sarajevo

η σκέψη και το κύκλωμα / 7

Κυβερνητική

Κυβερνητική

Από το τέλος του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου ασχολούμαι με την μελέτη πολλών κλάδων της Θεωρίας των Μηνυμάτων. Εκτός από την Ηλεκτρολογική θεωρία της Μεταδόσεως των Μηνυμάτων, υπάρχει και ένα ευρύτερο πεδίο που περιλαμβάνει όχι μόνο την μελέτη της γλώσσας, αλλά και την μελέτη των μηνυμάτων ως μέσων ελέγχου των μηχανισμών και της κοινωνίας, την εξέλιξη των υπολογιστικών μηχανών και άλλων αυτομάτων, ορισμένες σκέψεις πάνω στην ψυχολογία και το νευρικό σύστημα και μια νέα θεωρία Επιστημονικής Μεθόδου που δοκιμάζεται. Η ευρύτερη αυτή θεωρία των Μηνυμάτων είναι μια πιθανολογική θεωρία, ένα ουσιαστικό μέρος δηλαδή από την κίνηση η οποία οφείλει την προέλευσή της στον Willard Gibbs.
Μέχρι τελευταία δεν υπήρχε λέξη για αυτό το σύμπλεγμα των ιδεών και, για να αγκαλιάσουμε ολόκληρο το πεδίο με ένα όρο, αισθάνθηκα την ανάγκη να εφεύρω κάποιον. Έτσι γεννήθηκε η λέξη “Κυβερνητική”, την οποία πήρα από την ελληνική λέξη “κυβερνήτης”, την ίδια λέξη από την οποία προέρχεται και ο όρος “Governor” της Αγγλικής. Τυχαίως, βρήκα αργότερα ότι η λέξη είχε χρησιμοποιηθεί ήδη από τον Ampere αναφορικά με την Πολιτική Επιστήμη και ακόμα ότι εισήχθη με μιαν άλλη έννοια από ένα Πολωνό επιστήμονα· και οι δύο αυτές χρήσεις χρονολογούνται από τις αρχές του 19ου αιώνα.
Έχω γράψει ένα μάλλον τεχνικό βιβλίο με τον τίτλο “Κυβερνητική” που τυπώθηκε το 1948. Σαν απάντηση σε κάποια απαίτηση να γίνουν αποδεκτές από το πλατύ κοινό οι ιδέες της Κυβερνητικής, δημοσίευσα το 1950 την πρώτη έκδοση του “Κυβερνητική και Κοινωνία”. Από τότε το θέμα πλουτίστηκε από μερικές ακόμη ιδέες του Claude Shannon, του Waren Weaver και δικές μου και καθιερώθηκε σαν ξεχωριστός τομέας ερεύνης. Έτσι, με την ευκαιρία της επανεκδόσεως του βιβλίου μου, αποφάσισα να το συγχρονίσω και να βελτιώσω ορισμένες ατέλειες και ασυνέπειες της πρώτης του μορφής.
Δίνοντας στην πρώτη έκδοση τον ορισμό της Κυβερνητικής, τοποθέτησα επικοινωνία και έλεγχο μαζί. Αυτό το έκανα διότι: όταν επικοινωνώ με ένα άλλο πρόσωπο του μεταδίδω ένα μήνυμα και όταν εκείνος επικοινωνεί μαζί μου μου ανταποδίδει ένα συναφές μήνυμα που περιέχει πληροφορία αρχικώς γνωστή σ’ αυτό και όχι σ’ εμένα. Όταν ελέγχω τις πράξεις ενός προσώπου, του μεταδίδω ένα μήνυμα· παρ’ όλο που το μήνυμα είναι σε προστακτικό τόνο, η τεχνική της επικοινωνίας δεν διαφέρει από εκείνη της μεταδόσεως ενός γεγονότος. Επι πλέον, για να είναι ο έλεγχός μου αποτελεσματικός, πρέπει να έχω γνώση όλων των μηνυμάτων του, έτσι που να γνωρίζω αν η εντολή μου έγινε αντιληπτή και εισακούστηκε.
Η θέση αυτού του βιβλίου είναι ότι η κοινωνία μπορεί να κατανοηθεί μόνο με την μελέτη των μηνυμάτων και των ευκολιών επικοινωνίας που διαθέτει και ότι στη μελλοντική ανάπτυξη των μηνυμάτων και των ευκολιών επικοινωνίας, μηνυμάτων μεταξύ ανθρώπου και μηχανής, μεταξύ μηχανής και ανθρώπου και μεταξύ μηχανών, τα μηνύματα θα παίζουν ένα συνεχώς σπουδαιότερο ρόλο.
Όταν δίδω εντολή σε μια μηχανή, η κατάσταση ουσιαστικά δεν διαφέρει από το να δίδω εντολή σε ένα πρόσωπο.
Με άλλα λόγια, όσον αφορά την συνειδητότητά μου, έχω επίγνωση της εντολής που εδόθη και του σήματος συναινέσως που έλαβα. Για μένα προσωπικά, το γεγονός ότι το σήμα πέρασε, στα ενδιάμεσα στάδια, απο μια μηχανή και όχι από ένα πρόσωπο, είναι αδιάφορο και σε καμμιά περίπτωση δεν αλλάζει πολύ την σχέση μου με το σήμα. Έτσι, η θεωρία του Ελέγχου είτε στον άνθρωπο είτε στο ζώο είτε στη μηχανή είναι ένα κεφάλαιο της Θεωρίας των Μηνυμάτων.
Φυσικά υπάρχουν λεπτομερειακές διαφορές σε μηνύματα και στα προβλήματα ελέγχου, όχι μόνον μεταξύ ζώντος οργανισμού και μηχανής, αλλά και σε κάθε στενότερη κατηγορία όντων. Ο σκοπός της Κυβερνητικής είναι να αναπτύξει μια γλώσσα και μια τεχνική που θα μας δώσουν αληθινά την δυνατότητα να πραγματευτούμε το πρόβλημα του Ελέγχου και της Επικοινωνίας με την απαιτούμενη αφαίρεση, καθώς επίσης και να βρούμε το κατάλληλο πλαίσιο ιδεών και τεχνικής για να ταξινομήσουμε τις ιδιαίτερες εκδηλώσεις τους κάτω από συγκεκριμένες έννοιες.
...

