για την ιστορία του φασισμού, τον φασισμό τον ίδιο και την ιστορία γενικότερα
Με το άρθρο αυτό “Οι Φάλαγγες της Μαύρης Τάξης”, που για δεκατρείς μήνες φιλοξενήθηκαν εδώ, κλείνουν τον κύκλο που άνοιξαν τον Νοέμβρη του 2015. Μέσα στο διάστημα αυτό γράφτηκαν περίπου 40.000 λέξεις που θεωρητικά αφορούσαν άμεσα την σύγχρονη ελληνική ιστορία και, ειδικότερα, μια επιμελώς συγκαλυμμένη όψη της, αυτή του νεότερου ελληνικού φασισμού.
Το ερώτημα που αναδύεται μέσα από τους συνειρμούς ακόμα και του πιο καλοπροαίρετου αναγνώστη είναι “γιατί η ιστορία του σύγχρονου ελληνικού φασισμού είναι επιμελώς συγκαλυμμένη;” Μήπως κάπου πάσχει η σχετικά πρόσφατη “στροφή” ιστορικών, επαγγελματιών και ερασιτεχνών, στρατευμένων και μη, προς την περίοδο κατοχή-αντίσταση-εμφύλιος; Μήπως τα ακαδημαϊκά συνέδρια δεν επαρκούν για την κατανόηση του φασισμού; Μήπως, εν τέλει, σπανίζουν οι ανεξάρτητοι ιστορικοί μελετητές; Ή μήπως τάχα τα πνευματικά εφόδια που κομίζουν από τις πανεπιστημιακές τους σπουδές στέκονται μέχρι σήμερα ανίκανα να αποκαλύψουν τις κρυμμένες όψεις της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας; Η απάντηση δεν πρέπει να αναζητηθεί εκεί μιας και ποτέ κανείς, δυστυχώς, δεν ανησύχησε στα σοβαρά τα τελευταία σαράντα χρόνια για την σπάνη μιας αυτόνομης και από-τα-κάτω ιστορικής έρευνας για λογαριασμό του αντικαπιταλιστικού κινήματος, παρότι το τελευταίο στην πλειοψηφία του στελεχώθηκε από απόφοιτους ελληνικών πανεπιστημίων και πρώην μέλη αριστερών παρατάξεων, δηλαδή από ανθρώπους που γαλουχήθηκαν μέσα στην κοιτίδα του πνευματικού επαρχιωτισμού και ζυμώθηκαν πολιτικά στην ανακουφιστική πεποίθηση ότι το ξαναγράψιμο της ιστορίας μας από προλεταριακή σκοπιά ήταν μια υπόθεση που είχαν αναλάβει - και, αλλίμονο, ολοκληρώσει - για λογαριασμό μας διανοούμενοι όπως ο Γιάννης Κορδάτος, ο Φίλιππος Ηλιού ή ο Κωστής Μοσκώφ.
Η απάντηση στο ερώτημα “γιατί η ιστορία του σύγχρονου ελληνικού φασισμού είναι επιμελώς συγκαλυμμένη” βρίσκεται, κατά την γνώμη μας, στο ότι η αποκάλυψη των συγκεκριμένων κρυμμένων επόψεων της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας προϋποθέτει την πολιτική αναγνώριση και ανάδειξη αυτών ως τέτοιων, δηλαδή ως κρυμμένων. Μέσα από τις “φάλαγγες της μαύρης τάξης” ο διόλου κοσμητικός τίτλος “φασίστας” αποδόθηκε - όχι ελαφρά τη καρδία αλλά με πλήρη συνείδηση του ιστορικού νοήματος και βάρους που φέρει - σε ανθρώπους που δεν ήταν απαραίτητα ναζί, δεν είχαν ξυρισμένα κεφάλια, δεν ήταν αλλόφρονες εθνικιστές πολιτικοί ή σαλεμένοι στρατόκαβλοι. Αντιθέτως μπορεί να ήταν π.χ. επιθεωρητές μέσης εκπαίδευσης, όπως ο Αποστόλης Παπαθεοδώρου ή φαινομενικά “κοινοί” επαρχιώτες βουλευτές της νδ, όπως ο Κωστής Γόντικας. Επίσης, ο ίδιος χαρακτηρισμός αποδόθηκε συλλήβδην σε ομάδες, οργανώσεις ή περιοδικά της ακροδεξιάς, όπως η νέα ενιαία δεξιά ή το κίνημα, που σε ένα πρώτο επίπεδο ανάλυσης μπορεί να μην απαντούν στην επιστημονική τυπολογία για το “τί είναι και τί δεν είναι” φασιστικό. Εν τούτοις, η λεπτομερής και σε βάθος εξέταση του θέματος, που στην προκείμενη περίπτωση αφορούσε στην ιστορική περίοδο, την φυσιογνωμία των προσώπων που στελέχωσαν τις ομάδες αυτές και την ιδεολογική ή/και πολιτική γεφύρωση με τους προγενέστερους φασίστες του Μεσοπολέμου, έκαναν αναγκαία την χρήση πρώτα και κύρια του όρου φασίστας/φασιστικός έναντι οποιουδήποτε άλλου διαθέσιμου που μπορεί συχνά να εμφανίζεται σε επιστημονικές μονογραφίες, δημοσιεύσεις και “βαθυστόχαστες” πολιτικές αναλύσεις. Δεν είναι, όμως, μόνο αυτός ο λόγος που η πολιτική αναγνώριση και ανάδειξη του φασιστικού ιστορικού φαινομένου ως τέτοιου (δηλαδή ως κρυμμένου) σπανίζει και ως εκ τούτου η ιστορία του σύγχρονου ελληνικού φασισμού παραμένει επιμελώς συγκαλυμμένη.
