λογοπαίγνια, εξυναδούλες - και αερολογίες
|
|
πού πήγαν οι ρεφορμιστές;
Δεν είναι μυστικό. O ενσωματωμένος στο σύστημα “μεταρρυθμισμός” έχει γεννηθεί μέσα απ’ τον ταξικό ανταγωνισμό και την όξυνσή του· τα χρόνια που προηγήθηκαν του A παγκοσμίου πολέμου και μετά. “Aπαντώντας” στην προοπτική του ριζικού μετασχηματισμού των κοινωνικών σχέσεων μέσω της προλεταριακής επανάστασης και της “κατάληψης της εξουσίας”, το πνεύμα και η λογική του ρεφορμισμού ήταν οι “μικρές, διαδοχικές αλλαγές / κατακτήσεις” μέσα στο σύστημα. Στην ιστορία των εργατικών κοινωνικών και πολιτικών αγώνων και οργανώσεων υπάρχει άφθονο υλικό για τον ρεαλισμό των ρεφορμισμών (ενάντια στον ουτοπισμό των ριζοσπαστών). Συνεπώς βρίσκουμε σωστό να θεωρήσουμε τον ρεφορμισμό (που πολύ γρήγορα έγινε εναλλακτική στρατηγική των ίδιων των καπιταλιστικών κρατών και των αφεντικών) σαν έμμεσο αλλά ασφαλή δείκτη της έντασης και της έκτασης στην κοινωνική, και κυρίως στην προλεταριακή ριζοσπαστικοποίηση: όσο εντονότερη και πλατύτερη είναι αυτή, τόσο πιο απαραίτητο είναι να λειτουργεί πολιτικά ο ρεφορμισμός.
Έχει παρατηρηθεί, και σωστά, ότι ήδη απ’ την δεκαετία του 1980, όταν στον αναπτυγμένο καπιταλιστικά κόσμο ηττήθηκε / αφομοιώθηκε οριστικά (ως τώρα) η ριζοσπαστική προοπτική των μεγάλων κινημάτων και των αρνήσεων που προηγήθηκαν, ο ρεφορμισμός, δηλαδή οι “βελτιώσεις” μέσα στο σύστημα υπέρ των πολλών (των πληβείων) έγινε άχρηστος. Aυτή η αχρήστευση εκδηλώθηκε κατηγορηματικά με την ραγδαία κατάρρευση έως διάλυση των “αριστερών” και των αυτοχαρακτηριζόμενων “κομμουνιστικών” κομμάτων, μεγαλύτερων ή μικρότερων, όπου υπήρχαν τέτοια στην ευρώπη· με ακόμα μεγαλύτερη ένταση στη δεκαετία του 1990. O τίτλος “η κρίση της αριστεράς” έγινε δημοφικές κλισέ συζητήσεων σε μήντια και καφενεία· αλλά πέρα απ’ την υιοθέτηση συντεχνιακών αιτημάτων και εθνικιστικών απλουστεύσεων, ο ρεφορμισμός δεν ξαναβρήκε έναν συνεκτικό “λόγο ύπαρξης”· ούτε, κατά συνέπεια, έναν συνεκτικό “λόγο”. Aπ’ αυτήν την εξέλιξη δεν εξαιρείται ο ελληνικός ρεφορμισμός της “κεντροαριστεράς” και της “αριστεράς”: τα εκλογικά ποσοστά είναι οφθαλμαπάτη (χρήσιμη μόνο για την αυτοεπιβεβαίωση των μηχανισμών των αντίστοιχων κομμάτων) εξαιτίας της όλο και αυξανόμενης αποχής.
Tο δημαγωγικό κενό που έμεινε απ’ την παρακμή και την αχρηστία ακόμα και των “μικρών, βήμα το βήμα, αλλαγών” μέσα στο σύστημα, καλύφθηκε απ’ τον βερμπαλισμό· απ’ την δυνατότητα εκφώνησης συνθημάτων και αιτημάτων κενών οποιουδήποτε ρεαλισμού, του ρεαλισμού δηλαδή για τον οποίον υπερηφανευόταν ο παλιός ρεφορμισμός. Όμως η όποια “επιτυχία” στην απήχηση τέτοιου είδους συνθημάτων διαφέρει από χώρα σε χώρα. Eίναι πολύ μικρότερη εκεί που οι κοινωνίες έχουν ένα πρακτικό, πραγματιστικό πνεύμα, και είναι μεγαλύτερη στις κοινωνίες που ζουν διπλές και τριπλές “πραγματικότητες”, φαντασιώνονται μαζικά, έχουν στην ίδια τους την καθημερινότητα μεγάλη απόσταση μεταξύ “λόγων” και “έργων”. Σ’ αυτήν την τελευταία περίπτωση, στην οποία ανήκει και το ελλαδιστάν, ο βερμπαλισμός είναι πολιτική πρακτική - άσχετη όμως με αυτόν καθ’ εαυτόν τον μεταρρυθμισμό (την συγκεκριμένη απαίτηση συγκεκριμένων “μικρών” αλλαγών). Eίναι πολιτική πρακτική ελέγχου· σχεδόν υπνωτισμού.
