sarajevo

δ.ν.τ. ή όχι; παρατηρήσεις για καθεστωτικές πολιτικές

IMF

Είναι το περιβόητο “ελληνικό χρέος” βιώσιμο; Μήπως είναι αβίωτο; Υποθέτουμε πως ξέρετε την άποψή μας, διατυπωμένη απ’ το 2010 κιόλας: οποιαδήποτε κουβέντα περί “δημόσιου χρέους” είναι παραπλανητική, αποπροσανατολιστική από την άποψη της τάξης μας και των συμφερόντων της. Είτε θεωρηθεί παράξενο είτε όχι (προτιμήστε το δεύτερο) υπάρχουν πολλοί και αξιοσέβαστοι καθεστωτικοί, (οικονομολόγοι, δημοσιογράφοι / δημαγωγοί, πολιτικοί), όχι έλληνες, που αυτά τα χρόνια επιμένουν, απ’ την δική τους μεριά, ότι “δεν είναι το χρέος το πρόβλημα της ελλάδας”. Εννοούν ότι το ουσιαστικό πρόβλημα είναι το ελληνικό καπιταλιστικό / κρατικό μοντέλο. Και έχουν δίκιο.
Κρατώντας ακέραιη την άποψή μας περί χειραγώγησης - μέσω - της - “προβληματικής περί χρέους” δεν είχαμε ωστόσο κανένα πρόβλημα να παρακολουθούμε αυτά τα χρόνια την σκηνοθεσία και τις χορογραφίες, ντόπιες και μη, επ’ αυτού. Είναι, πράγματι, πιο εύκολο να καταλαβαίνει κανείς το θέατρο όταν το παρακολουθεί από απόσταση (φυσική, συναισθηματική, κλπ). Ένα απ’ τα δομικά στοιχεία αυτού του θεάτρου (στην ελληνική εκδοχή του) είναι η συμμετοχή του δ.ν.τ. στα προγράμματα “διάσωσης” του ελλαδιστάν. Κι αυτό το θέατρο έχει διαρκείς παραστάσεις. Η πιο πρόσφατη θα “παίζει” τους επόμενους μήνες. Αξίζει, λοιπόν, να ρίξουμε μια ματιά στα παρασκήνια, που δεν είναι και τόσο μυστικά.

Το δ.ν.τ. μπήκε στο “μεγάλο πρόγραμμα διάσωσης” της ελλάδας το 2010 (τότε ήταν απλά “μεγάλο”. Γρήγορα έγινε “πρώτο”) κόντρα σε ορισμένες απ’ τις καταστατικές αρχές της λειτουργίας του. Η βασική αποστολή του δ.ν.τ. ήταν να “επεμβαίνει” (μετά από πρόσκληση των αντίστοιχων κυβερνήσεων) σε κράτη / καπιταλισμούς σε “κρίση”, όπου ένα απ’ τα βασικά στοιχεία της είναι η ατέρμονη υποτίμηση του νομίσματος (προκειμένου να αντιμετωπιστεί σε προηγούμενα στάδιά της). Η ελλάδα δεν ήταν τέτοια περίπτωση. Δεν είχε νομισματικό πρόβλημα, όχι στην πρώτη γραμμή τουλάχιστον. Είχε πρόβλημα (ακριβού) δανεισμού. Ορισμένα απ’ τα (με λίγες ψήφους) κράτη / μέλη του δ.ν.τ. είχαν επισημάνει τότε ότι “το δ.ν.τ. δεν έχει καμία δουλειά να βοηθήσει μέλος ενός κλαμπ πλούσιων κρατών” (η ευρωζώνη). Φυσικά δεν πέρασε η άποψή τους, που ωστόσο δεν ήταν αβάσιμη, με βάση το μέχρι τότε ιστορικό του διεθνούς νομισματικού ταμείου.
Αλλά για τις πολιτικές βιτρίνες της ευρωζώνης και για την τεχνική γραφειοκρατία της η συμμετοχή του δ.ν.τ. ήταν απόλυτα απαραίτητη. Κανένας ευρωενωσιακός ή ευρωζωνιακός μηχανισμός και καμία υπηρεσία δεν είχαν την παραμικρή εμπειρία του πως οργανώνεται (και πως ελέγχεται) ένα “πρόγραμμα δομικής προσαρμογής” που υιοθετείται από κάποιο κράτος. Φυσικά, επειδή το δ.ν.τ. είναι πολυεθνικός μηχανισμός, υπήρχαν εκεί αρκετοί ευρωπαίοι τεχνοκράτες με πείρα. Αλλά δούλευαν εκεί, υπό τους όρους του δ.ν.τ. Δεν θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν χώρια απ’ το ταμείο. Θα έπρεπε να εμπλακεί ολόκληρο (το ταμείο) εάν επρόκειτο να αναλάβει την τεχνοκρατική καθοδήγηση του “προγράμματος διάσωσης” της Αθήνας.
Πέρα απ’ την καθαρά τεχνοκρατική διάσταση των αναγκών (το 2009, το 2010, το 2011) υπήρχε άλλη μία, εξίσου σημαντική. Τόσο η ε.ε. όσο και η ευρωζώνη είναι διαβόητες για τις μακρόσυρτες διαδικασίες “διαπραγματεύσεων” (μεταξύ των μελών τους) ακόμα και για τα (επιφανειακά) πιο ασήμαντα θέματα, όταν θίγονται (ή ωφελούνται) συμφέροντα. Αυτός είναι ο ευρωπαϊκός κανόνας. Δύσκολες και χρονοβόρες διαπραγματεύσεις ακόμα και για (φαινομενικά) απλά θέματα, πισωγυρίσματα, παζάρια και γραφειοκρατία. Είναι θρυλικό (στα όρια του ανεκδότου) το πόσος χρόνος διαπραγματεύσεων χρειάστηκε για να προσδιοριστεί το “ευρωπαϊκά αποδεκτό” μέγεθος και σχήμα των αγγουριών. (Δεν κάνουμε πλάκα!)
Την στιγμή που το “αγγούρι” έγινε εξαιρετικά σοβαρό (τέλη 2009, αρχές 2010) το τελευταίο που θα ήταν αποτελεσματικό θα ήταν τέτοιες αέναες συζητήσεις για την “διάσωση της ελλάδας”. Συζητήσεις που, φυσικά, θα συμμετείχε και η Αθήνα, σαν ισότιμο μέλος, με ό,τι επιπλέον δυσκολίες θα προκαλούσε αυτό. Συνεπώς το δ.ν.τ., με το τεχνογραφειοκρατικό του κύρος και την πολύχρονη εμπειρία του ήταν απαραίτητο για να είναι γρήγορη και πειστική η διαδικασία (διάσωσης) και να μην κατηγορηθεί εξ αρχής ότι θα εκφυλιστεί σε βυζαντινισμούς.

