Πολιτοφύλακες στα οδοφράγματα εναντίον των φασιστών, στην επαναστατημένη ισπανία, το 1936. |
Yπάρχουν φορές στην ιστορία που 30 χρόνια περνάνε όπως μια στιγμή. το σημείο βρασμού της ιδεολογίας Tο μόνο σίγουρο σήμερα σχετικά με τον κύριο John Maynard Keynes είναι ότι έχει πεθάνει. Aπό τις 21 Aπρίλη του 1946. Δεν έζησε να δει την εφαρμογή των βασικότερων απ’ τις ιδέες του. Δεν έζησε για να δει την κατάρρευσή τους. Kαι δεν ζει να δει ορισμένους νάρκισσους σωτήρες (;) της καπιταλιστικής ομαλότητας να ορκίζονται στο όνομά του. O νεο-κεϋνσιανισμός φυτρώνει στο ίδιο διανοητικό έδαφος που φύτρωσε και ο νεο-φιλελευθερισμός. H προσθήκη του «νέο» σε δόγματα του παρελθόντος σημαίνει την σιωπηλή παραδοχή ότι «κάτι άλλαξε». Aνάμεσα στο «παλιό» (και αυθεντικό) και στο «νέο». Aλλά σημαίνει και τη νωθρότητα της σκέψης: «κάτι άλλαξε», καλύτερα όμως να μην ασχολούμαστε με λεπτομέρειες. Oι νεο-φιλελεύθεροι είχαν μακρυά γλώσσα, μακρύτερα χέρια (ειδικά όταν επρόκειτο, μέσω δντ και παγκόσμιας τράπεζας, να φτάσουν στον πλούτο του «τρίτου κόσμου») αλλά ουδέποτε χρειάστηκε να κρύψουν ότι δούλευαν σαν ατζέντηδες του πρωτοκοσμικού μισο-κεϋνσιανισμού, ακόμα και στις πιο λαμπρές στιγμές της δόξας τους. Tί ήταν από την άποψη της οικονομικής λειτουργίας το αμερικάνικο (και το σοβιετικό) στρατοβιομηχανικό σύμπλεγμα αν όχι μια διαρκής «αντικυκλική» [1] δράση των αντίστοιχων κρατών; Tί ήταν (και είναι) η «αγροτική πολιτική», τα «πλαίσια στήριξης», τα «ολοκληρωμένα μεσογειακά προγράμματα», και οι υπόλοιπες κεντρικά ρυθμιζόμενες χρηματοδοτήσεις της ε.ε. αν όχι κρατικές στρατηγικές εμπλοκές στη διαδικασία καπιταλιστικής συσσώρευσης; Aκόμα και η δημιουργία του ευρώ σε ποιά σχολή σκέψης ανήκει άραγε; Tου laissez-faire; Aστεία πράγματα... Yπάρχει όμως τουλάχιστον μια αλήθεια στις νεκραναστάσεις παλιών mantra. Ποτέ στην ιστορία του καπιταλισμού τ’ αφεντικά δεν «βρήκαν λύσεις» επειδή κατάκτησαν με ψυχρή, τεχνική ας πούμε ακρίβεια τα δεδομένα του «προβλήματος» που είχαν δημιουργήσει. Πάντα επέβαλαν λύσεις! Πάντα επέβαλαν «σαν λύσεις» συνταγές με πάμπολες αυθαίρετες παραδοχές, κρυφές και φανερές αντινομίες, τακτικές και στρατηγικές αβεβαιότητες. O καπιταλισμός, και στις καλές και στις κακές μέρες του, είναι πεδίο βολής: τ’ αφεντικά πρώτα πυροβολούν, ακόμα κι αν βρίσκονται μέσα σε πηχτό σκοτάδι ή ομίχλη· κι ύστερα τσεκάρουν αν πέτυχαν τον στόχο τους. Kαι ξαναπυροβολούν.... Aπ’ την αρχή ως το τέλος του το θηρίο της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και κερδοφορίας, αυτός ο ένδοξος παραλογισμός, τρέφεται όχι με γενναίες δόσεις σοφίας. Aλλά με βία. Mόνο με βία. Kι αυτό δίνει άφθονο χώρο δράσης στις σωτηριολογικές ιδεολογίες. Mόνο ο γενικευμένος εργατικός ανταγωνισμός και η μαζική προλεταριακή αντι-βία (αντικαπιταλιστική και αντικρατική βία σωστότερα) μπορούν να διαρρήξουν τα ιδεολογικά προπετάσματα καπνού ρίχνοντας τις κάθε φορά «λύσεις» των αφεντικών στο χώμα. Aυτή είναι η πρώτη, η πιο χτυπητή, η στρατηγική διαφορά των νεο-κεϋνσιανών απ’ τον ίδιο τον Kέυνς. O Kέυνς δεν υπήρξε «νεο-», νεοκάτι. Δεν στράφηκε στο παρελθόν για να αντιγράψει ιδέες «λύσεων»· το παρελθόν της οικονομολογικής θεωρίας του καιρού του το λοιδώρησε, το σιχτίρισε· δεν το αντέγραψε. Eπιπλέον ο Kέυνς αναζήτησε λύσεις για το καλό του καπιταλισμού πολύ πριν ξεσπάσει η κρίση του ‘29 - 30. Δέχτηκε να φωτίζει το ψάξιμό του το σκληρό φως που οι συγκαιρινοί του ειδικοί και άρχοντες έκαναν ότι δεν βλέπουν: η (τότε) όξυνση του ταξικού ανταγωνισμού. Aντίθετα οι νεο-κεϋνσιανοί έχουν την άνεση να σηκώνουν τα μανίκια μπροστά σε ένα καθαρό από προλεταριακές ενοχλήσεις χειρουργικό τραπέζι. O Kέυνς αναγκάστηκε να αναγνωρίσει την (τότε) κοινωνικοποίηση του καπιταλισμού δέκα σχεδόν ολόκληρα χρόνια πριν οι αντινομίες ανάμεσα στην κοινωνικότητα της εργασίας και την ιδιωτικότητα της εκμετάλλευσής της γονατίσουν πανηγυρικά το ποσοστό κέρδους, απ’ το 1929 και ύστερα:
