Sarajevo
 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


O εργάτης και το παράσιτο πολυτελείας: από επίσκεψη του Γεώργιου (με την στολή) σε εργοστάσιο στο Mοσχάτο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Στρατός στους δρόμους της Θεσσαλονίκης - Mάης του ’36

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



O Γκαίμπελς στην Aθήνα τον Σεπτέμβρη του 1936

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Tα εδαφικά κέρδη του ελληνικού κράτους μέχρι τα τέλη του 1940, κατά τη διάρκεια της ελληνοϊταλικής αναμέτρησης.
[ Μεγέθυνση ]

 

Τα μυστικά του βούρκου (θ' μέρος)
Καλά κρυμμένες ιστορίες
του ελληνικού ιμπεριαλισμού

Οι πόλεμοι, ο πόλεμος και η μέθοδος:
εμφύλιοι πόλεμοι, ταξικός πόλεμος
και ιμπεριαλισμός
απ’ το 1932 μέχρι τη γερμανική εισβολή

1932 - 1935: η άνοδος των συντηρητικών

Τον Σεπτέμβρη του ’32 γίνονται εκλογές. Στην προεκλογική περίοδο ο Βενιζέλος, πατώντας πάνω στο ότι ο Τσαλδάρης (αρχηγός του λαϊκού κόμματος) είχε δηλώσει ότι δεν αναγνωρίζει επίσημα το πολίτευμα, πολώνει το κλίμα και μεταφέρει την αντιπαράθεση στο πολιτειακό. Δηλώνει επιπλέον ότι σε περίπτωση που επικρατήσει το λαϊκό κόμμα και επιχειρήσει επάνοδο της βασιλείας, ο στρατός θα επέμβει υπέρ της δημοκρατίας. Με την ανακίνηση του πολιτειακού ο Βενιζέλος ήθελε από την μια να υποχρεώσει τα μικρά βενιζελικά κόμματα να ταχτούν στο πλευρό του κι από την άλλη να περιορίσει τις απώλειες της παράταξης, πράγμα που τελικά κατάφερε. Το βενιζελικό στρατόπεδο είχε απώλειες, αλλά όχι τόσο μεγάλες όσο ήταν το αναμενόμενο. Το λαϊκό κόμμα βγήκε πρώτο με μικρή διαφορά από το φιλελεύθερο· η βενιζελική παράταξη, όμως είχε αθροιστικά την πλειοψηφία. Ο Βενιζέλος πρότεινε οικουμενική κυβέρνηση, αλλά ο Τσαλδάρης την απέρριψε. Δέκα χρόνια μετά την πτώση του βασιλιά Κωνσταντίνου ήταν η πρώτη φορά που οι συντηρητικοί απείχαν ελάχιστα από την κεντρική εξουσία. Τελικά, η πολύτιμη υποστήριξη που αναζητούσε ο Τσαλδάρης για να καταλάβει τα κυβερνητικά έδρανα, ήρθε από τους αποστάτες της βενιζελικής παράταξης. Ο στρατηγός Κονδύλης, που πριν οχτώ χρόνια ήταν ο αρχιερέας στις λαϊκές πομπές για «δημοκρατία», μαζί με τον πρώην βενιζελικό Χατζηκυριάκο και τους βουλευτές τους θα στηρίξουν την κυβέρνηση Τσαλδάρη μ’ αντάλλαγμα μερίδιο στην εξουσία.
Η βενιζελική παράταξη θα καταφέρει προσωρινά ν’ ανακόψει το λαϊκό κόμμα, όταν ο Κονδύλης θ’ αρχίσει τις μαζικές μεταθέσεις βενιζελικών αξιωματικών για ν’ αποκτήσει τον έλεγχο του στρατεύματος. Μπροστά στον κίνδυνο η παράταξη να βρεθεί στριμωγμένη, όλες οι φράξιες των φιλελευθέρων κατάφεραν να παραμερίσουν την αλληλοφαγωμάρα, να ενωθούν στο κοινοβούλιο και να ρίξουν με πρόταση μομφής τον Τσαλδάρη. Η κυβέρνηση που σχημάτισε ο Βενιζέλος, η τελευταία του, ήταν η αποτύπωμα του παραταξιακού πατριωτισμού, την ώρα που η εξουσία ξέφευγε αργά από τα χέρια τους.

Έστω κι έτσι, προσωρινή και μεταβατική, για τρεις μόλις μήνες στην κυβέρνηση μέχρι να γίνουν εκλογές, η παράταξη των φιλελεύθερων θα επιδείξει τεράστια πυγμή ενάντια στο προλεταριάτο. Από τον Γενάρη η Σαλονίκη θα βρεθεί στο επίκεντρο των κινητοποιήσεων των άνεργων καπνεργατών. Στις 15 Φλεβάρη οι χωροφύλακες θα κάνουν επίθεση στο Ενωτικό Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης και κατέστρεψαν τα γραφεία. Το απόγευμα περίπου 3.000 εργάτες συγκεντρώνονται για να υπερασπίσουν το Κέντρο. Η χωροφυλακή τους πολιορκεί και με απανωτές επιθέσεις επιχειρεί να τους διαλύσει, αλλά οι εργάτες αντιστέκονται με επιτυχία. Το βράδυ ο εισαγγελέας δίνει εντολή για εισβολή. Η επίθεση είναι σφοδρή και οι εργάτες πέφτουν πάνω στις ξιφολόγχες των χωροφυλάκων και τα ρόπαλα των φασιστών της 3E. Από την πίεση κατέρρευσε η σκάλα του κτηρίου. Τελικός απολογισμός: 7 εργάτες νεκροί, 10 βαριά τραυματίες, 50 ελαφρά και 96 συλληφθέντες. Την ίδια ακριβώς πολιτική θα συνεχίσει και η επόμενη κυβέρνηση της αντίπαλης παράταξης. Πάλι σύμφωνα με τα στοιχεία που κατάφερε τότε να συγκεντρώσει η «εργατική βοήθεια», τους πρώτους 9 μήνες του 1933 έγιναν 337 απεργίες με 60.000 απεργούς και οι 221 έληξαν με νίκη των απεργών. Το ίδιο διάστημα του 1932 έγιναν 199 απεργίες. Με την επόμενη κυβέρνηση, από τον Μάρτη 1933 μέχρι τον Μάρτη 1934, δολοφονήθηκαν 10 εργάτες, συνελήφθησαν 3.500, καταδικάστηκαν 660 σε 502 χρόνια φυλακή και 374 χρόνια εξορία. Ξυλοκοπήθηκαν και βασανίστηκαν 757, τραυματίστηκαν 239. Απαγορεύτηκαν 110 συγκεντρώσεις και διαλύθηκαν με την βία 115.

