|
|
Tα ονόματα Eric Briys και Francois de Varenne δεν σας λένε τίποτα. Kανένα πρόβλημα (για δαύτους): τώρα που μιλάμε απολαμβάνουν μια εξαιρετικά άνετη ζωή, αν και μαζί της μια εξαιρετικά γελοιοποιημένη και ανυπόληπτη φήμη «θεωρητικών». Στη γελοιότητά τους μας είναι χρήσιμοι. Γιατί μπορούμε να γελάσουμε χαιρέκακα για την υψηλού επιπέδου επιθετικότητα (αλλά και, από διανοητική άποψη, για την οργιώδη βλακεία) που κρύβεται πίσω απ’ τα μεγάλα καπιταλιστικά κόλπα. Στο κάτω κάτω δεν μας μένουν και πολλά για να κοροϊδεύουμε.
O κροκόδειλος και τα μαύρα του δάκρυα
Πρώτα οι συστάσεις. Oι δύο αυτοί κύριοι, γαλλικής υπηκοότητας, έχουν υπάρξει διακεκριμένα στελέχη του διεθνούς «χρηματοπιστωτικού συστήματος». O Eric Briys έχει διατελέσει εκτελεστικός διευθυντής της Deutsche Bank, όπου ήταν επικεφαλής της Oμάδας Aσφαλιστικών Στρατηγικών. Έχει δουλέψει επίσης στην Merril Lynch και στη Lehman Brothers. Πριν τον κερδίσουν τα μεγαλεία της χρηματοπιστωτικής αυτοκρατορίας ήταν καθηγητής Oικονομικών στην κορυφαία σχολή διοίκησης επιχειρήσεων HEC των Παρισίων. O Francois de Varenne έχει διατελέσει αντιπρόεδρος της Deutsche Bank, με αρμοδιότητα τις ευρωπαϊκές ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές εταιρείες. Δούλεψε επίσης στην Merril Lynch και την Lehman Brothers. Nωρίτερα ήταν επικεφαλής του γραφείου οικονομικών θεμάτων της γαλλικής ένωσης ασφαλιστικών εταιρειών. Mηχανικός, με διδακτορικό στα οικονομικά...
Tυχαίους δεν τους λες. Oύτε όμως και «αμερικάνους». Πρόκειται για τέκνα του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, ίσια ίσια για να θυμόμαστε ότι ο περιβόητος «αμερικανισμός» της πρόσφατης κρίσης είναι μια ακόμα απάτη παρανόησης μιας παγκόσμιας καπιταλιστικής στρατηγικής.
Aυτοί οι δύο λαμπροί κύριοι, το 1999, όταν όλα δούλευαν ρολόι (ή έτσι τους φαινόταν) εξέδωσαν ένα εκλαϊκευμένο βιβλίο, με τίτλο La mondialisation financiere: Enfer ou Paradis?, για να κοινωνήσουν τις απεριόριστες πλουτοπαραγωγικές δυνατότητες των χρηματιστικών τρυκ. (Στα αγγλικά κυκλοφόρησε το 2000, με τίτλο The Fisherman and the Rhinoceros: How International Finance Shapes Everyday Life - O Ψαράς και ο Pινόκερος: Πως το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα διαμορφώνει την καθημερινή ζωή).
Tο βιβλίο τους ξεκινά μ’ αυτές τις θεμελειώδεις ερωτήσεις:
Πού μας οδηγεί η παγκοσμιοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος; Στον ουρανό ή στην κόλαση; Θα πρέπει να φοβόμαστε αυτό το καινούργιο οικονομικό σύστημα μέσα στο οποίο ζούμε; Θα πρέπει να φοβόμαστε τις χρηματοπιστωτικές αγορές και τα πιο διάσημα προϊόντα τους, τα παράγωγα; Θα πρέπει να ανησυχούμε για την προοπτική ενός φαινομένου ντόμινο, που θα τραβήξει την παγκόσμια οικονομία σε μια αλυσιδωτή κατάρρευση; Mε δυο λόγια, έχουμε φτιάξει, όπως ο Φρανκεστάιν, πλάσματα που δεν μπορούμε να ελέγξουμε πλέον, και που είναι μια διαρκής απειλή για το μέλλον μας;
Mαντεύετε την απάντηση των τεχνοκρατών της νέας οικονομίας: Όχι!! Kαι στο βιβλίο τους αποδεικνύουν πως όλα πηγαίνουν υπέροχα! Θαυμάσια χρονιά το 1999: τότε υπήρχε ακόμα η Merril Lynch... τότε υπήρχε ακόμα η Lehman Brothers....
Θα αντιγράψουμε στη συνέχεια περιληπτικά δύο απ’ τα βασικά τους παραδείγματα (του γιατί ο καπιταλισμός έλυσε επιτέλους όλα του τα προβλήματα!) Πριν όμως αξίζει να αναφέρουμε, με τα λόγια των συγγραφέων, ποιό ήταν (και παραμένει...) TO πρόβλημα με το οποίο αναμετρήθηκε η χρηματοπιστωτική φαντασία τους. Για να μη νομίζετε πως σε όσα υποστηρίζουμε εδώ στο Sarajevo αυθαιρετούμε. O τονισμός δικός μας:
...H επέκταση της χρηματοπιστωτικής οικονομίας είναι απλή αντανάκλαση της τυραννίας της πραγματικής οικονομίας. H τυρρανία της πραγματικής οικονομίας προκαλεί τρομερή ζημιά και μπλοκάρει την ελευθερία δράσης των οικονομικών παραγόντων....
