Σ’ αυτό το τεύχος συμπληρώνεται η δεύτερη δεκαετία κυκλοφορίας του Sarajevo· μια δεκαετία πυκνή και εντατική σε ότι αφορά την έκδοσή του. Εκατό τεύχη σε δέκα χρόνια έχουν κυριολεκτικά “περάσει” από πάνω μου (επιτρέψτε μου τον ενικό, ο πληθυντικός μεγαλοπρέπειας δεν μου κάνει.)
Δεν θα τολμήσω κάποιον απολογισμό, όχι του Sarajevo αλλά της δεκαετίας 2006 - 2016. Απολογισμό του ορίζοντα στον οποίο κινείται η θεματολογία του: αφού έχω γλυτώσει απ’ την κατάθλιψη ως τώρα, δεν σκοπεύω να την πάθω στο τεύχος νο 108.
Υπάρχει ωστόσο κάτι που είναι ήδη πολύ επικίνδυνο· με εξαγριώνει (κι αυτό μπορεί να ξεφεύγει και στις γραπτές λέξεις). Είναι ένα είδος μαζικής διανοητικής παρακμής που φαίνεται να απλώνεται στις πρωτοκοσμικές κοινωνίες· μια παρακμή που δεν έχει μόνο (ή κυρίως) “ατομικές συνέπειες” αλλά είναι το έδαφος και το υπέδαφος εξελίξεων πολιτικών· όπου με την λέξη “πολιτική” εννοούνται οι τεχνικές της εξουσίας.
Το ότι αυτή η μαζική διανοητική παρακμή μπορεί να αναλυθεί και να “τοποθετηθεί” πάνω στο γενικό ανάγλυφο της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης / αναδιάρθρωσης, δεν είναι καθόλου παρήγορο. Απ’ αυτές εδώ τις σελίδες (κι όχι μόνο) έχει υποστηριχτεί ότι η υλική φτώχια, η έλλειψη χρημάτων, είναι κάτι πολύ ζόρικο στην καθημερινή ζωή· αλλά μπορεί να αντιμετωπιστεί (καλύτερα συλλογικά / πολεμικά παρά ατομικά). Το πολύ χειρότερο είναι η διανοητική, η συναισθηματική και η ηθική ένδεια. Ειδικά όταν δεν αναγνωρίζονται απ’ τους “φτωχούς” αυτού του είδους. Ειδικά όταν νομίζουν ότι το αντίθετο: πανέξυπνοι, πλούσιοι σε αισθήματα, ακέραιοι.
Αυτό που με φοβίζει και ταυτόχρονα με θυμώνει είναι ότι μεγάλα, πολύ μεγάλα τμήματα των πρωτοκοσμικών κοινωνιών, πάσχουν από ένα ιστορικά (μάλλον) πρωτοφανές είδος α-νοησίας. Δεν οφείλεται στην άγνοια, αλλά στο αντίθετο. Στην υπερ-πληροφόρηση. Είναι όλο και ευκολότερο (και εντελώς άκοπο) να υποστηρίζει ο καθένας ότι “ξέρει” (και να είναι σίγουρος ότι “ξέρει καλά”) επειδή βόσκησε σε κάποιον απ’ τους άπειρους σκουπιδότοπους του κυβερνοχώρου, που πουλάνε εγκυρότητα επειδή, απλά, υπάρχουν, με “συνδέσμους” μερικούς παρόμοιους. Έτσι, ενώ αυτός που αγνοεί και το έχει συνειδητοποιήσει έχει, πάντα, μια δυνατότητα να μάθει, εκείνος που “ξέρει”, τονώνοντας με την “σιγουριά” του τον εγωϊσμό, την φιλαυτία, τον ναρκισσισμό του, δεν θα μάθει ποτέ. Κι όσο ευκολότερη είναι η μέσω κυβερνοχώρου διαθέσιμη “πληροφορία” (που θεωρείται γνώση) τόσο δυσκολότερο είναι να δεχτεί ο μέσος πρωτοκοσμικός όχι μόνο ότι δεν ξέρει αλλά ότι αν πρόκειται να μάθει θα πρέπει να κουραστεί. Πολύ.
