Sarajevo
 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Προσφυγικοί καταυλισμοί:

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Στον Έβρο...

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Στο Θησείο...

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Στο βασιλικό θέατρο...

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Στο βασιλικό θέατρο...

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Στην Κοκκινιά...

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Στην Κοκκινιά...

 

Τα μυστικά του βούρκου (ζ μέρος)
Καλά κρυμμένες ιστορίες του ελληνικού ιμπεριαλισμού

Από της 1ης Μαΐου 1923, θέλει διενεργηθή η υποχρεωτική ανταλλαγή των Τούρκων υπηκόων, ελληνικού ορθοδόξου θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί των τουρκικών εδαφών, και των Ελλήνων υπηκόων, μουσουλμανικού θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί των ελληνικών εδαφών.
Τα πρόσωπα ταύτα δεν θα δύνανται να έλθωσιν ίνα εγκατασταθώσιν εκ νέου εν Τουρκία ή αντιστοίχως εν Ελλάδι, άνευ της αδείας της Τουρκικής Κυβερνήσεως ή αντιστοίχως της Ελληνικής Κυβερνήσεως.
Το πρώτο άρθρο της "Σύμβασις περί ανταλλαγής των ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών", Λωζάννη, 30 Γενάρη 1923

Η ελλάδα των δύο ηπείρων και
των πέντε θαλασσών:
Σύνορα, ανταλλαγές και μειονότητες. Παζαρεύοντας ανθρώπους στη Λωζάννη

Προσφυγικός καταυλισμός - σανατόριο στην Μακρόνησος

Αν έπρεπε να κρατήσουμε από τον 20o αιώνα τα ελάχιστα γεγονότα που να αποτυπώνουν με την μεγαλύτερη πιστότητα το "πνεύμα" της σημερινής ευρωπαϊκής ηπείρου, έτσι όπως το εννοούν οι άρχοντές της, και να συμπυκνώνουν την σύγχρονη ιστορία της, θα αρκούσε να αναφέρουμε μόλις δύο συνθήκες. Και οι δύο κατά έναν οργουελιανό τρόπο ονομάζονται συνθήκες "ειρήνης". Eίναι αυτές των Βερσαλλιών και της Λωζάννης. Με την πρώτη, που τερμάτισε τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, το μοντέλο του έθνους-κράτους έγινε το κυρίαρχο πρότυπο στην κατασκευή των σύγχρονων καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών και οι αστικές τάξεις της ηπείρου όρισαν τις επικράτειές τους και ταυτόχρονα τις σχέσεις συμμαχίας και αντιπαλότητάς ανάμεσά τους. Με την δεύτερη, που τερμάτισε τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του ’19-’22, ολοκληρώθηκε τυπικά η κυριαρχία των αστικών καθεστώτων πάνω στους πληθυσμούς που διαφέντευαν με τον πλέον αποτρόπαιο τρόπο: τα κράτη αλληλοαναγνώριζαν επίσημα στους εαυτούς τους το νόμιμο δικαίωμα να ξεκληρίζουν (είτε με φυσικούς, είτε με κοινωνικούς όρους) ολόκληρους πληθυσμούς της επικρατείας τους, αν η ύπαρξή τους κρίνονταν ασύμβατη με το κυρίαρχο εθνικό σχέδιο.
Οχτώ δεκαετίες μετά την διάσκεψη στις ελβετικές όχθες της λίμνης Λεμάν, η "αρχή της Λωζάννης" - δηλαδή η νομιμοποίηση των κρατικών μεγαεγκλημάτων ως θεμιτών μέτρων "σταθερότητας" στην γεωπολιτική σκακιέρα, ή διαφορετικά ειπωμένο, η μεταχείριση των πληθυσμών σαν κοπάδια σ’ ένα αποτρόπαιο ανθρωποπάζαρο - εξακολουθεί να στοιχειώνει την ευρωπαϊκή ήπειρο κι όποιο μέρος του πλανήτη επηρεάζεται από την πολιτική της. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στις δύο μεριές του Αιγαίου η Λωζάννη είναι μέχρι σήμερα μια καθοριστική ιστορική παρακαταθήκη με τεράστιο πολιτικό, κοινωνικό και ιδεολογικό βάρος. Πράγμα που κάνει δύσκολο - για εμάς εδώ - να αντιληφθούμε, έξω από το στενό πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ότι η Λωζάννη έχει παγκόσμια σημασία γιατί μ’ αυτή τη συμφωνία ανοίχτηκαν νέοι δρόμοι, τόσο για να εκδηλωθούν ο κρατικός κυνισμός και η θηριωδία του αστικού καθεστώτος, όσο και για να δικαιολογηθούν.
Αρκεί να κοιτάξουμε τι μας άφησε το σφαγείο της γιουγκοσλαβίας, αρχίζοντας με την εθνοκάθαρση, για να καταλάβουμε την κληρονομιά της Λωζάννης. Σαν όρος είναι σχετικά νέος, που προστέθηκε στην γεωπολιτική ορολογία μόλις την προηγούμενη δεκαετία. Στη ζυγαριά της διπλωματίας υποτίθεται βρίσκεται ένα σκαλί κάτω από την γενοκτονία και χρησιμοποιήθηκε στους πολέμους της γιουγκοσλαβίας για να περιγράψει την συστηματική εξόντωση ή / και τον βίαιο εκτοπισμό ολόκληρων ομάδων του πληθυσμού που είχαν την "λάθος" εθνική ή θρησκευτική ταυτότητα. Ας αναφέρουμε τον επίσημο ορισμό που δίνει ο οηε, γιατί έχει σημασία πώς ερμηνεύει η διεθνής κοινότητα ένα "έγκλημα πολέμου", του οποίου πριν 80 χρόνια η ίδια ακριβώς κατασκεύασε τις προϋποθέσεις, ερμηνεύοντάς το τότε ως "παράγοντα μόνιμης ειρήνευσης": Εθνοκάθαρση είναι η εθνολογική ομογενοποίηση μιας περιοχής με την χρήση βίας ή εκφοβισμού προκειμένου να μετατοπιστούν από την συγκεκριμένη περιοχή τα άτομα που ανήκουν σε διαφορετική εθνική ή θρησκευτική ομάδα.
Σαν έννοια η εθνοκάθαρση φαίνεται καινούργια, αλλά σαν πρακτική είναι κατευθείαν κληρονομιά της Λωζάννης και δεν απουσίασε ούτε στιγμή σε όλο τον εικοστό αιώνα. Όταν τον Γενάρη του 1923 τα δύο κράτη, ελληνικό και τουρκικό, εκχωρούσαν το ένα στο άλλο την απόλυτη εξουσία να βαφτίζουν ολόκληρους πληθυσμούς κτήματά τους και να τα ανταλλάσσουν μεταξύ τους, εκτοπίζοντας υποχρεωτικά δύο εκατομμύρια ανθρώπους και ξεριζώνοντάς τους με την βία από τις εστίες τους, προχωρούσαν σε μια ανατριχιαστική καινοτομία: την πρώτη στην ιστορία μαζική εθνοκάθαρση εννοημένη σαν κανόνας διεθνούς δικαίου. Από τότε που άρχισαν να καταρρέουν οι αυτοκρατορίες και να αναδύονται τα εθνικά κράτη, οι κρατικά οργανωμένες μαζικές δολοφονίες και εκτοπισμοί ποτέ δεν ήταν είδος σε σπανιότητα· αλλά με την Λωζάννη ήταν η πρώτη φορά που μια τέτοια "λύση" συνδύαζε ταυτόχρονα πρακτικότητα, αποτελεσματικότητα, διεθνή νομιμοποίηση και ηθική κατοχύρωση. Στην εποχή της, η ελληνοτουρκική συμφωνία για την ανταλλαγή πληθυσμών χαιρετίστηκε (μ’ έναν διεστραμμένο τρόπο) σαν "ανθρωπισμός" που θα γλίτωνε οριστικά τους λαούς της περιοχής από τα δεινά της συνύπάρξης τους. Ως το τέλος του αιώνα η ανάμνηση της Λωζάννης ζωντάνευε ξανά και ξανά, κάθε φορά που ο ένας ή ο άλλος χασάπης είχε κάποιο μεγαλειώδες εθνικό σχέδιο να εφαρμόσει στην περιοχή που θεωρούσε επικράτειά του: αφού ήταν εφικτή, νόμιμη και ηθικά δικαιολογημένη η μαζική εκτόπιση του ’23, τότε γιατί δεν ήταν "νόμιμοι" και εξίσου ηθικά "δικαιολογημένοι" οι Xίτλερ και οι Mιλόσεβιτς να κάνουν το ίδιο;
Έτσι η ναζιστική γερμανία προχώρησε σε αρκετές συμφωνίες ανταλλαγής πληθυσμών με την φασιστική ιταλία και την σοβιετική ένωση, προκειμένου να "νοικοκυρευτεί" ο χάρτης της ευρώπης και να εγκατασταθούν γερμανόφωνοι πληθυσμοί σε στρατηγικά κρίσιμα σημεία. Η σοβιετική ένωση εκτόπισε εκατομμύρια πολωνούς από την ουκρανία, την λευκορωσία, την ρωσία και την ίδια την κατεχόμενη πολωνία πριν, κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά τον δεύτερο παγκόσμιο, αλλά και εκατομμύρια καυκάσιους προς την κεντρική ασία και την σιβηρία. Το 1937, καθώς η αυτοκρατορική βρετανία ετοίμαζε την ίδρυση του ισραηλινού κράτους, σχεδίαζε υπό την καθοδήγηση αξιωματούχων που συμμετείχαν στη διάσκεψη της Λωζάννης την ανταλλαγή εβραϊκών και παλαιστινιακών πληθυσμών· τελικά το 1948 οι ισραηλινές δυνάμεις εκτόπισαν σχεδόν ένα εκατομμύριο παλαιστίνιους. Με την λήξη του δεύτερου παγκοσμίου, δώδεκα εκατομμύρια γερμανοί εκτοπίστηκαν απ’ όλη την ευρώπη προς την κατεχόμενη γερμανία, στη βάση ενός σχεδίου που οι αμερικάνοι και οι βρετανοί βάσισαν στην ανταλλαγή του 1923. Λίγα χρόνια αργότερα, η ίδρυση του ινδικού και πακιστανικού κράτους στα εδάφη των αποικιών που εγκατέλειψε η βρετανία, οδήγησε στην ανταλλαγή πληθυσμών και τον εκτοπισμό δώδεκα εκατομμυρίων ανθρώπων. Σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις (που δεν εξαντλούν ούτε κατά διάνοια τον κατάλογο) κρατικά οργανωμένων εθνοκαθάρσεων, η Λωζάννη ήταν η οδηγός - παράσταση και η βάση δικαιολόγησής τους.
Σε τελική ανάλυση, η ανταλλαγή πληθυσμών του 1923 δεν ήταν τίποτε λιγότερο από την συνεπή κατάληξη της κατασκευής των εθνών-κρατών που ξεκίνησε τον προηγούμενο αιώνα. Η μεγαμηχανή του καπιταλισμού που κατακερμάτισε και συναρμολόγησε την ήπειρο από την αρχή, σχηματίζοντας κρατικές επικράτειες για τις αστικές τάξεις και κατασκευάζοντας έθνη υπηκόων για την κάθε μία, θα έφτανε αναπόφευκτα και στο "πρόβλημα" των πληθυσμών που βρέθηκαν με τη λάθος γλώσσα ή τη λάθος θεολογία στο λάθος μέρος. Η διαφορά με το παρελθόν είναι ότι οι νεαρές αστικές δημοκρατίες εκείνης της εποχής δεν ξεπάστρεψαν τους πληθυσμούς αυτούς, αλλά τους ξαπόστειλαν· κι επιπλέον βάφτισαν το έγκλημά τους "διεθνές δίκαιο".