Όταν πριν πέντε περίπου χρόνια, σε ένα αντιεξουσιαστικό στέκι της επαρχίας και στα πλαίσια μιας πολιτικής εκδήλωσης για την ιστορία του ελληνικού φασισμού, ένας διάσημος αριστερός καθηγητής σύγχρονης ελληνικής και ευρωπαϊκής ιστορίας σε ένα ελληνικό πανεπιστήμιο ήρθε σε επαφή με μια πρωτόλεια εκδοχή αυτής εδώ της εργασίας και, κυρίως, των απόψεων που εκφράζονταν ως απόρροια της προσέγγισής μας, εξέφρασε μεγάλη διαφωνία για την αφειδή χρήση του όρου φασιστικός για πρόσωπα και πολιτικά μορφώματα που εμφανίστηκαν ιστορικά μετά το τέλος του μεγάλου πολέμου και ως εκ τούτου δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν φασιστικά διότι στερούνταν ένα πάγιο χαρακτηριστικό του ιστορικού φασισμού που είναι το κοινωνικά μαζικό φασιστικό κίνημα σε ένα περιβάλλον κρατικού απολυταρχισμού.
Είναι σαφές ότι ένα πολύ μεγάλο κενό χωρίζει τις “φάλαγγες της μαύρης τάξης” από την mainstream άποψη του συγκεκριμένου αναγνωρισμένου ιστορικού. Κι είναι εξίσου σαφές ότι αυτό το κενό είναι αδύνατο να γεφυρωθεί καθότι καμία ιστορική μεθοδολογία, όσο καθαρά κι αν είναι διατυπωμένη στο χαρτί, δεν μπορεί να αναλάβει ρόλο τυφλοσούρτη και να οδηγήσει τον οποιονδήποτε χειριστή της στην λύση οποιωνδήποτε προβλημάτων. Καμία επιστημονική συνταγή δεν μπορεί να υποκαταστήσει την πολιτική παιδεία και το πολιτικό ήθος του εκάστοτε ερευνητή. Κοντολογίς, ακόμα κι αν όλοι ακολουθούν την ίδια επιστημονική πειθαρχία μέσα στο περιφραγμένο αμπέλι της ιστορικής έρευνας, τα μάτια του λαγού θα συνεχίζουν να είναι πάντα διαφορετικά απ' αυτά της κουκουβάγιας.
Η ενσυνείδητη επιλογή αυτής εδώ της έρευνας, που σημειωτέον δεν αποτελεί δική της ανακάλυψη αλλά θεωρητικό και πολιτικό κτήμα της οργανωμένης αυτονομίας στην ελλάδα, να αποδίδει τον όρο φασιστικό σε ανθρώπους/μορφώματα/καταστάσεις που η επιστημονική τυπολογία αρνείται να δει ως τέτοια, δεν είναι ούτε ανερμάτιστη ούτε επιπόλαιη. Προσδιορίζεται πρώτα και κύρια από την κοινωνική θέση απ’ όπου ξεκινάει η κριτική του γράφοντος. Από την κοινωνική θέση που ξεκινάει κριτική των αυτόνομων.
Εξετάστηκαν, λοιπόν, αναλυτικά αλλά όχι με αξιώσεις εξάντλησης η διαμόρφωση, ο μετασχηματισμός και οι εσωτερικές περιπτύξεις του ελληνικού ακροδεξιού φαινομένου σε συνάρτηση με το ευρωπαϊκό παράδειγμα, σε μια ιστορική περίοδο που ξεκινάει με την επάνοδο της τρίτης ελληνικής δημοκρατίας (1974) και τελειώνει με τις κοσμογονικές αλλαγές που συνόδευσαν την οριστική κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού (1989). Ούτε η αρχή ούτε το τέλος της περιόδου αυτής είναι χωρίς νόημα, ιδιαίτερα αν εστιάσει κανείς στο πώς μέσα σε αυτό το πυκνό χρονικό διάστημα αναδιαμορφώθηκαν ριζικά πολιτικές έννοιες που παρακολούθησαν στενά τον ιστορικό φασισμό, όπως ο ρατσισμός - και στον αντίποδά του το δόγμα της ανεκτικότητας - παρακρατικές δομές του αντικομμουνιστικού στρατοπέδου (π.χ. ROLA, ΙΔΕΑ, δίκτυο παραστρατιωτικών οργανώσεων stay behind κ.ά.), θεσμικές λειτουργίες όπως το κράτος πρόνοιας και οπωσδήποτε η ολοένα αυξανόμενη κλιμάκωση των διακρατικών αντιθέσεων μέσα στο νέο περιβάλλον της πλανητικής πολιτικής.
Μιλώντας για το ελληνικό παράδειγμα, για να κατανοήσει κανείς την σφοδρότητα του μετασχηματισμού του φασιστικού φαινομένου και τις δυναμικές τάσεις που απελευθέρωσαν κοινωνικά οι εσωτερικές αναδιαμορφώσεις που υπέστη εν μέσω ευρύτερων ιστορικών μετασχηματισμών αρκεί να στρέψει κανείς το βλέμμα του σε ένα φασιστικό υποκείμενο του 1973 και αμέσως μετά σε ένα φασιστικό υποκείμενο του 2016, εφόσον και στον βαθμό που κάτι τέτοιο είναι εφικτό να γίνει. Μολονότι στον πυρήνα τους αυτά τα δύο κοινωνικά υποκείμενα συγκλίνουν (καθώς η σκατοψυχία είναι το υπεριστορικό κοινωνικό χαρακτηριστικό όλων των απανταχού φασιστών), ταυτόχρονα η απόσταση που τα χωρίζει είναι ασύλληπτη. Από το τί ισχυρίζονται (ιδεολογία), πώς το ισχυρίζονται (πολιτική), ως το τί φοράνε (κουλτούρα), τί δουλειές κάνουν (κοινωνική θέση / ρόλος) και άλλα τόσα, οι φασίστες του 2016 διαφέρουν σημαντικά από αυτούς του 1974.