Όπως αυτό που μάθαμε σαν κοινωνικότητα εξελίσσεται ραγδαία σε υπερ-μεσολαβημένες μηχανικά / ηλεκτρονικά “ανταλλαγές σημάτων” (συχνά άναρθρων) μέσω των “κοινωνικών δικτύων”, έτσι κι αυτό που μάθαμε σαν γνώση, και μάλιστα σαν κριτική γνώση, έχει μετατραπεί σε σαλάτες αφόρητων κοινοτοπιών και διαλυμένων συνειρμών, γεμάτες βεβαιότητες και κατηγορηματικούς τόνους που ψαρεύονται στο διαδίκτυο. Και τα δύο, και οι υπερμεσολαβημένες ανταλλαγές σημάτων και η διάλυση της κριτικής σκέψης “παράγουν πολιτική”. Ή, για να το πούμε πιο σωστά, παράγουν και αναπαράγουν μαζικά πολύ συγκεκριμένους τρόπους “εννόησης” των πολιτικών των αφεντικών.
Κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 1980, οι διάσημοι (τότε) πολιτικοί κρατούμενοι των ιταλικών φυλακών Renato Curcio και Alberto Franceschini, έτσι όπως έβλεπαν - την - πραγματικότητα - να - έρχεται, έγραψαν μεταξύ άλλων [1Σταγόνες ήλιου στη στοιχειωμένη πόλη, εκδ. convoy.] (ο τονισμός με αραίωση δικός μας):
... Οι γλώσσες της εξουσίας είναι πριν από όλα γλώσσες αποπλάνησης, που υποχρεώνουν στην αγόρευση πριν την απαγόρευση, αλλά που επιβάλλονται με τη βία εκεί όπου η υπνωτική έκσταση δεν λειτουργεί και τα σημαίνοντα της κυριαρχίας δεν κατορθώνουν να καθηλώσουν τις κοινωνικές συμπεριφορές στα διάφορα προγράμματα αναπαραγωγής των αλλοτριωμένων κοινωνικών σχέσεων.
Όμως, ακόμα χειρότερα, πρόκειται για γλώσσες παρανοϊκές, που διαχυμένες σ’ όλα τα δίκτυα της δεσποτικής Μαζικής Μεσο-λαβητικής Επικοινωνίας κινούνται σαν βλήματα με στόχο τις διάφορες μορφές αυτόματης και αυθόρμητης συνείδησης των ατόμων που κατοικούν στη στοιχειωμένη πόλη, με σκοπό, μέσω αυτής της δολοφονικής επίθεσης, την καταστροφή κάθε συνειδητής μορφής, κάθε μη επίσημης, ανανεωτικής και εξεγερσιακής συμπεριφοράς που ξεπερνάει το σύστημα.
Γλώσσες παραληρηματικές - θα λέγαμε - γιατί μεταφέρουν “αλλού”, σε σχέση με τις αντιθέσεις που γεννιούνται στην παραγωγή της ζωής, γλώσσες που αυτονομούνται από την υλικότητα των πραγμάτων, των σωμάτων και των μεταξύ τους πραγματικών σχέσεων, για να επιβάλλουν τα μονοδιάστατα σημαίνοντα της εξουσίας, τα οποία βρίσκονται σε απόλυτη απόκλιση από τη ζωή.
...
Να λοιπόν που διωγμένη αλλού η ζωή, χαμένη η κοινωνία στην επι-κοινωνία... να λοιπόν, που η αλλοτριωμένη κοινωνική εμπειρία βουλιάζει στην έντυπη ή ηλεκτρονική διάσταση των βραδινών επαφών, επαφών αποξενωμένων, ψυχρών, προγραμματισμένων στην αυτόματη επανάληψη σχηματικών και “φυσιολογικών” συμπεριφορών, στην επανάληψη εντεταλμένων και συμβατών στεροτύπων...
