Bουλγαρική προπαγανδιστική αφίσα με τους 4 βασιλιάδες του αντιοθωμανικού συνασπισμού. O γραφίστας άλλαξε την κατεύθυνση στις ρίγες της ελληνικής σημαίας, προφανώς για να ταιριάζει με τις υπόλοιπες.
|
|
Τα μυστικά του βούρκου (β' μέρος)
Καλά κρυμμένες ιστορίες του ελληνικού ιμπεριαλισμού
Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα το ελληνικό κράτος είχε στραμμένο το ενδιαφέρον του περισσότερο προς την Ήπειρο, τα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου και την Κρήτη κι όχι τόσο προς την Μακεδονία. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει απουσία ελληνικού σχεδίου κι οργανωμένης πολιτικής: το κενό που άφησαν οι επίσημοι θεσμοί γέμισε γρήγορα από κάθε λογής αυτόκλητους Παπαθεμελήδες της εποχής. Σύλλογοι δήθεν "πολιτιστικοί προς διάδοση του ελληνικού πνεύματος", στρατιωτικοί και παραστρατιωτικοί σύνδεσμοι, συντάγματα παπάδων και ταξιαρχίες λογίων, δασκάλων κι επιστημόνων, πρεσβευτές, πρόξενοι και διπλωματικοί ακόλουθοι, φουντωμένοι εκπρόσωποι των παροικιών και κάθε λογής καρύδια απ’ την καρυδιά του εθνικισμού φρόντισαν να κρατήσουν τα ηνία της πολιτικής για την Μακεδονία όσο το κράτος φρόντιζε άλλες εξίσου επιτακτικές ανάγκες επέκτασης [1].
Αλλά οι εξελίξεις στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν σχετικά δυσοίωνες για το ελληνικό κράτος που είχε τον φόβο ότι η Μακεδονία γλιστρούσε από τα χέρια του. Έτσι το 1904 έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο ένοπλης εξουδετέρωσης των αντίπαλων πυρήνων που δρούσαν στην Μακεδονία, εξόντωσης των πιο σημαινόντων εκπροσώπων των κοινοτήτων που αντιστέκονταν στον εξελληνισμό κι επιβολή με τη βία της ελληνικής εθνικής συνείδησης στους απρόθυμους κατοίκους της υπαίθρου. Με πιο ρητό τρόπο ειπωμένο, μεταξύ 1904-1908 το ελληνικό κράτος έθεσε σε εφαρμογή ένα από τα πιο ολοκληρωμένα και βάρβαρα σχέδια κρατικής τρομοκρατίας στο έδαφος άλλου κράτους [2]. Αξιωματικοί του ελληνικού στρατού (που σύμφωνα με τις εντολές παραιτούνται πρώτα για να μην στοιχειοθετείται επίσημη ανάμειξη της ελλάδας) αρχίζουν να φτιάχνουν ένοπλες ομάδες με κρήτες και μανιάτες (κυρίως) στρατιωτικούς, στρατολογούν μισθοφόρους από τις δεκάδες συμμορίες που δρούσαν στην ελληνική ύπαιθρο, παίρνουν μαζί τους και κάμποσους ντόπιους (που με την κατάλληλη αμοιβή "ανανίπτουν εθνικά" και ρουφιανεύουν τους συχωριανούς τους) κι αρχίζουν δράση με σκοπό την "εθνολογική βελτίωση της Μακεδονίας", όπως το θέτει κομψά ο ιστορικός Βλάχος.
Ο επίσημος μύθος λέει ότι [οι έλληνες] πολεμούσαν ενάντια σε βούλγαρους και τούρκους. Η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Όλα τα απομνημονεύματα που έχουν κυκλοφορήσει στην ελλάδα περιγράφουν καταλεπτώς μια στενότατη επιχειρησιακή συνεργασία των μακεδονομάχων και των τούρκων της Μακεδονίας. Καταρχήν μια συνεργασία άτυπη, δηλαδή κοινωνική: οι τσιφλικάδες που έβλεπαν τους σλάβους κολίγους τους να σηκώνουν κεφάλι, τροφοδοτούν τις ελληνικές ομάδες, τους προσφέρουν ένοπλη συνοδεία, χρησιμοποιούν είτε τους δικούς τους μπράβους είτε τα ελληνικά σώματα για να καθαρίσουν ανυπότακτους κολίγους, τους στεγάζουν, τους κρύβουν στα χαρέμια τους ή τις αποθήκες τους, κ.ο.κ. Υπάρχουν γλαφυρότατες περιγραφές ελλήνων μακεδονομάχων που πεινασμένοι, άθλιοι και κυνηγημένοι κρύβονται από διάφορους αγάδες στα χαρέμια τους (προς μεγάλη τους τέρψη...). Ύστερα, συναργασία επίσημη: ήδη από το 1878 οι πρώτοι έλληνες οπλαρχηγοί που μπαίνουν στην Μακεδονία, γράφουν στις τοπικές αρχές λέγοντας ότι δεν θα συγκρουστούν με τους τούρκους, ότι μόνο στόχο έχουν τους βούλγαρους κι ότι θέλουν συνεργασία με τις αρχές [3].
