sarajevo

Οι φάλαγγες της μαύρης τάξης

αυτονόμηση της β. Ηπείρου: μια ιστορία που ζέχνει...

Και σήμερα η πατρίς μας αντιμετωπίζει πολλούς και ποικίλους, ορατούς και μη, κινδύνους. Υπάρχουν και σήμερα ανοιχτά και “καυτά” θέματα εθνικά όπως το “Κυπριακό”, το εκ του μη όντος δημιουργηθέν “Αιγαιακό”, κάποιοι ψίθυροι ακόμα και για δήθεν “Μακεδονικό” όπως και αυτό ακόμη το “Βορειοηπειρωτικό” που δεν φαίνεται δυστυχώς να αντιμετωπίζεται όσο επιβάλλουν τούτο οι σημερινές περιστάσεις. [1Παρατίθεται στο Απόστολος Παπαθεοδώρου, Η συμβολή της σπουδάζουσας νεολαίας κατά τον αυτονομιακόν αγώνα της Β. Ηπείρου (1914), εκδ. ΣΦΕΒΑ, Ιωάννινα 1985, σελ. 36]

Σ' αυτή την βρωμερή γωνιά των νοτίων βαλκανίων που είχαμε την ατυχία να γεννηθούμε, τα λεγόμενα “εθνικά θέματα” εμφανίζονται πάντα καλυμμένα με έναν διπλό μανδύα: αφενός σαν “μόνιμες εκκρεμότητες” που το έθνος θέλει-και-μπορεί αλλά η πολιτική ηγεσία αδυνατεί να λύσει, αφετέρου σαν κεφαλαιώδη ζητήματα που είναι ικανά ανά πάσα στιγμή να ενεργοποιήσουν μια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης ενόψει ενός έξωθεν κινδύνου που διαρκώς ελοχεύει. Η ενδελεχής μελέτη της σύγχρονης κοινωνικής ιστορίας έχει να δείξει πολλά τέτοια παραδείγματα, με το πιο απογοητευτικό ανάμεσά τους όχι τόσο την “εθνική έξαρση” σημαντικών κομματιών της ελληνικής κοινωνίας, όσο την ευρεία κοινωνική, ιδεολογική και διακομματική ενεργητική συμμετοχή ανθρώπων απ' όλο το εύρος του πολιτικού φάσματος. Πρόκειται, όμως, για μια ιστορία που σποραδικά και κινηματικά μόνο έχει ακόμα αναδειχτεί σε όλο της το βάθος.
Εντούτοις, η διαχρονική και ποικιλότροπη εμπλοκή φασιστών στην υπόθεση “αυτονομία της βορείου ηπείρου” έχει γίνει ευρύτερα γνωστή στα μέρη μας κυρίως μέσα από την ντόπια αντιφασιστική ιστοριογραφία αλλά πρωτίστως ως προς το σκέλος που αφορά την δεκαετία του 1990 και εντεύθεν, όταν ενόψει της συντριπτικής κατάρρευσης του κομμουνιστικού καθεστώτος της γειτονικής χώρας, το ζήτημα απέκτησε μαζικές και (παρα)κρατικά αξιοποιήσιμες διαστάσεις. Όχι άδικα, καθώς μέσα σε αυτήν την δεκαετία και περίπου στο πρώτο μισό της, δηλαδή περίπου μέχρι την εξέγερση του Μαρτίου 1997, τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν και τα οποία δυνητικά θα αφορούσαν την παρούσα έρευνα είναι πάμπολλα: η ένοπλη επίθεση μελών της οργάνωσης μαβη (μέτωπο απελευθέρωσης βορείου ηπείρου) σε στρατιωτικό φυλάκιο στην Επισκοπή αλβανίας στις 10 Απριλίου 1994 και η συντονισμένη συγκάλυψη των δραστών από εξέχοντα στελέχη του πολιτικού, επιχειρηματικού και στρατιωτικού κόσμου, [2Πρβλ. ενδεικτικά Δημοσιογραφική ομάδα “Ιός”, Τί ζητά το ΜΑΒΗ στον Κορυδαλλό, εφημ. Ελευθεροτυπία (27-6-2004), Ο γνωστός-άγνωστος κ. Βορίδης, εφημ. Ελευθεροτυπία (5-10-2002), Κάτω η σκευωρία, ζήτω το ΜΑΒΗ, εφημ. Ελευθεροτυπία 22-2-1997).] η παράνομη πτήση του φασίστα (και τότε σμηνάρχου) Θωμά Βρακά με ψεκαστικό αεροσκάφος πάνω από αλβανικό έδαφος στις 21 Αυγούστου 1994 κατά την διάρκεια της οποίας μοίρασε από αέρος χιλιάδες φέιγ-βολάν με απειλητικά συνθήματα για την αλβανική δημοκρατία, τα επεισόδια που εκτυλίχθηκαν κατά την διάρκεια της δίκης έξι ηγετικών στελεχών της εθνικιστικής οργάνωσης “Ομόνοια” τον Αύγουστο του 1995, η υποδαύλισή τους από γαλονάδες της ευπ και η επίσημη εμπλοκή της ελληνικής πρεσβείας στο Αργυρόκαστρο είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου.
Ενός παγόβουνου, όμως, που είχε το μεγαλύτερο μέρος του μέσα στην δεκαετία του 1980, περίοδο για την οποία ελάχιστα έχουν γραφτεί με αντιφασιστικό προσανατολισμό, αλλά  οπωσδήποτε και παλαιότερες δεκαετίες, αρχής γενομένης με την προώθηση του ελληνικού στρατού στην αλβανική ενδοχώρα κατά την διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων και τις προσπάθειες ελλήνων εθνικιστών για την δημιουργία της βραχύβιας τελικά “αυτόνομης δημοκρατίας της βορείου ηπείρου” τον Αύγουστο του 1914. Στις αράδες που ακολουθούν, λοιπόν, θα μιλήσουμε για τον ελληνικό ιμπεριαλισμό σε συνάρτηση με τους έλληνες φασίστες της δεκαετίας του 1980, οι οποίοι μπορεί να μην είναι διαφορετικοί από αυτούς της δεκαετίας του 1990 ή του 2000, όμως έχουν ένα διακριτό γνώρισμα: ενσαρκώνουν ιδεολογικά τις χρόνιες ορέξεις του ελληνικού ιμπεριαλισμού για επέκταση προς το νότιο τμήμα του αλβανικού κράτους και μεριμνούν για την πολιτική προετοιμασία τους σε μια εποχή που ακόμα δεν είναι σαφές (διαφαίνεται όμως;) ότι μπορούν να εκφραστούν ανοιχτά ή/και πολεμικά. Τελικά η ιστορία θα τους δικαιώσει.
Ήταν, λοιπόν, μέσα στην δεκαετία του 1980 όταν ο ηπειρώτης δημοσιογράφος και πρώην μέλος του εαμ, Γιάννης Σάρρας, έγραφε:

Αλλά με το πνεύμα που απονέμεται η δικαιοσύνη των μεγάλων έδωσαν στην Αλβανία προς τα νότια σύνορά της την ελληνική Βόρειο Ήπειρο, της πήρας όμως από τα βόρεια ένα μεγάλο τμήμα και το έδωσαν στην Γιουγκοσλαβία, δημιουργώντας της έτσι και με τους δύο γείτονές της μειονοτικά ζητήματα, που κρατούν σε ψυχρότητα τις σχέσεις τους εδώ και εξήντα χρόνια. [3Γιάννης Σάρρας, Ανιχνεύοντας την Αλβανία, χ.ε., Αθήνα 1981, σελ. 12]

Με την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος στις αρχές της επόμενης δεκαετίας, ο ίδιος άνθρωπος -ως βαθύς γνώστης της κατάστασης, πλέον, και με τα απαραίτητα εχέγγυα που του προσέδιδε το πατριωτικό του φρόνημα- επιμελήθηκε μια σειρά ρεπορτάζ που δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία. [4Βλ. ενδεικτικά Γιάννης Σάρρας, Οι διώξεις των Ελλήνων της Β Ηπείρου, εφημ. Ελευθεροτυπία (13-4-1992)] Λίγο καιρό αργότερα ένας άλλος κύριος του γνωστού είδους,  ο οποίος διατηρούσε στενές σχέσεις με τον εκκλησιαστικό κόσμο και βρισκόταν στην ηγεσία της αλυτρωτικής οργάνωσης πασυβα, την ιστορία της οποίας εξετάζουμε παρακάτω, είχε βαλθεί για τα καλά να αναδείξει το λεγόμενο “μειονοτικό ζήτημα των ελλήνων της βορείου ηπείρου” από διάφορες επόψεις. Εγκατεστημένος στην Αθήνα και δουλεύοντας στο Υπουργείο Παιδείας στην θέση του επιθεωρητή μέσης εκπαίδευσης (κλασική πρακτόρικη θέση για όσους έχουν μια εμπειρία από την ελληνική επαρχία όπου υπάρχουν μειονοτικοί πληθυσμοί, π.χ. ξάνθη, κομοτηνή, φλώρινα), ο Αποστόλης Παπαθεοδώρου ήταν από τα πρόσωπα εκείνα που έπαιξαν κεντρικό ρόλο στην όλη υπόθεση. Όλες τούτες οι προσπάθειες θα έμεναν λειψές, όμως, αν δεν έβρισκαν στο πρόσωπο ενός αλλόφρονα ρασοφόρου δημαγωγού τον ηγέτη που αναζητούσαν.

