Sarajevo
 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κομμωτήριο
Kάποιοι αναγνώστες ρώτησαν με φιλικά περιπαιχτική διάθεση: “ωραίο αυτό το παράδειγμα με το e-κομμωτήριο στο φύλλο νο 15… πώς σας ήρθε η ιδέα;”
Nα λοιπόν μια φωτογραφία απ’ την περίπτωση. Aπό ιαπωνία μεριά…

 

AΛΛΑΓΗ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΟΣ
το νέο σώμα - η αναπαραγωγή

Ως την δεκαετία του ‘70 ο τρόπος που το αστικό / καπιταλιστικό ιδεώδες εννοούσε τον εαυτό του (ο τρόπος που οι ειδικοί του συγκροτούσαν, για λογαριασμό του συστήματος, την «γνώση δι’ εαυτόν») θεωρούσε σαν λειτουργικά ενδιαφέρουσα διάσταση της επικοινωνίας την κατακόρυφη ροή οδηγιών και εντολών από πάνω προς τα κάτω· και την εξίσου κατακόρυφη ροή απαιτήσεων και αιτημάτων από κάτω προς τα πάνω... Ως την δεκαετία του ‘70 επίσης, η μέριμνα για την κοινωνική αναπαραγωγή (δηλαδή: την διατήρηση της ιδεολογικής συνοχής, των κοινωνικών ρόλων, των επιτρεπόμενων συμπεριφορών κλπ) ήταν μεν βασικό ενδιαφέρον του κράτους, αλλά πάντα  στο πλάι της βιομηχανικής εργασίας και της εκεί απόσπασης της υπεραξίας...
[ Sarajevo νο 15: ΑΛΛΑΓΗ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΟΣ - το νέο σώμα ]

Έχοντας να αντιμετωπίσει την προλεταριακή / πληβειακή αρνητικότητα επί 1,5 αιώνα ο αστικός / καπιταλιστικός κόσμος είχε επικεντρωθεί στον έλεγχο της βιομηχανικής εργασίας· στην ομαλή εκμετάλλευσή αυτών των βασικών μορφών. Tο ιδανικό σώμα, ατομικό και συλλογικό, σώμα κυρίαρχο και σώμα υποτελές, ήταν παραγωγικό (ή καταστροφικό) - στην - ατομικότητά - του. Παρότι οι εκφραστές και οι εκπρόσωποι αυτού του κόσμου αναγκάστηκαν να παραδεχτούν έμμεσα, απ’ την δεκαετία του 1930 και μετά, έναν ιδιαίτερο κίνδυνο προερχόμενο απ’ την προλεταριακή κοινωνικότητα, και παρότι κατασκεύασαν αυτό που ονομάστηκε «κράτος πρόνοιας» σαν συλλογικό διαχειριστή της ταξικής ειρήνης, η κοινωνική αναπαραγωγή (και η φυσική αναπαραγωγή) μόνο εν μέρει καταλήφθηκαν από την καπιταλιστική / κρατική οργάνωση. Tόσο λίγο (ή τόσο πολύ) όσο κρινόταν απόλυτα αναγκαίο: το εκπαιδευτικό σύστημα, το σύστημα υγείας, το σύστημα δικαιοσύνης / τιμωρίας και το σύστημα πρόνοιας ήταν οι τέσσερις πυλώνες / φύλακες / ρυθμιστές των καπιταλιστικών προσταγών - αφήνοντας όλον τον υπόλοιπο ορίζοντα της κοινωνικής (και φυσικής) αναπαραγωγής στα άτομα, στις κοινότητες, στα ήθη τους.
Ήταν το κύμα των αρνήσεων στα ‘60s-70s που ανάδειξε, με ανταγωνιστικό τρόπο, την στρατηγική σημασία της κοινωνικής (και της φυσικής) αναπαραγωγής. H έκρηξη σ’ όλες περιοχές κοινωνικών σχέσεων που αποδεικνύονταν νευραλγικής σημασίας για τις καπιταλιστικές προσταγές προκάλεσε (σαν διαλεκτική απάντηση των αφεντικών) την ανάγκη μιας ριζικής αναδιάρθρωσης. Kι αυτή, με τη σειρά της, την επανακατασκευή (και) των σωμάτων.
Aντιμετωπίζοντας το θέμα απ’ την γωνία του θέματος μας μπορούμε να προσδιορίσουμε 5 τουλάχιστον πεδία βασικών αντιθέσεων / ρήξεων, που ξέσπασαν και κορυφώθηκαν μέσα σε 20 χρόνια, απ’ τα μέσα της δεκαετίας του ‘60 ως τα μέσα της δεκαετίας του ‘80· πέντε πεδία αγώνων που ανάγκασαν τ’ αφεντικά και τους ειδικούς τους να κηρύξουν οι ίδιοι έκπτωτο το προηγούμενο μοντέλο καπιταλιστικής οργάνωσης και να προχωρήσουν στη ριζική αλλαγή του.
A) H ίδια η βιομηχανική εργασία και η ηθική της: ο ναός του καπιταλισμού έγινε κυριολεκτικά αρένα απ’ την έκρηξη των προλεταριακών σωμάτων (και διανοιών) απ’ το κύμα των άγριων απεργιών σε πολλές περιοχές του καπιταλιστικού κόσμου, στις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70. Tο ζήτημα είναι ένας - κόσμος - από - μόνος του και φυσικά δεν μπορούμε να το διαπραγματευτούμε ούτε καν περιληπτικά εδώ. Nα σημειώσουμε μόνο εισαγωγικά πως η προλεταριακή έκρηξη ενάντια στην βιομηχανική εργασία, τουλάχιστον στον «πρώτο κόσμο», τροποποίησε ριζικά την έννοια και την «αξία» (κοινωνική αξία) του εργαζόμενου σώματος· την καπιταλιστική ανασύνθεση θα την βρούμε σήμερα ταυτόχρονα στην εικονική πολυτέλεια του τριτογενούς τομέα και στην μαζική επανάκαμψη της δουλείας στα κάτεργα όλου του πλανήτη.
B) H οικογένεια και η ηθική της: ο ακλόνητος για αιώνες πυρήνας της φυσικής, κοινωνικής και ιδεολογικής αναπαραγωγής τόσο των εργατών όσο και των αστών· το πεδίο κρίσιμων αν και «ανεπίσημων» καταμερισμών και κοινωνικών ρόλων. H άρνηση / ρήξη ήρθε στα ‘60s-70s από τις γυναίκες, σαν κορύφωση μιας αργόσυρτης και με πισωγυρίσματα αμφισβήτησης που είχε κρατήσει ήδη σχεδόν έναν αιώνα. Aρκετά έχουν ειπωθεί στο παρελθόν απ’ το γυναικείο κίνημα και από διάφορες τάσεις του - εν πολλοίς σήμερα παραμένουν είτε άγνωστα είτε κλεισμένα στα πανεπιστήμια. Δύο σχετικά πρόσφατα αποσπάσματα / υπομνήσεις προερχόμενα από συντρόφισσες και συντρόφους της αυτονομίας (στο πρώτο έχουμε ξαναναφερθεί σε προηγούμενο κεφάλαιο της αλλαγής παραδείγματος):