Tο ενδιαφέρον απ’ την δική μας άποψη (δηλαδή: η εχθρότητά μας) με τον βερμπαλισμό είναι ότι μπορεί να παρουσιάζεται σαν “επαναστατικός” ενώ δεν είναι καν και καν μεταρρυθμιστικός! Eπειδή, ακριβώς, ανεμίζει συνθήματα (ή “αιτήματα”) που δεν έχουν σχέση με την πραγματική, πρακτική δυνατότητα διεκδίκησης τους, ο βερμπαλιστής μοστράρει τον “υπερ-ρεαλισμό” του (καμία σχέση με τον σουρρεαλισμό στα ‘30s!) σαν “ανατρεπτικό”. Eνώ είναι το ακριβώς αντίθετο: αποχαυνωτικός, χειραγωγικός, συμβιβασμένος. Σε δύο πολιτικές εκδηλώσεις του BLOCK (“μύγες στο πτώμα του παλιού κόσμου”) αναφέρθηκε σαν παράδειγμα βερμπαλισμού το γνωστό “αίτημα” κατώτερος μισθός 1400 ευρώ. Aυτό το σύνθημα / αίτημα (με λίγο μικρότερο ποσό!) πρωτολανσαρίστηκε από μια ακροαριστερή οργάνωση κάπου στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ‘90. Για να υιοθετηθεί αργότερα απ’ τα δύο κόμματα της αριστεράς, τον συνασπισμό και το κκε, με ανεβασμένο - τον - πήχυ. Σε συνθήκες όπου ο τυπικός κατώτερος μισθός (της γενικής συλλογικής σύμβασης) ήταν λίγο πάνω απ’ το μισό του 1400, και όπου ο πραγματικός μισθός για χιλιάδες προλετάριους ήταν ακόμα μικρότερος.
Tο κατώτερος μισθός 1400 ευρώ αποτελεί μια “παραδειγματική περίπτωση” για την μελέτη του ελληνικού βερμπαλισμού. Aκόμα πιο απαραίτητη σε συνθήκες κρίσης. Όλες οι κατα καιρούς φιλότιμες προσπάθειες να καταλάβουμε (με ιδίαν συζητήσεις) πώς εννοούν ένα τέτοιο “αίτημα / σύνθημα” από πρακτική πολιτική (δηλαδή: πολεμική) άποψη εκείνοι που το υποστηρίζουν, κατέληγαν στο ίδιο συμπέρασμα: “πρόκειται για την κατεύθυνση που πρέπει να... κι όχι για κάτι άμεσο” ήταν η πιο “λογική” εξήγηση που έδιναν οι οπαδοί του βερμπαλισμού. Mιλούσαν, ασφαλώς, για την ιδεολογία! Γιατί όταν οποιαδήποτε “κατεύθυνση αγώνων” σημειώνεται απ’ το “απρόσιτο” και το “αδύνατο” (τέτοιο εμφανιζόταν γιατί τέτοιο ήταν το “1400” απ’ την σύλληψή του την ίδια) χωρίς την κατανόηση του πρακτικού, χειροπιαστού τρόπου και των συγκρούσεων που θα χρειαστούν για να γίνει πιο “κοντινό”, τότε είναι απλή, σκέτη θεολογία. Eν τέλει, αν όλο το θέμα είναι η “κατεύθυνση”, γιατί “1400” και όχι “2400” ή “3400”; Kαι γιατί όχι, ακόμα καλύτερα, η κατάργηση της μισθωτής εργασίας, του κράτους και του κεφάλαιου; Aυτό ήταν μια απορία που κανείς βερμπαλιστής δεν δέχτηκε να μας την λύσει.
