Σχέδιο της Θεσσαλονίκης το 1917. Mε μαύρο χρώμα η κατεστραμμένη περιοχή της πόλης μετά την πυρκαγιά του Aυγούστου.
[ Μεγέθυνση ]
Τμήμα της κατεστραμμένης περιοχής σε αεροφωτογραφία της γαλλικής αεροπορίας.
Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2006. Στο μεγαλοαστικό προάστιο της Θεσσαλονίκης, οι ταφόπλακες του κατεστραμμένου εβραϊκού νεκροταφείου “διακοσμούν” τις μάντρες στις βίλες των πλουσίων. Οι επιγραφές είναι επιδεικτικά στραμμένες προς το εξωτερικό. Για να φαίνεται ποιοι “κέρδισαν το παιχνίδι”...
(Η φωτογραφία είναι από το ιστολόγιο agitprop)
Eπάνω: Iούλης 1942. Oι άντρες εβραίοι συγκεντρώνονται
στην πλατεία Eλευθερίας προκειμένου να στρατολογηθούν σε καταναγκαστικά έργα....
Kάτω:... και οι ναζί τους υποβάλλουν σε εξευτελισμούς.
|
|
ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΒΟΥΡΚΟΥ (δ μέρος)
Καλά κρυμμένες ιστορίες του ελληνικού ιμπεριαλισμού
Οι έλληνες δεν θέλουν να επηρεάζουν οι εβραίοι την ελληνική πολιτική σκηνή... Οι εβραίοι της Θεσσαλονίκης ακολουθούν εθνική εβραϊκή πολιτική. Δεν είναι έλληνες και δεν νιώθουν έλληνες. Επομένως δεν πρέπει να ανακατεύονται στις ελληνικές υποθέσεις... Οι εβραίοι της Θεσσαλονίκης δεν είναι έλληνες πατριώτες αλλά εβραίοι πατριώτες. Αισθάνονται πιο κοντά στους τούρκους απ’ ότι σε μας... Δεν θα επιτρέψω στους εβραίους να επηρεάζουν την ελληνική πολιτική.
Ελευθέριος Βενιζέλος, 1934
Είδατε τη Θεσσαλονίκη σήμερα; Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι λαμπερά αστέρια που τα φορούσαν οι βρωμοεβραίοι!
εφ. Απογευματινή (Θεσσαλονίκης), 1943
Παραδέχομαι, θα πω, μια κουβέντα του προέδρου μας Σαρτζετάκη, ότι είμαστε λαός ανάδελφος… Αλλά χωρίς αυτόν το φανατισμό και την αυτογνωσία που έχουν οι εβραίοι. Είμαστε δύο λαοί ανάδελφοι στον κόσμο, εμείς και οι εβραίοι, αυτοί όμως έχουν το φανατισμό και καταφέρνουν να επιβάλλονται… Σήμερα μπορούμε να πούμε ότι αυτός ο μικρός λαός είναι στη ρίζα του κακού… Το γεγονός ότι είμαστε χαλαροί και δεν έχουμε γίνει επιθετικοί είναι επειδή εμείς είχαμε πολύ περισσότερα όπλα, αυτοί είχαν τον Αβραάμ, τον Ιακώβ, σκιές… Εμείς είχαμε ολόκληρο Περικλή εδώ. Φανταστείτε τι θα γινόταν η ελλάδα, αν είχαμε την επιθετικότητα των εβραίων!
Μίκης Θεοδωράκης, 2003
Όταν ο Χίτλερ διέταξε τη σύλληψη των εβραίων, στην ελλάδα υπήρχαν τότε 77.377 έλληνες υπήκοοι εβραϊκής καταγωγής. Απ' αυτούς συνελήφθησαν οι 69.151 και στάλθηκαν στα στρατόπεδα φρίκης, απ' όπου επέστρεψαν μόνον οι 2.000. Από τους 8.226 διαφυγόντες τη σύλληψη, οι 6.576 βρήκαν καταφύγιο, βοήθεια και περίθαλψη σε ελληνικές οικογένειες και διασώθηκαν, άλλοι 1.000 βοηθήθηκαν και κατέφυγαν στη Μέση Ανατολή, όπως το ζήτησαν, και οι 650 πήραν τα όπλα και πολέμησαν στο αντάρτικο. Δεν μετανιώνουμε, σε καμιά απολύτως περίπτωση, για τη βοήθεια που προσφέραμε στους εβραίους συνανθρώπους μας στη διάρκεια της Κατοχής… Εμείς, δεν είμαστε επιλήσμονες. Δεν ξεχνούμε το ολοκαύτωμά τους. Δεν μετανιώνουμε για τη βοήθεια που τους προσφέραμε.
Μανόλης Γλέζος, 2006
Το 1997 η Θεσσαλονίκη ανακηρύχτηκε πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης. Ήταν ένα πραγματικό γλέντι του "πολιτισμού" τους· δέκα χρόνια μετά κι ακόμη δεν έχει τελειώσει η δικαστική έρευνα για το πλιάτσικο που έγινε στα ταμεία της πολιτιστικής πρωτεύουσας, με τις υπερτιμολογήσεις, τα "έργα" που κατασκευάστηκαν μόνο στα χαρτιά, τις προμήθειες, τις αργομισθίες και τα δωράκια σε "καλλιτέχνες" κι "επώνυμους". Ο χώρος, χρόνος και χρήμα που άφησαν στην άκρη οι μαφιόζοι κι οι εργολάβοι του πολιτισμού αφιερώθηκαν σε φιέστες κατανάλωσης, θεάματος και ιδεολογίας. Ευρωπαϊκός αέρας, βαρέων βαρών τέχνη, μοντέρνα ρεύματα, νεανικές κουλτούρες, σε συνδυασμό με ισχυρές δόσεις μεγαλέξανδρου, ελληνοχριστιανισμού και βυζαντίου ήταν ό,τι έπρεπε για να σκεπαστεί με μια κουρτίνα "πολιτισμού" ο απογειωμένος εθνικισμός και τα ανανεωμένα επεκτατικά σχέδια του ελληνικού κράτους. Η προώθηση της Θεσσαλονίκης - πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης ήταν μια καθόλου τυχαία επιλογή, την εποχή ακριβώς που η πόλη ήταν στην πρώτη γραμμή της επιθετικής πολιτικής εναντίον του νεοσύστατου μακεδονικού κράτους. Τα ίδια στελέχη του ελληνικού κατεστημένου με το ένα χέρι πουλούσαν φούμαρα πολιτιστικής ανωτερότητας και "2.300 χρόνων ελληνικής ιστορίας" και με το άλλο σήκωναν τις σημαίες που έγραφαν "σύνορα με τη σερβία" και "τσεκούρι και φωτιά στα γυφτοσκοπιανά σκυλιά".
Μέσα σ’ αυτήν την γιορταστική ατμόσφαιρα, ήταν που το ελληνικό κράτος βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία για να τακτοποιήσει μερικές γκρίζες εκκρεμότητες από το παρελθόν, σαν μια απαραίτητη συνθήκη προκειμένου να εξυπηρετηθούν σκοπιμότητες που ανοίγονταν στο μέλλον.
Η εκκρεμότητα: το 1997 είχαν ήδη περάσει 54 χρόνια από τον άνοιξη του 1943 όταν οι 56.000 εβραίοι της Θεσσαλονίκης κλείστηκαν απ’ τους ναζί σε γκέτο και στη συνέχεια μεταφέρθηκαν μ’ επιταγμένα τρένα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και την εξόντωση, βάζοντας τέρμα στην ζωή της εβραϊκής κοινότητας, της πολυπληθέστερης την εποχή που η πόλη προσαρτήθηκε απ’ την ελλάδα. Η κοινότητα μετρούσε πέντε αιώνες ύπαρξης και οι τελευταίες πέντε δεκαετίες αποδείχτηκαν αρκετές για να σβήσει από τον χάρτη της πόλης και τον ιστό των κοινωνικών σχέσεων που την συγκροτούν, σχεδόν κάθε τεκμήριο αυτής της ύπαρξης. Ό,τι απέμεινε ήταν πλέον ένας απόηχος, βουβά σημάδια ακατάληπτα για την πλειοψηφία, σκόρπια ονόματα και διηγήσεις αδύναμες να αγκιστρωθούν στην υλικότητα του παρόντος. Το ένα μετά το άλλο, κομμάτια του κόσμου της πόλης είχαν χαθεί, θαμμένα στις χωματερές της ιστορίας κάτω από τόνους ελληνικού μπετόν, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Όπως είχαν χαθεί τα ίχνη της οθωμανικής και μουσουλμανικής Θεσσαλονίκης, έτσι χάθηκε και η σεφαραδίτικη Θεσσαλονίκη. Kι αν για την πρώτη το ελληνικό κράτος ούτε κατά διάνοια δεν θα επέτρεπε ούτε γραμμάριο ανάμνησης - επειδή έχει ανοιχτούς λογαριασμούς με το τουρκικό κράτος - για την δεύτερη έκανε μια μικρή παραχώρηση. Αναγνώρισε ότι η πόλη έχει τα φαντάσματά της και με αφορμή την πολιτιστική πρωτεύουσα τους αφιέρωσε μνημείο, το Μνημείο του Ολοκαυτώματος στην πλατεία Εβραίων Μαρτύρων...
Πλατεία; Τρόπος του λέγειν. Εκεί που κάποτε υπήρχαν οι εβραϊκές φτωχογειτονιές Κάμπελ και 151 περνάνε σήμερα κάποιες από τις μεγάλες οδικές αρτηρίες της πόλης. Στην χιαστί διασταύρωση δύο κεντρικών λεωφόρων, στον περιορισμένο και νεκρό χώρο που απέμεινε μεταξύ τους, που ο δήμος είχε μετατρέψει σ’ ένα μεγάλο όσο και μίζερο παρτέρι κατάλληλο για να βγάζουν οι περίοικοι βόλτα τα σκυλιά τους, αυτό βαφτίστηκε πλατεία κι εκεί εγκαταστάθηκε το 1997 το μνημείο για τις χιλιάδες των δολοφονημένων. Ακριβώς απέναντι απ’ το νοσοκομείο Χιρς, του εβραίου Χιρς, που μετά την προσάρτηση της πόλης το ανάγλυφο όνομά του αποξύθηκε από την πρόσοψη και μετονομάστηκε σε Ιπποκράτειο. Το μνημείο παρέμεινε εκεί μέχρι το 2006, όταν η πλατεία εβραίων μαρτύρων παραχώρησε τη θέση της σ’ ένα τεράστιο υπόγειο πάρκινγκ, γιατί καλές είναι οι μνημειακές εγκαταστάσεις, αλλά ακόμη καλύτερα τα τετράτροχα. Εντωμεταξύ, εκτός από τους περίοικους με τα ζώα τους, την πλατεία και το μνημείο της επισκέπτονταν και μερικά άλλα ζώα, δίποδα και χειρότερα· δεν ήταν λίγες οι φορές που θρασύδειλα φασιστικά τομάρια περνούσαν στη ζούλα και βρώμιζαν τον τόπο. Τελικά το 2006 το μνημείο μεταφέρθηκε στο κέντρο, στην πλατεία Ελευθερίας, σ’ αναβαθμισμένη θέση πλέον κατά πρόσωπο στη θάλασσα. Δεν ήταν τυχαία η μετακόμιση, υπήρχε ακόμη σκοπιμότητα...
Η σκοπιμότητα: το ελληνικό κράτος, έχοντας διαρκώς στο στόχαστρό του τον μόνιμο εχθρό του, το τουρκικό κράτος, όλη την περίοδο των δεκαετιών ’70 κι ’80 επιδίωξε συστηματικά να αναπτύξει προνομιακές σχέσεις με διάφορα αραβικά κράτη και καθεστώτα της Μέσης Ανατολής. Η πολιτική αυτή είχε αναμφίβολα στρατηγικό χαρακτήρα, που αποδεικνύεται περίτρανα από το γεγονός ότι εφαρμόστηκε με συνέπεια από τρεις διαφορετικούς κυβερνητικούς σχηματισμούς στη σειρά: την χούντα των συνταγματαρχών, την δεξιά του Καραμανλή και την σοσιαλδημοκρατία του Παπανδρέου. Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής, η ελλάδα εμφάνιζε ένα βαθμό "φιλο-αραβισμού", άλλοτε συμβολικού κι άλλοτε πραγματικού, ακόμη κι όταν η επιλογή αυτή ήταν ασύμβατη με τις υποχρεώσεις και τις δεσμεύσεις της εντός του νατο και των ευρω-ατλαντικών δομών, εν μέσω του ψυχρού πολέμου και παρ’ όλες τις σχέσεις της εσσδ με ορισμένα μεσανατολικά κράτη. Οι λόγοι αυτής της στρατηγικής δεν ήταν μόνο οικονομικοί, παρόλη την διείσδυση των ελλήνων αφεντικών στην περιοχή, ούτε πήγαζαν από κάποιο περίσσευμα "διεθνισμού" του ελληνικού κράτους. Οι λόγοι ήταν βασικά γεωπολιτικοί: το ελληνικό κράτος επένδυε στον ιστορικό αντιτουρκισμό των αραβικών πληθυσμών και καθεστώτων κι επιδίωκε να επωφεληθεί από αυτόν στον ανταγωνισμό του με την Άγκυρα. Γιαυτό εξάλλου, για να μην "τσαλακωθεί" το φιλο-αραβικό προφίλ, το ελληνικό κράτος αναγνώρισε επίσημα το ισραηλινό μόλις στα 1990!
Μετά όμως από την 11η/9ου, την κλιμάκωση του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού και την ανασύνταξη των αντίπαλων μπλοκ, ο φιλο-αραβισμός έγινε πλέον "καμένο χαρτί" που αντικαταστάθηκε από τον αντιμουσουλμανισμό, τον μοντέρνο ρατσισμό όλου του πρώτου κόσμου. Η μεσανατολική αναδίπλωση του ελληνικού κράτους είχε στην μία της πλευρά τον αντιμουσουλμανισμό και την αποστασιοποίηση από το παλαιστινιακό ζήτημα, αφήνοντας ανέπαφο το δόγμα του αντιτουρκισμού, και στην άλλη της πλευρά είχε αναπόφευκτα την μετατόπιση του "ελληνικού ενδιαφέροντος" από τα αραβικά καθεστώτα προς το ισραήλ. Και πράγματι από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 οι ελληνο-ισραηλινές σχέσεις επανακαθορίζονται και καταλήγουν σε στρατηγική συμμαχία, που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και στρατιωτικές συμφωνίες. Φυσικά, η μετάλλαξη αυτή δεν πέρασε απαρατήρητη από τους άραβες. Το 2000 ο έλληνας πρόεδρος επισκέφτηκε το Τελ Αβίβ, επιβεβαιώνοντας συμβολικά την συμμαχία κι όταν επιχείρησε να πάει στη Ραμάλα, παλαιστίνιοι διαδηλωτές τον υποδέχτηκαν με αβγά και γιουχαΐσματα, ενώ ο Αραφάτ, μετά την συνάντησή του με τον Στεφανόπουλο, έστειλε γράμματα στα αραβικά κοινοβούλια ζητώντας να καταδικάσουν την ελληνική στροφή.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες και προς όφελος της διεθνούς στρατηγικής του ελληνικού κράτους είναι που προέκυψε η καθυστερημένη κατά μισό αιώνα δημόσια αναγνώριση της εξόντωσης της εβραϊκής κοινότητας Θεσσαλονίκης και η ανέγερση μνημείων: ως μια "φιλική", συμβολική χειρονομία προς το ισραηλινό κράτος. Δεν είναι τυχαίο ότι την ίδια εποχή που στήνεται το θεσσαλονικιώτικο μνημείο, αντίστοιχες κινήσεις γίνονται σε διάφορα μέρη της ελλάδας, εξυπηρετώντας ευθέως (αν δεν ήταν κεντρικά σχεδιασμένες) τις δημόσιες διεθνείς σχέσεις του υπουργείου εξωτερικών. Άλλωστε και η μετακόμιση του μνημείου σε αντίστοιχους λόγους οφείλεται. Το 2006 έγινε η πρώτη επίσημη επίσκεψη ισραηλινού προέδρου, του Κατσάβ, στο ελληνικό κράτος και μαζί με τον Παπούλια επισκέφτηκαν το μνημείο. Ποιο σημείο θα εξυπηρετούσε καλύτερα τον συμβολισμό αυτής της επίσκεψης; H ταράτσα του πάρκινγκ;
Η σκοπιμότητα βέβαια δεν εξαντλείται εδώ. Αυτού του είδους η μνημειακή αντιμετώπιση της ιστορίας απ’ τις ελληνικές κρατικές υπηρεσίες, πέρα από το να "ικανοποιεί" συμμάχους, είναι ταυτόχρονα μια τελετουργία αποποίησης ευθυνών. Η εβραϊκή Θεσσαλονίκη εξοντώθηκε στους θαλάμους αερίων των στρατοπέδων συγκέντρωσης, η ενοχή βαραίνει το τρίτο ράιχ, την ταφόπλακα έβαλαν οι ναζί, όλο το δράμα αρχίζει και τελειώνει με την κατοχή. Τίποτε δεν προηγήθηκε, συνεργοί δεν υπήρχαν, κανένα έγκλημα δεν συντελέστηκε στα 30 χρόνια ελληνικής κατοχής, ούτε συνεχίστηκε μετά την αποχώρηση των γερμανών. Αυτά υπονοεί το μνημείο για λογαριασμό του ελληνικού κατεστημένου, που θα προτιμούσε να μείνουν στην αφάνεια η ένταση του ντόπιου αντισημιτισμού πριν την γερμανική εισβολή, οι ρατσιστικές εκστρατείες του ελληνικού τύπου, η συστηματική περιθωριοποίηση της εβραϊκής κοινότητας, οι κρατικές φασιστικές συμμορίες που έδρασαν εναντίον της και προς όφελος των ελλήνων αφεντικών και η οργανωμένη λεηλασία των υπαρχόντων της κοινότητας από τη στιγμή που οι έλληνες πήραν το πάνω χέρι στη Θεσσαλονίκη. Το μνημείο της ναζιστικής ενοχής ήταν ταυτόχρονα σύμβολο ελληνικής "αθωότητας" και σαν τέτοιο "υιοθετήθηκε" απ’ το ελληνικό κράτος. Κανένας δεν ήθελε να σκαλίζει παλιές ιστορίες και να βγάζει σκελετούς από την ντουλάπα. Παλιές ιστορίες...