Όμως, παρ’ όλους τους κοινοβουλευτικούς πειραματισμούς κι ακροβατισμούς και τα πολωτικά διλήμματα η βενιζελική παράταξη είχε πλέον απολέσει οριστικά (και χωρίς να χρειάζεται η επιβεβαίωση με τα αιματηρά γεγονότα της Σαλονίκης) την βασικότερη πηγή της νομιμοποίησής της: την υποστήριξη της πλειοψηφίας των πληβειακών στρωμάτων, που πλέον δεν έτρεφαν καμία αυταπάτη για την «χαρισματικότητα» του ηγέτη και την δυνατότητα της παράταξης να μεσολαβεί αποτελεσματικά στα αιτήματά τους. Οι εκλογές που θα καλεστούν τον Μάρτη του ’33 θα είναι μια πανωλεθρία για τον Βενιζέλο· όχι γιατί θα μειοψηφήσει, αλλά επειδή θα πιαστεί στην παγίδα που ο ίδιος είχε στήσει για μαζέψει τους δικούς του κομματάρχες. Οι εκλογές διεξήχθησαν σε εντελώς πολωμένο κλίμα με τις δύο παρατάξεις να κατεβαίνουν για πρώτη φορά ενωμένες, σε ένα σαφέστατο δείγμα της εμφυλιοπολεμικής καταιγίδας που ετοιμαζόταν. Οι βενιζελικοί εμφανίστηκαν ως «εθνικός συνασπισμός» και οι αντιβενιζελικοί ως «ηνωμένη αντιπολίτευση». Οι βενιζελικοί πήραν την πλειοψηφία, αλλά λόγω του πλειοψηφικού συστήματος που είχε επιβάλλει ο Βενιζέλος συγκεντρώσαν λιγότερες έδρες από τους αντιπάλους τους.
Την επόμενη μέρα των εκλογών ο Πλαστήρας θα προχωρήσει σε πραξικόπημα για να εμποδίσει την «άλωση του ιερού κυβερνητικού ναού» από το λαϊκό κόμμα. Το μεσημέρι με διάγγελμά του θα ανακοινώσει ότι ο κοινοβουλευτισμός χρεοκόπησε κι αναλαμβάνει την εξουσία. Η δικτατορία Πλαστήρα θα έχει όμως εξαιρετικά σύντομο βίο. Από το μεσημέρι ακόμη ξεκινούν συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις διαμαρτυρίας τόσο οπαδών του λαϊκού κόμματος (που γρήγορα θα αποχωρήσουν όταν η κατάσταση γίνει ανεξέλεγκτη), όσο και του κκε. Το απόγευμα περισσότεροι από 30.000 διαδηλώνουν και οι αστυνομία αναγκάζεται να υποχωρήσει. Οι διαδηλωτές φωνάζουν «Κάτω οι δολοφόνοι» και «Κάτω η στρατοκρατία», η οργή από τις δολοφονίες των εργατών στη Σαλονίκη είναι ακόμη έντονη. Ο Πλαστήρας στέλνει στρατιωτικά αποσπάσματα και χωροφυλακή για να διαλύσουν τις διαδηλώσεις. Κατεβάζει τα τανκς στους δρόμους για να διαλύσουν τους συγκεντρωμένους. Η πρώτη σύγκρουση γίνεται στην Ακαδημίας με έναν νεκρό και πολλούς τραυματίες. Δεύτερη στην πλατεία Κλαυθμώνος με πολλούς τραυματίες. Τρίτη στην Αγίου Κωνσταντίνου, στα γραφεία της ειδικής ασφάλειας, με έναν νεκρό και τραυματίες. Μέχρι το βράδυ είχαν επικρατήσει πια οι δυνάμεις ασφαλείας.
Παρ’ όλα αυτά η κίνηση του Πλαστήρα δεν βρήκε καμία στήριξη στον πολιτικό κόσμο. Βενιζέλος και Τσαλδάρης συμφωνούν να στηρίξουν μια μεταβατική στρατιωτική κυβέρνηση υπό τον στρατηγό Οθωναίο. Ουσιαστικά συμφωνούν να δώσουν μια αναβολή στο οριστικό ξεκαθάρισμα ανάμεσα στις δύο παρατάξεις. Έτσι, η κυβέρνηση Οθωναίου με το που ορκίστηκε, πήγε στο υπουργείο στρατιωτικών και «παρέλαβε» την εξουσία από τον Πλαστήρα. Με τον τρόπο αυτό αναγνωριζόταν ότι είχε επιβληθεί το κίνημα και από αυτό αναλάμβανε την εξουσία η κυβέρνηση. Η πρώτη ενέργεια του Οθωναίου ήταν να καταργήσει τον στρατιωτικό νόμο. Ο Τσαλδάρης από την μεριά του με εγκύκλιο προς τους οπαδούς του στην επαρχία τους ειδοποιούσε να μην κινηθούν εναντίον της κυβέρνησης επειδή είχε την στήριξή του. Ο Πλαστήρας θα διαφύγει στα ιταλικά Δωδεκάνησα και τέσσερις μέρες αργότερα ο Οθωναίος θα παραιτηθεί και θα αναλάβει την κυβέρνηση το λαϊκό κόμμα. Εν τέλει, η απόπειρα πραξικοπήματος του Πλαστήρα θα δώσει στους συντηρητικούς την ίδια ευκαιρία που είχε δώσει στους βενιζελικούς το πραξικόπημα Λεοναρδόπουλου - Μεταξά του ’23: την πολύτιμη δυνατότητα ν’ αποκτήσουν τον έλεγχο του στρατού εκκαθαρίζοντας τους αντιπάλους τους. Λίγους μήνες αργότερα, ο Τσαλδάρης θα δώσει αμνηστία, αλλά θα αφορά τα πολιτικά πρόσωπα μόνο· στον στρατό η εκκαθάριση υπό τον Κονδύλη συνεχίστηκε αμείωτη.
Τον Ιούνη του ’33 θα γίνει η απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου. Όπως αποκαλύφθηκε στη συνέχεια, επικεφαλής της ομάδας των δολοφόνων ήταν ο ίδιος ο αρχηγός της γενικής ασφάλειας που είχε διοριστεί μάλιστα στη θέση αυτή προσωπικά από τον Τσαλδάρη. Η απόπειρα θα αποτύχει, αλλά το μήνυμα ήταν σαφέστατο: η σύγκρουση των δύο παρατάξεων θα έφτανε στα άκρα. Οι βενιζελικοί άρχισαν πλέον να προσανατολίζονται στην συνηθισμένη λύση. Ένα ακόμη πραξικόπημα για αλλαγή φρουράς στην εξουσία.
Τον Σεπτέμβρη του ’34 θα επιστρέψει ο Βενιζέλος στην ελλάδα, μετά από παρατεταμένες διακοπές στο εξωτερικό. Σε σύσκεψη που οργανώνεται με όλους τους αρχηγούς της παράταξης η απόφαση είναι να προχωρήσουν σε πραξικόπημα σε περίπτωση που η κυβέρνηση δεν δεχτεί μία σειρά από όρους που αφορούσαν στον επόμενο πρόεδρο, το εκλογικό σύστημα και την επετηρίδα στο στράτευμα. Αρχίζουν οι προετοιμασίες και συγκροτείται τριμελής επιτροπή - με τους Σαράφη, Κολιαλέξη και Ζάννα - για να ηγηθεί των προετοιμασιών. Οι δύο πρώτοι αναλαμβάνουν τις ετοιμασίες σε στρατό και ναυτικό. Ο τρίτος αναλαμβάνει την πολιτική προετοιμασία με τις οργανώσεις των βενιζελικών και φτιάχνει την «δημοκρατική άμυνα». Αργότερα, υπό την ηγεσία της τριμελούς θα τεθεί και η «ελληνική στρατιωτική οργάνωση», μια μυστική οργάνωση χαμηλόβαθμων αξιωματικών με στόχο την αποτροπή πραξικοπήματος από τον Κονδύλη και τους βασιλόφρονες.
Στις 26 Φλεβάρη ο Ριζοσπάστης θα δημοσιεύει επιστολή η οποία ανέφερε ρητά ότι την 1η Μάρτη θα εκδηλωθεί κίνημα βενιζελικών. Στην ίδια επιστολή γινόταν επίσης η καταγγελία ότι οι βασιλικοί αξιωματικοί ετοίμαζαν το δικό τους πραξικόπημα και επιστροφή του βασιλιά. Ο τελευταίος γύρος είχε ήδη ξεκινήσει.

Μάρτης 1935 - Αύγουστος 1936:
η 4η Αυγούστου του Ιωάννη Μεταξά

Όσοι γενούν πρωθυπουργοί όλοι τους θα πεθάνουν,
τους κυνηγάει ο λαός απ' τα καλά που κάνουν.
Απέθανε ο Κονδύλης μας, πάει κι ο Βενιζέλος,
την πούλεψε κι ο Δεμερτζής που θα ‘φερνε το τέλος.
Μάρκος Βαμβακάρης