Αν η εκκαθάριση των "προβληματικών" πληθυσμών είναι παιδί της κατασκευής εθνών - κρατών, τότε η εθνικές εκκαθαρίσεις είναι η μαμή των μειονοτήτων. Δεν είναι εδώ ο χώρος για να κάνουμε εκτενή αναφορά στους τρόπους που οι ιστορικές κοινωνίες διαχειριζόταν την ετερότητα  - για να την εξολοθρεύσουν, ελέγξουν, ή ενσωματώσουν - αλλά είναι στον 20ο αιώνα που κατασκευάζονται από τα πάνω μειοψηφίες τέτοιες ώστε να τους αποδίδεται, με θεσμικό τρόπο, ο χαρακτηρισμός της "πέμπτης φάλαγγας" και του "εσωτερικού εχθρού". Οι "μειονότητες", με την πιο αφηρημένη έννοια του όρου, δεν ήταν ανύπαρκτες στις προεθνικές αυτοκρατορίες και κράτη. Aλλά με την εξαίρεση των εβραίων και των τσιγγάνων που αντιμετώπιζαν διώξεις από αιώνες, συνήθως είχαν πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά από τις μειονότητες όπως τις ξέρουμε σήμερα. Ιδίως στην επικράτεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας, που μας ενδιαφέρει περισσότερο, "μειονότητες" ήταν οι μειοψηφικές ομάδες που υπάγονταν σε κάποιο προνομιακό καθεστώς λόγω των διαβόητων διομολογήσεων. Οι διομολογήσεις ήταν ειδικά προνόμια (απ’ την απαλλαγή από το φόρο, την εξαίρεση από κάθε περιορισμό κι έλεγχο της οικονομικής δραστηριότητας, ως την πλήρη ασυλία απέναντι στον οθωμανικό νόμο) που απολάμβαναν υπήκοοι της Yψηλής Πύλης υπό την προστασία κάποιας μεγάλης δύναμης. Τέτοιου είδους μειονότητες ήταν ουσιαστικά αντιπρόσωποι των συμφερόντων της αντίστοιχης προστάτιδας δύναμης, συχνά δρούσαν σαν ανεξέλεγκτοι παράγοντες αποσταθεροποίησης κι αποτελούσαν μια από τις βασικές αιτίες κρίσης της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στον αντίποδα αυτών των "μειονοτήτων" είναι οι σημερινές πολιορκούμενες μειοψηφίες που προέκυψαν μετά την κατασκευή των εθνών - κρατών και την βίαιη ομογενοποίηση.
Το τρίτο κεφάλαιο της συνθήκης της Λωζάννης, άρθρα 37-45, με τον οργουελιανό τίτλο "προστασία των μειονοτήτων", είναι ένα από τα πρώτα κείμενα διεθνούς δικαίου που ορίζει ρητά τον χαρακτήρα της "μειονότητας" (εν προκειμένω των χριστιανών της Ισταμπούλ και των μουσουλμάνων της δυτικής Θράκης) και το ειδικό καθεστώς που την διέπει. Είχαν προηγηθεί λίγα χρόνια πριν, το 1919, οι ρυθμίσεις που αφορούσαν τις πολωνικές μειονότητες και πολλά στοιχεία της Λωζάννης είναι δανεισμένα από αυτές. Aλλά η βασική "πηγή έμπνευσης" ήταν το παράδειγμα της αυτόνομης κρητικής πολιτείας (1897-1912). Η θεσμική οργάνωση των μουσουλμάνων της κρητικής πολιτείας ήταν από τις πρώτες απόπειρες στην ιστορία να θεσμιστεί συνταγματικά η ετερότητα με όρους μειονότητας. Kαι έχει σημασία ότι ο βασικός πρωταγωνιστής στην διαμόρφωση εκείνου του πλαισίου δεν ήταν άλλος από τον Βενιζέλο, υπουργός εξωτερικών τότε της κρητικής πολιτείας και αντιπρόσωπος του ελληνικού κράτους στη Λωζάννη το 1923.
Παρ’ ότι από το 1923 και μετά έχουν συσσωρευτεί τόνοι χαρτιού που αναλύουν τις μειονότητες - και κατά περίπτωση τις εφευρίσκουν ή τις εξαφανίζουν - η ίδια η έννοια είναι ένα απροσδιόριστο νεφέλωμα σε αποκλειστική εξάρτηση από την οπτική. "Μειονότητες" υπάρχουν οπουδήποτε, ή για την ακρίβεια "μειονότητα" μπορεί να γίνει οποιοσδήποτε πληθυσμός: οι μουσουλμάνοι εντός της χριστιανικής ευρώπης, οι ορθόδοξοι εντός της καθολικής ευρώπης, οι λατίνος εντός των ηπα, οι λευκοί εντός της αμερικής, οι τουρκοκύπριοι εντός της κύπρου, οι ελληνοκύπριοι εντός της μουσουλμανικής λαοθάλασσας της ανατολικής μεσογείου...
Αλλά εδώ δεν πρόκειται για κάποιο παιχνίδι λογικής, στο βαθμό που η "μειονότητα" είναι ένα εργαλείο κοινωνικού ελέγχου σε αποκλειστική εξάρτηση από την οπτική της κρατικής εξουσίας· λαστιχένια στην ερμηνεία της και σιδερένια στην εφαρμογή της. Έτσι η έννοια της μειονότητας φτιάχτηκε εξυπηρετώντας δύο σκοπούς ταυτόχρονα: είτε όμηρος στα χέρια του κράτους που την φιλοξενεί, είτε πράκτορας των συμφερόντων του κράτους-"πατρίδα". Αυτός είναι ο λόγος που η μειονότητα είναι στην ουσία το πεδίο όπου διεξάγεται ένας ακήρυκτος πόλεμος χαμηλής έντασης κι όπου η επιβολή εθνικών ταυτοτήτων γίνεται με τον πλέον ακραίο τρόπο, ακριβώς εξαιτίας αυτού του πολέμου.
Η περίπτωση των μουσουλμάνων της δυτικής Θράκης, που η Λωζάννη μετέτρεψε στη μόνη επίσημα αναγνωρισμένη μειονότητα του ελληνικού κράτους, είναι ένα άκρως αποκαλυπτικό παράδειγμα. Στη δυτική Θράκη η επιλογή ταυτότητας (τούρκος ή πομάκος) είναι υποχρέωση χωρίς διαφυγή· και τις περισσότερες φορές γίνεται για λόγους κοινωνικής επιβίωσης. Στη δυτική Θράκη ο ανταγωνισμός των δύο κρατών είναι τόσο ισχυρός, αλλά και συμπυκνωμένος στις διαστάσεις της καθημερινότητας, ώστε ακόμη και η αμυδρή υποψία έκφρασης "λανθασμένων" εθνικών ή θρησκευτικών περιεχομένων να γίνεται αιτία διπλωματικών επεισοδίων. Στη δυτική Θράκη, όπως τον προηγούμενο αιώνα οι παρακρατικές συμμορίες επέβαλλαν στους κολίγους τις εθνικές ταυτότητες με το μαχαίρι στο λαιμό, το ανάλογο εξακολουθεί να συμβαίνει ως σήμερα: η λαβή του μαχαιριού είναι η συνθήκη της Λωζάννης, το λεπίδι είναι οι μυστικές υπηρεσίες και τα υπουργεία εξωτερικών κρατάνε το μαχαίρι...

Αγναντεύοντας την λίμνη…

Δεν είναι υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι το μέλλον της Ελλάδας εξαρτάται από το αν η λύση που θα δοθεί στο πρόβλημα είναι επιτυχημένη ή όχι... Μια επιτυχία θα μας δώσει την ευκαιρία, μέσα σε λίγα χρόνια, να συνέλθουμε από τα ασήκωτα βάρη που μας φόρτωσε η κακή έκβαση του πολέμου - και να εξασφαλιστεί, παρά την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας, η Μεγάλη Ελλάδα - της οποίας τα σύνορα δεν θα είναι ποτέ ασφαλή εκτός αν η δυτική Θράκη και η Μακεδονία γίνουν ελληνικά εδάφη, όχι μόνο πολιτικά αλλά και φυλετικά.
Αυτό σημαίνει ότι χωρίς την άμεση αποχώρηση των μουσουλμάνων από την Ελλάδα, το πρόβλημα στέγασης των χριστιανών προσφύγων θα είναι δυσεπίλυτο και η απορρόφησή τους δύσκολη. Κι αν ο Δρ. Νάνσεν δεν καταφέρει να εξασφαλίσει την συμφωνία της κυβέρνησης της Άγκυρας για αυτή την άμεση αποχώρηση, η κυβέρνηση [των Αθηνών] πρέπει να είναι έτοιμη, μόλις γίνει η εκκένωση της ανατολικής Θράκης, σε ένα διάστημα τεσσάρων-πέντε εβδομάδων να διατάξει την απέλαση του τουρκικού πληθυσμού από την Ελλάδα.

