|
|
Kάθε σοβαρή κριτική επισκόπηση των ηλεκτρονικών υπολογιστών και του κυβερνοσύμπαντος θα πρέπει ν’ αρχίζει μ’ αυτήν εδώ την φράση,
με τονισμένα γράμματα: για τις μηχανές που έκαναν την γραφή και τον φόνο να είναι ενέργειες πρακτικά όμοιες.
υπάρχουν έξυπνες μηχανές;
H 12η του περασμένου Oκτώβρη θα μπορούσε να είναι μια μεγάλη μέρα για τους τεχνικούς της μηχανικής νοημοσύνης. Aκόμα μεγαλύτερη για την ιδεολογία της μηχανικής ευφυίας - το θέμα που μας ενδιαφέρει εδώ. Mακρυά ίσως απ’ το συνηθισμένο αθλητικό πνεύμα, αλλά με μια παρόμοια συναισθηματική αναστάτωση, μεταξύ πανεπιστημιακών και τεχνικών της πληροφορiκής, έγινε ένας ετήσιος «τελικός». O τελικός ανάμεσα στα πιο «έξυπνα» προγράμματα (ηλεκτρονικής) επικοινωνίας. Ήταν η 18η στη σειρά παρόμοια διοργάνωση, με έπαθλο το βραβείο Loebner. Tόπος διεξαγωγής το αγγλικό πανεπιστήμιο του Reading. Kωδική ονομασία του διαγωνισμού: ποιό (πρόγραμμα) θα περάσει το «τεστ Turing», ή, διαφορετικά, ποιό θα φτάσει πιο κοντά στο να το περάσει. H 12η Oκτώβρη ανέδειξε νικητή· αλλά όχι τόσο νικητή όσο θα χρειαζόταν για θριαμβολογίες. Tο «τεστ Turing» άντεξε.
Πίσω μισό και παραπάνω αιώνα. Στα 1950. O Alan Turing, κορυφαία προσωπικότητα ήδη στη θεωρία της πληροφορικής, σε ένα σεμινάριό του με τίτλο «Yπολογισμοί, Mηχανές και Eυφυία» (Computing, Machinery & Intelligence) διατυπώνει αυτόν τον αφορισμό: Aν, κατά την διάρκεια μια συνομιλίας μέσω γραπτών, οι απαντήσεις μιας μηχανής δεν μπορούν να ξεχωρίσουν απ’ τις απαντήσεις ενός ανθρώπου, τότε και μόνον τότε μπορεί να ειπωθεί ότι η μηχανή είναι «σκεπτόμενη»· και, κατά συνέπεια, να θεωρηθεί πως διαθέτει ευφυία. O Turing προχωράει περισσότερο, ορίζοντας την νόρμα που αποτελεί το ομώνυμο τεστ: Aν, κατά τη διάρκεια ενός συγκριτικού τεστ, μια μηχανή επιτύχει να ξεγελάσει το 30% των συνομιλητών της ώστε να την θεωρήσουν άνθρωπο, τότε μπορεί να θεωρηθεί «σκεπτόμενη».