... θυμίαμα!

Στις 20 Ιουνίου 1922 γεννήθηκε στα Καλογρηανά Καρδίτσας ο Σωτήρης Οικονομίδης, ο οποίος αφού πρώτα φοίτησε στην θεολογική σχολή του πανεπιστημίου αθηνών, στην συνέχεια εκπλήρωσε την στρατιωτική του θητεία υπηρετώντας για 28 μήνες στην θρησκευτική υπηρεσία του κράτους μέχρι τελικά να χειροτονηθεί διάκονος το 1956. Τότε μετονομάστηκε σε Σεβαστιανός. Το 1950 εντάχθηκε στην αδελφότητα θεολόγων “Η ΖΩΗ” και το 1960 έγινε μέλος της εκκλησιαστικής αδελφότητας θεολόγων “Ο ΣΩΤΗΡ”, η οποία αποτέλεσε διάσπαση της πρώτης. Για το τι ακριβώς ήταν αυτές οι ορθόδοξες χριστιανικές αδελφότητες με τα γλυκανάλατα ονόματα αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι η πρώτη, που είναι και η παλαιότερη, λειτούργησε ως βασικός εκφραστής της δεξιάς ιδεολογίας κατά τον εμφύλιο όταν σε συνεργασία με τον βασιλιά Παύλο ίδρυσε τον σύλλογο “ελληνικό φως”, πρωτεύον καθήκον του οποίου ήταν η πνευματική καθοδήγηση του αντικομμουνιστικού αγώνος. Τα περιοδικά Ζωή και Ακτίνες που εξέδιδε διανέμονταν ελεύθερα στο στράτευμα. [5Για περισσότερα βλ. Έφη Γαζή, Πατρίς θρησκεία οικογένεια: η ιστορία ενός συνθήματος, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2011 και Μαρία Σιγανού, Ιδεολογικές συνιστώσες στον εμφύλιο πόλεμο: το παράδειγμα της Ζωής, περ. Τα Ιστορικά, τχ. 48, σελ. 103 επ.] Αυτή η πολύχρονη σχέση συνέχισε να αποδίδει και κατά την διάρκεια της χούντας των συνταγματαρχών. Η “ΖΩΗ” και ο “ΣΩΤΗΡ” αποτέλεσαν μια αξιοποιήσιμη από το καθεστώς δεξαμενή στελεχών την περίοδο της επταετούς δικτατορίας, όχι τυχαία μιας και τα μέλη της διατηρούσαν άριστες σχέσεις με την χούντα και τους πραξικοπηματίες προσωπικά. [6Για την στάση της ορθόδοξης χριστιανικής εκκλησίας και των συναφών με αυτή σχολών και οργανώσεων μπορεί κανείς να δει το Ανδρέας Αργυρόπουλος, Χριστιανοί και πολιτική δράση κατά την περίοδο της Δικτατορίας 1967-1974, εκδ. Ψηφίδα, Αθήνα 2004. Στο βιβλίο ο δημοκράτης χριστιανός συγγραφέας πραγματεύεται κυρίως την δράση των πολιτικοποιημένων χριστιανών ενάντια στο καθεστώς της επταετούς δικτατορίας.] Αυτή η τριγωνική και βαθιά ριζωμένη διασύνδεση μεταξύ κράτους, παρακράτους και εκκλησίας τέθηκε ξανά σε εφαρμογή δύο μήνες μετά το πραξικόπημα του Απριλίου 1967, όταν ο Σεβαστιανός εκλέχθηκε μητροπολίτης της “εθνικά ευαίσθητης” μητρόπολης Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης. Κατά την διάρκεια της ενθρόνισής του, εκφώνησε στο ποίμνιο που αγωνιούσε έναν “πύρινο” λόγο, απόσπασμα του οποίου έχει ως εξής:

Στρέφεται ο νους μου προς τους αλύτρωτους αδελφούς μας της Βορείου Ηπείρου, τους στενάζοντας υπό τον ζυγόν της πικράς δουλείας, διά να τους διαβεβαιώσωμεν ότι, όχι μόνον αι προσευχαί μας θα τους συνοδεύουν καθημερινώς, αλλά και παν το δυνατόν θα πράξωμεν, όπως λυτρωθούν των δεσμών της δουλείας και συντόμως να επανέλθουν ει τους κόλπους της Μητέρας Ελλάδος. [7Εφημ. Βορειοηπειρωτικόν Βήμα, περίοδος Δ', φύλλο 33, Απρίλιος 2014.]