Ο συγκρατημένος λυρισμός της γραφής μπορεί να παγιδεύει στην γοητεία. Δεν θα το πρότεινα. Γιατί αυτήν την μεταφορά “αλλού” την βλέπω να συμβαίνει μαζικά (και πετυχημένα!) σ’ όλη την 7ετία της διαχείρισης της τελευταίας οξυμένης φάσης της καπιταλιστικής κρίσης / αναδιάρθρωσης. Όχι μόνο στα μέρη μας αλλά παντού όπου οι ανάγκες του Sarajevo σπρώχνουν την έρευνα. Συμβαίνει μια συστηματική μετάθεση “αλλού” αιτίων, διαπιστώσεων, εξηγήσεων, ευθυνών, σε ότι αφορά την κρίση και την διαχείρισή της. Κι ενώ αυτά τα “αλλού” είναι έξω απ’ τις πραγματικές αντιθέσεις, συχνά παρανοϊκά, εμφανίζονται τόσο καλά θωρακισμένα ώστε ηγεμονεύουν σαν οι πιο “αυθεντικές ερμηνείες” και οι πλέον “ηθικές προτροπές” υπέρ εκείνου ή κατά του άλλου. Αυτά τα “αλλού” τα βλέπω πια να προλογίζουν ένα κοντινό μέλλον από αφόρητο έως καταστροφικό. Γιατί δεν είναι αδέσποτα. Ταιριάζουν τόσο καλά στους σχεδιασμούς των αφεντικών ώστε αξιοποιούνται ήδη. Και θα αξιοποιηθούν ακόμα περισσότερο.
Ένα παράδειγμα: η ανεργία. Ας την θεωρήσουμε στην πιο απλή “μορφή” της: πολλές εκατοντάδες χιλιάδες, εκατομύρια, στον πρώτο κόσμο, είτε δεν βρίσκουν δουλειά είτε βρίσκουν μόνο αν είναι σκατοπληρωμένες· με αποτέλεσμα, φυσικά, να υποφέρουν καθημερινά. Αυτή είναι, εν προκειμένω, η υλική φτώχια, το μεγάλο ζόρι στην υλικότητα των πραγμάτων, των σωμάτων και των μεταξύ τους σχέσεων που μνημόνευσαν νωρίτερα οι τότε κρατούμενοι ερυθροταξιαρχίτες.
Η ανεργία, λοιπόν, λένε (οι φωνές των ειδικών της καπιταλιστικής εξουσίας), ότι προκαλεί τα εξής: μνησικακία, ρατσισμό (οριζόντια και κάθετα: απέναντι στους μετανάστες αλλά και απέναντι στην παραπάνω γειτονιά) εθνικισμό και έχθρα προς την “ενωμένη ευρώπη” - και ποιος ξέρει τι άλλο αύριο. Ένας ένας αυτοί κι αυτές που πέφτουν σ’ αυτές τις διανοητικές / συναισθηματικές / ηθικές καταστάσεις είναι απόλυτα βέβαιοι / βέβαιες ότι έχουν “εντοπίσει σωστά τα αίτια” της κακής τους κατάστασης.
Αναρωτιέμαι. Πόση εξυπνάδα θα χρειαζόταν για να σκεφτούν, όχι ένας, δέκα ή είκοσι (αυτό έγινε και στα μέρη μας...) αλλά κάμποσες χιλιάδες απ’ αυτούς τους άνεργους ή/και εργαζόμενους φτωχούς ότι Ώπα!!! Άλλοι δουλεύουν 50, 60 και 70 ώρες τη βδομάδα κι άλλοι καθόλου ή ελάχιστα... Οπότε; Κάτω ο βασικός εβδομαδιαίος χρόνος εργασίας, στις 30 ώρες ή και στις 25, χωρίς καμία μείωση των μισθών... Θέλει μεγάλη εξυπνάδα για να σκεφτεί κανείς (μερικές χιλιάδες σύγχρονων μισθωτών) έτσι; Πρέπει να έχει κάνει σπουδές οικονομικών, μεταπτυχιακά και διδακτορικά; Όχι. Αυτό ακριβώς είπαν πριν σχεδόν έναν αιώνα τα “ρεφορμιστικά” αμερικανικά συνδικάτα, στην καρδιά εκείνης της Μεγάκης Κρίσης, του ‘30, που τα “μαγαζιά έκλειναν το ένα πίσω απ’ το άλλο”, οι “επιχειρήσεις τα έφερναν δύσκολα βόλτα”, και τα εκατομμύρια των ανέργων πέρναγαν τις ημέρες τους στις ουρές των συσσιτίων: λιγότερη δουλειά για να δουλεύουν όλοι, χωρίς να μειωθούν οι μισθοί! Δεν ήταν τέρατα ευφυίας οι τότε αμερικάνοι εργάτες. Σκέφτηκαν απλά και λογικά. Δεν τους πέρασε απ’ το μυαλό ότι για την κατάστασή τους μπορεί να φταίει (τότε) η γαλλία, η ρωσία των μπολσεβίκων ή κάποια διαπλανητική συνωμοσία.