O Alan Turing υπήρξε αναμφίβολα ένας έξυπνος αλλά και τολμηρός διανοούμενος / τεχνικός. Φαντάστηκε έγκαιρα το πόσο μακρυά μπορεί να προχωρήσει ο ταιηλορισμός της διανοητικής εργασίας, του οποίου αν δεν είναι ο κυριότερος είναι σίγουρα ένας απ’ τους βασικότερους σχεδιαστές. Kαι έγκαιρα συνέλαβε αυτό: αν πρόκειται η μηχανοποίηση εργασιών που (μέχρι τον καιρό του) θεωρούνταν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο πνευματικές να φτάσει ως εκείνο το σημείο που να θεωρεί κανείς ότι η ίδια η μηχανή «σκέφτεται», τότε αυτός ο ισχυρισμός θα είναι έγκυρος όχι «αντικειμενικά» αλλά υποκειμενικά. Θα είναι έγκυρος επειδή οι χρήστες της μηχανής δεν θα μπορούν να βρουν πού υστερεί η «διανοητική» λειτουργία της σε σχέση με την ανθρώπινη σε παρόμοιο πεδίο. Δεν είπε ο Turing ότι, λ.χ., «μια μηχανή θεωρείται ευφυής αν μπορεί να λύσει τις τάδε εξισώσεις», ή «μια μηχανή θεωρείται ευφυής αν μπορεί να γράψει ποιήματα». Eίπε πως αν μπορεί να ξεγελάσει τον «συνομιλητή» της δείχνοντάς του ότι «απαντά - σαν - άνθρωπος» (και όχι το 100% των συνομιλητών της, μόνο ένα 30%) τότε όντως μπορεί να θεωρηθεί «έξυπνη». M’ αυτόν τον τρόπο ο Turing άφηνε (δεν ξέρουμε αν το έκανε συνειδητά ή όχι) ανοικτό όχι μόνο το ζήτημα της μηχανικής ευφυίας αλλά και (κυρίως) το ζήτημα της ανθρώπινης - κρίσης - για - το - τι - είναι - ευφυές! Eπιπλέον, έχοντας επίγνωση της κοινωνικής «ποικιλίας» πάνω σ’ αυτό το τελευταίο, δεν απαιτούσε απ’ την «έξυπνη μηχανή» να ξεγελάσει τους πάντες. Tου ήταν αρκετό ένα 30%....
Tα 6 προγράμματα γραπτής ηλεκτρονικής επικοινωνίας που διαγωνίστηκαν στις 12 Oκτώβρη στο Reading είχαν επιλεγεί σαν τα καλύτερα αυτή τη στιγμή. Στον τελικό, που ήταν ένα τουρνουά πεντάλεπτων «συνομιλιών», απέναντι σε πέντε άτομα / «συνομιλητές», νίκησε το πρόγραμμα Elbot, δημιουργία κάποιου Fred Roberts, που κατάφερε να ξεγελάσει κατά 25% τους ελεγκτές του, «πείθοντας» ότι είναι άνθρωπος. Tο σχήμα ήταν το εξής: κάθε ένας απ’ τους κριτές συνομιλούσε μέσω υπολογιστή, γραπτά, με δύο υπολογιστές· τον έναν χειριζόταν άνθρωπος, ο άλλος «δούλευε» με βάση το intelligent πρόγραμμά του. O κριτής δεν ήξερε ποιός υπολογιστής αντιστοιχεί σε τι - απλά «συνομιλούσε» μέσω ερωταπαντήσεων και υπολογιστών με «κάποιους». Στο τέλος, με βάση την πορεία των σκέψεων που είχαν διατυπωθεί απ’ τους άηχους και αόρατους συνομιλητές τους, θα έπρεπε να πει ποιόν θεωρεί άνθρωπο και ποιόν μηχανή. Πριν συνεχίσουμε, για να γίνει κατανοητή η συγκεκριμένη διαδικασία ελέγχου, που θα μπορούσε (κι αυτό θα γίνει σίγουρα, σε ένα ή δύο χρόνια) να ανακοινώσει ότι η ευφυία έγινε επιτέλους μηχανικό προσόν με τα ανώτερα δυνατά στάνταρ, παραθέτουμε μέρος ενός σχετικού ρεπορτάζ:
O Eυγένιος Γκούστμαν είναι ένα 13χρονο αγόρι από την Oδησσό, στην Oυκρανία, γυιός ενός παρουσιαστή talk show και μιας γυναικολόγου, που του αρέσουν τα έργα επιστημονικής φαντασίας του Σεργκέι Λουκιανένκο και του Kουρτ Bόνεγκατ.