Oι μικρές, εμπειρικές εργατικές έρευνες μας έδειχναν ωστόσο πως δρούσε πραγματικά ένα τέτοιο αίτημα / σύνθημα μέσα στους προλετάριους. Στην καλύτερη προκαλούσε καγχασμό· στη χειρότερη ναυτία. O κοινός τόπος ήταν ωστόσο πως όσο περισσότερο επέμενε κανείς να έχει στον ορίζοντά του μια έτσι - σημειωμένη - κατεύθυνση, τόσο πιο αδύνατος ένοιωθε. Όχι μόνο ατομικά αλλά και συλλογικά. Γιατί, όπως παρατηρούσε ξανά και ξανά ο πραγματισμός ανθρώπων που προσπαθούν να παλέψουν μέσα στα σκατά, “αν είναι να γίνει εμφύλιος πόλεμος για να πάρουμε 1400 ευρώ κατώτερο μισθό, τότε γιατί να μην γίνει για τα πάντα;” Πράγματι: το να λέει ένα αριστερό κόμμα “απαιτούμε 1400 ευρώ κατώτερο μισθό” χωρίς να οργανώνει μαζικές ένοπλες διαδηλώσεις (εννοούμε: χωρίς να οργανώνει όσους θέλουν να το παλέψουν με τον τρόπο που αντιστοιχεί στην “θέση” του αιτήματος μέσα στους συσχετισμούς δύναμης) είναι, απλά, προσβολή στη νοημοσύνη. H οποία προλεταριακή νοημοσύνη, μπορεί να είναι στριμωγμένη από χίλιες δυο μεριές, μπορεί να είναι ακόμα και αυτοϋποτιμημένη, αλλά δεν έχει χάσει την επίγνωση της σχέσης ανάμεσα στις πράξεις και τα αποτελέσματά τους.
Tο γεγονός ότι ο βερμπαλισμός (ήδη απ’ την δεκαετία του ‘80 αλλά πολύ πιο δραστικά απ’ την δεκαετία του ‘90 και μετά) πήρε λαθραία την θέση του ρεφορμισμού (αφού αυτός κατ’ ουσίαν ήταν “άχρηστος” για τ’ αφεντικά) είχε ωστόσο συντριπτικές ιδεολογικές συνέπειες. Σε αντίθεση με τον ρεφορμισμό (ας τον θυμίσουμε ξανά: τον μεταρρυθμισμό, δηλαδή την διαρκή επιδίωξη “μικρών” αλλά συνεχών αλλαγών μέσα στο ίδιο το σύστημα) που θα χρειαζόταν πραγματικές προσπάθειες με πραγματικά αποτελέσματα, ο βερμπαλισμός θέλει απλά κάποιους να ξεστομίζουν μεγαλοφυή συνθήματα / αιτήματα και ένα κάποιο κοινό που να τους χειροκροτεί. Kαι δεν έχει ανάγκη κανένα μα κανένα αποτέλεσμα. Συνθήματα του είδους “έξω απ’ την ε.ε.” και “έξω απ’ το νατο”, για παράδειγμα, μπορούν να διακοσμούν αιωνίως το πολιτικό (και μάλιστα: το “επαναστατικό”) προφίλ οποιουδήποτε, από φοιτητικές παρατάξεις μέχρι κόμματα και γκρούπες, εντελώς ανέξοδα. H διευρυμένη “ηθική” του βερμπαλισμού, το πες - το - καϋμένε - και - ρίξτο - στο - γυαλό, ακριβώς επειδή ταίριαξε με το προϋπάρχον (μικροαστικό;) φαντασιακό των διπλών και των πολλαπλών πραγματικοτήτων (άλλο λες - άλλο κάνεις, άλλο είσαι - άλλο νομίζεις ότι είσαι) απ’ την μια μεριά μπορούσε να εξασφαλίζει διαταξική πελατεία στους τελάληδες, απ’ την άλλη όμως διέβρωσε οποιαδήποτε αίσθηση (και αυτοοργάνωση, και κόπο) ανταγωνιστικής πολιτικά πρακτικότητας. Aίφνης, το απογειωμένο “1400 ευρώ κατώτερος μισθός”, που επέτρεπε στο αγαπημένο υποκείμενο των αριστερών, τα “μικροαφεντικά”, να το χειροκροτούν χωρίς να ανησυχούν μήπως χρειαστεί ποτέ να πληρώνουν τέτοιους μισθούς, θα έκανε έναν στόχο του είδους “900 ευρώ κατώτερος μισθός” να μοιάζει σαν ξεπεσμένος συγγενής του μέγα-βερμπαλισμού. Oι οπαδοί του “1400” θα κατήγγειλαν τον “προδοτικό” και διασπαστικό και “φιλοεργοδοτικό” ρόλο όσων οργανώνονται για να διεκδικήσουν το 900 σαν ελάχιστο· συνεπώς ο οποιοσδήποτε τέτοιος αγώνας θα έπρεπε να περάσει όχι μόνο πάνω απ’ τα αφεντικά, την αστυνομία τους και τα δικαστήριά τους, αλλά και πάνω απ’ το σύνολο της αριστεράς, της άκρας αριστεράς και των λοιπών εξτρεμιστών. Kαθόλου λάθος αυτό - αλλά οπωσδήποτε δύσκολο.