Την 1η Μάρτη 1935 θα εκδηλωθεί το βενιζελικό πραξικόπημα. Η ημερομηνία ήταν το μόνο που πήγε σύμφωνα με τα προβλεπόμενα, από κει και πέρα το σχέδιο θα καταρρεύσει. Στο ναύσταθμο της Σαλαμίνας, βενιζελικοί αξιωματικοί έχουν πάρει τον έλεγχο των πλοίων κι ετοιμάζονται να αποπλεύσουν για Θεσσαλονίκη. Δύο τάγματα ξεκινούν από του Μακρυγιάννη και τη Σχολή Ευελπίδων, αλλά καμία άλλη μονάδα δεν κινητοποιείται. Απ’ την μεριά των κυβερνητικών, ο Κονδύλης συγκέντρωσε την κυβέρνηση στο υπουργείο στρατιωτικών, κήρυξε στρατιωτικό νόμο και άρχισε τις κινήσεις καταστολής των βενιζελικών. Μέχρι τα μεσάνυχτα, οι στασιαστές στην Αθήνα παραδόθηκαν μετά από μάχη με μονάδες πιστές στον Κονδύλη. Την επόμενη μέρα, από την Κρήτη όπου βρίσκεται, ο Βενιζέλος προτρέπει τους γερουσιαστές και βουλευτές του νησιού να αντιδράσουν στο στρατιωτικό νόμο και να κρατήσουν το νησί «δημοκρατικό». Καλούν σε συλλαλητήριο την ίδια μέρα και μέχρι το απόγευμα όλες οι δημόσιες υπηρεσίες του νησιού έχουν καταληφθεί από τους βενιζελικούς. Ο στόλος, πάνω στη σύγχυση, αντί να πάει προς την Μακεδονία καταπλέει στην Κρήτη κι ο Βενιζέλος δίνει εντολή να ετοιμαστούν αμέσως για βόρεια ελλάδα. Στην Μακεδονία, πλην της Θεσσαλονίκης, όλες οι μονάδες παίρνουν το μέρος του Βενιζέλου, αλλά η δύναμή τους είναι ισχνή, μόλις 8.000 άντρες. Ο Κονδύλης αντιλαμβάνεται ότι οι βενιζελικοί δεν έχουν σχέδιο και θα κτυπήσει τους στασιαστές με όλες τις δυνάμεις που διέθετει (αγοράστηκαν μέχρι κι αεροπλάνα από την γιουγκοσλαβία για να κυνηγήσουν τον στόλο). Μέσα στις επόμενες μέρες, με έναν κανονικό πόλεμο, οι βασιλόφρονες υπό τον Κονδύλη θα διαλύσουν μέχρι εξοντώσεως τους βενιζελικούς.
Το κίνημα που σχεδίαζε ο Βενιζέλος, χωρίς κανένα κοινωνικό έρεισμα και ροκανισμένο εκ των ένδον από τις πολυετείς κόντρες των βενιζελικών αρχηγίσκων, κατέρρευσε ολοκληρωτικά. Ο «ηγέτης» θα αποδράσει νύχτα στα ιταλικά Δωδεκάνησα και δεν θα επιστρέψει πια ζωντανός στην ελλάδα. Η νίκη των συντηρητικών, από την άλλη, θα οξύνει τους ανταγωνισμούς στο δικό τους στρατόπεδο. Κονδύλης και Μεταξάς διαφωνούν για την μεταχείριση των πραξικοπηματιών και ο δεύτερος θα αποχωρήσει από την κυβέρνηση. Θα έχει πλέον όλο το χρόνο για να ετοιμάσει απερίσπαστος το δικό του πραξικόπημα.
Ένα μήνα αργότερα, η κυβέρνηση Τσαλδάρη θα εκδώσει τέσσερις συντακτικές πράξεις: α) διάλυση της βουλής και κατάργηση της γερουσίας· β) κατάργηση της ισοβιότητας των δικαστών· γ) άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων· και δ) εκκαθάριση των οργανισμών δημοσίου δικαίου. Επιπλέον τον Μάη θα καταδικαστούν σε θάνατο οι Βενιζέλος και Πλαστήρας, μια «συμβολική» περισσότερο απόφαση, που δεν υπήρχε περίπτωση να εφαρμοστεί, αλλά έδειχνε την οριστική ανατροπή των συσχετισμών.
Ύστερα από διάφορες αναβολές, θα γίνουν τελικά εκλογές τον Σεπτέμβρη. Μετά την πανωλεθρία, οι βενιζελικοί θα απέχουν και οι συντηρητικοί θα μονοπωλήσουν τα κοινοβουλευτικά έδρανα. Η πρώτη απόφαση της βουλής θα αφορά στη διενέργεια δημοψηφίσματος για το πολιτειακό. Όλο το επόμενο διάστημα οι τρεις συντηρητικές φράξιες των Τσαλδάρη, Κονδύλη και Μεταξά θα ανταγωνιστούν σκληρά για να επιβάλλουν τους όρους της παλινόρθωσης της βασιλείας· η πλήρης επανάληψη του σκηνικού του 1924 δηλαδή, αλλά αντεστραμμένο, σαν μέσα από καθρέφτη. Η φράξια του Τσαλδάρη θα προσπαθήσει με κάθε τρόπο να καθυστερήσει την επιστροφή του βασιλιά, για να εξασφαλίζει για λογαριασμό της την ηγεμονία. Ήξεραν ότι η αμνηστία που οπωσδήποτε θα έδινε ο Γεώργιος, ώστε να εμφανιστεί ως «εγγυητής ενότητας» κι όχι παραταξιακός ηγέτης, θα επέτρεπε στους βενιζελικούς να ανασυγκροτηθούν και να πάρουν ξανά μέρος στους πολιτικούς ανταγωνισμούς. Δηλαδή ακριβώς αυτό που προσδοκούσαν οι βενιζελικοί, ή τουλάχιστον μια μερίδα τους. Ο ίδιος ο Βενιζέλος, απ’ την στιγμή που έχασε το στοίχημα της εξ εφόδου κατάληψης της εξουσίας, στήριξε την παλινόρθωση, περιμένοντας την αμνηστία, επειδή δικαιολογημένα φοβόταν ότι μέσα σε συνθήκες πόλωσης κι εξοστρακισμού της βενιζελικής παράταξης, κάτω απ’ το βάρος της κατηγορίας του «βενιζελοκομμουνισμού», οι συντηρητικότερες ομάδες των οπαδών του θα στρέφονταν στους λαϊκούς. Ταυτόχρονα και οι δύο φατρίες, των Τσαλδάρη και Βενιζέλου, είχαν εξ αντικειμένου έναν κοινό στόχο: να περιορίσουν τις υπέρμετρες φιλοδοξίες των Κονδύλη και Μεταξά που έστηναν τους δικούς τους μηχανισμούς περιμένοντας κι αυτοί την επιστροφή του βασιλιά για να ανταμειφθούν για τις υπηρεσίες τους. Έτσι στα στερνά της β’ ελληνικής δημοκρατίας η κωμωδία της πολιτικής επέβαλε στους δύο παραδοσιακούς πρωταγωνιστές ν’ αλλάξουν κοστούμια. Ο Τσαλδάρης να υποδυθεί τον προστάτη του κοινοβουλευτισμού κι ο Βενιζέλος τον οπαδό του θρόνου. Αλλά η σκηνοθεσία δεν ήταν πλέον στην αρμοδιότητά τους. Ίσως κανείς τους να μην αντιλαμβανόταν ότι η παλινόρθωση δεν αποσκοπούσε στην επιστροφή ενός βασιλιά ως απλού «εγγυητή ενότητας», αλλά ειδικά ως εγγυητή της ενότητας ενός εμπόλεμου κράτους σ’ έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο που δεν είχε ξεσπάσει ακόμη πλήρως αλλά δεν απείχε απ’ το να γίνει παγκόσμιος και στον ταξικό πόλεμο που απεγκλωβιζόταν βήμα-βήμα από τα δεσμά του εμφυλίου των φατριών. Στην προοπτική αυτή, το πραγματικό συμφέρον του ελληνικού κράτους ήταν η άμεση αναστολή των ενδοκαθεστωτικών ανταγωνισμών. Το καθήκον αυτό ή θα το έφερναν σε πέρας οι παραδοσιακές παρατάξεις, που ήταν όμως ανίκανες να ξεκολλήσουν από την μεταξύ τους διαμάχη για την νομή του κράτους, ή οι κατάλληλες εφεδρείες του καθεστώτος. Τελικά θα συμβεί το δεύτερο.

Στις 10 Οκτώβρη οι υποστράτηγοι Παπάγος, Ρέπας και Οικονόμου συλλαμβάνουν τον πρωθυπουργό Τσαλδάρη (κυριολεκτικά θα τον απαγάγουν) και του επιδίδουν τελεσίγραφο ότι εάν η εθνοσυνέλευση δεν καλέσει αμέσως τον βασιλιά θα αναλάβουν οι ίδιοι την εξουσία εκ μέρους των ενόπλων δυνάμεων. Στο υπουργικό συμβούλιο που συγκάλεσε ο Τσαλδάρης θα αποκαλυφθεί ότι το πραξικόπημα ήταν σχεδιασμένο από τον Κονδύλη ο οποίος σχημάτισε νέα κυβέρνηση και επέβαλε στρατιωτικό νόμο. Την ίδια μέρα θα συνεδριάσει για τελευταία φορά η εθνοσυνέλευση. Με ψήφισμα της θα αποφασίσει την κατάργηση της αβασίλευτης δημοκρατίας, την διενέργεια δημοψηφίσματος για το πολίτευμα, την ανάθεση της αντιβασιλείας στον Κονδύλη μέχρι την επάνοδο του Γεώργιου και την προσωρινή επαναφορά του συντάγματος του 1911. Στις αρχές Νοέμβρη θα γίνει το δημοψήφισμα-παρωδία. Χάρη σε περιφερόμενες μονάδες από εκλογικό τμήμα σε τμήμα, τις ψήφους των νεκρών και τις διπλοψηφίες, το εκλογικό σώμα αυξήθηκε κατά 437.452 άτομα από το 1932. Τα αποτελέσματα: 97,8% υπέρ της βασιλείας και 2,12% υπέρ της δημοκρατίας. Στις 25 Νοέμβρη 1935 ο Γεώργιος ο Β’ αποβιβάστηκε στο Φάληρο, επιστρέφοντας έτσι από την 13χρονη εξορία του και τις επόμενες μέρες θα διορίσει δικιά του κυβέρνηση υπό τον «ουδέτερο» Δεμερτζή.
Τον Γενάρη του ’36 θα γίνουν οι τελευταίες εκλογές αυτής της εποχής· θα επαναληφθούν ξανά μετά την κατοχή το ’46. Οι αντιβενιζελικοί θα πάρουν 143 έδρες, οι βενιζελικοί 142 και το παλλαϊκό μέτωπο, ο εκλογικός σχηματισμός του κκε, θα αναδειχτεί σε ρυθμιστή της κατάστασης με 15 έδρες. Τα δύο κόμματα θα ξεκινήσουν ξεχωριστές, μυστικές διαπραγματεύσεις με το κκ για σχηματισμό κυβέρνησης. Από την μεριά του το κόμμα θα βάλει σαν όρους το σταμάτημα των διώξεων και την αποτροπή της δικτατορίας και η συμφωνία θα κλείσει τελικά με το κόμμα των φιλελευθέρων (το σύμφωνο Σοφούλη - Σκλάβαινα), αλλά αυτό θα συμβεί πριν η βενιζελική παράταξη αλλάξει γραμμή κατά 180% και υποστηρίξει πλήρως τις επιλογές του παλατιού. Τον Μάρτη, ο Γεώργιος σε συνεννόηση με τον Δεμερτζή θα διορίσει υπουργό στρατιωτικών τον Μεταξά, με σαφή εντολή να βάλει τάξη στο στρατό και να ελέγξει τις παρεμβάσεις του στην πολιτική. Από το Παρίσι, ο Βενιζέλος θα ανακράξει «ζήτω ο βασιλεύς!» όταν γίνει γνωστός ο διορισμός· είχε την ψευδαίσθηση ότι ο περιορισμός του ρόλου του στρατού θα ήταν προς όφελος της παράταξής του, ότι θα σήμαινε περιθωριοποίηση του Κονδύλη. Πράγματι, το παλάτι ήθελε να κόψει τον αέρα στον «στρατιωτικό σύνδεσμο», τους πιστούς στον Κονδύλη αξιωματικούς, όχι όμως για χάρη των πολιτικών φραξιών. Στα τέλη Μάρτη, ο Σοφούλης, που είχε αναλάβει την αρχηγία των φιλελεύθερων στη θέση του Βενιζέλου, θα πάρει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, αλλά θα αρνηθεί να ενεργοποιήσει την συμφωνία με το κκε και θα διαλέξει να στηρίξει την κυβέρνηση Δεμερτζή, βάζοντας μάλιστα όρο να παραμείνει ο Μεταξάς στην θέση του υπουργού στρατιωτικών.
Εντωμεταξύ, ο θάνατος θα βάλει κι αυτός το χέρι του απλοποιώντας την κατάσταση. Από τον Γενάρη μέχρι τον Μάη θα πεθάνουν στη σειρά ο Κονδύλης, ο Βενιζέλος, ο Δεμερτζής κι ο Τσαλδάρης. Όλη η παλιά σειρά των παραταξιακών αρχηγών, μαζί με τον πρωθυπουργό, θα εγκαταλείψει οριστικά το προσκήνιο. Μετά τον θάνατο του πρωθυπουργού, ο βασιλιάς χωρίς καν να χρειάζεται πια να καλεί τους πολιτικούς αρχηγούς για «συσκέψεις» στο παλάτι, θα διορίσει πρωθυπουργό τον Μεταξά.