Η ουσία του προγράμματος “προσαρμογής”, που ήταν ο όρος για τον μεγαλύτερο ever πολιτικό / διακρατικό δανεισμό στην ιστορία της ευρωπαϊκής ένωσης (αυτό που ονομάστηκε “μνημόνιο”) ήταν, φυσικά, καθαρά νεοφιλελεύθερη. Επ’ αυτού δεν υπήρχε καμία διαφωνία μεταξύ της ευρωζώνης, του δ.ν.τ. και κάποιων τμημάτων των ελληνικών αφεντικών. Στην επίσημη ανακοίνωση που έκανε το δ.ν.τ. στις 9 Μάη του 2010, σχετικά με την συμμετοχή του (με 30 δισ. ευρώ στο συνολικού μεγέθους 110 δισ. ευρώ πρόγραμμα πολιτικού / διακρατικού δανεισμού της Αθήνας) ο τότε πρόεδρός του Στρως Καν σημείωνε μεταξύ άλλων:

...
Η ελληνική κυβέρνηση, που εξασφάλισε την αποδοχή του κοινοβουλίου για το πρόγραμμά της την προηγούμενη εβδομάδα, έχει σχεδιάσει ένα φιλόδοξο πακέτο πολιτικών, για να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση που αντιμετωπίζει το ελληνικό έθνος. Η Ελλάδα αντιμετωπίζει μια διπλή πρόκληση. Έχει ένα σοβαρό χρηματοδοτικό πρόβλημα, με ελλείματα και δημόσιο χρέος που είναι πολύ υψηλά· και έχει κι ένα πρόβλημα ανταγωνιστικότητας. Πρέπει να αντιμετωπιστούν και τα δύο, έτσι ώστε η Ελλάδα να μπεί στο δρόμο της ανάκαμψης και της ανάπτυξης.
Πρώτον, οι χρηματοδοτικές ανάγκες της κυβέρνησης πρέπει να είναι βιώσιμες. Αυτό απαιτεί να μειωθούν τα ελλείματα και να μπει η σχέση χρέους - προς - αεπ σε μια καθοδική τροχιά. Απ’ την στιγμή που οι μισθοί και οι κοινωνικές παροχές αποτελούν το 75% του συνόλου των δημόσιων εξόδων, συνεπάγεται ότι οι μισθοί στον δημόσιο τομέα και οι συντάξεις θα πρέπει να μειωθούν. Δεν υπάρχουν περιθώρια ελιγμών άλλου είδους στο ζήτημα της δημοσιονομικής προσαρμογής.
Δεύτερον, η οικονομία θα πρέπει να γίνει περισσότερο ανταγωνιστική. Αυτό σημαίνει πολιτικές φιλικές στην ανάπτυξη και μεταρρυθμίσεις που θα εκσυγχρονίσουν την οικονομία και θα ανοίξουν τις ευκαιρίες για τον καθένα. Αυτό σημαίνει, επίσης, ότι ο πληθωρισμός θα πρέπει να μειωθεί κάτω απ’ τον μέσο όρο της ευρωζώνης, μεταξύ άλλων με το πάγωμα των μισθών και του εργατικού κόστους, έτσι ώστε η Ελλάδα να μπορέσει να ξαναποκτήσει ανταγωνιστικότητα στις τιμές [σ.σ.: των εξαγωγών].
...