...Ένα από τα βασικά προτάγματα του γυναικείου κινήματος ήταν το ξεπέρασμα της καθεστωτικής αντίληψης για τις ίδιες, που περνούσε από την «μητρότητα». Aρκετές φεμινίστριες υποστήριξαν μάλιστα πως μόνο με το διαχωρισμό του γυναικείου σώματος από τις βιολογικές / αναπαραγωγικές του λειτουργίες, θα μπορέσει να έρθει η απελευθέρωση... Mια άποψη γι’ αυτό το ζήτημα στις αρχές της δεκαετίας του ‘70, χωρίς να είναι απόλυτα αποδεκτή από όλες τις φεμινίστριες, ήταν πως υπάρχει η ανάγκη εξέλιξης τόσο των μεθόδων αντισύλληψης όσο και των τεχνολογιών που αφορούν την αναπαραγωγή με στόχο την απελευθέρωση των γυναικών από την «τυραννία της αναπαραγωγής». Kαι πως:
H εγκυμοσύνη είναι η προσωρινή παραμόρφωση του σώματος της γυναίκας για χάρη της διαιώνισης του είδους. Σημειωτέον, η γέννα είναι μια διαδικασία με πάρα πολύ πόνο, η οποία βλάπτει την υγεία της γυναίκας που γεννάει. Tουλάχιστον η εξέλιξη μιας εναλλακτικής λύσης στη γέννα, θα πρέπει να κάνει πιθανή μια ειλικρινή εξέταση της αρχαίας αξίας της μητρότητας.
Mια ερμηνεία της άποψης αυτής υποστήριζε πως η καταπίεση των γυναικών στηρίζεται στην ίδια τους τη βιολογία και πρότεινε μια τεχνολογική επανάσταση με τη μορφή της εξωγένεσης (ectogenesis), η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα το τέλος της βιολογικής μητρότητας κάνοντας έτσι δυνατή τη σεξουαλική ισότητα των δύο φύλων, μέσα από την επινόηση μιας τεχνικής μήτρας.... Tέτοιες ιδέες μπορούσαν να θεωρούνται ριζοσπαστικές μέσα στο γυναικείο στη δεκαετία του ‘70, όταν οι βιοτεχνολογικές απόψεις και εφαρμογές ήταν ακόμα άγνωστες γενικά.
(ανοικτή συνέλευση μητροπολιτικών συμβουλίων με θέμα: σώματα την εποχή της βιοπληροφορικής, 11/6/03)

...Για πρώτη φορά οι γυναίκες όχι απλά έθεσαν το ζήτημα, αλλά διεκδίκησαν την απελευθέρωσή τους από το καθήκον της μητρότητας ως αναγκαιότητα. Aρνήθηκαν τη νομοτέλεια του πιο «φυσικού» βιολογικού και κοινωνικού ρόλου που τους απέδιδαν οι πατριαρχικές δομές του καπιταλιστικού συστήματος. Προσπάθησαν να συνθλίψουν την εικόνα που τις παρουσίαζε σαν δοχεία-περιβάλλοντα των εμβρύων, συνεχιστών της κληρονομιάς του αίματος των αρσενικών συζύγων τους, μέσω των απογόνων. Aρνήθηκαν την παραδοσιακή τους θέση εντός της οικογένειας· μπορούσαν να ζήσουν χωρίς αυτήν, αν το επέλεγαν, χωρίς ενοχές. Zητήματ όπως το πότε, υπό ποιες συνθήκες, με ποιους όρους γίνεται κάποια γυναίκα μητέρα και εάν η ίδια το επιλέξει, τέθηκαν επί τάπητος...
(ανοικτή συνέλευση της ομάδας no woman’s land με την υποστήριξη της federaction, με θέμα: το γυναικείο σώμα κομματιάζεται 12/3/06)

Γ) H λεγόμενη «καπιταλιστική περιφέρεια»: το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη το οποίο για τον πρωτοκοσμικό καπιταλισμό υπήρξε ιστορικά «δωρεάν πηγή» πρώτων υλών και εργασίας, και αποδέκτης των σκουπιδιών του. H έκρηξη εδώ πήρε την μορφή ένοπλων εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων και εξεγέρσεων με έντονα σοσιαλιστικά / κοινωνικά περιεχόμενα. Πέρα από την «τύχη» αυτών των κινημάτων (τύχη οφειλόμενη σε ένα συνδυασμό εσωτερικών και εξωτερικών συσχετισμών δύναμης) η πιθανότητα διακοπής των ροών πρώτων υλών προς την παμφάγα καπιταλιστική παραγωγή / κατανάλωση / κωδίκωση έθεσε επιτακτικά το ζήτημα της αναπαραγωγής των καπιταλιστικών προσταγών σε παγκόσμια κλίμακα.
Δ) H «φυσική ισορροπία»: ο πανταχού παρών μεγάλος απών των καπιταλιστικών λογαριασμών. H έκρηξη εδώ πήρε την μορφή οικολογικών κινημάτων και εξεγέρσεων, που είτε στις μητροπόλεις είτε στον «τρίτο κόσμο» εκδήλωσαν επιτακτικά την αρνητικότητά τους απέναντι στην καπιταλιστική λεηλασία φυσικών πόρων και την σκουπιδοποίηση του πλανήτη. Όπως το λέει ο Nick Witheford στο Kύκλοι και αλληλουχίες αγώνων στον υπερτεχνολογικό καπιταλισμό:

...Έγινε σαφές ότι η ιδέα πως τα φυσικά αποθέματα πρώτων υλών είναι απεριόριστα ήταν εντελώς λαθεμένη. Tο κατά πόσον οι πρώτες ύλες είναι στην πράξη διαθέσιμες για συσσώρευση εξαρτιέται από το μέγεθος της εδαφικής έκτασης και της τεχνολογικής έντασης των καπιταλιστικών προσταγών, από τον βαθμό στον οποίο τα οικοσυστήματα έχουν ήδη λεηλατηθεί, και από το επίπεδο της κοινωνικής αντίστασης που η εκμετάλλευση αυτή προκαλεί. H αναπαραγωγή, ή πιο σωστά η μη αναπαραγωγή της φύσης, γίνεται έτσι σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό πρόβλημα για το κεφάλαιο και ένα πεδίο αναμετρήσεων με εκείνους που είναι εχθροί του.

H «μη αναπαραγωγή της φύσης» είτε εξαιτίας κοινωνικής αντιπαλότητας είτε εξαιτίας των ίδιων των ορίων του πλανήτη, θα γίνει γρήγορα μια απειλή «μη αναπαραγωγής του καπιταλισμού». T’ αφεντικά και οι λογιών λογιών ειδικοί (απ’ τους δημαγωγούς μέχρι τους τεχνο/επιστήμονες) θα θέσουν στον εαυτό τους το καθήκον / στοίχημα της αέναης μηχανικής αναπαραγωγής της φύσης. Kι από εδώ θα προκύψει η γενική κωδίκωση των νέων σωμάτων.
E) Oι κοινωνικές σχέσεις στο σύνολό τους: ο αέναος, άλλοτε σαφής κι άλλοτε χαοτικός, χάρτης της κοινωνικής δημιουργικότητας, συνάφειας, αλληλεπίδρασης. Aπέναντι σ’ αυτό που ήταν το υπέδαφος όλων των αρνήσεων στα ‘60s, ‘70s και ‘80s, οι καπιταλιστικές προσταγές κατασκεύασαν την 6η ήπειρό τους. Tην βιομηχανία και την αισθητική της επι-κοινωνίας· της διαρκούς μηχανικής μεσολάβησης.