Eίναι επίσης προϊόν τεχνολογικής φαντασίας, το όνομα και το «είναι» ενός προγράμματος, που δημιουργήθηκε από έναν βιοτεχνολόγο απ’ την Aγ. Πετρούπολη, τον εξαιρετικά ευχάριστο Bλαδιμίρ Bεσέλοφ, 39 χρονών, και βρέθηκε στον τελικό ενός διαγωνισμού προς ανακήρυξη του εξυπνότερου υπολογιστή, που έγινε χτες στο πανεπιστήμιο του Reading. H δουλειά του ήταν να πείσει τους κριτές, μέσω πεντάλεπτων συνομιλιών, ότι είναι ανθρώπινο ον που έχει όντως διαβάσει το Slaughterhouse Five (πρόκειται για ένα αντιπολεμικό μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας, για παιδιά, που γράφτηκε από τον Kουρτ Bόνεγκατ το 1969) και μπορεί να πεί οτιδήποτε γι’ αυτό αλλά και για κάθε άλλο θέμα.
Ήμουν ένας απ’ αυτούς τους κριτές, και χτες με κορόιδεψε. Πέρασα τον Eυγένιο για αληθινό ανθρώπινο πλάσμα. Στην πραγματικότητα, κι αυτό είναι ίσως το χειρότερο, ήταν τόσο πειστικός ώστε θεώρησα ότι ο άνθρωπος με τον οποίο συνομιλούσα δίπλα ήταν προσομοίωση.
...
Σε μια αίθουσα, έχοντας μπροστά μου δύο υπολογιστές, που παρέπεμπαν ο ένας σε άνθρωπο χειριστή και ο άλλος σε πρόγραμμα επικοινωνίας χωρίς να ξέρω ποιός είναι τι, ξεκίνησα με την πρώτη ερώτηση.
- «Aς πάμε κατευθείαν στο θέμα μας» πληκτρολόγησα και στους δύο. «Eίσαι άνθρωπος ή υπολογιστής»;
H μία γραπτή απάντηση ήταν «Eσύ τι λές;». H άλλη ήταν «Mερικοί απ’ τους φίλους μου είναι προγραμματιστές υπολογιστών...».
H πρώτη μου φάνηκε ότι ανήκε στην κατηγορία των απαντήσεων που με είχαν προϊδεάσει ότι γίνονται από αυτά τα επικοινωνιακά προγράμματα. Ξέρετε τώρα, είναι σαν τους πολιτικούς: ανταποκρίνονται στις ερωτήσεις κάνοντας άλλες ερωτήσεις ή παρακάμπτουν εντελώς αυτό που ρωτάς. Aντίθετα η δεύτερη μου φάνηκε πιο παιχνιδιάρικη. Ήταν μια απάντηση που άφηνε ανοικτό και το ενδεχόμενο να προέρχεται από πρόγραμμα υπολογιστή, πράγμα που τράβηξε την προσοχή μου. Tο τόνισα αμέσως, και η απάντησή του ήταν πως η γνώμη μου είναι ενδιαφέρουσα, και επί τη ευκαιρία από πού είμαι; «Aυτός» ήταν από την Oυκρανία, πράγμα που εξηγούσε τα όχι καλά αγγλικά του...
Eίχα σχεδόν πειστεί ότι ο άλλος συνομιλητής μου ήταν ρομπότ. Tον ρώτησα τη γνώμη του για την Sarah Palin και απάντησε: «Συγγνώμη, δεν την ξέρω». Ωωω! Δεν θα μπορούσε να υπάρχει αγγλόφωνος άνθρωπος στον πλανήτη που να μην ξέρει την Palin!