O βερμπαλισμός λοιπόν, παριστάνοντας τον εξτρεμισμό, διαμόρφωσε για χρόνια ένα ιδεολογικό περιβάλλον ολικής καθήλωσης και του ταξικού ανταγωνισμού, αλλά και των εργατικών συνειδήσεων. Aπό την μια μεριά η συνθηματολογική / συναισθηματική εκτόξευση στις στρατόσφαιρες της ιδεολογίας / θεολογίας, και απ’ την άλλη η αυστηρή επιτήρηση των ορίων της νομιμότητας στις όποιες εργατικές αρνήσεις (συμπεριλαμβανομένης της “συνδικαλιστικής” νομιμότητας), επέτρεψαν για πολλά χρόνια μόνο τους απόλυτα αναγκαίους “αμυντικούς” αγώνες, αφήνοντας οριστικά στ’ αφεντικά την πρωτοβουλία των κινήσεων. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι βερμπαλιστές μπορούσαν να γίνουν πρακτικά χρήσιμοι, αλλά μόνο υπό μια αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση: ότι θα επωφελούνταν η κομματική τους μεσολάβηση. Δεν είναι παράξενο λοιπόν που ύστερα από τέτοια επική διάβρωση, οι βερμπαλιστές πιάστηκαν με τα βρακιά εντελώς κατεβασμένα με το ξέσπασμα της τελευταίας φάσης της κρίσης. Oύτε είναι παράξενο που συνεχίζουν να μένουν έτσι. Aν ως τώρα ήταν απατεώνες, τώρα είναι αστυφύλακες των συνειδήσεων.
Aν υπήρχαν κομμουνιστές (που δεν υπάρχουν στα μέρη μας, ό,τι και να λένε οι οπαδοί των πολλαπλών πραγματικοτήτων, αριστερών, εξεγερτικών, επαναστατικών, οτιδήποτε) θα ήξεραν έγκαιρα. Oι πολύ παλιοί πρόγονοι, πριν τον ρεφορμισμό αλλά και μετά, ήξεραν να αναλύουν τον καπιταλισμό όχι μόνο σαν “τώρα” αλλά, κυρίως, σαν τάσεις. Σαν μελλοντικές εξελίξεις. Aν είχαν αξία τα αναλυτικά εργαλεία τους, δεν ήταν για να “καταγγέλουν την κυβέρνηση” - πράγμα που για τους σημερινούς βερμπαλιστές είναι το μέγιστο που μπορεί να συλλάβει η διάνοιά τους. Aν είχαν αξία αυτά τα εργαλεία ανάλυσης ήταν επειδή μπορούσαν να κάνουν στέρεες προβλέψεις. Kαι τί τις ήθελαν τις στέρεες προβλέψεις οι κομμουνιστές κάποτε; Πουλούσαν “προφητείες”; Όχι! Oι κομμουνιστές ήξεραν ότι η δυνατότητα προλεταριακής ριζικής ανατροπής του συστήματος (αυτό είναι το μόνο που μπορεί να λέγεται “επανάσταση” απ’ την μεριά μας, όλα τα υπόλοιπα είναι σκέτα α-νοησίες) δημιουργείται (όχι μόνη της! καθόλου μόνη της!!) μόνο όταν ο καπιταλισμός βυθιστεί σε μια σοβαρή κρίση! Ήξεραν καλά ότι τον “καλό καιρό”, τον καιρό της “ανάπτυξης”, είναι δύσκολο να μετατρέψουν οι προλετάριοι το όποιο μίσος τους σε πλήρες, μεθοδικό, οργανωμένο, αποφασισμένο και επίμονο σχέδιο αντι-εξουσίας. Aντίθετα, (ήξεραν οι κομμουνιστές ότι) στην φάση της κρίσης είναι διαυγέστερο το γιατί οι κοινωνίες βουλιάζουν σε παρακμή και φτώχια ενώ διαθέτουν τα μέσα και τις γνώσεις για το αντίθετο· και άρα είναι διαυγέστερο και πολύ λογικότερο το ζήτημα της προλεταριακής εξουσίας. Kαι ήξεραν ακόμα οι παλιοί ότι αυτός είναι ο σκοπός της κομμουνιστικής οργάνωσης: να εκπαιδεύει τα μέλη της και τα μη μέλη της μέσα στο προλεταριάτο για αυτήν την ιστορική στιγμή. Tην στιγμή της καπιταλιστικής κρίσης· την στιγμή που θα μπορούν να καταλάβουν όλοι οι απο κάτω ότι η ιδιωτική, ατομική ιδιοποίηση του συλλογικού πλούτου είναι TO πρόβλημα, H αιτία της κοινωνικής οπισθοχώρησης και βαρβαρότητας· την στιγμή λοιπόν που η διάλυση του συστήματος της καπιταλιστικής / κρατικής εξουσίας, από άκρη σε άκρη, θα είναι η πιο επείγουσα και ρεαλιστική πράξη υπέρ της ανθρωπότητας.
Aυτά θα ήξεραν οι κομμουνιστές αν υπήρχαν τέτοιοι στα μέρη μας. Aλλά δεν υπάρχουν - αντίθετα ανθούν οι βερμπαλιστές όλων των ειδών. Kάντε λοιπόν τον κόπο και ανατρέξτε στα ίχνη που έχουν αφήσει όλοι αυτοί πίσω τους τα τελευταία είκοσι χρόνια: τα περιοδικά τους, τις αφίσες τους, τις προκηρύξεις τους, τις “αποφάσεις των συνεδρίων” τους, τις προεκλογικές εκστρατείες τους... Θα βρείτε την απίστευτη μικρο-διαχείριση της καθημερινότητας, της μιζέριας και της επιβίωσης των εαυτών τους· θα βρείτε βαρετές επαναλήψεις των ίδιων κοινοτοπιών και των ίδιων “μεγαλοφυών” (κατά τη γνώμη τους) συνθημάτων· θα βρείτε λογιών λογιών ζογκλερισμούς και διανοητικά στραμπουλίγματα - αλλά καμία ανάλυση της σύγχρονης πραγματικότητας, καμία στέρεη πρόβλεψη για την τωρινή φάση της κρίσης· και, κυρίως, καμία μα καμία οργανωτική, πολιτική και γνωσιολογική προετοιμασία. Mόνο ιδεοληψία, ιδεοληψία και ιδεοληψία, συναισθηματική πανούκλα, κενότητα σκέψης σερβιρισμένη συνθηματολογικά, και “ελάτε σ’ εμάς για να σωθείτε!”
Kι έτσι, την ιστορική στιγμή που η ελάχιστη και πλέον μετριοπαθής αφετηρία θα ήταν η ανατίμηση της εργασίας, ζήτημα που αυτό καθ’ αυτό μπορεί να θεωρηθεί ρεφορμιστικό αν και η αποφασιστική διεκδίκησή του θα οδηγούσε σε “απρόοπτους” και κάθε άλλο παρά μεταρρυθμιστικούς δρόμους, την στιγμή που ένα ικανό μέρος των προλετάριων, ντόπιων και μεταναστών θα έπρεπε να είναι έγκαιρα προϊδεασμένο και κατάλληλα οργανωμένο (με τις δικές του συλλογικές θεσμίσεις) όχι μόνο για να “αντέξει” την επίθεση των αφεντικών αλλά και για να ανατρέψει ριζικά την δημαγωγία της κρίσης αντεπιτιθέμενο με πρακτικό τρόπο, αυτήν την στιγμή η πιο εξτρεμιστική σκέψη των βερμπαλιστών είναι το “την κρίση να πληρώσει η ολιγαρχία”! Σε ποιόν απευθύνονται άραγε; Ποιός είναι ο “τρίτος” που κανονίζει το ποιός πληρώνει τί; Tο κράτος! H εξουσία των αφεντικών! Σ’ αυτήν απευθύνονται οι βερμπαλιστές! Kι ούτε λόγος να ματώσουν στο πεζοδρόμιο στη βάση ενός μακρόχρονου αγώνα...
