Sarajevo
 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



το ιδρυτικό συνέδριο του σεκε
στον Πειραιά (4 - 10 Nοέμβρη 1918)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



«Zήτω η 1η Mάη»
Aπό τις πρώτες πρωτομαγιάτικες
συγκεντρώσεις του σεκε

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



«Zήτησαν δουλειά, πήραν σφαίρες»

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Tσαλδάρης: «ο λαός είναι ελεύθερος να εκλέξει»

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



Διανομή ψωμιού στους άνεργους οικοδόμους, ελαιοχρωματιστές και μηχανοξυλουργούς από το εργατικό κέντρο Θεσσαλονίκης.

 

Τα μυστικά του βούρκου (η' μέρος)
Καλά κρυμμένες ιστορίες του ελληνικού ιμπεριαλισμού

Η κοινοβουλευτική δημοκρατία ήταν κάτι παραπάνω από το ουδέτερο έδαφος όπου οι δύο μερίδες της αστικής τάξης μπορούσαν να διευθύνουν η μία δίπλα στην άλλη με ίσα δικαιώματα. Ήταν ο απαραίτητος όρος της κοινής τους κυριαρχίας, η μόνη κρατική μορφή όπου το γενικό ταξικό τους συμφέρον υπέτασσε ταυτόχρονα τις αξιώσεις των ξεχωριστών ομάδων τους καθώς και όλες τις άλλες τάξεις της κοινωνίας.

Στις μέρες του Ιούνη όλες οι τάξεις κι όλα τα κόμματα, ενώθηκαν στο κόμμα της τάξεως ενάντια στην προλεταριακή τάξη, που τη θεωρούσαν το κόμμα της αναρχίας, του σοσιαλισμού, του κομμουνισμού. Είχαν «σώσει» την κοινωνία από «τους εχθρούς της κοινωνίας». Είχαν διαδώσει στα στρατεύματά τους τα συνθήματα της παλιάς κοινωνίας - «ιδιοκτησία, οικογένεια, θρησκεία, τάξις» - και ενθάρρυναν την αντεπαναστατική σταυροφορία με τα λόγια: «Κάτω από αυτό το έμβλημα θα νικήσεις!» Απ’ αυτή την στιγμή, κάθε φορά που ένα από τα πολυάριθμα κόμματα, που είχαν συσπειρωθεί κάτω από το έμβλημα αυτό ενάντια στους εξεγερμένους του Ιούνη, προσπαθεί να διατηρήσει το επαναστατικό πεδίο μάχης για τα δικά του συμφέροντα, υποκύπτει μπροστά σ’ αυτή την κραυγή: «ιδιοκτησία, οικογένεια, θρησκεία, τάξις». Η κοινωνία σώζεται κάθε φορά που ο κύκλος των κυριάρχων της στενεύει, όταν ένα αποκλειστικότερο συμφέρον επικρατεί μπροστά στο πλατύτερο. Κάθε διεκδίκηση και της πιο απλής αστικής οικονομικής μεταρρύθμισης, του πιο συνηθισμένου φιλελευθερισμού, του πιο τυπικού ρεπουμπλικανισμού, της πιο ρηχής δημοκρατίας, τιμωρείται σαν «απόπειρα κατά της κοινωνίας» και ταυτόχρονα στιγματίζεται σαν «σοσιαλισμός». Τελικά και οι αρχιερείς της «θρησκείας και της τάξεως» πετιούνται κι αυτοί με τις κλωτσιές από τους τρίποδές τους της Πυθίας, αρπάζονται στο σκοτάδι της νύχτας από τα κρεβάτια τους, χώνονται μέσα σε κλούβες, πετιούνται στα μπουντρούμια ή στέλνονται στην εξορία, ο ναός τους ισοπεδώνεται, το στόμα τους βουλώνεται, η πένα τους τσακίζεται, ο νόμος τους ξεσκίζεται στο όνομα της θρησκείας, της ιδιοκτησίας, της οικογένειας, της τάξεως. Αστοί φανατικοί οπαδοί της τάξεως πυροβολούνται στους εξώστες τους από μεθυσμένα μπουλούκια φαντάρων, βεβηλώνεται η ιερότητα της οικογένειάς τους, βομβαρδίζονται τα σπίτια τους για διασκέδαση - στο όνομα της ιδιοκτησίας, της οικογένειας, της θρησκείας και της τάξεως. Τελικά, τα αποβράσματα της κοινωνίας σχηματίζουν την ιερή φάλαγγα της τάξεως και ο Κραπουλίνσκι [ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης] μπαίνει στον Κεραμεικό σαν «σωτήρας της κοινωνίας».

Καρλ Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη

 

Οι πόλεμοι, ο πόλεμος και η μέθοδος:
εμφύλιοι πόλεμοι, ταξικός πόλεμος και ιμπεριαλισμός ως το 1932

Tο 1922 δεν σημαδεύει μια στιγμιαία ήττα του ελληνικού ιμπεριαλισμού. Oύτε καν μια προσωρινή ανάσχεσή του. Eίναι ένα δραματικό σημείο συστροφής των στόχων που υπηρετούσε. Aντί το ελληνικό κράτος να συνεχίσει επεκτεινόμενο έως ότου κατακτήσει κάθε διαθέσιμη γεωγραφική έκταση με υψηλή συγκέντρωση, ιδιοκτησίες και συμφέροντα της «διάχυτης ελληνικής αστικής τάξης», από το 1922 κι ύστερα βρίσκεται σε μια ανυπόφορα ανάποδη κατάσταση: το πιο ανθηρό τμήμα της εθνικής αστικής τάξης (και της κουλτούρας της) στον ευρύτερο μεσανατολικό χώρο, οι μικρασιάτες, «εισάγεται» στην αναδιπλωμένη κρατική επικράτεια  / ελλάδα σαν μετανάστες, βίαια προλεταριοποιημένο· για να βρεθεί αντιμέτωπο με επιπλέον εχθρότητα και καταπίεση, απ’ τους «ντόπιους».
Πρόκειται για μια σπάνια στην ιστορία (και όχι μόνο την ελληνική) απότομη πολιτική και κοινωνική αντιστροφή τάσης. Που από την μια μεριά θα δώσει πολύ μεγάλη ώθηση στις εντόπιες καπιταλιστικές λειτουργίες  και στον «πολιτισμό» (ως τον B παγκόσμιο)· κι αυτό λέγεται ανάπτυξη. Aπό την άλλη μεριά όμως θα επιβαρύνει ανεπανόρθωτα τους εσωτερικούς μηχανισμούς ελέγχου, ιδεολογικούς και θεσμικούς, που ως τότε είχαν προσαρμοστεί στις εξωτερικές κατακτήσεις· κι αυτό λέγεται παρατεταμένη αστάθεια.
Mετά την ήττα του ‘22 και σα συνέπεια των ειδικών χαρακτηριστικών αυτής της ήττας και της αντιστροφής που προκάλεσε, ο ιμπεριαλισμός θα γίνει η εσωτερική λειτουργία «σπονδυλικής στήλης» για το ελληνικό κράτος. Για τα επόμενα 52 χρόνια, μέχρι το 1974· όταν (τι σύμπτωση;) μια καινούργια καθαρόαιμη εξωτερική ιμπεριαλιστική επιχείρηση (το πραξικόπημα στην κύπρο) θα ολοκληρώσει τις νέες ισορροπίες.
H αιματηρή κορύφωση της εσωτερικής εθνικής κατάκτησης / εκκαθάρισης θα γίνει στη μέση αυτής της πεντηκονταετίας. Στο διάστημα 1944 - 1949.
Όμως...

Ο Οκτώβρης του 1944 είναι μία από εκείνες τις σπάνιες ιστορικές στιγμές, όπου η διασταύρωση αντιθέσεων και ρήξεων (αλλά και δυνατοτήτων) που δρούν για καιρό στο κοινωνικό πεδίο, συμπυκνώνονται ταχύτατα μέσα σε ένα ελάχιστο κλάσμα του χρόνου και δημιουργούν τις προϋποθέσεις για μια εκρηκτική μετάλλαξη. Είναι οι στιγμές που η ιστορία κρέμεται μπρος στις μύτες των πρωταγωνιστών και η εξουσία κρέμεται στην άκρη των όπλων. Αυτό συνέβει - κυριολεκτικά - εκείνον τον Οκτώβρη. Ο κατοχικός ναζιστικός στρατός εγκατέλειπε την ελλάδα ηττημένος. Μια μερίδα του παλιού προπολεμικού καθεστώτος που είχε συνδέσει τη μοίρα της με την κατοχή, έβλεπε τους προστάτες της να φεύγουν και ετοιμαζόταν ήδη να ξεπλύνει το παρελθόν της και να ενταχθεί στην νέα τάξη πραγμάτων. Μια άλλη μερίδα των ηγεμονικών ελίτ, που είχε διαλέξει να επενδύσει τα συμφέροντά της στο αντίπαλο του άξονα στρατόπεδο, απ’ το εξωτερικό όπου είχε καταφύγει υπό την βολική προστασία των συμμαχικών κανονιών, φιλοδοξούσε να επιστρέψει ως η μόνη «νόμιμη» και διεθνώς «αναγνωρισμένη» εξουσία και σχεδίαζε το μεταπολεμικό μέλλον μιας χώρας στην οποία ελάχιστο κοινωνικό έρεισμα είχε.
Στην ίδια την ελλάδα, η λήξη της κατοχής έβρισκε νικήτριες τις δυνάμεις της αντίστασης και το EAM-EΛAΣ να κατέχει εκείνη τη στιγμή την μόνη πραγματική εξουσία στη χώρα. Η συγκυρία ήταν μοναδική, οι μάζες που είχαν βγει στους δρόμους για την απελευθέρωση προμήνυαν το ενδεχόμενο μιας ριζικά διαφορετικής κατασκευής του μέλλοντος· άλλες όμως εξελίξεις κυοφορούσε η ιστορία. Η μία παράταξη - η «αριστερά» - χωρίς το απαραίτητο πολιτικό σθένος δεν φρόντισε έγκαιρα και οριστικά να κατοχυρώσει τα κέρδη της και σχεδόν λιποθύμησε όταν η  άλλη - οι «δεξιοί» - επιδείκνυε όλη την απαραίτητη κυνικότητα και έβρισκε όλο το χρόνο και τους πόρους να ανασυνταχτεί, να ανασυγκροτήσει τον διαλυμένο κοινωνικό ιστό της, να εξοπλιστεί και να διεκδικήσει την ηγεμονική θέση της στο μέλλον. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν ένας ακόμη κύκλος ένοπλης αντιπαράθεσης με επίδικο αντικείμενο την μεταπολεμική ανασυγκρότηση της ελλάδας, ο εμφύλιος πόλεμος που κράτησε μέχρι το 1949.