Δεν προσπαθούμε να πούμε κάτι βαθύτερο πέρα από το αυτονόητο, ότι δηλαδή ο φασισμός, όχι ως η ιστορική μορφή συγκρότησης του καπιταλιστικού κράτους και βίαιης οργάνωσης της οικονομίας και των κοινωνικών σχέσεων στον Μεσοπόλεμο, αλλά ως βασική σταθερά στην διαμόρφωση της νεώτερης δυτικής σκέψης, ιδεολογίας και πολιτικής, μεταλλάχθηκε μέσα στα τελευταία εξήντα χρόνια και, αναπόδραστα πλην όμως διαλεκτικά, μεταλλάχθηκε και το υποκείμενο που ήταν ο φορέας του. Όχι παντού και σίγουρα όχι με την ίδια ένταση, δυναμική και σφοδρότητα. Η πορεία της ειδικής αυτής διαλεκτικής μεταμόρφωσης του φασισμού στην κεντρική και βόρεια ευρώπη πήρε τελείως διαφορετικές διαστάσεις απ' ότι στην ελλάδα, κατανοητές στη βάση της ιστορίας αυτών των κρατών και των κοινωνιών τους. Εν τούτοις, μια βασική διαπίστωση που παράλληλα αποτέλεσε εργαλείο ανάλυσης και ερμηνείας εδώ ήταν ότι το ελληνικό φασιστικό παράδειγμα, ειδικά από την μεταπολίτευση και μετά, εμφανίζει μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία, ουσιωδώς διαφορετική από το κεντρο/βορειοευρωπαϊκό: γράψαμε επανειλημμένα ότι η ελληνική ακροδεξιά αποτελεί ενός είδους δυσπλασία της ευρωπαϊκής τέτοιας, ένα πολιτικο-κοινωνικό φαινόμενο που μολονότι εμφανίζει κοινές ιδεολογικές και πολιτικές συντεταγμένες με την ευρωπαϊκή, φαίνεται στην εξέλιξή του να καθυστερεί αισθητά να συμπορευθεί μαζί της, και χωρίς ακόμα, τελικά, να το έχει πετύχει εντελώς.
Μια πρώτη εξήγηση στις αιτίες αυτής της καθυστέρησης επισημάνθηκαν στο τεύχος 106 γράφοντας για το περιοδικό αντίδοτο. Μια περισσότερο συστηματική ανάλυση κάνει αναγκαία την μετατόπιση της ιστορικής ματιάς επάνω στην εξήγηση αυτής της ιδιομορφίας αρκετά νωρίτερα. Μέσα από αυτή την διαπλάτυνση της ανάλυσης ίσως καταφέρουμε να απαντήσουμε και σε ένα άλλο ερώτημα που ταλανίζει πολλούς αντιφασίστες μέχρι σήμερα, αρκετοί εκ των οποίων το αντιπαρέρχονται με πρόχειρους και επιφανειακούς αφορισμούς εν είδει ιστορικά τεκμηριωμένων εξηγήσεων. Το ερώτημα είναι “γιατί διάφορες φασιστικές τάσεις στην σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία, μπορεί όντως συχνά μειοψηφικές, στρατοπέδευσαν στην αντιαστική όχθη, ανέπτυξαν αντιαστική, αντιφιλελεύθερη και συχνά “αντικαπιταλιστική” ρητορική και γιατί εν τέλει είχε ιστορική βάση να το κάνουν αυτό;”.
Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή πρέπει να γνωρίζουμε ότι μερικές από τις βασικές θεματικές που σημάδεψε η σοσιαλιστική κριτική στον 18ο και 19ο αιώνα γεννήθηκαν για πρώτη φορά μέσα στον ιδεολογικό χώρο της αντεπανάστασης, δηλαδή μέσα στις πολιτικές δυνάμεις της αντίδρασης και του συντηρητισμού που αντιπαρατάχτηκαν στη Γαλλική Επανάσταση και το νέο ρωμαλέο τύπο ανθρώπου που πρέσβευε η ανερχόμενη αστική τάξη των Νέων Χρόνων. Κοινωνικός φορέας της πρώτης αυτής αντικαπιταλιστικής κριτικής ήταν ο άνθρωπος του παλαιού καθεστώτος (ancien régime): ο πατριάρχης, γεωκτήμονας και αριστοκράτης, ο οποίος έβλεπε την κοινωνική του ύπαρξη να διαβρώνεται και την ταξική του κυριαρχία να καταρρέει σταδιακά μπροστά στην ακατάσχετη προέλαση των εμποροχρηματικών σχέσεων, της βιομηχανικής επανάστασης και των φιλελεύθερων ιδεών. Μπροστά σε αυτή την συνθήκη οι πρώτοι συντηρητικοί αντιδραστικοί αντέταξαν μια εξιδανικευμένη εικόνα της προκαπιταλιστικής/προαστικής ζωής, σύμφωνα με την οποία οι ανθρώπινες κοινότητες ζούσαν αρμονικά, φύσει αδελφομένες και ενωμένες μεταξύ τους με τους δεσμούς του αίματος, της παράδοσης και της ηθικής, κοντά στην φύση και συντονισμένοι με τον ρυθμό της. Αυτή η ιδεολογική και πάντως μυθοποιημένη ανάπλαση της προκαπιταλιστικής ζωής φιλοδοξούσε να παίξει το ηθικό-πολιτικό αντίβαρο στη νέα αντίληψη για τον άνθρωπο και την σχέση του με την φύση, την οποία πρέσβευε καθολικά ο καινοτόμος κοινωνικός τύπος του αστού. Κλασσικά δείγματα αυτού του ρομαντικού συντηρητισμού ως “αντικαπιταλιστική” ιδεολογία [1Η χρήση του όρου συντηρητικός αντικαπιταλισμός, με την λέξη