Ελευθέριος Βενιζέλος

Η κατάσταση που επικρατούσε στις δύο χώρες μετά την κατάρρευση του ελληνικού μετώπου στην Ανατολία και την νικηφόρα προελάση του τουρκικού στρατού, ήταν το λιγότερο χαοτική. Στην τουρκία, η μικρασιατική ενδοχώρα ήταν σχεδόν κατεστραμμένη, με εκατοντάδες χωριά ερειπωμένα, τις βασικές υποδομές διαλυμένες και εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες (απ’ το εσωτερικό και τα Βαλκάνια) να αναζητούν καταφύγιο στα μεγάλα αστικά κέντρα, ύστερα από δύο απανωτούς κι εξουθενωτικούς πολέμους και την τακτική της καμένης γης που εφάρμοσε ο ελληνικός στρατός στην οπισθοχώρησή του. Η Ισταμπούλ και τα Στενά εξακολουθούσαν να τελούν υπό διεθνή κατοχή και η οποιαδήποτε απόπειρα της Άγκυρας να επεκτείνει την κυριαρχία της και εκεί θα οδηγούσε σε νέο πολεμικό γύρο αναμετρήσεων. Στην Άγκυρα μπορεί το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα να είχε θριαμβεύσει, αλλά είχαν ξεκινήσει ήδη φραξιονιστικές διαμάχες για το μοίρασμα της εξουσίας, υποχρεώνοντας τους κεμαλικούς να ρίξουν όλο το βάρος στην παγίωση της θέσης του, αφήνοντας το κεφάλαιο της φροντίδας των προσφύγων και της ανασυγκρότησης για κάποιο απροσδιόριστο μέλλον. Στις απέναντι ακτές του Αιγαίου, στα νησιά και την ηπειρωτική ελλάδα, οι επιπτώσεις ήταν ανάλογα ισχυρές - χωρίς καν να χρειάζεται να συνυπολογίσουμε το παταγώδες τέλος της μεγάλης ιδέας και το απότομο φρένο στις φιλοδοξίες του ελληνικού κράτους. Τα νησιά και τα λιμάνια βούλιαζαν από το περίπου ένα εκατομμύριο πρόσφυγες που έφτασαν εξαθλιωμένοι από την Ανατολία και την ανατολική Θράκη· ο στρατός ήταν σχεδόν διαλυμένος εξαιτίας των μαζικών λιποταξιών· και στις πόλεις οι οργισμένες αντιδράσεις δεν καταλάγιαζαν ούτε από την θανατική καταδίκη κι εκτέλεση των πολιτικών και στρατιωτικών που φορτώθηκαν τις ευθύνες της "καταστροφής". Με τα ιμπεριαλιστικά σχέδια καταρρακωμένα και στα πρόθυρα χειρότερων εξελίξεων, η ελληνική αστική τάξη έκανε το αναμενόμενο, παραχωρώντας την άσκηση της εξουσίας στον έσχατο εγγυητή της καπιταλιστικής τάξης και φύλακα των συμφερόντων της: τον ελληνικό στρατό. Οι πραξικοπηματίες αξιωματικοί από τη μεριά τους, επιφορτισμένοι με το άμεσο καθήκον της διατήρησης της τάξης στο εσωτερικό, ανέθεσαν την πολιτική εκπροσώπηση του ελληνικού κράτους στον μέγα τακτικιστή κι αρχιτέκτονα της «μεγάλης ελλάδας» Ε. Βενιζέλο.
Μέσα σε τέτοιες πιεστικές συνθήκες ξεκίνησε τον Νοέμβρη του 1922 στην Λωζάννη της ελβετίας η "διάσκεψη για την ειρήνη" ανάμεσα στο νέο κράτος της τουρκίας από την μία κι από την άλλη το ελληνικό κράτος, το βρετανικό, γαλλικό και ιταλικό εκ μέρους των νικητών του πρώτου παγκοσμίου (συμμετείχαν συνολικά δέκα κράτη ως άμεσα εμπλεκόμενα ή ως παρατηρητές στη διάσκεψη). Η διάσκεψη της Λωζάννης είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις στην ιστορία που οι νικητές ενός πολέμου υποχρεώθηκαν να διαπραγματευτούν εξ αρχής κι από μηδενική βάση, μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα με τον ηττημένο και μάλιστα προς όφελός του. Η συνθήκη που υπογράφτηκε δέκα μήνες αργότερα αποτέλεσε μια τεράστια ανατροπή, αφού ακύρωσε πλήρως κάθε όρο που είχαν επιβάλλει οι νικητές στην ηττημένη οθωμανική αυτοκρατορία, μόλις τον Αύγουστο του 1920 με τη συνθήκη των Σεβρών: το νεοσύστατο κράτος αναγνωρίστηκε διεθνώς και νομιμοποιήθηκε η νέα εξουσιαστική ελίτ των κεμαλιστών, επιστράφηκαν όλα τα εδάφη της Ανατολίας που είχαν αποσπαστεί από την αυτοκρατορία, μαζί κι η ανατολική Θράκη, καταργήθηκαν οι διομολογήσεις και ακυρώθηκαν οι απαιτήσεις για πολεμικές αποζημιώσεις και τα χρέη της Yψηλής Πύλης. Από όλους τους ηττημένους του παγκόσμιου πολέμου, η τουρκία ήταν η μόνη που επέστρεψε τόσο σύντομα και θριαμβευτικά στο διεθνές προσκήνιο. Κατά μία έννοια, έτσι εξηγείται κιόλας η ουδετερότητα που κράτησε το τουρκικό κράτος στον δεύτερο γύρο του παγκόσμιου σφαγείου δύο δεκαετίες αργότερα. Με την συνθήκη της Λωζάννης, το τουρκικό κράτος ξόφλησε άμεσα κι έγκαιρα τους λογαριασμούς του από την ήττα στον πρώτο παγκόσμιο, χωρίς να υποστεί τους δρακόντειους όρους της "ειρήνης" που επιβλήθηκαν στην γερμανία· ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του ’19-’22 ήταν για την τουρκία η δικιά της - πρώιμη - δόση του δευτέρου παγκοσμίου.
Στο ειδυλλιακό περιβάλλον της γαλλοελβετικής λίμνης τα θέματα που αφορούσαν άμεσα τις σχέσεις ελληνικού και τουρκικού κράτους, κυρίως η επικείμενη ανταλλαγή, ήταν από τα βασικότερα, αλλά δεν ήταν τα μόνα που κυριάρχησαν στη διάσκεψη. Η ανταλλαγή μάλιστα δεν περιλαμβανόταν καν στην επίσημη ατζέντα. Για το τουρκικό κράτος, έχοντας εξασφαλίσει την επιστροφή των περισσότερων χαμένων εδαφών, η προτεραιότητα ήταν από την μία να αναγνωριστεί η πλήρης κυριαρχία του, χωρίς "ειδικές προβλέψεις" κι "εξαιρέσεις" που θα άφηναν περιθώριο στις μεγάλες δυνάμεις να ασκούν έλεγχο· κι από την άλλη να επανακτήσει τις πολύτιμες θέσεις της Ισταμπούλ, των Στενών και της Μοσούλης. Για την βρετανία, που ήταν στα τελευταία της ως κραταιά αυτοκρατορική δύναμη, οι στόχοι ήταν η ελεύθερη ναυσιπλοΐα στα Στενά, ώστε να διατηρήσει τον έλεγχο πάνω στους θαλάσσιους δρόμους και τις αποικίες της, να κρατήσει τον έλεγχο της πλούσιας σε πετρέλαια περιοχής της Μοσούλης (οι βρετανοί κατάφεραν να την αποδώσουν τελικά στο ελεγχόμενο από τους ίδιους ιράκ και μέχρι σήμερα εξακολουθεί να είναι μια οδυνηρή απώλεια για τα τουρκικά συμφέροντα) και να περιορίσει όσο γίνεται τις απώλειες του πραγματικού συμμάχου του στην περιοχή, του ελληνικού κράτους. Το γαλλικό και το ιταλικό κράτος είχαν πιο πεζές φιλοδοξίες, περιμένοντας να ανταμειφθεί η έγκαιρη αποχώρησή τους από την Ανατολία με οικονομικά ανταλλάγματα. Το λάθος τους ήταν ότι υπολόγιζαν να κερδίσουν προνόμια που παρέπεμπαν ευθέως στις διαβόητες διομολογήσεις, μετρώντας τελικά λίγα κέρδη, πέρα από το βασικό ότι συμμετείχαν ως "εγγυητές" του νέου γεωπολιτικού status της ανατολικής Μεσογείου. Πάντως και τα τρία κράτη μοιραζόταν εξίσου έναν μεγάλο κοινό στόχο: να εμποδίσουν με κάθε τρόπο τη στροφή του τουρκικού κράτους προς την σοβιετική ένωση.
Κατά τη διάρκεια της διάσκεψης στη Λωζάννη υπογράφτηκαν συνολικά 18 συμφωνίες. Από αυτές, οι 16, της συνθήκης ειρήνης περιλαμβανομένης, υπογράφτηκαν την τελευταία μέρα, στις 24 Ιούλη 1923. Οι υπόλοιπες δύο (η Σύμβαση περί ανταλλαγής των ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών και Πρωτόκολλο και η Συμφωνία για την έκδοση αμάχων και την ανταλλαγή αιχμαλώτων πολέμου) υπογράφτηκαν έξι μήνες πριν, στις 30 Γενάρη, επειδή θεωρήθηκαν προαπαιτούμενες για να προχωρήσουν οι διαπραγματεύσεις, έστω κι αν δεν κρίθηκαν άμεσα συνδεδεμένες με την τελική συνθήκη. Με βάση τις συμφωνίες, το ελληνικό κράτος παραιτήθηκε από κάθε αξίωση στην Ανατολία, εγκατέλειψε την ανατολική Θράκη, αλλά κράτησε την δυτική μέχρι τον ποταμό Meric / Maritsa / Έβρο. Από την μεριά της η τουρκία παραιτήθηκε από τα νησιά του Αιγαίου πλην της Ίμβρου και της Τενέδου, ενώ τα Δωδεκάνησα πέρασαν κι επίσημα στον ιταλικό έλεγχο. Επίσης η κυριαρχία του τουρκικού κράτους επεκτάθηκε και στην περιοχή της Ισταμπούλ και των Στενών, αλλά με την διατήρηση μιας αποστρατιωτικοποιημένης ζώνης 15 χιλιομέτρων σε κάθε ακτή. Ογδονταπέντε χρόνια μετά, όλες οι συμφωνίες που υπογράφτηκαν στην Λωζάννη εξακολουθούν να είναι σε ισχύ, καθορίζοντας σε μεγάλο βαθμό το διεθνές νομικό πλαίσιο που διέπει τη θέση του τουρκικού κράτους και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η μόνη τροποποίηση έγινε το 1936, με τη συνθήκη του Μωντρέ, που απέδωσε στο τουρκικό κράτος τον πλήρη έλεγχο των Στενών και του επέτρεψε να εγκαταστήσει στρατό στην περιοχή και να επιβάλλει περιορισμούς στην διέλευση πολεμικών πλοίων.
Για τα δύο κράτη του Αιγαίου, η συνθήκη της Λωζάννης σημαίνει την πλήρη κι ολοκληρωτική χάραξη των συνόρων ανάμεσα σ’ ελλάδα και τουρκία. Οι διαχωριστικές γραμμές δεν σχεδιάστηκαν κι αποφασίστηκαν μόνο πάνω στο χάρτη αλλά πέρασαν κι από οτιδήποτε φαινόταν ή ήταν στοιχείο σύνδεσης ανάμεσα στις δύο κοινωνίες, ώστε μελλοντικά να μην υπάρχει καμία περίπτωση "σύγχυσης" σχετικά με το τι είναι "ελληνικό" και τι "τουρκικό". Έτσι μπήκαν σύνορα στην ιστορία, την γλώσσα, την κουλτούρα, τα βιώματα, φτάνοντας ως την ακραία και θηριώδη ρύθμιση του πλήρους και κυριολεκτικού διαχωρισμού των ανθρώπων που κάθε κράτος θεωρούσε και μεταχειριζόταν σαν ιδιοκτησία του.