Η μεγάλη πυρκαγιά του 1917
Το μεσημέρι του Σαββάτου 18 Αυγούστου 1917, στη διεύθυνση Ολυμπιάδος 3, στη συνοικία Μεβλανέ, μεταξύ κέντρου και Άνω Πόλης, ένα προσφυγικό φτωχόσπιτο πήρε φωτιά που γρήγορα μεταδόθηκε σε μια διπλανή αποθήκη με άχυρο. Η αρχική αδράνεια των γειτόνων (παρ’ ότι οι πυρκαγιές ήταν πολύ συχνές στην Θεσσαλονίκη) και η έλλειψη νερού δεν επέτρεψε την άμεση κατάσβεση κι εξαιτίας του δυνατού αέρα η πυρκαγιά μεταδόθηκε στα γύρω σπίτια κι άρχισε να εξαπλώνεται ανεξέλεγκτα. Σχηματίστηκαν δύο πύρινα μέτωπα που κατευθύνθηκαν το ένα προς ανατολικά και το δεύτερο προς την παραλία, μέσα από την πυκνή δόμηση του κέντρου όπου το ξύλο ήταν το βασικό οικοδομικό υλικό. Τα ξημερώματα της επόμενης μέρας ο αέρας δυνάμωσε, άλλαξε κατεύθυνση και τα δύο μέτωπα κατέστρεψαν ολοσχερώς το εμπορικό κέντρο. Το βράδυ της 19ης Αυγούστου η πυρκαγιά κόπασε φτάνοντας στην παραλία και προς τα ανατολικά στην λεωφόρο Χαμιντιέ (σημερινή Εθνικής Αμύνης).
Η καταστροφή ήταν ασύλληπτη: μέσα σε 32 ώρες η πυρκαγιά κατέστρεψε 9.500 σπίτια σε έκταση ενός εκατομμυρίου τετραγωνικών μέτρων, αφήνοντας πίσω της 70.000 άστεγους. Το ένα τρίτο της πόλης είχε καεί, ενώ το παλιό κέντρο είχε σχεδόν ολοκληρωτικά καταστραφεί. Επίσης καταστράφηκαν 4.096 από τα 7.695 καταστήματα αφήνοντας ανέργους το 70% των εργαζομένων.
Η μόνη πιθανότητα να διασωθεί η πόλη θα ήταν αν είχε κινητοποιηθεί ο συμμαχικός στρατός της Aντάντ που έτσι κι αλλιώς ήταν ο μόνος που είχε τα μέσα, αλλά ευθύνονταν κιόλας για την έλλειψη νερού, αφού οι 150.000 στρατιώτες απομυζούσαν τα περιορισμένα αποθέματα. Φυσικά, σαν οποιοδήποτε κατοχικό στρατό, το τελευταίο που απασχολούσε το συμμαχικό στρατηγείο ήταν τι θ’ απογίνει η πόλη και απαγόρευσε να περιοριστεί η παροχή νερού στα στρατόπεδα που ήταν διάσπαρτα στα περίχωρα. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Στρατιώτες της Aντάντ, ιδίως γάλλοι, λεηλάτησαν πολλά σπίτια και καταστήματα και εμπόδιζαν σε διάφορες περιπτώσεις τους κατοίκους να διασώσουν τα υπάρχοντά τους για να τ’ αρπάξουν οι ίδιοι. Επιπλέον, απαιτούσαν αμοιβή από τους πανικόβλητους κατοίκους για να τους βοηθήσουν να μεταφέρουν τα πράγματα τους σε ασφαλή μέρη. Το πλιάτσικο και η καταστροφική αδιαφορία ήταν η συνεισφορά των συμμάχων στη μεγάλη πυρκαγιά και για μία ακόμη φορά ο κατοχικός στρατός πρόσφερε εξ αντικειμένου μεγάλη υπηρεσία στις ελληνικές αρχές.
Το βάρος των συνεπειών της πυρκαγιάς έπεσε κατά το μεγαλύτερο μέρος στις πλάτες της εβραϊκής κοινότητας. Από τους 70.000 άστεγους, οι 50.000 ήταν εβραίοι· τα "καμμένα" (όπως έμεινε γνωστή η κατεστραμμένη περιοχή) εκτείνονταν πάνω στις ιστορικές γειτονιές τους· από τις 33 συναγωγές οι 16 κάηκαν, όπως και η αρχιραββινεία με όλο το αρχείο της· οι οικονομικές επιπτώσεις στην μικρή παραγωγή και το εμπόριο ήταν ανυπολόγιστες· η πλειοψηφία των εβραίων εργατών, χωρίς δουλειές και με χαμένο βιός, εγκαταλείφθηκε έρμαιο της φιλανθρωπίας· για μήνες μετά την πυρκαγιά εκατοντάδες εβραίοι συνέχιζαν να ζουν σαν τα φαντάσματα ανάμεσα στα χαλάσματα· για πολλούς η μετανάστευση έγινε η μόνη διέξοδος και σωτηρία και (με κρατική ενθάρρυνση) χιλιάδες πήραν τον δρόμο για τις δυτικές χώρες. Αλλά αυτό που βιώθηκε από την εβραϊκή κοινότητα σαν τραγωδία, για το ελληνικό κράτος αποδείχτηκε μια πρώτης τάξης ευκαιρία, για να συνεχιστεί η διαδικασία ελληνοποίησης της Θεσσαλονίκης (αλλά και καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης των αιωνόβιων δομών της πόλης).
Με την προσάρτηση της Μακεδονίας, η εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης, από τις μεγαλύτερες του ευρωπαϊκού χώρου, παρέμενε ως ένα "αγκάθι" στα πλευρά της ελληνικής διοίκησης. Ο λόγος δεν ήταν κάποιος αόριστος και γενικός αντισημιτισμός, που δεν έλειπε πάντως, αλλά μια ειδική και συγκεκριμένη εχθρότητα ενάντια στους θεσσαλονικείς εβραίους: η Θεσσαλονίκη δεν θα μπορούσε να γίνει πραγματικά "ελληνική", όσο η εβραϊκή κοινότητα διέθετε την οικονομική ισχύ, το πρώτο πληθυσμιακό μέγεθος και την ιστορική και κοινωνική βαρύτητα στη ζωή της πόλης. Αλλά και για δύο επιπλέον λόγους. Ο ένας ήταν ότι μολονότι ήταν υπαρκτή η επιλογή στο εσωτερικό της κοινότητας να αποδεχτεί την καινούρια τάξη πραγμάτων και να "ελληνοποιηθεί" προκειμένου να ενσωματωθεί, η στρατηγική επιδίωξη της Αθήνας ήταν να "τακτοποιήσει" τα συμφέροντα της ελληνικής αστικής τάξης κι όχι να διατηρήσει το προηγούμενο status quo. Μόνο καταλαμβάνοντας ζωτικό χώρο σε βάρος της εβραϊκής κοινότητας και εξωθώντας την στο περιθώριο μπορούσε να επιτευχθεί μακροπρόθεσμα η κυριαρχία των ελλήνων αφεντικών. Ο δεύτερος ήταν ότι δεν υπήρχε καμία "μητρική" χώρα για να σταλθεί σύσσωμη η κοινότητα εκεί, όπως έγινε λίγα χρόνια αργότερα με τους μουσουλμάνους και την ανταλλαγή πληθυσμών. Καμία ισπανία δεν θα δεχόταν τους εβραίους πίσω, πεντακόσια χρόνια μετά την εκδίωξη τους, για να "λυθεί" οριστικά το "πρόβλημα". Κατά συνέπεια, το ελληνικό κράτος έπρεπε να ακολουθήσει διαφορετικές μεθοδεύσεις, πιο μακροχρόνιες και τμηματικές. Kι εκεί είναι που "βοήθησε" η μεγάλη πυρκαγιά του ’17, χτυπώντας την εβραϊκή κοινότητα κι αφανίζοντας το ιστορικό κέντρο που εξακολουθούσε να κουβαλάει την ταυτότητα της οθωμανικής πόλης.