Έτσι ξεκινάει το πρώτο κεφάλαιο του διάσημου μεν αλλά μισο”αρχαιολογικού” πια cybernetics and society του Norbert Wiener. Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος έχει τελειώσει, οι νικητές και οι ηττημένοι (από γεωπολιτική και οικονομική άποψη) είναι λίγο πολύ γνωστοί... Όμως η θηριώδης “υγεία της καπιταλιστικής μηχανής” (ο πόλεμος) ανέδειξε έναν άλλο νικητή. Που θα αποδεικνυόταν καθοριστικότερος τις επόμενες δεκαετίες: την τεχνολογία μηχανοποίησης της γλώσσας. Αν ο Turing και πολλοί άλλοι που προηγήθηκαν, μαθηματικοί, φιλόσοφοι, εφευρέτες, ήταν οι πρωτοπόροι, ο Wiener ήταν o ονοματοδότης της, ο νονός της. Ένας ανάμεσα σε πολλούς άλλους, ισάξιους το λιγότερο, δυτικούς αλλά και σοβιετικούς, που είχαν δουλέψει και συνέχισαν να δουλεύουν σ’ αυτόν τον πολλά υποσχόμενο τομέα: von Neumann, McCulloch,Bigelow, Anokhin, Sannon, κλπ...
Το ειδικό ενδιαφέρον του cybernetics and society βρίσκεται στην σκοπιμότητά του: να εκλαϊκεύσει, όσο θα ήταν αυτό δυνατόν, τα κατορθώματα και τις προοπτικές μιας καινούργιας “ενότητας” / διαμόρφωσης πολλών επιστημών και τεχνικών / τεχνολογιών, που θα “αγκάλιαζαν” (οπωσδήποτε: αυτό ήθελαν) κάθε κοινωνική διαδικασία, πράξη, ανταλλαγή. Οι σταθερές τροχιές πάνω στις οποίες αυτή η κυβερνητική ενότητα / διαμόρφωση θα προχωρούσε ήταν η γλώσσα / οι γλώσσες. Και μάλιστα όχι μόνο με την στενή έννοια των λέξεων, αλλά την ευρύτερη των “σημάτων”: οπτικών κατά κύριο λόγο, αλλά και ακουστικών, απτικών... Η γλώσσα / οι γλώσσες λοιπόν, ή, ειπωμένο σε μια καινούργια τεχνοεπιστημονική αργκώ, οι πληροφορίες και οι επικοινωνίες.
Δεν είναι μυστικό. Αν ο Turing και άλλοι, στη διάρκεια του β παγκόσμιου, κλήθηκε να διαμορφώσει τους όρους “προβληματοποίησης” αλλά και την λύση στην κρυπτογράφηση των (γερμανικών) επικοινωνιών, πράγμα που ήταν αυτό καθ’ εαυτό ένα ζήτημα γλωσσικής / νοηματικής τάξης που είχε ήδη μηχανοποιηθεί, ο Wiener και άλλοι ασχολήθηκαν με κάτι πιο άμεσα αιματηρό: την κατάρριψη των εχθρικών αεροπλάνων από αντιαεροπορικά πυροβόλα. Από πρώτη ματιά θα έβλεπε κανείς ένα ζήτημα ταχύτητας προσαρμογής (και εκτίμησης) απ’ την μεριά του πυροβολητή για την μελλοντική θέση (σε χρόνο dt) του γρήγορα (για τα δεδομένα της εποχής) κινούμενου αεροπλάνου, την ώρα που το σημαδεύει και πυροβολεί. Την στιγμή Χ που πατάει την σκανδάλη το έχει στο στόχαστρο· αλλά την στιγμή Χ + κάτι που οι σφαίρες θα πρέπει να το κτυπήσουν αυτό έχει ήδη κινηθεί, και είναι εκτός κινδύνου. Συνεπώς ο πυροβολητής (ανάλογα με την θέση του ως προς τον στόχο του) δεν θα πρέπει να σημαδέψει αυτό που βλέπει σαν στόχο, αλλά πιο μπροστά, στην θέση που εικάζει ότι θα βρίσκεται ο στόχος του την στιγμή Χ + κάτι.