...και παζαρεύοντας κοπάδια

...η κατάσταση μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: Ο Βενιζέλος μπορεί να θεωρηθεί "ο πατέρας" της Ανταλλαγής, ενώ ο δρ Νάνσεν ανέλαβε να την υλοποιήσει. Όσο για τον Χαμίντ μπέη, εκπρόσωπο της κυβέρνησης της Άγκυρας [στην Ισταμπούλ], εκείνος πρότεινε να έχει η Ανταλλαγή υποχρεωτικό χαρακτήρα.
Raymond Hare, αμερικάνος διπλωμάτης

Όσο για τις διαμαρτυρίες που αυτό το μέτρο θα ξεσηκώσει στις ξένες χώρες, είμαι διατεθειμένος ν’ αναλάβω δημοσίως την πατρότητα αυτής της ιδέας και να την υπερασπιστώ.
Ελευθέριος Βενιζέλος, εκπρόσωπος της ελλάδας στη Λωζάννη

Αναρωτήθηκα πώς στο καλό θα μπορούσα να τους προτείνω κάτι τέτοιο, κάτι πρωτάκουστο στην ιστορία. Ήρθε από μόνο του. Ήταν σαν δώρο εξ ουρανού.
Ριζά Νουρ μπέη, εκπρόσωπος της τουρκίας στη Λωζάννη

Οι εθνολογικές ρυθμίσεις μέσω απελάσεων / μετακινήσεων πληθυσμών δεν ήταν κάτι άγνωστο στο χώρο των Βαλκανίων, ιδίως τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, αλλά και νωρίτερα. Οι αρμένιοι στην τουρκία, οι μουσουλμάνοι και οι σλάβοι στην ελλάδα, οι εβραίοι και οι τσιγγάνοι και στα δύο κράτη, είχαν βρεθεί επανειλημμένα στο στόχαστρο διώξεων, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που η ίδια ομάδα έπρεπε να πάρει ξανά και ξανά το δρόμο της προσφυγιάς, ανάλογα με τις μετατοπίσεις των συνόρων πάνω στο χάρτη. Εξάλλου, η εποχή για την οποία συζητάμε, από τους βαλκανικούς πολέμους μέχρι την ήττα του ελληνικού κράτους, είναι κατ’ ουσία ένας διαρκής πόλεμος που δύσκολα ξεχωρίζουν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις για καταδίωξη ή εξολόθρευση ομάδων από τις πολιτικές αποφάσεις για μετακίνησή τους και η ωμή βία των παρακρατικών συμμοριών από την "νόμιμες" εκστρατείες αργής εθνοκάθαρσης.
Η ανταλλαγή που αποφασίστηκε το 1923 δεν ήταν η πρώτη στο είδος της, αν και το ελληνικό και τουρκικό κράτος ήταν στην πρωτοπορία τέτοιων πρακτικών εθνοκάθαρσης. Οι πολιτικές που είχαν στόχο τo εθνικό "σιγύρισμα" των περιοχών που καταλάμβανε κάθε κράτος ήταν στην ημερήσια ατζέντα ήδη από το ξέσπασμα του πρώτου βαλκανικού πολέμου. Είχε προηγηθεί το 1913 η συνθήκη που υπογράφεται με περιεχόμενο την ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στην Yψηλή Πύλη και την βουλγαρία: Οι δύο κυβερνήσεις είναι σύμφωνες όπως διευκολύνουν την αμοιβαία ανταλλαγή των Βουλγάρων και Μουσουλμάνων κατοίκων καθώς και των κτημάτων αυτών σε ζώνη 15 χλμ. το ανώτερο, κατά μήκος των κοινών συνόρων. Είναι κατά πάσα πιθανότητα η πρώτη συμφωνία ανταλλαγής πληθυσμών, αν και μιλάει για "διευκόλυνση" κι όχι υποχρέωση, όσο κι αν αυτή η διατύπωση ήταν κούφια λόγια που εξυπηρετούσε μόνο την συγκάλυψη του βίαιου χαρακτήρα του ξεριζωμού. Έξι χρόνια αργότερα, το 1919, με την υπογραφή της συνθήκης του Νεϊγύ, το βουλγαρικό και το ελληνικό κράτος προχώρησαν σε αντίστοιχη συμφωνία "περί αμοιβαίας μετανάστευσης των εκατέρωθεν μειονοτήτων". Και πάλι γίνεται λόγος για "εθελούσια" μετακίνηση, όσο κι αν ήταν τα στρατιωτικά αποσπάσματα που επέβαλλαν το "εθελοντικό" του πράγματος, οδηγώντας στο "εξελληνισμό" μέχρι ενός σημείου της δυτικής Θράκης. Στις μεταξύ τους σχέσεις, ελλάδα και τουρκία είχαν ξεκινήσει πριν ακόμη τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο να συζητάνε την ανταλλαγή σαν λύση στο πώς θα "ξεφορτωθούν" μια και καλή τους αλλοεθνείς πληθυσμούς. Μάλιστα το 1914 οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον τούρκο πρέσβη στην Αθήνα και τον Βενιζέλο είχαν προχωρήσει μέχρι την κατ’ αρχήν συμφωνία ανάμεσα στα δύο κράτη για αμοιβαία απέλαση των μουσουλμάνων και χριστιανών της Μακεδονίας και της Μικράς Ασίας. Αν δεν υλοποιήθηκε τότε η ανταλλαγή, οφείλεται αποκλειστικά στο ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου κι όχι στην αναποφασιστικότητα των δύο κρατών. Πολύ πριν φτάσουν οι αντιπροσωπείες στη Λωζάννη για να παζαρέψουν τις λεπτομέρειες, τα δύο κράτη είχαν πάρει οριστικά την απόφαση να ξεμπερδέψουν μια και καλή με τους "εχθρικούς" πληθυσμούς των επικρατειών τους. Στη διάσκεψη τα μόνα ζητήματα σε εκκρεμότητα ήταν αφενός η έκταση της ανταλλαγής και ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της κι αφετέρου το αν θα υπάρχουν και ποιες εξαιρέσεις από το μέτρο.
Το φθινόπωρο του 1922, μετά τη συντριπτική νίκη του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος στην Ανατολία και την εκδίωξη του ελληνικού στρατού και πριν ακόμη οριστικοποιηθούν οι αποφάσεις για τη σύγκληση κάποιας διάσκεψης, το ζήτημα της ανταλλαγής βγήκε ξανά στο προσκήνιο, πιο συγκεκριμένο και πιεστικό. Τα στελέχη του ελληνικού κράτους έβλεπαν με κυνική οξυδέρκεια ότι τα κύματα των προσφύγων που πλημμύριζαν τη χώρα και το οριστικό τέλος της ιμπεριαλιστικής επέκτασης θα μπορούσαν να αποτελέσουν την χρυσή ευκαιρία του αστικού καθεστώτος να αναδιαρθρώσει το εσωτερικό με τρόπο που δεν έκανε ποτέ στο παρελθόν. Να εξασφαλιστεί η μεγάλη ελλάδα παρά την κατάρρευση της μεγάλης ιδέας, όπως το έθεσε ο Βενιζέλος.
Πράγματι, αυτή ήταν η σκοπιμότητα που κυριάρχησε στην μεταπολεμική περίοδο: η εθνολογική ισχυροποίηση στις "ευαίσθητες" περιοχές της Μακεδονίας και της δυτικής Θράκης, η εσωτερική συγκρότηση στη βάση της εθνικής-αστικής ιδεολογίας και η εκμετάλλευση της άφθονης παραγωγικής δύναμης των προσφύγων σαν κεφάλαιο επενδυμένο στο μέλλον του ελληνικού καπιταλισμού. Χωρίς απαραίτητα να γνωρίζει η Αθήνα τι σκόπευε να κάνει η Άγκυρα, το ελληνικό κράτος από τον Οκτώβρη του ’22 προειδοποιούσε με κάθε σοβαρότητα την "διεθνή κοινότητα" ότι προκειμένου να πετύχει στους σκοπούς του ήταν αποφασισμένο ακόμη και μονομερώς να εκδιώξει όλο το μουσουλμανικό πληθυσμό. Η αμοιβαιότητα σ’ αυτού του είδους την πρωτοφανή βαρβαρότητα προέκυψε αργότερα· η ελληνική κυβέρνηση είχε αποφασίσει πολύ πριν την Λωζάννη να απελάσει τους μουσουλμάνους και μάλιστα ο Βενιζέλος πίεζε τους διεθνείς μεσολαβητές να χρησιμοποιήσουν την απόφαση στις διαπραγματεύσεις τους με την τουρκία για να εκβιάσουν την συναίνεσή της. Αλλά καμιά πίεση ή εκβιασμός δεν χρειάστηκε για να αποφασιστεί το έγκλημα. Η νέα ηγεσία της Άγκυρας έβλεπε στην εθνο-μηχανική μια λύση στα προβλήματά της ακριβώς όπως η Αθήνα. Εξάλλου στην Ανατολία η παρουσία των χριστιανικών πληθυσμών αντιμετωπιζόταν εχθρικά για έναν επιπλέον λόγο. Σε αντίθεση με τους μουσουλμάνους της ελλάδας που δεν είχαν καμία ανάμειξη στον πόλεμο, ένα μεγάλο μέρος του χριστιανικού πληθυσμού της Μικρασίας και του δυτικού Πόντου πήρε ενεργητικό μέρος, στο πλευρό του ελληνικού στρατού, συμμετέχοντας στις καταστροφές και τις διώξεις. Αυτός ήταν ο βασικός λόγος που εκατοντάδες χιλιάδες χριστιανοί ακολούθησαν στη φυγή από την Ανατολία τον κατατροπωμένο ελληνικό στρατό. Πάντως οι αντιπρόσωποι της κυβέρνησης του Κεμάλ στο εξωτερικό, ανεξάρτητα αλλά παράλληλα με τους έλληνες αντιπροσώπους, είχαν ξεκινήσει ήδη τις διαπραγματεύσεις για τους τελικούς όρους της ανταλλαγής πριν ακόμη καταρρεύσει το μέτωπο. Τελικά, τις ίδιες περίπου μέρες που ο Βενιζέλος ενημέρωνε ότι ετοιμάζεται η απέλαση των μουσουλμάνων, ο Κεμάλ μ’ ένα ξερό τηλεγράφημα ειδοποιούσε τον Νάνσεν, ύπατο αρμοστή για τους πρόσφυγες, ότι η ανταλλαγή "γίνεται αποδεκτή επί της αρχής".