Μετά την καταστροφή, η κινητοποίηση του κρατικού μηχανισμού ήταν άμεση. Ο ίδιος ο Βενιζέλος έλεγε ότι η πυρκαγιά ήρθε "σχεδόν σταλμένη από την θεία πρόνοια". Πράγματι ακόμη κι αν δεν ξεκινούσε από μόνη της, οι έλληνες θα μπορούσαν να την είχαν ανάψει οι ίδιοι. Μόλις έξι μέρες μετά την πυρκαγιά, η κυβέρνηση επέδειξε εξαιρετική ετοιμότητα: όλη η "πυρίκαυστη ζώνη" απαλλοτριώθηκε και απαγορεύτηκε οποιαδήποτε εργασία ανοικοδόμησης. Με συμβουλές του στρατηγού Σαράιγ, αρχηγού των συμμαχικών στρατευμάτων, συγκροτήθηκε επιτροπή πολεοδόμων με επικεφαλής τον βρετανό αρχιτέκτονα Μόσον και εντολή "να αντιμετωπίσει την πόλη σαν ένα άγραφο κομμάτι χαρτί". Στα τέλη του Αυγούστου, με νέο νόμο αποφασίστηκε η κατεδάφιση όλων των κτισμάτων - κατεστραμμένων ή μη - του κέντρου, τρεις μήνες αργότερα η επιτροπή κατέθεσε την πρώτη της μελέτη και υπό τον γάλλο αρχιτέκτονα Εμπράρ, που αντικατέστησε τον Μόσον, ξεκίνησε το πρώτο μεγάλης κλίμακας έργο της ευρωπαϊκής πολεοδομίας στον 20ο αιώνα.
Το σχέδιο της ανοικοδόμησης ήταν ξεκάθαρο στους στόχους του: καπιταλιστική λειτουργικότητα, αποτύπωση στο χώρο των ταξικών διαχωρισμών και (παρ’ όλες τις διακηρύξεις της κυβέρνησης ότι δεν στόχευε στο εβραϊκό στοιχείο) εθνολογικό "νοικοκύρεμα" του πολεοδομικού ιστού. Θεμελιώδης στόχος της επιτροπής, σύμφωνα κιόλας με δηλώσεις του πρώτου επικεφαλής, του Μόσον, ήταν "να αποστερήσει από τους εβραίους τον πλήρη έλεγχο της πόλης". Σύμφωνα με τις προτάσεις, το κέντρο θα έπρεπε να αποδοθεί στη διοίκηση και την οικονομία, να απομακρυνθούν οι ζώνες κατοικίας προς τα περίχωρα και να κατασκευαστούν νέες συνοικίες στα δυτικά αποκλειστικά για την εργατική τάξη. Οι προβλέψεις περιελάμβαναν - πλην του καινοφανούς κι ασύλληπτου για την ιστορία της πόλης διαχωρισμού των λειτουργιών και την κατασκευή εργατικών γκέτο - κτήρια και πλατείες μνημειακών διαστάσεων, ομοιομορφία στο αρχιτεκτονικό στυλ (ακόμη και στις αποχρώσεις των προσόψεων) και ευθύγραμμες και φαρδιές λεωφόρους που να τέμνουν την πόλη (απαραίτητες για τον αστυνομικό και στρατιωτικό έλεγχο, όπως είχε δείξει και η εμπειρία από την καταστολή της παρισινής κομμούνας το 1871), στοιχεία δηλαδή που αργότερα θα αποθεώνονταν από την φασιστική αρχιτεκτονική και πολεοδομία.
Στο εσωτερικό της εβραϊκής κοινότητας, οι συνέπειες ήταν εξίσου καταλυτικές. Η καταστροφή προκάλεσε την αποδιάρθρωση των ιστορικών κοινοτικών δομών και στον κενό χώρο που δημιουργήθηκε εξερράγη ο ταξικός ανταγωνισμός. Στο ένα άκρο, το μειοψηφικό ρεύμα των σιωνιστών άρχισε να προπαγανδίζει την "εθνική αποκατάσταση" των εβραίων στη χώρα της Παλαιστίνης, ενώ στο άλλο, οι πλειοψηφικοί κομμουνιστές εργάτες μεθόδευαν την ενότητα της τάξης και τη δική τους κρίσιμη συμβολή στους έντονους εργατικούς αγώνες των επόμενων δύο δεκαετιών. Στην πόλωση των ταξικών αντιθέσεων συνέβαλλαν εξίσου και τα μέτρα της ελληνικής κυβέρνησης. Για να διατηρήσει τον έλεγχο πάνω στην οικοδόμηση της πόλης, η κυβέρνηση χορήγησε σε όσους κατοικούσαν στην κατεστραμμένη ζώνη πιστοποιητικά με βάση τα οποία θα μπορούσαν να διεκδικήσουν οικόπεδα στο μελλοντικό σχέδιο πόλης. Αναπόφευκτα, η μεγάλη πλειοψηφία των εργατών που είχε στερηθεί τα μέσα της επιβίωσης άρχισε να ξεπουλάει τα πιστοποιητικά, που συγκεντρώθηκαν στα χέρια λίγων μεγαλοαστών (κυρίως ελλήνων, αλλά και εβραίων), φτιάχνοντας έτσι μια νέα κάστα μεγαλο-ιδιοκτητών σε βάρος της μάζας των νέων άκληρων. Πάντως, από την καταστροφή του ’17, η ενότητα της εβραϊκής κοινότητας έπαψε να καθορίζεται εσωτερικά. Ήταν πλέον, σε μεγάλο βαθμό, οι επιθέσεις "από έξω" που την ενοποιούσαν, με τις ρατσιστικές κι εθνικιστικές επιθέσεις, τις πολιτικές γκετοποίησης που εφάρμοσε το ελληνικό κράτος και τη δράση των φασιστικών οργανώσεων.
Το πογκρόμ και ο εμπρησμός του Κάμπελ το 1931
Η ανάδυση του ελληνικού φασισμού
Η πυρκαγιά του 1917 - που σημάδεψε ανεξίτηλα την εβραϊκή κοινότητα και την Θεσσαλονίκη, αποτελώντας κατά μία έννοια την "γενέθλια πράξη" της σύγχρονης πόλης - κατέχει μια κεντρική θέση στην ιστορία των θεσσαλονικιών εβραίων. Αλλά ήταν μία άλλη πυρκαγιά, ένας εμπρησμός, αυτή που σφράγισε την μοίρα τους, φανερώνοντας με τον πιο άγριο τρόπο ότι το ελληνικό κατεστημένο τους είχε κατατάξει τελεσίδικα στην κατηγορία των "ανεπιθύμητων" και του εσωτερικού εχθρού: ο εμπρησμός της συνοικίας Κάμπελ από φασιστικές συμμορίες το 1931.
Την δεκαετία του 1920 σχεδόν σε όλη την ευρώπη τα αστικά καθεστώτα - βουτηγμένα σε βαθιά κρίση, κληρονομιά από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και αντιμέτωπα με επαναστατικά εργατικά κινήματα - αρχίζουν να "πειραματίζονται" με τον φασισμό σαν ριζική λύση των προβλημάτων τους στρώνοντας τον δρόμο για τον δεύτερο παγκόσμιο. Η ελληνική αστική τάξη και το κράτος της δεν αποτελούν την εξαίρεση· ο Μεταξάς και το φασιστικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου απέχουν ακόμη μερικά χρόνια, αλλά οι προϋποθέσεις έχουν ήδη αρχίζει να χτίζονται. Προπύργιο του ελληνικού φασισμού όλη αυτή την εποχή ήταν η Θεσσαλονίκη. Τοποθετημένη σε μια "ευαίσθητη εθνικά περιοχή", έδρα μαχητικών επαναστατικών οργανώσεων κι ενός μαζικού και ισχυρού εργατικού κινήματος, πατρίδα μιας μεγάλης εβραϊκής κοινότητας, είχε όλες τις προϋποθέσεις για να κάνει εδώ την εμφάνισή της η φαιά πανούκλα. Ο ελληνικός φασισμός συγκροτήθηκε σαν μια ειδική μορφή του ελληνικού εθνικισμού, αναμειγνύοντας μαζί τον αντισημιτισμό, τον αντικομμουνισμό και τον αντισλαβισμό και προβάλλοντάς τα όλα στο πρόσωπο των επαναστατών προλετάριων και των εβραίων ("ο μπολσεβικισμός είναι συνωμοσία των ντόπιων εβραίων για να παραδώσουν την μακεδονία στους σλάβους", αυτή ήταν η φασιστική προπαγάνδα). Μέχρι το 1928 θα εμφανιστούν στην πόλη περισσότερες από δέκα αντικομμουνιστικές κι αντισημιτικές συμμορίες, ανάμεσά τους οι "λεγεώνες εθνικής σωτηρίας", η "αντικομμουνιστική ένωση η πατρίς", η "εθνική παμφοιτητική ένωση", ο "σύλλογος εθνικιστών φοιτητών", η "εθνική ένωση ελλάς" (που έγινε γνωστή ως "η τρία έψιλον" ή "οι χαλυβδόκρανοι")... Επίσης στη Θεσσαλονίκη εκδίδονται για πρώτη φορά στα ελληνικά τα κατασκευασμένα "πρωτόκολλα της σιών", το "ευαγγέλιο" των απανταχού φασιστών αντισημιτών, ενώ η ρατσιστική προπαγάνδα από τις ντόπιες ελληνικές φυλλάδες, με πρώτη την εφημερίδα μακεδονία, οργιάζει. Η δράση των φασιστών του μεσοπολέμου ήταν η αναμενόμενη: τραμπούκικες επιθέσεις σε απεργιακές συγκεντρώσεις στο πλάι του στρατού και της αστυνομίας, μιλιταριστικές παρελάσεις τρομοκράτησης, εθνικιστική προπαγάνδα με χοντροκομμένες ηλιθιότητες, μαχαιρώματα ανυπεράσπιστων εβραίων...