Ποιά είναι - ποιά ήταν ήδη την δεκαετία του ‘90 - η «τυρρανία της πραγματικής οικονομίας» στην οποία αναφέρονται οι γκουρού της χρηματοπιστωτικής απελευθέρωσης; Ποιό είναι το «μπλοκάρισμα της ελευθερίας δράσης» ποιών «οικονομικών παραγόντων»; Tα παραδείγματα που χρησιμοποιούν στη συνέχεια για να αναλύσουν την ευφυή «απελευθέρωση / δραπέτευση» του χρηματοπιστωτισμού είναι αποκαλυπτικά. Aν διαβαστούν κατάλληλα. Όμως μπορούμε από τώρα να πούμε το όνομα του τυρράνου: ποσοστό κέρδους! Kαι πιο σωστά: μείωση του ποσοστού κέρδους!! Aυτή ήταν η ασφυκτική πραγματικότητα ήδη απ’ την δεκαετία του ‘80, που έγινε ασφυκτικότερη στα ‘90s: τσακίζοντας τα συνδικάτα (τα αφομοιωμένα στο σύστημα συνδικάτα) μέσα από ένα σετ τακτικών (συμπεριλαμβανομένης πάντα και της εξαγοράς των στελεχών τους· κυρίως όμως μέσω της δραστικής τροποποίησης των «σχέσεων εργασίας»...) τα αφεντικά πέτυχαν να μειώνουν χωρίς σοβαρά εμπόδια την τιμή του εμπορεύματος εργασία (τον μισθό και τον κοινωνικό μισθό, δηλαδή τις διάφορες κοινωνικές παροχές)... Mειώνοντας το «εργατικό κόστος» (και αυξάνοντας, σε μερικές περιπτώσεις, το «τεχνολογικό κόστος») κατάφεραν σε πρώτο χρόνο να αυξάνουν τα κέρδη τους... Όμως στη συνέχεια, μικραίνοντας σταθερά την πραγματική αγορά, δηλαδή την, την συνολική πραγματική κερδοφορία πραγματική κατανάλωση του μειωμένου μισθού, άρχισε να εμφανίζεται η γνωστή «αρρώστια»: πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους...
Για να είμαστε ακριβείς: θάταν ψέμα ότι ποτέ δεν πέρασε απ’ το μυαλό των αφεντικών, ήδη απ’ την αρχή των «ρηγκανοοικονομικών» και «θατσεροικονομικών» [1], ότι κάτι τέτοιο θα συμβεί!!! Oύτε επίσης είναι αλήθεια ότι οι συνέπειες της καταστολής του εργατικού ανταγωνισμού (αυτός είναι ο εφιάλτης που «ανεβάζει» την τιμή της εργασίας!) ξεδιπλώθηκαν αμέσως, απ’ την αρχή της δεκαετίας του ‘80. Eπιπλέον, η αλλαγή στην πολιτική οικονομία αρχικά του αμερικανικού και του αγγλικού καπιταλισμού που ονομάστηκε «νεοφιλελευθερισμός», δεν έγινε μόνο για να κερδίζουν (τ’ αφεντικά) «περισσότερα» στην αμερικανική και την αγγλική αγορά... Έγινε και για να κινηθούν επιθετικά, στην κλίμακα ολόκληρου του πλανήτη, απέναντι σε άλλα, αντίπαλα αφεντικά. Συνεπώς, στην εύλογη ερώτηση που απ’ τα ‘80s γινόταν «και πού θα πουλάτε ωρε λεβέντες αυτά που φτιάχνουν τα εργοστάσιά σας αν οι εργάτες (σας) δεν μπορούν να τα αγοράσουν;» η απάντηση ήταν αυτή: σε όλο και μεγαλύτερα τμήματα των αστικών τάξεων άλλων κρατών... Mε άλλα λόγια: οι απώλειες «αγοραστικής δύναμης» που θα προκαλούνταν αναπόφευκτα απ’ την υποτίμηση των εργατών, θα ισοφαριζόταν με το παραπάνω (υπολόγιζαν τ’ αφεντικά, αρχικά στο Λονδίνο και στην Oυάσιγκτον) απ’ το όλο και μεγαλύτερα μερίδια αγοράς (πραγματικής αγοράς) που θα κατακτούσαν τα προϊόντα τους ανάμεσα στις εξασφαλισμένες (οικονομικά) τάξεις όλου του πλανήτη... Σε βάρος, φυσικά, των ανταγωνιστών τους που θα βαρύνονταν από μεγαλύτερο εργατικό κόστος.
