Οι νέοι αφέντες της πόλης: κρητικοί χωροφύλακες περιπολούν στη Θεσσαλονίκη.
Τα διαδοχικά στάδια της επέκτασης του ελληνικού κράτους - ως την συντριβή στην Μικρά Ασία.
[ μεγέθυνση ]
|
|
Τα μυστικά του βούρκου (γ μέρος)
Καλά κρυμμένες ιστορίες του ελληνικού ιμπεριαλισμού
...Mερικές φορές διαφορετικές πόλεις διαδέχονται η μία την άλλη στον ίδιο χώρο και με το ίδιο όνομα, γεννιούνται και πεθαίνουν χωρίς να γνωρίσει η μία την άλλη, χωρίς να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Μερικές φορές ακόμη και τα ονόματα των κατοίκων παραμένουν ίδια, ακόμα και η προφορά των λέξεων, ακόμα και οι γραμμές των προσώπων τους· αλλά οι θεοί που κατοικούσαν πίσω από τα ονόματα και πάνω από τους τόπους έφυγαν χωρίς να πουν τίποτα,
και στη θέση τους κούρνιασαν νέοι θεοί...
Ιτάλο Καλβίνο, Οι Αόρατες Πόλεις
Είναι άραγε κιόλας ελληνική στις μέρες μας η Σαλονίκη; Στους νέους χάρτες, σίγουρα· στα χρώματα των σπιτιών και στις πινακίδες των οδών, ναι. Σε όλα τ' άλλα όμως; Στην καρδιά της, η πόλη δεν είναι και δεν υπήρξε ποτέ ελληνική... Είναι μια κατ' εξοχήν διεθνής πόλη. Ή μάλλον μια απεθνοποιημένη πόλη. Ακόμη και μετά την προσάρτησή της από την Ελλάδα, οι έλληνες της Σαλονίκης είναι ένα μονάχα κλάσμα, κι ούτε καν το μεγαλύτερο, των κατοίκων της.
Α. Φρακαρόλι (1916) [1]
Τον πόλεμο διαδέχτηκε ο πόλεμος. Τον κατακτητικό πόλεμο για την κατάληψη και προσάρτηση της Μακεδονίας και της Θεσσαλονίκης στο ελληνικό κράτος ακολούθησε ο πόλεμος της ενσωμάτωσης· πιο “κοινωνικός” αλλά εξίσου αμείλικτος, πιο μακρόσυρτος αλλά εξίσου άγριος. Ήταν ένας πόλεμος ολοκληρωτικός: όχι μόνο εξαιτίας του συστηματικού αφανισμού ολόκληρων πληθυσμιακών ομάδων, αλλά κι επειδή το ίδιο το παρελθόν έπρεπε να “απαλλοτριωθεί” και να επανακατασκευαστεί ώστε να συμπίπτει με το ελληνικό καπιταλιστικό σχέδιο. Για να πετύχει την προσάρτηση το ελληνικό κράτος χρειάστηκε δύο πολέμους σε διάστημα ενός χρόνου (έστω οχτώ, από το 1904, αν συμπεριλάβουμε τον “μακεδονικό αγώνα”), αλλά για να ολοκληρώσει την “ελληνοποίηση” των νέων κατακτήσεων χρειάστηκε άλλα τριάντα, μέχρι τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όταν η εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης ξεκληρίστηκε σχεδόν ολοκληρωτικά στο Άουσβιτς.
Οι στρατιωτικές επιτυχίες του ελληνικού κράτους στους δύο βαλκανικούς πολέμους εναντίον της οθωμανικής αυτοκρατορίας και του βουλγαρικού κράτους δεν σήμαναν αυτόματα ότι η ελληνική κυριαρχία είχε οριστικοποιηθεί. Έπρεπε να περάσει ένας ολόκληρος χρόνος, μέχρι τον Νοέμβρη του '13, για να αναγνωριστεί διεθνώς η Θεσσαλονίκη ως τμήμα της ελληνικής επικράτειας, χωρίς αυτό να βάλει κιόλας τέρμα στις επεκτατικές βλέψεις των ισχυρών κρατών της ευρωπαϊκής ηπείρου που ήθελαν να ενισχύσουν την επιρροή τους στο νέο βαλκανικό πεδίο που σχηματιζόταν. Η αυστροουγγαρία εποφθαλμιούσε την κάθοδο μέχρι την ίδια την Θεσσαλονίκη, ενώ η ιταλία, η γαλλία και η γερμανία επιδίωκαν να θέσουν υπό την προστασία τους τούς οθωμανούς ή τους εβραίους της πόλης προκειμένου να αποκτήσουν προσβάσεις. Εξάλλου στη “διεθνή σκηνή” υπήρχαν ακόμη μεγάλες αμφιβολίες για το κατά πόσο το ελληνικό κράτος ήταν σε θέση να διαχειριστεί αποτελεσματικά τις τύχες μιας τόσο σημαντικής πόλης. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και μετά την κατάληψη της Μακεδονίας, για πολλά χρόνια, στους διπλωματικούς διαδρόμους κυκλοφορούσαν διάφορα σχέδια για αυτονόμηση της Θεσσαλονίκης ή δημιουργία ενός προτεκτοράτου υπό διεθνή έλεγχο. Φυσικά μέσα στον κυκλώνα της κατασκευής των εθνικών κρατών στην βαλκανική χερσόνησο και των ιμπεριαλιστικών πολέμων, τέτοια σχέδια δεν θα μπορούσε να είναι τίποτε περισσότερο από φιλολογικές αναζητήσεις στα σαλόνια των αστών· αλλά αντανακλούσαν αφενός τις ανησυχίες μια μερίδας της σαλονικιώτικης αστικής τάξης που έβλεπε να περιορίζεται ο οικονομικός ορίζοντας της πόλης κι αφετέρου την αβεβαιότητα για το πόσο μόνιμο ή προσωρινό ήταν το νέο καθεστώς υπό την ελληνική κυριαρχία [2].