Η ανάδυση του ελληνικού φασισμού ασφαλώς δεν ήταν μια διαδικασία μόνο "από τα κάτω", όσο κι αν είχε ισχυρά κοινωνικά ερείσματα. Το επίσημο κράτος είχε υποθάλψει και επιδοτήσει τους φασίστες (αν δεν ήταν κανονικοί υπάλληλοι του) με κάθε διαθέσιμο μέσο. Οι αρχηγοί των συμμοριών ήταν "σημαίνοντα πρόσωπα" (τραπεζικοί υπάλληλοι, έμποροι, πρώην στρατιωτικοί...) που είχαν απευθείας επικοινωνία με τις αρχές και τις υπηρεσίες. Το κράτος τις χρηματοδοτούσε συστηματικά (και δημόσια), αναγνωρίζοντας επίσημα την "εθνικά ωφέλιμη" δράση τους. Συμμετείχαν σε επίσημες τελετές κι εκδηλώσεις. Και φυσικά, επίσημο κράτος και παρακράτος οργάνωναν και συντόνιζαν από κοινού τις κατασταλτικές επιχειρήσεις των δυνάμεων της τάξης, ιδίως σε περιπτώσεις εργατικών κινητοποιήσεων. Εξάλλου, πέρα από τη δράση των φασιστών, ήταν οι ίδιοι οι κρατικοί μηχανισμοί που μεταλλάσσονταν σε κράτος έκτακτης ανάγκης και στρέφονταν στον μιλιταρισμό και τον ρατσισμό. Από τις ιδιωνυμικές διώξεις των κομμουνιστών εργατών μέχρι την πολιτική γκετοποίηση των εβραίων (από το 1928 ψήφιζαν σε ξεχωριστούς εκλογικούς καταλόγους με το επιχείρημα, διατυπωμένο από το βενιζελικό κόμμα, ότι "έως ότου οι εβραίοι αισθανθούν έλληνες, ο διαχωρισμός θα παραμείνει ώστε να προστατεύσει το κράτος τον εαυτό του από μια πιθανή κατάχρηση της ψήφου"), ο φασισμός αποκτούσε δομικό χαρακτήρα.
Στις 23 Ιούνη 1931 η εφημερίδα μακεδονία δημοσίευσε ένα εμπρηστικό άρθρο που κατηγορούσε τους αντιπρόσωπους του εβραϊκού αθλητικού και πολιτιστικού συλλόγου Μακαμπί ότι συμμετείχαν σε συνάντηση του βουλγαρικού κομιτάτου στην Σόφια, όπου συζητήθηκε η αυτονόμηση της μακεδονίας. Η κατηγορία ήταν αέρας κοπανιστός, αλλά η δημοσίευση ήταν μια καλά υπολογισμένη προβοκάτσια σε βάρος της εβραϊκής κοινότητας. Την σκυτάλη πήρε η εθνική παμφοιτητική ένωση που κυκλοφόρησε την ίδια μέρα εμπρηστική προκήρυξη όπου κατηγορούσε τους εβραίους ότι "ως κομμουνισταί συνεργάζονται μετά των κομιτατζήδων και σκάπτουν τον τάφο της Ελλάδος... προτρέπουν τους Έλληνας στρατιώτες να στρέψουν τα όπλα κατά των αξιωματικών τους... δυσφημούν παν το ελληνικόν... κηρυσσόμενοι υπέρ της αυτονομήσεως της Μακεδονίας", καλούσε "σε άγριον μποϋκοτάρισμα εναντίον των Εβραίων" και έκλεινε "εμπρός Έλληνες, αρχίσατε με ενθουσιασμόν τον αγώνα και ετοιμασθήτε δια μεγαλυτέρους αγώνας". Στην ρατσιστική εκστρατεία προσχώρησαν άμεσα οι υπόλοιπες φασιστικές συμμορίες, σύνδεσμοι απόστρατων, εν ενεργεία στρατιωτικοί, αλλά και εθνικιστικές οργανώσεις προσφύγων. Τις επόμενες μέρες ξεκίνησαν επεισόδια που σε ορισμένες περιπτώσεις εξελίχτηκαν σε κανονικές μάχες στα όρια των εβραϊκών συνοικισμών, όπου στήθηκαν οδοφράγματα για αυτοπροστασία. Τα γραφεία της Μακαμπί πυρπολήθηκαν, ενώ συναγωγές και καταστήματα πετροβολήθηκαν. Στις 28 Ιούνη αποσπάσματα φασιστών επιτέθηκαν στον συνοικισμό 151, αλλά οι ντόπιοι τους έδειραν. Το επόμενο βράδυ ένας όχλος περίπου 2.000 φασιστών υπό την καθοδήγηση των τριεψιλιτών επιτέθηκε στον συνοικισμό Κάμπελ όπου έμεναν 220 φτωχές εβραϊκές οικογένειες, εγκατεστημένες εκεί μετά την πυρκαγιά του ’17. Οι κάτοικοι φοβισμένοι είχαν κλειστεί στα σπίτια τους, αναγκάστηκαν όμως να τραπούν σε φυγή για να γλιτώσουν όταν οι φασίστες έβαλαν φωτιά στον οικισμό. Επιθέσεις έγιναν και σε άλλες δύο γειτονιές, αλλά εκεί οι κάτοικοι κατάφεραν να τις αποκρούσουν. Στις βιαιοπραγίες στο Κάμπελ πήρε μέρος μέχρι και το στρατιωτικό απόσπασμα που είχε σταλθεί δήθεν για να επιβάλλει την τάξη, ενώ πολλοί από τους τραυματίες φασίστες ήταν στρατιωτικοί. Τις επόμενες μέρες οι κάτοικοι τρομαγμένοι εγκατέλειψαν την ρημαγμένη συνοικία κι αναζήτησαν καταφύγιο σε κοινοτικά κτήρια του κέντρου, χωρίς ποτέ να επιστρέψουν στις εστίες τους.
Μετά το πογκρόμ έγινε ολότελα καθαρό στην εβραϊκή κοινότητα, ήδη βαριά χτυπημένη από τις διακρίσεις και την καταστροφή του ’17, ότι ήταν παγιδευμένη σε μια απελπιστική κι επικίνδυνη κατάσταση. Για ακόμη μία φορά η προσφυγιά έγινε η μόνη διέξοδος σωτηρίας κι ένα κύμα μετανάστευσης αποψίλωσε ακόμη περισσότερο την κοινότητα.
Το πογκρόμ κι ο εμπρησμός του Κάμπελ πήραν διεθνείς διαστάσεις, πράγμα εξαιρετικά ενοχλητικό για το διεθνές πρόσωπο του ελληνικού κράτους που έβλεπε την προπαγάνδα περί "εθνικής ομοιογένειας" να αμφισβητείται και το υποχρέωσε να ξεκινήσει "διερεύνηση" των γεγονότων. Στη συζήτηση που έγινε στη βουλή, οι φασίστες δεν βρήκαν και λίγους ένθερμους υποστηρικτές. Πολλοί βουλευτές διαμαρτυρήθηκαν ότι "άντρες γεμάτοι πατριωτισμό κι εθνικισμό δεν μπορεί να χαρακτηρίζονται συμμορίες κακοποιών" ενώ ο διοικητής της μακεδονίας δήλωσε ότι δεν μπορούσε να καταλάβει τι το επιλήψιμο είχε μία ομάδα (η τρία έψιλον) που είχε ιδρυθεί "για να εξάρει το εθνικό φρόνημα" και να υπερασπίσει την "καθεστηκυία κοινωνική τάξη". Σε έκθεση του υπουργείου εξωτερικών που ήταν υπεύθυνο για την εβραϊκή κοινότητα (το ελληνικό κράτος αντιμετώπιζε τους εβραίους ως ζήτημα "εξωτερικού" όπως επί πολλές δεκαετίες και τους μουσουλμάνους της θράκης...) οι ρίζες του φαινομένου που οδήγησαν στο πογκρόμ εντοπίστηκαν στις εβραϊκές "προκλήσεις" προς τους έλληνες για σειρά ετών. Στην δίκη που έγινε τον επόμενο χρόνο, όλοι οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν πανηγυρικά, ενώ επιτράπηκε η συνέχιση της λειτουργίας της τρία έψιλον. Η ίδια η τρία έψιλον δήλωνε δημόσια την ικανοποίησή της επειδή μετά το πογκρόμ αυξήθηκαν τα παραρτήματα και τα μέλη της και συνέχισε ενθαρρυμένη τη δράση της. Τον Απρίλη του 1933 οι θεσσαλονικείς εβραίοι έκλεισαν τα μαγαζιά τους σε εκδήλωση διαμαρτυρίας για τα αντισημιτικά μέτρα της ναζιστικής γερμανίας και σε απάντηση η τρία έψιλον οργάνωσε φασιστική παρέλαση μέσα στην έρημη εμπορική συνοικία, χαιρετίζοντας τον χίτλερ και βάφοντας αγκυλωτούς στους τοίχους. Τον επόμενο μήνα οργάνωσε "την προς τας Αθήνας πορεία" (κακέκτυπο της φασιστικής πορείας του μουσολίνι προς τη Ρώμη) και 3.000 "χαλυβδόκρανοι" κατέβηκαν στην πρωτεύουσα. Παρά τις εκτεταμένες οδομαχίες με αντιφασίστες, χάρη στην προστασία της αστυνομίας, οι φασίστες παρέλασαν τελικά στο κέντρο της Αθήνας υπό την επίσημη παρουσία υπουργών, βουλευτών, αρχικαραβανάδων και με τις ευλογίες μητροπολιτών, ενώ το βράδυ διανυκτέρευσαν με τις φροντίδες του δήμου...