Unmixing of populations

Είναι αστείο, αλλά μέχρι σήμερα εξακολουθεί να απασχολεί τους ακαδημαϊκούς και τους ερευνητές της διπλωματίας το ερώτημα "ποιος είχε πρώτος την ιδέα" της υποχρεωτικής ανταλλαγής. Αφελής ερώτηση, με εξίσου αξιοθρήνητες απαντήσεις κατά καιρούς, αλλά δεν κρύβει το ότι ως τώρα όλοι οι εμπλεκόμενοι, τα δύο κράτη και η "διεθνής κοινότητα" (στο πρόσωπο των διεθνών οργανισμών) αναζητούν το "ποιος" για να σκουπίσουν από πάνω τους την ευθύνη εκείνης της τρομακτικής επιχείρησης. Τα πρόσωπα κι οι πρωταγωνιστές έχουν ελάχιστη σημασία και δευτερεύοντες ρόλους. Μπορεί να "διεύθυναν" το ρυθμό των εξελίξεων, αλλά ήταν η ιστορία που είχε αποφασίσει τελεσίδικα για την κατεύθυνση. Ο ξεριζωμός του ’23 - όχι με την έννοια της κρατικά οργανωμένης ανταλλαγής, αλλά με την έννοια της βίαιης εκκαθάρισης των εχθρικών / ξένων πληθυσμών - ήταν ήδη παρόν από τότε που οι κατσαπλιάδες των εθνών έκαιγαν χωριά "αλλόφυλων" στους βάλτους της Μακεδονίας. Στη συνέχεια η πορεία ήταν σε χοντρικές γραμμές προδικασμένη. Όταν ξεκίνησε η διάσκεψη στη Λωζάννη η Ανταλλαγή ήταν ήδη τελειωμένη υπόθεση, όχι μόνο γιατί είχαν προηγηθεί διαπραγματεύσεις και συμφωνίες, αλλά επειδή σ’ αυτό ήταν που αποσκοπούσαν εξ αρχής οι μεγάλοι εγκληματίες της σύγχρονης ιστορίας, τα κράτη κι οι αστικές τάξεις.
Έχει όμως μία ειδική σημασία ο ρόλος ορισμένων πρωταγωνιστών, συγκεκριμένα της "διεθνούς κοινότητας" και των εκπροσώπων της (τότε η Κοινωνία των Εθνών και η Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες). Kαι πάλι όχι σαν "πρόσωπα", αλλά σαν την έκφραση μιας θανατηφόρας λογικής και μιας ψυχρής μεθοδολογίας που προϊδεάζουν για μερικά από τα μεγαλύτερα εγκλήματα του καπιταλισμού στον 20ο αιώνα.
Από την κατάρρευση του μετώπου και μετά, την μεσολάβηση ανάμεσα στα δύο αντίπαλα κράτη σχετικά με την προσφυγική κρίση είχε αναλάβει εκ μέρους της Κοινωνίας των Εθνών ο πρώτος ύπατος αρμοστής για τους πρόσφυγες, ο νορβηγός Νάνσεν, διάσημος εξερευνητής της Αρκτικής. Ο συγκεκριμένος είχε ήδη κάνει αισθητή τη δράση του παγκόσμια, ως επικεφαλής διάφορων διεθνών πρωτοβουλιών, από την αποφυλάκιση των αιχμαλώτων πολέμου, μέχρι την φροντίδα των προσφύγων που είχαν εγκαταλείψει την σοβιετική ένωση μετά την οκτωβριανή επανάσταση και μέχρι την αντιμετώπιση του λιμού που ξέσπασε στη ρωσία το ’21-’22 (έχοντας δεξί του χέρι τον διαβόητο Κουίσλιγκ, μετέπειτα φασίστα πολιτικό που υπηρέτησε ως πρωθυπουργός της κατοχικής κυβέρνησης της Νορβηγίας το ’42-’45). Η απουσία επίσημων και απ’ ευθείας επαφών ανάμεσα στο ελληνικό και το τουρκικό κράτος, σε συνδυασμό με την πιεστικότητα του προσφυγικού ζητήματος άφησε ελεύθερο χώρο στην "διεθνή κοινότητα" να παρέμβει καθοριστικά στις εξελίξεις μέσω της αρμοστείας για τους πρόσφυγες. Είναι ίσως η πρώτη φορά στην ιστορία που ένα κονσόρτσιουμ καπιταλιστικών συμφερόντων, εν προκειμένω μια διεθνής συμμαχία καθοδηγούμενη από τους ισχυρότερους ιμπεριαλισμούς, οργανωμένο με τυπική μορφή (αυτής της ΚτΕ) αναλαμβάνει δράση στο όνομα ενός δήθεν ανθρωπισμού. Η περίπτωση είναι διδακτική, γιατί το μοτίβο εκείνο είναι που ακολουθούν μέχρι σήμερα με αυστηρή συνέπεια οι υπηρέτες του ιμπεριαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο, από τον οηε μέχρι τις διάφορες μκο: όταν δεν κάνουν τους τροχονόμους στις διάφορες πολεμικές συρράξεις, φροντίζουν τα θύματα να πέφτουν χορτάτα και υγιή στα χέρια των θυτών τους.
Σύμφωνα με τους διακηρυγμένους στόχους της, υποτίθεται ότι η αποστολή του Νάνσεν ήταν να βρει μια λύση για τους πρόσφυγες και να συμβάλλει στην εγκαθίδρυση συνθηκών ομαλότητας για μια μακροχρόνια ειρήνη ανάμεσα στα δύο κράτη. Στην πραγματικότητα η υπηρεσία του Νάνσεν λειτούργησε σαν πράκτορας του εθνικού-αστικού σχεδίου, φροντίζοντας το τελικό αποτέλεσμα να είναι "καθαρά κράτη" έστω κι αν το αντίτιμο ήταν δύο εκατομμύρια πρόσφυγες. Το παραπάνω που πρόσφερε στο σχέδιο αυτό, συμπληρώνοντας όσα είχαν ήδη κάνει τα δύο κράτη, ήταν να δώσει την ηθική διάσταση στην ανταλλαγή και την διεθνή νομιμοποίηση που χρειαζόταν μια τέτοια επιχείρηση. Όλο το φθινόπωρο του 1922 μ’ ένα μαραθώνιο κύκλο ταξιδιών πίσω - μπρος στην Αθήνα και την Ισταμπούλ ο Νάνσεν καταφέρνει να κλείσει με επιτυχία όλες τις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις δύο κυβερνήσεις. Όταν στην Λωζάννη άνοιξε το κεφάλαιο των μειονοτήτων, στη 1 Δεκέμβρη, λίγα πια απέμειναν σε εκκρεμότητα. Ο λόγος που εκφώνησε εκείνη την μέρα ο Νάνσεν ανοίγοντας την συζήτηση θα μείνει στην ιστορία. Αφού περιέγραψε με τα πιο μελανά χρώματα την τραγωδία της εξόδου των προσφύγων από την Μικρά Ασία, πρότεινε αυτό που κανείς δεν ήθελε να υποστηρίξει δημόσια. Ότι, δηλαδή, η πλέον ενδεδειγμένη μέθοδος αντιμετώπισης της κατάστασης είναι μια ανταλλαγή πληθυσμών αποδεκτή κι από τις δύο πλευρές  με τη δικαιολογία ότι "η ανακατάταξη των πληθυσμών στην Μικρά Ασία... θα εξασφαλίσει την ειρήνη στην εγγύς Ανατολή" κι ότι "η μη ανάμειξη ενός πληθυσμού [unmixing of populations] με άλλους διαφορετικής εθνότητας και θρησκείας όπως συνέβαινε παλιά, θα συντελέσει στην παγίωση μακροχρόνιας ειρήνευσης στην περιοχή". Επιτέλους! Η διεθνής κοινότητα παρέδιδε μαθήματα ηθικής τάξης και η βαρβαρότητα των εθνικών εκκαθαρίσεων αποκτούσε μια νόμιμη βάση δικαιολόγησης. Πίσω απ’ τις πλάτες του πρώτου ύπατου αρμοστή για τους πρόσφυγες, στο ξενοδοχείο Palais Du Chateau της Λωζάννης, οι Xίτλερ και οι Mιλόσεβιτς είχαν κάθε λόγο να χαμογελούν...

