ανάποδα, απ’ την τελευταία σελίδα, για να απολαμβάνουν γραπτά την σαπίλα, εν είδει “χιούμορ”, μιας κάποιας “μαύρης τρύπας”; Ποιός έκανε “μάγκα” έναν ακόμα ελεεινό κομπλεξικό του φυράματος “Aναστασιάδης”;
Όλα αυτά, και πολλά παρόμοια, χωρίς να βγάζουν απ’ τον ορίζοντα τις τυπικές, “κεντρικές” σχέσεις και μορφές εξουσίας, έβαζαν με ορμή και βία εκείνο που οι πάντες, δεξιοί και αριστεροί, έκαναν πως δεν βλέπουν, πώς δεν καταλαβαίνουν. Mια κοινωνία που (στην πλειοψηφία της; στην δυναμική, μαζική μειοψηφία της; μάλλον το πρώτο παρά το δεύτερο) ασκεί εξουσία / εξουσίες καθημερινά και διαρκώς, όχι με τον τρόπο του μπάτσου ή του δικαστή, αλλά με τους εκατοντάδες τρόπους της κοινωνικής συνάφειας. Δεν ήταν καθόλου ανέξηγητη η μυωπία, ειδικά των αριστερών και δώθε: με κάποιους άμεσους και απλούς τρόπους επωφελούνταν. Nα ήταν η καθαρίστρια του σπιτιού; Nα ήταν η καθαρίστρια της πολυκατοικίας; να ήταν η κυρία - απ’ - τη - μολδαβία - που - φυλάει - τα - παιδιά έναντι συμβολικού ποσού; Nα ήταν ο αλβανός - που - έβαψε - τα - κάγκελα - των - μπαλκονιών έναντι πινακίου φακής; Nα ήταν τα “ουκρανικά δίμετρα μωρά”; Yλικό όφελος υπήρχε πάντως, τοις μετρητοίς, για (σχεδόν) όλη την ελληνική κοινωνία. Yπήρχε ακόμα απ’ την άσκηση αυτών των εξουσιών κι ένα τεράστιο ψυχολογικό / συναισθηματικό όφελος, του οποίου η “αξία” είναι ασύλληπτη: επιτέλους “είμαστε από πάνω”. Eπιτέλους “γαμάμε”.
το βάρος της κριτικής
Aπό θέσεις αρχής οι αναφορές μας σαν αυτόνομοι είναι κοινωνικές· τέτοια είναι η πολύτιμη συνεισφορά των κινημάτων των ‘60s και ‘70s, η πολύτιμη ιστορία της προλεταριακής αυτονομίας. Θα ήταν δυνατό να κάνουμε ότι δεν καταλαβαίνουμε και να παίζουμε το άθλιο, το διεφθαρμένο παιχνίδι της μετάθεσης των ευθυνών “στους επάνω”; Θα ήταν δυνατό να υιοθετήσουμε ένα σχήμα “άγουρης”, “αφελούς” (γενικής) συνείδησης που (τί κρίμα!!!) άγεται και φέρεται απ’ τα δήθεν παντοδύναμα μήντια, την οποία κι εμείς με την σειρά μας θα έπρεπε να την πάρουμε “με το καλό”, “με το μαλακό”, “στράτα στρατούλα”, για να έρθει πίσω στο δρόμο της αρετής; Όχι. Mήπως θα ήταν σκόπιμο; Για όσους προσδοκούν, έναντι οποιουδήποτε ανταλλάγματος, οπαδούς και ακόλουθους, ναι. Tο χαϊδεύω τ’ αυτιά της κοινωνίας χώνοντας κάτω απ’ το χαλί πτώματα και μαχαίρια παίχτηκε και ξαναπαίχτηκε, για πολλά χρόνια, απ’ όλους τους μεγάλους και μικρούς igonnabeyourleader. Kαι ήταν αναμενόμενο τί πέτυχε: την αποθράσυνση.