Στην θέση αυτή έμεινε μέχρι τον θάνατό του, ο οποίος το 1994 τον βρήκε πλήρη ημερών, παρέχοντας όλο αυτό το διάστημα τις υπηρεσίες του στα σχέδια του ελληνικού ιμπεριαλισμού, ιδιαιτέρως αυτά που αφορούσαν την βρώμικη υπόθεση με το όνομα “αυτονόμηση της βορείου Ηπείρου”. Το όνομά του συνδέθηκε στενά με τις περισσότερο “δυναμικές” εκφάνσεις της προσέγγισης του βορειοηπειρωτικού ζητήματος, ήτοι με τις αλυτρωτικές πολιτικές που εκφραζόταν, φανερά η συγκαλυμμένα, από διάφορα σωματεία, συλλόγους και ομάδες που βρισκόταν υπό την άμεση επιρροή και προστασία του. Τα πιο γνωστά εξ αυτών ήταν ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Βορειοηπειρωτικού Αγώνα (πασυβα) και η Συντονιστική Φοιτητική Ένωση του Βορειοηπειρωτικού Αγώνος (σφεβα) καθώς και “δύο μαχητικοί μηχανισμοί με αμφιλεγόμενες δραστηριότητες και ενεργό εμπλοκή στο όλο σύστημα προώθησης της Μεγάλης Ιδέας στο βορειοηπειρωτικό”. [8Σταύρος Τζίμας, Στον αστερισμό του εθνικισμού, Αλβανία και Ελλάδα στην μετα-Χότζα εποχή, εκδ. Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 74.
Μολονότι η δράση των δύο αυτών συλλόγων συνεχίζεται μέχρι σήμερα και παρότι οι ειδικότερες και πιο ανοιχτά εκφρασμένες μορφές του βορειοηπειρωτικού αλυτρωτισμού σχηματίστηκαν και ξεδιπλώθηκαν όπως είπαμε μέσα στην δεκαετία του 1990, ήτοι σε μια περίοδο που δεν εκτείνεται το ενδιαφέρον της παρούσας έρευνας, για ορισμένους λόγους κρίνουμε σκόπιμο να κάνουμε μια σύντομη επισκόπηση  στην ίδρυσή τους. Και αυτή η επιλογή υποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι εν λόγω σύλλογοι ιδρύθηκαν νωρίς, σε μια στιγμή θεωρητικά ανύποπτη: το 1982, σε μια εποχή που οι ελληνοαλβανικές σχέσεις διήγαν μια περίοδο αμοιβαίας συνεννόησης που χαρακτηριζόταν πρωτίστως από τις συζητήσεις περί άρσης του εμπολέμου, το οποίο και έγινε τελικά τον Αύγουστο του 1987 κατόπιν εισήγησης του τότε υπεξ, Κάρολου Παπούλια. Τότε, λοιπόν, ιδρύεται και η σφεβα η οποία ως νεολαία ίσταται συνεχώς και επαξίως στις πρώτες γραμμές των δυναμικών επάλξεων του Τρίτου αυτού- μετά τον Αυτονομιακόν του 1914 και τον Σχολικόν του 1934-35- συγχρόνου μεγάλου Βορειοηπειρωτικού Αγώνος, με παγκοίνως αναγνωτισμένον εμπνευστήν και πρωταγωνιστήν τον μακαριστόν Σεβαστιανόν. [9Απόστολος Π. Παπαθεοδώρου, Η πρώτη δεκαετία (1985-1995) του Πανελληνίου Συνδέσμου Βορειοηπειρωτικού Αγώνος (ΠΑ.ΣΥ.Β.Α.), εκδ. ΠΑΣΥΒΑ, Αθήνα Δεκεμβριος 1995, σελ. 8.]
Τρία χρόνια αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1985 ιδρύεται ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Βορειοηπειρωτικού Αγώνος (πασυβα), ο οποίος αποτέλεσε τον κύριο φορέα κοινωνικής υποστήριξης εντός και εκτός συνόρων των ιμπεριαλιστικών σχεδίων του ελληνικού κράτους μέχρι την ίδρυση της “Ομόνοιας”, όπως θα δούμε παρακάτω. Ο πασυβα διακήρυττε στην ιδρυτική του πράξη ότι πραγματική ειρήνη δεν είναι δυνατόν να υπάρξη ανάμεσα σε χώρες όταν μία συστηματικά παραβιάζει τις αρχές που διέπουν την προστασία των ανθρωπίνων και πολιτικών δικαιωμάτων και επιδίδεται στον αφανισμό των εγκατεστημένων εκεί μειονοτήτων. [10Απόστολος Π. Παπαθεοδώρου, ό.