Στις αναπαραστάσεις και τις ερμηνείες που κατασκεύασαν τις επόμενες δεκαετίες τόσο οι κυρίαρχοι ιδεολογικοί μηχανισμοί της «εθνικοφροσύνης», όσο και οι εξορισμένες από την επίσημη πολιτική ζωή δυνάμεις της αριστεράς, ο εμφύλιος του ‘44 - ‘49 απέκτησε έναν χαρακτήρα εξαιρετικότητας και μοναδικότητας. Σαν μια περιπέτεια ή ένα δράμα που δεν είχε προηγούμενο στο παρελθόν, ούτε πιθανότητα επανάληψης στο μέλλον. Για τους νικητές, η μοναδικότητα αυτή ήταν το βασικό επιχείρημα δικαιολόγησης της αγριότητάς τους. Ήταν τόσο εξαιρετικές, ακραίες και κρίσιμες οι περιστάσεις, ώστε το δεξιό στρατόπεδο (υποστήριζε πως) ήταν κατά κάποιο τρόπο «υποχρεωμένο» κι «αναγκασμένο» να περάσει την κοινωνία από φωτιά και σίδερο για να γλιτώσει τη χώρα από τους «ληστοσυμμορίτες». Για τους ηττημένους, από την άλλη, η εξαιρετικότητα του εμφυλίου ήταν το μέτρο του δικού τους «εξαίρετου» κι ανεπανάληπτου αγώνα. Στρατιωτικά μπορεί να είχαν συντριβεί, αλλά στον ουρανό της ηθικής είχαν στεφθεί ταυτόχρονα «θριαμβευτές» και «μάρτυρες»· ο ηρωισμός τους ήταν τόσο μοναδικός όσο η μάχη που έδωσαν και έχασαν.
Και όμως. O εμφύλιος του 1944-1949, όσο κι αν ανήκει αποκλειστικά στις συγκεκριμένες μεταπολεμικές συνθήκες, δεν ήταν κατ’ αρχήν πρωτοφανής ιστορική εμπειρία στα ελληνικά πράγματα. Αντίθετα, ήδη από το 1915 η εμφυλιοπολεμική κατάσταση είναι η φυσιολογική κατάσταση του ελληνικού κράτους. Για τέσσερις δεκαετίες σχεδόν, ένας βασικός άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η ελληνική ιστορία είναι η μόνιμα εμπόλεμη αντιπαράθεση ανάμεσα σε αντίπαλα μπλοκ εξουσίας. Στην πραγματικότητα ο εμφύλιος του ’44-’49 είναι ο τρίτος στην σειρά στον 20ο αιώνα. Ο πρώτος ήταν ο «εθνικός διχασμός» του 1915-1917, όταν το ελληνικό κράτος χωρίστηκε στα δύο και η σύγκρουση ανάμεσα στα αντίπαλα στρατόπεδα, τους «βασιλικούς» και τους «βενιζελικούς», με τη συνδρομή των συμμάχων που πολιόρκησαν την Αθήνα και τον Πειραιά και κατέλαβαν τη Σαλονίκη, πήρε διαστάσεις κανονικής πολεμικής αναμέτρησης. Ας σημειώσουμε κιόλας ότι τα δύο βασικά χαρακτηριστικά εκείνου του εμφυλίου (ένα, ότι το βασικό διακύβευμα ήταν η θέση του ελληνικού κράτους στους διεθνείς ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς και δύο, ότι κινητοποίησε κι ενέπλεξε όλες τις κοινωνικές δυνάμεις από την κορυφή του αστικού καθεστώτος μέχρι την πληβειακή βάση) θα κληροδοτηθούν ατόφια στους επόμενους και θα καταλήξουν να γίνουν δομικά στοιχεία του ελληνικού καπιταλισμού. Ανάμεσα στους δύο «εθνικούς διχασμούς» του ’15-’17 και του ’44-’49, θα μεσολαβήσει ο παρατεταμένος εμφύλιος πόλεμος του 1922-1936. Ακόμη πιο σωστά μπορούμε να μιλάμε, για την περίοδο ανάμεσα στο ‘22 και το ‘36, για επαναλαμβανόμενους εμφύλιους ή για διαδοχικούς γύρους στον ίδιο ενδοκαθεστωτικό εμφύλιο, με το κέντρο της εξουσίας να μετατοπίζεται πότε προς την μία και πότε προς την άλλη παράταξη.
Ο μεσοπόλεμος είναι για την ελληνική ιστοριογραφία μια εξαιρετικά θολή περίοδος. Προηγείται η εποποιία της εδαφικής επέκτασης, της εθνικής ολοκλήρωσης και της «μικρασιατικής καταστροφής» (που συμπληρώνουν το ιστορικό συνεχές της πορείας που ξεκίνησε με την «επανάσταση του ’21»). Ακολουθούν τα έπη του ’40, της «εθνικής αντίστασης» και του «αδελφοκτόνου σπαραγμού». Τα ενδιάμεσα χρόνια, η περίοδος της «β’ ελληνικής δημοκρατίας» όπως ονομάστηκε, ανήκουν σ’ ένα είδος μεσαίωνα του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Μια ταραγμένη περίοδος «ανωμαλίας» γεμάτη κοινοβουλευτικά πραξικοπήματα, στρατιωτικές επαναστάσεις, προδομένες δημοκρατίες και παλινορθώσεις βασιλικών οίκων, όπου στο τέρμα μια καρικατούρα του ντούτσε βγαλμένη από τον υπόκοσμο της ιστορίας θα βάλει τέλος στις ατέρμονες διαμάχες επιβάλλοντας το καθεστώς της 4ης Αυγούστου.
Υπάρχουν στοιχεία που να συνηγορούν σε μια τέτοια εικόνα. Μεταξύ του 1922 και του 1936, σε 14 μόλις χρόνια, θα περάσουν 25 κυβερνήσεις (με κάποιες να διαρκούν γύρω στις είκοσι μέρες, τέσσερις ως και μία), θα επιβληθούν 5 δικτατορίες (οι δύο μάλιστα από τον ίδιο στρατιωτικό, την μία υπέρ της «δημοκρατίας» και την άλλη υπέρ της «βασιλείας»), θα γίνουν δεκάδες πραξικοπήματα, προνουτσιαμέντα και στρατιωτικές στάσεις και θα αλλάξει δύο φορές το πολίτευμα. Μέχρι το 1936 οι σπαρασσόμενες ηγετικές ελίτ θα σπείρουν το έδαφος που θα φυτρώσει κάθε είδους παράσιτο της πολιτικής και θα στήσουν τη σκηνή για ν’ ανέβει κάθε λογής τραγέλαφος. Ο ίδιος βασιλιάς θα εκδιωχθεί ως «ένοχος προδοσίας» και θα επιστρέψει ως «εγγυητής της εθνικής ενότητας»· βέροι «δημοκρατικοί» θα επιδώσουν τα διαπιστευτήρια τους στους πιο αγροίκους βοναπαρτιστές αξιωματικούς για να εξασφαλίσουν ηγετικές θέσεις σε στρατιωτικές κυβερνήσεις· ακραιφνείς «βασιλόφρονες» θα υπερασπιστούν το κοινοβούλιο εναντίον οπορτουνιστών της «προοδευτικής» παράταξης που μεθοδεύουν την παλινόρθωση· και πραξικοπηματίες στρατηγοί θα ηγούνται λαϊκών συλλαλητηρίων με σύνθημα το «δημοκρατία τώρα!». Όλα αυτά μέσα σ’ ένα διεθνές κλίμα σκληρής οικονομικής κρίσης, αχαλίνωτων ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών κι οξυμένου πολέμου εναντίον του κομμουνιστικού κινήματος της εργατικής τάξης.
Ο α’ παγκόσμιος πόλεμος είχε διαλύσει μια παγκόσμια τάξη πραγμάτων και ο β’ δεν είχε ξεκινήσει ακόμη για να επιβάλλει μια νέα. Στα νοσηρά φαινόμενα του ενδιαμέσου διαστήματος, η ελλάδα φαίνεται να διεκδικεί αυξημένο μερίδιο. Πάνω σε αυτήν την εικόνα θεμελιώνεται το μεγαλύτερο μέρος της ντόπιας κριτικής που μιλάει για κρίση. «Κρίση του πολιτικού συστήματος», «αδυναμία ενσωμάτωσης των μαζών», «κρίση νομιμότητας», «κρίση των σχέσεων αντιπροσώπευσης». Άλλοι φτάνουν να ισχυριστούν ότι η πολιτικές εξελίξεις του μεσοπολέμου φανερώνουν την αδυναμία να παγιωθεί το κοινοβουλευτικό σύστημα, αδυναμία που είναι με την σειρά της απόδειξη της «καθυστέρησης» και της «εξάρτησης» της «περιφερειακής» ελλάδας. Θα ισχυριστούμε ακριβώς το ανάποδο: ότι ο παρατεταμένος εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στις ηγεμονικές ελίτ την περίοδο του μεσοπολέμου είναι ακριβώς η ένδειξη της ζωτικότητας και της υγείας του ελληνικού καπιταλισμού. Έστω χωρίς όρους «ομαλότητας», σε συνθήκες έντασης, ο εμφύλιος ήταν το πεδίο όπου οι αντίπαλες καθεστωτικές φράξιες μπορούσαν να μονοπωλούν και να μοιράζονται την εξουσία και, το κρισιμότερο, ήταν ταυτόχρονα η προϋπόθεση της από κοινού κυριαρχίας τους πάνω στο προλεταριάτο.
Tηρουμένων των αναλογιών, όπως τα περιγράφει ο Mαρξ στο απόσπασμα της αρχής.