Το πρώτο πράγμα που έκανε η ελληνική κρατική μηχανή μόλις εγκαταστάθηκε στην πόλη της Θεσσαλονίκης (από τις πρώτες κιόλας μέρες απανωτές καραβιές από τον Πειραιά ξεφόρτωσαν ένα πλήθος γραφειοκρατών, χωροφυλάκων και δικαστών) ήταν να καταμετρήσει τα έμψυχο κέρδος της κατάκτησής της, απογράφοντας τον πληθυσμό. Το αποτέλεσμα πολλά μπορεί να έδειχνε, αλλά το σημαντικότερο ήταν άσχημο για την Aθήνα: η Θεσσαλονίκη δεν ήταν ελληνική πόλη ούτε με βάση την πληθυσμιακή σύνθεση (όπως δεν ήταν ούτε κατά την ιστορία της, ούτε κατά τη συνείδησή της· μπορεί να ήταν ένα patchwork κοινοτήτων, μια τετράγλωσση βαβέλ, ένα αποκύημα στα μάτια των εθνικιστών, αλλά πάντως ελληνική δεν ήταν). Από τους 157.889 ανθρώπους που καταγράφηκαν, κάτι λιγότεροι από 40.000 δηλώθηκαν έλληνες, δηλαδή χριστιανοί και 45.867 δηλώθηκαν οθωμανοί, δηλαδή μουσουλμάνοι. Μεταξύ των ελλήνων ήταν σίγουρα και αυτοί που μόλις είχαν έρθει από την παλιά ελλάδα, πολλοί πρόσφυγες που κατέφυγαν στην πόλη από την υπόλοιπη οθωμανική αυτοκρατορία και την αίγυπτο, αλλά και εξαρχικοί που προτίμησαν να κρύψουν την ταυτότητά τους για να αποφύγουν τα αντίποινα. Μεταξύ των οθωμανών ήταν επίσης πολλοί πρόσφυγες από την μακεδονική ύπαιθρο. Οι υπόλοιποι 61.439 ήταν εβραίοι. Τα μεγέθη αυτά εξακολουθούν να κάνουν τους Ψωμιάδηδες να βγάζουν καντήλες, αλλά εκεί που η στατιστική και τα νούμερα δεν συμφωνούν με τα εθνικά καπιταλιστικά σχέδια, αναλαμβάνουν δράση οι μηχανικοί των εκκαθαρίσεων. Όπως και έγινε... Ενδεικτικά πάντως να αναφέρουμε ότι την ίδια “δύστροπη” πληθυσμιακή σύνθεση συνάντησε το ελληνικό κράτος σε κάθε έδαφος που κατέκτησε ή διεκδίκησε τα επόμενα δέκα χρόνια. Για παράδειγμα στην ανατολική Θράκη, Ισταμπούλ και Μικρά Ασία κατοικούσαν 2 εκατομμύρια ελλήνων έναντι 8 εκατομμυρίων οθωμανών και 1.200.000 αρμένιων, βούλγαρων, κτλ.
Το δεύτερο πράγμα που έκαναν οι νέοι αφέντες ήταν να εκδιώξουν τον βουλγαρικό πληθυσμό απ' όλη την ελεγχόμενη από αυτούς Μακεδονία. Η συντριπτική ήττα του βουλγάρικου κράτους στον δεύτερο βαλκανικό πόλεμο στάθηκε καταλυτική, αφού έδωσε στον ελληνικό στρατό την αφορμή που χρειαζόταν για να ξεμπερδέψει μια και καλή με μία από τις πληθυσμιακές ομάδες που δεν περιλαμβάνονταν στα ελληνικά σχέδια. Οι πρακτικές που εφαρμόστηκαν είχαν πολλές ομοιότητες με τον τρόπο που οι σέρβοι φασίστες οργάνωσαν την εθνοκάθαρση δεκαετίες αργότερα, στους πολέμους της Βοσνίας και του Κοσόβου: συλλογικά αντίποινα, λεηλασία και κάψιμο των χωριών και μαζικές δολοφονίες προκειμένου να υποχρεωθούν οι υπόλοιποι να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να καταφύγουν στην άλλη πλευρά των συνόρων. Η περίπτωση της μάχης του Κιλκίς είναι από τις πιο χαρακτηριστικές στην αγριότητά της. Στο Κιλκίς, πόλη που κατοικούνταν κατά πλειοψηφία από εξαρχικούς και μουσουλμάνους, δόθηκε η σκληρότερη μάχη του ελληνοβουλγαρικού πολέμου, τον Ιούνη του '13 που κατέληξε στην άτακτη υποχώρηση του βουλγαρικού στρατού. Ενώ η μάχη είχε ήδη λήξει, η πόλη παραδόθηκε στις φλόγες, ισοπεδώθηκε και οι κάτοικοί της εκδιώχτηκαν. Την ίδια μοίρα είχαν και τα περισσότερα χωριά της (νέας) μεθορίου μεταξύ των δυο κρατών. Το ελληνικό κράτος έχτισε αργότερα, από την αρχή την σημερινή πόλη του Κιλκίς, πάνω στη σιδηροδρομική γραμμή που οδηγούσε στη Θεσσαλονίκη κι εγκατέστησε σ' αυτήν πρόσφυγες από την Μικρά Ασία. Συνολικά οι πρόσφυγες τον πρώτο καιρό μετά τον πόλεμο ήταν πάνω από εκατό χιλιάδες, ενώ μέσα στους επόμενους μήνες και οι τελευταίοι βούλγαροι είχαν εκδιωχθεί από την υπό ελληνική κατοχή Μακεδονία. Στην ίδια την πόλη της Θεσσαλονίκης, όσοι δεν πρόλαβαν να διαφύγουν με βουλγαρικά ατμόπλοια, συνελήφθησαν κατά εκατοντάδες από τις ελληνικές αρχές και φυλακίστηκαν· ενώ τα κτήρια και τα σπίτια της βουλγαρικής κοινότητας λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν.
Ένα χρόνο μετά την λήξη των βαλκανικών πολέμων κι ενώ το ελληνικό κράτος εξακολουθούσε να περιορίζεται βασικά στον ρόλο της κατοχικής δύναμης χωρίς σημαντικά αποτελέσματα στην ανατροπή του κοινωνικού status quo, ξεκίνησε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος που επιτάχυνε αποφασιστικά τις διαδικασίες ελληνοποίησης κι ενσωμάτωσης της Μακεδονίας στο ελληνικό κράτος. Αφενός, η πανευρωπαϊκής κλίμακας ιμπεριαλιστική σύγκρουση που ξέσπασε ξεπερνούσε κατά πολύ το στενό βαλκανικό πλαίσιο και οι κατακτήσεις του ελληνικού κράτους μπορούσαν να διακυβευτούν ανάλογα με τις επιλογές που θα έκανε. Κατά συνέπεια ήταν υποχρεωμένο να επιβεβαιώσει άμεσα και να ισχυροποιήσει την κυριαρχία του στην περιοχή. Αφετέρου όμως, από την ανάποδη, η ίδια σύγκρουση ήταν για το ελληνικό κράτος η χρυσή ευκαιρία για ακόμη μεγαλύτερη επέκταση. Στους υπολογισμούς της ελληνικής αστικής τάξης και του κράτους της, προκειμένου να εκπληρωθούν τα εθνικά ιμπεριαλιστικά σχέδια, η Μακεδονία και ειδικά η Θεσσαλονίκη είχαν να παίξουν κομβικό ρόλο, σαν διαπραγματευτικά χαρτιά στο στήσιμο των συμμαχιών και στους διακανονισμούς για τα μεταπολεμικά ανταλλάγματα. Πράγμα που καθιστούσε την ελληνοποίηση της επαρχίας διπλά επιτακτική κι επείγουσα. Τελικά, όσα δεν πρόλαβε το ελληνικό κράτος να φροντίσει από μόνο του, του προσφέρθηκαν από τον ίδιο τον πόλεμο.