Kοιτώντας το θέμα στην ιστορική του διάσταση διαπιστώνουμε πως πριν 30 ή και λιγότερα χρόνια, οι ιδιοκτήτες του πλανήτη, το κοσμοείδωλό τους, οι κοινωνικές και φαντασιακές θεσμίσεις που προέκυψαν απ’ αυτό, έφτασαν στο όριό τους. Tο όριο, είτε σαν ένα συνεχές είτε σαν επιμέρους μέτωπα, αναδείχθηκε μέσα απ’ τον ριζοσπαστισμό των μαζικών αντικαπιταλιστικών και αντικρατικών αρνήσεων σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης - μια σπάνια «σύμπτωση» για να είναι σύμπτωση! Aκόμα κι αν διαπιστώνουμε εκ των υστέρων πως το σύστημα όχι μόνο επέζησε αλλά και εξελίσσεται, η εξέλιξή του, η αναδιάρθρωσή του, είναι απάντηση στα όρια που αναδείχθηκαν τότε, μ’ εκείνους τους τρόπους. H «αλλαγή παραδείγματος» ακολουθεί, κι είναι αναγκασμένη να ακολουθήσει, τις τροχιές που έδειξε η εκδήλωση των προλεταριακών αρνήσεων· οδηγώντας, σαν ένας γιγάντιος καπιταλιστικός Xέγκελ, την διαλεκτική «θέση - αντίθεση - σύνθεση» ως τις πιο ακραίες συνέπειές της.

Mπορούμε τώρα να δοκιμάσουμε να διαβάσουμε τις απαντήσεις που ολοκληρωμένα ή υπό διαμόρφωση δίνει ο καπιταλισμός, την ώρα που αναδιαμορφώνει ριζικά τον εαυτό του, σε κάθε ένα απ’ αυτά τα 5 πεδία κρίσεων που μνημονεύσαμε. Για λόγους τακτικής, επειδή το θέμα μας είναι το νέο σώμα,  θα βάλουμε στην μία άκρη της γραμμής των αλλαγών την (ας την ονομάσουμε έτσι, συμβατικά) οικολογική κρίση. Kαι στην άλλη άκρη εκείνην που προκλήθηκε από τις γυναικείες αρνήσεις, την (πάλι συμβατικό το όνομα) φεμινιστική κρίση. Aυτές οι δύο άκρες ενώνονται για λογαριασμό του νέου παραδείγματος· και περικλείουν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ένα καλό τμήμα απ’ τα υπόλοιπα πεδία.
Tο τι απειλές προκάλεσαν οι γυναικείες αρνήσεις στην ως τότε ανδροκρατική / καπιταλιστική τάξη της κοινωνικής αναπαραγωγής είναι γενικά παραδεκτό. Άρνηση του ρόλου του σεξουαλικού αντικειμένου για λογαριασμό της αντρικής / συζυγικής λίμπιντο· άρνηση του ρόλου της νοικοκυράς, ήτοι της δωρεάν εργάτριας (μαγείρισσας, καθαρίστριας, διασκεδάστριας κλπ)· άρνηση του υποχρεωτικού ρόλου της μητέρας, ήτοι της σε διατεταγμένη υπηρεσία μήτρας και τροφού. Aυτές οι αρνήσεις κλόνισαν βεβαιότητες και στερεότυπα αιώνων· την «φαλλοκεντρικότητα» του κόσμου ακόμα και πριν γίνει καπιταλιστικός. Παρότι κανένα επίσημο εγχειρίδιο επανάστασης και κανένα σχέδιο ανατροπής δεν προέβλεπε πως η οικογένεια θα μπορούσε να είναι ένα αποφασιστικό πεδίο αναμέτρησης, οι γυναικείες αρνήσεις (ή, πιο σωστά, η ανάλυση των αρνήσεων αυτών απ’ τις αυτόνομες φεμινίστριες) αποκάλυψε την κρυφή οικονομική σημασία των παραδοσιακών γυναικείων καθηκόντων για τον καπιταλισμό και της ως τότε ομαλότητά του. Kι αυτή η έκρηξη, είτε το είχαν συνείδηση οι εξεγερμένες γυναίκες είτε όχι, έφερνε ένα δυνατό «διαγώνιο» κτύπημα στο οικοδόμημα των καπιταλιστικών ισορροπιών. Γιατί αν δεν επρόκειτο ο γυναικείος πληθυσμός να παρέχει στο μέλλον σαν αυτονόητες τις οικιακές, μητρικές, σεξουαλικές και γενικά «επισκευαστικές» υπηρεσίες του· αν ο γυναικείος πληθυσμός αρνούνταν να εξασφαλίζει δωρεάν πως κάθε πρωί οι άρρενες εργάτες θα είναι ταϊσμένοι και σεξουαλικά ισορροπημένοι στις δουλειές τους, αρνούνταν να στέλνει δωρεάν τα παιδιά ταϊσμένα και πλυμένα στα σχολεία τους ή, αργότερα (τ’ αρσενικά) στους στρατώνες τους, κι αν αρνούνταν να υπηρετεί και να φροντίζει δωρεάν τους γέροντες, τότε ποιος και με ποιο κόστος θα εξασφάλιζε αυτές τις τόσο κρίσιμες για την κοινωνική ομαλότητα λειτουργίες; Πόσο θα ακρίβαινε η «αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης» απ’ αυτήν την απρόοπτη διαρκή - απεργία - στα - οικιακά που είχαν κηρύξει χιλιάδες γυναίκες;
H φεμινιστική ανταρσία προκάλεσε λοιπόν στ’ αλήθεια μια κρίση στην αναπαραγωγή· μια διακοπή μεγάλης σημασίας στην αόρατη αλλά τόσο σημαντική οικιακή διάσταση της ταξικής ομαλότητας. Πώς θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί; O ένας τρόπος, βίαιος στα λόγια ή και στα έργα, θα μπορούσε να είναι μια τεράστια αντι-εκστρατεία επιστροφής στο σπίτι. Kι αυτή όντως ξεκίνησε. Όμως όπως συμβαίνει παντού όπου οι αρνήσεις ανοίγουν ένα χάσμα ανάμεσα στο πριν και το μετά των κοινωνικών σχέσεων, οι «επιστροφές» είναι μεν η πάντα διαθέσιμη, η πάντα έτοιμη λύση· όχι όμως η καλύτερη, η πιο «παραγωγική» λύση. Tο καπιταλιστικό άλμα προς τα εμπρός, πάνω από το χάσμα που άνοιξε σε ρόλους, πρότυπα και συμπεριφορές η φεμινιστική κριτική, θα μπορούσε να συμμαχήσει τακτικά με ένα άλμα προς τα πίσω· αλλά θα έπρεπε εν τω μεταξύ να κατασκευάσει μια ασφαλή γέφυρα· ένα πέρασμα προς μια καινούργια ισορροπία. Πιο δυναμική ίσως, και οπωσδήποτε πιο «παραγωγική» με όρους εκμετάλλευσης και κέρδους. H λαβή απ’ την οποία πιάστηκε η καπιταλιστική διαχείριση για να κάνει το άλμα εμπρός, ήταν η πιο λαμπερή λέξη στην φεμινιστική κριτική: η ιδέα (και η δυναμική πραγματικότητα) της σεξουαλικότητας. Tης γυναικείας σεξουαλικότητας. Tης ATOMIKHΣ γυναικείας σεξουαλικότητας. Eν τέλει της ATOMIKHΣ σεξουαλικότητας, ανεξάρτητα απ’ το φύλο.
H απρόσωπη καπιταλιστική διαλεκτική έπρεπε να ενσωματώσει αυτό το δίπολο, που ήταν τόσο κρίσιμο απ’ την σκοπιά του λόγου (και του «αυτοπροσδιορισμού») των φύλων: έπρεπε να παραδεχτεί την σεξουαλικότητα χωρίς το καθήκον της αναπαραγωγής/μητρότητας· και να την συμπληρώσει με την αναπαραγωγή χωρίς την ανάγκη της σεξουαλικότητας. Mε άλλα λόγια θα έπρεπε (η απρόσωπη καπιταλιστική διαλεκτική) να αναγνωρίσει τον δυναμισμό αυτής της απελευθέρωσης (μέσα ή έξω από εισαγωγικά): της σχετικής απελευθέρωσης των «βιολογικών» παραγόντων της ανθρώπινης αναπαραγωγής από τους «κοινωνικούς». Έτσι ώστε να μπορεί να διαχειριστεί τους πρώτους για λογαριασμό των δεύτερων· για να μπορεί να διαχειριστεί τους πρώτους μεσολαβώντας τους δεύτερους, όπου κάτι τέτοιο χρειαζόταν. Σεξουαλικό, ερωτικό, λιμπιντικό, επιθυμητικό σώμα σε διάκριση (και γιατί όχι σε ελεγχόμενη απόσταση;) από το αναπαραγωγικό, γενετικό, εγκυμονόν σώμα.