Η γενοκτονία
Από τον Απρίλη του 1941 μέχρι τον Οκτώβρη του 1944 το ελληνικό κράτος τέθηκε υπό τριπλή κατοχή, από το γερμανικό, ιταλικό και βουλγαρικό κράτος ως συνέπεια της στρατηγικής επιλογής του να ενταχθεί στο στρατόπεδο των συμμάχων αντιπάλων του άξονα. Ενώ η καθεστωτική ιστοριογραφία και οι κυρίαρχες δοξασίες γύρω από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο παρουσιάζουν την κατοχή ως ένα μονοκόμματο εθνικό έπος "αντίστασης στον κατακτητή" με την εξαίρεση των "προδοτών του έθνους δοσίλογων", η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Όπως κάθε πόλεμος, ο δεύτερος παγκόσμιος ήταν εξ αντικειμένου μια συντονισμένη επιχείρηση εναντίον των πληβείων, άσχετα με το στρατόπεδο που άνηκε το κράτος τους, και στο πεδίο αυτό υπήρχε άφθονος χώρος για συνεργασία ανάμεσα σε "κατακτητές" και "κατακτημένους". Για το ελληνικό κράτος, το κόστος της κατοχής ήταν το απαραίτητο αντίτιμο που έπρεπε να πληρώσει προκειμένου μεταπολεμικά τα συμφέροντα της ελληνικής αστικής τάξης να συμπεριληφθούν σε αυτά των νικητών. Όπως είχε αποδειχτεί και άλλες φορές στο παρελθόν, το ελληνικό κράτος διέθετε τον απαραίτητο κυνισμό προκειμένου να μετατρέπει τις ήττες και τις "τραγωδίες" του σε πλεονέκτημα και να αποκομίζει κέρδη ακόμη κι εκεί που οι συνθήκες το εμφάνιζαν σχεδόν παντελώς χαμένο. Το ίδιο συνέβη και κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου· η κατοχή δεν σήμαινε ακύρωση των εθνικών σχεδίων του ελληνικού κράτους, ούτε υπέστειλε τις φιλοδοξίες του μέσα κι έξω από τα σύνορα. Έτσι ο ελληνοϊταλικός πόλεμος του ’40-’41 εξελίχτηκε σε κατοχή της (διεκδικούμενης από παλιά) νότιας αλβανίας από τον ελληνικό στρατό μέχρι την εισβολή της βέρμαχτ, ενώ μεταπολεμικά το ελληνικό κράτος ήταν από τα ελάχιστα ευρωπαϊκά που αποκόμισε εδαφικά οφέλη, με την προσάρτηση των Δωδεκανήσων από την ιταλία. Αλλά ήταν στο εσωτερικό που το ελληνικό κατεστημένο βρήκε την ευκαιρία να κλείσει οριστικά παλιούς λογαριασμούς του· η κατοχή αποδείχτηκε σε ορισμένες περιστάσεις εξαιρετικά γενναιόδωρη στους ντόπιους αφέντες.
Στην λογιστική της διεστραμμένης "αλληλεγγύης" που καταλήγει στο συμπέρασμα ότι "οι έλληνες έσωσαν 8.226 εβραίους από ένα σύνολο 77.377" άρα έχουν μόνιμη θέση στο πάνθεον της ηθικής (κι έτσι δικαιολογείται ο αντισημιτισμός τους), ανταπαντάει η ίδια μακάβρια αριθμητική του ξεριζωμού και των θανάτων. Αναλογικά, σε σύγκριση με τα υπόλοιπα κράτη που βρέθηκαν υπό γερμανική κατοχή, η γενοκτονία των εβραίων της ελλάδας (με ένα ποσοστό που υπερβαίνει το 70%) είναι μεταξύ των πρώτων σε έκταση. Μόνο η πολωνία είναι πιο πάνω στην κλίμακα (που είχε μετατραπεί σ’ ένα απέραντο σφαγείο χωρίς εξαιρέσεις και διακρίσεις) και τα βαλτικά κράτη λεττονία και λιθουανία, όπου ο ρατσισμός εναντίον των εβραίων ήταν βαθιά ριζωμένος στις τοπικές κοινωνίες. Το ερώτημα προκύπτει αναπόφευκτα και δεν είναι το "πώς κατάφεραν οι έλληνες να σώσουν (μόνο) τόσους εβραίους" αλλά το πώς η συντριπτική πλειοψηφία των εβραίων κατέληξε στα χέρια των ναζί και τα κρεματόρια, τι έκανε η ντόπια ελληνική πλειοψηφία πριν φτάσει αυτή η στιγμή και πώς την εκμεταλλεύτηκε στη συνέχεια. Η εφαρμογή της ναζιστικής τελικής λύσης στην ελλάδα δεν ήταν το αποτέλεσμα κάποιας "ειδικής" μεταχείρισης (όσο κι αν ο χίμλερ προειδοποιούσε τον χίτλερ από το 1941 ότι η εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης αποτελεί "απειλή για την γερμανία"). Ήταν η σιωπηρή συνεργασία - όχι η ανοχή, ούτε η αδιαφορία, αλλά ο κυνικός υπολογισμός της ενδεχόμενης "ωφέλειας" και οι εσκεμμένες ενέργειες - που επέτρεψε στους ναζί να φέρουν σε πέρας την κτηνωδία με τέτοια "αποτελεσματικότητα". Και, παραδόξως για τις ελληνικές φαντασιώσεις περί αλληλεγγύης, όπου στην επικράτεια οι εβραϊκές κοινότητες ήταν μικρές και σε μεγάλο βαθμό ενσωματωμένες - άρα ανεκτές από τον κυρίαρχο εθνικό σχηματισμό - εκεί ήταν που αποτράπηκε έστω σε ένα βαθμό η ολοκληρωτική εξόντωση των εβραίων (κι όχι μόνο χάρη στην αλληλεγγύη του κομμουνιστικού αντάρτικου· κάποια συμβολή είχε και η ιταλική διοίκηση που είχε υπό τον έλεγχό της μεγάλο μέρος της χώρας και για τους δικούς της λόγους δεν συναινούσε στην εφαρμογή της τελικής λύσης). Αντίθετα στη Θεσσαλονίκη, εκεί που υπήρχε η μεγαλύτερη κοινότητα και το πιο χοντρό καρφί στο μάτι του ελληνικού εθνικισμού, οι εβραίοι πλήρωσαν το βαρύτερο τίμημα σε αίμα.
Τον Μάρτη του 1943 οι πενήντα-πέντε χιλιάδες εβραίοι της πόλης κλείστηκαν σε γκέτο· από το γκέτο-φυλακή που βρισκόταν δίπλα στον σιδηροδρομικό σταθμό τα τρένα άρχισαν να τους μεταφέρουν· μέσα σε λίγες ώρες από την άφιξή τους στο Άουσβιτς οι περισσότεροι είχαν θανατωθεί στους θαλάμους αερίων· μόλις πέντε χιλιάδες πρόλαβαν ζωντανοί το τέλος του πολέμου.