Από την έναρξη του πολέμου, τον Αύγουστο του '14, το ελληνικό κατεστημένο επιδίωξε συστηματικά να συνάψει συμμαχία με την entente (τον συνασπισμό αγγλικού, γαλλικού και ρωσικού κράτους) προσδοκώντας εδαφικά ανταλλάγματα στην μεταπολεμική μοιρασιά. Ενώ οι αντιδράσεις ήταν αρχικά αρνητικές (με την ρωσία να μην θέλει την ενεργητική εμπλοκή ενός αντιπάλου που θεωρούσε τον σημαντικότερο ανταγωνιστή της στην περιοχή), όταν η οθωμανική αυτοκρατορία μπήκε στον πόλεμο στο πλευρό των κεντρικών δυνάμεων (γερμανία και αυστροουγγαρία), μετά από διαπραγματεύσεις με την βρετανία αποφασίστηκε τελικά η συμμετοχή της ελλάδας (για να στηρίξει την σερβία) με αντάλλαγμα τα μικρασιατικά παράλια του Αιγαίου. Όμως η είσοδος του βουλγαρικού κράτους ανέτρεψε την κατάσταση και ματαίωσε τα σχέδια για στήριξη του αυστροσερβικού μετώπου αφού ο ελληνικός στρατός έπρεπε πλέον να φυλάει τα σύνορα [3]. Με τους συσχετισμούς στα Βαλκάνια να έχουν ανατραπεί, η entente (αφού πρώτα συμφωνήθηκε ότι η Ισταμπούλ θα έμπαινε μεταπολεμικά υπό διεθνή έλεγχο κι όχι υπό ρώσικη ή ελληνική διοίκηση) άρχισε να πιέζει την Αθήνα να μπει στον πόλεμο, προσφέροντας αυτή την φορά ως αντάλλαγμα την κύπρο που ήταν υπό βρετανική κυριαρχία. Αλλά πλέον το ελληνικό αστικό κατεστημένο είχε διχαστεί πάνω στο δίλημμα του ποιο από τα δύο αντίπαλα μπλοκ είχε τις μεγαλύτερες πιθανότητες νίκης κι άρα θα ήταν σε θέση να ικανοποιήσει τις ελληνικές επεκτατικές βλέψεις. Η μία φράξια, των “φιλοβασιλικών” στήριζε την ευνοϊκή προς τις κεντρικές δυνάμεις ουδετερότητα, ενώ η άλλη φράξια, οι “βενιζελικοί”, στήριζαν την συμμαχία με την entente. Το διακύβευμα και στις δύο “φράξιες” ήταν φυσικά το ίδιο: ποιο μπλοκ θα “πλήρωνε” καλύτερα τις ελληνικές “υπηρεσίες” και ποια επιλογή δεν θα έθετε σε κίνδυνο τα κέρδη της μέχρι τότε επεκτατικής πολιτικής. Αυτό που στην επίσημη ιστορία έχει περάσει ως “εθνικός διχασμός” ήταν στην πραγματικότητα η αντιπαράθεση δύο διακριτών εθνικών ιμπεριαλιστικών τακτικών, που μπορεί να διαφέρανε στην “μέθοδο” αλλά ταυτίζονταν στο “δια ταύτα” [4]. Η κρίση του ελληνικού πολιτικού συστήματος, που κινητοποίησε την πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας από την κορυφή της αστικής τάξης και της κρατικής διοίκησης μέχρι την εργατική τάξη, υπέρ ή κατά της συμμετοχής στον πόλεμο, έφτασε σε οριακό σημείο και προκάλεσε την διάσπαση του ίδιου του κράτους.
Ενώ η κρίση του ελληνικού κρατικού μηχανισμού δεν είχε φτάσει ακόμη σε λύση, οι αγγλο-γάλλοι αγνοώντας την τυπική ελληνική “ουδετερότητα”, μετά από συνεννόηση και με την ανοχή της βενιζελικής κυβέρνησης, αποβίβασαν στην Θεσσαλονίκη ένα εκστρατευτικό σώμα 150.000 αντρών. Η είσοδος της βουλγαρίας και της οθωμανικής αυτοκρατορίας στον πόλεμο είχε ανατρέψει εντελώς τους συσχετισμούς στο ανατολικό μέτωπο και ήταν άμεσα πιθανό η αυστρο-βουλγαρική επέλαση, που είχε οδηγήσει ήδη στην ήττα του σερβικού στρατού, να φτάσει μέχρι το Αιγαίο με συντριπτικές συνέπειες για την entente. Ο έλεγχος της Μακεδονίας και του στρατηγικού λιμανιού της Θεσσαλονίκης αποκτούσε έτσι ζωτική σημασία που θα μπορούσε να κρίνει τον πόλεμο υπέρ της entente, ανακόπτοντας τις κεντρικές δυνάμεις. Η απάντηση της φιλοβασιλικής φράξιας στις ενέργειες της κυβέρνησης ήταν να επιτρέψει την αμαχητί κατάληψη της ανατολικής Μακεδονίας απ' τον βουλγαρικό και γερμανικό στρατό [5] και την αιχμαλωσία σχεδόν του συνόλου του Δ' σώματος στρατού. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, με την κρίση να έχει εκραγεί, το ελληνικό κράτος ήταν στα πρόθυρα της αυτοκτονικής παραλυσίας που όχι μόνο ακύρωνε κάθε πιθανότητα εκμετάλλευσης του πολέμου, αλλά έθετε υπό αμφισβήτηση την ελληνική κυριαρχία στα εδάφη που μόλις τέσσερα χρόνια πριν είχαν κατακτηθεί. Τελικά η “βενιζελική” παράταξη, ως γνήσιος υπηρέτης των βαθύτερων συμφερόντων του ελληνικού ιμπεριαλιστικού συστήματος, δεν δίστασε να διασπάσει την ενότητα του κράτους και να σχηματίσει δεύτερη κυβέρνηση με έδρα την Θεσσαλονίκη [6] (αφού πρώτα εκδηλώθηκε στρατιωτικό κίνημα στην πόλη) που κήρυξε τον πόλεμο στο βουλγαρικό κράτος και τις κεντρικές δυνάμεις. Πιέζοντας ακόμη περισσότερο τις καταστάσεις υπέρ της θεσσαλονικιώτικης ελληνικής κυβέρνησης, ο στόλος της entente προχώρησε σε πλήρη αποκλεισμό του Πειραιά και της Αθήνας. Tελικά η αθηναϊκή κυβέρνηση κατέρρευσε και το ενιαίο πλέον ελληνικό κράτος μπήκε και επίσημα στον πόλεμο.