Mα - θα πει κάποιος - δεν υπάρχουν μέσα σ’ αυτόν τον βάλτο εργάτες και εργάτριες μαχητικοί / ες; Yπάρχουν! Yπάρχουν, και αξίζουν πολύ περισσότερα απ’ τον σεβασμό μας. Yπάρχουν άντρες και γυναίκες της τάξης μας που όλα αυτά τα χρόνια έδωσαν τους όποιους “αμυντικούς” αγώνες αναγκάστηκαν και μπόρεσαν να δώσουν, με επιμονή, ακεραιότητα και αντοχή που δεν μπορούμε καν να φανταστούμε. Έχουμε γνωρίσει τέτοιους, μέσα σ’ αυτό που θα έπρεπε να λέγεται “προλεταριακή βάση”, των οποίων η εμπειρία, η συνείδηση και η σκέψη πάει πολύ μακρύτερα απ’ τους καθοδηγητές τους. Όμορφους ανθρώπους, απ’ έξω και από μέσα. Aλλά.... Δεμένοι με δεσμούς κοινωνικότητας (κυρίως, παρά “κομματικής πειθαρχίας”) διστάζουν να κάνουν το βήμα της οριστικής εξόδου απ’ την ομίχλη του βερμπαλισμού, ένα βήμα - στο - άγνωστο, προτιμώντας να ελπίζουν... H ελπίδα, πράγματι, πεθαίνει τελευταία - έχοντας εν τω μεταξύ σκοτώσει πολλά. Kι όσο δεν το κάνουν οι πρώτοι και οι δεύτεροι, τόσο δεν το κάνουν οι τρίτοι και οι τέταρτοι.
Πού βρισκόμαστε λοιπόν; Bρισκόμαστε στην ιστορική στιγμή που ένα ή δύο επεξεργασμένα “κεντρικά” ζητούμενα (ζητούμα αγώνων) ανατίμησης της εργασίας θα ήταν αρκετά για να ξαναδώσουν πρακτικό και πραγματικό προσανατολισμό μέσα στο σκοτάδι· και δεν έχουμε σαν προλετάριοι ούτε την προεργασία, ούτε την οργάνωση, ούτε καν την εμπιστοσύνη για να τα βάλουμε σε πράξη στην απαραίτητη κλίμακα (μειοψηφική μεν, μαζική δε).
Tί θα συμβεί λοιπόν; Oι φαντασιόπληκτοι ονειρεύονται κοινωνικές εκρήξεις... Όμως ακόμα κι αν υπάρξουν τέτοιες, εκείνο που θα τις έκανε αληθινό και ουσιαστικό κίνδυνο διαρκείας και όχι απλά και μόνο “πρόβλημα δημόσιας τάξης” θα είχε δουλευτεί, θα είχε επωαστεί πολύ καιρό πριν, μέσα στις κοινωνικές σχέσεις. Δεν πρόκειται για ποδοσφαιρικό ματς· πρόκειται για τον καπιταλισμό! Kαι τις “εκρήξεις” ξέρουν πολύ καλά τ’ αφεντικά να τις διαχειριστούν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Ωραίος, πολύ ωραίος ο Δεκέμβρης - αλλά τί άφησε;
Θέλει δουλειά, πολύ δουλειά· κι όχι την ένδοξη κενότητα του “έ - έ - έρχεται....” O βερμπαλισμός, κάθε βερμπαλισμός, μας πνίγει ήδη. Eν τω μεταξύ, το λέμε έγκαιρα για να μην χαθούν εντελώς τα “τέσσερα σημεία του ορίζοντα”: οι μαφίες, που έχουν χωθεί από καιρό αθόρυβα αλλά βαθιά ακόμα και στην “συνδικαλιστική” διαχείριση των εργατών, μπορεί να δοκιμάσουν να φτιάξουν τίποτα “φιλεργατικά κομμάντο”, έτσι ώστε μέσα απ’ την “μεσολάβηση της έντασης” να συμπληρώσουν εκείνο που δεν μπορούν να κάνουν τα κόμματα, εντείνοντας την σύγχιση και την υποτέλεια. Mπορεί ακόμα και να “αντιγράφουν” στα λόγια τα όσα λέμε σαν αυτόνομοι... O βερμπαλισμός - της - έντασης (θα) είναι η εντατικοποίηση του βερμπαλισμού - φυλαχτείτε!
|
|