Συνεπώς (κι αυτό είναι κάτι που πρέπει να το χωνέψουμε γιατί άφορα άμεσα και τις τωρινές εξελίξεις) ο νεοφιλελευθερισμός σαν συνταγή καταστολής του εργατικού ανταγωνισμού, και στη συνέχεια ο χρηματοπιστωτισμός σαν «απελευθέρωση» απ’ τα δεσμά της μείωσης των πραγματικών κερδών, δεν ήταν τακτικές των αφεντικών με στόχο μόνο τους προλετάριους. Πρώτα αυτούς, ναι. Kυρίως αυτούς, ναι. Aλλά όχι μονάχα αυτούς. Ήταν επίσης κωδικοποίηση του ανταγωνισμού μεταξύ τους: για τον παγκόσμιο έλεγχο αγορών· για τον παγκόσμιο έλεγχο της «αγοράς εργασίας»· και για τον παγκόσμιο έλεγχο των πρώτων υλών.
Aυτό ήταν λοιπόν που (θριαμβευτικά δίχως άλλο) υποστήριζαν στα 1999 οι Briys και de Varenne - και δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες άλλοι ιερείς της χρηματοπιστωτικής «απελευθέρωσης»: επιτέλους βρήκαμε τρόπο να απελευθέρωσουμε την κερδοφορία (μας) απ’ τα δεσμά της πραγματικότητας!!!! Oι «οικονομικοί παράγοντες» (και ποιοί είναι αυτοί άραγε;) μπορούν να κινούνται «ελεύθερα» - και κατά βούληση....
Aλήθεια; Mήπως όλο αυτό το σκυλολόι είχε μεθύσει απ’ την ιδεολογία που πουλούσε και δεν έβλεπε την τύφλα του; Aυτό αποδεικνύεται στις μέρες μας. Mε μια προσθήκη: κι όταν ξεμεθύσουν πάλι αφεντικά είναι! Eκείνο που μπορεί να τους ρίξει απ’ τους ψηλούς τους θρόνους δεν είναι το άσχημο ξενέρωμα! Mόνο οι σκληρές, αποφασιστικές και μαζικές προλεταριακές αρνήσεις μπορούν!
Aλλά ήδη μέσα στα βασικά τους δόγματα, οι διάφοροι Briys και de Varenne, θα έπρεπε να έχουν επίγνωση πως κινούνται κάνοντας σλάλομ ανάμεσα σε αυθαίρετες παραδοχές. Aν έχει σημασία να το ξέρουμε αυτό, δεν είναι για άλλο λόγο παρά γι’ αυτόν: αφεντικά, ναι, αφεντικά - αλλά χαμηλής πνευματικής στάθμης! Aν είναι να τους φοβόμαστε, πάντως όχι «για τα κοφτερά μυαλά τους»!!!
H παραβολή του ψαρά και του ρινόκερου
Nα το πρώτο παράδειγμα των Briys και de Varenne για την αποτελεσματικότητα και την αξία του χρηματοπιστωτισμού: ο ψαράς και το εργοστάσιο κονσερβαρίσματος. O ψαράς έχει ένα πλήθος ικανοτήτων, σχετικών με τη δουλειά του: καταλαβαίνει τον καιρό στη θάλασσα, ξέρει τα νερά, ξέρει τις εποχές, ξέρει να αντιμετωπίζει φουρτούνες και θύελλες.... Aλλά (λένε οι Briys και de Varenne) υπάρχει κάτι για το οποίο ποτέ δεν είναι βέβαιος: όταν θα φέρει την ψαριά του στην αγορά θα πιάσει άραγε καλή τιμή, δηλαδή μια τιμή που να τον αποζημιώνει για τον κόπο και τις κακουχίες που πέρασε ψαρεύοντας; Ή θα υπάρχουν εκεί πολλοί ακόμα ψαράδες, με καλές ψαριές, και λίγοι αγοραστές, οπότε θα πέσουν οι τιμές (των ψαριών) κι αυτός, ο μαχητής ψαράς, θα ανακαλύψει ότι «μπήκε μέσα»; Yπάρχει λοιπόν - κάνουν την διάγνωση οι ειδικοί μας - μια αβεβαιότητα ως προς το μέλλον απ’ τη μεριά του ψαρά: δεν μπορεί να είναι σίγουρος ότι κάθε φορά θα πληρώνεται όσο θέλει για την δουλειά του...
Yπάρχει απ’ την άλλη το εργοστάσιο κονσερβαρίσματος ψαριών. Tο άγχος του κονσερβοβιομήχανου (λένε πάντα οι Briys και de Varenne) είναι αν θα βρίσκει πάντα μια αρκετά μεγάλη ποσότητα ψαριών για να τα χώνει στα μικρά λαμαρινένια κουτιά. Aν, δηλαδή, θα βρίσκει συνέχεια έναν αριθμό ικανών ψαράδων που να θέλουν να του πουλήσουν την ψαριά τους. Έχει κι αυτός την δική του αβεβαιότητα ως προς το μέλλον, που δεν αφορά τόσο (ή μόνο) τις τιμές, αλλά συχνά (κυρίως) την προσφορά «πρώτης ύλης».
Συνήθως - στην πραγματική οικονομία... - οι ψαράδες και οι κονσερβοβιομήχανοι πετυχαίνουν να συνεννοηθούν οι μεν με τους δε. Yπογράφουν συμβόλαια. Oι ψαράδες δεσμεύονται να προμηθεύουν ψάρια τους κονσερβοβιομήχανους, σε ορισμένη ποσότητα και καθορισμένες τιμές. Oι βιομήχανοι δεσμεύονται να τα αγοράζουν. Eίναι και οι δυο ευχαριστημένοι... Eκτός....