π., σελ. 11.] Το πρακτικό της ιδρυτικής συνέλευσης του πασυβα υπογράφηκε από τριάντα τέσσερα άτομα μεταξύ των οποίων (προσέξτε!) ήταν η σύζυγος του Κωνσταντίνου Τσάτσου, συγγραφέας Ιωάννα Σεφεριάδου, ο ηπειρώτικης καταγωγής και τότε επίτιμος αρχηγός ΓΕΕΘΑ, Αγαμέμνων Γκράτζιος, ο δικηγόρος και βουλευτής της νδ Κωστής Γόντικας και ο τέως πρόεδρος του σεβ και του ομίλου εταιριών ΙΖΟΛΑ, Γεώργιος Δράκος. Φοβερό παρεάκι, δεν θα διαφωνήσει κανείς επ' αυτού! Οι υπογραφές μιας διανοούμενης, ενός καραβανά, ενός δικηγόρου και ενός βιομηχάνου αποκτούν έτσι ένα ιδιαίτερο ιστορικό βάρος, εξαιρετικά χρήσιμο από την άλλη για ένα νομιμοφανές σωματείο-βιτρίνα που ξεκινά το υπόγειο έργο της υποδαύλισης εθνικιστικών εντάσεων σε μία χώρα που λίγα χρόνια αργότερα διαφαίνεται να έχει μια βέβαιη πορεία προς την διάλυση.
Με το ένα μάτι να κοιτάει, λοιπόν, στην εθνικιστική προπαγάνδα στο εσωτερικό της αλβανικής επικράτειας και με το άλλο να στοχεύει στην ανάδειξη του “βορειοηπειρωτικού ζητήματος” εντός των ελληνικών συνόρων, ξεκινάει η δράση του πασυβα. Διαχειριζόταν το “Ράδιο Δρυινούπολη” μέσω του οποίου εξέπεμπε  και σε αλβανικό έδαφος, οργάνωνε αγρυπνίες σε εκκλησίες στα ελληνοαλβανικά σύνορα και κατηύθυνε δίκτυα φυγάδων που μπαινόβγαιναν από τα σύνορα μεταφέροντας μηνύματα και πληροφορίες. Η δράση του πασυβα όμως δεν περιορίστηκε στην παραμεθόριο αλλά και στην Αθήνα, όπου μέσα στην δεκαετία του 1980 οργάνωσε δύο διαδηλώσεις με την υποστήριξη ντόπιων ακροδεξιών οργανώσεων, όπως το ε.ν.ε.κ., η ο.ν.νε.δ. και η π.ο.α.κ.α. Η πρώτη διαδήλωση έγινε στις 3 Μαρτίου 1983 στα προπύλαια του πανεπιστημίου. Σύμφωνα με τον Γιάννη Σχοινά, στο συλλαλητήριο συμμετείχαν 20.000 άνθρωποι, εκτίμηση εκτός πραγματικότητας εάν λάβουμε σοβαρά υπόψιν το κλίμα και τους πολιτικούς συσχετισμούς της εποχής. Από μέρους του πολιτικού κόσμου παρέστησαν οι πρώην Υπουργοί κ.κ. Κοθρής και Παναγιωτάκος καθώς και οι βουλευτές κ.κ. Αλέξανδρος Παπαδόγγονας, Βύρων Πολύδωρας και Κων. Σημαιοφορίδης. [11'Ιων Σχοινας, άρθρο αλιευμένο από το koinosparonomastis.blogspot.gr]  Η δεύτερη διαδήλωση έγινε στις 9 Σεπτεμβρίου 1987 ως ένδειξη διαμαρτυρίας στην άρση του εμπολέμου μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας, δίχως να έχει υπάρξει μέριμνα, σύμφωνα με τους διοργανωτές, ανταλλάγματος υπέρ των βορειοηπειρωτών εκ μέρους της αλβανικής κυβέρνησης.
Στην ηγεσία του άλλου εθνικιστικού συλλόγου, της σφεβα, βρίσκουμε τον Γρηγόρη Γκιζέλη,  ελληνόφωνο πολιτικό μηχανικό από τους Αγίους Σαράντα, άνθρωπο με ισχυρές γνωριμίες στο ελληνο-αμερικανικό λόμπι κι έναν από τους συντάκτες, σύμφωνα με τον Τζίμα, του σχεδίου “λωτός” που κατέστρωσαν ακραίοι κύκλοι των ελλήνων μειονοτικών από το 1990 και προέβλεπε την εκδήλωση ένοπλης εξέγερσης της μειονότητας με στρατηγικό στόχο την απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου από την Αλβανική κυριαρχία. Τον Γκιζέλη μπορεί κανείς να συναντήσει (στην εξαιρετικά λειψή, ομολογουμένως, βιβλιογραφία) και ως πρόεδρο της κεβα (κεντρική επιτροπή βορειοηπειρωτικού αγώνα), οργάνωση που έλκει την καταγωγή της από τον μεσοπόλεμο, δρούσε αποκλειστικά στα Γιάννινα, χρηματοδοτούνταν από εύπορους ηπειρώτες μετανάστες στις ηπα και συνεργάστηκε στενά με την συγκαιρινή της εθνικιστική ενβη (εθνική νεολαία βορείου ηπείρου). Η σφεβα καθόλη την δεκαετία του 1980 και 1990 διατηρούσε γραφεία στις 4 μεγαλύτερες πόλεις της ελλάδας: Αθήνα (Ιπποκράτους 18), Θεσσαλονίκη (Πλ. Αγίας σοφίας 6), Πάτρα (Δημ. Γούναρη 48) και Γιάννινα (Βαλαωρίτου 43).