Μεταξύ 1904 και 1908 οι έλληνες συμμορίτες – συχνά στην πραγματικότητα εξελληνισμένοι σλάβοι ή αλβανοί ληστές πιστοί στο πατριαρχείο – άρχισαν την πατριωτική δουλειά τους στους λόφους. Εξαναγκασμένοι να πάρουν θέση υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς, απρόθυμοι χωρικοί παρακινούνταν με ξυλοδαρμούς καθώς και με χρήματα. Οι εξαρχικοί πυροβολούνταν. "Εχθρικά" σπίτια και κάποια ολόκληρα χωριά πυρπολούνταν – κι από τις δύο πλευρές. Νέες γραμμές μάχης χαράσσονταν. Οι "βούλγαροι" ήταν ο κύριος εχθρός των ελλήνων, οι αντίχριστοι, εναντίων των οποίων όλα ήταν επιτρεπτά. Οι χωρικοί προειδοποιούνταν ότι οι εξαρχικοί παπάδες ήταν σχισματικοί και ότι αυτούς που έθαβαν δε θα αναπαύονταν εν ειρήνη. Στο ελληνικό γυμνάσιο της Θεσσαλονίκης, ένας παπάς δίδασκε στις τάξεις του ότι οι βούλγαροι ήταν "φονιάδες, εγκληματίες, άπιστοι και θα έπρεπε να εξαφανιστούν από προσώπου γης". Αυτοί που θα το έκαναν ήταν "φυσικά ήρωες, προστάτες της εκκλησίας μας". Εκ των υστέρων γίνεται φανερό ότι η ελληνική στρατηγική απλά αναπαρήγαγε τις γενικευμένες προκαταλήψεις για τα ελαττώματα των βούλγαρων που βρήκε έτοιμες. [...] Σύμφωνα με την ένθερμη λογική των fin-de-sciecle εθνικών ανταγωνιστών, κάθε επίθεση έπρεπε να απαντηθεί με αντεπίθεση, και η παθητικότητα ήταν δείγμα αδυναμίας όχι σοφίας. "Μέχρι το φθινόπωρο του 1905" σημείωσε ο Brailsford "ένα βασίλειο του τρόμου είχε εγκατασταθεί σε ολόκληρη την κεντρική Μακεδονία."
Το κέντρο των επιχειρήσεων ήταν το ελληνικό προξενείο της Θεσσαλονίκης, του οποίου το κομψό νεοκλασσικό κτήριο στεγάζει σήμερα το μουσείο μακεδονικού αγώνα. Ένας καινούριος δραστήριος πρόξενος, ο Λάμπρος Κορομηλάς, είχε διοριστεί εκεί για να δημιουργήσει ένα δίκτυο ακτιβιστών και ληστών. Η πατριωτική δραστηριότητα οργανωνόταν μέσω της "Οργάνωσης", ένα μυστικό κίνημα με αρχηγό έναν νεαρό εύελπι που ονομαζόταν Αθανάσιος Σουλιώτης-Νικολαΐδης. Οι πράκτορές του μάζευαν πληροφορίες για εχθρούς του ελληνικού σκοπού, και εκτελούσαν δολοφονίες ηγετικών στελεχών της βουλγαρικής κοινότητας. Εμπλέκονταν επίσης και σε πιο ειρηνικές προπαγανδιστικές ενέργειες - ο Σουλιώτης έγραψε μια μπροσούρα με τίτλο "Οι Προφητείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου" την οποία διένειμε στους αγρότες σε σλαβική μετάφραση για να τους πείσει ότι μόνο οι έλληνες μπορούσαν να τους ελευθερώσουν από τον τουρκικό ζυγό. Επίσης προσπάθησε να πείσει έλληνες μαγαζάτορες στην πόλη να αλλάξουν τις ταμπέλες τους έτσι ώστε τα ελληνικά γράμματα να είναι τα μεγαλύτερα βάζοντας τα τούρκικα και τα γαλλικά σε υποδεέστερα σημεία. Τα ελληνικά δεν έμπαιναν συνήθως πρώτα και ο Σουλιώτης σκέφτηκε πως η αλλαγή θα εντυπωσίαζε "τους σλαβόφωνους που έρχονταν στην μακεδονική πρωτεύουσα από τα χωριά" και θα βοηθούσε να εξελληνιστεί η πόλη [4].
Ο ελληνικός εθνικισμός στην τρομοκρατική του εκδοχή έμελλε να περιορίσει τη δράση του στην Μακεδονία από το 1908 κι ύστερα εξαιτίας ενός αντιπάλου, που δεν ήταν όμως ο βουλγάρικος. Τη χρονιά εκείνη αναδύθηκε στο βαλκανικό στερέωμα ο τελευταίος των εθνικισμών, ο τουρκικός, και μάλιστα η γενέθλια πόλη του δεν ήταν άλλη από την μητρόπολη των βαλκανίων, την Θεσσαλονίκη. Το κίνημα των νεότουρκων ήταν αυτό που βλέποντας την οθωμανική αυτοκρατορία να καταρρέει υπό την πίεση των μεγάλων δυνάμεων και τους ανταγωνισμούς των πρώην υπηκόων της, επιχείρησε να αντιστρέψει τη διάλυση και να σώσει ό,τι μπορούσε να περισωθεί. Η πολιτική του περιελάμβανε την ριζοσπαστική αναδιάρθρωση του διοικητικού μηχανισμού (το πέρασμα από τις απαρχαιωμένες αυτοκρατορικές δομές σε μοντέρνους κρατικούς θεσμούς), την κατασκευή κι επιβολή της τουρκικής εθνικής συνείδησης (στα χνάρια των υπόλοιπων ευρωπαϊκών και βαλκανικών εθνικισμών) και την άμεση αντιμετώπιση της διείσδυσης του ελληνικού και βουλγαρικού εθνικισμού που απειλούσαν να διαμελίσουν την Μακεδονία. Από τις πρώτες ενέργειες των νεότουρκων ήταν να καταργήσουν το σύστημα των μιλιέτ δίνοντας σε όλους τους κατοίκους της αυτοκρατορίας την εξισωτική ιδιότητα του πολίτη, προκαλώντας έτσι ένα γενικευμένο κλίμα "συμφιλίωσης" κι ενθουσιασμού στην αποκαμωμένη από τις διαρκείς συγκρούσεις πλειοψηφία και καταργώντας το έδαφος που πάνω του άνθιζαν οι διαμελιστικές προπαγάνδες. Οι ένοπλοι "προπαγανδιστές" άρχισαν να αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες· που επιτάθηκαν από την αμνηστία που πρόσφεραν οι νεότουρκοι κι οδήγησε πολλούς μισθοφόρους στην αποστράτευση.