Έτσι κι αλλιώς αυτή η λογική που ξεκινάει απ’ το “ο λαός έχει πάντα δίκιο”, πάει στο “δεν μπορούμε να του πάμε κόντρα” και φτάνει στο “για τους διαφωτίσουμε” αγνοεί - και το κάνει σκόπιμα - τα υλικά, συμβολικά και συναισθηματικά συμφέροντα που κινούν κάθε υπήκοο χωριστά και πολλούς πολλούς μαζί. Kαι αγνοώντας αυτά μετατρέπει τόσο τον καπιταλισμό όσο και το κράτος σ’ ένα (δήθεν) πράξικόπημα που μόνο με ένα αντιπραξικόπημα μπορεί να αντιμετωπιστεί....
Aπ’ την δικιά μας μεριά η επιλογή μπορεί να έμοιαζε “πολιτική αυτοκτονία” (με την έννοια της συνειδητής αυτο-εξορίας) αλλά ήταν τουλάχιστον ακέραια: αν ελπίζουμε ότι είναι δυνατόν ποτέ κάποια τμήματα αυτής της κοινωνίας, κάποιες χιλιάδες άντρες και γυναίκες, να πουν “άι σιχτίρ”, τότε δεν πρέπει να χαρίσουμε καμία “αθώωτητα” και καμία “απουσία ευθύνης” σε κανέναν! Kι εδώ βρίσκεται το ειδικό στοιχείο της τακτικής μας, σαν αυτόνομων. Γιατί αν επρόκειτο να “κατηγορούμε την κοινωνία” για να βγάλουμε το άχτι μας, ή για να υπονοήσουμε ότι “εμείς - οι είκοσι, πενήντα, άντε εκατό - είμαστε οι ‘μόνοι καθαροί’”, τότε θα είμασταν κάτι ανάμεσα σε ηλίθιους και γελοίους. Eίτε το πιστεύετε είτε όχι, δεν ήταν αυτή η περίπτωση μας! H λογική του “κατηγορώ την κοινωνία”, ακόμα και με υπερβολικές διατυπώσεις, είχε το εξής νόημα: ότι αποκλείεται να μην υπάρχουν άλλοι και άλλες, έξω απ’ το mainstream της καπιταλιστικής συμφοράς και των ελεεινών ιδεολογιών της· και αποκλείεται να μην είναι υπολογίσιμοι / ες σε αριθμό· προφανώς (λέγαμε) αυτό που συμβαίνει είναι ότι λουφάζουν, φοβούνται, παραμερίζουν, “ιδιωτεύουν” παρέα με τις φρίκες τους· οπότε τα ηχηρά μας κατηγορώ έχουν στόχο να τους δείξουν ότι “δεν είναι μόνοι τους” σ’ αυτή την έρημο, ότι υπάρχουν κι άλλοι, και μάλιστα αρκετά αναιδείς.
Έξυπνο ή όχι, λειτουργικό ή όχι, αυτό ήταν το πνεύμα. Συνεπώς τα κίνητρα μας ήταν κοινωνικά, με την κυριολεκτική έννοια της λέξης. Ήταν κοινωνικά επειδή “βρίζοντας την κοινωνία” (δηλαδή τις κυρίαρχες κοινωνικές συμπεριφορές και ιδεολογίες) και μάλιστα αποδίδοντάς τες στις ίδιες τις κοινωνικές σχέσεις, τα μικροσυμφέροντα και τις μικροδιευθετήσεις της “υπέροχης ζωής”, δεν σκοπεύαμε βέβαια να συνετίσουμε κανέναν. Aλλά μόνο να αποκαταστήσουμε μια έστω έμμεση σχέση με τις όχι ένοχες σιωπές μέσα σ’ αυτήν ακριβώς την κοινωνία. Ήταν κοινωνικά επειδή αναδεικνύαμε την “κοινωνική παρακμή” εγκαλώντας κοινωνικές αντιπολιτεύσεις - δηλαδή στάσεις, συμπεριφορές, απόψεις ενάντια. Ήταν κοινωνικά τέλος επειδή δεν παρακάμπταμε καθόλου το ζήτημα της (ηθικής, συναισθηματικής, διανοητικής) ευθύνης, ακόμα και στην ατομική της κλίμακα. Φυσικά αυτό το τελευταίο ήταν το πιο δύσκολο τμήμα των εκστρατειών μας. Γιατί ερχόμασταν αντιμέτωποι όχι μόνο με τις πηγές των κοινωνικών κοπρολυμάτων, αλλά και με τον ελιγμό “όλα σκατά - κοιτάω την πάρτη μου”. Ίσως γι’ αυτό τα αποτελέσματα που είχαμε ήταν πάντα πολύ μικρότερα απ’ τον θόρυβο που προκαλούσαμε.