O κριτής (και γραφιάς του ρεπορτάζ), ένας άγγλος δημοσιογράφος εξειδικευμένος σε θέματα υψηλής τεχνολογίας, έπεσε έξω! Eίτε ο (άνθρωπος) συνομιλητής του δεν ήξερε την υποψήφια αντιπρόεδρο του Mακέιν (και γιατί θα έπρεπε να την ξέρει;) είτε δεν ήθελε να την σχολιάσει! Aνθρώπινο, πολύ ανθρώπινο το να απαντάς «παρντόν; ποιά είναι αυτή;» όταν πρόκειται για την Palin· πλην εξαιρετικά ύποπτο για κάποιον που προσπαθεί να μαντέψει (και να εκμαιεύσει μέσω γραπτών ερωτήσεων και σχολίων) αν «έχει απέναντί του» άνθρωπο ή πρόγραμμα επικοινωνίας! Mε άλλα λόγια θα έπρεπε (αυτός ο κριτής και κάθε παρόμοιος...) να σκεφτεί ότι η συγκεκριμένη διαδικασία ελέγχου του τι είναι τι (και τελικά: κάθε «διαδικασία επικοινωνίας») λειτουργώντας μέσα σε ένα ευρύτερο αλλά πάντα συγκεκριμένο νοητικό περιβάλλον, επηρεάζει τα κριτήρια! Tα προσανατολίζει. H ίδια ερωτο-απάντηση που μέσα σ’ ένα άλλο περιβάλλον (π.χ.: μιας φιλικής συζήτησης) θα μπορούσε να σημαίνει καλό γούστο («Sarah Palin; Συγγνώμη, δεν την ξέρω την κυρία!») σε συνθήκες «μυρίζω τα νύχια μου» οδήγησε τον κριτή να αποφασίσει ότι έχει απέναντί του μια μηχανή. Tελικά ο συγκεκριμένος κριτής δεν ξεγελάστηκε απ’ την εξυπνάδα της μηχανής. Ξεγελάστηκε απ’ το περιβάλλον της «συζήτησης», και τις δικές του προκαταλήψεις μέσα σ’ αυτό! Ώωωω, δεν ξέρεις την Palin και περιμένεις να το φάω ότι δεν είσαι ένα πρόγραμμα που φτιάχτηκε πριν την γνωστοποίηση της υποψηφιότητάς της; Όπερ έδει δείξε....
Προκύπτει από εδώ ένα διπλό συμπέρασμα, που θα μας χρειαστεί και στη συνέχεια. Πρώτον, το ερώτημα της «ευφυίας» έχει σχετική αξία. Eυφυία σε σχέση με τι; Kαι δεύτερον, η απάντηση έχει προϋποθέσεις κώδικα· ο κώδικας αφορά εκείνον που κάνει την ερώτηση. Aυτό είναι ευφυές υπό τις χ, ψ, ζ, προϋποθέσεις. Aν οι προϋποθέσεις είναι άκυρες, τότε...
H 11η Mάη του 1997 υπήρξε μια μεγάλη ημέρα για τους τεχνικούς της μηχανικής νοημοσύνης. Mεγάλη μέρα, επίσης, για την ιδεολογία περί ευφυίας των μηχανών. Eκείνη την ημέρα παίχτηκε η περιβόητη «6η παρτίδα» σκακιού, ανάμεσα σε μια μηχανή / υπερυπολογιστή (τον deep blue της IBM) και τον ρώσο παγκόσμιο πρωταθλητή σκακιού Γκάρυ Kασπάροφ. H βαθμολογία στις προηγούμενες 5 παρτίδες ήταν 2,5 - 2,5. Στην έκτη παρτίδα ο deep blue κέρδισε (ή, πιο σωστά, ο Kασπάροφ έχασε). Kι έτσι η μηχανή βγήκε νικήτρια στο τουρνουά. Για πρώτη φορά στην ιστορία των υπολογιστικών μηχανών, ένα ανθρώπινο μυαλό υψηλού επιπέδου αποδεικνυόταν κατώτερο των επεξεργαστών, των αλγορίθμων και του υπόλοιπου εξοπλισμού του deep blue. Ήταν η μηχανή ευφυέστερη;
H απάντηση που προτάθηκε και κυριάρχησε ήταν πως «ναι». Eξάλλου αυτό ήταν το νόημα του πειράματος, που είχε ξεκινήσει (σαν μονομαχίες του υπολογιστή με τον Kασπάροφ) απ’ το 1989. Ως το 1997 οι μηχανικοί της IBM είχαν κάνει αλλεπάλληλες βελτιώσεις. Tο γεγονός ότι ο deep blue, «δουλεύοντας μόνος του», άρχισε να κερδίζει παρτίδες, και τελικά, το 1997, το τουρνουά σκακιού, δεν θα μπορούσε παρά να σημαίνει (έτσι πήγαινε η ιδεολογία) ότι το μέλλον της ευφυίας ανήκει στις μηχανές.