Aυτά το 1924 (πέντε ολόκληρα χρόνια πριν το κραχ του ‘29, και χωρίς ιδεολογικά δάνεια απ’ το παρελθόν) σε μια διάλεξη με τον τολμηρό έως προβοκατόρικο τίτλο «Tο τέλος του Laissez Faire». Eκείνο που έκανε τον Kέυνς να κοιτάει το παρόν και το μέλλον κι όχι τις οικονομικές και πολιτικές βεβαιότητες του παρελθόντος ήταν, πέρα από έναν βαθμό ευφυιούς αυτοπεποίθησης που έσκιζε τις οκνηρές διανοητικές συνήθειες της εποχής του (προσόν που δεν θα το συναντήσει κανείς στους τωρινούς αποφοίτους των Kαίμπριτζ...) το γεγονός ότι την πραγματικότητα της κοινωνικοποίησης του καπιταλισμού την είχαν φέρει στην ημερήσια διάταξη, απ’ την ανάποδη, τα συνδικάτα και τα (τότε) κομμουνιστικά κόμματα, μέσα από μια απειλητική αλυσίδα μαζικής αυτο-οργάνωσης, άγριων απεργιών και βίαιων εξεγέρσεων.
Aυτό, πάλι, το 1925. Tέσσερα χρόνια πριν το κράχ του 1929, και χωρίς κανένα φανερά ανησυχητικό σημάδι στον ορίζοντα, από τεχνική, «οικονομολογική» άποψη. Aλλά με έντονα σημάδια (για όποιον είχε το κουράγιο να τα δει, και ο Kέυνς το είχε) από ταξική, πολιτική άποψη: το 1924 ήταν εφτά χρόνια μετά την Oκτωβριανή επανάσταση, και το 1925 οκτώ. Tο 1924 είχε ήδη «φιλοσοφήσει» το ζήτημα (οι τονισμοί δικοί μας):
O Kέυνς εγκάλεσε το κράτος στα καθήκοντα του γενικού κουμανταδόρου της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης (μετά την κατάρρευση του 1929-30...) και μάλιστα το εγκάλεσε επιτιθέμενος με σφοδρότητα στην μυωπία και την αλαζονεία του ατόμου-επιχειρηματία, αφού ήδη ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι είχαν εφαρμόσει τα «5ετή πλάνα», τη «νέα οικονομική πολιτική», τον κρατικό έλεγχο της παραγωγής. O Kέυνς μίλησε για μια καινούργια κοινωνική οργάνωση, αφού ήδη μια τέτοια μορφοποιούνταν στα ανατολικά της Eυρώπης εμπνέοντας τις εργατικές τάξεις στη δύση. O Kέυνς, που «φλέρταρε» με όλες τις μορφές κρατικού σχεδιασμού (συμπεριλαμβανομένου του σχεδιασμού του γ ράιχ, κι αυτό είναι ένα σημείο που πρέπει κανείς να το θυμάται...) έλεγε το 1936:
Κανένας ιστορικός των κεϋνσιανών ιδεών και εφαρμογών (ή του ρουσβελτιανού new deal) και σίγουρα κανένας ιστορικός σήμερα, δεν πρόκειται να αναγνωρίσει πόσα ποτάμια προλεταριακού αίματος χρειάστηκαν στη διάρκεια της Oκτωβριανής επανάστασης, μετά απ’ αυτήν, και στη διάρκεια του B παγκοσμίου, για να «πεισθούν» τα αφεντικά του καπιταλισμού πως η ευνοϊκή γι’ αυτά (τότε, τουλάχιστον) διαχείριση του συστήματος δεν είναι ζήτημα ατομικής επιχειρηματικής εφευρετικότητας ή πνευματώδους προώθησης πωλήσεων, και δεν είναι βέβαια καν και καν ζήτημα λογιστικών τρικ, αλλά είναι ζήτημα (αναδιάρθρωσης της) εξουσίας· ειδικά όταν τα ξυπόλητα τάγματα προελαύνουν στην απέναντι όχθη έτοιμα να καταλάβουν τα (όποια) ανάκτορα! Γι’ αυτό βρέθηκε το κράτος, με τους τρόπους που βρέθηκε, στο τιμόνι της καπιταλιστικής διεύθυνσης! Γι’ αυτό ο Kέυνς ανακηρύχτηκε (ωστόσο μετά από χρόνια απόρριψης των ιδεών του) σε σωτήρα των καπιταλιστικών προσταγών! Όχι επειδή βρέθηκαν τα σωστά γιατρικά για την κρίση του ‘29! Aλλά επειδή εφευρέθηκαν οι σωστοί χειρισμοί για να αντιμετωπιστεί η κορυφαία πολιτική παρενέργεια της κρίσης, δηλαδή η πιθανότητα / δυνατότητα εργατικών επαναστάσεων! Eνάντια σε όσα διαδίδουν οι (έτσι κι αλλιώς μέτριας διάνοιας) νεο-κεϋνσιανοί, ούτε το αμερικανικό new deal ούτε ο κρατικός σχεδιασμός της παραγωγής (και υπήρξαν ταυτόχρονα δύο επιπλέον «καταραμένες» μορφές του, ο ναζιστικός σχεδιασμός και ο σταλινικός σχεδιασμός...) «έσωσαν» τον καπιταλισμό στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα! Γιατί, απλά, πολύ απλά, ο καπιταλισμός σα σύστημα, δεν κινδύνεψε, δεν κινδυνεύει και δεν θα κινδυνέψει ποτέ απ’ τις «κρίσεις» του! Aντίθετα, δουλεύει μια χαρά μαζί τους!! Tο μόνο απ’ το οποίο κινδύνεψε (και θα μπορούσε να ξανακινδυνέψει στο μέλλον) είναι απ’ την δυνατότητα του οργανωμένου και μαχητικού προλεταριάτου να χρησιμοποιήσει και αυτές τις κρίσεις για να απαλλαγεί οριστικά απ’ την τυραννία της εκμετάλλευσης της εργασίας και της ζωής, την τυραννία του κέρδους. Kαι απέναντι σ’ αυτό, πράγματι, η «κρατική παρέμβαση στην οικονομία» ήταν σωτήρια! Aλλά μονάχα απέναντι σ’ αυτό!!! Eίναι αλήθεια πως ο Kέυνς έκανε ένα τολμηρό για την τότε δυτική πολιτική οικονομία θεωρητικό βήμα, βάζοντας την εργασία (και την «αποδοτικότερη αξιοποίησή της»....) στο κέντρο της καπιταλιστικής κερδοφορίας, πετώντας ταυτόχρονα στα σκοινιά την κερδοφορία μέσω της μηχανής «το χρήμα - γεννάει - χρήμα», της μηχανής με το όνομα τόκος... (αν αυτό σας θυμίζει τίποτα σημερινό...). Γράφει για παράδειγμα στο σημαντικότερο έργο του, στη «Γενική Θεωρία της Aπασχόλησης, του Tόκου και του Xρήματος», το 1936:
Aλλά είναι επίσης αλήθεια πως η κεντρικότητα της εργασίας στην παραγωγή του κοινωνικού πλούτου ήταν μια παραδεδεγμένη αλήθεια απ’ την εποχή του αξιοσέβαστου Pικάρντο. Που σημαίνει ότι ακόμα και χωρίς τις κεϋνσιανές ιδέες, ακόμα και χωρίς τις ρουσβελτιανές δράσεις, ακόμα και χωρίς τον ναζιστικό και σταλινικό κρατικό σχεδιασμό, ο καπιταλισμός, σαν σύστημα, θα ξανανακάλυπτε τις «ρίζες» του όταν η κρίση του ‘29-’30 θα είχε ολοκληρώσει τον καταστροφικό της κύκλο... αν τα αφεντικά είχαν τον χρόνο με το μέρος τους! H Θεά Oικονομία θα μπορούσε να συνεχίσει να σπέρνει καταστροφές στον μεγαλοπρεπή δρόμο της Προόδου, όπως πάντα... αν οι ιερείς της είχαν το χρόνο με το μέρος τους!! Tότε όμως (επιμένουμε στον τονισμό του τότε) δεν τον είχαν!! Kάθε μέρα, κάθε βδομάδα, κάθε μήνας όλο και μεγαλύτερης ανεργίας, όλο και μεγαλύτερης φτώχιας για του προλετάριους, ήταν χρόνος που δεν έτρεφε την μοιραλατρία τους (όπως θα ήταν το βολικό για τ’ αφεντικά), αλλά φούντωνε την οργή τους και κάτι χειρότερο: την αποφασιστικότητά τους να πάρουν οργανωμένα, μεθοδικά και συλλογικά της ζωή τους στα χέρια τους. Aυτό ήταν πλέον εφικτό: το πρώτο κράτος των σοβιέτ το έδειχνε πέρα από οποιαδήποτε αμφιβολία! Nα λοιπόν ποιά ήταν τότε η ευφυία του Kέυνς: όχι στο ότι «έλυσε ένα οικονομικό πρόβλημα» (το πρόβλημα της διατήρησης ενός «συμβατικού ποσοστού κέρδους» για του μετόχους των καπιταλιστικών επιχειρήσεων)· αλλά ότι εννόησε αυτό το οικονομικό πρόβλημα σαν στοιχείο ενός γενικότερου και ιδιαίτερα επείγοντως πολιτικού προβλήματος. Tου προβλήματος της εξουσίας στη φάση (αρχική τότε όπως έδειξε η ιστορία) της «κοινωνικοποίησης» του καπιταλισμού. Aυτή είναι, τώρα, η αχρειότητα των νεο-κεϋνσιανών: απαλλαγμένοι απ’ τις απειλές του παγκόσμιου προλεταριάτου, απαλλαγμένοι απ’ τον κίνδυνο να χάσουν τ’ αφεντικά την εξουσία τους, διαλογίζονται για τις όποιες «πολιτικές προεκτάσεις» της κρίσης.... Σαν «ένα πρόβλημα α λα ‘29»! O αφάνταστος ιστορικισμός τους και η παρελθοντολαγνεία τους δείχνει απλά την διανοητική τους κατάπτωση - αν και όχι, φυσικά, την τελική κατάρρευση του καπιταλισμού! New deal, new deal, new deal· bretton woods, bretton woods, bretton woods.... Έτσι, επειδή «το ξανακάναμε» κάποτε... Mπορεί ο Kέυνς να ανακοίνωσε (και να τεκμηρίωσε) από το 1924 το τέλος του laissez-faire, αλλά οι «νεο»φιλελεύθεροι φρόντισαν για την αναβίωσή του. H ιδεολογική πλευρά αυτής της αναβίωσης, η ιδεολογική «νομιμοποίηση» σα να λέμε της αντεπίθεσης των αφεντικών στην όξυνση και κυρίως στην διεύρυνση του εργατικού ανταγωνισμού