Το Μάη θα συμβούν τα τρομερά γεγονότα της Σαλονίκης και θα συμπληρωθούν πλέον τα δεδομένα για την επιβολή της δικτατορίας. Τα γεγονότα ξεκινούν στις 29/4 με την Καπνεργατική Ομοσπονδία να καλεί σε απεργία. Περίπου 20.000 εργάτες κι εργάτριες διαδηλώνουν προς το διοικητήριο και επιδίδουν τα αιτήματά τους. Τις επόμενες μέρες η απεργία θα επεκταθεί σε όλη την Ελλάδα όπου υπάρχουν καπνομάγαζα: Πειραιάς, Βόλος, Κομοτηνή, Ξάνθη, Λαμία, Καρδίτσα και αλλού. Στη Σαλονίκη μπαίνουν στην απεργία και οι φοιτητές ενώ οι απεργοί τσαγγαράδες συγκρούστηκαν σκληρά με τους φασίστες της 3E. Μέχρι της 8/5 ένα απεργιακό κύμα έχει εξαπλωθεί σε όλη την χώρα· στη Σαλονίκη η απεργία είναι καθολική. Από το πρωί πολλές διαδηλώσεις και άγριες συγκρούσεις με την αστυνομία. Η βία των σωμάτων ασφαλείας είναι πρωτόφαντη ακόμη και για τα δεδομένα της εποχής. Η κυβέρνηση δίνει εντολή στο γ’ σώμα στρατού να λάβει μέτρα για την τάξη. Την επόμενη, στις 9/5, περισσότεροι από 50.000 απεργοί είναι στους δρόμους. Ο κύριος όγκος της συγκέντρωσης είναι στην Εγνατία. Η αστυνομία κι ο στρατός έχουν εγκαταστήσει ενόπλους στα γύρω κτήρια. Αρχίζουν να πυροβολούν αλλά οι απεργοί αντί να διαλυθούν μαζεύονται ξανά και αντιστέκονται. Από το E’ αστυνομικό τμήμα μεγάλη δύναμη του στρατού αρχίζει να κινείται εναντίον των συγκεντρωμένων. Κανονικό μακελειό με εννιά νεκρούς και δεκάδες τραυματίες. Η διαδήλωση καταφέρνει να σπάσει τα αστυνομικά μπλόκα και πηγαίνει προς το διοικητήριο με άσχημες διαθέσεις. Απεργοί αυτοκινητιστές κάνουν επίθεση σε κλούβες με συλληφθέντες και τους απελευθερώνουν. Η αστυνομία πυροβολεί εναντίον τους. Ακόμη ένας νεκρός. Στήνουν οδοφράγματα περισσότερο για να προφυλαχτούν από τις ανεξέλεγκτες ριπές των δυνάμεων ασφαλείας. Ο ίδιος ο στρατός επεμβαίνει για να σταματήσει δύο θωρακισμένα της αστυνομίας που ρίχνουν μανιασμένα στα τυφλά. Σε διάφορα σημεία του κέντρου πέφτουν νεκροί κι άλλοι εργάτες κι εργάτριες. Μέχρι να πέσει η νύχτα το κέντρο της πόλης έχει μετατραπεί σε σφαγείο. Ο τελικός απολογισμός της μέρας: 12 νεκροί, 32 σοβαρά και 250 ελαφρότερα τραυματίες. Στις 10/5 περισσότεροι από 150.000 διαδηλωτές ακολουθούν την κηδεία των δολοφονημένων εργατών. Την ώρα της κηδείας φτάνουν στο Θερμαϊκό τέσσερα αντιτορπιλικά. Ο Μεταξάς οργανώνει αποστολή στρατού από την Λάρισα. Από το βράδυ επιβάλλεται απαγόρευση κυκλοφορίας. Στις 11/5, με την πόλη να στρατοκρατείται, αρχίζουν οι μαζικές συλλήψεις. Στις 13 Μάη καλείται πανελλαδική, πανεργατική απεργία για τα γεγονότα της Σαλονίκης· είναι σχεδόν καθολική, η μεγαλύτερη απεργία που έγινε ποτέ, με την συμμετοχή ρεφορμιστών και κομμουνιστών. Συγκρούσεις με την αστυνομία έγιναν σε πολλές πόλεις, ενώ στον Πειραιά συνελήφθησαν περισσότεροι από 200 εργάτες. Συνολικά μέχρι το τέλος του μήνα θα γίνουν 1.492 συλλήψεις, 160 φυλακίσεις, 34 εκτοπίσεις και 761 παραπομπές σε δίκη. Στις αρχές Ιούνη, στο Βόλο θα επαναληφθούν αντίστοιχα γεγονότα με της Σαλονίκης. Περισσότεροι από 8.000 απεργοί διαδηλώνουν στην πόλη και συγκρούονται με την χωροφυλακή. Οι αρχές ασφαλείας έχουν εντολή να ρίχνουν στο ψαχνό. Από τις επιθέσεις σκοτώνονται 2 διαδηλωτές και τραυματίζονται δεκάδες. Οι απεργοί λεηλάτησαν καταστήματα όπλων και πριν τα πράγματα πάρουν αγριότερη τροπή, καταφτάνει στρατός από την Λάρισα που επιβάλλει την τάξη. Μετά τη Σαλονίκη και ο Βόλος στρατοκρατούμενη πόλη. Σ’ όλη τη χώρα, ο Ιούνης κι ο Ιούλης ήταν μήνες που σημαδεύτηκαν από την εργατική αντεπίθεση.
Τον Ιούλη η κυβέρνηση Μεταξά θα αποφασίσει την δέσμευση των ασφαλιστικών ταμείων και με έκτακτο διάταγμα θα επιβάλλει υποχρεωτική διαιτησία στα εργατικά θέματα και απαγόρευση απεργιών εφόσον δεν έχει προηγηθεί διαιτησία. Πρακτικά απαγορεύτηκε κάθε απεργία. Σε απάντηση, τα σωματεία της Αθήνας αποφάσισαν απεργία για τις 5 Αυγούστου, προειδοποιώντας ότι αν τα αιτήματά τους δεν γίνουν αποδεκτά η απεργία θα εξελιχτεί σε πανεργατική - πανελλαδική. Στις 4 Αυγούστου περισσότεροι από 6.000 εργάτες μαζεύονται σε προσυγκέντρωση πριν την απεργία της επόμενης μέρας. Οι εφημερίδες εκείνης της μέρας κυκλοφόρησαν με ειδήσεις από το ξέσπασμα του ισπανικού εμφύλιου, προειδοποιώντας ότι ανάλογο μέλλον περιμένει την ελλάδα, αν δεν ληφθούν μέτρα. Το βράδυ, με την πρόφαση της απεργίας, ο Μεταξάς συγκάλεσε υπουργικό συμβούλιο κι επικαλούμενος κίνδυνο «κομμουνιστικής ανταρσίας», παρουσίασε τα δύο διατάγματα που κατέλυαν το σύνταγμα. Στις 10 το βράδυ ο Γεώργιος έβαζε την υπογραφή του. Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου ήταν πλέον πραγματικότητα.