αντικαπιταλισμός εντός εισαγωγικών, χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις δεξιές εκδοχές του ρομαντισμού, οι οποίες έμοιαζαν αλλά στην ουσία δεν ήταν αντικαπιταλιστικές, παρά ίσως επιλεκτικά αντι-φιλελεύθερες, και αποδίδει το νόημα της έκφρασης “χυδαίος αντικαπιταλισμός” που χρησιμοποιούνταν παλιότερα.] μπορεί κανείς να βρει στον Thomas Carlyle (1795-1881) και σε έναν από τους πιο διαδεδομένους και κλασσικούς θεωρητικούς του ευρωπαϊκού φασισμού, τον Julius Evola (1898-1974), στην σκέψη του οποίου η συντηρητική ιδεολογία διασταυρώνεται με τον εσωτερισμό σε εντυπωσιακές αναδιπλώσεις που ενέπνευσαν και συνεχίζουν να εμπνέουν σύγχρονους φασίστες. Για τον Evola, η Αναγέννηση αποτέλεσε το σημείο έναρξης της παρακμής του δυτικού πολιτισμού, το εναρκτήριο σημείο του θριάμβου του ορθολογισμού επί του πνεύματος που στις μέρες του θρηνούσε πως είχε αναπόφευκτα οδηγήσει στην ολοσχερή επικράτηση του υλισμού. Ο ηττημένος από αυτή την υπόθεση αλλά και ο μόνος ικανός ανατροπέας της, σύμφωνα με τον Evola, ήταν ο πεφωτισμένος αριστοκράτης που θα μπορούσε να ορθώσει το αντι-καπιταλιστικό του ανάστημα μπροστά στην μαζική κοινωνία του κυνηγιού του υλικού κέρδους από ανταγωνιστικά μεταξύ τους άτομα.
Με αυτά κατά νου ίσως γίνεται καλύτερα κατανοητός ο πανηγυρικός λόγος που ο φασίστας Γιάννης Βεντούρης εκφώνησε το 1969 στην Φεράρα της Ιταλίας, μπροστά στο ακροατήριο του εσεσι, απόσπασμα του οποίου είχε ως εξής:
Είμαστε εθνικοσοσιαλιστές. Αυτό ποτέ δεν το αποκρύψαμε γιατί μέσα στο θαύμα της γερμανικής επανάστασης του 1933 είδαμε τη δύναμη εκείνη που θα λυτρώσει την ανθρωπότητα από την εβραϊκή σαπίλα, είδαμε τη δύναμη που θα μας οδηγήσει σε μια νέα ευρωπαϊκή αναγέννηση, είδαμε τη φυγή από τον εφιαλτικό βιομηχανικό μαζάνθρωπο σε έναν νέο τύπου ανθρώπου, τον άνθρωπο της φιλοσοφίας και του πολέμου, τον άνθρωπο της γης και του αίματος, τον αγνό, αφελή και βίαιο άνθρωπο του μύθου και των ενστίκτων.
Η ελληνική περίπτωση, τώρα, είναι εντελώς διαφορετική από αυτήν που περιγράψαμε μόλις καθώς ο νόθα εκφραζόμενος συντηρητικός “αντικαπιταλισμός” στα μέρη μας πήρε μορφές τελείως διαφορετικές απ' ότι στην κεντρική και βόρεια ευρώπη. Όπως έλειψε από τα καπιταλιστικά γενοφάσκια της ελλάδας η παρουσία μιας ήδη συγκροτημένης και πρωτοποριακής εντόπιας αστικής τάξης, με αποτέλεσμα η ιστορική της αναγκαιότητα να αναπληρωθεί με την εισαγωγή αστικής νοοτροπίας, τεχνογνωσίας και θεσμογνωσίας από το εξωτερικό, στον ίδιο βαθμό έλειψε και η παρουσία μιας ήδη διαμορφωμένης αριστοκρατίας γαιοκτημόνων που θα μπορούσε να σηκώσει στις πλάτες της την πολιτική και ιδεολογική εκπροσώπηση ενός πρωτόλειου “αντικαπιταλιστικού” συντηρητισμού. Αντίθετα, η μόνη κοινωνική φιγούρα που θα μπορούσε δυνητικά να αναλάβει τον ρόλο της αντίδρασης στην εγκαθίδρυση αστικών και καπιταλιστικών σχέσεων ήταν αυτή που είχε ήδη διαμορφωμένα συμφέροντα να προασπίσει. Και αυτή ήταν η φιγούρα του έλληνα προεστού της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ο ηθικός κώδικας του οποίου ήταν αυτός της βαλκανικής φατρίας και η κοινωνικότητά του εξαντλούνταν στις στενές σχέσεις προσοδισμού με την ανατολικορθόδοξη εκκλησία και πιο συγκεκριμένα με την ελίτ των Φαναριωτών, αλλά όχι και αποκλειστικά. Έτσι ο συντηρητικός “αντικαπιταλισμός” στα μέρη μας, από την συγκρότηση του ελληνικού κράτους και έπειτα, διαμορφώθηκε ως ένα συνονθύλευμα του κοινοβιακού ιδεώδους του ανατολικορθόδοξου επαρχιωτισμού και του βυζαντινού μοναχισμού μπλεγμένο με μεταφυσικές και γενικότερα αλλοκοσμικές τοποθετήσεις. Από αυτό το ρεύμα σκέψης και πρωτόλειας συντηρητικής κριτικής προτάχθηκε η ανθρωπιά και η αλώβητη ψυχή της ορθόδοξης ανατολής κόντρα στον ορθολογισμό της δύσης και την ανάδειξη της ύλης ως της γενικής ρυθμιστικής ιδιότητας της ζωής. Όπως γράφει ο Κονδύλης, για τους έλληνες συντηρητικούς ο ευρωπαϊκός καπιταλιστικός πολιτισμός θεωρήθηκε διαβολική δύναμη και μοιραίο παραστράτημα της ιστορίας.