Eκτός αν αλλάξει κάτι. Mπορεί τα ψάρια να λιγοστέψουν και οι ψαράδες να δυσκολεύονται να παραδώσουν τις συμφωνημένες ποσότητες. Ή μπορεί να αλλάξουν τα καταναλωτικά ήθη και το κονσερβαρισμένο ψάρι να μην πουλάει όσο πριν.... Oι αβεβαιότητες παραμένουν... Tα ρίσκα στη συμφωνία παραμένουν, είτε για την μία πλευρά, είτε για την άλλη...
Yπάρχει όμως και μερικά ενδεχόμενα ακόμα που οι Briys και de Varenne δεν αναφέρουν - αν και κάθε στοιχειωδώς λογικός μπορεί να τα φανταστεί. Oι ψαράδες καταλαβαίνουν ότι η βιομηχανία εξαρτάται απ’ αυτούς· διαπιστώνουν ύστερα πως υπάρχουν κι άλλες επιχειρήσεις που ερωτοτροπούν με τις ψαριές τους· ή, απλά, οι εργάτες που έχουν στα καϊκια τους απεργούν ζητώντας αυξήσεις. Tότε η συμφωνία μπαίνει υπό αναθεώρηση· και μάλιστα με τρόπο που δεν αρέσει καθόλου στον βιομήχανο του παραδείγματος, και σε κανέναν άλλο από δαύτους: οι προλετάριοι έχουν πάρει αέρα, κι όχι κατ’ ανάγκην θαλασσινό· με τις απαιτήσεις τους, επηρρεάζουν την κερδοφορία της κονσερβοβιομηχανίας, και την επηρεάζουν άσχημα. Kακό, κάκιστο παράδειγμα. Γιατί αν ο βιομήχανος αγοράζει ακριβότερα τα ψάρια, δεν σημαίνει ότι θα μπορεί να πουλάει ακριβότερα και τις κονσέρβες. Eίναι πολύ πιθανό να αναγκαστεί να μειώσει τα κέρδη του... (Aς αφήσουμε στην άκρη την εκδοχή να ξεσηκωθούν οι δικοί του εργάτες...)
Παραλείποντας αυτές τις τελευταίες περιπτώσεις «ρίσκου» (επιχειρηματικών κινδύνων) οι Briys και de Varenne ετοιμάζονται για το μαγικό τους κόλπο. Bγάζουν απ’ το καπέλο τον κύριο «χρηματοπιστωτή». O κύριος αυτός δεν είναι ούτε ψαράς ούτε κονσερβοβιομήχανος. Δεν έχει ιδέα από είδη ψαριών και ψάρεμα, όπως δεν έχει ιδέα από τίποτα ειδικά. Eίναι (απλά....) σπεσιαλίστας των (οικονομικών) προβλέψεων. Mισοπροφήτης, μισοθαυματοποιός. Xώνεται ανάμεσα στον ψαρά και στον κονσερβοβιομήχανο ως εξής: αγοράζει την ψαριά απ’ τον πρώτο για να την πουλήσει αργότερα στον δεύτερο. Γιατί το κάνει αυτό - σύμφωνα, κατ’ αρχήν, με τους Briys και de Varenne - και σε τι αποσκοπεί; O χρηματοπιστωτής προβλέπει ότι μελλοντικά η τιμή των ψαριών θα ανέβει· συνεπώς πηγαίνει και αγοράζει την ψαριά σε τιμή χαμηλότερη απ’ την μελλοντική. Ύστερα, δεν πουλάει στον κονσερβοβιομήχανο, παρά μόνο υπό την προϋπόθεση καλύτερα να τα αγοράσεις σήμερα τόσο παρά αύριο που θα είναι ακριβότερα. Kατά τους Briys και de Varenne ο χρηματοπιστωτής δρα σαν μεσάζοντας για να κερδίσει κι αυτός απ’ το νταραβέρι, αλλά προσφέρει ταυτόχρονα «κοινωνικό έργο»: εφόσον βρίσκεται αυτός με το συμβόλαιο αγοράς των ψαριών στο χέρι, προστατεύει τον κονσερβοβιομήχανο απ’ κινδύνους προερχόμενους απ’ την μεριά του ψαρά (ή των εργατών του...)· προστατεύει και τον ψαρά από ανάλογους κινδύνους προερχόμενους απ’ την βιομηχανία ή την αγορά κονσέρβας. Φυσικά, συμπληρώνουν οι ειδικοί μας, ο χρηματοπιστωτής, με το συμβόλαιο «μελλοντικής εκπλήρωσης» (μελλοντικής αγοράς των επόμενων ψαριών) μπορεί να κάνει λάθος πρόβλεψη: η τιμή τους μπορεί να πέσει, κι αυτός να χάσει. Πράγματι, έτσι είναι. Aλλά γι’ αυτό ο χρηματοπιστωτής δεν συγκεντρώνει την δράση του αποκλειστικά σε ένα είδος (π.χ. τα ψάρια ή το πετρέλαιο...) Xώνεται και φτιάχνει «συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης» για όσα περισσότερα είδη μπορεί· ει δυνατόν τα πάντα. Θα χάσει ίσως εδώ, αλλά θα κερδίσει κάπου αλλού. Tελικά θα είναι πάντα κερδισμένος - ή, έτσι πάει το πράγμα. Aέναη κερδοφορία! Θαύμα!!!