Οι εξαιρέσεις

Σύμφωνα με τη σύμβαση που υπέγραψαν οι δύο αντιπροσωπείες στις 30 Γενάρη, το μέτρο της ανταλλαγής θα ήταν καθολικό με δύο μόνο εξαιρέσεις. Τους χριστιανούς ορθόδοξους της Ισταμπούλ και τους μουσουλμάνους της δυτικής Θράκης. Στην πρώτη ομάδα προστέθηκαν επιπλέον, με την υπογραφή της τελικής συνθήκης ειρήνης, οι χριστιανοί ορθόδοξοι της Ίμβρου και της Τενέδου. Στην πραγματικότητα οι εξαιρέσεις ήταν κι άλλες. Οι μουσουλμάνοι των Δωδεκανήσων έμεινα εκτός, αφού τα νησιά πέρασαν στην κατοχή της Ιταλίας. Επίσης δεν περιλήφθησαν στην συμφωνία (ούτε σαν ανταλλάξιμοι, ούτε σαν εξαιρέσεις) οι αρβανίτες μουσουλμάνοι της Ηπείρου, με το επιχείρημα ότι "δεν έχουν καμία εθνολογική συγγένεια με το τουρκικό έθνος", μετά από πίεση του ιταλικού κρσάτους που επιδίωκε να θέσει υπό την προστασία της την αλβανία και αντιμετώπιζε τους αρβανίτες ως αλβανική μειονότητα. Τέλος, η ανταλλαγή άφησε εκτός την υπό βρετανική κατοχή κύπρο που θα έμπαινε στο παιχνίδι των εθνικών εκκαθαρίσεων λίγες δεκαετίες αργότερα, μετά την αποχώρηση των άγγλων.
Οι εξαιρέσεις αποτέλεσαν το αντικείμενο άγριων παζαριών ανάμεσα στα δύο κράτη, με το τουρκικό να επιμένει στην πλήρη εφαρμογή του μέτρου και το ελληνικό να αρνείται οποιαδήποτε συζήτηση που θα αφορούσε την Ισταμπούλ. Πέρα από τα πρακτικά προβλήματα στην εφαρμογή της Ανταλλαγής, κυρίως το ξεκαθάρισμα του ποιοι ανήκουν σε κάθε μία από τις δύο ανταλλάξιμες ομάδες, η εξαίρεση της Ισταμπούλ ήταν το μόνο σημείο που παρέμενε σε εκκρεμότητα για να ολοκληρωθεί η συμφωνία. Το τουρκικό κράτος, έχοντας την εμπειρία της οθωμανικής αυτοκρατορίας που διαβρώθηκε εσωτερικά από τις διάφορες "προστατευόμενες μειονότητες" και συνεπές στη γραμμή κατασκευής ενός ομογενούς τουρκικού εθνικού κράτους, θεωρούσε ότι η παραμονή των χριστιανών της Ισταμπούλ "θα άφηνε τη δουλειά στη μέση", επιτρέποντας την παραμονή ενός μεγάλου πληθυσμού που είχε πρωταγωνιστήσει στη διάλυση της αυτοκρατορίας κι είχε ταχθεί ανεπιφύλακτα στο πλευρό των ελληνικών κατοχικών δυνάμεων.
Ποιους λόγους όμως είχε το ελληνικό κράτος να επιμένει στην εξαίρεση, φτάνοντας μέχρι του σημείου να εντατικοποιήσει τις προετοιμασίες για μονομερή απέλαση των μουσουλμάνων και για απαγόρευση της εξόδου από τη χώρα των μουσουλμάνων ανδρών ηλικίας 18-45, ώστε να τους κρατάει ως ομήρους; Φυσικά δεν ήταν ο "ανθρωπισμός" του ελληνικού κράτους, ούτε καν ο εθνικισμός του. Πρακτικά, η προσθήκη 100-150 χιλιάδων επιπλέον προσφύγων στο ένα εκατομμύριο που είχε ήδη καταφύγει στην ελλάδα, ήταν ένας λόγος, αλλά και πάλι δεν εξηγεί την σκληρή ελληνική επιμονή. Ο πραγματικός λόγος που το ελληνικό κράτος επέμενε στην εξαίρεση ήταν επειδή και το ίδιο ήθελε να "ξεφορτωθεί" τους έλληνες της πόλης, όχι από "αδιαφορία", αλλά λόγω συγκεκριμένων και ψύχραιμων υπολογισμών. Η χριστιανική κοινότητα της Ισταμπούλ αντιπροσώπευε ένα από τα πιο δυναμικά και ισχυρά τμήματα της ελληνικής αστικής τάξης και σε αντίθεση με αυτήν της Izmir που είχε καταστραφεί από τον πόλεμο κι είχε εγκαταλείψει ήδη την Mικρά Aσία έχοντας χάσει τα περισσότερα, είχε βγει από τον πόλεμο χάρη στην διεθνή κατοχή σχετικά αλώβητη και με ατσαλάκωτη τη δύναμή της. Οι έλληνες αστοί της Ισταμπούλ διατηρούσαν τις περιουσίες τους, είχαν ισχυρές διεθνείς διασυνδέσεις, κοσμοπολίτικη κουλτούρα και πολύ μεγάλες φιλοδοξίες. Υπερβολικά μεγάλες για να μπορέσει να τις ανεχτεί στα πόδια της η ντόπια αστική τάξη αν συναινούσε στην άφιξη των εμιγκρέδων μεγαλοαστών της Ισταμπούλ. Κρατώντας τους έλληνες αστούς στην Ισταμπούλ το ελληνικό κράτος αφενός θα άφηνε ελεύθερο χώρο χωρίς ανταγωνιστές στην ντόπια αστική τάξη κι αφετέρου θα μπορούσε να τους χρησιμοποιήσει σαν εργαλείο εξωτερικής πολιτικής. Το ίδιο ίσχυε και για το πατριαρχείο. Μια μετακόμισή του στην ελλάδα, ακόμη και στο άγιο όρος όπως πρότειναν κάποιοι, το μόνο που θα πρόσφερε θα ήταν να προστεθεί ένας ακόμη πόλος εξουσίας στο εσωτερικό του ελληνικού κράτους. Το πατριαρχείο μπορεί να είχε χάσει τον τεράστιο πολιτικό ρόλο που είχε στο παρελθόν επί των χριστιανών, σαν συνεταίρος της Yψηλής Πύλης, αλλά το βάρος του εξακολουθούσε να μετριέται σε χρυσάφι ως εξουσία πάνω στο ποίμνιο του. Στην ελλάδα το μόνο που θα κατάφερνε ο πατριάρχης θα ήταν να εκνευρίσει το ντόπιο παπαδαριό, το οποίο εξάλλου έχοντας ταχθεί στο ελληνικό εθνικό σχέδιο και προκειμένου να εξυπηρετήσει καλύτερα την πολιτική του ελληνικού κράτους είχε αυτονομηθεί από το εκκλησιαστικό αρχηγείο του φαναρίου. Όπως και με τους μεγαλοαστούς, το πατριαρχείο θα ήταν πηγή ενόχλησης αν μετανάστευε στη μαμά-πατρίδα και κέρδος αν παρέμενε εκεί που ήταν. Kι αφού το ελληνικό κράτος δεν μπορούσε να το αγνοήσει, επέμενε μέχρι τέλους στην εξαίρεση της Ισταμπούλ.
Όταν τελικά η τούρκικη αντιπροσωπεία συναίνεσε στην εξαίρεση της Ισταμπούλ, μετά κι από έντονες βρετανικές πιέσεις, δεν το έκανε χωρίς ανταλλάγματα. Στη βάση της αρχής της αμοιβαιότητας, η Άγκυρα έδωσε οδηγίες στην αντιπροσωπεία της στη Λωζάννη να διεκδικήσει την παραμονή των μουσουλμάνων της δυτικής Θράκης, που ο πληθυσμός τους τότε ήταν σχεδόν ίσος με αυτόν των ορθόδοξων στην Ισταμπούλ. Πάντως από τη στιγμή που οριστικοποιήθηκε η εξαίρεση που ζητούσε η ελλάδα, τα υπόλοιπα ρυθμίστηκαν με ταχείς ρυθμούς. Η εξαίρεση των μουσουλμάνων στη δυτική Θράκη μπορεί να σήμαινε για το τουρκικό κράτος την παραμονή ενός πληθυσμού που θεωρούσε "δικό της" σε μια κρίσιμη περιοχή δίπλα απ’ τα σύνορά της και τα Στενά, αλλά αυτό που προείχε ήταν μια σκοπιμότητα κοινή και στα δύο κράτη. Η άμεση τακτοποίηση της κατάστασης στην περιοχή της Θράκης, ανατολική και δυτική, είχε επείγουσα σημασία για να αποτραπεί το βουλγαρικό κράτος που είχε χάσει μετά τον πόλεμο την πολύτιμη πρόσβαση στην θάλασσα του Αιγαίου κι αναζητούσε μια οποιαδήποτε αφορμή για να παρέμβει. Τα παλιά γεωστρατηγικά αλισβερίσια έβγαιναν πάλι στην επιφάνεια ορίζοντας τη μοίρα των ντόπιων, ανταλλάξιμων και μη. Τελικά οι εξαιρέσεις είχαν κι άλλες "παράπλευρες" απώλειες. Ενώ στην αρχή όλα τα μέρη θεωρούσαν αυτονόητο ότι η ανταλλαγή δεν αφορά τους τούρκους χριστιανούς της Καππαδοκίας (τους καραμανλήδες) που είχαν μείνει έξω απ’ όλες τις πολεμικές περιπέτειες του προηγούμενου καιρού, τελικά υποχρεώθηκαν και αυτοί να πάρουν το δρόμο για μια άγνωστή τους χώρα με τ’ όνομα ελλάδα. Θα ήταν αδιανόητο μετά την εξαίρεση του πατριαρχείου να παραμείνει στην ενδοχώρα της τουρκίας μια ακόμη πολυπληθής (πενήντα ως εκατό χιλιάδες) ομάδα πιστών του.

Το παιχνίδι των αριθμών και των λέξεων

Οι Έλληνες και οι Μουσουλμάνοι, οι εγκαταλείψαντες ήδη από της 18ης Οκτωβρίου 1912 τα εδάφη... θα θεωρηθώσι περιλαμβανόμενοι εν τη ανταλλαγή...
Από το τρίτο άρθρο της "Σύμβασις περί ανταλλαγής..."

Τη ζωή πόσων ανθρώπων καθόρισε ή επηρέασε τελικά η Ανταλλαγή; Τα στοιχεία που δίνουν κατά καιρούς τα δύο κράτη ή οι διάφοροι κρατικοδίαιτοι ιστορικοί που εκδίδουν επιδοτούμενες "μελέτες" είναι αριθμοί που υπερκαθορίζονται από τις πολιτικές σκοπιμότητες των υπουργείων εξωτερικών και την μόνιμη ιδεολογική μεταχείριση της ιστορίας που χαρακτηρίζει την εθνική μυθολογία. Το τελικό σύνολο - αυτό το "σχεδόν δύο εκατομμύρια" - είναι ένα άθροισμα που περιλαμβάνει ξεριζωμένους σε διάφορες στιγμές, κάτω από διαφορετικές συνθήκες. Η ίδια η σύμβαση περί ανταλλαγής κάνει πιο περίπλοκα τα πράγματα, με την αναδρομική ισχύ της και την εφαρμογή της σε όλους τους πρόσφυγες από τον πρώτο βαλκανικό πόλεμο και πέρα. Όταν ξεκίνησε η Ανταλλαγή, η πλειοψηφία των ανθρώπων πάνω στους οποίους εφαρμόστηκε είχαν ήδη μετακινηθεί· οι λιγότεροι πήραν το δρόμο της προσφυγιάς μετά τον Μάη του 1923. Αυτό που έχει σημασία είναι να κατανοήσουμε την Ανταλλαγή σαν την τελική πράξη που επικύρωσε μια στυγνή και μακροχρόνια διαδικασία εθνολογικών εκκαθαρίσεων στα Βαλκάνια και την Ανατολία. Οι σφαγές αμάχων, οι βίαιες εκτοπίσεις, οι πρόσφυγες και οι ανταλλαχθέντες είναι αποσπάσματα του ίδιου έργου που ολοκληρώθηκε την 30η Γενάρη 1923.
Την τελευταία δεκαετία της οθωμανικής αυτοκρατορίας υπολογίζεται ότι περίπου 20% του πληθυσμού της Ανατολίας βρήκε βίαιο θάνατο λόγω του πολέμου: 2.500.000 τούρκοι, 800.000 αρμένιοι, 300.000 έλληνες. Όταν άρχισε η δεκαετία του ’20 ο πληθυσμός της Ανατολίας ήταν κατά 80% μουσουλμανικός· δέκα χρόνια αργότερα είχε φτάσει στο 96%. Στην ελληνική επικράτεια το 13% του πληθυσμού το 1913 ήταν μουσουλμάνοι (μόνο στην Μακεδονία ήταν πάνω από 45%). Το 1924 είχε πέσει μόλις στο 1,7%. Στα εδάφη της σημερινής τουρκίας, το 1914 το 8% ήταν χριστιανοί ορθόδοξοι· δέκα χρόνια αργότερα ήταν λιγότερο από 1%. Όταν υπογράφτηκε η συμφωνία, περίπου ένα εκατομμύριο χριστιανοί είχαν ήδη εγκαταλείψει την Ανατολία και περισσότεροι από εκατό χιλιάδες μουσουλμάνοι την ελλάδα· όσοι απέμεναν, που "ανταλλάχθηκαν" με βάση όσα προέβλεπε η σύμβαση, ήταν περίπου 400.000 μουσουλμάνοι της ελλάδας και 100.000 ως 300.000 χριστιανοί της τουρκίας. Ταυτόχρονα, με βάση την αναδρομική ισχύ της συμφωνίας, όσοι είχαν ήδη πάρει το δρόμο της προσφυγιάς έχαναν οριστικά την υπηκοότητά τους, τους αποδίδονταν υποχρεωτικά αυτή του κράτους που τους υποδέχτηκε και τους απαγορεύτηκε να επιστρέψουν στις εστίες τους.
Πέρα από τους αριθμούς ακόμη και οι προσδιορισμοί έχουν σκοπιμότητες: πρόσφυγες, ανταλλαχθέντες ή μετανάστες; Η σύμβαση του ’23, στην διπλωματική γλώσσα της συγκάλυψης, χρησιμοποιεί τον πιο ουδέτερο όρο "μετανάστες". Στην ελλάδα, τον πρώτο καιρό ήταν υπαρκτή η διάκριση μεταξύ αυτών που ήρθαν πριν το ’23 και αναφέρονταν ως πρόσφυγες κι αυτών που ήρθαν μετά κι αναφέρονταν ως ανταλλαχθέντες. Τελικά επικράτησε ο όρος "πρόσφυγες" για να ταιριάζει καλύτερα στην εθνική ιδεολογία της καταστροφής και της θυματοποίησης, ότι δηλαδή το ελληνικό κράτος, παρ’ όλη την εκστρατεία στην Μικρά Ασία, είναι το "θύμα". Αντίθετα στην τουρκία, όπου η επίσημη στάση απέναντι στους πληθυσμούς που αφορά η ανταλλαγή είναι η λήθη, για να τονιστεί περισσότερο "ο ηρωικός εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας", ο όρος που χρησιμοποιείται είναι "οι ανταλλαχθέντες".
Σκοπιμότητες αποκαλύπτονται και στην ερμηνεία των όρων της σύμβασης. Τα κριτήρια της Λωζάννης ήταν τελικά θρησκευτικά ή εθνικά; Και κατά συνέπεια τι είναι η μειονότητα της δυτικής Θράκης; "Τουρκική" ή "μουσουλμανική"; Το κείμενο της σύμβασης είναι από μόνο του εύκολο να ερμηνευτεί με όποιο τρόπο επιλέξουν τα δύο υπουργεία εξωτερικών. Ενώ το δεύτερο άρθρο μιλάει για εξαίρεση "μουσουλμάνων" και "ελλήνων", ο τίτλος ρητά αναφέρεται σε "τουρκικούς πληθυσμούς" και το πρώτο άρθρο σε υπηκόους "ελληνικού ορθόδοξου θρησκεύματος". Από μία άποψη τα κριτήρια της ανταλλαγής ήταν σαφώς εθνικά κι αυτό φαίνεται από τους πληθυσμούς που δεν συμπεριλήφθηκαν όπως οι αρβανίτες μουσουλμάνοι της Ηπείρου. Από άλλη άποψη, τα κριτήρια ήταν κατά κύριο λόγο θρησκευτικά· οι χριστιανοί είναι "περιουσία" της ελλάδας ενώ οι μουσουλμάνοι "περιουσία" της τουρκίας, όπως φανερώνει το αδιάκριτο τσουβάλιασμα κοινοτήτων όπως των χριστιανών του ανατολικού πόντου ή των μουσουλμάνων της κρήτης που ελάχιστη σχέση είχαν με τα σχέδια και τις φιλοδοξίες των επίδοξων εθνικών κέντρων. Αλλά σε τελική ανάλυση το κριτήριο καθορίστηκε από την σκοπιμότητα, την κοινή σκοπιμότητα ελληνικού και τουρκικού κράτους να φτιάξουν καθαρά, συμπαγή εθνικά κράτη και να ορίσουν μεταξύ τους σαφή όρια και σύνορα, όχι μόνο χωρικά, αλλά εξίσου κοινωνικά και πολιτιστικά. Η μηχανική της εθνοκατασκευής ήταν που μεταχειρίστηκε βίαια τους ξεριζωμένους ως υλικό που πάνω του χτίστηκε εκ των υστέρων το εθνικό οικοδόμημα, χρησιμοποιώντας παλιές οθωμανικές ορολογίες για να αποδώσει νέα νοήματα στις συμφωνίες.