Τώρα, από μια σχετικά διαφορετική σκοπιά της συντηρητικής και αντιφιλελεύθερης κριτικής, η οποία συνδυάστηκε με τον ελληνικό εθνικισμό και την αναγνώριση του έθνους ως της μόνης ικανής κοινότητας να αντιταχθεί στην αστική-καπιταλιστική προέλαση, μπορεί κανείς να δει ότι προέκυψε ένα άλλο ρεύμα ρομαντικής αντιαστικής σκέψης που έφτασε μέχρι τον πυρήνα του σύγχρονου ελληνικού φασισμού στο καθεστώς της 4ης Αυγούστου. Βασικοί εκφραστές του ήταν ο Περικλής Γιαννόπουλος, ο Ιωάννης Συκουτρής και οπωσδήποτε ο Ίωνας Δραγούμης, πρόσωπα που συγκεντρώνουν τον θαυμασμό των φασιστών, δίχως όμως να γίνεται κατανοητός με ακρίβεια ο λόγος ούτε από τους ίδιους τους φασίστες, αλλά συχνά ούτε και από τους εχθρούς τους.
Για να συνοψίσουμε, το ιστορικό ρεύμα της αντιαστικής σκέψης μέσα στον 19ο και κυρίως στον 20ο αιώνα γνώρισε μία “φωτεινή” και μία “σκοτεινή” εκδοχή. Η πρώτη γεννήθηκε μέσα στους κόλπους του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος και εφόρμησε εναντίον των αστικών και καπιταλιστικών προσταγών με αφετηρία αγώνα την παγκόσμια κοινότητα των προλεταριακών συμφερόντων. Η “σκοτεινή”, όπως αποδείχθηκε τελικά, εκδοχή της αντιαστικής σκέψης πήγασε από την ευρύτερη αντίδραση δυνάμεων της προνεωτερικής και φεουδαλικής κοινωνίας ενάντια στην διάλυσή της και στην συνέχεια αντιτάχθηκε σφόδρα στην εγκαθίδρυση της βιομηχανικής κοινωνίας, της αστικής δημοκρατίας και του καταναλωτισμού ως μια ειδική όψη άκριτης αποδοχής του καπιταλιστικού τρόπου ζωής. Ορίστε τι έγραφε επ' αυτού το 1971 ένας “διαφωτιστής” του νεότερου ελληνικού φασισμού:
Ο μεταπολεμικός άνθρωπος της Δύσεως θέλησε να αποκτήσει όσο το δυνατόν περισσότερα υλικά αγαθά. Το πέτυχε. Κατέβαλε όμως ένα αντίτιμο που αποδείχθηκε εξαιρετικά βαρύ. Παραμέρισε τις μεταφυσικές του αγωνίες. Ξέχασε τα ιδανικά του. Περιγέλασε την ηθική. Λησμόνησε το πνεύμα. Έθεσε στο περιθώριο τις ηθικές και λησμόνησε τις πνευματικές αξίες. Έτσι κατέκτησε την ευημερία, περιεβλήθη από άφθονα υλικά αγαθά, αλλά αισθάνθηκε μόνος. Ζει σήμερα μέσα σε μια ηθική έρημο την οποία ο ίδιος δημιούργησε. Με τον αδίστακτο τρόπο που ενήργησε, με τον καταναλωτικό υλισμό του, έχασε την συνέπεια με την προηγούμενη ζωή του. Έσπασε τον ειρμό με την παράδοση. Παραμέρισε την θρησκεία, την οικογένεια, την πατρίδα. Έτσι έμεινε μετέωρος μέσα σ' ένα χάος μηδενισμού. [2Γεώργιος Γεωργαλάς, Η κρίσις της καταναλωτικής κοινωνίας, εκδ. Πάπυρος Πρεσσ Ε.Π.Ε., Αθήνα 1971, σελ. 27.]