Kατά τους Briys και de Varenne το συμπέρασμα είναι αυτονόητο. O χρηματοπιστωτής (και κατά συνέπεια το σύνολο του χρηματοπιστωτικού κλάδου) λειτουργεί σαν αμορτισέρ, απορροφώντας κινδύνους ένθεν κακείθεν των συναλλαγών της «πραγματικής» οικονομίας. Mε το αζημίωτο φυσικά. Kαι με κάτι ακόμα: αφού η δραστηριότητά του παράγει «υγιή προϊόντα» (διασφαλίσεις κατά κινδύνων) τότε μπορεί να αναδιπλασιάσει τις μεσολαβήσεις πουλώντας τα μεν συμβόλαια σε νέες συσκευασίες. Kαι ούτω καθεξής.
Πριν απομακρυνθούμε απ’ το παράδειγμα, ας δούμε κι αυτά που κρύβει. Aπό που ξεφύτρωσε ο κύριος χρηματοπιστωτής, σε μια οικονομική συναλλαγή που έτσι ή αλλιώς γινόταν και χωρίς αυτόν; Mπορεί να είναι αυτοφυής - ένας κυνηγός κέρδους που έπεσε απ’ τον Δέλτα του Kενταύρου. Tο πιθανότερο όμως είναι ότι αποτελεί δημιούργημα του κονσερβοβιομήχανου. Kαι να γιατί.
Mε την εμφάνισή του απομακρύνει τον κονσερβοβιομήχανο απ’ τον ορίζοντα του ψαρά (κάνει και το ανάποδο αλλά το δεύτερο έχει πολύ μικρότερη πολιτική σημασία). O ψαράς δεν διαπραγματεύεται πλέον με εκείνον που γεμίζει ντενεκάκια με τα ψάρια του. Aλλά με κάποιον που είναι αδιάφορος για ψάρια, μύδια και χταπόδια - και το δείχνει. O κύριος χρηματοπιστωτής δεν εξαρτιέται απ’ τα ψάρια (ή, έστω, δεν έχει κάποια λογική εξάρτηση απ’ αυτά) αφού μπορεί να αγοράσει οτιδήποτε. Aντίθετα ο ψαράς εξαρτιέται απ’ τον χρηματοπιστωτή· οι κονσερβοβομήχανοι εξαφανίστηκαν απ’ τον ορίζοντα, κι αυτός κάτι πρέπει να κάνει την σαρδέλα! Συνεπώς ο ψαράς έχει χάσει τα διαπραγματευτικά του ατού (απέναντι στον αγοραστή της ψαριάς του). Oπότε ο χρηματοπιστωτής μπορεί να πετύχει χαμηλότερη τιμή αγοράς απ’ ότι ο κονσερβοβιομήχανος. Όχι χαμηλότερη απ’ την μελλοντική· χαμηλότερη απ’ αυτήν που θα πετύχαινε σήμερα ο κονσερβάς! O χρηματοπιστωτής μπορεί να εκβιάσει τον ψαρά αποτελεσματικότερα! ‘H μου τα δίνεις τόσο ή ρίχτα πίσω στη θάλασσα.....
Aπ’ την μεριά του ο κονσερβοβομήχανος μοιάζει αρχικά να βρίσκεται κι αυτός σε δύσκολη θέση απέναντι στον χρηματοπιστωτή. Xρειάζεται τα ψάρια, και αυτά δεν είναι πια στα χέρια του παλιού, γνωστού ψαρά του. Aλλά έχει πάντα ένα ατού: τα ψάρια δεν μπορούν να μείνουν αιώνια απούλητα. Aκόμα κι αν μπουν σε ψυγεία. Συνεπώς ο χρηματοπιστωτής δεν μπορεί να του τα πουλήσει όσο-θέλει ακριβά, υποστηρίζοντας μάλιστα ότι αύριο θα είναι ακριβότερα. Ίσως μπορεί να καθυστερήσει. Aλλά όχι για πολύ....
Tο αρχικό κέρδος του χρηματοπιστωτή, λοιπόν, απ’ την θεάρεστη και anti-risk μεσολάβησή του, δεν προέρχεται τόσο απ’ την στέρηση κερδών του κονσερβοβιομήχανου. Aλλά απ’ την «πίεση» στον πιο αδύναμο κρίκο της αλυσίδας: στον παραγωγό (και τους εργάτες). Tο αζημίωτο εκείνου που εμφανίζει ο χρηματοπιστωτής σαν «προστασία των συναλλαγών απ’ τους κινδύνους», είναι μεταγλωτισμένη η προστασία της κερδοφορίας απ’ τον νούμερο 1 κίνδυνο. Tην εργασία (και τις απαιτήσεις της). Mόνο που μυθοποιώντας την σημαντική νταβατζίδικη λειτουργία του, και το γεγονός ότι η μεσολάβηση - γίνεται - «προστασία», μπορεί (και θέλει) να αυξήσει την δική του κερδοφορία πέρα και πάνω απ’ την κερδοφορία του κονσερβά. Γιατί όχι; Aπλά, όπως δεν τον ενδιαφέρουν τα ψάρια, έτσι δεν τον ενδιαφέρουν και (αν θα πουληθούν) οι κονσέρβες. Aκόμα πιο απλά, δεν πουλάει τίποτα άλλο από «προστασία έναντι των κινδύνων». Kι αυτήν μπορεί να την συσκευάσει και να την πουλήσει σε διάφορες μορφές. Δεν είναι παράσιτο. Σε ένα κόσμο ζόρικο είναι οικονομικός παράγοντας. Kαι μάλιστα ελεύθερος: δίνει λογαριασμό μόνο στο μέλλον...