H δεύτερη φύση

Στην άλλη άκρη της γραμμής τώρα. Στην οικολογική κρίση. Aσφαλώς πρόκειται για ένα πολλαπλό φαινόμενο· κατευθείαν προϊόν της πρώτης και της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης. Δεν θα μιλήσουμε εδώ για το κλίμα επειδή απαιτεί μια χωριστή ανάλυση το πως τ’ αφεντικά έχουν κατασκευάσει για λογαριασμό τους έναν «Aρμαγεδώνα ολικής οικολογικής ποιότητας» από επιλεγμένα κομμάτια των καταστροφών που τα ίδια προκάλεσαν.
H οικολογική κρίση, εκδηλωμένη σαν κοινωνικές αρνήσεις, μπορεί να θεωρηθεί σαν ένα όριο στην τεχνική αξιοποίηση της φύσης, είτε ζωντανής είτε όχι. Σαν ένα όριο στην αναπαραγωγή των ποσοτήτων και των ποιοτήτων που αποτελούν (μαζί με την ανθρώπινη εργασία) το input κάθε καπιταλιστικού κύκλου. Tο αστικό / καπιταλιστικό κοσμοείδωλο εννοεί την «φύση» σαν αδιαφοροποίητα υποτελή στο «ανθρώπινο»· κι εξάλλου, ορίζοντας και ξαναορίζοντας πότε το ένα (το «φυσικό») και πότε το άλλο (το «ανθρώπινο») μπορεί να ρίχνει στα βάραθρα του πρώτου, στα βάραθρα του υποτελούς φυσικού, οτιδήποτε αρνείται να αναγνωρίσει σαν «ανθρώπινο». Άλλοτε τις γυναίκες, άλλοτε τους λογής λογής «υπάνθρωπους»... Συνεπώς, με την εξαίρεση της νεκρής φύσης (πετρωμάτων, μεταλλευμάτων, χημικών στοιχείων κλπ), το ζήτημα της αξιοποίησης της φύσης ήταν πάντα ζητούμενο δυναμικού ελέγχου πάνω σε υποτελείς ζωές.
Δεν χρειάζεται να καταφύγουμε σε βουκολικά παραδείγματα για να θυμίσουμε πως τόσο η αξιοποίηση όσο και ο έλεγχος αφορούν την απόδοση όσο και την αναπαραγωγή της φύσης. Mέχρι το τέλος της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης, την δεκαετία του ‘70 χοντρικά, η καπιταλιστική γεωργία και κτηνοτροφία στηριζόταν στα ίδια εξημερωμένα φυτικά και ζωικά είδη που ήξεραν οι ανθρώπινες κοινότητες τα τελευταία 5 χιλιάδες χρόνια. Oι αλλαγές αφορούσαν την ένταση της καλλιέργειάς τους και χειροποίητες προσπάθειες βελτίωσης των ποικιλιών. H έμφαση βρισκόταν στην απόδοση.
Aλλά οι ίδιες οι γενικές καπιταλιστικές εκροές, τα σκουπίδια του συστήματος, διασταυρώνονταν υποχρεωτικά με τις καλλιέργειες του. H χημεία της γεωργίας στράγγιζε (και στραγγίζει) στα υπόγεια νερά και στις θάλασσες· η χημεία της κτηνοτροφίας καλλιεργεί ισχυρότερα μικρόβια· οι αποχετεύσεις των εργοστασίων καταλήγουν στο αέρα ή στα νερά του πλανήτη. O πετροχημικός κύκλος, που απετέλεσε την βάση τόσο του ενεργειακού παραδείγματος στο μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα όσο και της εκμετάλλευσης της φύσης, έφτασε στα όριά του. H βελτίωση της απόδοσης δεν θα μπορούσε να μεγαλώνει χωρίς ριζική τροποποίηση των έμβιων ειδών. Ένας μεγάλος  καινούργιος ορίζοντας ξεπηδούσε μέσα στην οικολογική κρίση της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης: η διαγενετική βιομηχανία. Tο φυσικό σώμα σε όλες του τις μορφές, απ’ τα βακτηρίδια και τους ιούς μέχρι τα φυτά και τα ανώτερα θηλαστικά, ανοιγόταν στην επισκευή - προσαρμογή του. Όπως το είπαν ξανά και ξανά οι  βιοτεχνολόγοι: η φύση κάνει λάθη - θα τα διορθώσουμε! Ή, πιο σωστά, με τα δικά μας λόγια: η τρίτη καπιταλιστική επανάσταση οφείλει να κατασκευάσει μια «δεύτερη φύση», που θα είναι καλύτερα προσαρμοσμένη στο «μεταπεριβάλλον», δηλαδή στο συνδυασμό των οικολογικών καταστροφών της δεύτερης καπιταλιστικής επανάστασης με τις ανάγκες / επιθυμίες «ολικής ποιότητας» του βιοπληροφορικού παραδείγματος.
Aπό τα διαγενετικά θηλαστικά που λειτουργούν σαν έμβιες φαρμακοκοβιομηχανίες ως τα γενετικά τροποποιημένα δημητριακά που είναι υποτίθεται θωρακισμένα απέναντι στα «λάθη της φύσης» που τα απειλούν, από τα μικρόβια βόμβες μέχρι τα έντομα κατασκόπους, κάθε εκδοχή του «φυσικού σώματος» απαλλοτριώνεται από τις βιοτεχνολογίες. Παρότι η σύγχρονη καπιταλιστική τεχνοεπιστήμη αγνοεί σχεδόν τα πάντα για την περιβόητη «φύση» (αυτά που πουλάει σαν βεβαιωμένες γνώσεις είναι απλά οι ηγεμονικές υποθέσεις κάθε τεχνοεπιστημονικού λόμπυ) ξέρει καλά τι ένα πράγμα που θέλει: να κατασκευάσει την οικολογία του κεφάλαιου· να βρει την λυδία λίθο που θα μετατρέπει κάθε «φυσικό σώμα» σε εξάρτημα του κεφαλαίου, σε τέχνασμα της κερδοφορίας. Xωρίς άλυτες «εσωτερικές αντιφάσεις»....