Αν κάποιος / κάποια έχει αντίληψη του τι ζητούσαν τα ντόπια αφεντικά ήδη απ’ την δεκαετία του ‘90, η πιο πάνω συνοπτική παρουσίαση / ανακοίνωση σκιαγραφούσε τους βασικότερους καϋμούς τους. Η μόνη ενδεχομένως “επικίνδυνη φράση” ήταν η αναφορά σε “μεταρρυθμίσεις που θα εκσυγχρονίσουν την οικονομία”. Όλα τα υπόλοιπα, και ειδικά η τελευταία πρόταση (περί διεθνούς ανταγωνιστικότητας με όρους χαμηλών τιμών) ανταποκρινόταν στο πνεύμα του ελληνικού καπιταλισμού έντασης εργασίας και όχι σ’ έναν καπιταλισμό έντασης κεφαλαίου. Αν επρόκειτο γι’ αυτό το δεύτερο, τότε η (διεθνής) ανταγωνιστικότητα θα ήταν με όρους υψηλής ποιότητας και όχι χαμηλών τιμών...
De facto, λοιπόν, η διεθνής βοήθεια (ευρωζώνη + δ.ν.τ.) και οι όροι της ταίριαζαν σε πολλές απ’ τις σταθερές του ως το 2009 καπιταλιστικού μοντέλου στα μέρη μας. Με την υποσημείωση του τι θα έμπαινε πάνω στο τραπέζι σαν “εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις”. Όπως ξέρουμε ο “εθνικός πόλεμος” (κατά και της ευρωζώνης και του δ.ν.τ.) ξεκίνησε πολύ γρήγορα, εξαιτίας πολλών απ’ αυτές, τις ζητούμενες “μεταρρυθμίσεις”.
Σύμφωνα με τις τεχνοκρατικές (και όχι τις πολιτικές, της τότε ελληνικής κυβέρνησης) προβλέψεις, το δίχρονης διάρκειας πρόγραμμα (2010 - 2011) και τα 110 δισ. ευρώ του πολιτικού δανεισμού θα ήταν αρκετά για να “επιστρέψει στις αγορές” η Αθήνα στις αρχές του 2012. Οι προβλέψεις ήταν λαθεμένες. Κι αυτό είχε γίνει σαφές ήδη απ’ τα μέσα του 2011. Εκ των υστέρων οι τεχνοκράτες του δ.ν.τ. παραδέχτηκαν ότι “έκαναν λάθος” στην εκτίμηση των υφεσιακών συνεπειών που θα είχαν τα μέτρα του (α) μνημονίου. Ήταν το μικρότερο λάθος που θα μπορούσαν να παραδεχτούν, και το πιο ακίνδυνο για την φήμη του μηχανισμού. Γιατί τα κυρίως λάθη, τότε, (και απ’ τους τεχνοκράτες της ευρωζώνης, και απ’ τους τεχνοκράτες του δ.ν.τ., και από πολλούς άλλους) αφορούσαν τις προβλέψεις για την εξέλιξη, την διάρκεια και την ένταση της παγκόσμιας “κρίσης” γενικά· και όχι ειδικά την πορεία του “ελληνικού προβλήματος”. Για παράδειγμα, εντελώς αυθαίρετα, αυτοί οι τεχνοκράτες είχαν προβλέψει ότι οι περιβόητες “διεθνείς χρηματαγορές” θα ηρεμήσουν μέσα στο 2010 ή το 2011, έτσι ώστε να ξαναγυρίσουν στην παραδοσιακή ρουτίνα των χαμηλότοκων δανείων προς τα κράτη. Δεν έγινε έτσι, για πολλούς λόγους. Και επειδή δεν έγινε έτσι γενικά, το “ελληνικό πρόβλημα” συνεχισε να είναι ένας κάλος στα πέλματα της ευρωζώνης. Αν και όχι ο μοναδικός.
(Και μόνο το γεγονός ότι οι οικονομολόγοι, το 2010, θεωρούνταν ακόμα αξιόπιστοι στο να κάνουν προβλέψεις, δείχνει την δύναμη της βλακείας και των ψευδαισθήσεων. Γιατί ήταν αυτό ακριβώς το είδος ειδικών που, στη μεγάλη πλειοψηφία του, είχε ήδη αποτύχει να προβλέψει την όξυνση της κρίσης...)