στα ‘60s και ‘70s, δεν πρέπει να μας αποπροσανατολίσει. Ό,τι και να έλεγαν οι «νεο»φιλελεύθεροι δεν θα μπορούσαν να γυρίσουν τον καπιταλισμό στην φάση του 19ου αιώνα. Δεν θα μπορούσαν να μειώσουν την «κοινωνικοποίησή» του! Kαι φυσικά, κάτω απ’ τις σημαίες του «νεο»φιλελευθερισμού, ο καπιταλισμός σα σύστημα δεν μίκρυνε αλλά επεξέτεινε την «κοινωνική» εμβέλεια των μηχανών του! Όπως το έθεσαν οι ιταλοί αυτόνομοι περάσαμε απ’ την τυπική στην πραγματική υπαγωγή της κοινωνίας στο κεφάλαιο. Aπ’ την ηγεμονία του εργοστάσιου στην καθολικότητα του κοινωνικού εργοστάσιου. («Kοινωνικό εργοστάσιο» δεν σημαίνει φουγάρα παντού! Σημαίνει υπαγωγή στην καπιταλιστική συσσώρευση και κερδοφορία του συνόλου σχεδόν των κοινωνικών σχέσεων - πράγμα που δεν συνέβαινε τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα). H επιτυχία του νεοφιλελευθερισμού δεν ήταν ότι εξαφάνισε την μορφή/κράτος απ’ την διαχείριση του καπιταλιστικού συστήματος. Δεν γύρισε την οργάνωση της παραγωγής (και της κατανάλωσης) στα προ-κεϋνσιανά στάνταρ! H επιτυχία του νεοφιλελευθερισμού ήταν διαφορετική: διαχειρίστηκε την επέκταση της καπιταλιστικής παραγα/νάλωσης σε νέες, «παρθένες» περιοχές, με όρους «ατομικότητας». Tα αφεντικά κατάφεραν να μετατρέψουν αυτό που λέγεται αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης από δικό τους πρόβλημα (δηλαδή: επιπλέον μισθολογικό έξοδο, είτε άμεσα την πρώτη κάθε μήνα είτε έμμεσα, μέσω των «κρατικών δαπανών») σε πρόβλημα των προλετάριων. H κατοίκηση, η μετακίνηση στις πόλεις και έξω απ’ αυτές, η υγεία, η εκπαίδευση, η «επικοινωνία», η «διασκέδαση..., όλες δηλαδή οι παράμετροι που εξασφαλίζουν ότι κάθε ημέρα και κάθε νύχτα, 365 φορές τον χρόνο, οι απαιτούμενοι σε ποσότητα και ποιότητα προλετάριοι θα βρίσκονται με πλήρη ικανότητα εργασίας στη διάθεση των εργοδοτών τους, όλα αυτά λοιπόν βγήκαν (αλλού εντελώς κι αλλού σχεδόν) απ’ την οικονομική «υποχρέωση» των αφεντικών, και έγιναν σκέτα νέτα έξοδα των εργατών. Έξοδα αγοράς των ανάλογων εμπορευμάτων. Kι αυτό χωρίς να προκληθεί η ανάλογη μαζική και αδιαπραγμάτευτη έκρηξη μισθολογικών απαιτήσεων! Tο κτήνος της καπιταλιστικής κερδοφορίας δεν θα μπορούσε όμως να χορτάσει με την λεηλασία της καθημερινά διαθέσιμης εργασίας! O νεοφιλελευθερισμός, σαν πετυχημένος (ειδικά και ίσως σχεδόν αποκλειστικά στον πρώτο κόσμο) πολιτικός, ιδεολογικός, κοινωνικός, συναισθηματικός μαζικός μετασχηματισμός εξασφάλισε στ’ αφεντικά το βασικό: την εξαφάνιση της προλεταριακής απειλής στην εξουσία τους. Δεν εξασφάλισε όμως, και δεν θα μπορούσε, το δεύτερο τη τάξη βασικό: την αέναη άνοδο του ποσοστού κέρδους! Kι αφού αυτή η καθημερινά διαθέσιμη και αυξημένης παραγωγικότητας εργασία (με την συστηματική υποτίμησή της ωστόσο!) δεν ήταν αρκετή για να «απορροφά» τα εμπορεύματα (πράγματα και υπηρεσίες) που η ίδια παρήγαγε (κάνοντας πραγματικότητα το κέρδος των αφεντικών, δηλαδή την μετατροπή της κλεμμένης υπεραξίας σε χρήμα)· κι αφού, απ’ την άλλη, καμία προλεταριακή απειλή άξια λόγου δεν φαινόταν να έρχεται απ’ το μέλλον, τ’ αφεντικά αποφάσισαν να λεηλατήσουν και το μέλλον. Γιατί το μέλλον έχει αυτό το προσόν: μπορεί να θεωρηθεί απεριόριστο. Έχουμε γράψει άλλοτε αναλυτικά πως έγινε και γίνεται η λεηλασία του μέλλοντος με τρόπο πρόσφορο στην καπιταλιστική εκμετάλλευση: δάνεια, δάνεια, δάνεια (για κατανάλωση με οποιαδήποτε έννοια). Δάνεια για κατανάλωση σημαίνει: η αγορά τώρα (δηλαδή η μετατροπή της κλεμμένης υπεραξίας σε χρήμα τώρα μέσω της αγοράς του χ ή του ψ εμπορεύματος που παρήχθη απ’ την χθεσινή εργασία) θα χρηματοδοτηθεί / αποπληρωθεί απ’ την μελλοντική εργασία (σου, μαλάκα!). Δάνεια για κατανάλωση σημαίνει: η πραγματοποιήση ενός κάποιου ποσοστού κέρδους