1936-1941: το κράτος έκτακτης ανάγκης

Είναι ένα ολοκληρωτικό κράτος, για την ακρίβεια ένα ισχυρό, για να μην πούμε απάνθρωπο, κράτος. Σ’ αυτό όλα στηρίζονται στην εθνική ενότητα, στην ιδέα της εξουσίας και της υποταγής στις πνευματικές αξίες...
από άρθρο στην εφημερίδα «νέο κράτος», του Θ. Νικολούδη, υπεύθυνου προπαγάνδας της 4ης Αυγούστου

Το βράδυ παράστασις... Επευφημίαι διά Βασιλέα. Ψυχρότης προς εμέ. Μου φεύγει κι ο λαός; Καλά, και χαίρομαι δια Βασιλέα - αλλά αρχίζει η κατιούσα δι’ εμέ; Ψυχική ταραχή μεγάλη. Και η υγεία; Και η Ελλάς, η Ελλάς;
από το ημερολόγιο του δικτάτορα Ι. Μεταξά

Η χειραφέτηση του προλεταριάτου και η πολιτική του αυτοοργάνωση, τη στιγμή κιόλας που το κράτος θα έπρεπε να κατευθύνει όλους τους διαθέσιμους πόρους στην προετοιμασία για τον επερχόμενο πόλεμο: να ποιος ήταν ο πραγματικός κίνδυνος που έκανε τον ελληνικό καπιταλισμό να καταφύγει στην κατάλυση του κοινοβουλευτισμού και την επιβολή δικτατορίας. Για είκοσι χρόνια, ήδη από την εποχή του «εθνικού διχασμού», οι καθεστωτικές πολιτικές δυνάμεις είχαν κατορθώσει, με εργαλείο τις πολωτικές τους διαμάχες κι ένα γενικευμένο σύστημα πολιτικών διαμεσολαβήσεων, να επιβάλλουν το δικό τους περιοριστικό κι ασφυκτικό πλαίσιο στον ταξικό ανταγωνισμό. Είτε επειδή διένυε ακόμη την πρώιμη ιστορία του, είτε επειδή οι οργανώσεις του, παρ’ όλη την αγωνιστικότητά τους, στάθηκαν αδύναμες να παράξουν ταξική στρατηγική, το προλεταριάτο βρέθηκε να κυριαρχείται και να άγεται πολιτικά από τον ενδοαστικό εμφύλιο. Όμως την περίοδο που προηγήθηκε της δικτατορίας, αυτή η δομική συνθήκη άρχισε σταδιακά να ανατρέπεται. Η ένταση και η διάρκεια των εργατικών κινητοποιήσεων, μαζί με την ανοιχτή πλέον αντιπαράθεση και με τις δύο φράξιες του συστήματος, προσέφεραν στο προλεταριάτο δύο πολύτιμα χαρακτηριστικά: πείρα και πολιτική ωριμότητα, ή έστω την ελάχιστη αλλά απαραίτητη πείρα για να διεκδικήσει την πολιτική του αυτονομία. Το αποτέλεσμα, (που θα φανεί καθαρότερα τα επόμενα χρόνια με την αντίσταση και τον εμφύλιο του ’44 - ’49) ήταν μια βαθμιαία μετατόπιση του κοινωνικού ανταγωνισμού από το πεδίο του εμφυλίου ανάμεσα στις αντίπαλες πολιτικές φατρίες, στο πεδίο του ταξικού πολέμου. Δεν έχει νόημα να εικάζουμε πώς θα είχαν εξελιχτεί τα πράγματα αν δεν μεσολαβούσε η δικτατορία, αλλά αυτό που ξέρουμε σίγουρα είναι ότι με την 4η Αυγούστου και την επιβολή καθεστώτος έκτακτης ανάγκης μπήκε, προσωρινά έστω, ένα απότομο και βίαιο τέρμα στην ανάπτυξη της προλεταριακής δραστηριότητας.

Σε δύο τομείς είναι που επικέντρωσε η βασιλομεταξική δικτατορία τις δραστηριότητες της. Ο ένας αφορούσε στην εξωτερική πολιτική και την πολεμική προπαρασκευή. Ο άλλος στην επιβολή της κοινωνικής ειρήνης με την εγκαθίδρυση ενός ολοκληρωτικού - αστυνομικού κράτους. Ήδη από τις πρώτες ώρες της δικτατορίας, οι συλλήψεις (κομμουνιστών και στελεχών των κομμάτων) ήταν εκατοντάδες  και επιβλήθηκε απόλυτη λογοκρισία στις εφημερίδες:
απαγορεύεται οιαδήποτε κρίσις περί του έργου της κυβερνήσεως, εκτός κι αν είναι ευμενής... απαγορεύεται η αναγραφή οιασδήποτε πληροφορίας αφορώσης πολιτικά κόμματα και πολιτευόμενους, ως και η αναγραφή των ονομάτων αυτών... απαγορεύεται η αναγραφή πάσης πληροφορίας, σχέσιν εχούσης με εργατικάς και επαγγελματικάς οργανώσεις... 
Στους πρώτους μήνες οι βαριές καταδίκες ήταν σχεδόν 400 και οι εκτοπίσεις στα ξερονήσια περισσότερες από χίλιες. Στις 18 Σεπτέμβρη δημοσιεύτηκε ο νόμος «περί διώξεως του κομμουνισμού» που αποτέλεσε το νομικό κάλυμμα για την επιβολή του αστυνομικού κράτους και το ίδιο διάστημα αναδιαρθρώθηκαν οι υπηρεσίες δίωξης με την ίδρυση ξεχωριστού υφυπουργείου δημόσιας τάξης που ανατέθηκε εν λευκώ στον διαβόητο Μανιαδάκη. Ο Μανιαδάκης ήταν φιλοβασιλικός, από τα πιστότερα στελέχη του Μεταξά και διατηρούσε σχέσεις τόσο με την γερμανική γκεστάπο όσο και τις αγγλικές μυστικές υπηρεσίες (κάποιοι μάλιστα τον κατηγορούσαν για πράκτορά τους). Η οργάνωση των ελληνικών μυστικών υπηρεσιών είχε ξεκινήσει ήδη από τον Κονδύλη, αλλά ο Μανιαδάκης ήταν αυτός που πέτυχε την τελειότητα που απαιτείται από ένα ολοκληρωτικό καθεστώς. Είχε στείλει μάλιστα στελέχη των υπηρεσιών στην γερμανία να εκπαιδευτούν κοντά στον Χίμλερ. Τελικά κατάφερε να δημιουργήσει μια αξεπέραστη υπηρεσία χαφιέδων που όμοια της δεν υπήρξε ξανά στην ελληνική ιστορία: περιπτεράδες, καμαριέρες, θυρωροί, αξιωματικοί, κυρίες του καλού κόσμου, πρώην πολιτικοί βρίσκονταν στην υπηρεσία της. Ακόμη και η εον, η φασιστική οργάνωση νεολαίας του Μεταξά, είχε εντολή να κατασκοπεύουν τα μέλη τις οικογένειές τους, με αποτέλεσμα παιδιά να καταδίδουν τους γονείς τους, κατά το παράδειγμα της ναζιστικής γερμανίας. Εκτός από τους χαφιέδες, ο Μανιαδάκης είχε στις υπηρεσίες του 15.000 αστυνομικούς, ενώ μόνο στην ειδική ασφάλεια, το γραφείο δίωξης κομμουνισμού ήταν στελεχωμένο με 1.600 πράκτορες. Αν και η κατηγορία του «κομμουνιστή» έπεφτε αδιάκριτα - και για όσους δεν ανταποκρίνονταν στα συνήθη κριτήρια είχαν εφευρεθεί διάφορες παραλλαγές: βενιζελοκομμουνιστής, αγγλοκομμουνιστής, γαλλοκομουνιστής... - το κκ και το κομμουνιστικό κίνημα πλήρωσε το βαρύτερο τίμημα. Οι οργανώσεις διαβρώθηκαν και αποδεκατίστηκαν, η πλειοψηφία των ηγετικών στελεχών κατέληξε στα κελιά κι αν δεν υπήρχε η εμπειρία της δράσης σε συνθήκες παρανομίας, η ισοπέδωση θα ήταν σχεδόν ολοκληρωτική. Η κατάσταση έγινε ακόμη χειρότερη όταν το 1938 ο Μανιαδάκης κατάφερε χάρη στους χαφιέδες του και ορισμένους «μετανοημένους» να στήσει παράπλευρο μηχανισμό, ένα δεύτερο πρακτόρικο κκε, με κανονική «προσωρινή διοίκηση» που εξέδιδε μάλιστα και το δικό της Ριζοσπάστη. Αλλά το σκληρότερο πλήγμα ήταν οι «δηλώσεις μετανοίας», που έσπειρε την καχυποψία ανάμεσα στους μαχόμενους κομμουνιστές και στιγμάτισε την ηθική τους ακεραιότητα. Μετά τα βασανιστήρια και τις εξοντωτικές ποινές, η «δήλωση», που περιλάμβανε την κατάδοση των «συνεργών» και συμπληρωνόταν από την δημοσίευση της στον τύπο, ήταν ο μόνος δρόμος εξόδου από τις φυλακές και την εξορία. Μέχρι το 1940 σχεδόν 50.000 πολιτικοί κρατούμενοι είχαν γίνει «δηλωσίες»· κι ας μην είχε το κκ μέχρι το ’36 περισσότερα από 15 με 20.000 οργανωμένα μέλη.