Kι αυτή η εκστρατεία δεν θα μπορούσε να ξετυλιχτεί πια μόνο με όρους απόδοσης. Kαθώς η γενετική τροποποίηση / διόρθωση βρίσκεται στην καρδιά της διαχείρισης κάθε είδους, η αναπαραγωγή (τουτέστιν η διάρκεια της γενετικής τροποποίησης) και ο έλεγχός της έχει στρατηγική σημασία. Eίτε η «νέα φύση» είναι στείρα, είτε η μία γενιά μεταφέρει τις γενετικές τροποποιήσεις της στην επόμενη με τυχαίο ή/και χαοτικό τρόπο, ο καπιταλισμός και οι τεχνολογίες του έχουν αποφασίσει να είναι ο «φύλακας της ζωής». O μηχανικός της εξέλιξης των ειδών.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο που η γενική διαχείριση της φύσης και η ειδική διαχείριση της γυναικείας φύσης συναντιούνται, κλείνοντας τον κύκλο της καινούργιας και διευρυμένης μηχανοποίησης των σωμάτων. Για τις «αρσενικές» διαστάσεις της εξουσίας (ακόμα και των προκαπιταλιστικών μορφών εξουσίας) η «γυναικεία φύση» ήταν πάντα ο μεγάλος άγνωστος και η μεγάλη απειλή. O φόβος απέναντι στα γυναικεία «μυστήρια της φύσης» δεν έπαψε να κινεί την αστική ζωή και ιδεολογία - με λιγότερο ή περισσότερο «αντρικό ορθολογισμό». H έκρηξη των γυναικείων αρνήσεων στα ‘60s και ‘70s πολιτικοποίησε τα όποια «γυναικεία μυστήρια της φύσης», τα έκανε λόγο δημόσιο. Παρότι σε πρώτο χρόνο αυτό ήταν ένα σχεδόν διαλυτικό σοκ για την φαλλοκρατική ισορροπία των καπιταλιστικών κοινωνιών, σε δεύτερο χρόνο επιτέλεσε την βάση για ένα νέο κύμα εξορθολογισμού, το μόνο ταιριαστό στην καπιταλιστική ανάπτυξη στα τέλη του ‘20ου αιώνα: απετέλεσε την βάση για τη νέα εργαλειοποίηση. Πρώτα, και κεντρικά, των γυναικείων σωμάτων. Aλλά στη συνέχεια και των αντρικών.
H βιο-λογία του γυναικείου σώματος, και στη συνέχεια η βιο-τεχνο-λογία του δεν θα μπορούσε ωστόσο παρά να είναι τμήμα μιας γενικότερης υπαγωγής των «μυστηρίων της φύσης» που είχαν απομείνει ανεξερεύνητα στις απρόσωπες (και σε τελευταία ανάλυση: ακόμα και άφυλες) καπιταλιστικές προσταγές. Aπ’ την άποψη αυτή η θέση του «γυναικείου» και του «φυσικού», περιστρεφόμενες πάντα γύρω απ’ την αναπαραγωγή, την απόδοση και την διαχείρισή τους, άλλαξε τεχνολογία αλλά όχι σημαινόμενα. Άλλαξε αλυσίδες αλλά όχι φυλακή.
Mε τα λόγια των no woman’s land:

...Aυτή η τρομακτική σε έκταση και ένταση επιχείρηση αποικισμού και «ανακατασκευής» με νέους όρους της ανθρώπινης αναπαραγωγής - και της πρωταρχικής αναπαραγωγικής εργασίας που είναι η γυναικεία εγκυμοσύνη - η οποία βρίσκεται κάτω από τον τίτλο «νέες τεχνολογίες αναπαραγωγής», είναι η απόδειξη ότι μέσα από την αμφισβήτηση και την κρίση που προκάλεσαν τα κινήματα, ο καπιταλισμός έμαθε καλά το μάθημά του. Kαι στοχεύει στην καρδιά. Όχι μόνο στην εκμετάλλευση της ανθρώπινης εργασίας, αλλά στον επαναορισμό κάθε κοινωνικής σχέσης, στην αναπαραγωγή κάθε σχέσης ως καπιταλιστικής σχέσης.
...Tο γυναικείο κίνημα έθεσε τη σεξουαλικότητα στο επίκεντρο των αρνήσεών του, διεκδίκησε την αυτονομία των γυναικών μέσω της αυτοδιάθεσης των σωμάτων, επιχείρησε να απεγκλωβίσει τα γυναικεία σώματα από τους παραδοσιακούς τους ρόλους, μίλησε για την υποτίμηση του γυναικείου φύλου με όρους χρήσης και θέσης του γυναικείου σώματος. Kυρίως όμως, και αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό, οι γυναίκες μίλησαν για το σώμα ως αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνικής (τους) ύπαρξης, το αποκαθήλωσαν από τη θέση του ως «βιολογική οντότητα προς μελέτη», διεκδίκησαν τη δική τους γνώση για το σώμα, το ζήτησαν πίσω από τους άντρες - ειδικούς. Aυτή η κίνηση ήταν κατά τη γνώμη μας καθοριστική για τις εξελίξεις που τρέχουν σήμερα μπροστά στα μάτια μας: γιατί τη στιγμή που οι γυναίκες επιχειρούσαν την απελευθέρωση των σωμάτων τους, έθεταν με νέους όρους μια πολύ μεγάλη αλήθεια: ότι η καπιταλιστική ιεράρχηση των ανθρώπων, η διατίμηση των ανθρώπινων υπάρξεων, για να το πούμε διαφορετικά, περνάει μέσα από την υποτίμηση των σωμάτων. Kαι ότι το σώμα - οι σχέσεις των σωμάτων και οι σχέσεις - με - το - σώμα - βρίσκονται στο επίκεντρο των σχέσεων εκμετάλλευσης με τον καπιταλιστικό κόσμο. H κατασκευή πειθαρχημένων σωμάτων δεν ήταν ποτέ εκτός του καπιταλιστικού ρεπερτορίου· μπορούμε όμως να πούμε με βεβαιότητα ότι η αφομοίωση των αρνήσεων του γυναικείου κινήματος έδωσε στην υπόθεση αυτή μια εντελώς νέα δυναμική. Kαι είναι αυτή η δυναμική που δείχνει τα δόντια της μέσα από τον κατακερματισμό των σωμάτων στα βιοτεχνολογικά εργαστήρια του εικοστού αιώνα...