Στο πρόγραμμα του 2010 - 2011 οι τεχνοκράτες του δ.ν.τ., όπως άλλωστε και εκείνοι της ευρωζώνης, είχαν αποκλείσει το ενδεχόμενο “αναδιάρθρωσης” (δηλαδή μείωσης) του ελληνικού δημόσιου χρέους. Και δεν είχαν κρύψει το γιατί. Στην κατάσταση που βρίσκονταν οι ευρωπαϊκές τράπεζες (συμπεριλαμβανόμενων των ελληνικών) το να “χάσουν λεφτά” (έστω σαν προοπτική) θα προκαλούσε αλυσιδωτούς κραδασμούς στο ευρωπαϊκό (και παγκόσμιο) χρηματοπιστωτικό σύστημα, με ανυπολόγιστες συνέπειες. Δύο χρόνια μετά, στα τέλη του 2011, το “κούρεμα” έγινε εφικτό. Είχαν μεσολαβήσει διάφορα “μέτρα”, μεταξύ των οποίων η αλλαγή του ρόλου και η επέκταση των αρμοδιοτήτων της ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας. Επιπλέον είχε μεσολαβήσει το σταδιακό σβήσιμο μέρους της αξίας των ελληνικών ομολόγων απ’ τους τραπεζικούς ισολογισμούς (όχι, όμως, εκείνους των ελληνικών τραπεζών). Ήταν σ’ εκείνη την περίοδο που το ζήτημα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους τέθηκε ανοικτά. Και, υποτίθεται πως λύθηκε σε μεγάλο βαθμό, αφενός με την δραστική μείωσή του, αφετέρου με την αλλαγή των δανειστών. Το μεγαλύτερο μέρος των “κουρεμένων” τραπεζικών, συνταξιοδοτικών και λοιπών ιδιωτικών δανείων αγοράστηκε απ’ τον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης, και έγινε κρατικά δάνεια προς την Αθήνα.

Τι σημαίνει “βιωσιμότητα” ενός χρέους; Σημαίνει, απλά, την εκτίμηση για το αν θα αποπληρώνεται ως την λήξη του. Όσο μεγαλύτερης διάρκειας είναι (και τα ευρωκρατικά δάνεια προς την Αθήνα έγιναν long play) τόσο περισσότερο αυτές οι “εκτιμήσεις” τείνουν προς την μαγεία, την προφητεία, κλπ. Περισσότερο απ’ αυτό καθεαυτό το χρεωστούμενο ποσό δύο άλλα μεγέθη έχουν σημασία. Πρώτον, οι προβλέψεις για τα οικονομικά (τα έσοδα και τα έξοδα) του χρεωμένου κράτους. Και δεύτερον, τα επιτόκια. Ωστόσο, όταν πρόκειται για χρονικό βάθος (πολλών) δεκαετιών οι εκτιμήσεις περί βιωσιμότητας ή μη είναι απλά μια ακόμα καλή ευκαιρία για να βγάζουν διάφοροι “ειδικοί” το πεντεσπάνι τους. Και να γίνεται παιχνίδι (κοινωνικού / ταξικού) αποπροσανατολισμού.
Υπάρχει και ένα τρίτο μέγεθος, εξίσου σημαντικό αλλά κάποιος “υπόγειο”: ο πληθωρισμός. Δεδομένου ότι ένα μακρόχρονο δάνειο (οποιουδήποτε είδους) και οι δόσεις του είναι σε σταθερά ποσά / νούμερα σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, ακόμα και ένας μικρός πληθωρισμός (της τάξης του 2%) για αρκετά χρόνια κάνει “φτηνότερη” την αποπληρωμή του.

Οι βραχίονες του πολιτικού δανεισμού προς την Αθήνα (και επιτηρητές εφαρμογής των συμφωνιών - “μνημόνια”), η ευρωζώνη (συμπεριλαμβανόμενης της ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας) και το δ.ν.τ., έχουν εκ των πραγμάτων διαφορετική προσέγγιση σ’ αυτό το παιχνίδι των προβλέψεων. Το δ.ν.τ. “παίζει με τα νούμερα” και τις (λίγο πολύ μαγικές) προβολές τους στο άγνωστο από κάθε άποψη μέλλον. Είναι ωστόσο υποχρεωμένο να το κάνει, εφόσον το καταστατικό του απαγορεύει την δανειοδότηση κρατών για τα οποία υπάρχει πρόβλεψη ότι δεν θα μπορούν να ξεχρεώσουν. Αυτός είναι ένας λόγος που (γενικά) δίνει δάνεια μικρής ή “μεσαίας” διάρκειας. Η ευρωζώνη, απ’ την μεριά της, είναι υποχρεωμένη να σκέφτεται και πολιτικά, δηλαδή με όρους διακρατικών σχέσεων μέσα στο κλαμπ. Επιπλέον η ευρωζώνη έχει αναπτύξει μηχανισμούς και διαδικασίες έμμεσης ή άμεσης οικονομικής υποστηρίξης των πλέον “αδύνατων” μελών της: απ’ τα εσπα μέχρι την αγορά (κρατικών) ομολόγων απ’ την δευτερογενή αγορά, δηλαδή τον έμμεσο δανεισμό τους. Έτσι το δ.ν.τ. είναι πιο αυστηρό και μονοκόματο ενώ η ευρωζώνη είναι πιο ελαστική και ευέλικτη στις εκτιμήσεις τους.
Απ’ την άλλη το δ.ν.τ. είναι, επίσης, πιο αυστηρό στις απαιτήσεις και στον έλεγχο εφαρμογής του όποιου προγράμματος· αυτός ήταν ο δεύτερος λόγος που κλήθηκε στην ιστορία. Κι εκεί εκδηλώνεται η σχιζοφρένεια (;) της ελληνικής πολιτικής σκηνής: άλλοτε θέλει και άλλοτε δεν θέλει την συμμετοχή του δ.ν.τ. Πάνω σ’ αυτή την “αμφιθυμία” πλέκονται διάφορα δημαγωγικά παραμύθια.