... και πρακτοριλίκι!

Όπως και στην περίπτωση του κουρδικού ζητήματος, όταν στην δεκαετία του 1990 οι έλληνες φασίστες (δεξιοί και αριστεροί) και παρακρατικοί διαρρήγνυαν τα ιμάτιά τους για τα “ανθρώπινα δικαιώματα της κουρδικής μειονότητας που παραβιάζονται από το τουρκικό κράτος” περίπου 4.000 χλμ μακρυά από την Αθήνα, την ίδια στιγμή που αγνοούσαν επιδεικτικά τον πολύχρονο διοικητικό αποκλεισμό των μουσουλμάνων μειονοτικών της δυτικής θράκης, έτσι και στην περίπτωση της “βορείου ηπείρου” τα ανθρώπινα δικαιώματα χρησίμευσαν ως το πρώτο έδαφος για την καλλιέργεια ενός κλίματος “εθνικών ζητημάτων”. Σύμφωνα με την έκθεση για την καταπάτηση των ανθρωπίνων και μειονοτικών δικαιωμάτων της εθνικής ελληνικής κοινότητας στην Αλβανία (βόρειος ήπειρος), ενός άκρως πρακτόρικου πονήματος που δημοσιεύθηκε το 2003 γνωρίζοντας (όχι αδικαιολόγητα) μηδενική απήχηση σε διεθνές διπλωματικό επίπεδο, το αλβανικό κράτος “αντιμετωπίζει δυσμενώς τους Ελληνικής καταγωγής πολίτες, καλλιεργώντας ένα ιδιόμορφο αυθύπαρκτο σύστημα μειονοτικής συνείδησης, στη θέση  της εθνικής ελληνικής συνείδησης. Υπονομεύει την συνείδηση  και το αδιαχώριστο της πολιτιστικής της παράδοσης, την ψυχική ενότητα  του Ελληνισμού στην Αλβανία και την κοινή πατροπαράδοτη  πολιτιστική κληρονομιά του ελληνικού έθνους. Και προς τεκμηρίωση (για να μην πούμε αδήριτη απόδειξη) οι συντάκτες της έκθεσης παραθέτουν κάποια ακλόνητα επιχειρήματα:

3.02.1998  Διερρήχθη το σπίτι του Ζήσο Ζήση, κάτοικος στην συνοικία Αρ.1 στους Αγ. Σαράντα.
15.02.1998 Εκλάπησαν  40 πρόβατα στο Καινούργιο, Αγ. Σαράντα του Σπ. Καϊση.
25.02.1998 Εκλάπη  ένα μηχανάκι στη Λίβηνα, νομού Δελβίνου. Στην Πλάκα των Αγ. Σαράντα διέρρηξαν νύχτα την εκκλησία, πήραν εικόνες ανεκτίμητης αξίας, άναψαν φωτιά μέσα και έψησαν κρέας, μια πράξη που θίγει βαθιά το θρησκευτικό συναίσθημα των κατοίκων.
28.02.1998 Εκλάπησαν 29 πρόβατα του Κ. Κίτσιου από το χωριό Κρανιά του Δελβίνου.