Δεν θα μπορούσε να έχει υπάρξει καλύτερος εκπρόσωπος του “σκοτεινού” αντιαστικού ρεύματος από τον άτυπο υπουργό προπαγάνδας της χούντας, ο οποίος φαίνεται πως ήταν βαθύς γνώστης της συντηρητικής φιλοσοφίας και της φαρέτρας των αντιφιλελεύθερων (και φερόμενων ως “αντικαπιταλιστικών) επιχειρημάτων που δώρισε στους νεώτερους φασίστες η διδασκαλία του Oswald Spengler. Αυτός ο ιστορικός συντηρητισμός, τις διδαχές του οποίου απηχεί ο Γεωργαλάς, αποτέλεσε την ιδεολογική μήτρα της αντιδημοκρατικής κριτικής που χρησιμοποίησαν όλα τα φασιστικά κινήματα του 20ου αιώνα, τα οποία άλλοτε τον γονιμοποίησαν με τον ριζοσπαστικό εθνικισμό, άλλοτε με τον ρομαντισμό και άλλοτε ακόμα και με τον παγανισμό! Το ότι οι δύο αντίπαλες εκδοχές της αντιαστικής σκέψης, δηλαδή ο κομμουνισμός και ο φασισμός, σχημάτισαν μια παράλληλη πορεία μέσα στους δύο προηγούμενους αιώνες σε τίποτα δεν έχει να κάνει με ευρύτερες κοσμοθεωρητικές προτεραιότητες που τα ίδια τα κοινωνικά κινήματα έθεσαν για τον εαυτό τους, καθότι οι εκπρόσωποί τους σχεδόν ποτέ δεν βρέθηκαν ως σύμμαχοι στην ίδια πλευρά του πολέμου, παρότι θεωρητικά αντιστρατεύτηκαν (εν μέρει) τον ίδιο εχθρό: τον αστικό φιλελευθερισμό. Για του λόγου το αληθές αξίζει μια ματιά σε ένα απόσπασμα άρθρου του Joseph Goebbels που δημοσιεύτηκε το 1925 στο περιοδικό Nationalsozialistische Briefe (εθνικοσοσιαλιστικές επιστολές), το οποίο εξέδιδε με τους αδελφούς Strasser, και μέσω του οποίου επιχείρησε ένα άνοιγμα στους γερμανούς αντικαπιταλιστές (δηλαδή κομμουνιστές) εργάτες στη βάση ότι αντιστρατεύονται έναν κοινό εχθρό.
Αγαπητέ φίλε στης Αριστεράς,
Όχι για λόγους αβροφροσύνης, αλλά ευθέως και χωρίς επιφυλάξεις ομολογώ ότι σε συμπαθώ, εισ' εντάξει άνθρωπος! Χτες τ' απόγευμα θα μπορούσα να κάτσω και να συζητάω για ώρες μαζί σου μπροστά στις χιλιάδες λαού της συγκέντρωσής μας που άκουγαν, γιατί είχα την αίσθηση πως το κεντρικό ζήτημα των ομοιοτήτων και των διαφορών μας παρουσιαζόταν δημόσια μπροστά στους γερμανούς εργάτες, τους οποίους σε τελική ανάλυση αφορά. Έχεις αντιληφθεί καθαρά ποιο είναι το όλο ζήτημα. Συμφωνούμε πάνω στα αίτια. Κανείς έντιμα σκεπτόμενος άνθρωπος σήμερα δεν θ' αρνιόταν το δίκιο των εργατικών κινημάτων. Αυτό που έχει σημασία είναι η πραγματοποίηση και η διατύπωση του τελικού σκοπού αυτών των κινημάτων.[...] Δεν χρειάζεται να σου τονίσω ότι για μένα ο λαός και το έθνος δεν σημαίνουν ό,τι σημαίνουν για τον καθώς πρέπει φαφλατά με την χρυσή καδένα του ρολογιού πάνω στην καμαρωτή κοιλιά του [σ.σ. αναφέρεται στον ιδεότυπο του αστού ως μια καρικατούρα], που επαναλαμβάνει ανούσια τις ξεθυμασμένες φράσεις του Stresemann [3Φιλελεύθερος γερμανός πολιτικός που την περίοδο εκείνη διατελούσε χρέη υπουργού Εξωτερικών στην Δημοκρατία της Βαϊμάρης.] και του Hergt [4Φιλομοναρχικός εθνικιστής γερμανός πολιτικός.] σαν φωνογράφος. [...] Για τον Γερμανό αστό ο μπολσεβικισμός αρχίζει από την απαίτηση προσωπικών θυσιών. Γι' αυτόν ο μπολσεβικισμός είναι κάθε τι που με κάθε τρόπο απλώνει χέρι στο πουγγί του. Γι' αυτόν το μόνο που είναι σωστό και αληθινό είναι η εξασφάλιση των όσων έχει και της αυτάρεσκης φιλισταϊκής γαλήνης του. Ναι, μπορούμε να τον καταγγείλουμε κι οι δυο με μια φωνή. Πως είναι χυδαίος, πρόστυχος, αηδιαστικός και, με την πραγματική σημασία του όρου, εθνικά ανεύθυνος.
Περνώντας στην εξέταση της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας του ελληνικού φασισμού, και έχοντας έρθει εξ αρχής σε διαφωνία με την αδιαφοροποίητη αντίληψη του ελληνικού φασισμού ως απλά και μόνο ενός υποσυνόλου του γενικού ιστορικού φαινομένου, θα χρειαστεί να επισημάνουμε ξανά αυτό που επανειλημμένα θίξαμε ως κεντρικό ζητούμενο ανάλυσης και ερμηνείας μέσα απ' αυτήν την σειρά κειμένων, προκειμένου να μην υποπέσουμε στα ίδια σφάλματα εκείνους που αναζητούν τους “σιδερένιους τύπους της ιστορίας” του φασισμού. Η φυσιογνωμία του νεώτερου ελληνικού φασισμού έχει τρεις ειδικές όψεις που την καθιστούν ιδιαίτερη σε σχέση με τις υπόλοιπες. Αυτό, όμως, καθόλου δεν σημαίνει ότι ο ελληνικός φασισμός είναι μοναδικός στον κόσμο και ως εκ τούτου δεν μπορεί να συμπεριληφθεί στην προσπάθεια μιας “μεγάλης” αφήγησης του ευρωπαϊκού φασισμού ή ότι κάθε ιστορική συγκυρία έχει την δική της εσωτερική νομοτέλεια και επομένως είναι αδύνατον να αναζητηθεί μια - σίγουρα πολυεπίπεδη πλην όμως - ενιαία ιστορική αιτιότητα στις φασιστικές μεταλλάξεις των δυτικών καπιταλιστικών κρατών από τον Μεσοπόλεμο και μετά.