O πρώτος παγκόσμιος πόλεμος αποδείχτηκε εξαιρετικά προσοδοφόρος για τον ελληνικό καπιταλισμό, που άγγιζε πλέον την εκπλήρωση της “μεγάλης ιδέας” (δηλαδή την ιμπεριαλιστική επέκταση που θα συνένωνε τα διάσπαρτα τμήματα της ελληνικής αστικής τάξης στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων σε ένα ενιαίο κράτος). Στην διανομή των εδαφών που ακολούθησε την λήξη του πολέμου, η ελληνική επικράτεια αυξήθηκε με την προσάρτηση της βόρειας Ηπείρου (σε βάρος του αλβανικού κράτους), της δυτικής Θράκης (σε βάρος του βουλγαρικού κράτους) και της ανατολικής Θράκης και Μικράς Ασίας (σε βάρος της οθωμανικής αυτοκρατορίας). Το 1920, με την συνθήκη των Σεβρών, η έκταση του ελληνικού κράτους είχε φτάσει πλέον στην μέγιστη ανάπτυξή της.
Η άφιξη της Στρατιάς της Ανατολής ήταν από μόνη της ένας παράγοντας που ανέτρεψε ριζικά τις κοινωνικές συνθήκες της Θεσσαλονίκης και την απέσπασε βίαια από την προηγούμενη ιστορία της. Οι 150.000 αγγλογάλλοι στρατιώτες (ανάμεσα τους μερικές χιλιάδες βιετναμέζοι και σενεγαλέζοι, από τις αποικίες) μαζί με τις 20.000 περίπου χιλιάδες του ηττημένου σερβικού στρατού και μερικές χιλιάδες ρώσων κι ιταλών - ένας εισβολέας πληθυσμός μεγαλύτερος του ντόπιου - ακύρωσαν τον κοινωνικό χαρακτήρα της πόλης και την μετέτρεψαν σ' ένα τεράστιο στρατόπεδο, μια εμπόλεμη πολεοδομική εγκατάσταση. Η Θεσσαλονίκη είχε τεθεί ουσιαστικά σε μία διπλή κατοχή, ελληνική και “συμμαχική”. Η παρουσία ενός τεράστιου στόλου στον Θερμαϊκό, τα στρατόπεδα που είχαν περικυκλώσει την πόλη ή είχαν εγκατασταθεί στο εσωτερικό της, οι εφοδιοπομπές με πολεμικό υλικό που κατέφταναν διαρκώς και πλημμύριζαν τους δρόμους, οι κουστωδίες των υπαλλήλων των διοικήσεων, των επιτελείων και της επιμελητείας, αντικατέστησαν το οθωμανικό παρελθόν και τις συνήθειες σε μια ριπή χρόνου μέσα από μία πυρετώδη διαδικασία που επέβαλλε η λογική του πολέμου. “Η Σαλονίκη από τότε που άρχισε ο πόλεμος έχει χάσει κάπως τον οριενταλισμό της” έγραφε ένας αξιωματικός. Η πόλη μεταλλασσόταν.
Ένα μέλος του επιτελείου του Σαράιγ [του γάλλου αρχιστράτηγου] βλέποντας ότι ένας έλληνας φρουρός έξω από το Λευκό Πύργο απουσίαζε, έγραψε πως έβλεπε “να εξαφανίζεται έτσι απλά ένα από τα ύστατα απομεινάρια της ελληνικής κρατικής κυριαρχίας στη Μακεδονία... έτσι όπως τόσες άλλες φορές είχαν έλθει και παρέλθει πριν απ' αυτήν”. “Ό,τι κι συμβεί” εκμυστηρευόταν ένας αξιωματούχος σ' ένα δημοσιογράφο, “δεν θα ξαναδούμε τη Θεσσαλονίκη σ' ελληνικά χέρια”. “Είναι μια πόλη με λαμπρό μέλλον”, έγραφε ένας έμπειρος βρετανός σχολιαστής εκείνο τον καιρό. “Κανείς όμως δεν ξέρει ποιό θα είναι αυτό το μέλλον” [7].
Είχαν άδικο βέβαια όλοι αυτοί που νόμιζαν ότι γίνονται μάρτυρες της “απο-ελληνοποίησης”. Αυτό που παρακολουθούσαν ήταν για την ακρίβεια η απογύμνωση της πόλης και σαν τέτοια ήταν στην υπηρεσία του ελληνικού κράτους. Μετά τον πόλεμο οι έλληνες θα παραλάμβαναν μια πόλη σχεδόν έτοιμη για πλήρη αναμόρφωση.
Ενώ η Θεσσαλονίκη μετατρεπόταν σε πόλη στρατώνα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, η μακεδονική ύπαιθρος ζούσε τον δικό της πόλεμο. Όσο διαρκούσαν οι “επίσημες” συρράξεις, οι χωρικοί ξεσηκώθηκαν σ' ένα είδος “αγροτικής εξέγερσης” με συστηματικές επιθέσεις, λεηλασίες και καταστροφές σε βάρος των οθωμανών συγχωριανών τους. Ήταν ένα μείγμα φανατισμού, εκδικητικότητας και θηριώδους αναδιανομής του πλούτου. Η βία που ξέσπασε “έπιασε” φυσικά τους πλούσιους μπέηδες, αλλά κατά πλειοψηφία στράφηκε εναντίον της μεγάλη μάζας των φτωχών μουσουλμάνων γεωργών. Κι αν κάποιοι από τους πρώτους είχαν ακόμη μια δυνατότητα να ζητήσουν προστασία (χωρίς αντίκρισμα τις περισσότερες φορές) από τον πρόξενο κάποιας ξένης χώρας, οι δεύτεροι έβλεπαν ανήμποροι τις εστίες τους να καταστρέφονται, το βιος τους να διαμοιράζεται, τα νεκροταφεία τους να οργώνονται και τους χώρους της πίστης τους να μετατρέπονται σε αποθήκες και στάβλους. Η κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο με την άφιξη των ελλήνων προσφύγων από την Θράκη το 1913 που κυνήγησαν τους μουσουλμάνους για να καταλάβουν τα σπίτια και τα χωράφια τους. Ήταν οι απόβλητοι του νέου καθεστώτος και η μοναδική διέξοδος από τις ταπεινώσεις, τον ρατσισμό, τις “λαϊκές” εκκαθαρίσεις και την συστηματική καταλήστευση, ήταν η προσφυγιά. Ως τον Απρίλη του 1914 εκατόν σαράντα χιλιάδες μουσουλμάνοι πρόσφυγες έπαιρναν τον αναγκαστικό δρόμο για τα εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατορίας (διωγμένοι κι από τις τρεις “μακεδονίες”, ελληνική, βουλγαρική και σερβική) [8].