Οι νεότουρκοι ανακάτεψαν ακόμη περισσότερο την ήδη περιπλεγμένη τράπουλα των βαλκανίων και η πολιτική τους προκάλεσε σοβαρά εμπόδια τόσο στα αντίπαλα εθνικιστικά σχέδια για την Μακεδονία, όσο και στους γεωπολιτικούς λογαριασμούς των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων. Αλλά κατ’ αρχήν, ο περισσότερο ζημιωμένος ήταν ο ελληνικός εθνικισμός κι αυτό για δύο λόγους. Πρώτον, τέθηκε οριστικό τέρμα στην ελληνο-οθωμανική προσέγγιση, μια συμμαχία λύκων με τακτικό στόχο τον περιορισμό του βουλγαρικού επεκτατισμού. Δεύτερον, καταργήθηκαν τα προνόμια του πατριαρχείου κι έτσι οι έλληνες έχασαν ένα πολύτιμο εργαλείο διείσδυσης κι άσκησης πολιτικής στο εσωτερικό της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι πρώτες αντιδράσεις από την Αθήνα είναι ενδεικτικές του αρνητικού κλίματος: οι έλληνες έφτασαν να οργανώσουν διαδηλώσεις υποστήριξης στον σουλτάνο, αναπολώντας τις "παλιές καλές εποχές" που είχαν το πάνω χέρι στην Υψηλή Πύλη και την αυτοκρατορία.
Σε τελική ανάλυση όμως, το κίνημα των νεότουρκων απέτυχε να αποτρέψει το αναπόφευκτο της διάλυσης της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αντίθετα, λειτούργησε σαν καταλύτης: η αγγλία εγκατέλειψε την πολιτική της διατήρησης του status quo, η ρωσία, αυστροουγγαρία, γερμανία, γαλλία κι ιταλία άρχισαν να αναμειγνύονται όλο και πιο δραστήρια στην τελική διευθέτηση της μοίρας του μεγάλου ασθενούς, ενώ οι τρεις επιτόπιοι αντίπαλοι - ελλάδα, βουλγαρία και σερβία - επιτάχυναν τις προετοιμασίες για την οριστική απόσπαση και διαμελισμό της Μακεδονίας.
Στο εσωτερικό του ελληνικού κράτους οι εξελίξεις ήταν εξίσου καταλυτικές. Ενώ μέχρι το 1881 τα σχέδια κρατικής ολοκλήρωσης της ελληνικής αστικής τάξης προχωρούσαν απρόσκοπτα (η ελληνική επικράτεια είχε σχεδόν διπλασιαστεί - με την προσθήκη των Ιονίων Νήσων και της Θεσσαλίας - χωρίς μάλιστα να χρειαστεί να πέσει ούτε μια σφαίρα) στη συνέχεια τα πράγματα άλλαξαν. Πρώτα ήρθε η αποτυχημένη συμμετοχή στον ρωσο-οθωμανικό Κριμαϊκό Πόλεμο (στο πλευρό της ρωσίας, το 1856), μετά η ήττα στον πόλεμο του 1897 (σε μια αποτυχημένη εκστρατεία προς τον βορρά της Θεσσαλίας και την Ήπειρο που οδήγησε στην μοναδική φορά που το ελληνικό κράτος παραχώρησε εδάφη στους οθωμανούς· η ήττα εκείνη βιώθηκε από την ελληνική κοινωνία ως "εθνικός εξευτελισμός") και μαζί μ’ αυτά ο παρατεταμένος κι αναποτελεσματικός ανταγωνισμός για την κατάκτηση της Μακεδονίας, αλλά και της Κρήτης.
Η απάντηση στα προβλήματα του ελληνικού καπιταλισμού προήλθε από τις τάξεις του στρατού (ή για την ακρίβεια βρήκε στην αναταραχή στο στρατό την αφορμή για να εκδηλωθεί). Τον Αύγουστο του 1909 εκδηλώθηκε το κίνημα στο Γουδί από τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο που είχε συγκροτηθεί λίγο καιρό πριν από χαμηλόβαθμους αξιωματικούς, απογοητευμένους από την κατάσταση στο στράτευμα και τις "εθνικές αποτυχίες". Στην αρχή τα αιτήματα των πραξικοπηματιών αξιωματικών ήταν καθαρά στρατιωτικού χαρακτήρα (επαγγελματικά ή ενάντια στις παρεμβάσεις των πολιτικών και του παλατιού στο στρατό ή για το ετοιμοπόλεμο των μονάδων) αλλά μέσα σε συνθήκες κρίσης του εθνικού / κρατικού σχεδίου, το στρατιωτικό κίνημα αποτέλεσε την θρυαλλίδα βάζοντας σε κίνηση μια ολόκληρη διαδικασία που οδήγησε στον αστικό εκσυγχρονισμό του ελληνικού κράτους. Ο στρατιωτικός σύνδεσμος υποχρέωσε την κυβέρνηση σε παραίτηση και κάλεσε από την Κρήτη τον Βενιζέλο προσφέροντάς του την πολιτική εξουσία. Μέσα στο επόμενο διάστημα οι κρατικοί μηχανισμοί αναδιαρθρώθηκαν (θέτοντας τις βάσεις του ελληνικού κρατικού μηχανισμού σχεδόν για όλο τον 20ο αιώνα, μέχρι την μεταπολίτευση του ’74), ο στρατός αναδιοργανώθηκε πλήρως στη βάση σχηματισμού μιας δύναμης ικανής να αναμετρηθεί με τους υπόλοιπους ανταγωνιστές στα Βαλκάνια, ενώ ξεκίνησε κι ένα από τα μεγαλύτερα προγράμματα στρατιωτικών εξοπλισμών.