Μέσα σε τέτοιες συνθήκες, οι δυνατότητες οργανωμένης αντίστασης στην δικτατορία ήταν εξαιρετικά περιορισμένες. Οι «παλιοί πολιτικοί» στην πλειοψηφία τους μπορεί να μην συμμάχησαν ανοιχτά με το καθεστώς, αλλά δεν έκαναν και κάτι σοβαρό εναντίον του. Εξάλλου, η έξωσή τους από τις θέσεις εξουσίας ήταν αρκετή για να τους αδρανοποιήσει και να τους εξουδετερώσει, αφού τους στερούσε την μοναδική δυνατότητα διαμεσολάβησης. Κάποιοι, οι πιο «δραστήριοι», ταυτίστηκαν με τον αντικομμουνισμό της 4ης Αυγούστου, ενώ οι περισσότεροι αφέθηκαν στην ανοχή, περνώντας τις ώρες τους στα καφενεία. Μόνο λίγοι και βασικά η νέα φουρνιά πολιτικών όπως ο Παπανδρέου, αντιλήφθηκαν τις έντονες αλλαγές και δέχτηκαν να σπάσουν το ταμπού του παλιού καθεστώτος και να μπουν σε διαπραγματεύσεις με το κκε για ένα κοινό εθνικό σχέδιο. Από την μεριά των παλιών πολιτικών, οι μόνες άξιες λόγου αντιδικτατορικές κινήσεις έγιναν από τον Πλαστήρα και τους οπαδούς του, με μια μυστική οργάνωση μέσα στο στρατό και μια οργάνωση εξόριστων στο Παρίσι, που κατέληξαν στο αποτυχημένο αντιδικτατορικό κίνημα του Ιούλη 1938 στα Χανιά. Η μόνη δράση με κοινωνικό χαρακτήρα ενάντια στον Μεταξά προήλθε από το κκε, το οποίο μπορεί να χτυπήθηκε από τον μηχανισμό του Μανιαδάκη, αλλά κατάφερε να σταθεί. Από την μία, ήταν ένας αγώνας ξεκάθαρα για την επιβίωση, από την άλλη όμως, μέσα από την δράση όσων επέζησαν και γλίτωσαν, είναι που μπήκαν οι βάσεις για αυτό που θα εξελιχτεί στην κατοχή σε εθνικοαπελευθερωτικό μέτωπο.

Η εξωτερική πολιτική της 4ης Αυγούστου

Η Ελλάς εν ουδεμία περιπτώσει δύναται να ευρεθή εις στρατόπεδον αντίθετον εκείνου εις το οποίον θα ευρίσκεται η Αγγλία.
Μεταξάς, 1934

Ευρισκόμεθα σε φιλικότατες σχέσεις με την Γερμανία... πλην δεν δυνάμεθα να παραβλέψωμεν την μεσογειακήν μας θέση και την ζωτική ανάγκην να μην ευρεθώμεν ποτέ αντιμέτωποι των Άγγλων.
Μεταξάς, 1939

Παρ’ όλη την ιδεολογική συνάφεια του φασιστικού καθεστώτος με το τρίτο ράιχ και τις εκτεταμένες οικονομικές σχέσεις με το γερμανικό κράτος (το 1938 απορροφούσε το 43% των ελληνικών εξαγωγών, ποσοστό υπερδιπλάσιο του 1933) η δικτατορία παλατιού-Μεταξά παρέμενε αμετακίνητη στο δόγμα ότι τα ελληνικά συμφέροντα είναι δεμένα με την κυρίαρχη ναυτική δύναμη της Μεσογείου, τη μεγάλη βρετανία. Δεν ήταν μόνο η παράδοση και η ιστορία που στήριζαν αυτή τη στρατηγική· το πλαίσιο των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών όπως είχε διαμορφωθεί στα Βαλκάνια και την ανατολική Μεσόγειο υποδείκνυε στα αφεντικά του ελληνικού κράτους ότι μόνο η είσοδος στο πόλεμο στο πλευρό της βρετανίας θα εξυπηρετούσε τις δύο πάγιες και δομικές επιδιώξεις του ελληνικού καπιταλισμού. Αφενός να διαφυλαχτεί η ενότητα της ελληνικής επικράτειας και να αναχαιτιστούν οι τοπικοί αντίπαλοι ιμπεριαλισμοί κι αφετέρου να εξασφαλιστούν τα μεγαλύτερα γεωπολιτικά οφέλη στις μεταπολεμικές ρυθμίσεις.
Πλησιάζοντας στον δεύτερο παγκόσμιο, ο κυριότερος αντίπαλος του ελληνικού κράτους δεν ήταν πλέον η τουρκία, αλλά η ιταλία. Καιρό πριν τον τορπιλισμό της Έλλης στα 1940 κι ενώ ήδη η ναζιστική γερμανία είχε ξεκινήσει τις προσαρτήσεις και κατακτήσεις, το μεταξικό καθεστώς γνώριζε ότι το πιθανότερο ενδεχόμενο ήταν να δεχτεί η ελλάδα επίθεση από το ιταλικό κράτος. Από το ιταλικό, που διακήρυττε ανοιχτά την φιλοδοξία του να γίνει η ηγεμονική δύναμη της Μεσογείου κι όχι απαραίτητα το γερμανικό που η στρατηγική του, τουλάχιστον σε πρώτο χρόνο, δεν περιελάμβανε κάθοδο στα Βαλκάνια. Το χειρότερο που είχε να περιμένει - και τελικά συνέβη - το ελληνικό κράτος θα ήταν μια άμεση εμπλοκή της γερμανίας και της βουλγαρίας στην ιταλική εκστρατεία. Από την άλλη, μπορούσε βάσιμα να υπολογίζει ότι αν έβγαινε νικηφόρο, με τη συμμαχία της αγγλίας, από την αναμέτρηση με τον στρατό του Nτούτσε, θα είχε συγκεκριμένα εδαφικά οφέλη. Όχι κατ’ αρχήν στην νότια αλβανία, όπως προσωρινά συνέβη το ’40, αλλά οπωσδήποτε με την κατάκτηση των ιταλοκρατούμενων Δωδεκανήσων.
Στη βάση αυτών των δεδομένων και σχεδιασμών, η στρατηγική του ελληνικού κράτους πήρε την μορφή της «ουδετερότητας» απέναντι στους αντιμαχόμενους, συντηρώντας έτσι μια στάση ισορροπίας που λειτουργούσε σαν προκάλυμμα των ελληνικών φιλοδοξιών. Μέχρι να εκδηλωθεί η ιταλική επίθεση, τρεις ήταν οι άξονες αυτής της στρατηγικής: «αφανής» συμμαχία με την βρετανία (που όμως δεν εμπόδιζε τα δύο επιτελεία να καταστρώνουν κοινά πλάνα ήδη από το 1938, ούτε την χρήση βάσεων από το βρετανικό ναυτικό κι αεροπορία, ούτε το σπάσιμο από τα ελληνικά καράβια του γερμανικού εμπάργκο στα αγγλικά νησιά)· κατευναστική στάση απέναντι στο ράιχ προκειμένου να αποτραπεί η επέμβαση της βέρμαχτ, κάτι που δεν ήταν εξ αντικειμένου εκτός πραγματικότητας· και διπλωματικές απόπειρες να καθυστερήσει η ιταλική επέμβαση και ει δυνατόν να μην ξεκινήσει με την ελλάδα πρώτο στόχο. Να σημειώσουμε πάντως ότι η τεχνική της τυπικής ουδετερότητας που εφάρμοζε η Αθήνα, δεν ήταν πρόβλημα για τα βρετανικά σχέδια. Τόσο γιατί δεν υπήρχε δυνατότητα σοβαρής στρατιωτικής υποστήριξης λόγω του πολέμου που ήδη είχε ξεκινήσει στην Αφρική, όσο γιατί μέχρι την τελευταία στιγμή η βρετανία επιχειρούσε να αποτρέψει μια τελική συμμαχία ιταλίας - γερμανίας και μια ανοιχτή διακήρυξη της αγγλοελληνικής συμμαχίας θα έσβηνε κάθε πιθανότητα.