Στη Θεσσαλονίκη η κατάσταση για τους μουσουλμάνους δεν ήταν λιγότερο επικίνδυνη καθώς η βία από την ύπαιθρο άρχισε να διεισδύει στις γειτονιές της πόλης. Συμμορίες ελλήνων έσπαγαν τα μαγαζιά των μουσουλμάνων κι ορμούσαν στα σπίτια τους λεηλατώντας τα. Στους δρόμους οι έλληνες χωροφύλακες, γνωστοί για τον ρατσισμό τους, έκαναν επιθέσεις με την παραμικρή αφορμή στους μη έλληνες. Μέχρι το 1913 πάνω από 15.000 μουσουλμάνοι, παλιοί κάτοικοι της Θεσσαλονίκης (σχεδόν το ένα τρίτο της οθωμανικής κοινότητας), εγκατέλειψαν τις εστίες τους. Ανάμεσά τους η οικογένεια του Μουσταφά Κεμάλ (που αργότερα θα έπαιρνε το όνομα Ατατούρκ) κι ο εντεκάχρονος εγγονός του τελευταίου κυβερνήτη της πόλης, που θα γινόταν ο ποιητής του προλεταριάτου Ναζίμ Χικμέτ [9].
Τα ανώτερα κλιμάκια της ελληνικής κρατικής διοίκησης είναι η αλήθεια ότι δεν είχαν δώσει σαφείς εντολές για την συστηματική εκκαθάριση των μουσουλμάνων. Αλλά αυτό φυσικά δεν ακυρώνει το γεγονός ότι οι διώξεις ήταν οργανικό τμήμα του ελληνικού “εθνικού” σχεδίου κι εξυπηρετούσαν ευθέως την ισχυροποίηση της ελληνικής κυριαρχίας στην Μακεδονία: ήταν το αναγκαστικό αποτέλεσμα της ιμπεριαλιστικής επέκτασης σε χώρες όπου το “ελληνικό στοιχείο” μειοψηφούσε και μειονεκτούσε. Οι μάζες των ελλήνων χωρικών και οι συμμορίες στη Θεσσαλονίκη που ξέσπασαν εναντίον των μουσουλμάνων ήταν η έμπρακτη έκφραση του κοινωνικού ιμπεριαλισμού, του γενικευμένου κανιβαλισμού των νέων αφεντών της επαρχίας. Δεν χρειάζονταν “εντολές” για να επιτεθούν, ούτε “σχέδια” από τα πάνω: το σχέδιο ήταν συνυφασμένο στην ίδια την δομή του ελληνικού κράτους από την πρώτη μέρα της κατασκευής του. Εξάλλου, μέσα στις διεθνείς συνθήκες της εποχής με τα διαρκή νταλαβέρια για το μοίρασμα του κόσμου, το ελληνικό κράτος έπρεπε να προσέχει την “εικόνα” του, οπότε η “βάση” έπρεπε να κάνει η ίδια την “βρωμοδουλειά” που δεν μπορούσε επίσημα να αναλάβει η “κορυφή”... Kαι την έκανε με τον πλέον άγριο τρόπο.
Τον Νοέμβρη του 1918 έληξε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος με την ήττα των κεντρικών δυνάμεων. Για το ελληνικό κράτος είχε φτάσει η στιγμή να συλλέξει τα ανταλλάγματα της συμμετοχής του στο μπλοκ των νικητών. Η βόρεια Ήπειρος ήταν ήδη υπό ελληνική κατοχή· η Θράκη (δυτική κι ανατολική) ήταν υπό διασυμμαχική διοίκηση μέχρι το 1920 που παραχωρήθηκε στην ελλάδα με την συνθήκη των Σεβρών· σε εκκρεμότητα παρέμενε η Μικρά Ασία. Τελικά τον Μάη του 1919 ένα εκστρατευτικό σώμα 20.000 ελλήνων στρατιωτών αποβιβάζεται στην Σμύρνη (στην μέγιστη ανάπτυξή του, ο ελληνικός στρατός εισβολής στην Μικρά Ασία έφτασε τις 200.000). Από την πρώτη μέρα της εισβολής - και σε κατάφωρη αντίθεση με την φιλολογία ότι ο ελληνικός στρατός έγινε καλοδεχούμενος ως “απελευθερωτής”- ξεκίνησαν συγκρούσεις τόσο στο εσωτερικό της πόλης [10] όσο και στα περίχωρα με το τουρκικό αντάρτικο. Αλλά ο ελληνικός ιμπεριαλισμός φτάνοντας στο απόγειο της δυναμικής του συνάντησε ταυτόχρονα τα όριά του. Τρία χρόνια αργότερα, ο ελληνικός στρατός αδυνατεί να επιβάλλει την κυριαρχία του στα παράλια του Αιγαίου και να αντιμετωπίσει τον νεο-σχηματισμένο τουρκικό στρατό και το μέτωπο καταρρέει. Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος που ξεκίνησε με την ελληνική εισβολή έληξε με την ελληνική ήττα και την ανακήρυξη του τουρκικού κράτους.
Για τον ελληνικό καπιταλισμό η ήττα στον πόλεμο του '19-'22 έβαλε το οριστικό τέρμα στον ιμπεριαλισμό της “μεγάλης ιδέας” [11] κι ανέκοψε την διαρκή επέκταση του ελληνικού κράτους που είχε ξεκινήσει σχεδόν έναν αιώνα πριν. Αυτό όμως δεν σημαίνει κιόλας ότι ήταν μια ήττα χωρίς κέρδος. Mε το σταμάτημα της εδαφικής επέκτασης, όλες οι δυνάμεις του αστικού καθεστώτος στράφηκαν στο εσωτερικό: στην ελληνοποίηση και οργανική ενσωμάτωση της Μακεδονίας και στον καπιταλισμό εκσυγχρονισμό του ελληνικού κράτους.