Στο πεδίο της Μακεδονίας η πρωτοβουλία των κινήσεων είχε περάσει στο βουλγαρικό κράτος, που έχοντας αναπτύξει μια ισχυρότατη πολεμική μηχανή (σχεδόν μισό εκατομμύριο στρατιώτες) και στηριζόμενο στην συμμαχία με το ρώσικο κράτος, θεωρούσε δικαιολογημένα ότι οι συνθήκες θα του επέτρεπαν να αναδειχτεί η ηγεμονεύουσα δύναμη στα βαλκάνια. Με την ενεργητική μεσολάβηση της ρωσίας (και με στόχο να περιοριστεί το ελληνικό κράτος που η συμμαχία του με την αγγλία το καθιστούσε αντίπαλο των ρώσικων συμφερόντων) τον Μάρτη του 1912 το βουλγαρικό και το σερβικό κράτος υπέγραψαν συνθήκη που φαινομενικά ήταν αμυντική αλλά στην πραγματικότητα επιθετική, αφού τα μυστικά παραρτήματά της προέβλεπαν κοινή εκστρατεία για κατάληψη των ευρωπαϊκών εδαφών της αυτοκρατορίας. Σύμφωνα με την συνθήκη οποιαδήποτε πολεμική ενέργεια θα έπρεπε να εγκριθεί από την ρωσία, όπως και το τελικό μοίρασμα των εδαφών. Λίγο καιρό αργότερα στη συμμαχία αυτή προσχώρησε και το μαυροβούνιο. Μέχρι την τελευταία στιγμή το ελληνικό κράτος είχε κρατηθεί έξω από τις συνεννοήσεις και τις συμφωνίες αλλά τελικά η συμμετοχή του στον σχεδιαζόμενο πόλεμο αποδείχτηκε αναγκαστική, χάρη στο ισχυρό χαρτί του ελληνικού πολεμικού ναυτικού. Χωρίς τον αποκλεισμό της οθωμανικής αυτοκρατορίας από το Αιγαίο (που μόνο το ελληνικό κράτος είχε τη δύναμη να εγγυηθεί) καμιά εκστρατεία στην βαλκανική ενδοχώρα δεν θα μπορούσε να πετύχει [5].
Τελικά τον Μάη του 1912, μέσα από περίπλοκες διπλωματικές ακροβασίες μεταξύ Σόφιας, Αθήνας, Λονδίνου και Μόσχας, το ελληνικό και το βουλγαρικό κράτος υπόγραψαν συμφωνία που προέβλεπε την από κοινού διεξαγωγή πολέμου με την οθωμανική αυτοκρατορία. Η συμφωνία αυτή ήταν εξαιρετικά θολή και δεν έκανε απολύτως καμία πρόβλεψη για το πως θα μοιραζόταν τα εδαφικά κέρδη αυτού του πολέμου (η βιασύνη αυτή ήταν ενδεικτική του πόσο γρήγορα πλησίαζε η ώρα της τελικής πολεμικής αναμέτρησης στα βαλκάνια). Οι δύο μεγάλοι ανταγωνιστές, αφού έπρεπε αναγκαστικά να συνεταιριστούν για να επιτεθούν στην αυτοκρατορία, μετέθεταν στο μέλλον το οριστικό ξεκαθάρισμα, έχοντας την πεποίθηση, ο καθένας για τον εαυτό του, ότι αυτός θα είναι ο μεγάλος κερδισμένος. Έβαζαν έτσι εκ των προτέρων τις προϋποθέσεις για ένα δεύτερο πολεμικό κύκλο, μεταξύ τους αυτή τη φορά.
Τον Σεπτέμβρη του 1912 οι διαπραγματεύσεις είχαν ολοκληρωθεί και τόσο ο συνασπισμός των βαλκανικών κρατών όσο και η οθωμανική αυτοκρατορία κινητοποίησαν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις. Στις 8 Οκτώβρη το μαυροβούνιο έκανε την πρώτη κίνηση κηρύσσοντας τον πόλεμο και πέντε μέρες αργότερα οι πρεσβευτές της ελλάδας, σερβίας και βουλγαρίας επέδιδαν στην Υψηλή Πύλη τελεσίγραφο με όρους που ήταν αδύνατον να ικανοποιηθούν. Μέχρι την τελευταία στιγμή (κυριολεκτικά) η αυτοκρατορία είχε την ελπίδα ότι θα μπορούσε να έρθει σε κάποια συνεννόηση με το ελληνικό κράτος (προσφέροντας την Κρήτη και την Θεσπρωτία) και να το αποσπάσει από τον βαλκανικό συνασπισμό. Αυτός ήταν εξάλλου ο λόγος που -τυπικά- κήρυξε το πόλεμο σε όλους τους υπόλοιπους πλην της ελλάδας. Αλλά ο πρώτος βαλκανικός πόλεμος είχε ξεσπάσει.