Τα πολιτικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά του ελληνικού μεσοπολέμου

Το σημείο καμπής που καθόρισε τις μετέπειτα εξελίξεις είναι αναμφίβολα η ήττα του 1922 και η μικρασιατική συντριβή του ελληνικού ιμπεριαλισμού. Το τέλος του μεγαλοϊδεατισμού σηματοδοτεί κάτι περισσότερο από την απλή εδαφική ολοκλήρωση του ελληνικού κράτους που θα παραμείνει περιορισμένο μέσα στα σύνορα του ’22 λίγο πολύ ως σήμερα. Μέχρι τότε όλες οι συνιστώσες του κοινωνικού συστήματος ήταν σταθερά στραμμένες στην κοινή κατεύθυνση της εδαφικής εξάπλωσης· οι αντιθέσεις ανάμεσα στις ηγεμονικές ελίτ μπορεί να ήταν υπαρκτές, κυρίως πάνω σε ζητήματα τακτικής και μοιράσματος των κερδών από τις κατακτήσεις, αλλά η εκπλήρωση των «εθνικών στόχων» με τη μορφή νέων εκστρατειών προς «απελευθέρωση αλύτρωτων πατρίδων» λειτουργούσε σαν το συνεκτικό υλικό ανάμεσα στις φράξιες. Το ελληνικό κράτος εξήγαγε βία σε απεριόριστες ποσότητες και μαζί έκανε εξαγωγή των προβλημάτων του και των υπέρμετρων ορέξεων των επιμέρους ηγετικών ομάδων· για να εισάγει στη συνέχεια μαζί με τα λάφυρα και αυξημένες δόσεις εσωτερικής σταθερότητας και εθνικής ενότητας. Ο «κύκλος εργασιών» του ελληνικού ιμπεριαλισμού ήταν αρκετά διευρυμένος για να χωράει άνετα τις φιλοδοξίες κάθε μερίδας των κυρίαρχων τάξεων. Όμως με την ήττα στην Μικρά Ασία θα μπει ένα απότομο και οριστικό τέλος σ’ αυτού του είδους την δια-της-επέκτασης-ενότητα. Τρία είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της περιόδου μετά το ’22 και μέχρι την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά:

- Ο κοινωνικός ιμπεριαλισμός στο εσωτερικό. Σίγουρα ο ιμπεριαλισμός στα μετόπισθεν, εντός των συνόρων, χωρίς το στοιχείο της οικονομικής ή εδαφικής επέκτασης στο εξωτερικό, είναι μία έννοια που θα προκαλούσε ρίγη αποστροφής σε κάθε ορθόδοξο λενινιστή. Πάντως το θέμα είναι ότι μέχρι την μικρασιατική ήττα, μετά από ογδόντα χρόνια τακτικών εδαφικών προσαρτήσεων και κυρίως μετά τα «χρυσά χρόνια» της δεκαετίας 1910-20 όταν υπερδιπλασιάστηκε η επικράτεια, η λογική του ιμπεριαλισμού είχε διαποτίσει τόσο βαθιά το πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων και η στρατηγική των πόλων εξουσίας είχε διαμορφωθεί τόσο άκαμπτα, ώστε ακόμη και όταν χάθηκε από τον ορίζοντα ο πολικός αστέρας της επέκτασης, ο ιμπεριαλισμός εξακολούθησε να παρέχει το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα. Μόνο μια πραγματικά επαναστατική αναμόρφωση της ελληνικής κοινωνίας θα μπορούσε να επιβάλλει την ριζική αλλαγή παραδείγματος. Όμως ούτε το νεαρό προλεταριάτο ήταν ακόμη σε θέση να επιβάλλει τη δική του θέληση, ούτε απ’ τα σπλάχνα της αστικής τάξης ξεπήδησε κάποια δύναμη που να έχει συγκροτήσει το δικό της σχέδιο.
Έτσι οι ομάδες της κυρίαρχης ελίτ, γαλουχημένες στην ιμπεριαλιστική κουλτούρα της λαφυραγώγησης και μαθημένες μέχρι τότε στα υπερκέρδη από τις κατακτήσεις νέων εδαφών και την εκμετάλλευση της γεωπολιτικής προσόδου, υποχρεώθηκαν μετά την ήττα του ’22 να αναζητήσουν έναν διαφορετικό δρόμο για την επιβεβαίωση της ηγεμονίας τους. Δεν χρειάστηκε να ψάξουν μακριά. Ο δρόμος αυτός δεν θα είναι άλλος από την αναπαραγωγή του ιμπεριαλισμού στο εσωτερικό του ελληνικού κράτους και την εφαρμογή του ιμπεριαλιστικού δόγματος της «κατάκτησης κι εξόντωσης του αντιπάλου» τόσο στις σχέσεις ανάμεσα στις αντίπαλες φράξιες του αστικού κατεστημένου όσο και στην από κοινού επίθεση τους εναντίον του προλεταριάτου.
Πράγματι, για τα επόμενα 14 χρόνια, μετά το 1922, τα αναλυτικά εργαλεία της πολιτικής επιστήμης δείχνουν σχετικά αδύναμα να περιγράψουν και να εξηγήσουν την έξαλλη μισαλλοδοξία ανάμεσα στις αντίπαλες παρατάξεις και το αβυσσαλέο χάσμα που δείχνει να τις χωρίζει. Χρειάζεται να ανακαλέσουμε σχήματα και περιεχόμενα από πολεμικές εκστρατείες για να σχηματίσουμε καλύτερη εικόνα. Οι τραβηγμένες - σχεδόν γκροτέσκες αν δεν συνεπάγονταν αίμα στους δρόμους - αναφορές των εφημερίδων μετά την απόπειρα πραξικοπήματος που οργάνωσε ο Βενιζέλος το ’35, είναι ενδεικτικές. Ένα κίνημα «όπως αυτό είναι δώρον θείον το οποίο πέμπεται εξ ουρανού... Ο καθαρμός αυτήν την φοράν πρέπει να είναι πλήρης. Απεριόριστος και απέραντος... Ό,τι υπήρχε προς εκκαθάρισιν μεταξύ αυτών και ημών, ό,τι απέμεινε εκ του παρελθόντος, θα λυθεί τώρα ριζικώς δια της σπάθης. Και δεν θα μείνει λίθος επί λίθου». Ο Βενιζέλος «ο υιός του Διαβόλου, ο εγγονός του Βεελζεβούλ, ο δισέγγονος του Εωσφόρου, ο τρισέγγονος του Σατανά... Αυτός είναι γνωστός μανιακός, υπέστη και ενέσεις λύσσης. Αφ’ ετέρου ενυμφεύθει και μιαν έχιδναν». Ή τέλος η πρωτοσέλιδη δημοσίευση ενός τηλεγραφήματος στη Καθημερινή: «Σύλλογος εκδοροσφαγέων Πατρών εκφράζει αφοσιωσίν του και παρακαλούμε πατάσσοντες αμειλίκτως ανεθέσητε ημίν εκδοροσφαγήν προδοτών.» Ω ήθη ενδοεξουσιαστικών αντιθέσεων!
Όμως η πραγματική διάσταση του κοινωνικού ιμπεριαλισμού, σαν μέθοδο ελέγχου στο εσωτερικό πλέον, θα φανερωθεί πλήρως στο χτύπημα των εργατικών αγώνων. Ενάντια στο προλεταριάτο, το ελληνικό κράτος θα εκμεταλλευτεί όλη την εμπειρία του πάνω στο κυνήγι του εχθρού στις κατακτημένες χώρες. Αντιγράφουμε από το βιβλίο του Δ. Λιβιεράτου «Κοινωνικοί αγώνες στην ελλάδα, 1923-17» (το απόσπασμα αναφέρεται σε συγκρούσεις απεργών καπνεργατών με την χωροφυλακή και τον στρατό στην Καβάλα, την Σαλονίκη και τη Δράμα, τον 11/1924):
Ο βουλευτής της Δημοκρατικής Ενώσεως Θεολογίτης καταγγέλλει ότι ο Κονδύλης έχει οργανώσει φασιστικές ομάδες στην Μακεδονία και Θράκη και τρομοκρατεί με τους αξιωματικούς του τα εργατικά σωματεία. Ο Παπαναστασίου καταγγέλλει ότι στη Δράμα κυκλοφορούν 100 ένοπλοι «εργάτες» με επικεφαλής αξιωματικούς, με ιδιαίτερη στολή, που τρομοκρατούν, συλλαμβάνουν, φορολογούν πολίτες. Ο βουλευτής Πασσαλίδης καταγγέλλει ότι υπό την αιγίδα της κυβέρνησης γίνονται φασιστικοί σύλλογοι, κατά των εργατών, στην Μακεδονία. Ο πρωθυπουργός Μιχαλακόπουλος απαντά ότι έχουν δικαίωμα και οι «εθνικισταί εργάται» να ιδρύουν σωματεία. Ο Πασσαλίδης, συνέχεια, ρωτά αν επιτρέπεται να οπλίζουν οι αρχές τέτοια σωματεία, γιατί είδε στη Θεσσαλονίκη τέτοια διαταγή του φρουραρχείου. Ο Κονδύλης αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι το κράτος ιδρύει αντισωματεία κι ότι αναμιγνύονται αξιωματικοί σε αυτά. Ο πρωθυπουργός Μιχαλακόπουλος, ρίχνοντας τα βέλη του και προς τον Σοφούλη: «Η προκάτοχος κυβέρνηση έδωσεν εντολήν εις τας διοικητικάς αρχάς όπως εν συννενοήσει μετά των στρατιωτικών αρχών καταρτίσουν εθνικιστικά σωματεία, τα οποία δεν είναι ποσώς αξιοκατάκριτα»... Τελικά αφού οι φασίστες βαφτίστηκαν πολιτοφυλακές, η κυβέρνηση πήρε ψήφο εμπιστοσύνης.

- Ο εμφύλιος πόλεμος για την νομή του κράτους. Οι ανταγωνισμοί για τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού, σαν κεντρικού μηχανισμού ελέγχου της απόσπασης υπεραξίας, δεν έλειψαν καμία στιγμή από την ελληνική ιστορία, ήδη από τα πρώτα χρόνια της ανεξάρτητης ύπαρξης ελληνικού κράτους. Το ύψιστο ζητούμενο όμως και το σημείο σύνθεσης των επιμέρους συμφερόντων και στρατηγικών ήταν η επέκταση. Kαι μπροστά σε αυτό τον στόχο, όλοι οι δευτερεύοντες ανταγωνισμοί που θα μπορούσαν να υποσκάψουν το εθνικό σχέδιο, έμπαιναν σε κατώτερη μοίρα. Όμως η οριστική αναστολή της ιμπεριαλιστικής επέκτασης με εδαφικούς όρους το 1922, θα αντιστρέψει την κατάσταση και οι ανταγωνισμοί για την νομή του κράτους θα γίνουν «πρώτης γραμμής». Όπως όλη την προηγούμενη περίοδο η ηγεμονική ελίτ του καθεστώτος «ανδρώθηκε» και ισχυροποιήθηκε με όρους γεωπολιτικής προσόδου, το ίδιο ακριβώς «ωρίμασε» μέσα στις νέες συνθήκες μετά το ’22, επιβεβαιώνοντας κι επεκτείνοντας την ισχύ της με όρους πολιτικής προσόδου. Στις αντιπαραθέσεις των αντίπαλων φατριών του αστικού κόσμου δεν υπάρχει μεγαλύτερο διακύβευμα από αυτό. Δεν είναι πλέον όπως στο παρελθόν η κατεύθυνση και η στρατηγική που θα πρέπει να ακολουθήσουν οι κατακτητικές εκστρατείες· δεν είναι η στρατηγική της οικονομικής ανάπτυξης που έχει παραχωρηθεί εν λευκώ στα χέρια μιας δράκας βιομηχάνων, τραπεζιτών, μεγαλεμπόρων και εφοπλιστών· δεν είναι καν η στρατηγική του ταξικού πολέμου ενάντια στο προλεταριάτο, που αντιμετωπίζεται το ίδιο από όποια φράξια κι αν έχει το πάνω χέρι, με το γκλομπ του χωροφύλακα και την ξιφολόγχη του στρατιώτη. Το πεδίο της διαμάχης και ταυτόχρονα ο στόχος της είναι ο ίδιος ο κρατικός μηχανισμός. Είναι ένας εμφύλιος πόλεμος για την πολιτική εξουσία και το κράτος.