Αυτό καθ’ εαυτό το “πρόβλημα” δεν ήταν καθόλου καινούργιο. Οι παλιοί τοξότες των στρατών δεν σημάδευαν μόνο σταθερούς στόχους, αλλά και κινούμενους - το ιππικό του αντιπάλου. Ακόμα περισσότερο οι τοξότες κυνηγοί κυνηγούσαν όχι απλά κινούμενα θηράματα αλλά θηράματα που έτρεχαν γρήγορα. Κάθε έμπειρος κυνηγός τοξότης μάθαινε και ήξερε πρακτικά αυτό που μετά από πολλούς αιώνες (και καπιταλισμό) αναδυόταν σαν “πρόβλημα”: να μην ρίχνει εκεί που είναι ο στόχος του αλλά εκεί που αυτός θα πάει. Και να είναι εύστοχος, αφού διαφορετικά να έμενε νηστικός. Αυτό ήταν μια εμπειρική γνώση / σκέψη / διανοητική και μαζί χειρωνακτική διαδικασία.
Αλλά ο 20ος (καπιταλιστικός) αιώνας δεν ήθελε έμπειρους σκοπευτές, της κλάσης των έμπειρων τοξοτών κυνηγών. Ήθελε χειριστές όπλων / μάζα: ο πόλεμος ήταν ό,τι η ειρήνη, δηλαδή μαζική παραγωγή. Εμπορευμάτων στην μια περίοδο, θανάτου και καταστροφής στην άλλη. Ο 20ος (καπιταλιστικός) αιώνας δεν ήθελε εμπειροτέχνες. Ο Taylor είχε αποδείξει λίγες δεκαετίες μόνο πριν τον β παγκόσμιο ότι πολύ καλύτερα αποτελέσματα μπορούν να επιτευχθούν χωρίς αυτούς, ενάντια σ’ αυτούς. Μέσω της επιστημονικής οργάνωσης της εργασίας· και των επιστημονικά μελετημένων και κατασκευασμένων μηχανών. Πολύ καλύτερα αποτελέσματα μέσω ανειδίκευτων χειριστών απ’ την μια μεριά και “έξυπνων” (με την έννοια της ενσωματωμένης / μηχανοποιημένης γνώσης) μηχανών απ’ την άλλη.
Ο ίδιος ο Wiener θεώρησε σωστό να αναφερθεί στα αντιαεροπορικά στο cybernetics and society. Κι αυτό επειδή του ταίριαζε για καλό παράδειγμα (ο τονισμός δικός μας):