Η “ιδιαιτερότητα” του ελληνικού φασιστικού παραδείγματος σε σχέση με το ευρωπαϊκό καθόλου δεν αμφισβητείται ούτε από τους εθνοκεντρικούς αναλυτές ούτε από τους αριστερούς. Κι αν με τους πρώτους η αντίθεση γίνεται πιο εύκολα διαυγής και για πολλαπλούς λόγους, με τους δεύτερους χρειάζεται επιμελέστερη προσπάθεια προκειμένου να διαχωριστούμε, γιατί αυτές οι τρεις ειδικές όψεις που θα αναφέρουμε παρακάτω συχνά διοχετεύονται στην κυρίαρχη σήμερα θέση αριστερών ιστορικών ότι η μεταπολεμική ελληνική δημοκρατία ήταν καχεκτική. Ότι, δηλαδή, αποτέλεσε μια ιδιότυπη σύζευξη αυταρχισμού και δημοκρατίας, αποκλεισμού και ευημερίας, ιδεολογικής οπισθοδρόμησης και πολιτιστικής άνοιξης.
Κωδικοποιημένα οι τρεις αυτές όψεις που δίνουν στον ελληνικό φασισμό μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία αφορούν:
Α. Την ιδιομορφία της εγκάρσιας και καθολικής προσοδικής δομής και λειτουργίας του ελληνικού κράτους-καπιταλισμού, η οποία οπωσδήποτε δεν έχει αφήσει ανεπηρέαστη την φυσιογνωμία του ελληνικού φασισμού.
Β. Την πατριωτική και συχνά εθνικιστική μετατόπιση της ελληνικής αριστεράς από τον ΒΠΠ και μετά, μια ιστορική διαδικασία η οποία χρωμάτισε ανεξίτηλα και το πολιτικό φάσμα της (ακρο)δεξιάς, και
Γ. Τις σταδιακές αλλά ραγδαίες μεταλλάξεις που συνέβησαν στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό από τον μεγάλο πόλεμο και έπειτα, ιδωμένες κυρίως μέσα από το πρίσμα της μαζικής μικροαστικοποίησης σημαντικών τμημάτων της ντόπιας εργατικής τάξης και της συνακόλουθης ηγεμόνευσης της μικροαστικής ιδεολογίας.
Ίσως έτσι μπορέσουμε να εξηγήσουμε γιατί ο ελληνικός φασισμός έχει αποκτήσει την υφή που έχει σήμερα. Ίσως έτσι μπορέσουμε να απαντήσουμε γιατί η ελληνική ακροδεξιά καθυστέρησε απελπισμένα να συντονιστεί με το πνεύμα της νέας δεξιάς που άκμαζε σε όλα τα βόρεια και κεντρικά ευρωπαϊκά κράτη από το 1970 και μετά. Και όταν τελικά έγινε αυτό, διστακτικά στις αρχές της δεκαετίας του 1990, δεν αποτέλεσε παρά μια κακή εκδοχή του πρωτότυπου πολιτικού φαινομένου. Γιατί στην ελλάδα οι βασικές ιδεολογικές γραμμές της νέας δεξιάς ουδέποτε δοκιμάστηκαν έμπρακτα στο πεδίο της καθημερινής πολιτικής πάλης. Και αυτό συνέβη γιατί η νέα δεξιά ως πολιτικό και ιδεολογικό ρεύμα που πετάχτηκε από τα σπλάχνα του ευρωπαϊκού αντικομμουνισμού στα '60s-'70s ήταν η διαλεκτική άρνηση της αριστερής πολιτισμικής ηγεμονίας. Αυτό εξηγεί επιπλέον γιατί η νέα δεξιά εμφανίστηκε με τον τρόπο που εμφανίστηκε στην μετα-68 γαλλία και όχι οπουδήποτε αλλού στον κόσμο. Για να το πούμε αλλιώς, εκ των ουκ άνευ ιστορική προϋπόθεση για την ανάπτυξη του ρεύματος της νέας δεξιάς ήταν η προγενέστερη πολιτισμική ηγεμονία της αριστεράς, το αντιστάθμισμα της οποίας αποτέλεσε διακηρυγμένο στόχο της.
Ερχόμενοι τώρα στα καθ’ υμάς βλέπει κανείς ότι κάποιες ουσιώδεις ιστορικές προϋποθέσεις λείπουν στο ελληνικό παράδειγμα. Γιατί όταν οι γάλλοι κομμουνιστές έσπαγαν τις πέτρες να βρούνε παραλία κάτω από την άσφαλτο των παρισινών λεωφόρων κατά την διάρκεια της εξέγερσης του Μάη 1968, οι έλληνες κομμουνιστές έσπαγαν τις πέτρες των λόφων της Γυάρου, επιταγμένοι σε καταναγκαστικά έργα της χούντας. Και όταν στην Γαλλία ο Alain de Benoist έγραφε το περίφημο Vu de droite (Από την σκοπιά της δεξιάς, 1977), η ακροδεξιά διανόηση στην ελλάδα τρεφόταν από τα έργα του Πλεύρη (πατέρα). Έτσι, όταν πια με την μεταπολίτευση - ή ακριβέστερα με την εκλογή πα.σο.κ. το 1981 - δόθηκε ο απαραίτητος χώρος για να ανασάνει φρέσκο αέρα η ελληνική κοινωνία, που ασφυκτιούσε υπό το βάρος της τεσσαρακονταετούς εξουσίας της δεξιάς, ήταν πλέον πολύ αργά. Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός είχε ως δια μαγείας “μετατραπεί” σ' έναν χυλό (υποτίθεται) δίχως τάξεις, δίχως διακριτά συμφέροντα, δίχως την ιστορία του, που πάντα φωτίζει από πίσω μας και ρίχνει μπροστά την σκιά μας. Αυτή η απωθημένη ιστορία της ελληνικής κοινωνίας γκρεμίστηκε πάνω στα κεφάλια της, δημιουργώντας την εικόνα μιας μοναδικής καταστροφής, που συσσωρεύει αδιάκοπα ερείπια επί ερειπίων και τα εκσφενδονίζει μπροστά στα πόδια της, όπως λέει ο Benjamin.