Όταν έληξαν οι βαλκανικοί πόλεμοι ο γάλλος πρέσβης στην Ισταμπούλ έστειλε μια αναφορά στο Παρίσι, όπου έγραφε τα εξής: Η βαλκανική χερσόνησος στο σύνολό της είναι αυτή τη στιγμή το θέατρο φρικαλεοτήτων που μπορούν να συγκριθούν μ' εκείνες που συνοδεύουν τις μεγάλες μεταναστεύσεις των λαών... οι φρικαλεότητες αυτές ήταν η λογική συνέπεια των πρόσφατων γεγονότων· δυστυχώς, ο μόνος τρόπος να τεθεί τέρμα μια για πάντα στην αταξία και στην αναρχία, στους φόνους και στις διαρπαγές που λυμαίνονται την ευρωπαϊκή τουρκία, είναι να ξαναμοιραστούν οι βαλκανικοί πληθυσμοί κατά εθνότητα μεταξύ των διαφόρων κρατών στα οποία διαιρέθηκε η ευρωπαϊκή τουρκία στο Βουκουρέστι. Είναι μια θλιβερή αλλά οριστική άρση μιας κατάστασης για την οποία ούτε η τουρκία ούτε η ευρώπη έχουν βρει γιατρειά, εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα.
Όταν το καλοκαίρι του 1924 οι έλληνες και τούρκοι διπλωμάτες, με την μεσολάβηση της “διεθνούς κοινότητας”, συγκεντρώθηκαν στην Λωζάννη της ελβετίας για να διαπραγματευτούν την τελική συνθήκη ειρήνης, η “γιατρειά” που περιέγραφε ο γάλλος διπλωμάτης ήταν πιο ώριμη από ποτέ για να εφαρμοστεί. Δεν χρειαζόταν καν να την προτείνει κάποιος: ήταν το οριστικό αποτέλεσμα της βίαιης διαδικασίας που έφερε στην επιφάνεια του καπιταλιστικού κόσμου τα εθνικά κράτη. Στις 24 Ιούλη 1924 το ελληνικό και τουρκικό κράτος συναποφάσισαν μια από τις πιο αποτρόπαιες πράξεις στην σύγχρονη ιστορία. Για πρώτη φορά αποφασίστηκε συνολική ανταλλαγή πληθυσμών, υποχρεωτική, με κρατική οργάνωση και επικυρωμένη από την “πολιτισμένη διεθνή κοινότητα”. Δύο εκατομμύρια άνθρωποι ξεριζώθηκαν από τις εστίες τους, τους τόπους όπου είχαν ρίζες αιώνων και εξορίστηκαν στα πλαίσια ενός φρικώδους ανθρωπο-πάζαρου. 1.500.000 εκατομμύριο χριστιανοί υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τα τουρκικά εδάφη προς την ελληνική επικράτεια, ενώ 500.000 μουσουλμάνοι ακολούθησαν την αντίστροφη πορεία. Οι εξαιρέσεις σε σχέση με τους συνολικούς πληθυσμούς ήταν ελάχιστες: οι μουσουλμάνοι της δυτικής Θράκης και οι χριστιανοί της Ισταμπούλ.
Για την Μακεδονία, όπου ζούσαν οι περισσότεροι μουσουλμάνοι της ελληνικής επικράτειας, τα αποτελέσματα ήταν συντριπτικά. Μέσα σε 5 μήνες, ως τις 26 Δεκέμβρη του 1924 που ολοκληρώθηκε η “ανταλλαγή”, έπαψε οριστικά να είναι η επαρχία με τους πέντε αιώνες οθωμανικού παρελθόντος και πλημμύρισε πρόσφυγες από τον την Καππαδοκία, τον Πόντο, την Μικρά Ασία· το έμψυχο υλικό που μ' αυτό θα κατασκεύαζε το ελληνικό κράτος την “ελληνικότητα” των βόρειων περιοχών της επικράτειάς του.
Η αποχώρηση των μουσουλμάνων δεν ήταν βέβαια αρκετή για το ελληνικό κράτος. Ως φυσικές παρουσίες είχαν πλέον χαθεί, αλλά το τοπίο ήταν γεμάτο από τα ίχνη της ιστορίας τους. Σαν ξόανα μιας τελειωμένης ιστορίας, τα κτήρια της μουσουλμανικής κοινότητας, οι ναοί της, οι δημόσιοι χώροι της... στοίχειωναν τους νέους κυρίαρχους. Στη Θεσσαλονίκη, οι δημοτικές αρχές για να εξαφανίσουν κάθε ένδειξη ότι υπήρξαν ποτέ μουσουλμάνοι στην πόλη, αποφάσισαν σχεδόν αμέσως μετά την αποχώρησή τους να γκρεμίσουν όλους τους μιναρέδες. Τα λίγα μνημεία που ξέφυγαν προκαλούσαν τις οργισμένες αντιδράσεις των εφημερίδων που απαιτούσαν να γκρεμιστούν άμεσα όλα τα “απομεινάρια”.
Τις κατεδαφίσεις ακολούθησαν οι δημοπρασίες. Το ελληνικό κράτος, ως αποκλειστικός διαχειριστής των περιουσιών που είχαν αφήσει πίσω τους οι πρόσφυγες, άρχισε να τις βγάζει στο σφυρί, μια διαδικασία που επωφελήθηκαν τόσο οι ντόπιοι όσο και ένα μέρος των προσφύγων που μόλις είχαν εγκατασταθεί. Μέσα σε λίγο χρόνο η “αναδιανομή” των μουσουλμανικών υπαρχόντων είχε ολοκληρωθεί, μαζί με την πολεοδομική αναμόρφωση της πόλης που ξεφορτωνόταν το παρελθόν της.
Στην επίσημη ελληνική ιστορία η αποτυχημένη εκστρατεία στην Μικρά Ασία και οι συνέπειές της έχουν περάσει ως “καταστροφή”. Αλλά για την ελληνική αστική τάξη, αυτή η “καταστροφή” και τα παράγωγά της έγιναν το καύσιμο της αναδιάρθρωσης και της ισχυροποίησης του ελληνικού καπιταλισμού. Πέρα από τα άλματα που έγιναν στην ελληνοποίηση της Μακεδονίας (επίσης: με την αλλαγή στην πληθυσμιακή σύνθεση ήταν δύσκολο πλέον για οποιονδήποτε ανταγωνιστή να αμφισβητήσει την ελληνική κυριαρχία), ενάμισι εκατομμύριο ζευγάρια εργατικά χέρια που ήρθαν με την “ανταλλαγή” αποτέλεσαν τον κορμό μιας εκτεταμένης εργατικής τάξης, που ξεκινούσε τη ζωή της από το “μηδέν” και η εκμετάλλευσή της έγινε η βάση της μετέπειτα οικονομικής ανάπτυξης. Στις πλάτες των προσφύγων χτίστηκε ουσιαστικά η παραγωγική υποδομή του ελληνικού κράτους [12].