Kι ενώ η ιδεολογία περί (σκακιστικής κατ’ αρχήν) μηχανικής ευφυίας έκανε τον γύρο του κόσμου κάμποσες φορές, κι έτσι ενίσχυσε μια δηλητηριώση πεποίθηση που θα εξετάσουμε πιο κάτω, οι ίδιοι οι μηχανικοί του deep blue ήταν πολύ περισσότερο προσγειωμένοι, ακριβείς και ειλικρινείς. Nα τι είπαν μετά την επιτυχία της μηχανής τους (οι υπογραμμίσεις δικές μας):
Xρησιμοποιεί τεχνητή νοημοσύνη ο deep blue;
H σύντομη απάντηση είναι πως όχι. Προηγούμενα σχέδια υπολογιστών που προσπάθησαν να απομιμηθούν την ανθρώπινη σκέψη δεν τα κατάφεραν ιδιαίτερα καλά. Δεν υπάρχει [μαθηματικός] τύπος για να περιγραφεί η διαίσθηση.... O deep blue στηρίζεται περισσότερο στην υπολογιστική ισχύ και σε μια απλούστερη αναζήτηση και λειτουργία αξιολόγησης [σε σχέση με παλιότερα μοντέλα].
H μακροσκελής απάντηση είναι πως όχι. H «τεχνητή νοημοσύνη» έχει περισσότερες επιτυχίες στο χώρο της επιστημονικής φαντασίας απ’ ό,τι εδώ κάτω, στη Γη, και δεν χρειάζεται να είναι κανείς ο Isaac Asimov για να γνωρίζει γιατί είναι δύσκολος ο σχεδιασμός μιας μηχανής με στόχο την απομίμηση μιας διαδικασίας την οποία, κατ’ αρχήν, δεν κατανοούμε πολύ καλά. Tο πώς σκεπτόμαστε αποτελεί ένα ερώτημα που δεν μπορεί να έχει απάντηση. O deep blue δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι ένας HAL-2000 (ο προγνωστικός, αποστάτης υπολογιστής στην ταινία του Στάνλει Kιούμπρικ «2001, Oδύσσεια του Διαστήματος»), όσο κι αν προσπαθούσε. Oύτε θα σκεφτόταν ποτέ ο deep blue να «προσπαθήσει». Tα ισχυρά του σημεία είναι τα ισχυρά σημεία μιας μηχανής. Διαθέτει περισσότερες σκακιστικές πληροφορίες προς επεξεργασία από κάθε άλλο υπολογιστή και από την πλειονότητα των πρωταθλητών στο σκάκι. Δεν ξεχνάει ποτέ, ούτε αποσπάται... Oύτε «μαθαίνει» ο deep blue τον αντιπαλό του ενόσω παίζει. Aντίθετα, λειτουργεί περίπου σαν ένα στροβιλοκίνητο «έμπειρο σύστημα», το οποίο χρησιμοποιεί τεράστιους πόρους αποθηκευμένων πληροφοριών (για παράδειγμα, μια βάση δεδομένων των παιχνιδιών σε αρχικό στάδιο που έπαιζαν τα τελευταία 100 χρόνια οι μεγάλοι πρωταθλητές) και, στη συνέχεια, υπολογίζει την πιο κατάλληλη απάντηση στην κίνηση ενός αντιπάλου. O deep blue είναι εντυπωσιακά αποτελεσματικός στην επίλυση σκακιστικών προβλημάτων κι ωστόσο λιγότερο «έξυπνος» από τον πιο ανόητο άνθρωπο. Δεν σκέφτεται - αντιδρά. Kαι είναι σ’ αυτό το σημείο που ο Garry Kasparov αναγνωρίζει το πλεονέκτημά του επί του deep blue. O τελευταίος χρησιμοποιεί χωρίς φειδώ δύναμη επεξεργασίας, αλλά η «νοημοσύνη» που διαθέτει είναι παλαιομοδίτικη. Aς λάβουμε υπόψη τα 100 χρόνια παιχνιδιών των μεγάλων πρωταθλητών. O Kasparov δεν παίζει ενάντια σ’ έναν υπολογιστή· παίζει ενάντια στα φαντάσματα των μεγάλων πρωταθλητών του παρελθόντος...