...
Ένα άλλο παράδειγμα της διαδικασίας της μαθήσεως εμφανίζεται σε σχέση με το πρόβλημα σχεδίασης μηχανών πρόβλεψης. Στην αρχή του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, η συγκριτικά χαμηλή αποδοτικότητα των αντιαεροπορικών όπλων δημιούργησε την ανάγκη εισαγωγής συσκευών οι οποίες θα ακολουθούσαν τη θέση του αεροπλάνου, θα υπολόγιζαν την απόστασή του, θα καθώριζαν το διάστημα του χρόνου που θα φτάσει το βλήμα και θα υπολόγιζαν που ακριβώς θα ήταν το τέλος του χρονικού διαστήματος.
Εάν το αεροπλάνο ήταν σε θέση να κάνει έναν τελείως αυθαίρετο παραπλανητικό ελιγμό, κανένας βαθμός επιτηδειότητας δεν θα μας επέτρεπε να υπολογίζουμε την κίνηση του αεροπλάνου μεταξύ της στιγμής που το όπλο πυροβόλησε και της στιγμής που το βλήμα θα έπρεπε κατά προσέγγιση να πετύχει τον στόχο του. Παρ’ όλα αυτά, σε πολλές περιπτώσεις, ο πιλότος είτε δεν μπορεί είτε δεν θέλει να κάνει αυθαίρετους παραπλανητικούς ελιγμούς.
...
Ας θυμηθούμε ότι στην καταδίωξη ενός στόχου τόσο γρήγορου όσο το αεροπλάνο δεν υπάρχει χρόνος για τον υπολογιστή [σ.σ.: εννοεί τον πυροβολητή] να χρησιμοποιήσει τα όργανά του και να υπολογίσει που πρόκειται να βρεθεί το αεροπλάνο. Ο υπολογισμός πρέπει να γίνεται μέσα στον ίδιο τον μηχανισμό ελέγχου του όπλου. Αυτός ο υπολογισμός πρέπει να περιλαμβάνει δεδομένα που εξαρτώνται από την προηγούμενη στατιστική μας πείρα για τα αεροπλάνα ενός δεδομένου τύπου υπό ποικίλες συνθήκες πτήσης.
Το σημερινό στάδιο των αντιαεροπορικών όπλων συνίσταται σε μια συσκευή η οποία χρησιμοποιεί ορισμένα δεδομένα αυτού του είδους ή μία επιλογή μεταξύ ενός περιορισμένου αριθμού τέτοιων δεδομένων. Η κατάλληλη εκλογή μεταξύ αυτών των δεδομένων μπορεί να γίνει μέσω της εκούσιας δράσης του πυροβολητή.
...