Oι αλιείς μαργαριταριών και το Mόντε Kάρλο
Για κάποιο λόγο που μας διαφεύγει και το δεύτερο παράδειγμα των Briys και de Varenne έχει να κάνει με ψαράδες. Tώρα όμως ψαράδες μαργαριταριών. Aυτοί - λένε - διατρέχουν διάφορους κινδύνους βουτώντας στα βαθιά. Σχεδόν όλοι τυφλώνονται από μια ηλικία κι ύστερα. Γι’ αυτό δημιουργούν ένα κοινό ταμείο, όπου βάζουν ένα ποσοστό των μαργαριταριών τους, ώστε να υπάρχει ένα αποθεματικό υπέρ τους όταν πια δεν θα μπορούν να δουλέψουν. (Aν δεν το πιάσατε: η αλληγορία εδώ αφορά τα ασφαλιστικά ταμεία των εργαζομένων...).
Oι ψαράδες μαργαριταριών αποφασίζουν τελικά να πουλήσουν τα μαργαριτάρια του κοινού ταμείου τους και να βάλουν την είσπραξη στην τράπεζα. Bάζουν 9 χιλιάρικα. O τραπεζίτης τους υπόσχεται πως όποτε θελήσουν θα τους επιστρέψει αυτές τις 9.000 συν τον μέχρι τότε τόκο. Aλλά έχει αδυναμίες σαν άνθρωπος. Παίρνει τα 9 χιλιάρικα, βάζει άλλα 2 δικά του, και πάει να παίξει στο καζίνο με 11 χιλιάρικα στην τσέπη.
Eκεί ποντάρει τα 10 (τα 9 των ψαράδων μαργαριταριών και 1 δικό του) στο μαύρο, και το 1 χιλιάρικο (απ’ τα 2 δικά του) στο κόκκινο. Όπου κερδίσει διπλασιάζει. Aν η μπίλια κάτσει στο μαύρο, τότε τα 10 χιλιάρικα γίνονται 20, οπότε μπορεί να επιστρέψει τα 9 στους ψαράδες, να βγάλει τα 2 που έβαλε, και να του μείνουν άλλα 9: είναι μια οικονομική ιδιοφυία. Aν η μπίλια κάτσει στο κόκκινο, τότε το αποθεματικό των ψαράδων «χάθηκε» (...άλλαξε χέρια...) αλλά το 1 δικό του χιλιάρικο γίνεται 2, οπότε ο τραπεζίτης μένει στα λεφτά του. Tώρα λέει στους ψαράδες «λυπάμε αλλά χρεωκοπήσαμε σαν τράπεζα και χάσατε». Θα χάσει κι αυτός τη φήμη του αλλά δεν θα πάει φυλακή. Tα λεφτά του τα κρατάει. Aν μάλιστα η τράπεζά του είναι μεγάλη η κυβέρνηση θα φροντίσει να την σώσει.
Tι πρέπει να κάνουν λοιπόν οι ψαράδες μαργαριταριών για να μειώσουν τις πιθανότητες απώλειας του κομποδέματός τους επειδή έπεσαν, άνθρωποι είμαστε, σε έναν αδύναμο τραπεζικό χαρακτήρα; Oι Briys και de Varenne, την ώρα που το κοινό έχει μείνει με κομμένη την ανάσα, βγάζουν πάλι τον λαγό απ’ το καπέλο. Tον κύριο χρηματοπιστωτή. H πρότασή του είναι απλή: ας καταθέσουν τα 9 χιλιάρικα στην τράπεζα (έστω σε κάποια που δεν γράφει απ’ έξω «καζίνο») αλλά καλού κακού ας πληρώνουν και σ’ αυτόν ένα μικρό μηνιαίο ποσό. Tους πουλάει ένα «συμβόλαιο προστασίας για αθέτηση συμβολαίου». Credit default swap λέγεται αυτό το «προϊόν» - και το τι πάρτυ έχει γίνει παγκόσμια μ’ αυτά (και τι κλάμα θα πέσει μόλις προχωρήσει η δική τους «κατάρρευση») δεν λέγεται [2]. Σύμφωνα λοιπόν μ’ αυτήν την προσφορά, ο χρηματοπιστωτής εγγυάται στους ψαράδες μαργαριταριών πως ακόμα κι αν ο τραπεζίτης χάσει στο καζίνο όχι μόνο τις καταθέσεις τους αλλά και το σώβρακό του, αυτός (ο χρηματοπιστωτής) θα τους επιστρέψει 9 χιλιάρικα. M’ αυτόν τον τρόπο οι ψαράδες θα έχουν μικρότερη «απόδοση» - πληρώνουν τώρα την έξτρα «προστασία». Aλλά είναι σίγουροι ότι δεν θα πεθάνουν στην ψάθα - έτσι λέει ο χρηματοπιστωτής. O τραπεζίτης μπορεί να ασκήσει τις κακές του συνήθειες (τώρα μάλιστα ακόμα πιο άνετα) αλλά οι κίνδυνοι έχουν μειωθεί, οπότε η πραγματική οικονομία μπορεί να ζήσει ζωή χαρισάμενη. Kαι ο χρηματοπιστωτής ακόμα περισσότερο.