Είμαστε οι τελευταίοι που θα υποστήριζαν ότι το αλβανικό κράτος είναι το πιο δημοκρατικό των Βαλκανίων. Όμως όταν οι πλιατσικολόγοι καταδικάζουν το πλιάτσικο -και μάλιστα με ηθικόλογα και κανονιστικά επιχειρήματα - κάτι έχει πάει στραβά. Τέτοια ήταν, λοιπόν, η εποχή που το “βορειοηπειρωτικό” ήρθε στον αφρό της ντόπιας επικαιρότητας, με την επιτακτική υφή που αποκτούν όλα τα “εθνικά θέματα”: η παρακμή του καθεστώτος Χότζα και η άνοδος του Ραμίζ Αλία το 1985 στην εξουσία της αλβανίας έδειχνε ότι μια προηγούμενη εποχή είχε ήδη τελειώσει δίχως όμως η νέα να αχνοφαίνεται πουθενά στο βάθος. Το πολιτικό καθεστώς ήταν εξαιρετικά ασταθές για πολύ καιρό και η ζωή της συντριπτικής πλειοψηφίας του αλβανικού λαού βρέθηκε σε δεινή θέση. Δυστυχώς για τον τελευταίο, τα αρπαχτικά περίμεναν με το όπλο (και την πένα) παρά πόδας.
Αιχμή του δόρατος της ελληνικής πολιτικής έναντι της Αλβανίας από τον τερματισμό του Β' παγκοσμίου πολέμου και για όλη την περίοδο του ψυχρού πολέμου που ακολούθησε, ήταν οι ελληνικές διεκδικήσεις που εξαφάνισαν την Βόρειο Ήπειρο και τους Έλληνες που ζούσαν σ' αυτήν. Η σκιά των διεκδικήσεων αυτών βαραίνει ακόμα και σήμερα πάνω από τις ελληνοαλβανικές σχέσεις, εμποδίζοντας την προσέγγιση των δύο χωρών για μια αμοιβαία φιλία. {...} Στις εκλογές του περασμένου Μαρτίου, μέσα στο γενικότερο κλίμα του χάους, της ασάφειας και της προχειρότητας, η “Ομόνοια”, πολιτικός εκφραστής της ελληνικής μειονότητας, συμμετείχε ως αυτόνομο πολιτικό κόμμα και εξασφάλισε πέντε έδρες στην Βουλή. [12Τάκης Διαμαντής, Η ελληνική μειονότητα: επιτυχίες αλλά και προβλήματα, εφημ. Ελευθεροτυπία (24-12-1991)]
Προκύπτει, καταρχάς, ότι ο αλβανός εκλογικός νομοθέτης - σε αντίθεση με τον έλληνα - δεν μερίμνησε να θεσπίσει το περίφημο “πλαφόν του 3%” για την είσοδο κόμματος στην βουλή, εκλογική διάταξη που στην ελλάδα υπάρχει από το 1993 αποκλειστικά και μόνο για να διατηρεί εκτός βουλής μουσουλμάνους μειονοτικούς υποψήφιους της δυτικής θράκης και τα αντίστοιχα κόμματα-εκφραστές της μουσουλμανικής μειονότητας. Πάραυτα και εν μέσω ενός ορυμαγδού πολιτικών εξελίξεων, το σε βαθιά κρίση ευρισκόμενο αλβανικό κράτος έκανε τότε δεκτή την συμμετοχή της Ομόνοιας στις εκλογές. Αποτέλεσμα ήταν πέντε έλληνες να βρεθούν στο αλβανικό κοινοβούλιο, εκπροσωπώντας τα συμφέροντα του ελληνικού κράτους τα οποία την εποχή εκείνη συνέπιπταν με την ιμπεριαλιστική γραμμή Αντώνη Σαμαρά. [13Για περισσότερα βλ. το Γιώργος Χαρβαλιάς, Ελληνοαλβανικές σχέσεις, βορειοηπειρωτικό, τσάμηδες, μειονότητες στα Βαλκάνια: από τον διπολισμό στη νέα εποχή, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1995. Ο πατριώτης συγγραφέας επιχειρεί μια ιστορική δικαίωση της σκληρής γραμμής Σαμαρά στην εξωτερική πολιτική. Όχι αδιάφορο το γεγονός ότι από το 2010 και για κάποια χρόνια τέλεσε και προσωπικός σύμβουλός του τέως φασίστα - μα και “αντιφασίστα” ταυτόχρονα - πρωθυπουργού.] Η συνέχεια των εξελίξεων στην δεκαετία του 1990 θα είναι καταιγιστική και η δυναμική της είναι αδύνατο να γίνει αντιληπτή σε όλο της το εύρος αν κανείς δεν λάβει υπόψιν του παράλληλα τις δομικές αλλαγές στο εσωτερικό του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, τις διεθνείς εξελίξεις στην μετα-σοβιετική εποχή και την ανάδυση των βαλκάνιων εθνικισμών – του ελληνικού προεξάρχοντος. Εμείς δεν θα επεκταθούμε περαιτέρω εδώ. Ορίστε, όμως, μια σπουδαία υπόθεση για το μέλλον! Κλείνουμε με κάτι αντιπροσωπευτικό των όσων λέμε παραπάνω.
Εμπρός, λοιπόν, οι αποτελούντες την ηγεσίαν της ΟΜΟΝΟΙΑΣ, είναι καιρός να διεκδικήσετε κι εσείς τα δίκαιά σας. Δεν είσθε κι εσείς κατώτεροι των Αλβανών, ούτε του Κοσσυφοπεδίου, ούτε των Σκοπίων που προχωρούν πέραν της αυτονομίας και ζητούν ένωσιν. Είσθε κι εσείς γενναίοι και ανώτεροι εκείνων. Προχωράτε λοιπόν με την βεβαιότητα ότι έχετε σήμερα την συμπαράστασιν όλων των Ελλήνων, που όπως απέδειξαν με τα δύο μεγαλειώδη συλλαλητήρια για το Μακεδονικό, αγωνιούν για όλα τα εθνικά τους θέματα. (Απόσπασμα από ανακοίνωση της Μητρόπολης Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης με ημερομηνία 11-1-1993. Παρατίθεται στο Απόστολος Παπαθεοδώρου, Θέλει αρετήν και τόλμην, εκδ. ΣΦΕΒΑ Ιωάννινα 1993, σελ. 36)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 - Παρατίθεται στο Απόστολος Παπαθεοδώρου, Η συμβολή της σπουδάζουσας νεολαίας κατά τον αυτονομιακόν αγώνα της Β. Ηπείρου (1914), εκδ. ΣΦΕΒΑ, Ιωάννινα 1985, σελ. 36
[ επιστροφή ]