Διαβάζοντας τα πιο πάνω θα υπέθετε κάποιος ότι πρόκειται για ένα ζήτημα πολύ εξειδικευμένο, περιορισμένου ενδιαφέροντος, που δεν είχε θέση σ’ ένα βιβλίο εκλαΐκευσης μιας τόσο δυναμικής επιστήμης όπως η κυβερνητική. Λάθος! Ο Wiener (κι όχι μόνον αυτός άλλωστε) είδε στο “πρόβλημα” των αντιαεροπορικών και της κατάρριψης των αεροπλάνων αυτό που ήδη παρουσιάσαμε: ένα πρόβλημα επικοινωνίας μεταξύ μηχανών (το αεροπλάνο / το αντιαεροπορικό) μαζί με ένα πρόβλημα επικοινωνίας μεταξύ μηχανών και χειριστών (το αεροπλάνο / ο πιλότος και το αντιαεροπορικό / ο πυροβολητής).
Αυτή η νοητική / λεκτική διατύπωση του “προβλήματος” θα μπορούσε να ισχύει και για πολλά άλλα “προβλήματα”, χωρίς σφαίρες και κάνες. “Προβλήματα επικοινωνίας” με υποψήφιες μηχανικά μεσολαβημένες “λύσεις”, και μόνον τέτοιες.
Συνεπώς (και ο Wiener, στο cybernetics and society, είναι συνεπής όσο και υπερφίαλος), υπό τις προδιαγραφές αυτής της σύλληψης των “προβλημάτων”, θα μπορούσε κανείς (δηλαδή οι τεχνοεπιστήμονες) να ξανακοιτάξει τα πάντα: απ’ το νευρικό σύστημα του ανθρώπου (και άλλων ειδών) ως τις κοινωνικές σχέσεις σαν τέτοιες· απ’ το αυτόματο άνοιγμα μιας πόρτας ως τον αυτόματο έλεγχο των ροών σ’ ένα χημικό εργοστάσιο· απ’ τα συστήματα σκόπευσης ως τα συστήματα παρεμβολών στα συστήματα σκόπευσης.
Κι αυτήν την καθολικότητα της επερχόμενης μηχανοποίησης των γλωσσών / συμβολικών ανταλλαγών / επικοινωνιών ο Wiener δεν δίστασε να την αναγγείλει καθαρά (και “φιλοσοφικά”) και μάλιστα νωρίς, στην αρχή του δεύτερου κεφαλαίου του cybernetics and society:

...
Εδώ θέλω να παρεμβάλω ένα σημαντικό στοιχείο: λέξεις όπως Ζωή, Σκοπός και Ψυχή είναι τελείως ακατάλληλες στην καθαρή επιστημονική σκέψη. Οι όροι αυτοί απέκτησαν την σημασία τους με την αναγνώριση απ’ την μεριά μας της ενότητας μιας συγκεκριμένης ομάδας φαινομένων και στην πραγματικότητα δεν μας παρέχουν οποιαδήποτε βάση κατάλληλη για να χαρακτηρίσουμε αυτήν την ενότητα. Κάθε φορά που βρίσκουμε ένα καινούργιο φαινόμενο το οποίο συμμετέχει σε κάποιο βαθμό στη φύση εκείνων που ήδη ονομάσαμε “φαινόμενα Ζωής”, αλλά δεν συμφωνεί με όλες τις σχετιζόμενες απόψεις που καθορίζουν το περιεχόμενο του όρου “ζωή”, αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα να πλατύνουμε την λέξη “ζωή”, έτσι ώστε να τις περιλαμβάνει όλες. Ή να την καθορίσουμε μ’ ένα πιο περιοριστικό τρόπο, έτσι ώστε να μην τις περιλαμβάνει.
Έχουμε αντιμετωπίσει το πρόβλημα αυτό στο παρελθόν εξετάζοντας ιούς, οι οποίοι δείχνουν μερικές ιδιότητες της ζωής, όπως ότι διαρκούν, ότι πολλαπλασιάζονται και ότι οργανώνονται· αλλά δεν εκφράζουν αυτές τις ιδιότητες με μια πλήρως εξελιγμένη μορφή. Τώρα που παρατηρούνται ορισμένες αναλογίες συμπεριφοράς ανάμεσα στη μηχανή και στο ζωντανό οργανισμό, το πρόβλημα του αν η μηχανή ζει ή όχι, είναι για τους σκοπούς μας θέμα ερμηνείας, και είμαστε ελεύθεροι να απαντήσουμε σ’ αυτό είτε με τον ένα είτε με τον άλλο τρόπο, όπως εξυπηρετεί καλύτερα. Όπως λέει ο Humpty Dumpty για μερικές απ’ τις πιο σπουδαίες κουβέντες του: “τις πληρώνω έξτρα και τις αναγκάζω να κάνουν ό,τι θέλω”.
Εάν επιθυμούμε να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη “Ζωή” για να καλύψουμε όλα τα φαινόμενα τα οποία τοπικά κινούνται αντίθετα προς το ρεύμα της αυξανόμενης εντροπίας, είμαστε ελεύθεροι να το κάνουμε. Όμως τότε θα συμπεριλάβουμε πολλά αστρονομικά φαινόμενα τα οποία έχουν σκιώδη μόνον ομοιότητα με τη ζωή όπως κανονικά την ξέρουμε. Γι’ αυτό, σύμφωνα με τη γνώμη μου, το καλύτερο είναι να αποφύγουμε όλες τις αόριστες εκφράσεις που προκαλούν ερωτήσεις, όπως “ζωή”, “ψυχή”, “βιταλισμός” και τα παρόμοια, και να πούμε απλά για ό,τι αφορά τις μηχανές ότι δεν υπάρχει λόγος να μην μοιάζουν με τα ανθρώπινα όντα στο να αντιπροσωπεύουν εστίες ελαττούμενης εντροπίας σε ένα πλαίσιο όπου η ευρεία εντροπία τείνει να αυξάνει.
Όταν συγκρίνω τον ζωντανό οργανισμό με μια μηχανή, ούτε για μια στιγμή δεν εννοώ ότι οι ιδιαίτερες φυσικές, χημικές και πνευματικές λειτουργίες της ζωής, όπως την ξέρουμε, είναι ίδιες με εκείνες των μιμούμενων τη ζωή μηχανών. Απλά εννοώ ότι και οι δυο μπορούν να ασκήσουν τοπικά αντιεντροπικές λειτουργίες, που ίσως μπορούν να ασκηθούν με πολλούς άλλους τρόπους, και που φυσικά δεν θα ονομάζαμε ούτε βιολογικούς ούτε μηχανικούς.
...

Μπορεί τα πιο πάνω να φαίνονται ωμά, αλλά δεν θα έπρεπε να ηθικολογήσουμε. Όπως είχε γίνει κι άλλες φορές στο παρελθόν, έτσι κι αυτή η γενιά των προπολεμικών, πολεμικών, και μεταπολεμικών τεχνοεπιστημόνων, συγκροτημένη γύρω απ’ τους πρώτους ηλεκτρονικους υπολογιστές και την βιολογία, απαιτούσε ένα είδος καθολικότητας των θεωρημάτων της, μια μεταγλώττιση των “φαινομένων της ζωής”, τέτοια που να νομιμοποιεί (και να ηθικοποιεί) τις έρευνες και τα επιτεύγματα. Δεν είναι εύκολο να νομιμοποιήσει κανείς μια τέτοιου εύρους αλλαγή παραδείγματος η οποία, επιπλέον, εδράζεται σε παγκόσμιο πόλεμο. Ακόμα και ένας Taylor είχε μεγάλες δυσκολίες να δώσει ηθική νομιμοποίηση στην σχεδιασμένη μηχανοποίηση της ανθρώπινης εργασίας, χωρίς καν να υπάρχει στο φόντο του η χρήση των ίδιων τεχνικών υπέρ του θανάτου. Πόσο μάλλον οι Wiener και οι Turing, που έβγαιναν (μεταφορικά) απ’ την σκιά δύο πυρηνικών μανιταριών.