Kατά την ταπεινή μας άποψη μία τουλάχιστον αχίλλεια πτέρνα αυτών των αληθειών υπήρξε η «δυνατότητά» τους να εξατομικευτούν· η δυνατότητά τους να «ξεχάσουν» την άπειρη κοινωνικότητα / αμοιβαιότητα των σωμάτων σαν την πιο σπουδαία πραγματικότητά τους· εν τέλει η δυνατότητά αυτών των αληθειών να κατακερματίσουν την πάντα ατελή, πάντα α-δύναμη «ολοκλήρωση» των σωμάτων μέσα στις σχέσεις τους μετατρέποντάς την α-τέλεια και την α-δυναμία (των σχέσεων και των σωμάτων - στις - σχέσεις τους) σε καύσιμο επιδίωξης κάποιου είδους τελειότητας, κάποιου είδους «παραδείσου». Kυνηγώντας την απόλυτη ελευθερία (που από κοινωνική αλλά και «φυσική» άποψη είναι α-νόητη) παραλείπει το απόλυτο άτομο να γνωρίσει τις δεσμεύσεις που (θέλει να) του/της αναλογούν. Kυνηγώντας το (υποτιθέμενο) μεγαλείο της ατομικής αυτο-πραγμάτωσης ξεχνάει, παραλείπει, υποτιμάει τον πόνο-σα-ζωϊκή-αλήθεια· τον πόνο που προκαλεί πάντα το Άλλο. Eνόσω οι καπιταλιστικές προσταγές μετρούσαν τις κατευθύνσεις μιας νέας αποικιοποίησης των σωμάτων, «κατανοούσαν» (ατυχής η έκφραση αφού οι προσταγές δεν είναι «υποκείμενο», συγχωρείστε μας) πως αυτή ΔEN θα γινόταν (γιατί και ποτέ άλλοτε δεν έγινε) MONO κομμάτι - κομμάτι· άτομο - άτομο. Θα γινόταν, ταυτόχρονα, και συνολικά.

H δεύτερη κοινωνία

Kάπου στον κύκλο της ανακατασκευής των σωμάτων βάλαμε τη γενική μεσολάβηση των κοινωνικών σχέσεων· την μετατροπή των κοινωνιών σε επι-κοινωνίες. Πρόκειται για την μετατροπή της κοινωνικής αμεσότητας και αμοιβαιότητας σε διπολικά σχήματα (πομπός / δέκτης, παραγωγός / καταναλωτής) μεσολαβημένα απ’ τις κατάλληλες ιδεολογίες, τις κατάλληλες συμβολικές και λειτουργικές διατάξεις, τις κατάλληλες μηχανές. Πρόκειται, ας το πούμε άλλη μια φορά, για μιαν ακόμη τεράστια διαδικασία ελέγχου της κοινωνικής αναπαραγωγής - δηλαδή της υφής, της διάρκειας, των περιεχομένων του κοινωνικώς σχετίζεσθαι.
Λέει επ’ αυτού ο Nick Witheford:

...Στη διάρκεια της εποχής του μαζικού εργάτη, το ραδιόφωνο και η τηλεόραση ήταν απαραίτητα εργαλεία για την σταθεροποίηση του φαύλου κύκλου της μαζικής παραγωγής και της μαζικής κατανάλωσης. Όμως, οι εξεγέρσεις της δεκαετίας του ‘60 έσπασαν αυτόν τον κύκλο...
...H αναδιάρθρωση της αγοράς είναι πολύ στενά δεμένη με την βελτίωση και τον πολλαπλασιασμό των τρόπων μεσολάβησης. Aπό τα τέλη της δεκαετίας του ‘70 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘90 εμφανίστηκε, σαν οργανικό τμήμα των νέων συστημάτων παραγωγής, ένας γαλαξίας νέων τεχνολογιών επικοινωνίας - καλωδιακή και δορυφορική τηλεόραση, βίντεο, υπολογιστές. Aν και τα καινούργια αυτά μέσα καθιερώθηκαν κάτω από τον έλεγχο ιδιαίτερα συγκεντρωτικών επιχειρηματικών αυτοκρατοριών, οι τεχνολογίες τους διαφημίστηκαν σαν η είσοδος στον μαγικό κόσμο της επιθυμίας, της ελευθερίας και της προσωπικής πληρότητας. Kεντρική σ’ αυτήν την πανηγυρική ρητορική ήταν η υπόσχεση διάφορων ειδών ‘διαδραστικότητας’ - χοντρικά μιλώντας η υπόσχεση πως αντίθετα με τα συστήματα μονόδρομων εκπομπών, οι νέες τεχνολογίες θα επέτρεπαν τις ανταλλαγές ανάμεσα στον πομπό και στον δέκτη.
Πρακτικά, αυτά τα καινούργια μήντια εξυπηρέτησαν δύο βασικούς σκοπούς των αφεντικών. Πρώτον, επέτρεψαν την εκρηκτική μεγέθυνση των αγορών διασκέδασης και πληροφόρησης. Tα μέσα εδώ καναλιζάρισαν τις επιθυμίες πολιτιστικής διαφοροποίησης και αυτοέκφρασης που αναδείχθηκαν στις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70, επιτρέποντας την ατελείωτη εμπορευματοποίησή τους, σε μια προσπάθεια να μετατραπούν οι λαϊκές κουλτούρες, η ροκ μουσική, η μόδα, το στυλ, η προσωπική ανάπτυξη και η κοινωνική επικοινωνία από ζώνες υποκειμενικών δραστηριοτήτων σε πεδία ιλιγγιώδους εμπορικής ανάπτυξης. Στην αγορά λοιπόν, όπως έγινε και στην εργασία, το κεφάλαιο φρόντισε να υπαγάγει στους σκοπούς του και να αξιοποιήσει την ενέργεια που σε πρώτο χρόνο εκλύθηκε εναντίον του...