IMF

Η τωρινή φαιορόζ κυβέρνηση, για παράδειγμα, κατηγορεί την προηγούμενη φαιοπράσινη ότι διακήρυσσε την βιωσιμότητα του χρέους, αναλαμβάνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο δεσμεύσεις υψηλού ρυθμού ετήσιας αύξησης του α.ε.π. για πολλά χρόνια (που για τους τεχνοκράτες του δ.ν.τ. θεωρούνται αδύνατοι - και είναι). Απ’ την δική της μεριά επιδιώκει την δέσμευση για αισθητά μικρότερους ρυθμούς (που φαίνονται ρεαλιστικότεροι αλλά δεν είναι και δεδομένοι)· αλλά έτσι μοιάζει να δικαιώνει εκείνον απ’ τους δανειστές που, κατά τα άλλα, κατηγορεί ότι έχει κάνει κρίσιμα λάθη στους υπολογισμούς του. Επιπλέον, το δ.ν.τ. είναι (μαζί με την ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα) οι δανειστές που ξεχρεώνονται ήδη, πρώτοι στη σειρά. Που σημαίνει ότι σε βάθος δεκαετιών τα δάνεια που θα είναι (ή δεν θα είναι) εξυπηρετήσιμα, θα είναι εκείνα των ευρω-κρατών, και όχι του δ.ν.τ. Εν τω μεταξύ, τα επιτόκια των δανείων απ’ τους παλιοευρωπαίους είναι τόσο χαμηλά (σε σχέση με τα όποια πιθανά επιτόκια στις “αγορές”) ώστε ακόμα κι αν η Αθήνα καταφέρει να “βγεί στις αγορές” θα χάνει και δεν θα κερδίζει δανειζόμενη εκεί για να πληρώνει τόκους και χρεωλύσια των ευρωπαϊκών, πολιτικών χρεών της. Ενώ θα θεωρείται “υγιής” από καπιταλιστική χρηματοπιστωτική άποψη, ενώ θα έχει απαλλαγεί από μνημόνια και λοιπές καταραμένες κηδεμονίες και επιτηρήσεις, το δημόσιο χρέος θα αυξάνεται (σαν απόλυτο μέγεθος) και δεν θα μειώνεται.

Μοιάζει λοιπόν (στη δική μας εργατική οπτική) πως όλος αυτός ο θόρυβος περί βιωσιμότητας ή μη του χρέους είναι σε μεγάλο βαθμό (αν και όχι απόλυτα) προπέτασμα καπνού. Προπέτασμα καπνού για να συντηρείται η εθνικοφροσύνη του “υπόδουλου έθνους / κράτους” και να αποφεύγεται οποιαδήποτε συζήτηση για το ελληνικό καπιταλιστικό μοντέλο, συμπεριλαμβανόμενων των βασικών κρατικών λειτουργιών. Συμβαίνει αυτό: πάνω ή κάτω απ’ το τραπέζι αυτό το αποτυχημένο, χρεωκοπημένο (με διεθνή κριτήρια) μοντέλο συντηρείται, επαληθεύεται, αναπαράγεται· και το μόνο εμπόδιο που προβάλουν τα αφεντικά είναι το χρέος. Ένα χρέος που δεν θα πάψει να υπάρχει με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο.
Πάνω σ’ αυτόν τον αντιπερισπασμό στήνεται, όσο και όπως στήνεται, η ρητορική των “θυσιών” που πρέπει να κάνουν οι υποτελείς, ξανά και ξανά. Δεν πρόκειται για τίποτα λιγότερο απ’ την συστηματική μεταφορά πλούτου απ’ την εργασία (και την τάξη μας) προς το κεφάλαιο (και τ’ αφεντικά). Που νομιμοποιείται πάνω σε ένα χρέος (βιώσιμο ή αβίωτο) αν και δουλεύει υπέρ ενός μοντέλου ημιάγριας συσσώρευσης.

Αυτά, ωστόσο, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ζητήματα εσωτερικής κατανάλωσης. Έχουμε σοβαρές αμφιβολίες αν στην παγκόσμια πρακτική του δανεισμού, ανά τους αιώνες, ο χαρακτηρισμός “βιώσιμο” (ή αβίωτο) χρέος έχει υπάρξει με κάποια σοβαρή πρακτική έννοια. Υπάρχουν άπειρα δάνεια που εξοφλήθηκαν και άλλα που εξοφλήθηκαν εν μέρει, μετά από συμφωνία δανειστή / δανειζόμενου. Υπάρχουν διακρατικά δάνεια που “επιμηκύνθηκαν” και άλλα που άλλαξαν όρους. Υπάρχουν στάσεις πληρωμών και επαναδιαπραγματεύσεις. Γενικά μιλώντας εκείνοι που δανείζουν δεν χάνουν. Αν ήταν αλλιώς θα είχε σταματήσει αυτό το κόλπο.
Ο χαρακτηρισμός “βιώσιμο” (ή μη) για το ελληνικό χρέος σαν παράμετρος που καθορίζει πρακτικές προέρχεται απ’ το καταστατικό του δ.ν.τ. και μόνον απ’ αυτό. Αλλά θα ήταν αφελές να πιστεύει κανείς ότι μια μηχανή σαν το δ.ν.τ. χρησιμοποιεί αυτόν τον όρο με ... προτεσταντικό πνεύμα! Όχι δα! Το “βιώσιμο” σημαίνει (για το δ.ν.τ.) μένω στο πρόγραμμα. Το “μη βιώσιμο” σημαίνει φεύγω απ’ το πρόγραμμα. Συνεπώς, αντί να καταναλώνει κανείς “βιωσιμότητα” θα έπρεπε να ερευνήσει τους λόγους που το δ.ν.τ. θα ήθελε να μείνει, να φύγει, ή να διαπραγματευτεί την στάση του (όχι με την Αθήνα αλλά) με τα αφεντικά του ευρωπαϊκού σκέλους των προγραμμάτων “διάσωσης”.