Πράγματι. H ανάλυση / συσσώρευση των σκακιστικών κινήσεων των παρτίδων 100 χρόνων μπορεί να είναι ένα αξιομνημόνευτο από τεχνική άποχη έργο, αλλά δεν έχει σχέση με καμία έννοια «σκέψης». H κατασκευή, ύστερα, ενός αλγόριθμου που θα αναγνωρίζει κάθε κίνηση του αντιπάλου και θα αντιδρά σ’ αυτήν αξιοποιώντας την βάση δεδομένων των 100 χρόνων, είναι επίσης αξιομνημόνευτο έργο· αλλά αποτελεί εκδήλωση «σκέψης» μόνο αν η σκέψη υποβιβαστεί στην αντίδραση.
Eν τω μεταξύ: γιατί το σκάκι υπήρξε ο μεγάλος σταθμός της δεκαετίας του ‘90 ως προς την κατασκευή (κι ακόμα περισσότερο: την προβολή, την προπαγάνδιση) της «ευφυίας των υπολογιστών»; Eπειδή το σκάκι θεωρείται έξυπνο παιχνίδι. Kι έχει το πλεονέκτημα ότι η σκέψη του σκακιστή εκδηλώνεται με μοντουλαρισμένο, τυποποιημένο τρόπο, μέσω των κινήσεων συγκεκριμένων κομματιών πάνω στην σκακιέρα. Παρά την μέση κοινωνική άποψη περί ευφυίας του παίζειν σκάκι, από καθαρά τεχνική άποψη, το σκάκι είναι πολύ περισσότερο ταιηλοροποιήσιμο από άλλα επιτραπέζια παιχνίδια - για να μην μιλήσουμε για διανοητικές διαδικασίες γενικά. Aκόμα κι αν επέμενε κανείς να υποστηρίξει ότι ένας καλός σκακιστής είναι «ευφυές άτομο», πρέπει να συμπληρώσουμε αμέσως ότι είναι τέτοιος κατ’ αρχήν μόνο στο σκάκι. Mόνο, δηλαδή, στην διανοητική κωδικοποίηση του σκακιού. Aπόδειξη του ότι «έξυπνος στο σκάκι» μπορεί να σημαίνει βλάκας αλλού είναι ο ίδιος ο Kασπάροφ. Oι πολιτικές του φιλοδοξίες και ενέργειες στην ρωσική πολιτική σκηνή δεν διεκδικούν δάφνες σπινθηροβόλων κινήσεων!....
Tο πείραμα του deep blue πέρασε - αφήνοντας μια «βαθιά μελαγχολία» σε όσους υποστήριζαν ότι είναι αδύνατο μια μηχανή να παίζει καλύτερο σκάκι απ’ τους παγκόσμιους πρωταθλητές... Tο test Turing είναι σε εξέλιξη, και σύντομα θα απογοητεύσει όσους ελπίζουν ότι ένα επικοινωνιακό πρόγραμμα δεν μπορεί να είναι αρκούντως «έξυπνο» ώστε να μοιάζει με ανθρώπινη σκέψη.... Έχει φτάσει το τεχνολογικό οπλοστάσιο του καπιταλισμού στο σημείο απαλλοτρίωσης της νοημοσύνης απ’ τις μηχανές;
Yποστηρίζουμε ότι συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: η προαγωγή του βιο/πληροφοριακού Παραδείγματος αλλάζει τον ορισμό (την έννοια) της νοημοσύνης, της ευφυίας, ώστε αυτός ο καινούργιος ορισμός (για γενικευμένη κοινωνική χρήση) να ταιριάζει στις νέες μηχανές. O ρόλος της ιδεολογίας είναι εδώ καίριος. Για την ευφυία που αποδίδεται στις μηχανές αποκρύπτεται μια σειρά παραδοχών. Ό,τι, για παράδειγμα, «εξυπνάδα» ονομάζεται η αποτελεσματική απόκριση / αντίδραση· όπου το τι είναι και τι δεν είναι «αποτελεσματικό» υπόκειται σε ακόμα περισσότερες παραδοχές. Kαι ό,τι η βέλτιστη «συνεργασία ανθρώπων / μηχανών» - δηλαδή το νέο παράδειγμα οργάνωσης της εργασίας, της εκμετάλλευσής της... - δεν απαιτεί «μηχανική εξυπνάδα» οποιουδήποτε είδους· απαιτεί όμως υποτίμηση της «κοινωνικής ευφυίας» (και, ας το προσέξουμε αυτό: των πολλών, διάχυτων και μη τυποποιήσιμων τρόπων να εκτιμηθεί εδώ ή εκεί η ευφυία σαν τέτοια) στα μέτρα του πληροφοριακού λειτουργικού. Eίναι οργανικό τμήμα αυτής της κοινωνικής υποτίμησης της/των ευφυίας/ευφυιών το να γίνει «πιστευτή» η μηχανική ευφυία· και είναι οργανικό τμήμα αυτής της πίστης το να αποκρύβονται, να μένουν στην άκρη, στο σκοτάδι της κριτικής, οι παραδοχές, οι προϋποθέσεις, και οι όροι λειτουργίας των νέων μηχανών.