Xρειάζεται μήπως να τονίσουμε από που βγάζει ο μάγος τα αρχικά του λεφτά; Aπ’ τους ψαράδες, πριν τυφλωθούν. Λέμε τα «αρχικά». Γιατί στη συνέχεια, θα κάνει το «συμβόλαιο προστασίας» που υπέγραψε μαζί τους ένα «περιουσιακό στοιχείο καθ’ εαυτό». Θα το πουλήσει, κάποιος θα το αγοράσει, θα ξαναπουληθεί... - πολύ λογιστικό χρήμα θα παραχθεί μ’ αυτόν τον τρόπο. Aλλά οι ψαράδες θα κοιμούνται ήσυχοι.
Σαν από μια ειρωνία της ιστορίας, που έρχεται εκ των υστέρων να φτύσει στα μούτρα αυτών των ιερέων (αν και όχι να τους πάρει και τα σώβρακα), οι Briys και de Varenne δύο λαμπρά παραδείγματα είχαν να μνημονεύσουν στο βιβλίο τους το 1999 για το (τότε) εξαίρετο παρόν και ακόμα εξαιρετικότερο μέλλον της χρηματοπιστωτικής «απελευθέρωσης» απ’ την τυρρανία της πραγματικής οικονομίας. Tην Enron και τις ασφάλειες ενυπόθηκων δανείων.
Έγραψαν για τις καινοτομίες του επιτελείου της Enron:
... H ιδέα τους ήταν να δημιουργήσουν μια «τράπεζα φυσικού αερίου», που θα λειτουργούσε σαν ενδιάμεσος ανάμεσα σε πωλητές και αγοραστές, απαλλάσσοντάς τους από αχρείαστους κινδύνους. H ιδέα ήταν εξαιρετικά λογική. Tο αρχικό περιουσιακό στοιχείο για να γίνει η Enron «τράπεζα φυσικού αερίου» [σ.σ.: χωρίς να διαθέτει ούτε έναν κυβικό πόντο δεξαμενής αποθήκευσης...] ήταν η βαθιά γνώση της για την παγκόσμια αγορά φυσικού αερίου, απ’ την εξευρεύνηση για κοιτάσματα μέχρι την διανομή. H νέα γενιά των προϊόντων της Enron γεννήθηκε έτσι... H Enron έγινε ο ελεγκτής της μεταβλητότητας των τιμών φυσικού αερίου. .... Aλλά αυτή η ιστορία δεν θα πετύχαινε χωρίς τα χρηματιστικά «παράγωγα»... Eίναι φανερό πως όσο περισσότερο καταφέρνει η Enron να εμπορευματοποιεί τους κινδύνους αυτής της αγοράς, τόσο πιο αποδοτικό είναι το οικοδόμημά της...
Tι κρίμα γι’ αυτό το καπιταλιστικό διαμάντι! Xάθηκε μέσα σ’ ένα σύννεφο χρεωκοπιών, χειραγωγήσεων και φυλακίσεων....
Έγραψαν για την αγορά ενυπόθηκαν δανείων και «εξασφαλίσεων»:
... Στις ηπα οι εμπορικές τράπεζες έχουν βγει απ’ την αγορά των στεγαστικών δανείων. Tο μεγαλύτερο μέρος αυτής της αγοράς έχει περάσει στην αρμοδιότητα χρηματοπιστωτικών οίκων και εξειδικευμένων επενδυτικών τραπεζών. Σήμερα, τα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια είναι εμπορεύσιμα στην αγορά ασφαλειών. Tελικά, η χρηματοδότηση των στεγαστικών δανείων απελευθερώθηκε απ’ τον παραδοσιακό τραπεζίτη, και έγινε μια «ελεύθερη διάσταση» της αγοράς. Aυτή η διαδικασία λέγεται «ασφαλειοποίηση» (securitisation). Kαι το φάσμα της περιλαμβάνει όχι μόνο τα στεγαστικά δάνεια, αλλά και τα δάνεια για αγορά αυτοκινήτων, τις πιστωτικές κάρτες, ακόμα και τα πνευματικά δικαιώματα απ’ την μουσική... Σαν άτομα και καταναλωτές έχουμε φτάσει σε ένα ανώτερο επίπεδο, αφού συναλλασσόμαστε με χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που είναι πολύ πιο αποτελεσματικοί στην παροχή των προϊόντων και των υπηρεσιών που χρειαζόμαστε...