Αυτοί που έφυγαν... Αυτοί που ήρθαν...

Το πρόβλημα της ελλάδας είναι πρωτίστως επιχειρηματικό... Είναι το πρόβλημα μιας βιώσιμης επιχείρησης που αντιμετωπίζει προσωρινές δυσκολίες. Για να αναδιοργανωθεί και να ορθοποδήσει πρέπει πρώτα να εξεταστούν και να προσδιοριστούν τα περιουσιακά στοιχεία που διαθέτει... Στην περίπτωση σας δεν υπάρχει πρόβλημα. Οι ίδιοι οι πρόσφυγες αποτελούν ένα πρόσθετο ατού. Σας παρέχουν νέο εργατικό δυναμικό...
Χένρι Μορκεντάου, πρόεδρος της επιτροπής αποκατάστασης προσφύγων [στην ελλάδα]

Αδζεπ πουνου πιρ φερτεμι σορουλαρ; / Δουνζια κουρουλαλη κορουλμεμισδιρ / Τουρκιαδαν καλδπρτηλαρ πιζλερι / Καν αγλαψιορ χεπιμιζιν κιοζλερι
[Ρώτησαν άραγε κανέναν; / Από δημιουργίας κόσμου κανείς δεν το ξανάδε / Μας πήρανε από την τουρκία / Τα μάτια μας αίμα χύνουν]
Παπά-Νεόφυτος (στοίχοι ποιήματος γραμμένου στα τούρκικα με ελληνικούς χαρακτήρες)

Υπάρχει μια εντυπωσιακή ασυμμετρία στον αντίκτυπο που είχε η Ανταλλαγή στα δύο κράτη. Συνοπτικά για το τουρκικό κράτος απώλειες και ερήμωση, ενώ για το ελληνικό κράτος ήταν το ακριβώς ανάποδο: καθαρός πλουτισμός. Στην Ανατολία, αφού έφυγαν οι πρόσφυγες, η εικόνα ήταν μιας χώρας ερει-πωμένης, με χωριά ολόκληρα να έχουν αδειάσει (και πολλά να παραμένουν άδεια ως τις μέρες μας), στερημένης από εργατικά χέρια, τεχνίτες, μαστόρους κι εμπόρους, σε οικονομική στασιμότητα και με περιορισμένες δυνατότητες άμεσης αποκατάστασης εξαιτίας των καταστροφών του πολέμου. Στην ελ-λάδα, η άφιξη των προσφύγων που ανέβασε τον πληθυσμό σχεδόν από τα πέντε στα έξι εκατομμύρια, σηματοδότησε έναν οργασμό δραστηριότητας. Μόνο στη Μακεδονία χτίστηκαν περισσότερα από 1.000 καινούρια χωριά, η αγροτική παραγωγή εκτοξεύτηκε από τον πρώτο κιόλας χρόνο ενώ αντίστοιχα πολλαπλασιάστηκε η διαθέσιμη - και φτηνή - εργατική δύναμη. Ακόμη και στην πολιτική αποκατάστασης που εφάρμοσαν οι δύο κυβερνήσεις, οι δρόμοι ήταν ριζικά διαφορετικοί. Το τουρκικό κράτος, άκρως επιφυλακτικό απέναντι στις ξένες δυνάμεις που λίγο καιρό πριν σχεδίαζαν τον διαμελισμό του, αρνήθηκε κάθε βοήθεια απ’ έξω κι ανέλαβε μόνο όλο το κόστος, ακόμη και για την μεταφορά των προσφύγων. Αντίθετα το ελληνικό κράτος, εκμεταλ-λευόμενο τη θέση του και τις συμμαχίες του, μετέτρεψε το προσφυγικό σε διεθνές πρόβλημα και την αποκατάσταση σε υποχρέωση του δυτικού κόσμου. Η επιτροπή αποκατάστασης που συγκροτήθηκε - με τη συμμετοχή ενός αμερικάνου, ενός άγγλου και δύο ελλήνων - ανέλαβε την διαχείριση των τεράστιων κεφαλαίων της διεθνούς βοήθειας και την πλήρη ευθύνη όλου του σχεδίου, που στην ουσία ήταν ένα σχέδιο καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού της ελληνικής οικονομίας.
Ένας γοητευτικός μύθος, ζωντανός μέχρι σήμερα, γύρω από τους ξεριζωμένους λέει ότι οι πρόσφυγες έγιναν η βάση δύναμης της αριστεράς στην ελλάδα. Δεν είναι ψέματα, δεν είναι όμως και ολόκληρη η αλήθεια. Ή, το λιγότερο, παραβλέπει την ιστορική πραγματικότητα της ταξικής διάστασης της αποκατάστασης. Απέναντι στους πρόσφυγες το ελληνικό κράτος εφάρμοσε - ακόμη πιο έντονα και ριζοσπαστικά - όλες τις πολιτικές αποτροπής της χειραφέτησης των κατώτερων τάξεων που είχε αναπτύξει ήδη από την ίδρυση του, κύρια μέσα από τις διάφορες αγροτικές μεταρρυθμίσεις (την διανομή μικρών ιδιόκτητων κλήρων) και τις πελατειακές σχέσεις με το κράτος. Πολιτικά και κοινωνικά το άμεσο ενδιαφέρον του ελληνικού κράτους ήταν να μην αποτελέσει η "απώλεια" και ο "ξεριζωμός" το έδαφος ριζοσπα-στικοποίησης των προσφύγων και σε μεγάλο βαθμό το πέτυχε. Χάρη στα άφθονα κεφάλαια της βοήθειας, η πλειοψηφία των προσφύγων εγκατα-στάθηκε στα μικρά αστικά κέντρα της επαρχίας και τα νεόκτιστα χωριά και με τις κατάλληλες επιδοτήσεις και προγράμματα (η διεθνής βοήθεια απαγο-ρευόταν να διατεθεί στην άμεση και βραχυπρόθεσμη ανακούφιση των προσφύγων) μετατράπηκε σταδιακά σε μικροϊδιοκτήτες / μεταπράτες / επιτηδευματίες / μικρο-εμπόρους, διογκώνοντας την μικροαστική τάξη και βάζοντας τα θεμέλια της κυριαρχίας του εκτεταμένου μικροαστισμού της ελληνικής κοινωνίας για όλες τις επόμενες δεκαετίες.
Από οικονομική άποψη, η αποκατάσταση των προσφύγων ήταν περισσότερο μια νέα "αγροτική μεταρρύθμιση" ή "μεταρρύθμιση της υπαίθρου". Από γεωγραφική άποψη, η αποκατάσταση ήταν μια υπόθεση "εθνικής" ενίσχυσης των ευαίσθητων συνοριακών περιοχών στο βορρά. Σχεδόν εφτακόσιες χιλιάδες πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στα χωριά της Μακεδονίας και αρκετά σύντομα - έστω συντομότερα από τους υπόλοιπους - τακτοποιήθηκαν με σχετικά ανεκτούς όρους. Μέχρι το 1930 οι περισσότεροι ήταν πλέον οικονομικά αυτάρκεις. Μέσα σε εφτά χρόνια είχαν διατεθεί για τα στεγαστικά προγράμματα των "αγροτών" 10,5 εκατομμύρια στερλίνες, ενώ την ίδια περίοδο διατέθηκαν μόλις δύο εκατομμύρια στους "αστούς", κάνοντας πολλές εφημερίδες της εποχής να μιλούν "προκατάληψη υπέρ των αγροτών".