- Η έφοδος του προλεταριάτου στο προσκήνιο της ιστορίας. Μέχρι το 1918 η εργατική τάξη στην ελλάδα διανύει ουσιαστικά την εμβρυακή της ηλικία. Εκδηλώνεται, κινείται και δοκιμάζεται· αλλά καθώς δεν έχει ακόμα σαφή συνείδηση του εαυτού της και των διακριτών συμφερόντων της, παρασέρνεται στις ενδοκαθεστωτικές διαμάχες και ταυτίζει την μοίρα της με την παράταξη που υπόσχεται λιγότερο πόλεμο και μικρότερο φόρο αίματος. Μόνη εξαίρεση η Σαλονίκη, που ήταν ήδη μεγάλο αστικό κέντρο με ένα πολυεθνικό προλεταριάτο. Θα το τσακίσει όμως η στυγνή διαδικασία της ελληνοποίησης και της ενσωμάτωσης στον ελληνικό κορμό. Η άφιξη των 1.200.000 προσφύγων - που θα τους ακολουθήσουν ακόμη μερικές χιλιάδες παλιοί πολεμιστές από το μέτωπο που θα επιστρέψουν στις εστίες τους για να εγκλωβιστούν σε μια ζωή χωρίς μέλλον - είναι αυτή που θα αλλάξει τα πράγματα. Η φρενήρης βιομηχανοποίηση που θα ξεκινήσει μόλις στραγγίξει ο μεγαλοϊδεατίστικος ιμπεριαλισμός και η βίαιη μαζική προλεταριοποίηση της πλειοψηφίας των προσφύγων θα δημιουργήσουν την πρώτη εύρωστη και υπολογίσιμη εργατική τάξη στην ελλάδα. Η βιομηχανοποίηση θα δώσει με την σειρά της ώθηση στις μεταφορές και ταυτόχρονα οι μεγάλες δημόσιες επενδύσεις και τα έργα για την αποκατάσταση των προσφύγων, θα προσθέσουν δύο ακόμη κλάδους που θα επιταχύνουν την προλεταριοποίηση του πληβειακού πληθυσμού. Τα χρόνια που θα ακολουθήσουν οι καπνεργάτες, οι σιδηροδρομικοί, οι λιμενεργάτες και ναυτεργάτες, οι φορτοεκφορτωτές, οι εργάτες στο φωταέριο και στα ορυχεία, οι εργάτες της οδοποιίας, οι τριατατικοί (οι εργάτες της ΤΤΤ: ταχυδρομεία, τηλέγραφος, τηλεφωνία), οι άνεργοι στο τέλος της περιόδου όταν η κρίση θα χτυπήσει αλύπητα την εργατική τάξη, θα πρωταγωνιστήσουν σε άγριες απεργίες, θα συγκρουστούν σκληρά με τις δυνάμεις ασφαλείας σε κάθε τους κινητοποίηση και θα πληρώσουν ανυπολόγιστο κόστος με δεκάδες νεκρούς, χιλιάδες φυλακισμένους κι εξορισμένους αγωνιστές, με απαγορευμένα τα συνδικάτα τους. Θα αναμετρηθούν με το ιδιώνυμο, με δικτατορίες και με έκτακτα στρατοδικεία, φασιστικές συμμορίες και την άθλια προπαγάνδα του αστικού τύπου αλλά στο τέλος δεν θα ηττηθούν γονατισμένοι. Το αστικό καθεστώς θα χρειαστεί, λίγο πριν φτάσει ο δεύτερος παγκόσμιος, ν’ ανακαλέσει από τις εφεδρείες του τους πιο φαιούς και απολυταρχικούς υπηρέτες του για να μπορέσει να καθυποτάξει το εργατικό κίνημα.
Όμως η είσοδος του προλεταριάτου στην πρώτη γραμμή των εξελίξεων στην ελλάδα θα συμβεί με καθυστέρηση σε σύγκριση με τις διεθνείς εξελίξεις και τον κοινωνικό και πολιτικό ρόλο του προλεταριάτου αλλού. H μαζική ριζοσπαστικοποίηση των προλετάριων στην ελλάδα αρχίζει να φουντώνει ουσιαστικά μετά το 1923, όταν σε όλη την ευρώπη έχει ήδη κοπάσει το επαναστατικό κύμα. Η οκτωβριανή επανάσταση έχει ολοκληρώσει τον κύκλο της και πίσω από τις πλάτες των συμβουλίων η εκτροπή του σταλινισμού κάνει ήδη τα πρώτα του βήματα. Στην ουγγαρία και στην γερμανία οι επαναστατικές έφοδοι  έχουν λήξει άδοξα. Στην ιταλία ο Mουσολίνι ετοιμάζεται για την πορεία του προς τη Ρώμη.
Στις πρώτες του μέρες το προλεταριάτο στην ελλάδα θα πολεμάει μέσα σε συνθήκες διεθνούς υποχώρησης. Παρόλα αυτά ο αγώνας θα είναι διαρκής - για το μισθό, για την τιμή του ψωμιού, ενάντια στις απολύσεις, την ανεργία, τις μανιασμένες επιθέσεις των δυνάμεων της τάξης - αλλά το προλεταριάτο δεν θα κατορθώσει να μεταφράσει την μαχητικότητα του σε πολιτική διεκδίκηση. Καθώς ο ενδοαστικός εμφύλιος μαίνεται από το ’22 ως το ’36, η εξουσία θα βρεθεί πολλές φορές στο δρόμο, αλλά από την μεριά της εργατικής τάξης δεν θα υπάρχει κανείς να την σηκώσει.
Η πολιτική έκφραση του προλεταριάτου θα αργήσει. Η πρώτη εργατική οργάνωση θα εμφανιστεί μόλις το 1918 (το σοσιαλιστικό εργατικό κόμμα ελλάδος που το 1922 θα μετονομαστεί σε κκε), χωρίς να έχουν προηγηθεί ιδιαίτεροι αγώνες κι αυτόνομη δράση της εργατικής τάξης στον πολιτικό στίβο κι ενώ στην υπόλοιπη ευρώπη οι εργατικές οργανώσεις έχουν ήδη αρκετή πείρα ώστε να διαχωριστούν σε ικανό βαθμό απ’ τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που εγκατέλειψαν την επαναστατική υπόθεση. Τα επόμενα τέσσερα χρόνια, μέχρι την λήξη του πολέμου, η παρουσία του σεκε θα σημειωθεί στο μέτωπο και μεταξύ των στρατιωτών αλλά θα είναι εξαιρετικά μειοψηφική και περιθωριακή. Αργότερα θα πέσει κατευθείαν στα βαθιά των ενδοαστικών συγκρούσεων (από το ’22 ο στρατηγός Πλαστήρας καλεί τον Κορδάτο, γραμματέα τότε του σεκε να συμμαχήσει σε ένα αντιβασιλικό μέτωπο, αργότερα η μικρή κοινοβουλευτική δύναμη του κκε θα παίξει το ρόλο ρυθμιστή ανάμεσα στις συγκρουόμενες καθεστωτικές παρατάξεις) Kαθώς το κκε είναι χωρίς πείρα και πολιτικά ανώριμο, θα βρεθεί γρήγορα να στηρίζεται στην κομιντέρν - και να σέρνεται από αυτήν. Μπορεί τελικά το κκε να μονοπώλησε την ιστορία του εργατικού κινήματος, και κάθε αφήγηση των εργατικών αγώνων μέχρι το ’74 τουλάχιστον να περνάει μέσα από αυτό και τις διασπάσεις του· αλλά η πραγματικότητα είναι ότι στην κρίσιμη διάρκεια του μεσοπολέμου η επιρροή του κόμματος είναι περιορισμένη, χωρίς αυτό φυσικά να σημαίνει ότι ήταν αντίστοιχα περιορισμένο το κόστος που πλήρωσε.
Η στρατιωτικού τύπου καταστολή θα υποχρεώσει το κόμμα από νωρίς να στραφεί στην παρανομία, κατάσταση που θα δυσκολέψει την επαφή των στελεχών του με την πραγματικότητα των αγώνων και τα περιεχόμενά τους. Οι εσωτερικές εκκαθαρίσεις που ξεκινούν από νωρίς, υπό την επιρροή των πολιτικών ενταλμάτων της διεθνούς, θα οδηγήσουν στην απομάκρυνση των καλύτερων στοιχείων και γρήγορα το κόμμα θα ακρωτηριαστεί διανοητικά και θα στελεχωθεί από επαγγελματίες επαναστάτες, κούτβηδες βγαλμένους από τα σχολεία της Μόσχας, με ελάχιστη εμπειρία της ελληνικής πραγματικότητας και άφθονες στερεοτυπικές αναλύσεις. Από το 1928 το κόμμα θα υιοθετήσει την τριτοδιεθνιστική γραμμή περί «τρίτης και τελευταίας περιόδου του καπιταλισμού» (η πρώτη ήταν η περίοδος των επαναστάσεων μέχρι το 1921, η δεύτερη της «σχετικής, μερικής, προσωρινής σταθεροποίησης του καπιταλισμού» μέχρι το 1928 και στην τρίτη πλέον ο καπιταλισμός αρχίζει να καταρρέει). Σύμφωνα με την γραμμή αυτή, δεν υπήρχε πλέον προοπτική για μακροπρόθεσμη συνδικαλιστική και πολιτική δράση και όλη η προσπάθεια του κόμματος στράφηκε στην «τελική πάλη». Η γραμμή αυτή έσυρε τους οργανωμένους κομμουνιστές σε ανώριμες επιλογές, οδήγησε στην ουσιαστική εγκατάλειψη των άμεσων αιτημάτων της εργατικής τάξης και κατέληξε πρακτικά στην οργανωτική διάλυση του κκ. Μέχρι το 1931 το κκ θα φυλλορροεί, φτάνοντας σε λιγότερα από 1.500 μέλη (τα μισά από το 1923) ενώ στις εκλογές του 1928 η καθίζηση θα είναι εντυπωσιακή· από τις 42.000 ψήφους το 1926, θα πέσει στις 14.000. Όλη αυτή την περίοδο, το κομμουνιστικό κίνημα στην ελλάδα θα τελεί σ’ ένα είδος πολιτικής σχιζοφρένειας: ενώ η μεγάλη μάζα των κομμουνιστών αγωνιστών θα δίνει καθημερινές μάχες μέσα στους εργατικούς αγώνες και το κίνημα θα ογκώνεται πατώντας στις υλικές συνθήκες και αντιθέσεις της πραγματικότητας, τα στελέχη και η κομματική ηγεσία θα είναι σε μια άλλη τροχιά, σχεδιάζοντας και οργανώνοντας την πολιτική σε εικονικές κι επίπλαστες συνθήκες.
Οι συσχετισμοί θα ανατραπούν τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’30 όταν και πολιτικά πλέον οι πληβειακές μάζες θ’ αρχίσουν να απομακρύνονται από την πόλωση του ενδο-αστικού ανταγωνισμού και να χειραφετούνται από τον βενιζελισμό - αφού πλέον θα έχουν διαψευστεί οριστικά, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, όλες οι αυταπάτες, κυρίως των προσφύγων που προσδοκούσαν αν όχι την επιστροφή, τουλάχιστον την αποκατάστασή τους. Μέχρι να φτάσει η δικτατορία του Μεταξά, η εργατική τάξη θα επιχειρήσει να βάλει τους δικούς της όρους στις πολιτικές εξελίξεις, κίνηση που θα έχει αντανάκλαση και στη δύναμη του κκ. Μετά το ’31 και μπροστά στο ορατό κίνδυνο επιβολής απολυταρχικών λύσεων από την μεριά του αστικού καθεστώτος, το κόμμα θα περάσει στη λογική των «λαϊκών μετώπων» (ένα προμήνυμα του «εθνικοαπελευθερωτικού μετώπου» της κατοχής) και θα αναζητήσει συμμαχίες με τα πιο «αριστερά» στοιχεία της ευρύτερης βενιζελικής παράταξης. (Eίναι ένα σχέδιο που θα βρει την πλήρη και ουσιαστική εφαρμογή του μετά την γερμανική εισβολή και την κατάρρευση των κατεστημένων πόλων πολιτικής εξουσία - πράγμα που ωστόσο τα στελέχη του κκε δεν θα καταφέρουν να εκτιμήσουν σωστά.) Aλλά και στη συνέχεια το κόμμα θα βρεθεί «πίσω» από τους αγώνες του προλεταριάτου. Όταν το ‘36 οι εργάτες θα ξεσηκωθούν και θα βρεθούν απέναντι στη γενικευμένη στρατιωτική καταστολή, το κκε θα παρακολουθεί ανήμπορο, εμμένοντας στην λογική ότι «η επανάσταση στην ελλάδα θα είναι πρώτα αστικοδημοκρατική».
Τελικά, η δυναμική του κκ θ’ ακολουθήσει την αντίστροφη πορεία από αυτή των εργατικών αγώνων. Όσο το προλεταριάτο δίνει σκληρές μάχες στο μεσοπόλεμο, το κκ σαν κόμμα της εργατικής τάξης θα έχει μικρή επιρροή. Στη δικτατορία του Μεταξά και περισσότερο αργότερα, κατά την κατοχή, όταν το εργατικό κίνημα θα χτυπηθεί αμείλικτα, το κόμμα θα προσεταιριστεί τα μικροαστικά στρώματα και την αριστερά της αστικής τάξης και τότε θα γίνει πραγματική πολιτική δύναμη, σαν ο μοναδικός φορέας ενός ολοκληρωμένου σχεδίου «εθνικής αποκατάστασης».