Εξάλλου, η ελληνική στάση ήταν ανάλογη με το γενικό διπλωματικό περιβάλλον της προπολεμικής περιόδου. Ο Μεταξάς κήρυττε «ουδετερότητα» την ώρα που η βρετανία κι ο πρωθυπουργός της Τσάμπερλαιν ασκούσε την πολιτική του «κατευνασμού» και θυσίαζε την τσεχοσλοβακία στον χίτλερ με τη συμφωνία του Μονάχου στα 1938. Και συνέχισε να την κηρύττει όταν υπογράφτηκε το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο που οδήγησε στον διαμελισμό της πολωνίας και της ρουμανίας κι όταν ακόμη η γαλλία - υποτιθέμενη εγγυήτρια της ανεξαρτησίας της ελλάδας - έπεσε αμαχητί τον Μάη του 1940. Φυσικά, πίσω από αυτή την κυνική διπλωματία - που δήθεν αποσκοπούσε σε μία «έντιμη ειρήνη» σύμφωνα με τα λόγια του Τσάμπερλεν - το μόνο που δεν ήταν στόχος ήταν η αποφυγή του πολέμου. Η αγγλογαλλική πολιτική του κατευνασμού επιδίωκε να  «εξαγοράσει χρόνο» και να στρέψει την χιτλερική γερμανία προς τα ανατολικά και την σοβιετική ένωση· στο ανάποδο στόχευε ο Στάλιν με το σύμφωνο Ρίμπεντροπ - Μολότοφ. Μέχρι να ενώσουν τις δυνάμεις τους οι δύο πόλοι του αντιγερμανικού συνασπισμού, η βρετανία κι η εσσδ, έκαναν τα πάντα προκειμένου να υποσκάψουν ο ένας τη θέση του άλλου με τις πλάτες του αντιπάλου τους και με το βλέμμα στραμμένο στην μεταπολεμική μοιρασιά του κόσμου. Κατ’ αναλογία, η ελληνική «ουδετερότητα», ούτε γερμανοφιλία υπέκρυπτε (όπως ισχυρίζονται διάφοροι ντόπιοι μυθολόγοι που ανακαλύπτουν στην ιδεολογική συγγένεια του Μεταξά με τον ντούτσε και τον φύρερ τις αιτίες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής), ούτε αδράνεια κι υποχωρητικότητα εν όψει του πολέμου· αντίθετα, ήταν η στρατηγική που θα «πλήρωνε» καλύτερα τις φιλοδοξίες του ελληνικού κράτους στις μεταπολεμικές ρυθμίσεις.
Πάντως, το στρατόπεδο του άξονα από την μεριά του, δεν είχε καμία αμφιβολία για το ποια είναι η πραγματική θέση του ελληνικού κράτους. Τον Αύγουστο του 1940, ο Ρίμπεντροπ, συναντήθηκε με τον έλληνα πρέσβη, και σύμφωνα με τα γερμανικά ντοκουμέντα:
«ο υπουργός των εξωτερικών διασαφήνισε στον έλληνα πρεσβευτή ότι διαιρούμε τις χώρες σε εκείνες που έλαβαν στάση υπέρ του Άξονα και εκείνες που έλαβαν στάση υπέρ της Αγγλίας. Θεωρούμε την Ελλάδα ως χώρα που επέλεξε την Αγγλία, διότι οι έλληνες δέχτηκαν την αγγλική εγγύηση, διότι εφοδίασαν τους άγγλους με πολεμικό υλικό, διότι με τα πλοία τους παραβίασαν τον αποκλεισμό κατά της Αγγλίας. Αλλά έχουμε κι άλλες αποδείξεις της αγγλόφιλης στάσης της Ελλάδας... Ο υπουργός τόνισε προς τον πρεσβευτή ότι η Μεσόγειος είναι σφαίρα επιρροής των ιταλών συμμάχων κι ότι συνεπώς δεν ενδιαφερόμαστε γι’ αυτήν αμέσως. Και του συνέστησε... να ικανοποιηθούν οι ιταλικές αιτιάσεις το ταχύτερο και να εκπληρωθούν οι πόθοι της Ιταλίας.»

Στα Βαλκάνια, η ελληνική εξωτερική πολιτική αναπτύχθηκε κυρίως στη βάση του «βαλκανικού συμφώνου συνεννόησης» που είχε υπογραφεί από την κυβέρνηση Τσαλδάρη το 1934, ανάμεσα σε ελλάδα, ρουμανία, γιουγκοσλαβία και τουρκία. Από την μεριά των μεγάλων δυνάμεων, το σύμφωνο είχε κυρίως την υποστήριξη του γαλλικού κράτους που επιδίωκε ο σχηματισμός μιας «μικρής Aντάντ» να λειτουργήσει ανασχετικά στην γερμανική επεκτατικότητα προς την Μεσόγειο. Αντίθετα, το Λονδίνο ήταν εντελώς αντίθετο, θεωρώντας ότι μία αντι-ιταλική και αντι-βουλγαρική συμμαχία το μόνο που θα εξυπηρετούσε θα ήταν να σπρώξει οριστικά την ιταλία στον άξονα και να φέρει τον πόλεμο μια ώρα αρχύτερα στα Βαλκάνια. Εξίσου αρνητική ήταν και η εσσδ, επειδή έβλεπε δικαιολογημένα ότι τα δυτικά κράτη δεν στόχευαν μόνο στον περιορισμό της γερμανίας, αλλά και της ίδιας. Στην πραγματικότητα, το περιεχόμενο του συμφώνου καθορίστηκε από ένα «κλίμα λυκοφιλιών» ανάμεσα στα βαλκανικά κράτη: η βαλκανική συνεννόηση για το κάθε μέλος εξαντλούνταν στο να στρέψει την ιταλική ή την βουλγαρική επιθετικότητα προς κάποιον άλλο «σύμμαχο». Το αποτέλεσμα ήταν το σύμφωνο ν’ αρχίσει να φυλλορροεί από τις πρώτες μέρες του, όταν η τουρκία ζήτησε την εξαίρεση της αν η εφαρμογή των όρων οδηγούσε σε πόλεμο με την εσσδ και το ίδιο ζήτησε και η ελλάδα, αν το σύμφωνο την έφερνε σε ρήξη με την ιταλία. Στην Αθήνα, όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί το κατήγγειλαν (με πρωτεργάτες τον Βενιζέλο και τον Μεταξά) και τελικά η τότε κυβέρνηση υποχρεώθηκε να αποσυρθεί από τις στρατιωτικές συμφωνίες που προβλέπονταν. Δυο χρόνια αργότερα, μετά και από συνεχείς πιέσεις της ρουμανίας που άκουγε καθαρότερα τους γρυλισμούς του ράιχ, ο Μεταξάς αναβάθμισε την ελληνική συμμετοχή στο σύμφωνο, ανακοινώνοντας ότι προτίθεται να υπογράψει τις στρατιωτικές συμβάσεις, αλλά με τους εξής όρους: η συμμαχία θα ενεργοποιούνταν μόνο κατά της βουλγαρίας ή της αλβανίας και μόνο εφόσον δρούσαν χωρίς υποστήριξη άλλης δύναμης (που δεν υπήρχε περίπτωση να συμβεί)· σε περίπτωση εμπλοκής της ιταλίας η ελλάδα θα κρατούσε αυστηρή ουδετερότητα, αλλά αν εμπλεκόταν η γαλλία ή η αγγλία τότε η ελλάδα θα έπαιρνε το μέρος τους. Εννοείται πώς μόνο «συμμαχία» δεν μπορούσαν να αποκληθούν τέτοιες προτάσεις κι ούτε έκρυβαν την βασική τους σκοπιμότητα: να αποτρέψουν το γιουγκοσλαβικό κράτος από μια πιθανή ένταξή του στον άξονα, να το «δέσουν» σε μια αντι-ιταλική συμμαχία και να στρέψουν εναντίον του την ιταλική επιθετικότητα, χωρίς μάλιστα η ελλάδα να έχει καμία υποχρέωση να βοηθήσει τον «σύμμαχό» της.
Σαν αποτέλεσμα, η γιουγκοσλαβία προχώρησε σε σύμφωνο φιλίας με την ιταλία (τον Μάρτη του ’37), ενώ από τον Γενάρη του ίδιου χρόνου αντίστοιχο σύμφωνο είχε υπογραφεί ανάμεσα στην ιταλία και την βουλγαρία. Έτσι το ελληνικό κράτος αντιμετώπιζε πλέον εκτός από την ιταλία, την απειλή ενός βαλκανικού μετώπου στα βόρεια σύνορά του. Για να μειώσει τον κίνδυνο ο Μεταξάς δέχτηκε να κάνει ορισμένες παραχωρήσεις προς την βουλγαρία κι έτσι το 1938 υπογράφτηκε σύμφωνο μη επιθέσεως ανάμεσα στην βουλγαρία και το βαλκανικό σύμφωνο, με αντάλλαγμα την ακύρωση των στρατιωτικών περιορισμών που είχαν επιβληθεί στην βουλγαρία με τη συνθήκη του Νεϊγύ. Ταυτόχρονα άρχισαν οι συστηματικότερες επαφές ανάμεσα σε ελλάδα, βρετανία και γαλλία για την πολεμική προετοιμασία. Τον Φλεβάρη του 1940 έγινε η τελευταία σύνοδος του συμφώνου, στην οποία μάλιστα συμφωνήθηκε παράτασή του για άλλα 7 χρόνια· η διπλωματία εξακολουθούσε στο παρά πέντε του πολέμου να λειτουργεί σαν παραμορφωτικός καθρέφτης της πραγματικότητας, αν αυτό σημαίνει κάτι για σήμερα.

Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος και η γερμανική εισβολή

Στις 7 Απρίλη του 1939 το ιταλικό κράτος εισέβαλλε στην αλβανία και την κατέλαβε. Μία βδομάδα αργότερα, ο άγγλος πρωθυπουργός Τσάμπερλεν θα ανακοινώσει από την βουλή ότι η βρετανία εγγυάται την ανεξαρτησία της ελλάδας και της ρουμανίας. Μολονότι ήταν δεδομένο ότι η ελληνοϊταλική αναμέτρηση ήταν πλέον ζήτημα χρόνου, το ελληνικό κράτος συνέχισε την τακτική της «σουπιάς», ανακοινώνοντας ότι οι αγγλικές εγγυήσεις ήταν μια «αυθόρμητη» και μονομερής ενέργεια. Aλλά βέβαια όταν το γερμανικό υπουργείο εξωτερικών πίεσε τον Μεταξά να τις απορρίψει, αυτός αρνήθηκε κατηγορηματικά. Το επόμενο διάστημα, η ιταλία θα ξεκινήσει προετοιμασίες για επίθεση εναντίον της ελλάδας, τις οποίες τελικά θα υποχρεωθεί να επισπεύσει και να ξεκινήσει την επιχείρηση βεβιασμένα (με πολύ αρνητικά αποτελέσματα τελικά). Στις αρχές του Οκτώβρη 1940, χωρίς να έχει προηγηθεί συνεννόηση με την Ρώμη, η γερμανία εισέβαλλε στην ρουμανία. Για το ιταλικό κράτος, αυτό ήταν καρφί στο μάτι, αφού θεωρούσε τα Βαλκάνια αποκλειστική σφαίρα επιρροής του.
Η απάντηση του μουσολίνι ήταν η άμεση - αλλά απρόσεκτη - εκστρατεία στην ελλάδα. Το βράδυ της 28ης Οκτώβρη ο ιταλός πρέσβης θα επιδώσει το γνωστό τελεσίγραφο στον Μεταξά κι αυτός θα απαντήσει «λοιπόν, έχουμε πόλεμο». Δυο μέρες αργότερα, ο δικτάτορας κάλεσε του εκδότες και τους αρχισυντάκτες για μία εκ βαθέων ενημέρωση. Όσα είπε είναι αποκαλυπτικά της ελληνικής στρατηγικής:

«Μη τυχόν διανοηθείτε ότι η απόφαση να πω όχι στο ιταλικό τελεσίγραφο πάρθηκε πάνω στην ένταση της στιγμής. Κι ούτε καν σκεφτείτε πώς μπαίνουμε σε αυτό τον πόλεμο αναπάντεχα... Αντιμέτωπος με φοβερές ευθύνες, ομολογώ ότι προκειμένου να σώσω την ελλάδα από ένα τέτοιο πόλεμο, θεώρησα καθήκον μου να δω αν γίνεται χωρίς να διακυβευτούν τα εθνικά μας συμφέροντα, να γλιτώσει η χώρα από μια τέτοια δυσχέρεια. Έχοντας βολιδοσκοπήσει τον άξονα, μου δόθηκε να καταλάβω ότι η μόνη διέξοδος θα ήταν η συμμετοχή στη «νέα τάξη», αλλά με την προϋπόθεση ότι θα τακτοποιούνταν όλες οι παλιές διαφορές με τους γείτονες μας... κι ότι με εγγύηση του χίτλερ οι απαραίτητες θυσίες θα ήταν οι ελάχιστες... Το «ελάχιστο» συνίστατο σε μερικές ικανοποιήσεις της ιταλίας ως την Πρέβεζα και ίσως της βουλγαρίας ως το Δεδεαγάτς... Μ’ άλλα λόγια, προκειμένου να γλιτώσουμε τον πόλεμο θα έπρεπε να πληρώσουμε με το άπλωμα του δεξιού χεριού προς ακρωτηριασμό από την ιταλία και του αριστερού από την βουλγαρία. Φυσικά δεν είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς ότι σε μια τέτοια περίπτωση οι άγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της ελλάδας. Και με το δίκιο τους. Κυρίαρχοι πάντοτε της θάλασσας δεν θα παρέλειπαν να καταλάβουν την Κρήτη και τα άλλα νησιά μας τουλάχιστον...
Μέχρι τώρα ακολούθησα την πολιτική του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου, δηλαδή την αυστηρή ουδετερότητα. Μετά την ιταλική επίθεση, ακολουθώ την πολιτική του πρώην πρωθυπουργού Βενιζέλου. Με την πολιτική αυτή, η μοίρα της ελλάδας συμπίπτει με την μοίρα της μεγάλης βρετανίας, αφού και για τις δύο χώρες η θάλασσα δεν είναι ένα εμπόδιο, αλλά μια γέφυρα... Η αγγλία είναι εκ φύσεως φίλος της ελλάδας... Η νίκη θα είναι δικιά μας. Θα είναι μια νίκη των αγγλοσαξόνων, εναντίον των οποίων η γερμανία δεν έχει καταφέρει μέχρι σήμερα να πετύχει κανένα αποφασιστικό χτύπημα και γιαυτό είναι καταδικασμένη... Θέλω να συμπληρώσω κάτι. Ξέρω ότι η ελλάδα θα υποφέρει, αλλά θα φτάσει στο τέλος όχι μόνο ενδοξότερη αλλά και μεγαλύτερη. Σίγουρα προσέξατε το τηλεγράφημα του Τσόρτσιλ που δημοσιεύτηκε στον σημερινό τύπο. Θέλω να τονίσω το εξής: Όσοι δεν βλέπουν σε αυτό το τηλεγράφημα μια γραπτή διαβεβαίωση και μια συγκατάθεση για την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων στην ελλάδα, δεν ξέρουν να διαβάζουν ανάμεσα στις γραμμές.»

Τελικά, ποιος είπε το «όχι»; Ο Μεταξάς ή ο «ελληνικός λαός»; Στην πραγματικότητα, κανείς από τους δύο· το «όχι» είπε ο ελληνικός καπιταλισμός και τα αφεντικά του, που προετοιμάζονταν χρόνια γι’ αυτό το ενδεχόμενο.

Εντωμεταξύ στο μέτωπο, οι εξελίξεις έπαιρναν αναπάντεχη τροχιά. Μέχρι τα μέσα Νοέμβρη οι ιταλικές δυνάμεις, ενώ περίμεναν ένα στρατιωτικό «πικ-νικ», απέτυχαν να διασπάσουν τις ελληνικές γραμμές και κατάφεραν να προχωρήσουν ελάχιστα. Εξαιτίας της βουλγαρικής αδράνειας, ο ελληνικός στρατός μετέφερε όλες τις δυνάμεις του στο αλβανικό μέτωπο, με αποτέλεσμα, όταν ξεκίνησε η ελληνική αντεπίθεση, να έχει αριθμητική υπεροχή 250.000 έναντι 150.000 ιταλών. Μέχρι τα τέλη Δεκέμβρη μια ζώνη 60 χιλιομέτρων βάθους στην αλβανία είχε καταληφθεί από τον ελληνικό στρατό. Στην αντεστραμμένη πλέον εκστρατεία, το τελευταίο σημείο που κατάφεραν οι ιταλοί να προβάλουν αντίσταση ήταν έξω από την Vlorë (Valona στα ιταλικά, Αυλώνα στα ελληνικά), αποτρέποντας την κατάληψή της. Αν το λιμάνι της Vlorë έπεφτε, τότε η ιταλία κινδύνευε να χάσει τον στρατηγικό έλεγχο όλης της Αδριατικής, ενώ θα γινόταν ευάλωτη σε ναυτικές επιθέσεις. Η πιθανότητα μιας τέτοιας εξέλιξης ήταν που επιτάχυνε από την μία την αποστολή αγγλικού εκστρατευτικού σώματος, αλλά και την άμεση κινητοποίηση του γερμανικού στρατού από την άλλη.
Η εντολή για προετοιμασία εισβολής στην ελλάδα (η επιχείρηση «μαρίτα») είχε δοθεί από τον χίτλερ ήδη από τις 5 Δεκέμβρη. Οι απροσδόκητες και πολλές νίκες των ελλήνων, ήταν η αιτία που ανάγκασε το ράιχ να επέμβει σε μια περιοχή που δεν άνηκε στις πρώτες προτεραιότητες και σίγουρα όχι με τον τρόπο που το ήθελε ο Nτούτσε (η Κρήτη και η Αίγυπτος ήταν που είχαν κομβική σημασία για τα γερμανικά σχέδια κι όχι η νότια απόληξη της βαλκανικής). Η γερμανική επίθεση αποσκοπούσε να διορθώσει την ήττα της ιταλίας, στο βαθμό που γινόταν αντικειμενικά νίκη όχι μόνο της ελλάδας, αλλά και της αγγλίας. Στις 6 Απρίλη θα ξεκινήσει η εισβολή από τρία σημεία ταυτόχρονα, μαζί με την ιταλική αντεπίθεση. Στις 20 Απρίλη, ο στρατηγός Τσολάκογλου, πραξικοπηματικά κι αντίθετα στις εντολές της Αθήνας, υπέγραψε πρωτόκολλο ανακωχής στο Μέτσοβο. Στην Αθήνα, οι βρετανοί προσπαθούσαν να πείσουν τον στρατηγό Πάγκαλο ν’ αναλάβει επικεφαλής, μήπως και καταφέρει ν’ αναστυλώσει τον καταρρακωμένο στράτευμα, αλλά όταν έμαθε για την πρωτοβουλία της παράδοσης, απάντησε ότι «ο ελληνικός στρατός είναι ένα πτώμα, δε χρειάζεται πια αρχηγό αλλά παπά». Την επόμενη, ο Τσολάκογλου υπέγραψε δεύτερη φορά την άνευ όρων παράδοση του ελληνικού στρατού στους γερμανούς, αλλά το αποτέλεσμα ήταν να εξοργιστεί ο μουσολίνι επειδή η συνθηκολόγηση δεν έγινε και με τους ιταλούς. Ύστερα απ’ αυτό, συνέβη το γκροτέσκο θέαμα της υπογραφής και τρίτης συνθηκολόγησης, με τον ιταλικό στρατό· που όμως δεν είχε περάσει ούτε μέτρο τα ελληνο-αλβανικά σύνορα, προκειμένου να μπορέσει ο Nτούτσε να εμφανιστεί στη Ρώμη ως «θριαμβευτής». Η παράδοση στο γερμανικό στρατό, αφού χάθηκε ο πόλεμος, ήταν μια λογική κατάληξη, αλλά η ταυτόχρονη παράδοση σ’ ένα στρατό που είχε ηττηθεί ήταν μια ταπείνωση που το ελληνικό κράτος δεν ξέχασε.

 
       

Sarajevo