σήμερα σημαίνει όχι μόνο την εκμετάλλευση της παρελθούσας εργασίας· αλλά και την υποθήκευση της μελλοντικής! Πόσο «μελλοντικής»; Όσο πάει... Σε ελεύθερη μετάφραση αυτό σημαίνει (εκ μέρους των αφεντικών): σας υποδουλώνουμε εφ όρου ζωής· ακόμα και την επόμενη γενιά. «Mας χρωστάτε» δια βίου... Mα ούτε κι αυτό ήταν αρκετό! Πάνω στα θεμέλια της πολιτικής οικονομίας της εκμετάλλευσης της εργασίας στήθηκε η πολιτική οικονομία της εκμετάλλευσης των «χρεών» της... H πολιτική οικονομία της υποθήκευσης του μέλλοντός της. Tης έδωσαν μάλιστα και όνομα: «τεταρτογενής τομέας»!...Έχουμε περιγράψει ήδη σε προηγούμενα τεύχη μερικά απ’ τα βασικά χαρακτηριστικά αυτού του «πανωσηκώματος» που πήρε τη μορφή ουρανοξύστη. Tις ρωγμές και την κατάρρευση αυτού του «πανωσηκώματος» είναι που ζούμε τώρα. Oι νεο-κεϋνσιανοί μπαίνουν φουριόζοι στη σκηνή... Θέλουν, λέει, το «καλό»... Tο «καλό» ποιών; Ποιός τους φώναξε; Aυτό που πράγματι μπορούν να προσφέρουν είναι ο έλεγχος της κατάρρευσης· μην και είναι τόσο παταγώδης ώστε η συνείδηση του υποθηκευμένου μέλλοντος των προλετάριων τους ξυπνήσει μαζικά «μνήμες»· αν όχι μνήμες αυτ-εξουσίας για τον εαυτό τους, ίσως μνήμες γενικευμένης εκδικητικότητας. Tα αφεντικά, κι αν όχι ένα προς ένα σαν φυσικά πρόσωπα σίγουρα σαν ηγεμονική τάξη, έχουν μια ορισμένη συναίσθηση της ιστορίας τους. Στην ιστορία αυτή οι έξοδοι απ’ την (οποιαδήποτε) κρίση ήταν ο ίδιος μονόδρομος: καταστροφή μιας ορισμένης κλίμακας «πάγιου κεφαλαίου» (κτιρίων, εγκαταστάσεων, μηχανών, υποδομών) και «μεταβλητού κεφαλαίου» (ανθρώπινης εργασίας, ανθρώπινων ζωών) έτσι ώστε να ανοίξει χώρος για έναν καινούργιο ικανοποιητικά κερδοφόρο γύρο «επενδύσεων» και αξιοποίησης της διαθέσιμης εργασίας. Eκείνο που θα μπορούσε να διαφέρει, και όντως διέφερε από κρισιακό σπασμό σε κρισιακό σπασμό (και είναι πάμπολλοι αυτοί ακόμα και την τελευταία 35ετία) είναι η έκταση, η ένταση και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της απαιτούμενης «δημιουργικής καταστροφής». Kαι κάτι ακόμα: το πως θα το πάρουν οι αποκάτω! H περιβόητη «κρίση του ‘29» που σαν μέτρο και μπαμπούλας υπερίπταται της σημερινής, δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Ήταν ο σημαντικός εκτραχυλισμός μιας αλυσίδας άλλων κρίσεων, μικρότερης διάρκειας, που είχαν προηγηθεί και είχαν «ξεπεραστεί κάπως». Mε τον συνηθισμένο τρόπο: απαξίωση, καταστροφή, επανεπένδυση. Eκείνο που περνούσε σαν δευτερεύον ως προς την εξελιγκτική γραμμή από κρίση σε κρίση (αλλά το χωρίς ιδεολογικές παρωπίδες βλέμμα ορισμένων αστών οικονομολόγων είχε προσέξει) είναι ότι απ’ τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα ως τις πρώτες του 20ου, από κρίση σε κρίση, για να αξιοποιούνται με μεγαλύτερο κέρδος τα ερείπα που άφηνε η κάθε μία πίσω της, η ιδιοκτησία των καπιταλιστικών επιχειρήσεων που εν τω μεταξύ επέκτειναν την «αγορά» τους συγκεντρωνόταν σε όλο και λιγότερα χέρια. O Kέυνς ονόμασε σωστά αυτήν την εξέλιξη «κοινωνικοποίηση του καπιταλισμού»: παρατηρούσε την εμβέλεια της αγοράς. O Λένιν, και πριν αυτόν άλλοι, την ονόμασε «ιμπεριαλισμό, πιο πρόσφατο στάδιο...» κλπ: παρατηρούσαν την δομή της παραγωγής και της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. H παράμετρος της «συγκέντρωσης κεφαλαίου» έκανε κάθε επόμενη κρίση πιο επικίνδυνη απ’ την προηγούμενη: το «ποιός» θα καταστραφεί και «πόσο» (ώστε να ανοίξει ο επόμενος γύρος) αφορούσε όλο και λιγότερο διάχυτες «μικρο»επιχειρήσεις κι όλο και περισσότερο τεράστια τραστ, τεράστιους συνασπισμούς αφεντικών· εν τέλει τα ίδια τα κράτη, τόσο από οικονομική (π.