Εχθροί και σύμμαχοι
(στη νομή του κράτους και την πάταξη του κομμουνισμού)

Ανάμεσα στο 1922 και το 1936 δύο μεγάλες παρατάξεις, δύο μπλοκ εξουσίας, θα κυριαρχήσουν στα πολιτικά πράγματα και θα αναμετρηθούν σκληρά για να κερδίσουν τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού. Και οι δύο θα μείνουν στην ιστορία με ονόματα σχετικά με τον κεντρικό εκπρόσωπο της μίας παράταξης: είναι οι «βενιζελικοί» (ή «φιλελεύθεροι» ή «προοδευτικοί») και οι «αντιβενιζελικοί» (ή «συντηρητικοί» ή «βασιλόφρονες»). Αθροιστικά η δύναμη των δύο παρατάξεων καλύπτει την συντριπτική πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας, αφήνοντας έξω ένα μικρό κλάσμα που ακολουθεί το κομμουνιστικό κόμμα. Οι αντιπαραθέσεις τους, κύρια γύρω από το πολιτειακό, έχουν πάντα οριακό και πολωτικό χαρακτήρα, αναγκάζοντας κάθε κοινωνική ομάδα να ταυτίζεται υποχρεωτικά με το πρόγραμμα της μιας ή της άλλης παράταξης. Όλη την περίοδο του μεσοπολέμου ο κοινωνικός και ταξικός ανταγωνισμός, στο επίπεδο της πολιτικής εκπροσώπησης και κατά συνέπεια στο επίπεδο του ελέγχου της κρατικής εξουσίας, θα κωδικοποιηθεί σαν συνισταμένη του εμφυλίου των αστικών φραξιών και θα ενσωματωθεί σε αυτόν. Αυτή είναι εξάλλου η σημαντικότερη νίκη του αστικού καθεστώτος στον κοινωνικό πόλεμο: οι εκρηκτικές διαστάσεις της ενδο-αστικής σύγκρουσης θα γεμίσουν ασφυκτικά το κοινωνικό πεδίο απαγορεύοντας στις κοινωνικές δυνάμεις να κινηθούν έξω από τους όρους που έθετε το ίδιο το σύστημα και οι προτεραιότητές του.
Ανάμεσα στις δύο παρατάξεις, αν και υπάρχουν, είναι δύσκολο να εντοπιστούν κρίσιμες διαφορές στην ταξική σύνθεση των οπαδών τους ή ουσιαστικές διαφορές στα προγράμματά τους αναφορικά με τους κομβικούς τομείς της οικονομικής ανάπτυξης, της εξωτερικής πολιτικής ή του εσωτερικού ελέγχου. Περισσότερο μπορούμε να μιλάμε για κοινωνικά στρατόπεδα που πολιορκούν τον κρατικό μηχανισμό και συγκρούονται για τις προσόδους που απορρέουν από την νομή του· αναγκαστικά οι νίκες της μιας παράταξης, συνεπάγονται απώλειες της άλλης, στο βαθμό κιόλας που η παύση των εδαφικών κατακτήσεων, αποστέρησε τον ελληνικό καπιταλισμό από την βασική «εξωτερική» πηγή υπεραξίας.
Σε επίπεδο συσχετισμών, μέχρι το 1932, η βενιζελική παράταξη θα έχει την σχετική κυριαρχία. Έλκει την καταγωγή της από την επανάσταση του 1909 που διέλυσε την παλαιοκομματική τάξη πραγμάτων, τους συσχετισμούς που ήταν κυρίαρχοι από τον πόλεμο της ανεξαρτησίας και για όλον τον 19ο αιώνα. Στο εσωτερικό του ο βενιζελισμός συσπειρώνει τα πιο κινητικά και «προοδευτικά» στοιχεία των μεγαλοαστών που «φτιάχτηκαν» μέσα στον πόλεμο (χωρίς βέβαια να μονοπωλεί την στήριξη της αστικής τάξης), τη μεγάλη μάζα των μικροαστών που προσδοκούσαν οφέλη από τις ιμπεριαλιστικές εκστρατείες, τους μικροϊδιοκτήτες αγρότες που δημιούργησαν οι πολλαπλές αγροτικές μεταρρυθμίσεις, τα εργατικά στρώματα που έλκονταν από τον διακηρυγμένο «φιλελευθερισμό» των βενιζελικών. Γενικά, η βενιζελική παράταξη συσπείρωσε εκείνες τις κοινωνικές ομάδες που είχαν έναν σχετικό προσανατολισμό προς τον καπιταλισμό της γεωπολιτικής προσόδου, την διαρκή ενίσχυση του κρατικού οικοπέδου «ελλάδα» σαν μέσο αναβάθμισής στο παγκόσμιο σύστημα. Ο κεντρικός κομματικός μηχανισμός της βενιζελικής παράταξης ήταν το κόμμα των Φιλελευθέρων (υπό την αδιαμφισβήτητη ηγεμονία του Βενιζέλου), χωρίς ωστόσο να λείπει ο κατακερματισμός στο εσωτερικό της, ως συνέπεια διαφωνιών και αντιπαραθέσεων πάνω στο μοίρασμα της κρατικής πίτας. Ο Παπαναστασίου με τη Δημοκρατική Ένωση, ο Καφαντάρης με τους Προοδευτικούς Φιλελεύθερους, ο Μιχαλακόπουλος με τους Συντηρητικούς Δημοκράτες και ο Σοφούλης με το Φιλελεύθερο-Προσφυγικό Kόμμα, θα συγκροτήσουν τους δικούς τους κομματικούς στρατούς και θα εναλλάσσονται στην ηγεσία της φιλελεύθερης παράταξης, ροκανίζοντας ο ένας τη θέση του άλλου.
Από την άλλη, η συντηρητική παράταξη θα εκφραστεί κομματικά κυρίως μέσα από το Λαϊκό Kόμμα που ίδρυσε ο Γούναρης το 1915 και μετά την εκτέλεσή του (το 1922 με τη δίκη των έξι) θα αναλάβει ο Π. Τσαλδάρης. Θα συγκεντρώσει τα υπολείμματα των παλαιοκομματικών παρατάξεων, τους πιστούς του θρόνου και τα πολυάριθμα στελέχη του παλατιανού μηχανισμού με τις επιρροές τους, την εκκλησία, την αριστοκρατία του χρήματος, τον ακαδημαϊκό κόσμο, τα πιο αντιδραστικά στοιχεία της αστικής τάξης και τα πιο συντηρητικά στοιχεία των κατώτερων στρωμάτων. Είναι, κατά μία έννοια, εκπρόσωπος της παραδοσιακής «καθώς πρέπει» κοινωνίας, που απεχθάνεται τον ριζοσπαστισμό των νεοφώτιστων αστών, τρομοκρατείται ακόμη και στην ιδέα της πιο κοινότυπης δημοκρατικής μεταρρύθμισης και παραμένει προσκολλημένη στο «εσωτερικό» και την εκμετάλλευση των πολιτικών προσόδων. Οι φατριαστικές διαμάχες στο εσωτερικό της παράταξης είναι ακόμη χειρότερες απ’ ότι στους βενιζελικούς. Κομματικά, μπορεί να είναι μην είναι τόσο διασπασμένη (μόνο ο Μεταξάς με το κόμμα των Eλευθεροφρόνων κρατάει ανεξάρτητη πορεία κι αργότερα θα αυτονομηθεί κι ο Κονδύλης με το εθνικό ριζοσπαστικό κόμμα) αλλά οι βαρονίες στο εσωτερικό του Λαϊκού κόμματος, με τις τακτικές τους πραξικοπηματικές πρωτοβουλίες, θα το οδηγήσουν ουσιαστικά σε χρεοκοπία και αδυναμία συγκροτημένης παρέμβασης στα πολιτικά πράγματα ακόμη κι όταν βρίσκεται στην εξουσία.
Και οι δύο παρατάξεις συγκροτούν την κοινωνική τους βάση μετατρέποντας την πολιτική τους εξουσία σε άμεσα ανταλλάγματα προς τις ομάδες που τις στηρίζουν. Από τα υψηλότερα κυβερνητικά κλιμάκια, μέχρι τα χαμηλότερα επίπεδα της τοπικής μικρο-εξουσίας αναπτύσσονται «φέουδα» που ανταγωνίζονται οξύτατα σε συνθήκες πόλωσης για τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού και την νομή των πόρων του. Όσο χαμηλότερα κατεβαίνουμε στην ιεραρχία, τόσο πιο φανερός γίνεται ο τρόπος που συγκροτούνται οι δύο αντίπαλες παρατάξεις: κάθε τοπικός «κομματάρχης» κάνει υποχρεωτικά την αντίθετη επιλογή παράταξης από τον ντόπιο αντίπαλό του (έτσι στην Μαγνησία η προσχώρηση του «κόμματος» Κασσαβέτη στο κόμμα Φιλελευθέρων κάνει αδύνατη την ένταξη του αντίπαλου «κόμματος» Τοπάλη, ή το 1932 ο Μιχαλακόπουλος απειλεί με παραίτηση αν δεν εκδιωχθεί από την κυβέρνηση ο τοπικός του ανταγωνιστής Ζαΐμης). Συμμετρικά, ανεβαίνοντας την κλίμακα, στην ίδια βάση ανταγωνισμών για το ποια φράξια θα βρεθεί πιο κοντά στο κέντρο της εξουσίας, θα συγκροτηθούν οι δύο παρατάξεις μέχρι την κορυφή τους. Ουσιαστικά, το ελληνικό κράτος του μεσοπολέμου θα δομηθεί σαν κράτος της πολιτικής προσόδου. Αντιγράφουμε από τα προηγούμενα «μυστικά του βούρκου» (ένθετο στο τεύχος 18):
Σύμφωνα μ’ αυτήν την ανάλυση, η μορφή κράτος-της-πολιτικής-προσόδου, είναι εκείνη η μορφή κρατικής / κοινωνικής οργάνωσης, όπου μαζί, δίπλα, παράλληλα στην τυπική «οικονομική» οργάνωση της καπιταλιστικής ιεραρχίας συμβαίνει κι αυτό (υπέρ της): ...Η απόλυτη αξία με την οποία όλες οι άλλες οι ιεραρχικές αξίες πρέπει να αναμετρηθούν είναι η πολιτική εξουσία. Στη βάση αυτής της απόλυτης αξίας καθορίζεται μια κλίμακα από διαφορικές προσόδους των οποίων η αξία υπολογίζεται βάσει της μικρότερης ή μεγαλύτερης απόστασης από το κέντρο, από τον τόπο που παράγεται η εξουσία...