Μέσα σε διάστημα τριών μόλις εβδομάδων το ελληνικό ναυτικό άλωσε στη σειρά τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά το ένα μετά το άλλο, ενώ ο ελληνικός στρατός (σχεδόν χωρίς να χρειαστεί να δώσει καμία μάχη, γιατί οι οθωμανικές δυνάμεις ήταν στραμμένες προς τον πολύ ισχυρότερο βουλγαρικό στρατό που θα μπορούσε να απειλήσει ακόμη και την Ισταμπούλ) έφτασε στις πύλες της πολυθρύλητης και διεκδικούμενης απ’ όλους Θεσσαλονίκης. Μόλις οχτώ ώρες τον χώριζαν από τον βουλγαρικό στρατό που κατέβαινε ξέφρενα από τον βορρά· μόλις οχτώ ώρες απόστασης πριν αρχίσουν πατείς με - πατώ σε να σφάζονται μεταξύ τους οι δύο ανταγωνιστές στα περίχωρα της μητρόπολης [6].
Τελικά ο πόλεμος αποδείχτηκε εξαιρετικά γενναιόδωρος απέναντι στους έλληνες [7]. Μέσα σ’ ένα κλάσμα ιστορικού χρόνου το ελληνικό κράτος υπερδιπλασιάστηκε [8]. Όχι μόνο γεωγραφικά· οι φυσικοί πόροι, οι υποδομές κι η εργατική δύναμη που προστέθηκαν στα "περιουσιακά στοιχεία" του ξεπερνούσαν κατά πολλές φορές αυτά που κατείχε στην αρχή του πολέμου. Αλλά κατά ένα τρόπο, ο πραγματικός πόλεμος τώρα ξεκινούσε για τον ελληνικό εθνικισμό: η Μακεδονία και η Θεσσαλονίκη είχαν κατακτηθεί στρατιωτικά, είχαν προσαρτηθεί, αλλά αυτό δεν σήμαινε κιόλας ότι είχαν ελληνοποιηθεί. Αυτή η διαδικασία θα εξελισσόταν σε μια μάχη απείρως δυσκολότερη με πολλά θύματα πίσω της: το ακμαίο (και πολυεθνικό) εργατικό κίνημα της Θεσσαλονίκης, την πλειοψηφούσα και ιστορική εβραϊκή κοινότητα της πόλης, τους μουσουλμάνους, τους σλάβους, τους μακεδόνες, τους βούλγαρους, τους τσάμηδες της επαρχίας... Η Μακεδονία θα περάσει από ριζική και βίαιη αναμόρφωση για να μπορέσει το ελληνικό καπιταλιστικό σχέδιο να επιδείξει δεκαετίες αργότερα ως αποτέλεσμα μια ντούρα, καθωσπρέπει κι ελληνοπρεπή εικόνα. Ακόμη και οι νεκροί ξεριζώθηκαν, γιατί τα νεκροταφεία αποκάλυπταν ένα παρελθόν που έπρεπε πάση θυσία να εξαφανιστεί [9].
Όταν ο ελληνικός στρατός μπήκε στη Θεσσαλονίκη ήταν σαν να εισέρχεται σε μια terra incognita, μια εντελώς άγνωστη πραγματικότητα. Η πρώτη του κίνηση ήταν να φέρει απ’ την παλιά ελλάδα ενισχυμένα σώματα στρατοχωροφυλακής λόγω της εξαιρετικής του καχυποψίας απέναντι στο πολύγλωσσο και πολυφυλετικό καλειδοσκόπιο που συνιστούσε την κοινωνία της πόλης. Οι κατακτητές ήταν στη δυσάρεστη θέση να μην ξέρουν τι να κάνουν με μια πόλη που τους ξεπερνούσε κατά πολύ: ιστορικά, διανοητικά, οικονομικά. Ένας αξιωματικός του στρατού έγραφε σ’ ένα γράμμα προς τη γυναίκα του:
Η Θεσσαλονίκη δεν με ενθουσιάζει καθόλου, παρόλα τα όμορφα πάρκα δίπλα στη θάλασσα, με τα σινεμά, τις μουσικές, τα καφέ σαντάν και τα εστιατόρια...
Σύντομα η διάθεση του έπεσε κι άλλο:
14 Μαΐου 1913: Έχω φτάσει ίσα μ’ εδώ! Θα προτιμούσα χίλιες φορές να είμαι σε μια σκηνή σε κάποιο βουνό παρά σ’ αυτή τη φανταχτερή πόλη με όλες τις φυλές του Ισραήλ. Στ’ ορκίζομαι, δεν υπάρχει πιο σίγουρο πράγμα!
Κι ακόμη χαμηλότερα:
19 Μαΐου: Πως μπορεί σε κάποιον να του αρέσει αυτή η πόλη με την κοσμοπολίτικη κοινωνία, εβραϊκή κατά εννέα δέκατα; Δεν έχει τίποτε το ελληνικό, ούτε ευρωπαϊκό! Δεν έχει τίποτε...
Αλλά ο ελληνικός κρατικός σχηματισμός δεν ήταν πια ούτε άπειρος, ούτε διστακτικός. Η πρώτη ανησυχία κι επιφυλακτικότητα γρήγορα ξεπεράστηκε. Η μηχανή είχε δουλειά· είτε με το μαχαίρι, είτε με τη φωτιά, είτε με τον πόλεμο, είτε με τις πολιτικές "εθνολογικής βελτίωσης", η Μακεδονία θα περνούσε με τη βία την διαδικασία της ελληνοποίησης [10].