Τώρα; Τώρα τα “αλλού” εκσφενδονίζονται και εσωτερικεύονται τόσο πετυχημένα ώστε έχουν φτιάξει ένα μπετοναρισμένο σύμπαν. Για την ανεργία μιλάνε τόσο άνετα και τόσο ακίνδυνα οι ειδικοί των αφεντικών, αφού δεν πρόκειται να “ξυπνήσει” στα μυαλά εκείνων που υποφέρουν απ’ την υλική φτώχια η εξίσωση ανεργία; = λιγότερη δουλειά για όλους, με λεφτά για να ζεις μια αξιοπρεπή ζωή. Θα δουλέψουν οι μεταθέσεις. Τα “αλλού”. Ανεργία; = “έξω οι ξένοι”. Ανεργία; = Κάτω η Μέρκελ. Κλπ κλπ. Να γιατί η διανοητική, συναισθηματική και ηθική χρεωκοπία είναι το κλειδί, η μεγάλη επιτυχία. Δεν σκέφτεται η τάξη μας όπως πρέπει να σκεφτεί αλλά όπως της υποδεικνύουν. Και είναι “πολύ σίγουρη” ότι “ξέρει”...
Η “πολιτική αξιοποίηση” αυτής της μαζικής κατάπτωσης φαίνεται απ’ τις επιτυχίες των “μετα”φασιστών, σ’ όλο τον αναπτυγμένο καπιταλιστικά κόσμο. Όχι μόνο των εκλογικών επιτυχιών τους αλλά και των προσανατολισμών και των υποδείξεών τους, τις οποίες αποδέχεται αυτό το άθλιο πράγμα που λέγεται “αριστερά”. Οι “μετα”φασίστες δεν έχουν κάποιο “πρόγραμμα” που να διαφέρει στα ουσιαστικά του απ’ την άγρια υποτίμηση της εργασίας και την εξασφάλιση της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Τόσο ο εθνικισμός όσο και ο ρατσισμός είναι περισσότερο εργαλεία διαιώνισης της πειθάρχησης και της αλλοτρίωσης της τάξης μας, παρά “λύση” στα προβλήματα της τρέχουσας καπιταλιστικής κρίσης / αναδιάρθρωσης. Κι όμως. Αυτός ο “πολιτικοϊδεολογικός γαλβανισμός” της παρανοϊκότητας της καπιταλιστικής εξουσίας (: όλο και περισσότερα μπορούν να δημιουργηθούν απ’ την συλλογική ανθρώπινη εργασία· όλο και λιγότεροι μπορούν να απολαύσουν τον κοινωνικό πλούτο), αυτό το τεράστιο “αλλού”, ηγεμονεύει όχι μόνο στους ψηφοφόρους των φασιστικών κομμάτων αλλά σχεδόν παντού. Ακομα και σ’ αυτούς που δηλώνουν εχθροί τους.
Ιούνης 2016, Sarajevo νο 108, επέτειος... Λοιπόν; Το να χρησιμοποιεί κανείς λέξεις και προτάσεις, και μάλιστα γραπτές ώστε να μπορούν να ελεγθούν και να ξαναελεγχθούν (ως προς την λογική τους, ως προς τις απόψεις που εκφράζουν...) είναι, ίσως, το πιο demonde μέσο για να πολεμάμε σε μια εποχή γενικευμένης παρανοϊκής σύγχισης και αναίδειας. Υπάρχουν καλά μυαλά, όπως υπάρχουν και καλές καρδιές, αυτό το ξέρουμε. Αλλά προτιμούν να ιδιωτεύουν παρά να εκτίθενται· προτιμούν μικρές κινήσεις (“για την σωτηρία της ψυχής”) παρά την εθελοντική στράτευση / δέσμευση σε ευρύτερες στοχεύσεις· προτιμούν να εξέχουν λίγο απ’ τον βάλτο παρά να στραφούν εναντίον του με πάθος και χωρίς ανταλλάγματα.
(Οπότε; Θα συνεχίσουμε... με ακόμα περισσότερη απαισιοδοξία. Όχι σαν ο κούκος που θα φέρει την άνοιξη, όχι σαν “ένα φως στο σκοτάδι”. Απλά σαν ένα μέρος απ’ τα καθήκοντά μας.
Κι όσο πάει.)