Τελικά, δέκα χρόνια μετά την κατάληψη της Μακεδονίας και της Θεσσαλονίκης από τον ελληνικό στρατό, η “ελληνικότητα”, δηλαδή η ενσωμάτωση στο ελληνικό καπιταλιστικό σχέδιο, είχε σχεδόν επιτευχθεί. Σχεδόν...
Το ελληνικό αστικό κατεστημένο, εξαιτίας της στρατηγικής του όλο το προηγούμενο διάστημα “απελευθέρωσε” δυνάμεις που θα έθεταν ξανά σε αμφισβήτηση την κυριαρχία του, από άλλη βάση πλέον: του οξυμένου ταξικού ανταγωνισμού. Με την άφιξη των προσφύγων και τον σχηματισμό μιας διευρυμένης εργατικής τάξης, το προλεταριάτο ανασυντέθηκε (θα μπορούσαμε να πούμε: γεννήθηκε) κι αφού ξεπέρασε τις αρχικές δυσκολίες του ξεριζωμού και της ένταξης, οργανώθηκε και επαναστατικοποιήθηκε. Με επίκεντρο την Θεσσαλονίκη (αλλά όχι μόνο) το εργατικό κίνημα αποτέλεσε σοβαρή απειλή της ηγεμονίας της ελληνικής αστικής τάξης για τις επόμενες δεκαετίες.
Ταυτόχρονα εξακολουθούσε να υπάρχει μια εξαιρετική εκκρεμότητα από τα πεντακόσια χρόνια του οθωμανικού παρελθόντος. Η Μακεδονία μπορεί να είχε αποκαθαρθεί αλλά η πόλη της Θεσσαλονίκης ήταν μια περίπτωση απείρως δυσκολότερη: σαν μια αλλόκοτη ασυνέχεια εναντίον της μονολιθικότητας της εθνικιστικής αστικής ιδεολογίας, η πόλη εξακολουθούσε να φιλοξενεί μια μεγάλη κι ακμάζουσα εβραϊκή κοινότητα που η μοίρα της δεν είχε σφραγιστεί ακόμη [13].
Σημειώσεις
1. A. Fraccaroli, Dalla Serbia Invasa Alle Trincee Di Salonicco (Μιλάνο, 1916). Το απόσπασμα πήραμε από το Salonica, City Of Ghosts του Mark Mazower, 2004.
[ Επιστροφή ]
2. Έτσι λοιπόν οι τούρκοι φεύγουν. Το ποιος θα κληρονομήσει την Θεσσαλονίκη παραμένει ανοιχτό. Οι διεκδικητές είναι πολλοί. Οι βαλκανικές χώρες παραμένουν αδύναμες και εξαθλιωμένες έπειτα από ένα έτος πολέμου. Θα κατορθώσουν στο εξής να κλείσουν αποτελεσματικά το δρόμο στην Drang nach Osten; Αν μια εσωτερική επανάσταση ή ένας πόλεμος στην Ασία παραλύσει τις ενέργειες της Ρωσίας στην Ευρώπη, θα πραγματοποιηθεί η κάθοδος των αυστριακών από το Νόβι-Μπαζάρ και την βόρεια Αλβανία στην ονειρεμένη κοιλάδα του Αξιού και τον Θερμαϊκό Κόλπο. Η Αυστρία στη Θεσσαλονίκη σημαίνει ότι η Βόρειος Θάλασσα θα επικοινωνεί απευθείας με το Αιγαίο... Η Θεσσαλονίκη θα είχε έτσι τεράστια τύχη.
[...]
Η αλήθεια είναι ότι μιλούν για την δημιουργία μιας ελεύθερης ζώνης, ουδέτερης και διεθνοποιημένης από οικονομική άποψη. Η ζώνη αυτή θα ήταν τριγωνικού σχήματος· η βάση της, με κατεύθυνση τον νότο, θ' ακουμπούσε στον κόλπο_ η κορυφή της θα σημαδεύονταν από τη γέφυρα του Γαλλικού ποταμού και οι δύο πλευρές της θα χαράσσονταν στα ανατολικά από τη σιδηροδρομική γραμμή και στα δυτικά από τον ρου του Γαλλικού.
Ιωσήφ Νεχαμά, Θεσσαλονίκη
Η Περιπόθητη Πόλη, Παρίσι, 1914.
[ Επιστροφή ]
3. Πριν το βουλγαρικό κράτος μπει στον πόλεμο η Αθήνα προσπάθησε να το τραβήξει στο στρατόπεδο της entente, προκειμένου να μην βρει απέναντί της ως αντίπαλο τον μεγάλο της ανταγωνιστή στα Βαλκάνια. Το αντάλλαγμα που πρόσφερε το ελληνικό κράτος στην Σόφια ήταν... η Καβάλα. Άλλη μια απόδειξη του πόσο “ελληνικές” ήταν οι νεοκατακτημένες περιοχές. Τόσο, ώστε το ελληνικό κράτος να είναι έτοιμο να τις ξεφορτωθεί παζαρεύοντας στον πάγκο του πολέμου!
[ Επιστροφή ]
4. Δεν είναι ξένες στην ιστορία του ελληνικού ιμπεριαλισμού τέτοιου τύπου διακριτές τακτικές. Η τελευταία περίπτωση είναι πολύ πρόσφατη και αφορά στο κράτος της μακεδονίας. Το δίλημμα “tanks ή banks”, στρατιωτική επέμβαση ή οικονομική διείσδυση, εκφράζει τις εναλλακτικές μεθοδεύσεις εναντίον του κράτους της μακεδονίας, που διαφοροποιούνται μεν στη μέθοδο αλλά εξυπηρετούν τον ίδιο στόχο: την ιμπεριαλιστική επέκταση στην βαλκανική ενδοχώρα.
[ Επιστροφή ]
5. Η ουσιαστική παράδοση της ανατολικής Μακεδονίας είναι άλλη μια απόδειξη για το πόση αξία είχαν στην πραγματικότητα οι εθνικιστικές ρητορείες περί “ελληνικότητας” της Μακεδονίας.