ΣHMEIΩΣEIΣ
1. Η υλοποίηση κρατικών πολιτικών απευθείας από διάφορες κοινωνικές ομάδες, αυτή η τόσο πλατιά διασύνδεση ελληνικής κοινωνίας και κράτους, δεν είναι φαινόμενο μόνο εκείνης της εποχής της ξέφρενης επέκτασης των συνόρων. Η λειτουργικότητα αυτού του μοντέλου αποδείχτηκε τόσο μεγάλη ώστε ποτέ δεν εγκαταλείφθηκε, όπως αποδείχτηκε πρόσφατα με τους πολέμους διάλυσης της γιουγκοσλαβίας και την κόντρα εναντίον του κράτους της μακεδονίας. Όπου το ελληνικό κράτος χρειάζεται μεγαλύτερα περιθώρια ελιγμών, αφήνει να "καθαρίζουν" η κοινή γνώμη και οι "ομάδες πίεσης". Με τα συλλαλητήρια του ’92 το ελληνικό κράτος καλύφθηκε πλήρως, αφήνοντας την πλειοψηφία να εκφράσει τον απαραίτητο κυνισμό, ρατσισμό και τσαμπουκά απέναντι στο γειτονικό κράτος.
[ Επιστροφή ]
2. Στην επίσημη ελληνική εκδοχή για τον "μακεδονικό αγώνα", από αυτές που σερβίρονται στα ιδεολογικά κατηχητικά των σχολείων και των εκκλησιών, οι πρωταγωνιστές έχουν αγιοποιηθεί και η οργανωμένη κρατική τρομοκρατία του ελληνικού κράτους παρουσιάζεται ξεπλυμένη από τα εγκλήματά της. Αλλά οι κρατικές υπηρεσίες έχουν φροντίσει - εσκεμμένα - να διατηρήσουν τα τεκμήρια και τις μαρτυρίες της βαρβαρότητας. Διόλου παράδοξο: αποτελούν μια διαρκή υπενθύμιση (προς τους εσωτερικούς κι εξωτερικούς εχθρούς) του τι είναι ικανό να κάνει το κράτος. Τα παρακάτω αποσπάσματα είναι ενδεικτικά:
- Από την τελευταία έκθεση του Παύλου Μελά:
…έμαθον παρά του Προξενείου Μοναστηρίου ότι εις Setinia (Σκοπός), (ακριβώς προς ανατολάς της Φλωρίνης επί Μοριχόβου) οι ιδικοί μας, αγνοώ ποίοι, εφόνευσαν 4 και τα πτώματά των κατόπιν εκρέμασαν εις την πλατεία του χωριού. Επίσης άλλοι ιδικοί μας, κατά την αυτήν επίσημον πηγήν εκδικούμενοι τον φόνο του εν Προδίω (επί Μοριχόβου) ιερέως μας και 3 άλλων ορθοδόξων εφόνευσαν και αυτοί 4 εκ του κομιτάτου του χωρίου. Τώρα αυτοί πώς μισθοδοτούνται και πόθεν αγνοώ.
Οι του κομιτάτου πρωτεργάται κατελήφθησαν από ακατάσχετον πανικόν. Άλλοι, χωρίς καν να τους ειδοποιήσω εγκατέλειπον το χωρίον των, άλλοι μου έγραψαν ζητούντες συγγνώμην και υποσχόμενοι πίστιν, άλλοι δια τρίτων μου υποσχέθησαν να με υπηρετήσωσι περισσότερον ή υπηρέτησαν το κομιτάτον. Εις αυτούς απάντησα, ότι ούτε την πίστιν των θέλω ούτε τας υπηρεσίας των αλλά θέλω τα κεφάλια τους.[...]
Εκ των αρχών... αι δε στρατιωτικοί ή μάλλον αι επικεφαλής αποσπασμάτων εκφράζονται με ενθουσιασμόν. Τινές μάλιστα εξ αυτών λέγουσι, ότι εάν μας συναντήσουν δεν θα μας πειράξουν. Αλλά δυνάμεθα να βασισθώμεν εις την καλήν πίστιν των Τούρκων όταν μάλιστα γνωρίζουσιν ότι παντού και πάντα πληρώνομεν και συμπεραίνουσιν επομένως ότι είμεθα φορτωμένοι λίρας;
- Από τα απομνημονεύματα του Γερμανού Καραβαγγέλη, μητροπολίτη Καστοριάς:
Το 1905 στο Ζέλενιτς γινόταν ένας γάμος βουλγαρικός. Αυτό το έμαθε το σώμα του Καούδη, μπήκε στο γάμο κι επειδή έσβησαν τα φώτα έριξε στα σκοτεινά ομοβροντία σκοτώνοντας δεκαπέντε ή δεκαέξι Βούλγαρους. Η νύφη κι ο γαμπρός δεν σκοτώθηκαν. Αυτό το έκαναν γιατί είχαν την ιδέα ότι στο γάμο ήταν και μέλη βουλγαρικών συμμοριών, για να τρομάξουν τους Βούλγαρους.
- Από τα απομνημονεύματα του Παναγιώτη Παπατζανετέα:
Ο Ματαπάς είχε γράμμα του Κέντρου να κόψουμε τον δρόμο Γιαννιτσών-Βέροιας, δηλαδή να σκοτώσουμε επάνω στο δρόμο καμπόσους Βούλγαρους για να τρομάξουν τα χωριά και να μην πηγαίνουν οι Βούλγαροι στη Βέροια.[...]
Τους έξι αιχμαλώτους μας τους υποβάλαμε σ’ εξέταση στην αρχή με καλό τρόπο και περιποίηση και τους ζητούσαμε να μας πουν τα της βουλγάρικης διοργανώσεως... Αφού είδα πως με καλό τρόπο δεν κατόρθωνα τίποτα, μεταχειρίστηκα το άγριο και τους έδειρα. Αυτοί φορούν κάτι ποκάμισα μακριά ως τα γόνατα. Τους σηκώναμε λοιπόν τα ποκάμισα και τους δέρναμε με βούρδουλα. Κι ύστερα από μια ώρα κάθε βουρδουλιά σήκωνε φουσκάλα νερό. Το ξύλο το έμαθα από έναν Βούλγαρο, Γιώργη, που είχε γυρίσει και έγινε Έλληνας...