Τιμής ένεκεν αναδημοσιεύουμε μερικά αποσπάσματα από μια συλλογή κειμένων (κυκλοφόρησαν στις αρχές της δεκαετίας του ‘50 αν δεν κάνουμε λάθος) με τίτλο η φαιά πανούκλα, του Daniel Guérin. Επειδή “κάτι θυμίζουν”...
...
Ο φασισμός εκμεταλλεύεται προς όφελός του το θρησκευτικό συναίσθημα που αιώνες κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στο άνθρωπο, αμάθειας και αθλιότητας φύτεψαν βαθιά μέσα στα ανθρώπινα κεφάλια. Ο σοσιαλισμός θάπρεπε ν’ απευθυνθεί μονάχα στη Λογική και, αντί να χρησιμοποιήσει για τους σκοπούς του τη θρησκευτικότητα των μαζών, να αποβλέψει στο ξερίζωμα των υλικών αιτίων.
Όμως η Αριστερά νομίζοντας ότι έτσι υποσκελίζει στον αγώνα δρόμου το φασισμό, προσπάθησε να μιμηθεί μερικές απ’ τις λειτουργίες του, αρχίζοντας απ’ το μύθο του “θεόσταλτου ανθρώπου”, που διαδοχικά μεταφυτεύτηκε απ’ το φασιστικό στο σταλινικό κράτος και κατόπιν απ’ το φασισμό στον αντιφασισμό. Έτσι, στα 1936 είδαμε τον Λεόν Μπλουμ να εμφανίζεται, ανάμεσα στα διασταυρούμενα πυρά των προβολέων, με εκστατικούς σοσιαλιστές που κραύγαζαν ρυθμικά και μέχρι εξαντλήσεως το όνομά του, ενώ στο αντικρυνό κτίριο το “παιδί του λαού” [2Πρόκειται για τον τότε γ.γ. του κομμουνιστικού κόμματος γαλλία Μωρίζ Τορρέζ, τον οποίο οι γάλλοι κομμουνιστές αποκαλούσαν “γιο του λαού”.] ξεσήκωνε παρόμοιο παραλήρημα στους πιστούς του. Υπνωτίζοντας το λαό της Γαλλίας, με τις βολταιρικές και ελευθερόφρονες παραδόσεις, με τέτοιες ενέργειες, δεν διευκόλυναν έτσι, σ’ ένα κάποιο βαθμό και μακροπρόθεσμα, την έκρηξη του μύθου του Στρατάρχη “που δίνει τη ζωή του για τη Γαλλία”;
Ο φασισμός δε διστάζει να παραπλανήσει τις μάζες με μια δημαγωγία για “όλα τα γούστα”. Υπόσχεται τον ουρανό με τ’ άστρα σε κάθε κοινωνική κατηγορία, αδιαφορώντας για το ότι φουσκώνει με αντιφάσεις το πρόγραμμά του. Ο σισιαλισμός, ακριβώς γιατί σέβεται τις μάζες, δεν θάπρεπε ν’ ακολουθήσει και σ’ αυτό το πεδίο το φασισμό. Και για έναν ακόμη λόγο, που μας ξαναφέρνει στο πρόβλημα των μεσαίων τάξεων: ο σοσιαλισμός δε μπορεί ν’ ανακατέψει σ’ ένα πονηρό κοκταίηλ τον οπισθοδρομικό αντικαπιταλισμό των μικροαστών - που θάθελαν να ξαναγυρίσουν στον προκαπιταλιστικό “χρυσό αιώνα” - με τον προοδευτικό αντικαπιταλισμό των εργατών. Πρέπει να τονίζει πάντοτε ότι η μικροαστική και η εργατική τάξη συνθλίβονται, κάθεμια με τον τρόπο της, απ’ το μεγάλο κεφάλαιο, για να μπορέσει να τις συνενώσει στην άμεση πάλη ενάντια στα μονοπώλια. Αλλά πρέπει να παραμένει αδιάλακτος στα βασικά σημεία του σοσιαλιστικού του προγράμματος· αλλιώς δεν θα κατορθώσει να καταφέρει αποφασιστικά χτυπήματα στον καπιταλισμό, δηλαδή να επιβάλει μια κοινωνία δικαιότερη και ανθρωπινότερη γι’ αυτούς που την αποτελούν. Μολοντούτο, είδαμε στη Γαλλία απ’ το 1935 και μετά, ένα μεγάλο εργατικό κόμμα να προσπαθεί να αποσπάσει τον εκλογέα απ’ το φασισμό πιθηκίζοντας τη “για όλα τα γούστα” δημαγωγία του τελευταίου σε τέτοιο βαθμό, ώστε κάποτε - κάποτε οι ακροατές του δυσκολεύονταν να πείσουν τους εαυτούς τους ότι δεν ακούνε λόγο του συνταγματάρχη ντε λα Ροκ.