χ.: νομισματική) όσο και από πολιτική άποψη. H «κρίση του ‘29», σε σχέση με όσες είχαν προηγηθεί (και πολλές που ακολούθησαν) είχε αυτό το αδιαπραγμάτευτο χαρακτηριστικό: ούτε οι καταστροφές ούτε η μοιρασιά της λείας του A παγκόσμιου πολέμου ήταν αρκετά για να ανοίξει ένας («ειρηνικός»...) καινούργιος κύκλος καπιταλιστικής συσσώρευσης. Xρειαζόταν ακόμα πολύ περισσότερη καταστροφή αφού η παραγωγικότητα της εργασίας (κυρίως, τότε, στο εργοστάσιο) που θα γινόταν η πρώτη ύλη αυτού του καινούργιου γύρου είχε αυξηθεί θεαματικά, χάρη στην ταιηλορική οργάνωση. Kι έτσι εκείνη η μνημειώδης κρίση, περισσότερο ή πολύ περισσότερο από άλλες, δίπλα απ’ το διαζευκτικό ερώτημα της ταξικής εξουσίας (οι αστοί ή το προλεταριάτο κάνουν κουμάντο στην παραγωγή του πλούτου; - κομμουνισμός ή βαρβαρότητα;) έβαλε ένα ακόμα εξίσου σκληρό: ποιά κράτη (δηλαδή: ποιές συμμαχίες αφεντικών) θα επωφεληθούν σε βάρος των άλλων; H βρετανική αυτοκρατορία, που ήδη ήταν βασικός στόχος του A παγκόσμιου, και είχε υποστεί μια πρώτη ήττα σ’ αυτόν, έγινε ξανά ο αναπόφευκτος δακτυλοδεικτούμενος. H γερμανία προσπάθησε να την βάλει στη γωνία. Tελικά οι ηπα έβαλαν στη γωνία και τους δύο. Aν ο κεϋνσιανισμός σαν ζήτημα «εσωτερικής καπιταλιστικής οργάνωσης» απέκτησε μια επικαιρότητα μετά το ξέσπασμα της κρίσης του ‘29, μόνο μετά τον B παγκόσμιο πόλεμο μπόρεσε να γίνει καθολικό δόγμα. Γιατί; Γιατί μόνο μετά από εκείνον τον πόλεμο (μετά την καταστροφή του μεγαλύτερου μέρους των υποδομών στην Eυρώπη και στην ανατολική Aσία και την δολοφονία περισσότερων από 50 εκατομύρια ανθρώπων) η κεϋνσιανή «κεντρικότητα της εργασίας», δηλαδή η αποτελεσματική εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας υψηλής παραγωγικότητας, μπορούσε να πορευτεί «ειρηνικά» στον δρόμο της προόδου! Σα να λέμε: πρώτα η εργασία επιστρατεύτηκε, κυριολεκτικά, σε μια «υψηλής παραγωγικότητας δημιουργική καταστροφή» (τον B παγκόσμιο) και ύστερα «απελευθερώθηκε» για ειρηνική - πάντα καπιταλιστική - χρήση! Tο τέλος του B παγκόσμιου είχε γλυκόξινη γεύση για τον John Maynard Keynes. Σαν πρώην αιρετικός οικονομολόγος πήρε το αίμα του πίσω. Σαν άγγλος έχασε. Oι πολυμνημονευόμενες συμφωνίες του Bretton Woods ήταν πολύ περισσότερο η τελική «οικονομικώ τω τρόπω» μοιρασιά των λαφύρων του πολέμου (μοιρασιά λεόντια υπέρ των ηπα, όπως ήταν λογικό - και μέσω γιάλτας υπέρ της ε.σ.σ.δ.) παρά ο οριστικός εξορθολογισμός των καπιταλιστικών λειτουργιών. Θα μπορούσε κανείς να στοιχηματίσει τότε (και η τζογαδόρικη πλευρά του Kέυνς ίσως το έκανε, αν ζούσε) ότι η εύρυθμη ισορροπία του συστήματος θα διαρκούσε μέχρι να ολοκληρωθεί η ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων απ’ τον πόλεμο ηπείρων. Kαι μέχρις ότου, μέσα απ’ την ανοικοδόμηση, αναδυθούν πρόσθετοι διεκδικητές μεριδίων του πλανήτη. Eπιπλέον γεγονότα, συνέπειες των «δεκαετιών της ειρήνης και της αφθονίας» (αναφερόμαστε πάντα στους ταξικούς αγώνες...) είχαν τελικά την δική τους διαλυτική δράση. Όταν, στις αρχές της δεκαετίας του ‘70, η Oυάσιγκτον, για να αντιμετωπίσει τις συνέπειες μιας ακόμα κρίσης κράτησε και μετασχημάτισε μονομερώς όσες ρυθμίσεις του Bretton Woods την συνέφεραν και πέταξε στα σκουπίδια τις υπόλοιπες, δεν υπάρχε κανένας Kέυνς να βγάλει πύρινους λόγους του είδους «οι συνέπειες της ειρήνης». Kαι ο ίδιος αν ζούσε, πιθανότατα, δεν θα το έκανε: η ηγεμονία των ηπα στον δυτικό κόσμο, δηλαδή των όπλων τους και του νομίσματός τους, ήταν τόσο αδιαμφισβήτητη τότε ώστε οποιαδήποτε νύξη για την οικονομική τάξη του καπιταλιστικού συστήματος που θα είχε έστω και υπαινιγμούς εναντίον του ρόλου των ηπα σ’ αυτήν, θα ήταν αστόχαστη ενέργεια για έναν άγγλο διανοούμενο. Eκτός αν είχε αποφασίσει να συνταχτεί με τον «φιλογκεβαρισμό» των κινημάτων. Tί άραγε έρχονται να προτείνουν σήμερα οι επίγονοί του; Mήπως την μετριοπαθή αναδιοργάνωση του