[ Επιστροφή ]
3. Ελληνικός Εθνικισμός - Μακεδονικό Ζήτημα. Η Ιδεολογική Χρήση Της Ιστορίας. Έκδοση της κίνησης αριστερών ιστορικού-αρχαιολογικού. Μάρτης 1992.
[ Επιστροφή ]
4. Salonica, City Of Ghosts. Mark Mazower. 2004
[ Επιστροφή ]
5. Όπως το έθεσε αργότερα ο Πάγκαλος "μόνο μωροί δύνανται να ισχυρισθώσι ότι η ελλάς θα ελάμβανε μέρος εις τους βαλκανικούς πολέμους χωρίς να έχη την κυριαρχίαν της θαλάσσης". Το πολεμικό ναυτικό ήταν από την ίδρυση του κράτους η πραγματική δύναμη της ελλάδας και εξακολουθεί να είναι ως σήμερα.
[ Επιστροφή ]
6. Από την έναρξη των επιχειρήσεων δύο ήταν οι στόχοι του ελληνικού επιτελείου: η Θεσσαλονίκη και τα νησιά του βορείου Αιγαίου, τα δύο σημεία που θα μπορούσαν να εγγυηθούν την ελληνική γεωστρατηγική υπεροχή. Με την πληροφόρηση από το μέτωπο να φτάνει συγκεχυμένη, η Αθήνα είχε φτάσει στα πρόθυρα αμόκ. Χαράματα 27 Οκτώβρη ο Βενιζέλος τηλεγραφούσε στον βασιλιά Κωνσταντίνο που ήταν έξω από τη Θεσσαλονίκη: "Παραγγέλεσθε ν’ αποδεχθήτε την προσφερόμενην υμίν παράδοσιν της Θεσσαλονίκης και εισέλθητε εις αυτήν άνευ τινός αναβολής. Καθιστώ υμάς υπεύθυνον δια πάσαν αναβολήν έστω και στιγμής". Η Θεσσαλονίκη κατακτήθηκε τελικά από αυτούς που ήταν πιο γρήγοροι στα πόδια.
[ Επιστροφή ]
7. Όταν έληξε ο πόλεμος τον Δεκέμβρη βρήκε το ελληνικό κράτος να είναι ο μεγάλος κερδισμένος από την άποψη των εδαφών που κατέλαβε, ενώ το βουλγάρικο που είχε πληρώσει το μεγαλύτερο κόστος της εκστρατείας δεν αποκόμισε παρά ελάχιστα σε σχέση με αυτά που προσδοκούσε και κυρίως δεν κατάφερε να πάρει τη Θεσσαλονίκη. Όλο το διάστημα μέχρι τον Μάη του 1913, που υπογράφτηκε στο Λονδίνο η τελική συνθήκη που μοίραζε τα εδάφη, οι δύο στρατοί, ελληνικός και βουλγαρικός, ήταν σε διαρκή αναβρασμό με συνεχείς αντιπαραθέσεις που έφτασαν ακόμη και στο επίπεδο κανονικής μάχης στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης. Τελικά οι πρώην σύμμαχοι έλυσαν τις διαφορές τους μ’ ένα νέο πόλεμο, τον δεύτερο βαλκανικό, που κράτησε ένα μόλις μήνα αλλά ήταν απίστευτης αγριότητας. Από την μία στάθηκαν η ελλάδα και η σερβία (με την υποστήριξη της οθωμανικής αυτοκρατορίας και της ρουμανίας) κι από την άλλη η βουλγαρία, που έχασε ξανά. Οι δύο βαλκανικοί πόλεμοι ανέτρεψαν οριστικά το status quo των βαλκανίων και της ανατολικής Μεσογείου, όξυναν ακόμη περισσότερο τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις ευρωπαϊκές δυνάμεις και αποτέλεσαν το πρελούδιο του πρώτου παγκοσμίου πολέμου που ξέσπασε ένα χρόνο αργότερα.
[ Επιστροφή ]
8. Όταν ο ελληνικός ιμπεριαλισμός αυτοθαυμάζεται:
Επισκέφθηκα κάποτε έναν Τούρκο στρατηγό στην Άγκυρα στον οποίο υπέβαλα πιεστικά ερωτήσεις περί «τουρκικού επεκτατισμού». Στο τέλος κατάφερα να τον εκνευρίσω με την επιμονή μου και έβγαλε από το συρτάρι του ένα χάρτη πάνω στον οποίο είχαν χαραχθεί ομόκεντροι κύκλοι. «Εδώ κύριέ μου ξεκινήσατε ως κράτος», μου δήλωσε δείχνοντας την μικρή Ελλάδα του 1830 «και κοιτάξτε πού είστε σήμερα. Ποιός είναι επεκτατική δύναμη συνεπώς;» Έφυγα από το γραφείο του με ένα ρωμαίικο μειδίαμα ικανοποίησης αλλά και την ανησυχία πως υπάρχουν ακόμη «πασάδες» που θέλουν να πάρουν τη ρεβάνς ως συνεχιστές μιας μεγάλης αυτοκρατορίας.
Από άρθρο του Παπαχελά στην Καθημερινή της 6/12/2006. Εδώ και δύο αιώνες αυτό το ρωμαίικο μειδίαμα ικανοποίησης, μονίμως καρφωμένο στα ελληνικά μούτρα, είναι η απάντηση στα φληναφήματα και τις αερολογίες περί "ψωροκώσταινας" κι "εξαρτημένου ελληνικού καπιταλισμού".