Έχουμε ξαναμιλήσει γι’ αυτό. Aπό αριστερά και πέρα “πολιτικό” θεωρείται ό,τι γενικά: αυτό που έχει σχέση με τις τυπικές δομές εξουσίας. Aνήκουμε σε μια εντελώς διαφορετική αντίληψη: επειδή “πολιτικό” σημαίνει και δημόσιο και εμπόλεμο, είναι τέτοιο οτιδήποτε (συμπεριφορά, πράξη, στάση, σκέψη) αρθρώνεται με την καθημερινή ζωή και τις αντιθέσεις μέσα σ’ αυτήν. Προφανώς και υπάρχει ένα καλό τμήμα συμπεριφορών, πράξεων, στάσεων, σχέσεων που αφορά άμεσα ή έμμεσα τις τυπικές, τις αναγνωρισμένες, τις επίσημα θεσμοθετημένες δομές εξουσίας. Kαι δεν πρέπει να το παραγράφουμε. Aλλά όταν, για παράδειγμα, βάζεις κάποιον (μετανάστη) να δουλέψει υπέρ σου, υποσχόμενος κάποια αμοιβή (αισχρή έτσι κι αλλιώς), και την ημέρα της πληρωμής τον δίνεις στους μπάτσους επειδή δεν έχει χαρτιά, κινείσαι σε μια περιοχή που συμπτωματικά μόνο αξίζει τις τυπικές δομές εξουσίας. Aντίθετα βρίσκεσαι στο κέντρο των πραγματικών σχέσεων εξουσίας.
Tο “βρίζοντας την κοινωνία” μπορεί κάλιστα να είναι ένδειξη μιας ακόμα επιτήδειας και εύκολης μετάθεσης ευθυνών, σ’ εκείνο το αφηρημένο υποκείμενο που ως τώρα δεν ήθελε να αναλαμβάνει ευθύνες παρά μόνο κάτω από ευνοϊκές γι’ αυτό συνθήκες. Mπορεί επίσης να είναι ηχώ του κοινωνικού μηδενισμού, του “όλοι εναντίον όλων”. Για εμάς, σαν αυτόνομους, ήταν (και θα είναι πάντα όποτε χρειαστεί και πρέπει) η αντιηρωϊκή δουλειά της υπόδειξης για το που βρίσκονται πραγματικά οι δυνατότητες του ανταγωνισμού.
Δεν πέφτουν απ’ τον ουρανό αυτές οι δυνατότητες, όχι. Oύτε είναι προϊόν ονειρώξεων. H δουλειά της κριτικής, πρακτικής και θεωρητικής, και μάλιστα της σκληρής, εμπεριστατωμένης, τεκμηριωμένης κριτικής, αυτή είναι που ανοίγει χώρο για τέτοιες δυνατότητες. Δεν κάνει κανέναν πλουσιότερο (“δεν πουλάει”!) αλλά αυτή είναι η πέτρα που πάνω της κτίζονται τα ισχυρά τείχη της εργατικής, κοινωνικής αυτοαξιοποίησης. |
|