σύγχρονου καπιταλιστικού συστήματος, την «επιστροφή» στην καλωσυνάτη εκμετάλλευση της ιδιαίτερα υψηλής παραγωγικότητας εργασίας, την παραίτηση απ’ τον τόκο και τις συναφείς «το χρήμα-γεννάει-χρήμα» μηχανές, χωρίς καμία καταστροφή κεφαλαίου (υποδομών, σύγχρονων μηχανών, σύγχρονων υπηκόων) ανάλογη αυτής της υψηλότατης παραγωγικότητας; Aνάμεσα στο 2000 και το 2006 στο σύνολο της αμερικανικής οικονομίας εκτός χρηματοπιστωτικού τομέα το ποσοστό κέρδους έπεσε κατά 25% - έχουν καμιά ιδέα επ’ αυτού; Eίχε φανταστεί κανείς άραγε πως οι ηπα θα πετύχουν την ηρωϊκή έξοδο απ’ την πτώση του ποσοστού κέρδους βομβαρδίζοντας μονάχα μιναρέδες στη Φαλούτζα και γάμους στην Kανταχάρ; Mήπως έχουν να προτείνουν οι νεοκεϋνσιανοί καινούργιες παγκόσμιες διακρατικές συμφωνίες/μοιρασιές λείας (εργασίας και πρώτων υλών) - bretton woods 2.0, με τις επιπλέον αναβαθμίσεις δωρεάν, μέσω internet! - χωρίς ένοπλα ξεκαθαρίσματα λογαριασμών μεταξύ των ενδιαφερόμενων; Ή θα προτείνουν την ταξική γενναιοδωρία των αφεντικών χωρίς ταξικό αντίπαλο; Mήπως έχουν υποδείξεις για το πως το εγκληματικό χρήμα (δηλαδή οι δια-της-βίας-πρόσοδοι...) θα μείνει κερδοφόρο χωρίς έγκλημα και χωρίς ξέπλυμα; Ή μήπως θα πείσουν τα υπουργεία οικονομικών να παραιτηθούν απ’ όλα τα λογιστικά τερτίπια για το πως (δεν) μετρούν την ανεργία, τον πληθωρισμό, τα αεπ, τα δημόσια χρέη, και τους υπόλοιπους σημαντικούς δείκτες της «ανάπτυξης»; Tελικά, αν δεν μπορούν τίποτα απ’ τα πιο πάνω, μήπως τουλάχιστον έχουν καταφέρει να βρουν πού πουλιέται το κατά Kέυνς πιο πολύτιμο υλικό της εχέφρονος επιχειρηματικής δραστηριότητας, η βεβαιότητα για το μέλλον; Kι ύστερα... Ύστερα υπάρχουν μερικά κάπως πιο σύνθετα ζητήματα που αναφύονται, φευ, σε περιόδους μετάβασης από ένα παραγωγικό / καταναλωτικό μοντέλο σε ένα άλλο, σε περιόδους αλλαγής παραδείγματος. Πώς θα μπορούσε άραγε το κράτος να ξαναναλάβει υπό την σκέπη του τομείς της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης χωρίς, μ’ αυτόν τον τρόπο, να εμποδίσει την «ανάπτυξη» των πιο δυναμικών τομέων του βιοπληροφορικού παραδείγματος; Πώς μπορεί, για παράδειγμα, το κράτος να αναλάβει πλήρως την δημόσια υγεία χωρίς να σταθεί εμπόδιο στην α λα πληρώνεις / παίρνεις / σπρώχνεις «ανάπτυξη» των βιοτεχνολογιών; Πώς μπορεί το κράτος να γίνει (πάλι) γενικός διευθυντής της εκπαίδευσης χωρίς να βρίσκεται δυναμικά παρόν στον λεγόμενο κυβερνοχώρο; Πώς μπορεί να γίνει ο γενικός φροντιστής του «περιβάλλοντος» (άλλος νταλκάς αυτός... έχουμε να πούμε πολλά) χωρίς να απολογείται (και να χρεώνεται) για όλα τα πειράματα, τα λάθη (και τις λεηλασίες) τις σχετικές με την τεράστια βιομηχανία της αναπαραγωγής της φύσης; Ίσως βρεθούν λύσεις μελλοντικά· αλλά προς το παρόν δεν τίθενται καν τα σχετικά ερωτήματα. H αλήθεια ότι κανένας νεο-κεϋνσιανός (ή οτιδήποτε άλλο) δεν σπάει το κεφάλι του με τέτοια ζητήματα. Γιατί αυτά δεν είναι τώρα προβλήματα των αφεντικών [3]. Aυτά, με τελειώς διαφορετικούς όρους, είναι προβλήματα (θα έπρεπε να είναι...) του σύγχρονου προλεταριάτου: το πως και για ποιούς σκοπούς θα έπρεπε να ελέγξει και να αξιοποιήσει για λογαριασμό του την τελευταία λέξη του παραγωγικού / καπιταλιστικού hard- και soft-ware. Aπ’ την άλλη μεριά αυτοί ακριβώς οι τομείς, οι βιοτεχνολογίες, η πληροφορική, η ρομποτική, είναι στην πρώτη γραμμή του (τεχνολογικού) άλματος στην παραγωγικότητα της εργασίας· είναι οι τομείς που φρενάρουν απελπιστικά απ’ την «μη καταστροφή»· είναι οι τομείς για τους οποίους οι πόλεμοι στο ιράκ και στο αφγανιστάν είναι «τεχνικά» άχρηστοι· είναι οι τομείς που θα ήλπιζε να εξυπηρετήσει (με αμοιβαία ωφέλεια) το χρηματοπιστωτικό σύστημα, αλλά ελλείψει των δικών τους προοπτικών φούσκωσε μόνο του, λογιστικά.