Υπάρχει όμως ένα τουλάχιστον σημείο στα πιο πάνω αποσπάσματα όπου ο Wiener λέει ψέματα· και το κάνει συνειδητά. Δεν “...παρατηρούνται ορισμένες αναλογίες συμπεριφοράς στη μηχανή και στο ζωντανό οργανισμό”, λες και τέτοιες αναλογίες υπήρχαν ανέκαθεν περιμένοντας κάποιον να τις “παρατηρήσει”. Εφευρίσκονται και κατασκευάζονται. Η γλώσσα του Wiener (η “γλώσσα της εκλαΐκευσης”) είναι υποχρεωμένη να κρύψει πως τέτοιες “αναλογίες” δεν υπάρχουν de facto. Αντίθετα “παράγονται”, υπό ορισμένες συνθήκες, και μέσα σε συγκεκριμένα ιδεολογικά, πολιτισμικά (και τεχνολογικά) δεδομένα. Οπωσδήποτε: παράγονται για συγκεκριμένους σκοπούς. Υπάρχουν, εν τέλει, υποκείμενα για την παραγωγή αυτής της “ομοιότητας” (ή αναλογίας) μεταξύ “ανθρώπινου” και “μηχανικού”.
Σε κάθε περίπτωση: έχοντας οργανώσει, πια, με τεχνικούς τρόπους και τεχνικούς προσανατολισμούς αυτό που λεγόταν επιστημονική σκέψη· έχοντας καβαλήσει γερά πάνω στη γλώσσα και τις μέχρι τότε αναλύσεις της· και έχοντας “αποστάξει” απ’ αυτήν καινούργιες έννοιες (ή εντελώς καινούργιες χρήσεις για παλιές έννοιες) όπως πληροφορία και επικοινωνία οι τεχνοεπιστήμονες των cybernetics, στη μέση του προηγούμενου αιώνα, δεν σκόπευαν σε τίποτα λιγότερο απ’ το να καλπάσουν απ’ την μια άκρη στην άλλη σ’ όλο το κοινωνικό πεδίο. Ακόμα ακόμα σ’ ολόκληρο το πεδίο της φύσης - όπως κι αν την όριζε από τότε και μετά ο καθένας.

Παράξενο ή όχι, την πλήρη “προοπτική” που είχε ανοίξει η (πολεμική) εξέλιξη των τεχνοεπιστημών, την παρουσιάζει μεν ο Wiener σχολιάζοντάς την, αλλά δεν ήταν (τότε) δική του. Προερχόταν από έναν γάλλο καθολικό (του τάγματων των δομικιανών) παπά, καθηγητή και φιλόσοφο, τον Diminique Durable. Που στις 28 Δεκέμβρη του 1948 δημοσίευσε στη le Monde ένα άρθρο με τίτλο La manipulation mécanique des réactions humaines, créera-t-elle un jour “le meilleur des mondes” ?  (η μηχανική χειραγώγηση των ανθρώπινων αντιδράσεων - θα δημιουργήσει κάποτε “έναν καλύτερο κόσμο”;)
Φαίνεται ότι εκτός από φανατικός φίλος της τότε τεχνολογίας ο Durable, σαν παπάς, δεν ήταν υποχρεωμένος να δεσμεύεται από (πιθανά) τεχνολογικά όρια. Αλλά αντίθετα μπορούσε να φανταστεί κάποιου είδους μηχανική επί γης ειρήνη. Σε κάθε περίπτωση ο Durable είχε επηρεαστεί απ’ την πρώτη έκδοση του βιβλίου του Wiener, που είχε μεταφραστεί αμέσως στα γαλλικά.
Αντιγράφει, λοιπόν, ο Wiener απ’ τον Durable:

...
Έτσι, μία από τις συναρπαστικότερες προοπτικές που δημιουργούνται, είναι η δυνατότητα της λογικής ρύθμισης των ανθρώπινων υποθέσεων, και ειδικότερα εκείνων που αφορούν ανθρώπινες κοινότητες και παρουσιάζουν μια ορισμένη στατιστική κανονικότητα, όπως είναι τα ανθρώπινα φαινόμενα διαμόρφωσης της κοινής γνώμης.
Μπορεί, άραγε, να φανταστεί κανείς μια μηχανή που θα συλλέγει ένα οποιοδήποτε είδος πληροφορίας, όπως π.χ. πληροφορίες σχετικά με την παραγωγή και την αγορά· και κατόπιν θα προσδιορίζει ποια θα είναι η πιθανότερη εξέλιξη της κατάστασης, σε συνάρτηση με την μέση ψυχολογία των ανθρώπινων όντων και των ποσοτήτων που είναι δυνατόν να μετρηθούν σε κάθε καθορισμένη περίπτωση; Είναι, άραγε, δυνατόν να διανοηθεί κανείς μια κρατική μηχανή που να καλύπτει όλα τα συστήματα λήψης πολιτικών αποφάσεων, κάτω από ένα καθεστώς πολλών κρατών κατανεμημένων στην επιφάνεια της γης, ή κάτω από ένα προφανώς πολύ απλούστερο καθεστώς μιας κυβέρνησης ολόκληρου του πλανήτη; Προς το παρόν τίποτα δεν μας εμποδίζει να φανταστούμε κάτι τέτοιο. Μπορούμε να ονειρευτούμε την εποχή που θα είναι δυνατόν μια machine a gouverner (μηχανή διακυβέρνησης) να είναι σε θέση να συμπληρώνει - είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο - την σημερινή προφανή ανικανότητα του ανθρώπινου εγκεφάλου όταν ασχολείται με τον συνηθισμένο μηχανισμό της πολιτικής.
...
Για τις machines a gouverner το Κράτος θα καθοριστεί σαν ο καλύτερα πληροφορημένος παίκτης σε κάθε ιδιαίτερο επίπεδο· και το Κράτος θα είναι ο μοναδικός ανώτατος συντονιστής όλων των επιμέρους αποφάσεων.Τα πλεονεκτήματα αυτά είναι τεράστια. Εάν, δε, αποκτηθούν με επιστημονικό τρόπο, θα επιτρέψουν στο κράτος να νικήσει οποιονδήποτε παίκτη, εκτός από τον εαυτό του, σε ένα ανθρώπινο παιχνίδι, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, με το να τον φέρει αντιμέτωπο με το εξής δίλημμα: είτε να υποστεί άμεση καταστροφή, είτε να συνεργαστεί βάσει σχεδίου.
Αυτές θα είναι οι συνέπειες του ίδιου του παιχνιδιού χωρίς την χρήση εξωτερικής βίας. Οι εραστές ενός ιδανικού κόσμου, έχουν έτσι πραγματικά κάτι για να ονειρεύονται.
...

Ο Durable φανταζόταν κάποιο είδος γενικευμένης μηχανικής (κυβερνητικής) μεσολάβησης με όρους κράτους. Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι κάτι παρόμοιο θα μπορούσε να γίνει με όρους επιθυμίας και αγοράς.
Αυτό, όμως, είναι που έγινε και γίνεται.

κορυφή