[ Επιστροφή ]
9. Λίγα χρόνια πριν, όταν ξεκίνησε η ανάπλαση κεντρικών δρόμων και πλατειών της Θεσσαλονίκης, οι πολεοδόμοι ανακάλυψαν (με έκπληξη;) ότι πολλά πεζοδρόμια ήταν στρωμένα με ταφόπλακες από το εβραϊκό νεκροταφείο της πόλης. Όσο οι νεοέλληνες θεσσαλονικείς έσερναν το βήμα πάνω απ’ τη μνήμη των "σβησμένων" από την ιστορία, ήταν εγγύηση ότι οι νεκροί δεν θα διεκδικούσαν το μερίδιό τους από το παρόν.
[ Επιστροφή ]
10. Η διαδικασία αυτή είχε τέτοιο διαρκή χαρακτήρα που κατέληξε ουσιαστικά μόνιμη. Όχι μόνο λόγω των συνθηκών στο εσωτερικό των συνόρων του ελληνικού κράτους (οι "μειονότητες" και τα "δίγλωσσα φαντάσματα" ποτέ δεν εξαφανίστηκαν) αλλά και εξαιτίας - και κυριότερα - του ότι το ελληνικό κράτος ποτέ δεν εγκατέλειψε το σχέδιο ακόμη μεγαλύτερης επέκτασης προς την βαλκανική ενδοχώρα. Για παράδειγμα, η κόντρα ενάντια στο γειτονικό κράτος της μακεδονίας δεν ξεκίνησε το ’91 όταν κήρυξε την ανεξαρτησία του, αλλά είχε πίσω της πολύ προετοιμασία. Το 1989 το πολιτικό περιοδικό Σχολιαστής έδωσε στη δημοσιότητα απόρρητη έκθεση του υπουργείου άμυνας με ημερομηνία 1982 και τίτλο "Επιβουλή κατά της Μακεδονίας". Kατά την πάγια τακτική του το ελληνικό κράτος εμφάνιζε τα δικά του ιμπεριαλιστικά σχέδια ως "άμυνα απέναντι στην επιβουλή άλλων" (του φοβερού και τρομερού μακεδονικού κράτους, εν προκειμένω). Προσέξτε τι πρότειναν οι (σοσιαλιστές τότε) καραβανάδες, ανάμεσα σε πολλά άλλα:
α. Οι ενέργειες των Σκοπιανών για αυτονόμηση της Μακεδονίας μπορούν να αντιμετωπισθούν αποτελεσματικά κυρίως με την εξάλειψη της χρήσης του ιδιώματος στις παραμεθόριες περιοχές...
[…]
γ. Προς τούτο επιβάλλεται:
1. Η δημιουργία ειδικού κρατικού φορέα... πλαισιωμένο από κατάλληλο και ειδικώς εκπαιδευθέν στο θέμα "Επιβουλή κατά της Μακεδονίας" προσωπικό, ο οποίος φορέας να ασχολείται αποκλειστικά και μόνο με το θέμα αυτό, με εποπτεία του ΥΠΕΞ και να συνεργάζεται στενά, αλλά αφανώς, με τις αρχές Ασφαλείας, καθώς και με όλες τις λοιπές δημόσιες υπηρεσίες (Εφορία, Σχολεία, Στρατό, Εκκλησία κλπ).
2. Στις δημόσιες Υπηρεσίες και κυρίως στα εκπαιδευτικά ιδρύματα να υπηρετεί υπαλληλικό προσωπικό, το οποίο να αγνοεί το τοπικό ιδίωμα.
[…]
5. Δημιουργία Πολιτιστικών Συλλόγων, όπως ο "ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ" Φλωρίνης και η οικονομική ενίσχυση αυτών, για την πραγματοποίηση εκδηλώσεων και την έκδοση βιβλίων, εφημερίδων, περιοδικών κλπ… για την τόνωση του εθνικού φρονήματος και την θωράκισή έναντι της ανθελληνικής προπαγάνδας που ασκείται από τις Σ/Μ [Σλαβομακεδονικές] οργανώσεις.
6. Παρεμβολή διαφόρων εμποδίων (μη αναγνώριση πτυχίων, αναβολή στράτευσης κλπ) στους προτιθέμενους να φοιτήσουν στα Σκόπια Έλληνες.
7. Επισήμανση σε κάθε χωριό των ατόμων που λόγω των συγγενικών τους δεσμών και της προσωπικότητάς τους επηρεάζουν ευρύ κύκλο συγχωριανών τους και η με κάθε τρόπο (έστω κι έναντι χρηματικής αμοιβής) προσέγγιση αυτών και χρησιμοποίησής τους κατάλληλα, ώστε να γίνουν φορείς καταπολεμήσεως της χρήσεως του ιδιώματος στον κύκλο τους…
8. Η πρόσληψη στις ένοπλες δυνάμεις, Σώματα Ασφαλείας, στο Δημόσιο και στους οργανισμούς υπαλλήλων καταγόμενων από την περιοχή Φλωρίνης, κατ’ εξαίρεση, και η τοποθέτησή τους υποχρεωτικά σε άλλες περιοχές της χώρας.
9. Η ενθάρρυνση εκ μέρους της ηγεσίας του Στρατεύματος σύναψης γνωριμιών και γάμων στρατιωτικών, που υπηρετούν εκεί και κατάγονται εκτός Ελλάδος, με γυναίκες που ομιλούν το ιδίωμα. [...]
[ Επιστροφή ] |
|