Παραδειγματική ερώτηση: Σαν μηχανισμός παγκόσμιας εμβέλειας (και στη λέξη “μηχανισμός” βάζουμε ακόμα και τα ταπεινά συμφέροντα των καλοπληρωμένων στελεχών του) το δ.ν.τ. θα ήθελε ή όχι να υπάρξει ένα ευρωπαϊκό / ευρωζωνικό “αντίγραφό” του, με αντίστοιχο know how και, κατ’ αρχήν, πιο περιορισμένη ακτίνα δράσης αλλά, μελλοντικά, ποιος ξέρει τι; Η πιο εύλογη απάντηση είναι όχι. Το όχι γίνεται εντονότερο αν συνυπολογίσει κανείς δύο σύγχρονα δεδομένα. Πρώτον ότι στο δ.ν.τ. (προϊόν των συμφωνιών του Bretton Woods, δηλαδή μιας άλλης εποχής) συμμετέχουν καθοριστικά οι ηπα· ενώ σε οποιοδήποτε ευρωπαϊκό αντίγραφό του όχι. Δεύτερον, ότι στη φάση της όξυνσης του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού που λέγεται “πολυπολικός κόσμος”, διάφοροι global θεσμοί (και ανάμεσά τους το δ.ν.τ.) αμφισβητούνται. Και υπάρχουν ήδη οι φιλόδοξοι που θα ήθελαν να δημιουργήσουν εναλλακτικά αντίγραφά του, υπό τον δικό τους έλεγχο. Τα εναλλακτικά αντίγραφα, για παράδειγμα, της “παγκόσμιας τράπεζας” (του άλλου, δίδυμου σε σχέση με το δ.ν.τ., θεσμού των συμφωνιών του Bretton Woods) μπορεί να έχουν την μορφή της τράπεζας των brics ή της “ασιατικής αναπτυξιακής τράπεζας”· κάποιο μπορεί να πετύχει, ένα άλλο να αποτύχει· όμως είναι στην ημερήσια διάταξη.

Μ’ αυτά τα δεδομένα το δ.ν.τ., αφού μπήκε (για τους λόγους που είπαμε) στην ευρωπαϊκή κουζίνα φαίνεται οτι θα είχε πολλούς λόγους να παραμείνει. Αν όχι για κάτι άλλο, σίγουρα για να καθυστερήσει (ή να εμποδίσει) την δημιουργία ενός “δ.ν.τ. του ευρώ”. Ή όχι;
Στο δ.ν.τ. η Ουάσιγκτον έχει το 16.66% των ψήφων. Αν μιλάει κανείς για την “δύναμη” των μεμονωμένων κρατών, αυτή των ηπα είναι μακράν η μεγαλύτερη. Όμως το άθροισμα των ψήφων των κρατών μελών της ευρωζώνης είναι μεγαλύτερο. Η αυστρία έχει 0.82%. Το βέλγιο 1.31%. Η γαλλία 4.07%. Η γερμανία 5.37%. Η ελλάδα 0.52%. Η εσθονία 0.08% Η ισπανία 1.94%. Η ιταλία 3.05%. Η ιρλανδία 0.72%. Η κύπρος 0.09%. Η λετονία 0.1%. Το λουξεμβούργο 0.29%. Η μάλτα 0.06%. Η ολλανδία 1.78%. Η πορτογαλία 0.44%. Η σλοβακία 0.23%. Η σλοβενία 0.15%. Η λιθουανία 0.12%. Η φινλανδία 0.51%. Το σύνολο της ευρωζώνης έχει το 21.65%. (των ψήφων στις αποφάσεις του δ.ν.τ.)
Συμπεριφέρονται, όμως, τα κράτη / μέλη της ευρωζώνης σαν “μπλοκ” μέσα στα όργανα του δ.ν.τ.; Όχι. Θεωρητικά θα μπορούσαν. Αν το έκαναν θα ήταν ο μεγαλύτερος “σύμβουλος” στο δ.σ. του ταμείου· όμως άλλοι συνεταίροι (και όχι μόνο η Ουάσιγκτον) δεν θα χαίρονταν γι’ αυτό. Συνεπώς κάθε μέθοδος που θα διευκόλυνε και εντός δ.ν.τ. την “ρευστότητα” των κρατικών συμμαχιών θα ήταν επιθυμητή από διάφορες μεριές. Μια τακτική τέτοιου είδους; Οχυρωμένο στις τεχνογραφειοκρατικές του προδιαγραφές να απειλεί το δ.ν.τ. ότι θα φύγει απ’ το ελληνικό πρόγραμμα (το μόνο ζωντανό στην ευρωζώνη) ενώ είναι γνωστό ότι διάφορα ευρω-κράτη θα πριμούσαν να μείνει.
Παρότι προς τα έξω (στους άσχετους) το δ.ν.τ. εμφανίζεται σαν ένας συμπαγής οργανισμός κατά την ταπεινή μας άποψη θα ήταν λάθος να τον θεωρούμε τέτοιον. Στην πράξη, και σε σχέση με τα “ελληνικά προγράμματα” (αλλά όχι μόνον αυτά) σχεδόν πάντα υπάρχουν εσωτερικές διαφωνίες. Είτε γίνονται γνωστές είτε όχι. Δεν είναι το δ.ν.τ. σε διαφορετική ιστορική φάση απ’ ότι άλλοι θεσμοί / οργανισμοί παγκόσμιας εμβέλειας, που δημιουργήθηκαν όλοι στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, μετά τον β παγκόσμιο πόλεμο, με βάση τους τότε συσχετισμούς δύναμης· ανήκουν, δηλαδή, σε άλλη εποχή, που έχει περάσει χωρίς επιτροφή. Ο οηε· η (ξεχασμένη πια) gatt που την διαδέχθηκε ο μισοάχρηστος πλέον π.ο.ε.· ακόμα και το νατο κινούνται μέσα σε μια διπλή διαδικασία ρευστοποίησης / αμφισβητήσεων όχι μόνο απ’ έξω αλλά και από μέσα. [1]