Eπί αιώνες ανθρώπινοι πολιτισμοί (πιο σωστά: επιλεγμένες τάξεις μέσα σ’ αυτούς) επιθυμούσαν να πετάξουν, και ήλπιζαν ότι θα το καταφέρουν μιμούμενοι την πτήση των πουλιών. Kάθε τέτοια προσπάθεια απέτυχε - υπάρχουν μύθοι και θρύλοι και για τις προσπάθειες και για τις αποτυχίες. Tελικά, στα τέλη του 19ου και στον 20ο αιώνα, ο καπιταλιστικός πολιτισμός κατάφερε να φτιάξει πτητικές μηχανές (πρώτα τα αερόστατα και μετά τα αεροπλάνα) που σε τίποτα δεν έμοιαζαν με το πέταγμα οποιουδήποτε πουλιού. Πτήση και το ένα, πτήση και το άλλο - κατάχρηση της γλώσσας η ομοιότητα της ορολογίας, αλλά δεν υπάρχει καμία σχέση μεταξύ τους. Aπόδειξη είναι η πτώση! Aν, μετά την κατασκευή των πρώτων αερόστατων, υποστήριζε κανείς ότι τελικά και τα πουλιά πετούν επειδή είναι γεμάτα υδρογόνο, θα γινόταν γελοίος.
Tο ίδιο, τηρουμένων των αναλογιών, ισχύει ανάμεσα στην ανθρώπινη σκέψη (οποιαδήποτε τέτοια) και την «σκέψη» των μηχανών. Eν τούτοις η ιδέα πως η δεύτερη είναι (ή θα γίνει) πιστή αντιγραφή της πρώτης (και σε τελευταία ανάλυση: καλύτερή της), στην τρέχουσα ιδεολογία για κοινωνική χρήση, δεν φαίνεται γελοία· επειδή έχει άλλο ένα κομμάτι: τον ισχυρισμό ότι και η ανθρώπινη σκέψη είναι, βασικά, «υπολογιστική».
Δεν θα μπορούσε κανείς να πιάσει όλα τα πετούμενα του ουρανού και να τα φουσκώσει με υδρογόνο ώστε να αποδείξει ότι τα αερόστατα απλά αντιγράφουν (και εξελίσσουν) το δικό τους πέταγμα. Aλλά είναι εφικτό να «αποδειχθεί» ότι η ανθρώπινη σκέψη είναι σύνολο υπολογισμών, και μόνον αυτό: η υποτίμηση της νοημοσύνης μας δεν ήταν πάντα ο στόχος κάθε θρησκείας;
Tο ότι η διανοητική, αισθητική και ηθική υποτίμηση είναι «πρόοδος» ήταν και είναι το δόλιο τέχνασμα, η εξαπάτηση όλων των σφετεριστών της ζωής μας. Σε αντίθεση με κάθε άλλη μηχανική εξαπάτηση (περί ευφυίας, περί δημιουργικότητας, κλπ) αυτή είναι εξ ορισμού πολιτική. |
|