2 - Πρβλ. ενδεικτικά Δημοσιογραφική ομάδα “Ιός”, Τί ζητά το ΜΑΒΗ στον Κορυδαλλό, εφημ. Ελευθεροτυπία (27-6-2004), Ο γνωστός-άγνωστος κ. Βορίδης, εφημ. Ελευθεροτυπία (5-10-2002), Κάτω η σκευωρία, ζήτω το ΜΑΒΗ, εφημ. Ελευθεροτυπία 22-2-1997).
[ επιστροφή ]

3 - Γιάννης Σάρρας, Ανιχνεύοντας την Αλβανία, χ.ε., Αθήνα 1981, σελ. 12
[ επιστροφή ]

4 - Βλ. ενδεικτικά Γιάννης Σάρρας, Οι διώξεις των Ελλήνων της Β Ηπείρου, εφημ. Ελευθεροτυπία (13-4-1992)
[ επιστροφή ]

5 - Για περισσότερα βλ. Έφη Γαζή, Πατρίς θρησκεία οικογένεια: η ιστορία ενός συνθήματος, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2011 και Μαρία Σιγανού, Ιδεολογικές συνιστώσες στον εμφύλιο πόλεμο: το παράδειγμα της Ζωής, περ. Τα Ιστορικά, τχ. 48, σελ. 103 επ.
[ επιστροφή ]

6 - Για την στάση της ορθόδοξης χριστιανικής εκκλησίας και των συναφών με αυτή σχολών και οργανώσεων μπορεί κανείς να δει το Ανδρέας Αργυρόπουλος, Χριστιανοί και πολιτική δράση κατά την περίοδο της Δικτατορίας 1967-1974, εκδ. Ψηφίδα, Αθήνα 2004. Στο βιβλίο ο δημοκράτης χριστιανός συγγραφέας πραγματεύεται κυρίως την δράση των πολιτικοποιημένων χριστιανών ενάντια στο καθεστώς της επταετούς δικτατορίας.
[ επιστροφή ]

7 - Εφημ. Βορειοηπειρωτικόν Βήμα, περίοδος Δ', φύλλο 33, Απρίλιος 2014.
[ επιστροφή ]

8 - Σταύρος Τζίμας, Στον αστερισμό του εθνικισμού, Αλβανία και Ελλάδα στην μετα-Χότζα εποχή, εκδ. Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 74.
[ επιστροφή ]

9 - Απόστολος Π. Παπαθεοδώρου, Η πρώτη δεκαετία (1985-1995) του Πανελληνίου Συνδέσμου Βορειοηπειρωτικού Αγώνος (ΠΑ.ΣΥ.Β.Α.), εκδ. ΠΑΣΥΒΑ, Αθήνα Δεκεμβριος 1995, σελ. 8.
[ επιστροφή ]

10 - Απόστολος Π. Παπαθεοδώρου, ό.π., σελ. 11.
[ επιστροφή ]

11 - 'Ιων Σχοινας, άρθρο αλιευμένο από το koinosparonomastis.blogspot.gr
[ επιστροφή ]

12 - Τάκης Διαμαντής, Η ελληνική μειονότητα: επιτυχίες αλλά και προβλήματα, εφημ. Ελευθεροτυπία (24-12-1991)
[ επιστροφή ]

13 - Για περισσότερα βλ. το Γιώργος Χαρβαλιάς, Ελληνοαλβανικές σχέσεις, βορειοηπειρωτικό, τσάμηδες, μειονότητες στα Βαλκάνια: από τον διπολισμό στη νέα εποχή, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1995. Ο πατριώτης συγγραφέας επιχειρεί μια ιστορική δικαίωση της σκληρής γραμμής Σαμαρά στην εξωτερική πολιτική. Όχι αδιάφορο το γεγονός ότι από το 2010 και για κάποια χρόνια τέλεσε και προσωπικός σύμβουλός του τέως φασίστα - μα και “αντιφασίστα” ταυτόχρονα - πρωθυπουργού.
[ επιστροφή ]

κορυφή