Απ’ όλα τα όργανα που διαθέτει η φασιστική ορχήστρα, αυτό που βγάζει τους ελκυστικότερους ήχους, είναι, χωρίς αμφιβολία, ο εθνικισμός. Κι’ είναι ακόμα από εκείνα που λιγότερο απ’ όλα τα άλλα θάπρεπε να χρησιμοποιηθεί απ’ την Αριστερά, που η Διεθνής της εκφράζει σ’ όλες τις γλώσσες του κόσμου το ιδανικό της παγκόσμιας αδελφοσύνης. Κι όμως η Αριστερά νομίζοντας ότι μ’ αυτό τον τρόπο διεκδικεί τους “πατριώτες” απ’ το φασισμό, έχωσε ξαφνικά και τη λέξη έθνος στο λεξιλόγιό της. Απ’ το 1932 κιόλας, την εποχή της κατοχής του Ρουρ, το γερμανικό κ.κ. ρίχτηκε στην εθνική πλειοδοσία, φτάνοντας μέχρι να εξυπνεί το μάρτυρα Σλάγκετερ. Απ’ το 1930 μέχρι τα 1932, έπεσε πάλι στα ίδια αμαρτήματα. Στη Γαλλία, είδαμε διαδοχικά τους νεοσοσιαλιστές να εγγράφουν το έθνος στη πρώτη θέση του πιστεύω τους, ενώ οι κομμουνιστές σύντροφοί μας ξελαρυγγιάζονταν διαλαλώντας την “αγάπη για τη χώρα μας”. Αλλά η πλειοψηφία των “πατριωτών”, ερεθισμένη έτσι ακόμα πιο πολύ στη σωβινιστική της υστερία, όμως πάντα δύσπιστη απέναντι στην Αριστερά, εκτίμησε ότι ο φασισμός ήταν καταλληλότερος απ’ αυτή για να ενσαρκώνει την εθνική ιδέα. Πολλοί απ’ αυτούς, κάτω απ’ τη γκλίτσα του Μωρράς [3Σαρλ Μωρράς: ηγέτης και θεωρητικός του γαλλικού υπερσυντηρητισμού, οπαδός της μοναρχίας και φανατικός αντίπαλος κάθε δημοκρατικής ιδέας. Ιδρυτής της “γαλλικής δράσης”, φασιστικής οργάνωσης, υποστήριξε τον Πεταίν και το καθεστώς του Βισύ, και καταδικάστηκε το 1945 σε ισόβια για συνεργασία με τον εχθρό.] οδηγήθηκαν τελικά στο μαντρί του Στρατάρχη.
Ο φασισμός, αν και στο βάθος δεν ενδιαφέρεται παρά για μια μονάχα λατρεία, τη δική του, προβαίνει σε ευχαρίστηση σε παραχωρήσεις στην παλιά παραδοσιακή θρησκεία, που τη χρειάζεται για να ολοκληρώσει και να σταθεροποιήσει την επιβολή του πάνω στις μάζες. Ο σοσιαλισμός, αν και σέβεται τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του καθενός, δε θάπρεπε ποτέ να σταματήσει να εξηγεί ότι “η θρησκεία είναι το όπιο του λαού”.
Όμως κι εδώ ακόμα, η Αριστερά θεώρησε φρόνιμο να μιμηθεί το φασισμό και, βάζοντας τέρμα στην αντικληρική της προπαγάνδα, “άπλωσε το χέρι στους καθολικούς”. Μια τέτοια ενέργεια, με την ελαστική ασάφειά της, αναγκαστικά θα την έφερνε μακρύτερα: δεν στράφηκε μονάχα στο άτομο χριστιανό, πράγμα θεμιτό και μάλιστα σωστότατο σαν τακτική, αλλά “άπλωσε το χέρι” στον πολιτικό καθολικισμό.
...