Το παλάτι κι ο στρατώνας

Η αστική τάξη θα κρατήσει σ’ όλη την διάρκεια των φατριαστικών συγκρούσεων μια σχετικά ουδέτερη στάση, αποφεύγοντας να ταυτιστεί στο σύνολό της με την μία ή την άλλη παράταξη. Στην πραγματικότητα, η «ουδετερότητα» της αστικής τάξης, που κάποιες φορές φτάνει στα όρια της απουσίας από τις κεντρικές πολιτικές συγκρούσεις, φανερώνει κάτι περισσότερο από έναν απλό τακτικισμό απέναντι σε δύο φράξιες που εξυπηρετούν εξίσου τα συμφέροντά της. Αυτό που απουσιάζει δεν είναι η θέληση για παρέμβαση, αλλά ένα συνεκτικό «εθνικό σχέδιο» εκ μέρους της και η απαραίτητη ηγεμονία (ιδεολογική, θεσμική) για να επιβληθεί το σχέδιο αυτό στους αντίπαλους κομματικούς μηχανισμούς. Αυτός είναι εξάλλου ο βασικός λόγος για τον οποίο «διογκώνεται» το πολιτικό προσωπικό του κράτους, τόσο σαν πρόσωπα όσο και σαν μηχανισμοί / παρατάξεις, σε σημείο που να κυριαρχεί στον ελληνικό καπιταλισμό του μεσοπολέμου. Εξάλλου, έτσι εξηγείται το μείζον πολιτικό στοιχείο της σύγκρουσης που διατρέχει την εμφύλια διαμάχη του ’22-’36 - ακριβώς όπως στον «εθνικό διχασμό», αλλά και στον εμφύλιο του ’44-’49 - που δεν είναι άλλο από το «πολιτειακό». Δηλαδή ο ρόλος του παλατιού στα πολιτικά πράγματα.
Το αυξημένο πολιτικό βάρος του παλατιού είναι το συμμετρικό αποτέλεσμα της μειωμένης ικανότητας της ντόπιας αστικής τάξης να διαχειριστεί τα προβλήματα της εξουσίας της, ή διαφορετικά ειπωμένο, το παλάτι επωμίζεται τον ρόλο που δεν μπορεί να παίξει η αστική τάξη και την υποκαθιστά στον πολιτικό στίβο. Εάν υπήρχε ένα συνεκτικό και ηγεμονικό σχέδιο της αστικής τάξης, αυτό θα σήμαινε αφενός ότι ο ρόλος του βασιλιά θα ήταν «συμβολικός» και πάντως περιορισμένος κι αφετέρου ικανότητα σύμπτυξης σταθερών συμμαχιών ανάμεσα στις πολιτικές φράξιες αλλά και με την αριστερά της κοινωνίας. Το στοιχείο όμως αυτό απουσιάζει¹ κι έτσι οι ενδοκαθεστωτικές εμφύλιες συγκρούσεις κυριαρχούν· παράλληλα ο ρόλος του παλατιού εμφανίζεται κεντρικός, πολώνοντας γύρω από το θρόνο τους ανταγωνισμούς. Τελικά το παλάτι θα πράξει αυτό που δεν είναι σε θέση να κάνει η αστική τάξη, κι θα επιβάλλει ένα τέλος στον εμφύλιο με την δικτατορία της 4ης Αυγούστου.

Ανάμεσα στις δύο παρατάξεις, τον ρόλο του ένοπλου ρυθμιστή θα παίξει ο στρατός. Ο πολιτικός ρόλος του στρατού δεν ήταν κάτι ξένο στα ελληνικά πράγματα, τουλάχιστον απ’ το 1909, με την κίνημα στο Γουδί. Από τότε οι αξιωματικοί θα αποκτήσουν βαρύνοντα λόγο, που θα ενισχυθεί με την αυξημένη εξουσία τους λόγω των μακροχρόνιων εκστρατειών και πολέμων. Με την επανάσταση του 1922 που ανέτρεψε την βασιλική παράταξη κι εξανάγκασε τον Κωνσταντίνο σε παραίτηση, ο στρατός θα γίνει ο «σωτήρας» στα μάτια της ελληνικής κοινωνίας και οι παρεμβάσεις του θα αξιολογηθούν σαν «δίκαιες» και θα νομιμοποιηθούν. Στη συνέχεια, ο παράγοντας που θα κάνει μόνιμες τις παρεμβάσεις του στρατού είναι καταρχήν ο κατακερματισμός της βενιζελικής παράταξης. Από την μία οι προσπάθειες των βενιζελικών κομματαρχών να προσεταιριστούν αξιωματικούς - για να οικειοποιηθούν το κύρος τους αλλά και για να τους χρησιμοποιήσουν στο ρόλο της κομματικής πολιτοφυλακής - από την άλλη η αδυναμίες της βενιζελικής παράταξης να κρατήσει την εξουσία, θα αυξήσουν τις στρατιωτικές παρεμβάσεις. Στη συνέχεια, η μεταπήδηση αξιωματικών στο συντηρητικό στρατόπεδο θα δώσει την δυνατότητα και στην άλλη παράταξη να εκμεταλλευτεί τα όπλα για να επιβάλλει τα σχέδια της. Έτσι οι στρατώνες θα γίνουν ένα ακόμη πεδίο του ενδοαστικού εμφυλίου, με τις στρατιές να μετατρέπονται σε φέουδα υπό την ηγεμονία του στρατηγού τους, ενώ οι μαζικές αποτάξεις αξιωματικών (ανάλογα με το ποια παράταξη είχε την εξουσία) έγινε μετά το πολιτειακό, το δεύτερο σημαντικότερο ζήτημα της σύγκρουσης βενιζελικών - αντιβενιζελικών.
Πάντως, παρόλα τα πραξικοπήματα και τις στάσεις, την περίοδο που μελετούμε ο στρατός ποτέ δεν παρενέβη για την κατάλυση του κοινοβουλευτικού συστήματος. Πάντα επεμβαίνει για να καταργήσει την κυβερνητική εξουσία της μιας παράταξης προς όφελος της άλλης και πάντα στο όνομα της σταθερότητας (με τη μορφή είτε της αβασίλευτης, είτε της βασιλευόμενης, κοινοβουλευτικής δημοκρατίας). Η μόνη εξαίρεση, που ο στρατός θα ξεπεράσει τα κατεστημένα πλαίσια, θα είναι ο Πάγκαλος με την δικτατορία του ’25-’26 που θα διαλύσει το κοινοβούλιο και θα ανακηρύξει «ισχύς μου η εμπιστοσύνη του στρατεύματος». Όπως παρατηρεί κι ο Σ. Μάξιμος στο βιβλίο «κοινοβούλιο ή δικτατορία;»:
Ο στρατιωτικός παράγοντας εμφανίζεται σαν κανένας από μηχανή θεός, που με τη θεϊκή του επέμβαση διορθώνει την κοινοβουλευτική μηχανή, την κουρντίζει και την επιβλέπει, έτοιμος να την ξαναδιορθώσει, μόλις αντιληφθεί ότι χάλασε κι έτοιμος ακόμα να τιμωρήσει όσους θέλουν να την καταστρέψουν.