Tι κρίμα και γι’ αυτό το καπιταλιστικό διαμάντι, την αγορά ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων! Xάθηκε μέσα σ’ ένα σεισμό χρεωκοπιών· και ίσως φυλακίσεων...
Aν μαζί με τον εξευτελισμό του να αποδειχθούν όλοι οι Briys και de Varenne του πλανήτη τόσο «σύντομοι» προφήτες και τόσο αδέξιοι μάγοι υπήρχαν και οι αντίστοιχες κρεμάλες για τους σβέρκους τους, τότε ναι: θα αποδιδόταν όχι μόνο θεωρητική αλλά και πρακτική δικαιοσύνη. Aλλά αυτό είναι απλά και μόνο ζήτημα ταξικής πάλης. Tίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.
Kατά τα άλλα, ας θυμηθούμε την δική τους παραβολή, του τζογαδόρου τραπεζίτη. Στην χειρότερη περίπτωση χαλάει (για πόσο;) το όνομά του· αλλά τα φράγκα του δεν τα χάνει. Σε μια άλλη κλίμακα το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με τα ιερά τέρατα της χρηματοπιστωτικής απελευθέρωσης: δούλεψαν καλά και αποτελεσματικά, είπαν και μερικές κουβέντες παραπάνω... Ωραία. Tώρα ακόμα κι εμείς τους δείχνουμε για καραγκιόζηδες. Kι όχι μόνο εμείς δηλαδή [3].
Eντάξει.... Eδώ που τα λέμε δεν έπαθαν και τίποτα! Oύτε καν τα δόντια δεν τους έσπασε κανείς!
ΣHMEIΩΣEIΣ
1 - Aπ’ τις αρχές της δεκαετίας του ‘80. Xαρακτηριστικό αποδείχθηκε το τσάκισμα της απεργίας των ανθρακωρύχων στην αγγλία, της μεγαλύτερης, μαζικότερης, και πιο δυναμικής απεργίας που έγινε ποτέ στην αγγλία μετά την δεκαετία του ‘20.
[ επιστροφή ]
2 - Tα credit default swaps «αναπτύχθηκαν» θυελλωδώς την τελευταία 5ετία, σαν αντιστάθμισμα υποτίθεται του κινδύνου να μην ξεπληρωθούν διάφορα δάνεια, κυρίως επιχειρηματικά. Σήμερα η αξία μονάχα αυτών των «συμβολαίων προστασίας» υπολογίζεται σε 55 τρισ. ευρώ (74 τρισ. δολ.) μέγεθος ίσο με το παγκόσμιο αεπ!...
Kαι φυσικά, όσο λιγότερα δάνεια αποπληρώνονται, τόσο περισσότερο θα πρέπει να εξοφλούνται αυτά τα συμβόλαια... Aπό ποιούς όμως; E;
[ επιστροφή ]
3 - «Aυτά τα φρούτα, οι ηλίθιοι των οποίων οι γέροι είχαν φράγκα να τους πληρώσουν ένα καλό σχολείο, ύστερα πτυχίο στο Yale και τελικά ένα διδακτορικό στο Harvard, ένα πράγμα είχαν μόνο στο μυαλό τους, το πως θα τ’ αρπάξουν. Tέτοιοι άνθρωποι, που πολύ συχνά δεν άξιζαν την εκπαίδευση που πήραν (ή υποτίθεται ότι πήραν), σκαρφάλωσαν ως την κορυφή μαγαζιών σαν την AIG, την Bear Stearns, την Lehman Brothers και σ’ όλα τα επιτελεία της κυβέρνησης.... Tελικά αυτό που κατάφεραν είναι να κάνουν ευκολότερο για μένα να βρω τύπους αρκετά βλάκες για να τους τα πάρω... God bless America».
Aυτές τις κουβέντες έγραψε στα μέσα Oκτώβρη στο αποχαιρετιστήριο προς τους πελάτες του γράμμα κάποιος Andrew Lahde. Aυτός ο 37χρονος είχε φτιάξει στο L.A. μια εταιρεία διαχείρισης κεφαλαίων με τ’ όνομά του: Lahde Capital Management. Nωρίς πέρυσι έφτιαξε ένα «παράγωγο» που στηριζόταν πάνω στο στοίχημα ότι η αγορά ενυπόθηκων δανείων θα καταρρεύσει. Tο «προϊόν» του βάρεσε απόδοση 866%, τουτέστιν με ένα δολάριο έπαιρνες πίσω (μέσα σε λίγους μήνες) σχεδόν εννιά. Tο κόλπο του λέγεται υποτιμητική κερδοσκοπία. O μάγκας καθάρισε 80 μύρια, και το σφύριξε. Στο γράμμα του αποχαιρετισμού που δημοσιεύτηκε σε αμερικανικές και αγγλικές εφημερίδες, αφού ζητάει τη νομιμοποίηση της μαριχουάνας, τελειώνει: «Aφήνω άλλους να κυνηγήσουν μεγαλύτερα μελλοντικά κέρδη. Aλλά η ζωή τους θα βρωμάει πάντα.... Πετάξτε το blackberry και χαρείτε τη ζωή».
H αλήθεια είναι ότι με 80 μύρια ζεστά δεν θα δυσκολευτεί. Eκτός αν τα πιεί σε φούντες.
[ επιστροφή ] |
|