Και οι υπόλοιποι, όσοι κατέφυγαν στις πόλεις; Τα ντενεκεδόσπιτα των προσφυγικών συνοικισμών που περικύκλωσαν τις μεγάλες πόλεις, επιβιώνοντας εν μέρει μέχρι το δεύτερο παγκόσμιο, είναι μια εικόνα που λέει πολλά από μόνη της. Όσοι πρόσφυγες δεν προορίζονταν μέσω των κρατικών προγραμμάτων να "στελεχώσουν" τον νέο μικροαστισμό, έγιναν το αντικείμενο της πιο άγριας προλεταριοποίησης, δουλεύοντας σε άθλιες δουλειές, με τις χειρότερες συνθήκες, κάτω από όρους που θυμίζουν εξαιρετικά και παραπέμπουν ευθέως στην άγρια εκμετάλλευση των μεταναστών εργατών στα τέλη του εικοστού αιώνα. Οι εργάτες εκείνοι είναι που θα γεμίσουν τις γραμμές του κομμουνιστικού κινήματος και θα βρεθούν στην αιχμή των ταξικών αγώνων, ιδίως μετά το 1930 όταν σβήνουν πλέον οριστικά τα κούφια όνειρα για "αποζημιώσεις" ή ακόμη κι "επιστροφή" (μετά τις συμφωνίες Κεμάλ - Βενιζέλου).
Οι προσφυγικές συνοικισμοί, διακριτοί και περιθωριοποιημένοι από την υπόλοιπη πόλη, συνδυάζοντας τις σκληρές συνθήκες της επιβίωσης με τις εξίσου σκληρές μνήμες του ξεριζωμού, θα εξελιχτούν σε φυτώρια καλλιέργειας μιας από τις πλουσιότερες παρακαταθήκες της ταξικής μνήμης του εργατικού κινήματος. Ενάντια στον απανθρωπισμό και τον κατατρεγμό που αντιμετώπιζαν, η γειτονιά των προσφύγων εργατών, αυτός ο τόσο ιδιαίτερος πολεοδομικός και κοινωνικός ιστός, θα γίνει ο αντίπαλος πόλος της αστικής αναδιάρθρωσης. Μέσα σ’ αυτές και μέσω αυτών, οι εργάτες πρόσφυγες αντί να υπομένουν παθητικά την περιθωριοποίησή τους, οργανώνουν εκτεταμένα δίκτυα αλληλεγγύης απ’ τα οποία επωφελούνται άμεσα και προφυλάσσονται συλλογικά από τους κραδασμούς τους εκσυγχρονισμού· αντί να συνθλιβούν από το βάρος της μοίρας τους και τον ρατσισμό, όπως περίμενε και επιδίωκε το αστικό καθεστώς, οι πρόσφυγες στις γειτονιές τους οργανώνουν την κοινή τους ζωή συλλογικά με το πιο εξωστρεφή τρόπο, εκδηλώνοντας με περηφάνια την εργατική τους ταυτότητα και τις καταβολές τους. Έτσι οι κοινότητες των εργατών προσφύγων έγιναν σιγά-σιγά, καθώς μπολιάζονταν κι απ’ τις εργατικές αντι-στάσεις που προϋπήρχαν, οι τόποι όπου ρίζωσε κι αναπτύχθηκε μια αυθεντική, λαϊκή, εργατική κουλτούρα, ίσως η πρώτη φορά με τέτοιο μαζικό χαρακτήρα. Ακόμη κι όταν οι πρώτοι πρόσφυγες εργάτες έφυγαν από τις γειτονιές τους εκείνες παρέμειναν, ως σχέσεις κι ως κουλτούρα, υποδεχόμενες στη συνέχεια και φιλοξενώντας τις νέες γενιές της εργατικής τάξης: τους εργάτες της εσωτερικής μετανάστευσης μέχρι τους σύγχρονους εργάτες μετανάστες.
Όμως, χωρίς να υπάρχει καμιά παραδοξότητα, στο πλάι αυτής της προλεταριακής κουλτούρας αναπτύχθηκε παράλληλα και μια κουλτούρα στενάχωρη και μοιρολατρική "για τις τραγωδίες του ελληνισμού", τον "ακατάβλητο ελληνικό ηρωισμό" και τις "χαμένες πατρίδες". Για πολλούς πρόσφυγες ο δρόμος για την κοινωνικοποίηση περνούσε μέσα από την απόδειξη ότι "είναι πιο έλληνες από τους έλληνες" ή για την ακρίβεια ότι "είναι οι πιο βασανισμένοι έλληνες απ’ όλους". Έτσι η προσφυγιά θα γίνει ταυτόχρονα η μήτρα δύο συγκρουόμενων κοινωνικών αντιλήψεων: από τη μια δεξιά κι εθνικιστική κι από την άλλη εργατική και διεθνιστική.

...Κι οι ισοβίτες της Λωζάννης

Μέχρι το 1995 τα σύνορα του ελληνικού κράτους στα βόρεια ήταν στην πραγματικότητα σε διαφορετική θέση από αυτή που έδειχνε ο χάρτης. Κυριολεκτικά, η επικράτεια ήταν μοιρασμένη μ’ ένα εσωτερικό σύνορο - κανονικό, με τις μπάρες του και τα στρατιωτικά του φυλάκια - ανάμεσα στην ελληνική περιοχή και την μειονοτική φυλακή. Η Λωζάννη απτόητη, ακλόνητη και τρομακτική συνεχίζει ως την εποχή μας να κρατάει δια βίου ομήρους τους τούρκους, πομάκους και τσιγγάνους μουσουλμάνους της δυτικής Θράκης. Με νόμο του 1953, το 1/8 της δυτικής Θράκης κηρύχτηκε απαγορευμένη περιοχή  που συνδυάστηκε με μια στρατιωτική ζώνη περιορισμένης κίνησης κατά μήκος της. Το πρόσχημα ήταν η αποτροπή "κομμουνιστικής διείσδυσης" από τη βουλγαρία, αλλά ο πραγματικός στόχος ήταν ο περιορισμός και έλεγχος της μειονότητας και η παρεμπόδιση των σχέσεων ανάμεσα στα πομακικά και τα τουρκικά χωριά.
Με εξαίρεση τη δεκαετία του ’30, με την προσέγγιση Κεμάλ - Βενιζέλου, που το ελληνικό κράτος, πάλι βέβαια σε εξάρτηση με την εξωτερική του πολιτική, κράτησε μια στάση ανοχής απέναντι στην μειονότητα (ονομάζοντας τότε αφειδώς τους μουσουλμάνους τούρκους, χωρίς πρόβλημα) όλο το υπόλοιπο διάστημα η στρατηγική του, υπό την διεύθυνση της κυπ, είναι αυτή των συστηματικών διακρίσεων και διώξεων με αντικειμενικό στόχο τον εξαναγκασμό των μειονοτικών να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Η κατάσταση χειροτέρεψε με δραματικό τρόπο μετά τη δεκαετία του ’60, σε συνάρτηση πάντα με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και ιδιαίτερα το κυπριακό. Τα χριστούγεννα του 1963, μετά από δολοφονίες τουρκοκυπρίων από ελληνοκύπριους, το τουρκικό κράτος απάντησε με την απέλαση 13.000 ελλήνων που δούλευαν στην Ισταμπούλ με άδειες παραμονής τους οποίους ακολούθησε ένα μεγάλο μέρος της μειονότητας της πόλης. Όπως ήταν αναμενόμενο, τα ελληνικά μέτρα απάντησης εφαρμόστηκαν εναντίον των μουσουλμάνων της δυτικής Θράκης. Δεσμευμένο από τη Λωζάννη να κρατάει τα προσχήματα, το ελληνικό κράτος ανέπτυξε μια πλούσια γκάμα συγκαλυμμένων ρατσιστικών και καταπιεστικών πολιτικών, που ανανεώνονται τακτικά με το πέρασμα του καιρού, με στόχο πάντα να ξεφορτωθεί τη μειονότητα. Έτσι απαγορεύτηκαν οι τρεις κυριότερες και παλιότερες ενώσεις της μειονότητας επειδή είχαν στον τίτλο τους την λέξη "τουρκική". Με την επιλεκτική εφαρμογή νόμου του 1938 που επιβάλλει ειδική άδεια στην αγορά και πώληση ακινήτων στις παραμεθόριες και παράκτιες περιοχές (δηλαδή την μισή χώρα) ουσιαστικά έχει απαγορευτεί στους μειονοτικούς να αγοράζουν γη. Οι χριστιανοί θρακιώτες έπαιρναν επιδοτούμενα (σχεδόν χαρισμένα) δάνεια από την αγροτική τράπεζα για να αγοράσουν την γη των μουσουλμάνων· ενώ το 1922 η μειονότητα κατείχε το 84% της γης στη δυτική Θράκη, σήμερα κατέχει γύρω στο 20-40%. Με βάση το άρθρο 19 του νόμου για την ιθαγένεια του 1955 αφαιρούνταν η ιθαγένεια απ’ όσους μουσουλμάνους ταξίδευαν στο εξωτερικό και τους απαγορευόταν η είσοδος πίσω στη χώρα. Πρακτικά ήταν αδύνατο για μειονοτικό να αγοράσει τρακτέρ, κυνηγετική καραμπίνα ή ν’ ανοίξει εμπορικό κατάστημα εξαιτίας μιας πληθώρας διοικητικών κωλυμάτων και διαρκών οικονομικών ελέγχων και περιορισμών. Τέλος, όπου δεν επαρκούσαν τα "νόμιμα" μέτρα περιορισμού κι ελέγχου, τον λόγο παίρνουν οι ακροδεξιές συμμορίες των μυστικών υπηρεσιών, όπως συνέβη με το πογκρόμ του 1990 στην Κομοτηνή όταν σπάστηκαν όλα τα καταστήματα των μουσουλμάνων. Υπολογίζεται πάντως ότι μέχρι σήμερα, εξαιτίας του ασφυκτικού καθεστώτος διαβίωσης της μειονότητας, σε απόλυτους αριθμούς έχουν εγκαταλείψει οριστικά τη δυτική Θράκη περισσότεροι από 400.000 κάτοικοί της.
Η σημερινή τακτική που εφαρμόζει το ελληνικό κράτος είναι διπλή. Από τη μια υποστήριξη κι ενσωμάτωση του πομάκικου στοιχείου, σαν αντίβαρο στην ανάπτυξη της τουρκικής εθνικής συνείδησης στη μειονότητα (τα σχετικά προγράμματα έχει αναλάβει ο ελληνικός στρατός και κυπατζήδες επιχειρηματίες) κι από την άλλη συστηματική πίεση των τούρκων μουσουλμάνων για μετανάστευση προς τη τουρκία (ιδίως των νεολαίων, μέσα από την συστηματική υποβάθμιση της μειονοτικής εκπαίδευσης ώστε να υποχρεώνονται οι οικογένειες ν’ αναζητήσουν διέξοδο στο εξωτερικό).

Ογδονταπέντε χρόνια αργότερα

Η συνθήκη της Λωζάννης ήταν ταυτόχρονα ένα τέλος και μια αρχή για την ελληνοτουρκική αντιπαράθεση. Ήταν το τέλος της ευθείας στρατιωτικής αναμέτρησης, όταν το ελληνικό κράτος επιδίωξε την ολοκληρωτική του επικράτηση στις δύο όχθες του αρχιπελάγους. Ήταν ταυτόχρονα η αρχή στην σχηματοποίηση των νέων πεδίων όπου θα συνέχιζε ο ανταγωνισμός των δύο κρατών: στις μειονότητες, τα νησιά του Αιγαίου, την κύπρο, φτάνοντας κάποιες φορές μέχρι το κουρδιστάν. Εντωμεταξύ, για την ελλάδα, η περίοδος που ακολούθησε θα σημαδευτεί από μια δρακόντεια εσωτερική ανασυγκρότηση που θα ολοκληρωθεί αιματηρά με τον εμφύλιο του ’46-’49. Όσο για τα δύο κράτη, θα χρειαστεί να περάσουν αρκετές δεκαετίες πριν αναμετρηθούν ξανά ευθέως. Αυτό θα συμβεί στην κύπρο τις δεκαετίες ’60 κι ’70. Η Λωζάννη θα είναι και πάλι παρούσα στις εθνικές εκκαθαρίσεις του νησιού.

 
       

Sarajevo