Οι προγραφές των θεσσαλονικιών εβραίων ξεκίνησαν τον Ιούλη του 1942. Στις αρχές του μήνα ο διοικητής του γερμανικού στρατού στη Θεσσαλονίκη έδωσε εντολή να παρουσιαστούν όλοι οι άντρες εβραίοι ηλικίας 18 ως 45 ετών προκειμένου να απογραφούν. Στην ανακοίνωση δεν αποκαλύπτονταν ο λόγος της απογραφής αλλά έγινε γνωστό ότι οι άντρες θα χρησιμοποιούνταν σε καταναγκαστικά έργα. Το Σάββατο 11 Ιούλη εννέα χιλιάδες εβραίοι είχαν στηθεί στην πλατεία Ελευθερίας, υπό στρατιωτική επίβλεψη, περιμένοντας να δηλώσουν τα ονόματά τους. Η διαδικασία κράτησε ώρες, αποτέλεσε "θέαμα" για ένα μεγάλο πλήθος που μαζεύτηκε για να "χαζέψει" κι εξελίχτηκε σε μια αποτρόπαια τελετή συλλογικού εξευτελισμού και προσβολών. Αλλά αυτή η πρώτη ενέργεια που προμήνυε ξεκάθαρα όσα θα ακολουθούσαν, δεν ήταν αποκλειστικό αποτέλεσμα της ναζιστικής πολιτικής. Τις προηγούμενες μέρες ο κατοχικές αρχές είχαν αρχίσει να στρατολογούν εργάτες σε καταναγκαστικά έργα, πράγμα που είχε προκαλέσει μεγάλη ένταση στην πόλη. Προκειμένου να κατασιγαστούν οι αντιδράσεις ο έλληνας διοικητής της μακεδονίας εισηγήθηκε στην γερμανική διοίκηση να στρατολογηθούν εβραίοι, που μέχρι τότε, σύμφωνα με την εισήγηση, απολάμβαναν "προνόμια" σε σχέση με την υποχρεωτική εργασία. Στη βάση αυτή, τα γεγονότα της 11ης Ιούλη δείχνουν το πώς μεθοδεύτηκε στην Θεσσαλονίκη η τελική λύση: όχι μόνο με εντολές από το Βερολίνο, αλλά και σαν μια συνισταμένη των ναζιστικών σχεδίων και των εγχώριων βλέψεων.
Ύστερα από τέσσερις μήνες η εβραϊκή κοινότητα κατάφερε να πετύχει την απόλυση των αντρών από τα καταναγκαστικά έργα πληρώνοντας ένα υπέρογκο ποσό στις γερμανικές αρχές (που κατατέθηκε σε ελληνικές τράπεζες κι έμεινε στα χέρια των ελλήνων τραπεζιτών μετά το τέλος του πολέμου). Στις διαπραγματεύσεις οι έλληνες συνεργάτες των γερμανών επέμεναν να περιληφθεί στα ανταλλάγματα και η παραχώρηση στο δήμο του εβραϊκού νεκροταφείου, που κάλυπτε έκταση 350 στρεμμάτων και φιλοξενούσε εκατοντάδες χιλιάδες τάφους. Στα μέσα Οκτώβρη οι ελληνικές αρχές ειδοποίησαν την εβραϊκή κοινότητα να σταματήσει κάθε χρήση του νεκροταφείου και να χτίσει δύο νέα στις παρυφές της πόλης· κάθε καθυστέρηση θα σήμαινε άμεση κατεδάφιση. Όταν ζητήθηκε μια παράταση μέχρι να τελειώσει ο χειμώνας, η απάντηση του δήμου ήταν να στείλει άμεσα 500 εργάτες που άρχισαν να καταστρέφουν τους τάφους, σκορπώντας λείψανα και στοιβάζοντας τις ταφόπλακες. Οι γερμανοί επωφελήθηκαν άμεσα κατάσχοντας ένα μέρος από τις πλάκες για στρώσιμο δρόμων (και την κατασκευή μιας πισίνας). Αλλά οι έλληνες, υπηρεσίες κι ιδιώτες, πλιατσικολόγησαν τα περισσότερα. Μέσα σε διάστημα λίγων εβδομάδων το νεκροταφείο είχε αφανιστεί, ενώ αυλές και μάντρες είχαν γεμίσει από ταφόπλακες για μελλοντικές οικοδομικές χρήσεις. Το έργο συνέχισαν οι τυμβωρύχοι που έσκαβαν τους τάφους αναζητώντας κοσμήματα και τιμαλφή (τα τρωκτικά συνέχισαν το άθλημα για χρόνια ακόμη). Στην καταστροφή αυτή, οι κατοχικές αρχές έδωσαν το πράσινο φως, αλλά ούτε η πρωτοβουλία, ούτε η εφαρμογή ήταν δικιά τους. Μετά τον πόλεμο οι ελληνικές αρχές φρόντισαν να "ξεπλύνουν" την ξεφτίλα, κηρύσσοντας νόμιμη την απαλλοτρίωση κι ολοκλήρωσαν τον αφανισμό του νεκροταφείου θεμελιώνοντας στον ίδιο χώρο το αριστοτέλειο πανεπιστήμιο....
Τον επόμενο χρόνο η οργανωμένη εξόντωση των εβραίων της πόλης έφτασε στο οριστικό στάδιο και την τελική λύση. Τον Φλεβάρη δόθηκε εντολή να φορέσουν το κίτρινο αστέρι, να σημαδέψουν τα σπίτια και τα μαγαζιά τους και να μετακινηθούν όλοι σε δύο γκέτο. Δίπλα στον σταθμό των τρένων ο συνοικισμός Βαρόνου Χιρς μετατράπηκε σε στρατόπεδο-φυλακή και γύρω του υψώθηκαν ξύλινοι φράχτες και συρματοπλέγματα. Από τις τρεις εισόδους, η μία οδηγούσε κατευθείαν στον σταθμό. Αντίστοιχες διαδικασίες, όχι ταυτόχρονα αλλά την ίδια περίοδο, είχαν ξεκινήσει και στις υπόλοιπες πόλεις όπου υπήρχαν κοινότητες εβραίων. Όμως οι αντιδράσεις και οι κινήσεις αλληλεγγύης, σε συνδυασμό με το μικρό μέγεθος των κοινοτήτων, περιόρισαν κάπως την πλήρη εφαρμογή των μέτρων. Στην Αθήνα σχεδόν οι μισοί διέφυγαν τον κίνδυνο, ενώ στην Ζάκυνθο δόθηκε καταφύγιο σε ολόκληρη την κοινότητα του νησιού που αριθμούσε όμως μόλις 270 ανθρώπους. Αντίθετα στη Θεσσαλονίκη, οι συνεχείς εκκλήσεις της κοινότητας προς τους φορείς, τις οργανώσεις και τους συλλόγους της πόλης απαντήθηκαν με μια επαίσχυντη αδιαφορία. Μόνο ο σύλλογος παλαιμάχων κινητοποιήθηκε οργανωμένα και τα μέλη του απειλήθηκαν με εκτελέσεις αν προχωρούσαν στις διαδηλώσεις που σχεδίαζαν. Σ’ αυτήν την εγκληματική απάθεια, η κατοχική φιλολογία του ελληνικού κατεστημένου αντιτάσσει την αδυναμία αντιδράσεων ενάντια στις πανίσχυρες κατοχικές δυνάμεις. Αλλά αυτό είναι ένα κατάφωρο ψέμα. Ακριβώς εκείνη η εποχή είναι που ξεσπούν στις πόλεις μαζικές κινητοποιήσεις, διαδηλώσεις, απεργίες και κάθε μορφή πολιτικής ανυπακοής, ενώ στην ύπαιθρο το ένοπλο αντάρτικο δημιουργεί την "ελεύθερη ελλάδα". Υπήρξαν πραγματικές εξεγέρσεις με συμμετοχή χιλιάδων, καταλήψεις, καταστροφές δημοσίων κτηρίων και σκληρές συγκρούσεις με τις δυνάμεις της τάξης και τον κατοχικό στρατό. Επιπρόσθετα, στην Θεσσαλονίκη οργανώνονται μεγάλες κινητοποιήσεις ενάντια στην επέκταση της βουλγαρικής ζώνης κατοχής που θα έθετε σε κίνδυνο τις ελληνικές κατακτήσεις των προηγούμενων πολέμων. Η υπεράσπιση των κεκτημένων του ελληνικού ιμπεριαλισμού ήταν λόγος να "αψηφήσουν" οι έλληνες τις κατοχικές δυνάμεις. Αντίθετα, καμία κινητοποίηση δεν οργανώθηκε ενάντια στις εκτοπίσεις των εβραίων και πουθενά το αίτημα αυτό δεν ενσωματώθηκε στους στόχους των διαδηλωτών, απεργών κι εξεγερμένων. Η εξόντωση των θεσσαλονικιών εβραίων ήταν ίσως η μόνη σημαντική απόφαση των κατοχικών δυνάμεων που συνάντησε τόση σιωπή, παθητικότητα και αδιαφορία σε όλη την κατεχόμενη ελλάδα. Η βαθιά εχθρότητα ενάντια στους θεσσαλονικιούς εβραίους κι ο ρατσισμός επέβαλλαν τις δικές τους κυνικές σκοπιμότητες: η τελική λύση των ναζί ήταν εξίσου λύση και για το ελληνικό κατεστημένο.