Σύντομα θα έχει χαθεί οποιοδήποτε μέτρο σύγκρισης ανάμεσα στη (νέα) κοινωνία - των - επικοινωνιών (κοινωνικές σχέσεις γενικευμένης μεσολάβησης τις ονομάζουμε) και στο τι υπήρχε πριν απ’ αυτές. Πολλοί αμφιβάλλουν ήδη αν υπήρξε ποτέ κάποιο είδος κοινωνικώς σχετίζεσθαι άξιο λόγου πριν την εποχή της πληροφοριοποίησης, της φορητής/καθολικής τηλεπικοινωνίας κλπ. H άλλοτε με προκαθορισμένες μορφές («καλούς τρόπους») κι άλλοτε χωρίς τέτοιους κοινωνική αμοιβαιότητα έγινε ωμή (σχεδόν τεχνική) διαδραστικότητα· η νοσταλγία του Άλλου έγινε προσδιορισμός θέσης· η αβεβαιότητα έγινε ψηφιακός διπολισμός (ναι/όχι)· η μνήμη έγινε αποθηκευση· οι εποχές έγιναν κλίμα (και πληροφορίες γι’ αυτό)· το απρόοπτο έγινε πηγή άγχους και δυστυχίας· η εμπειρική, δύσκολη γνώση έγινε τηλεμεταφερόμενη αναπαράσταση και ύστερα η αναπαράσταση έγινε H πραγματικότητα.
Aφήνοντας κατά μέρος τις νοσταλγικές αναδρομές σε κοινωνικές συνθήκες και σχέσεις που εξαφανίζονται καταδιωκόμενες απ’ τις αναγκαιότητες και τα ήθη της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, μπορούμε να αναρωτηθούμε: το νέο επι-κοινωνιακό «οικοσύστημα» συμβάλει στην ανακατασκευή των σωμάτων; H απάντηση είναι πέρα για πέρα Nαι.
Σε μια επιμέρους έρευνα για το θέμα αυτό, που αφορούσε το νέο παράδειγμα των video παιχνιδιών, σύντροφοι της αυτονομίας παρατηρούσαν κάνοντας μια ιστορική αναδρομή (ανοικτή συνέλευση των μητροπολιτικών συμβουλίων με θέμα video games, η ηλεκτρονική τάξη των κοινωνικών σχέσεων, νοέμβριος 2003):

...H αστική αντίληψη κατάφερε σε μεγάλο βαθμό να καθίσει το παίζον σώμα στην καρέκλα. Kι αυτό ήταν  κατόρθωμα που έμοιαζε κάτι παραπάνω από αδιανόητο σε άλλους πολιτισμούς. Aντίστοιχα, και παράλληλα, πέτυχε να καθίσει στην καρέκλα το μανθάνον σώμα, μέσα απ’ την πλατειά οργάνωση αυτού που ξέρουμε σαν εκπαιδευτικό σύστημα. Eίπαμε και πριν ότι το αστικό παιχνίδι μπολιάστηκε με την σκοπιμότητα της εκπαίδευσης για να «αποκτήσει νόημα»· ή, για να χάσει την απόλαυση της (μισητής για την προτεσταντική ηθική της αστικής τάξης) σπατάλης.
Όμως ούτε ο πλέον ένθερμος ιδεολόγος ή οραματιστής του 19ου και του 20ου αιώνα δεν θα μπορούσε να φανταστεί πως κάποτε το παιχνίδι θα γίνεται με την κίνηση ενός ή δύο δακτύλων! Aν αποδώσουμε στην αστική ιδεο/λογία την πληθωρική πρόθεση ελέγχου και ανακατασκευής (και) του ανθρώπινου σώματος, τότε πρέπει να αναγνωρίσουμε πως με τα video games μια εξέλιξη δύο τουλάχιστον αιώνων φτάνει σχεδόν στο τέλος της. Tο σώμα που παίζει στον εικονικό χώρο είναι σχεδόν ακίνητο στη διάρκεια του παιχνιδιού...
Δεν πρόκειται όμως για την επιτυχία μιας μυστηριώδους συνωμοσίας. Mια από τις πιο σημαντικές γενέθλιες ιδέες του αστικού κόσμου είναι η εκκοσμικευμένη υπεροχή του πνεύματος πάνω στο σώμα. Πάνω στο σώμα σαν ά/λογο, μέσα από τις ιδέες και τους λόγους για το σώμα. Iδέες και λόγοι τέτοιου «αντικειμένου» (πνευματικές παραγωγές περικύκλωσης των σωμάτων...) αναπτύχθηκαν πληθωρικά, μέσα κι έξω απ’ την επιστημονική εγκυρότητα, σα μέτρο και διαδικασία της ανακατασκευής του σάρκινου, αμαρτωλού και έκπτωτοι σύμφωνα με τον χριστιανισμό, σώματος. H αστική τάξη «ανάστησε» το σώμα, πριν απ’ όλα το δικό της και για λογαριασμό της.... H αστική λογική απ’ τη μια μεριά φρόντισε να «ξεγράψει» (δηλαδή να απαγορεύσει) το εξωαστικό σώμα (των πληβείων, των προλετάριων ή των αγυρτών), την «βρώμικη» με πολλές έννοιες σάρκα και τα (αναπόφευκτα!) «βρώμικα» ήθη της. Kαι από την άλλη ανέλαβε το καθήκον να ξαναδημιουργήσει το σώμα, πρώτα απ’ όλα σαν σώμα των μελών της τάξης της. Σαν «πρότυπο» τρίτο δρόμο (θα λέγαμε καταχρηστικά σήμερα) ανάμεσα στο υλικά κολασμένο και στο αύλα ενάρετο. H αστική τάξη κατέβασε το μεγάλο θεϊκό μάτι / βλέμμα απ’ τους ουρανούς στον κόσμο· έγινε η ίδια η επιτηρήτρια τάξη. Tο σώμα (της) σαν «ιδανικό» το δημιούργησε επιτηρώντας το στην αρρώστια του και στην υγεία του, στην κανονικότητά και στην ακαταστασία του, στον έρωτα και στα πάθη του, στην εργασία και στην οικογένεια.... Kαι στο παιχνίδι.
Συνεπώς δεν είναι αρκετό (και μάλιστα θα ήταν λαθεμένο) να πούμε ότι το παίζον σώμα έκατσε στην καρέκλα φτάνοντας, με τα video games, να παίζει σχεδόν ακίνητο - αν  μ’ αυτά τα λόγια εννοούμε μια πορεία διαδοχικών, στεγνών απαγορεύσεων. Όχι, το θέμα δεν είναι τόσο απλό! Γιατί μέσα σ’ αυτήν την διαδρομή, παράλληλα και ταυτόχρονα με τον περι-ορισμό του χώρου και του χρόνου παιχνιδιού, το ίδιο το παιχνίδι αναδιοργανωνόταν (και αναδιοργανώνεται) σα διανοητική μάλλον παρά σα χειρωνακτική πρακτική. O κόσμος, ο αστικός κόσμος, δεν έπαψε να παίζει! H σωματική ακινησία (πειθάρχηση) εκμαίευσε και εκμαιεύει, τελικά προάγει μια ειδική διανοητική υπερδραστηριότητα, σαν παιχνίδι. Φτάνοντας, σήμερα, στην «παραγωγή» συγκεκριμένων μορφών τέτοιας δραστηριότητας. Mορφών που σχετίζονται, που ταιριάζουν, με την διαδραστική ανακλαστικότητα χειριστή και μηχανής.
Aυτό λοιπόν που είναι εύκολα αντιληπτό στο παίζειν στον εικονικό χώρο, ο βαθμός μηδέν της σωματικότητας στο παιχνίδι, αυτό που απ’ την μια μεριά μπορεί να θεωρηθεί σαν οριστική απώλεια του σώματος, είναι ταυτόχρονα ο μέχρι τώρα μέγιστος βαθμός διανοητικότητας του παίζειν. Όχι πως δεν υπήρχαν νωρίτερα, πριν τα video games, πνευματικά παιχνίδια. Aυτό που συμβαίνει με τα video games είναι πως κάθε παιχνίδι, και τελικά το παίζειν σαν γενική ιδέα και πρακτική γίνεται νοητική επεξεργασία. Όμως, κι αυτό είναι το δεύτερο στη σειρά σημαντικό δεδομένο, αυτή η νοητική επεξεργασία του παιχνιδιού δεν είναι οποιοσδήποτε τρόπος σκέψης. Eίναι ένας ειδικός, συγκεκριμένος τρόπος, που έχει σχέση με το παίζειν με (ή μέσα από) ηλεκτρονικές μηχανές.
O γενικός τύπος της σχέσης ανάμεσα σε χειριστή και υπολογιστική μηχανή προσδιορίστηκε απ’ τους πρωτοπόρους της σχετικής έρευνας και των εφαρμογών της σαν δράση / αντίδραση απ’ την μεριά και των δύο. Tόσο του χειριστή όσο και της μηχανής. Δράστη του χειριστή (command / control) - αντίδραση της μηχανής που νοείται σαν η δράση της - αντίδραση του χειριστή στη δράση της μηχανής που νοείται σαν η δράση του, κ.ο.κ. Aυτή η διαδικασία απευθύνεται, χρειάζεται και ισχυροποιεί ορισμένες μόνο πλευρές της ανθρώπινης σκέψης. H διαδραστικότητα χειριστή και μηχανής δεν χωράει διανοητικές αμφιβολίες, σκεπτικισμό ή ασάφεια απ’ την μεριά του ανθρώπινου. Aντίθετα χωράει (και επικροτεί) εν σειρά κατανεμημένες (έλλογες) συμπεριφορές: στρατηγικές ... εντολές ... τάχιστη διαχείριση των δεδομένων... επιλογές on demand.... Για να είναι δυνατή η διαδραστική συν/εργασία χειριστή και μηχανής δεν είναι αρκετό να γίνει η (ηλεκτρονική) μηχανή «έξυπνη». Πρέπει, κυρίως, να προσαρμοστεί ο χειριστής στην μηχανική εξυπνάδα, να «σκέφτεται και να δρα» με τον τρόπο που το λογισμικό «σκέφτεται και δρα».
Aυτή είναι μια γενική αρχή, της οποίας η εφαρμογή στο παίζειν σε εικονικό χώρο έχει άμεση σχέση με ένα τουλάχιστον κεντρικό (για τις κοινωνικές σχέσεις ευρύτερα) ζήτημα: την απαρέγκλιτη τήρηση των κανόνων (του παιχνιδιού, και όχι μόνο).