Το χρονικό του εμφυλίου
1922 - 1928: Η ηγεμονία των βενιζελικών

«Πράγματι ο κ. Πρωθυπουργός μας συνέστησε να οργανωθώμεν αι αστικαί τάξεις κατά του κομμουνισμού.»
Χατζηκυριάκος, πρόεδρος των βιομηχάνων, 1925

Από την στρατιωτική «επανάσταση» της τριανδρίας Γονατά-Πλαστήρα-Φωκά το 1922 μέχρι το 1928, τα γεγονότα είναι πυκνά, αλλά η ηγεμονία της βενιζελικής παράταξης αδιαμφισβήτητη, παρ’ ότι ο φυσικός της αρχηγός Βενιζέλος θα απουσιάσει μια σχεδόν τετραετία, ’24-’27, στο εξωτερικό. Την περίοδο αυτή θα ανέβουν στην εξουσία 14 κυβερνήσεις, στρατιωτικές ή πολιτικές απ’ τις οποίες δύο μόνο θα προκύψουν απευθείας από εκλογές, θα γίνουν δέκα στρατιωτικά πραξικοπήματα (τα τρία πετυχημένα), δύο φορές εκλογές, ένα δημοψήφισμα για το πολιτειακό και μία φορά θα ανακηρυχτεί η δημοκρατία.
Από τον Σεπτέμβρη του ’22 μέχρι τον Νοέμβρη της ’23 η εξουσία θα ασκείται δικτατορικά από τις κυβερνήσεις της στρατιωτικής τριανδρίας, η οποία θα δώσει σαφή δείγματα γραφής, τόσο στο πεδίο των ενδοκαθεστωτικού εμφυλίου, που τότε θα ξεσπάσει ο νέος του κύκλος, όσο και απέναντι στο εργατικό κίνημα. Στα τέλη Αυγούστου του ’23, ύστερα από ένα μήνα διαρκών απεργιών, η γσεε (που τότε ελεγχόταν από το σεκε) θα καλέσει πανεργατική συγκέντρωση στον Πειραιά. Απέναντι στους χιλιάδες απεργούς, η κυβέρνηση θα παρατάξει τον στρατό που θα ανοίξει πυρ δολοφονώντας 11 εργάτες. Το επόμενο βήμα ήταν η διάλυση των σωματείων, η κατάσχεση των περιουσίας τους (γραφεία, αρχεία, ταμεία αλληλεγγύης) και η απαγόρευση κάθε συνδικαλιστικής δράσης. Το χτύπημα θα είναι σκληρό και θα περάσει καιρός πριν καταφέρει το κίνημα να πατήσει ξανά στα πόδια του. Τον Οκτώβρη του ίδιου χρόνου θα εκδηλωθεί το αποτυχημένο πραξικόπημα του βασιλικών Μεταξά και Λεοναρδόπουλου που θα δώσει την ευκαιρία στην βενιζελική παράταξη να εκκαθαρίσει το στράτευμα από τους συντηρητικούς. Από τους 5.000 αξιωματικούς του στρατού, περισσότεροι από χίλιοι θα αποταχτούν, εξασφαλίζοντας στους βενιζελικούς τον έλεγχο στον στρατό.
Απ’ τον Γενάρη του ’24 μέχρι τον Ιούνη του ’25, από την θέση του πρωθυπουργού θα περάσουν όλοι οι αρχηγοί της βενιζελικής παράταξης, ξεκινώντας με τον ίδιο τον Βενιζέλο, που θα παραιτηθεί σε λιγότερο από 3 εβδομάδες και θα αποχωρήσει στο εξωτερικό. Eπιφανειακά το πολιτικό διακύβευμα των αντιπαραθέσεων ανάμεσα στους βενιζελικούς ήταν ο τρόπος που θα μεθοδευτεί η εγκαθίδρυση της δημοκρατίας. Ο Βενιζέλος επιχειρούσε να στήσει γέφυρες με την συντηρητική παράταξη, ώστε να κερδίσει την συναίνεσή της και να αναδειχτεί αυτός ως «εθνικός ηγέτης» και σύμβολο ενότητας, προοπτική που θεωρούσε απαράδεκτη ο ηγέτης των σκληροπυρηνικών «δημοκρατών» Παπαναστασίου, αφού έτσι θα έμπαινε στο περιθώριο της πολιτικής. Ο Βενιζέλος που έβλεπε ότι δεν μπορούσε να αποτρέψει την άμεση αλλαγή του πολιτεύματος παραιτήθηκε και τελικά μετά από πιέσεις των αδιάλλακτων στρατηγών Κονδύλη και Πάγκαλου, θα αναλάβει ο Παπαναστασίου και θα ανακηρύξει την δημοκρατία στις 25 Μάρτη 1924. Η εξουσία θα περάσει έτσι στα χέρια της «δημοκρατικής» φράξιας των βενιζελικών που θα της κάνουν σωστή εκμετάλλευση. Μέχρι το τέλος του χρόνου, ο «στυλοβάτης της δημοκρατίας» Κονδύλης θα οργανώσει στην Μακεδονία τα διαβόητα «τάγματα κυνηγών», παρακρατικές συμμορίες απόστρατων και φασιστών, με στόχο το χτύπημα της ξεσηκωμένης εργατικής τάξης. Aλλά και με την μεσοπρόθεση προοπτική να τα χρησιμοποιήσει, την κατάλληλη στιγμή, σαν προσωπικό στρατό στην αναρρίχησή του προς την εξουσία. Ο ίδιος τελικά θα ανατρέψει τον Παπαναστασίου, κατηγορώντας τον ως «μπολσεβίκο» λόγω της αδυναμίας του να χτυπήσει τις απεργίες, αλλά βασικά για να κόψει τον δρόμο του κύριου ανταγωνιστή του Πάγκαλου, του άλλου «στυλοβάτη».

Μπαίνοντας στο 1925 το εργατικό κίνημα θα έχει πλέον ανακάμψει και θα αρχίσει νέος κύκλος αντιπαραθέσεων. Τον Γενάρη και τον Φλεβάρη, η ένωση παλαιών πολεμιστών (η πιο μαζική και μαχητική οργάνωση κάτω απ’ την επιρροή των κομμουνιστών, εκείνη την περίοδο) μαζί με ακτήμονες θα ξεκινήσουν καταλήψεις μοναστηριακών κτημάτων, μια πρακτική που θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια, ερχόμενοι σε σύγκρουση με τον στρατό και την χωροφυλακή. Τον Μάρτη θα ξεκινήσει η δυναμική απεργία των σιδηροδρομικών. Η απόφαση της κυβέρνησης είναι να χτυπήσει με κάθε διαθέσιμο μέσο την απεργία, ακριβώς επειδή οι σιδηροδρομικοί ήταν από τα πιο οργανωμένα και μαχητικά τμήματα της εργατικής τάξης. Στις 10/3 θα δηλώσει ο πρωθυπουργός Μιχαλακόπουλος:
Η πολιτική άποψις της Κυβερνήσεως επί της κηρυχθείσης απεργίας των σιδηροδρομικών, είναι ότι αν αυτή επιτύχει, η Κυβέρνησίς μου θα παραιτηθή. Δια τούτο η Κυβέρνησις είναι αποφασισμένη ν’ αντιμετωπίση όχι μόνον την απεργία των σιδηροδρομικών υπαλλήλων αλλά και πάσαν άλλην και πανεργατική ακόμη τοιαύτην, δι’ όλων των εις την διάθεσίν της μέσων. Εις συζήτησιν μετά των απεργών, η Κυβέρνησις δεν είναι διατεθειμένη να προέλθη, ει μη μόνον εάν μέχρι αύριον επανέλθωσιν εις τας θέσεις των. Αλλ’ ούτε και τας τυχόν υποβληθησομένας αξιώσεις παρ’ άλλων εργατικών σωματείων προτίθεται να συζητήση η Κυβέρνησις πριν λήξη η απεργία των σιδηροδρομικών. Δυο μέρες αργότερα, μετά από συνάντηση με τους βιομηχάνους, θα συμπληρώσει: Εξηνάγκασα τους σιδηροδρομικούς να κατέλθουν εις απεργίαν, δια να κτυπήσω αποτελεσματικώς την εργατική τάξιν. Σας συνιστώ μα οργανωθήτε και βοηθήσετε την προσπάθεια της Κυβερνήσεως συντρέχοντάς μας ηθικώς και υλικώς εις τον αγώνα που αναλάβαμεν.
Τον «αγώνα» που ευελπιστεί να ξεκινήσει ο πρωθυπουργός, θα αναλάβει τελικά ο Πάγκαλος, που θα ρίξει την κυβέρνηση τον Ιούνη του ’25 και θα επιβάλλει δικτατορία (και ναι: θα ορίσει με διάταγμα οι γυναικείες φούστες να μην απέχουν περισσότερο από 30 πόντους από το έδαφος). Την δημοκρατία θα αποκαταστήσει ο Κονδύλης οργανώνοντας αντι-πραξικόπημα ένα χρόνο αργότερα. Τον Αύγουστο στην Αθήνα θα γίνουν κανονικές μάχες ανάμεσα στα αντίπαλα τάγματα που ελέγχουν οι δύο στρατηγοί και μες στην αναταραχή, οι εργάτες της Αθήνας θα ξεσηκωθούν εναντίον των στρατιωτικών και των συνεχών παρεμβάσεών τους στην πολιτική. Ο ξεσηκωμός θα είναι γενικός, αλλά σχέδιο δεν υπάρχει. Έτσι ο Κονδύλης, αφού πρώτα ξεκαθαρίσει με τον Πάγκαλο, θα καταπιαστεί στη συνέχεια με το χτύπημα των ταραχοποιών.
Στις εκλογές που ακολούθησαν η παράταξη των βενιζελικών είχε μεν την πλειοψηφία, αλλά κανένα κόμμα δεν συγκέντρωνε αυτοδυναμία. Η εμπειρία της δικτατορίας Πάγκαλου πρέπει να στάθηκε διδακτική κι έτσι οι βενιζελικοί, για να μην βρεθούν ξανά αντιμέτωποι με κάποιον δικό τους ανεξέλεγκτο Bοναπάρτη, προτίμησαν να μοιραστούν την εξουσία με τους διακηρυγμένους αντιπάλους τους. Έτσι ακολούθησε το πείραμα των συνεταιρικών κυβερνήσεων, που είχαν κιόλας ένα επιπλέον πλεονέκτημα· μοιραζόταν εξίσου το κόστος από το χτύπημα των εργατικών αγώνων. Τον επόμενο ενάμισι χρόνο οι κυβερνήσεις συνεργασίας θα δοκιμάσουν να οργανώσουν την καθεστωτική αντεπίθεση, στο τέλος όμως και αυτές θα υποχωρήσουν κάτω από το βάρος των προλεταριακών κινητοποιήσεων, αλλά και της οικονομικής κρίσης. Το ’27 θα βρεθούν αντιμέτωπες με τις μεγάλες απεργίες των καπνεργατών που θα ξεκινήσουν τον Μάη και θα κρατήσουν μέχρι το τέλος της χρονιάς  (τον Ιούνη θα πολιορκηθεί το εργατικό κέντρο Θεσσαλονίκης - επίκεντρο της απεργίας - με πυροβολαρχίες του στρατού και κανόνια!). Τον Οκτώβρη θα ιδρυθεί η «διεύθυνση γενικής ασφαλείας του κράτους» με ειδικό αντικείμενο την καταπολέμηση του κομμουνισμού.
Τον επόμενο χρόνο (1928), Γενάρη και Φλεβάρη, θα ξεσηκωθούν οι αγρότες εξαιτίας των δυσβάστακτων χρεών που τους φόρτωνε η αγροτική τράπεζα. Στο Ηράκλειο θα ενωθούν εργάτες κι αγρότες σε κοινά συλλαλητήρια και θα επιτεθούν στις εφορίες, ενώ στη Σητεία και τον Α. Νικόλαο τα συλλαλητήρια θα είναι ένοπλα. Τον Ιούνη θα ξεσπάσει απεργιακό κύμα, ξεκινώντας πάλι από τους καπνεργάτες στη Σαλονίκη, και θα επεκταθεί μέχρι το τέλος του μήνα στη Καβάλα, τη Δράμα, τη Ξάνθη, το Βόλο και τον Πειραιά με πολλές συγκρούσεις και νεκρούς από τη μεριά των απεργών. Η «επιτροπή κρίσης» που θα συστήσει η κυβέρνηση για να προλάβει τις εξελίξεις, τελικά δεν θα χρειαστεί να επέμβει. Την λύση θα δώσει ο Βενιζέλος - που επέστρεψε στην πολιτική για «να μη μείνει ακέφαλο το κόμμα και η χώρα» - ...και η αρρώστια.