Με το που εκτοπίστηκαν οι εβραίοι, ο όχλος ξέσπασε σε επιδρομές στ’ άδεια σπίτια και καταστήματα λεηλατώντας και ψάχνοντας για κρυμμένα τιμαλφή. Μέσα σε λίγες ώρες οι καταστροφές ήταν απερίγραπτες εξαιτίας του μανιασμένου πλήθους που ξήλωνε πλακάκια, γκρέμιζε τοίχους και διέλυε έπιπλα για να βρει τον "κρυμμένο θησαυρό". Ταυτόχρονα άρχισαν οι καταλήψεις των εγκαταλειμμένων κτηρίων και σχεδόν 11.000 κατοικίες πέρασαν στα χέρια άλλων. Οι κατοχικές αρχές από την μεριά τους, έχοντας την εμπειρία από άλλες χώρες, ήξεραν ότι αυτό το αχαλίνωτο πλιάτσικο ήταν αναποτελεσματικό, επειδή δεν άφηνε να οργανωθεί "σωστά" η διανομή στους "κατάλληλους" ανθρώπους κι επικίνδυνη, επειδή κατέλυε την δημόσια τάξη. Έτσι έδωσαν εντολή στην ελληνική διοίκηση μακεδονίας να συστήσει άμεσα ένα τμήμα που θα διαχειριζόταν τις εβραϊκές περιουσίες για λογαριασμό του ελληνικού κράτους. Η υπηρεσία διαχειρίσεως ισραηλιτικών περιουσιών έγινε ο επίσημος φορέας της τερατώδους αναδιανομής και το εργαλείο με το οποίο το ελληνικό κράτος, η αστική τάξη και οι λακέδες τους έγιναν συνεργοί στην γενοκτονία των θεσσαλονικιών εβραίων, ολοκληρώνοντας το έγκλημα.
Η υδιπ οργάνωσε το έργο της με μια αφάνταστη επιμέλεια και τυπικότητα. Όση κινητή περιουσία περισώθηκε μπήκε σε αποθήκες και καταγράφηκε λεπτομερώς. Συστήθηκαν δύο σώματα, απογραφέων και μεσεγγυούχων, όπου οι πρώτοι θα έφτιαχναν αναλυτικούς καταλόγους των υπαρχόντων σε κάθε κατάστημα, γραφείο κι εργοστάσιο, ενώ οι άλλοι θα "φρόντιζαν" τις περιουσίες των "αποδημούντων" (έτσι αναφέρονταν οι εβραίοι στα επίσημα κατάστιχα της υπηρεσίας). Αυτή η άθλια γραφειοκρατία που στήθηκε πάνω στους νεκρούς και η προσήλωση σε κάποιο δήθεν γράμμα των κανονισμών ήταν ένα θέατρο. Για το ελληνικό κράτος η επίφαση "κανονικότητας", λες και οι αφανισμένοι είχαν χαθεί από "φυσικά αίτια", ήταν ένα μέτρο κουκουλώματος της αθλιότητας. Στην πραγματικότητα το όργιο απληστίας συνεχίστηκε ανεξέλεγκτα. Οι "απογραφείς" και οι "μεσεγγυούχοι" είχαν στήσει μηχανή υπεξαιρέσεων των πιο πολύτιμων υπαρχόντων. Έξω από την υδιπ υπήρχαν ουρές υποψηφίων για τα δύο σώματα κι ο κόσμος έβαζε λυτούς και δεμένους για να μην χάσει τέτοιο "κελεπούρι". Ο εκνευρισμός ήταν μεγάλος όταν ο διορισμός αφορούσε κάποιο ταπεινό κατάστημα κι όχι επιχειρήσεις με περιουσία. Συμμορίες έσπαγαν καταστήματα και έβγαζαν στη μαύρη αγορά ότι έβρισκαν. Μέχρι και τα χαλάσματα των γκέτο πουλήθηκαν σε εργολάβους ως οικοδομικά υλικά. Φυσικά οι εκλεκτοί των ελληνικών αρχών κι οι συνεργάτες των κατοχικών δυνάμεων ήταν αυτοί που ευνοήθηκαν περισσότερο· η γενοκτονία αντάμειψε απλόχερα τους δωσίλογους, τους μαυραγορίτες, τους χαφιέδες και τους φασίστες.
Με την λήξη του πολέμου η νέα κυβέρνηση του ελληνικού κράτους αποκήρυξε όλα τα μέτρα των κατοχικών αρχών και κατά συνέπεια οι περιουσίες των εβραίων έπρεπε υποθετικά να επιστρέψουν στους νόμιμους κατόχους και τους κληρονόμους τους. Αλλά αυτά ήταν λόγια του αέρα, αφού ερχόταν σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των ευεργετημένων από την λεηλασία κι όσους τους κάλυπταν. Μόνο τους λίγους μήνες που η Θεσσαλονίκη ήταν υπό τον έλεγχο του EAM έγιναν κάποιες πραγματικές προσπάθειες να εκδιωχθούν οι καταπατητές αλλά κι αυτές ήταν ελάχιστες. Οι "μεσεγγυούχοι", φοβούμενοι ότι θα κατηγορηθούν για συνεργάτες, είχαν ήδη αρχίσει να πουλάνε σε τρίτους τις περιουσίες, αλλά οι φόβοι τους αποδείχτηκαν αβάσιμοι· το ελληνικό κράτος δεν είχε καμία απολύτως πρόθεση να αντιστρέψει την κατάσταση. Από την μία, ο "δωσιλογισμός" και η συνεργασία με τις κατοχικές δυνάμεις είχαν τέτοια έκταση που η αποκάλυψή της μόνο θα αποτελούσε παγκόσμιο σκάνδαλο για το ελληνικό κατεστημένο. Πράγματι, το ελληνικό κράτος ήταν από τα πρώτα στην ευρώπη που σταμάτησε τις διώξεις των συνεργατών κι έδωσε αμνηστία. Από την άλλη, το ξεκλήρισμα των εβραίων ήταν αντικειμενικά σύμφωνο με τις ελληνικές εθνικιστικές επιδιώξεις για "ομογενοποίηση" του πληθυσμού κι απόλυτα συμβατό με τα συμφέροντα των ελλήνων αφεντικών που ήθελαν να "ξεμπλέξουν" με τους εβραίους ανταγωνιστές τους. Το πρόβλημα για το ελληνικό κράτος δεν ήταν πώς θα "επιστρέψει" τις περιουσίες και θα "τιμωρήσει" τους καταπατητές, αλλά πώς θα νομιμοποιήσει το έγκλημα και θα επικυρώσει το νέο status quo. Όπως και έγινε: οι λίγες διεκδικήσεις χάθηκαν σ’ ένα δικαστικό λαβύρινθο, δικαστές άρχισαν να αποφαίνονται ότι οι εβραίοι "εγκατέλειψαν" τις περιουσίες τους άρα δεν έχουν δικαιώματα, οι μεσεγγυούχοι σύστησαν επίσημο σύλλογο για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους, ενώ το ’47 οι εφημερίδες ξεκίνησαν μεγάλης κλίμακας εκστρατεία ενάντια στις "υπερβολικές απαιτήσεις" των επιζησάντων. Η υπόθεση έκλεισε...
Εντωμεταξύ, ο σφαγέας των θεσσαλονικιών εβραίων, ο στρατιωτικός διοικητής της Θεσσαλονίκης Mαξ Mέρτεν συνέχισε ανενόχλητος να επισκέπτεται την ελλάδα μετά την λήξη του πολέμου. Το 1957 όμως, όταν εμφανίστηκε δημόσια ως μάρτυρας υπεράσπισης του μεταφραστή του στην κατοχή, ένας τυπικός εισαγγελέας διέταξε την σύλληψή του και στην δίκη που ακολούθησε καταδικάστηκε σε 25 χρόνια κάθειρξης. Στην φυλακή έμεινε τελικά εφτά μήνες, μέχρι την έκδοση διατάγματος από το ελληνικό κράτος ότι αναστέλλεται κάθε δίωξη γερμανού υπηκόου για εγκλήματα πολέμου και η εκτέλεση κάθε ποινής που είχε ήδη επιβληθεί· κι έτσι ο Mέρτεν επέστρεψε στην δυτική γερμανία όπου μάλιστα αποζημιώθηκε για την "ταλαιπωρία" του.
Υποτίθεται ότι ήταν οι "πιέσεις" της γερμανίας που επέβαλλαν την αποφυλάκιση του σφαγέα, αλλά στην πραγματικότητα ήταν ένα στοιχειώδες μέτρο αυτοπροστασίας του ελληνικού κράτους. Ο Mέρτεν είχε πολλά να πει για σημαίνοντα στελέχη του ελληνικού κατεστημένου και πώς ωφελήθηκαν από την εξόντωση των εβραίων. Οι σκελετοί έπρεπε να παραμείνουν θαμμένοι στην ντουλάπα... Αλλά αυτό δεν εμπόδισε την κοινή γνώμη να "απολαύσει" το δήθεν παρασκήνιο της υπόθεσης Mέρτεν: οι ιστορίες για τον "αμύθητο θησαυρό" των εβραίων που θάφτηκε κάπου στη Mακεδονία ή ποντίστηκε στ΄ ανοιχτά της Mεσσηνίας και για ναζί που επέστρεφαν προς αναζήτησή του, έδιναν κι έπαιρναν (μέχρι τις μέρες μας, σποραδικά). Η πείνα του ελληνικού "κοινού" ήταν ακόμη ακόρεστη... |
|