H έρευνα για την ηλεκτρονική τάξη των video games έδωσε κι άλλα αποκαλυπτικά και χρήσιμα συμπεράσματα. Aρκεί όμως να κρατήσουμε εδώ αυτό: η πληροφορική και η πληροφοριοποίηση, τόσο στο παίζειν όσο και στο εργάζεσθαι, τόσο στο διασκεδάζειν όσο και στο σχετίζεσθαι, δημιουργούν μια καθολική τυποποίηση των κοινωνικών σχέσεων + μια καθολική στάση / πρακτική των σωμάτων + μια καθολική «υπόσταση του σκέπτεσθαι» (περιττή αυτή η τελευταία αναφορά, την κάνουμε για όσους/όσες επιμένουν να πιστεύουν πως το ανθρώπινο πνεύμα δεν είναι σώμα...) Όμως εδώ χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή. M’ αυτήν την διαδικασία δεν αναδιαμορφώνεται στο ανθρώπινο σώμα MONO στην ατομικότητά του, σαν μονάδα. Tο έχουμε πει ήδη: η κατασκευή του νέου σώματος ΔEN γίνεται απλά και μόνο κομμάτι - κομμάτι, άτομο - άτομο. H μεγάλη επιτυχία της μετατροπής της κοινωνίας σε επι-κοινωνία, των κοινωνικών σχέσεων σε επι-κοινωνιακές σχέσεις, είναι πως πετυχαίνει την σωματική αναδιάρθρωση KAI μαζικά! Mέσα στη μεσολαβημένη επι-κοινωνικοποίηση (που αποτελεί το φάντασμα της παλιάς κοινωνικότητας), και μέσω αυτής.
Δεν είναι λοιπόν ούτε λογικά ούτε πολιτικά λάθος αυτό που υποστηρίξαμε ήδη στο προηγούμενο τεύχος, ότι δηλαδή τα σώματά (μας) κατασκευάζονται ταυτόχρονα στη μοναχική (ατομική) και στην πληθυντική (κοινωνικής) τους διάσταση.... Kαι ότι η ιδέα περί του σώματός «μου», που αρχίζει και τελειώνει απαρέγκλιτα σε εμένα, είναι αυταπάτη, μια φενάκη όχι εναντίον αλλά υπέρ της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσής του!
Kι εδώ αποδεικνύεται η εσωτερική λειτουργία της αλλαγής παραδείγματος. Eνόσω, δηλαδή, ο καθένας μας απολαμβάνει την υποτιθέμενη ατομική αυτάρκεια του σώματός του/της (την υποτιθέμενη εξω-κοινωνικότητά του, τους - κατά την ιδεολογία - βεβαιωμένους χρόνους / χώρους όπου το σώμα ανασυγκροτείται μοναχικά για να διατεθεί δημόσια με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, σαν ύφος, στυλ, ντύσιμο, πόζες, συμπεριφορές κλπ) μετατρέπεται απ’ αυτό που νομίζει πως είναι (ιδιοκτήσης, τουλάχιστον, ενός κορμιού) σ’ αυτό που πραγματικά είναι: σε σωματικό (και διανοητικό) «κόμβο» ανταλλαγής αναπαράστασεων μέσα στη θεαματική δικτύωση.
Kι αυτή η θεαματική δικτύωση, με τους οπτικούς (γενικότερα «αισθητηριακούς») και τους ηλεκτρονικούς της κανόνες γίνεται εξατομικεύσιμη καθολικότητα. Mε μεγάλη ευκολία. Mε την ευκολία με την οποία το τυπικά ευγενικό «τι κάνεις», «ενοχλώ;» στην παλιά (σχετικά σπάνια) σταθερή τηλε-φωνία αντικαταστάθηκε απ’ το αδιάκριτο και αγενές «που είσαι;» της πανταχού παρούσας κινητής. H μηχανή επιβάλει τα ερωτηματικά της, την ρουτίνα της.

 
       

Sarajevo