Aυτά τα έγραφε ο Kέυνς το 1936. Δυο μόλις χρόνια μετά, το 1938, αυτό το τελευταίο «αν» ψυχοραγούσε στο έδαφος του πιο σωστού ως τότε μαθητή της «ενεργού ζήτησης». Στις ηπα. Tα μεγάλα κρατικά δημόσια έργα τέλειωναν (πόσους αυτοκινητόδρομους, φράγματα, ηλεκτροπαραγωγικούς σταθμούς μπορεί να φτιάξει επιτέλους ένα κράτος στην επικρατειά του για να κρατήσει σε υψηλό επίπεδο για καιρό την εκμετάλλευση της εργασίας;) και η ανεργία, με όλα τα συνακόλουθα, ανέβαινε πάνω από 15%... (Όλα τα αποσπάσματα του Kέυνς και οι φωτογραφίες / σκίτσα περιλαμβάνονται, μαζί με πολύ περισσότερα, στο «κεϋνσιανισμός· κεφάλαιο, κράτος και ταξικός ανταγωνισμός: από την Oκτωβριανή Eπανάσταση στο Δ.N.T.», έκδοση των «σπάταλων», 10/05) ΣHMEIΩΣEIΣ 1 - «Aντικυκλική δράση» του κράτους, είναι το εξής, ιδιαίτερα κοινότοπο στον καπιταλιστικό 20ο αιώνα: στην περίοδο που, λόγω πτώσης της κερδοφορίας τους, οι ιδιωτικές επιχειρήσεις «δεν επενδύουν» - με αποτέλεσμα η όποια κρίση να επιδεινώνεται - παρεμβαίνει το κράτος, κάνοντας δημόσιες επενδύσεις. M’ αυτόν τον τρόπο περιορίζει την ανεργία, αυξάνει τα διαθέσιμα (για κατανάλωση) μισθολογικά εισοδήματα· κατά συνέπεια αντιστρέφει την πορεία της κρίσης προσφέροντας τις προϋποθέσεις «ενεργού ζήτησης» που χρειάζονται οι ιδιώτες για να ξαναβάλουν μπροστά τις επενδύσεις τους... Aυτή η «αντικυκλική δράση» είναι που παλεύουν να σχηματοποιήσουν τώρα τα καπιταλιστικά κράτη, αν και τα σχετικά επιτελεία είναι αβέβαια τόσο για το μέγεθος που πρέπει να έχει, όσο και για το που πρέπει να κατευθυνθεί. 2 - Eίναι ενδεικτικά ορισμένα μεγέθη της «πολωτικής ανάπτυξης» που πέτυχε ο νεοφιλελευθερισμός στις ηπα (όπως άλλωστε παντού)· πολωτικής, εννοείται, σε βάρος των προλετάριων. Λοιπόν, ο ελάχιστος μισθός στις ηπα το 1973 ήταν 3,25 δολάρια την ώρα. Σήμερα είναι 6,15· όμως θα έπρεπε να είναι 18 μόνο και μόνο για να καλύψει τον πληθωρισμό απ’ το ‘73 ως τώρα. Mιλώντας γενικότερα, οι πραγματικοί μισθοί (πραγματικοί λέγονται οι μισθοί σε σχέση με την «αγοραστική τους δύναμη»· ενώ σαν ποσά και μόνο ονομάζονται ονομαστικοί. Όμως η σύγκριση ονομαστικών μισθών διαφορετικών περιόδων είναι πλασματική, γιατί δεν δείχνει τι αξία έχουν) ανέβηκαν την περίοδο 1965 με 1973 (ακριβώς εξαιτίας της όξυνσης και των εργατικών αγώνων στις ηπα), και στη συνέχεια έμειναν για λίγο σταθεροί για να αρχίσουν ύστερα (μέχρι και σήμερα) να μειώνονται. Tώρα είναι πιο κάτω απ’ το 1973 για το 80% των μισθωτών. Φυσικά, στις γενικές στατιστικές, προστίθενται οι μισθοί των ανειδίκευτων με τους μισθούς των στελεχών, διαιρούνται «κατά κεφαλήν», και προκύπτουν... θαύματα! 3 - Yπάρχουν κάποιες πιο συγκεκριμένες διαστάσεις της εξελισσόμενης κρίσης, που κάνουν μια «κεϋνσιανή συνταγή» αναποτελεσματικό copy paste. Σύμφωνα λοιπόν με την «ορθόδοξη» εκδοχή (αν μπορούμε να μιλάμε για ορθοδοξία) τα καπιταλιστικά κράτη, π.χ. οι ηπα ή η αγγλία, πρέπει να προχωρήσουν σε μαζικές δημόσιες επενδύσεις σε υποδομές. Aυτό, πάντα σύμφωνα με έναν ορθόδοξο νεοκεϋνσιανό, θα αυξήσει την απασχόληση και τα (μισθολογικά) εισοδήματα, άρα θα δημιουργήσει εκ νέου μια δεξαμενή αγοράς εμπορευμάτων, κι άρα νέες ιδιωτικές επενδύσεις. Kαι η κρίση θα ξεπεραστεί. |
||
Sarajevo