1928 - 1932: το βασίλειο της κρίσης

Οστις επιδιώκει την εφαρμογήν ιδεών εχουσών ως έκδηλον σκοπόν την δια βιαίων μέσων ανατροπήν του κρατούντος κοινωνικού συστήματος, ή την απόσπασιν μέρους ή όλου της Επικρατείας, ή ενεργεί υπέρ αυτών προσηλυτισμόν, τιμωρείται με φυλάκισιν τουλάχιστον εξ μηνών. Προς τούτοις επιβάλλεται δια της αποφάσεως και εκτοπισμός ενός μηνός μέχρι δύο ετών εις τόπον εν αυτή οριζόμενον. Μετά τας αυτάς ποινάς τιμωρείται και όστις επωφελούμενος απεργίας ή λοκ - άουτ, προκαλεί ταραχάς ή συγκρούσεις.
Το πρώτο άρθρο του νόμου 4229/25-7-1929, του γνωστού «ιδιώνυμου»

Η επιδημία του δάγκειου πυρετού που θα ξεσπάσει τον Iούλιο του 1928, θα συνδυαστεί με το «κύρος» του Βενιζέλου που είχε αναλάβει την κυβέρνηση απ’ τις αρχές του μήνα, και οι απεργίες θα κοπάσουν. Περισσότερα από 1.350.000 άτομα θα ασθενήσουν (400.000 μόνο στην Αθήνα). Οι εργατικοί συνοικισμοί με τις άθλιες συνθήκες υγιεινής θα πληρώσουν το βαρύτερο κόστος - κι αναγκαστικά θα μπει φρένο στις εργατικές κινητοποιήσεις.
Τα επόμενα τέσσερα χρόνια, θα είναι μια κοινοβουλευτική παρένθεση σταθερότητας στη μέση μιας θυελλώδους εποχής. Με την εξαίρεση μιας βδομάδας (που θα κυβερνήσει ο Παπαναστασίου, αλλά θα πέσει όταν ο Βενιζέλος καταγγείλει το κόμμα του ως «ταξικό») επί τέσσερα χρόνια στην πρωθυπουργική καρέκλα θα κάθεται ο Βενιζέλος. Στην πραγματικότητα, ο λόγος που τα υπόλοιπα κόμματα της βενιζελικής παράταξης απέφευγαν τις κυβερνητικές ευθύνες, ήταν το κραχ που ξέσπασε το ’29 και γρήγορα έφτασε στην ελλάδα. H άσκηση πολιτικής είχε γίνει πλέον μια δουλειά υψηλού ρίσκου. Απ’ ότι δείχνουν πάντως τα στοιχεία, το βασικό θύμα της κρίσης ήταν η εργατική τάξη που πλήρωσε βαρύ φόρο με την μορφή της μεγάλης ανεργίας και του δυσβάστακτου κόστους επιβίωσης. Κατά τ’ άλλα, η ελληνική οικονομία και οι επιχειρηματίες της, χάρη σ’ ένα συνδυασμό αυστηρού προστατευτισμού και μεγάλων ροών κεφαλαίου με την μορφή εξωτερικού δανεισμού, θα βγουν σχετικά αλώβητοι από την κρίση, εμφανίζοντας τουλάχιστον μέχρι το 1932 υψηλούς ρυθμούς βιομηχανοποίησης και ανάπτυξης. Μέχρι την χρονιά εκείνη, το ελληνικό κράτος είχε συνάψει εξωτερικά δάνεια που το συνολικό ύψος τους ξεπερνούσε το 150% του ετήσιου ακαθάριστου εθνικού προϊόντος (1.022 εκατομμύρια χρυσά φράγκα). Τα κεφάλαια αυτά κατευθύνθηκαν κυρίως σε έργα υποδομής και έργα αποκατάστασης των προσφύγων. Στις αρχές του ’32, ο Βενιζέλος με μια πανευρωπαϊκή περιοδεία του που κατέληξε στην έδρα της «Kοινωνίας των Eθνών» προσπάθησε να βρει νέες πηγές δανεισμού, αλλά η οικονομική κρίση είχε ανακόψει τις παγκόσμιες ροές κεφαλαίου. Η αποτυχία να συναφθούν νέα δάνεια, υποχρέωσε το ελληνικό κράτος να κηρύξει χρεοκοπία και παύση πληρωμών· παρόλα αυτά ο προστατευτισμός που θα ενταθεί θα δημιουργήσει ένα κέλυφος σχετικής προστασίας για την ελληνική οικονομία.
Την διετία ’29-’30 οι απεργίες θα εξακολουθήσουν να συγκροτούν ένα σοβαρό και ισχυρό κοινωνικό μέτωπο εναντίον της κυβέρνησης. Αναφέροντας μόνο τις μεγαλύτερες, από τον Γενάρη μέχρι τον Μάρτη του ’29, η Χαλκιδική, το Λαύριο και η Ελευσίνα θα γίνουν το επίκεντρο πανεργατικών κινητοποιήσεων και σκληρών συγκρούσεων με τις δυνάμεις ασφαλείας, όπου και πάλι η εργατική τάξη θα πληρώσει με νεκρούς, φυλακισμένους και εκτοπισμένους. Το καλοκαίρι την σκυτάλη θα πάρουν οι λιμενεργάτες του Πειραιά με 6.000 απεργούς να συγκρούονται στη θάλασσα με τους απεργοσπάστες και την χωροφυλακή· οι εργάτες οδοποιίας στην Θεσσαλία· οι ταπητουργοί της Καισαριανής· οι κεραμοποιοί· οι εργάτες στα λιπάσματα. Το Σεπτέμβρη οι άνεργοι καπνεργάτες στη Θάσο θα καταλάβουν ένα πλοίο για να περάσουν απέναντι στη Καβάλα, όπου μαζί με τους συναδέλφους τους θα αντιμετωπίσουν και αυτοί τα ρόπαλα της χωροφυλακής. Τον Νοέμβρη και Δεκέμβρη θα κατέβουν σε απεργία οι καπνεργάτες και οι τροχιοδρομικοί. Τον Δεκέμβρη η κυβέρνηση θα διαλύσει την ενωτική γσεε των κομμουνιστικών σωματείων. Από τον Νοέμβρη του ’29 μέχρι τον Φλεβάρη του ’30 θα ξεκινήσουν οι πρώτες μεγάλες φοιτητικές κινητοποιήσεις. Απ’ τον Γενάρη ως τον Μάρτη οι άνεργοι καπνεργάτες στη Σαλονίκη, στις Σέρρες και στην Δράμα θα καταλαμβάνουν καπναποθήκες για να δουλέψουν. Πριν την πρωτομαγιά θα γίνουν εκατοντάδες προληπτικές συλλήψεις για να αποτραπούν οι εργατικές συγκεντρώσεις. Απ’ το φθινόπωρο θα ξεκινήσουν πανελλαδικά κινητοποιήσεις κατά της ακρίβειας στο ψωμί (ενδεικτικά, το μεροκάματο του καπνεργάτη ήταν 20-50 δραχμές, όταν το ψωμί στοίχιζε 7,5). Από το 1931 στην πρώτη γραμμή των κινητοποιήσεων θα βρεθούν οι άνεργοι, κυρίως οι καπνεργάτες που τους χτυπάει αγριότερα η κρίση. Στη Σαλονίκη, στη Καβάλα, στον Πειραιά, στο Βόλο, στη Δράμα, στην Αθήνα θα γίνουν μαζικές κινητοποιήσεις των ανέργων που διεκδικούν δουλειά και επιδόματα ανεργίας. Τον επόμενο χρόνο θα συγκροτηθεί η «κεντρική επιτροπή ανέργων» στην Αθήνα που θα αναλάβει τον συντονισμό των τοπικών επιτροπών ανά συνοικία. Στις αρχές του ’32, μέχρι τον Φλεβάρη, οι αγώνες των ανέργων θα ενταθούν και η χωροφυλακή θ’ απαντάει με ωμή βία και δολοφονίες αγωνιστών. Η πρωτομαγιά ξανά θα σημαδευτεί από πογκρόμ προληπτικών συλλήψεων. Απ’ τον Ιούνη θα ξεκινήσουν απεργίες σε πολλούς κλάδους και μέχρι να τελειώσει η θητεία της κυβέρνησης Βενιζέλου, η απεργιακή ένταση θα απογειωθεί.
Η απάντηση του καθεστώτος στο εργατικό κίνημα είχε τον τίτλο «νόμος περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών», το διαβόητο ιδιώνυμο, που ψηφίστηκε στις 25 Ιούλη 1929. Ήταν ένας απλός νόμος τεσσάρων άρθρων που ποινικοποιούσε την πολιτική δράση και  το πεδίο εφαρμογής του ήταν σκόπιμα τόσο διευρυμένο ώστε να καλύπτει πλήρως κάθε εκδήλωση του εργατικού κινήματος. Ο βασικός στόχος του ιδιώνυμου δεν ήταν πάντως οι κομμουνιστικές οργανώσεις (το κκ και οι δύο κυριότερες κομμουνιστικές οργανώσεις έξω απ’ αυτό, οι αρχειομαρξιστές και ο σπάρτακος) παρ’ ότι η εφαρμογή του πέρασε πάνω από τα κεφάλια των οργανωμένων αγωνιστών. Ο στόχος ήταν να ενισχυθεί το κράτος μ’ ένα παντοδύναμο νομικό εργαλείο στον ταξικό πόλεμο εναντίον του προλεταριάτου. Εκεί ήταν το κύριο πεδίο της εφαρμογής του - στις απεργίες, τις συγκεντρώσεις, τις συνελεύσεις, τα σωματεία - στο βαθμό που κάθε εκδήλωση της εργατικής ανταγωνιστικότητας, ακόμη και οι απλούστερες όπως το μοίρασμα προκηρύξεων, μπορούσε εύκολα να κριθεί ως απόπειρα προώθησης ιδεών που αποσκοπούν στην ανατροπή.
Η οργάνωση «εργατική βοήθεια» έκανε στα τέλη του 1932 έναν πρώτο απολογισμό του ιδιώνυμου, από τον Αύγουστο του ’29 που άρχισε η εφαρμογή του: σε λιγότερο από τρεισήμισυ χρόνια 12.000 συλλήψεις, 2.130 καταδίκες σε 1.936 χρόνια φυλακή και 785 χρόνια εξορία. 1.355 τραυματισμοί και ξυλοδαρμοί. 14 νεκροί από σφαίρες, βασανιστήρια ή κακουχίες στην εξορία.

στο επόμενο: οι συντηρητικοί (1932 - 1936), η δικτατορία Mεταξά (1936), η κατοχή...

 
       

Sarajevo