Μέσα σ’ αυτό το ρευστό και δυναμικό περιβάλλον, τα ελληνικά αφεντικά (ή, έστω, οι πολιτικές τους βιτρίνες) κινούνται με χαμένη την μπάλα. Οι υπολογισμοί τους, στηριγμένοι στην υποτιθέμενη γεωπολιτική πολυτιμότητα του ελληνικού οικοπέδου, ήταν λάθος απ’ την αρχή· εκτός εάν η ξεκάθαρη απόφαση είναι να γίνει το ελλαδιστάν ένα ολοκληρωμένο μαφιόζικο κράτος, τμήμα της διεθνούς του οργανωμένου εγκλήματος (κατά την γνώμη μας πράγμα καθόλου απίθανο!). Η μεσομακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους είναι μια μόνο παράμετρος του μέλλοντος του ελλαδιστάν στον παγκόσμιο καταμερισμό συσσώρευσης και δύναμης, υπό ορισμένες προϋποθέσεις μάλιστα η λιγότερο σημαντική. Γίνεται “πρώτο” θέμα η μείωσή του (ή η επιμήκυνση των δόσεων) μόνο επειδή υπάρχει αδυναμία σοβαρού σχεδιασμού για το άλλο σκέλος του κλάσματος. Το α.ε.π. Πως, όμως, θα μπορούσε να υπάρχει στοιβαρός σχεδιασμός για την σταθερή αύξησή του (αυτό που λέγεται “ανάπτυξη”) όταν εδώ και 6 χρόνια εκείνο που συμβαίνει (και ευνοείται πάνω και κάτω απ’ το τραπέζι απ’ όλες τις πολιτικές βιτρίνες) είναι η σταθερή μετατροπή του “λευκού” α.ε.π. σε “μαύρο”; 

Κάτι τελευταίο. Ο (δεξιός) υπ.οικ της (νότιας) κύπρου Χάρης Γεωργιάδης, συνεντευξιαζόμενος στον καθεστωτικό ρ.σ. “real.fm” (στις 26/5) ρωτήθηκε πως τα κατάφερε η Λευκωσία να βγει απ’ το (αισθητά βαρύτερο σε κάποιες πλευρές του) μνημόνιο μέσα σε 2 χρόνια ενώ η Αθήνα έχει μείνει κολλημένη. Δεν ήθελε ο κύπριος αξιωματούχος να προσβάλει τους “αδελφούς έλληνες”, οπότε απάντησε λακωνικά. Θεωρήσαμε είπε ότι φτάσαμε σ’ αυτήν την κατάσταση (του πολιτικού δανεισμού / μνημονίου) από δικά μας λάθη και παραλείψεις, και ασχοληθήκαμε να τα διορθώσουμε. 
Άκου κάτι πράγματα!!! Άκου προδοσία!!! “Δικά μας λάθη και παραλείψεις... που έπρεπε να τα διορθώσουμε...”! Έξι ολόκληρα χρόνια η μεγάλη πλειοψηφία των ελλήνων (και οι πολιτικές τους βιτρίνες σ’ όλο το φάσμα) είναι κατά βάθος πεπεισμένοι ότι υπάρχει μια διεθνής συνωμοσία σε βάρος τους, ότι “φταίνε οι άλλοι”, και ότι το καλύτερο που θα είχαν να κάνουν θα ήταν να φύγουν απ’ αυτήν την κωλοπαρέα της ευρωζώνης. 
Το ότι (ακόμα και με την πιο στενή έννοια των λέξεων) τα προβλήματα βρίσκονται στον δικό τους καπιταλισμό και στο δικό τους κράτος αυτό είτε είναι αδιανόητο είτε είναι απλά διακοσμητικό του φταιξίματος των “άλλων”.
Φτάνουν, έτσι, να “συμπαθούν” το δ.ν.τ. (ποιο; το δ.ν.τ.!!!) αν σεγοντάρει την μείωση των δόσεων...