Η κατάρρευση της Αριστεράς - ή αυτού που απόμεινε απ’ αυτήν - έφτασε στο απόγειό της μετά το θρίαμβο του τρομερού της αντιπάλου. Συμπεριφέρθηκε όπως περίπου οι γιατροί που, αντιμετωπίζοντας μια άγνωστη αρρώστια, αρνούνται να δεχθούν ότι η επιστήμη τους έχει ελλείψεις και δίνουν αντιφατικές διαγνώσεις. Όταν η θεομηνία δεν ήταν παρά στις αρχές της, ο Δρ. τόσο-το-καλύτερο δήλωσε ότι ο φασισμός δεν ήταν δυνατόν να διαρκέσει, ότι ήταν μια παροδική κι’ επεισοδιακή επιδημία, κι ότι δεν θ’ αργούσε να αποσυντεθεί και να διαλυθεί. Κι ακόμα ότι έπρεπε “να περάσουμε από την κόλαση της φασιστικής δικτατορίας” (sic) για να απολαύσουμε τις ανείπωτες χαρές της προλεταριακής Επανάστασης. Στο βαθμό που το κακό απλωνόταν και ρίζωνε, ο Δρ. τόσο-το-χειρότερο εκδήλωσε το φόβο ότι, αντίθετα, ο φασισμός, παρά τις εσωτερικές του αντιφάσεις, ίσως είναι ικανός να διαρκέσει για αόριστο χρόνο.
Αυτή η υπερεκτίμηση των ολοκληρωτικών καθεστώτων, αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης στη διαλεκτική εξέλιξη της ιστορίας ... έκαναν την Αριστερά της Γαλλίας να στραφεί, μετά τη καταστροφή του 1940, τόσο προς το Βισύ όσο και προς το Λονδίνο. Ένας αριθμός, οι λιγότεροι, θεώρησαν ότι έπρεπε να προσαρμοστούν στο τετελεσμένο της φασιστικής νίκης· και κατέληξαν στην προδοσία. Άλλοι, οι περισσότεροι, φαντάστηκαν καλόπιστα ότι μόνο η συντριπτική οικονομικοστρατιωτική ανωτερότητα των αγγλοσαξωνικών ιμπεριαλισμών μπορούσε να τα βγάλει πέρα με το ολοκληρωτικό τέρας.
Έτσι, η Αριστερά, σ’ όλη τη διάρκεια της τραγικής δεκαετίας, δε στάθηκε ικανή να νικήσει το φασισμό με τα όπλα του σοσιαλισμού. Κατέφυγε, αντίθετα, σ’ όλα τα τεχνάσματα και σ’ όλα τα κομπογιαννίτικα γιατροσόφια· έφτασε μέχρι να μιμηθεί το φασισμό, με το πρόσχημα ότι έπρεπε να τον υποσκελίσει.
Και, για να τελειώνουνε, δε βρήκε τίποτα καλύτερο να κάνει απ’ το να εγκαταλείψει την υπόθεσή της στα χέρια όχι μονάχα ενός στρατγού με φασιστική ιδιοσυγκρασία (Ντε Γκωλ), αλλά κι ενός συνασπισμού μεγάλων δυνάμεων που ο αληθινός σκοπός τους ήταν περισσότερο η παγκόσμια ηγεμονία και λιγότερο η συντριβή του φασισμού. Έτσι, η στρατιωτική νίκη πάνω στις δυνάμεις του Άξονα δεν απάλλαξε το κόσμο ούτε απ’ το φασιστικό κίνδυνο ούτε απ’ το φόβητρο του πολέμου.
...
Ζ.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 - Σταγόνες ήλιου στη στοιχειωμένη πόλη, εκδ. convoy.
[ επιστροφή ]
2 - Πρόκειται για τον τότε γ.γ. του κομμουνιστικού κόμματος γαλλία Μωρίζ Τορρέζ, τον οποίο οι γάλλοι κομμουνιστές αποκαλούσαν “γιο του λαού”.
[ επιστροφή ]
3 - Σαρλ Μωρράς: ηγέτης και θεωρητικός του γαλλικού υπερσυντηρητισμού, οπαδός της μοναρχίας και φανατικός αντίπαλος κάθε δημοκρατικής ιδέας. Ιδρυτής της “γαλλικής δράσης”, φασιστικής οργάνωσης, υποστήριξε τον Πεταίν και το καθεστώς του Βισύ, και καταδικάστηκε το 1945 σε ισόβια για συνεργασία με τον εχθρό.
[ επιστροφή ]