[ Επιστροφή ]
6. Η σύγχρονη παραφιλολογία περί “κράτους των Αθηνών” που αδιαφορεί για την Θεσσαλονίκη και ενίοτε την σαμποτάρει δεν είναι χωρίς ιστορικό υπόβαθρο. Όντως το '16 - '17 υπήρξε “διάσπαση” του ελληνικού κράτους, ανάμεσα σε δύο αντίπαλα πολιτικά κέντρα εξουσίας. Εξάλλου, πέρα από τις ανεκδοτολογικές προσεγγίσεις που σήμερα φιλοξενούνται βασικά στις σελίδες των αθλητικών - γηπεδικών φυλλάδων, εκείνος ο “διχασμός” πόλωσε τον κοινωνικό ανταγωνισμό στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίες για δεκαετίες μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.
[ Επιστροφή ]
7. Salonica, City Of Ghosts. Mark Mazower. 2004
[ Επιστροφή ]
8. Από έκθεση του βρετανού πρόξενου στη Θεσσαλονίκη:
Το αποτέλεσμα της σφαγής των μουσουλμάνων στην αρχή του πολέμου, της λεηλασίας των περιουσιών τους τους κατοπινούς μήνες, της εγκατάστασης χριστιανών στα χωριά τους, του διωγμού από τους χριστιανούς γείτονές τους, του βασανισμού και του ξυλοδαρμού τους από τους έλληνες στρατιώτες ήταν η δημιουργία μιας ατμόσφαιρας τρομοκρατίας στις τάξεις του ισλαμικού πληθυσμού. Ο μόνος τους πόθος είναι να αποδράσουν από την Μακεδονία και να βρεθούν πάλι σε μια ελεύθερη γη.
Φτάνουν στην τουρκία με την ανάμνηση των σφαγμένων φίλων και συγγενών τους νωπή μες στο μυαλό τους, θυμούνται τα όσα τράβηξαν οι ίδιοι και τους διωγμούς που υπέστησαν, και καθώς δεν έχουν ούτε χρήματα, ούτε βιοπορισμό, με την ενθάρρυνση ως ένα βαθμό της δικής τους κυβέρνησης, δεν βλέπουν τίποτε κακό να επιπέσουν στους έλληνες χριστιανούς της τουρκίας και να τους υποβάλλουν στην ίδια μεταχείριση που είχαν οι ίδιοι από τους έλληνες χριστιανούς της Μακεδονίας.
[ Επιστροφή ]
9. Το 1961 ο Χικμέτ έγραψε στο ανατολικό Βερολίνο το ποίημα Αυτοβιογραφία:
Γεννήθηκα το 1902,
δεν ξαναγύρισα στη γενέτειρά μου,
δεν θα 'θελα να ξαναγυρίσω.
...
Άλλος ξέρει τα χόρτα ένα προς ένα
άλλος ξέρει τα είδη όλων των ψαριών,
εγώ έμαθα κάθε είδους χωρισμό.
(μετάφραση Άρη Δικταίου)
[ Επιστροφή ]
10. Μόνο την πρώτη μέρα σκοτώθηκαν στις μάχες 300 ως 400 μουσουλμάνοι κι 100 έλληνες. Η κατοχή αποδείχτηκε από την πρώτη στιγμή ταπεινωτική για τους μουσουλμάνους κατοίκους της Σμύρνης. Οι άντρες υποχρεώθηκαν να σκίσουν τα φέσια τους και να τα ποδοπατήσουν - η χειρότερη προσβολή για μουσουλμάνο - κι πολλοί που αρνήθηκαν σφάχτηκαν με το σπαθί. Οι μαντίλες αφαιρέθηκαν βίαια από τα πρόσωπα των γυναικών κι ο όχλος άρχισε να λεηλατεί τα σπίτια των μουσουλμάνων.
[ Επιστροφή ]
11. Ο ιμπεριαλισμός του ελληνικού καπιταλιστικού σχηματισμού, ως δομικό χαρακτηριστικό του, φυσικά δεν έληξε με την μικρασιατική εκστρατεία. Αυτό που τέλειωσε με την άτακτη φυγή του ελληνικού στρατού από τα εδάφη της τουρκίας ήταν μια συγκεκριμένη στρατηγική ιμπεριαλιστικής εξάπλωσης: της ενοποίησης όλων των διάσπαρτων τμημάτων της ελληνικής αστικής τάξης που βρίσκονταν έξω από τα σύνορα του ελληνικού κράτους.
[ Επιστροφή ]
12. Μια διαδεδομένη πλάνη, ακόμη και μεταξύ της “εξεγερτικής” άκρας αριστεράς, υποστήριζε σε σχέση με τους μετανάστες που άρχισαν να έρχονται κατά χιλιάδες στις αρχές του '90 ότι η ελληνική κοινωνία αποκλείεται να γίνει ρατσιστική εναντίον τους, επειδή έχει η ίδια βιώσει την μετανάστευση. Αλλά αν χρειάζεται να αναζητήσουμε ιστορικές αναλογίες, δεν πρόκειται να τις βρούμε στους έλληνες μετανάστες που έφυγαν στα ξένα, αλλά στους πρόσφυγες του '23: αντιμετωπίστηκαν από τους “παλαιοελλαδίτες” με όλο τον ρατσισμό που ήταν απαραίτητος ώστε να τους επιβληθούν συλλογικά οι χειρότεροι όροι εκμετάλλευσης. Το αν κάποιες κοινωνίες γίνονται “ρατσιστικές” δεν έχει να κάνει με τις “αναμνήσεις” τους, αλλά με τις ταξικές συνθήκες στο εσωτερικό τους. Όταν έφτασαν οι πρόσφυγες το '23, οι ντόπιοι - κι όχι μόνο οι αστοί - “μύρισαν ανθρώπινο κρέας”· το ίδιο ακριβώς που άρχισε να συμβαίνει μετά το '90. Οι αναλογίες δεν εξαντλούνται εδώ: ακριβώς όπως οι σύγχρονοι εργάτες μετανάστες σήκωσαν στις πλάτες τους το “ελληνικό θαύμα”, το ίδιο συνέβη και με το ενάμισι εκατομμύριο εργατών μεταναστών του '23. Προφανώς αυτό δεν έγινε με την “πατροπαράδοτη ελληνική φιλοξενία”.
[ Επιστροφή ]
13. Οι προσεκτικοί αναγνώστες θα διαπίστωσαν ότι στο κείμενο δεν γίνεται καμία αναφορά στην καταστροφική πυρκαγιά στη Θεσσαλονίκη του 1917. Επειδή όμως είναι μια καταστροφή που συνδέεται στενά με την εβραϊκή κοινότητα της πόλης, θ' αναφερθούμε σ' αυτήν σε επόμενο τεύχος.
[ Επιστροφή ]
|
|