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

1 - Αυτή η αναφορά είχε γραφτεί όταν (28/5) το καθεστωτικό reuters έκανε ρεπορτάζ για διαφωνίες στο εσωτερικό του δ.ν.τ. σχετικά με την συνέχιση της συμμετοχής του ή όχι στην ελληνική διάσωση. Το ρεπορτάζ δεν μιλάει για διαφωνίες - μεταξύ - κρατών / μελών (του δ.ν.τ.) αλλά για διαφωνίες - μεταξύ - στελεχών· πράγμα που μας φαίνεται λειψό έως και παραπλανητικό.
Σε κάθε περίπτωση, και επειδή το σχετικό ρεπορτάζ δείχνει να επιβεβαιώνει (επιφανειακά, έστω) την άποψή μας, δεν θεωρούμε ότι το “ελληνικό πρόβλημα” είναι, σαν τέτοιο, υπαρξιακής σημασίας για το δ.ν.τ. Εκείνο που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι το αν θα αφήσει περιθώριο (ή αν θα αναγκαστεί να το κάνει) για την πολιτική και τεχνογραφειορκατική “χειραφέτηση” του ευρωπαϊκού αντιγράφου του. Τα χρονικά περιθώρια του να είναι το δ.ν.τ. απόλυτα απαραίτητο, σε διάφορα ευρωπαϊκά κοινοβούλια, στο ελληνικό πρόγραμμα, δεν είναι απεριόριστα. Μεσοπρόθεσμα δεν θα είναι καν το “ελληνικό πρόβλημα” σοβαρό ζήτημα για την ευρωζώνη· έχει ήδη χάσει πολύ μεγάλο μέρος απ’ την επικινδυνότητα που είχε το 2009, το 2010, ή, ακόμα, το 2012 και το 2013.
Από μια διαφορετική πλευρά, ένα άρθρο τριών οικονομολόγων του ερευνητικού τμήματος του δ.ν.τ., με τίτλο neoliberalism: οversold? προκάλεσε (και σε ελληνικά μήντια) μια ορισμένη αναμπουμπούλα. Για (υποτίθεται) εκ των έσω βολές στη νεοφιλελεύθερη γραμμή που ακολουθεί το δ.ν.τ. σαν ύστατος δανειστής των κρατών.
Αυτό που έκαναν οι Jonathan D. Ostry, Prakash Loungani και Davide Furceri, ήταν να μαζέψουν τα στοιχεία από διάφορους πελάτες του δ.ν.τ. απ’ την δεκατία του ‘80 και μετά, και να εκτιμήσουν τα αποτελέσματα των νεοφιλελεύθερων προγραμμάτων “δομικής προσαρμογής”σε σχέση με τις επίσημες στοχεύσεις τους. Βρήκαν “επιτυχίες”, βρήκαν και “αποτυχίες”. Αυτές τις τελευταίες τις ομαδοποίησαν σε τρία βασικά ζητήματα: τις “ελεύθερες” ροές χρήματος, το ζήτημα των κρατικών ελλειμάτων και τις αυξανόμενες (κοινωνικές) ανισότητες.
Μιας και εδώ δεν έχουμε τον απαραίτητο χώρο, συνοπτικά: η επισήμανση και ο σχολιασμός των αποτυχιών (των προγραμμάτων του δ.ν.τ.) στο συγκεκριμένο άρθρο, που είναι “αποτυχίες” του νεοφιλελευθερισμού, είναι διεθνής κοινοτοπία όχι μόνο μεταξύ πανεπιστημιακών ή/και δημοσιογράφων / δημαγωγών, αλλά και μεταξύ πολλών αφεντικών υψηλού επιπέδου και κύρους. Όμως όλες αυτές οι αναγνωριζόμενες “αποτυχίες” σχετίζονται άμεσα με την αυξημένη κεντρικότητα που πήρε στο σύνολο των καπιταλιστικών διαδικασιών ο χρηματοπιστωτισμός, και η λογιστική / ρεντιέρικη απογείωσή του. Και οι αντίστοιχες κριτικές προέρχονται, κυρίως, από “εκφραστές” του βιομηχανισμού, παρότι δεν φτάνουν στο σημείο να προτείνουν ουσιαστικά διαφορετικές λύσεις.
Προφανώς δεν είναι ζητήματα που θα τα λύσει το δ.ν.τ...
[ επιστροφή ]

κορυφή