Κι ήταν τέτοιας έντασης και ισχύος αυτή η απώθηση ώστε όταν λίγα χρόνια αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1984, 113 ευρωβουλευτές ζήτησαν την σύσταση μιας εξεταστικής επιτροπής για την διερεύνηση της ανόδου του φασισμού και του ρατσισμού στην Ευρώπη, ο έλληνας εκπρόσωπος της επιτροπής, ευρωβουλευτής της νδ Δημήτρης Ευρυγένης, συνέταξε την έκθεση που αναλογούσε για την περίσταση. Τα όσα έγραψε ήταν απολύτως αντιπροσωπευτικά της εποχής που γράφτηκαν· μα πολύ περισσότερο των εποχών που μέλλονταν να έρθουν.
Ο Ευρυγένης εμφανίστηκε απολύτως καθησυχαστικός απέναντι στους ευρωπαίους συναδέλφους του, υποστηρίζοντας καταρχήν ότι η υπόθεση που λέγεται “ελληνική ακροδεξιά” είναι πλέον για το ελληνικό κράτος μια ατυχής στιγμή του παρελθόντος, καθώς “δεν έχει αποδειχτεί οιοσδήποτε δεσμός συνεργασίας μεταξύ ελληνικών ακροδεξιών οργανώσεων και ξένων κέντρων”. Εν τω μεταξύ, μολονότι επισήμανε κάποιες “παλιές επαφές μεταξύ ελλήνων ακροδεξιών και της ιταλικής ordine nuovo, αμέσως μετά την πτώση της χούντας δεν υπάρχουν πληροφορίες περί διατήρησης των σχέσεων αυτών”. Δικαιολόγησε, τελικά, τα καθησυχαστικά πορίσματα της έρευνάς του λόγω του “μικρού αριθμού μεταναστών” αλλά και επειδή “η στάση του αυτόχθονος πληθυσμού απέναντι στις θρησκευτικές ή εθνικές μειονότητες χαρακτηρίζεται από πνεύμα ανοχής και ξενοφιλίας και στερείται, κατά κανόνα, φυλετικών προκαταλήψεων”.
επίλογος στον επίλογο
40.000 λέξεις, λοιπόν, για την σύγχρονη ελληνική ιστορία. Αν με οποιονδήποτε τρόπο στάθηκαν χρήσιμες είναι ευχής έργον. H επιτυχία οποιασδήποτε προσπάθειας επαναφήγησης της ιστορίας από αντιφασιστική σκοπιά είναι αδιαρρήκτως συνδεδεμένη με την επιτυχία του ίδιου του αντιφασισμού. Αυτό που μας νοιάζει είναι το προλεταριάτο. Ένα μεγάλο μέρος των τεκμηρίων που χρησιμοποιήθηκαν γι' αυτήν εδώ την στήλη από τον Ιανουάριο του 2017 θα βρίσκεται στα ράφια της βιβλιοθήκης και του αρχείου της Λέσχης Κατασκόπων του 21ου αιώνα, διαθέσιμο προς χρήση από οποιονδήποτε και οποιαδήποτε θελήσει να το εξερευνήσει.
Τέλος, ευτυχισμένο το 2017 (και σκατά στους φασίστες!)
rupax
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 - Η χρήση του όρου συντηρητικός αντικαπιταλισμός, με την λέξη αντικαπιταλισμός εντός εισαγωγικών, χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις δεξιές εκδοχές του ρομαντισμού, οι οποίες έμοιαζαν αλλά στην ουσία δεν ήταν αντικαπιταλιστικές, παρά ίσως επιλεκτικά αντι-φιλελεύθερες, και αποδίδει το νόημα της έκφρασης “χυδαίος αντικαπιταλισμός” που χρησιμοποιούνταν παλιότερα.
[ επιστροφή ]
2 - Γεώργιος Γεωργαλάς, Η κρίσις της καταναλωτικής κοινωνίας, εκδ. Πάπυρος Πρεσσ Ε.Π.Ε., Αθήνα 1971, σελ. 27.
[ επιστροφή ]
3 - Φιλελεύθερος γερμανός πολιτικός που την περίοδο εκείνη διατελούσε χρέη υπουργού Εξωτερικών στην Δημοκρατία της Βαϊμάρης.
[ επιστροφή ]
4 - Φιλομοναρχικός εθνικιστής γερμανός πολιτικός.
[ επιστροφή ]
5 - Joseph Goebbels, Εθνικοσοσιαλισμός ή μπολσεβικισμός;, Περιέχεται στο Φωνές από τη Βαϊμάρη, μτφρ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 2011, σελ. 53 επ.
[ επιστροφή ]
6 - Σταματελάτος Μιχαήλ, Ο φασισμός και ο ρατσισμός στην σημερινή Ευρώπη: επισημάνσεις, συμπεράσματα, συστάσεις της εκθέσεως του Δημ. Ευρυγένη προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκδόσεις εφημ. Καθημερινή, Αθήνα 1987, σελ. 33.
[ επιστροφή ]