...Εφαρμόζουμε μέτρα και πολιτικές που έρχονται σε αντίθεση με τον πυρήνα των αξιών και της πολιτικής μας· ταυτόχρονα, όμως, αδυνατώ να σκεφτώ οποιαδήποτε αξιόπιστη εναλλακτική...
Β. Κατριβάνου, (πρώην) βουλευτής συ.ριζ.α., στην ανάρτηση της παραίτησής της, 23 Μάη
Η φράση “there is no alternative” (συντομευμένη σε TINA...) είναι ένα απ’ τα αγαπημένα σλόγκαν της τότε αγγλίδας πρωθυπουργού, νεοφιλελεύθερης Μάργκαρετ Θάτσερ. Στα ‘80s. Και η ανυπαρξία “εναλλακτικής” αφορούσε την νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία που ήρθε, μ’ ένα πολύ εκτεταμένο ρεπερτόριο, να “βάλει στη θέση τους τα πράγματα” που είχαν διαταραχθεί σοβαρά (σε βάρος των αφεντικών) απ’ τις εργατικές (και όχι μόνο) ανταρσίες των ‘60s και ‘70s. Θεωρητικά η alternative θα έπρεπε να είναι η σοσιαλδημοκρατία. Όμως, πράγματι, τα σοσιαλδημοκρατικά γιατρικά για την εξασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης (και την σταθεροποίηση της καπιταλιστικής κερδοφορίας), είχαν αποτύχει διεθνώς, στα ‘70s. Παρότι η βεβαιότητα / σημαία “there is no alternative” κατηγορήθηκε από πολλούς (και, υποτίθεται, “μετριάστηκε” απ’ τον περιβόητο “τρίτο δρόμο” των Μπλερ - Σρέντερ, το 1999), στη δεδομένη ιστορική στιγμή η Θάτσερ (και οι οπαδοί της) ήταν σχεδόν ειλικρινής. Σχεδόν. Θα ήταν απόλυτα τέτοιοι αν έλεγαν we want no alternative.
Ωστόσο η μεγαλύτερη επιτυχία του συνθήματος ήταν η “παράξενη” επικαιρότητά του στο να παραλείψει μια λέξη. Μια μονάχα, αλλά κρίσιμη λέξη. Γιατί πέρα απ’ το αν υπήρχε ή δεν υπήρχε (στα ‘80s) “εναλλακτική” απέναντι στο νεοφιλελευθερισμό· πέρα απ’ το αν δημιουργήθηκε ή δεν δημιουργήθηκε αργότερα κάποια τέτοια “εναλλακτική”, το κρίσιμο ήταν (και παραμένει) ότι απ’ την Θάτσερ ως την κυρία Κατριβάνου (η αναφορά στο όνομά της είναι ενδεικτική), το ερώτημα (και οι απαντήσεις) αφορούσαν και αφορούν την εναλλακτική εξουσίας. Καπιταλιστικής, κρατικής. Το ερώτημα, λοιπόν, περί “εναλλακτικών” δεν αφορούσε (και δεν αφορά) όλο το πεδίο που θα μπορούσε (ήδη απ’ τα ‘70s) να ονομαστεί πολιτικό (με την συμπερίληψη όλων των μορφών και των ενδεχόμενων ταξικού ανταγωνισμού) αλλά μόνο εκείνο το (κρίσιμο) υποσύνολό του που λέγεται η πολιτική σαν τεχνική της εξουσίας. Αυτό ήταν που διακήρυσε η Θάτσερ στα ‘80s. Αυτό είναι που “ανακάλυψε”, με συντριβή, εν έτει 2016, μια βουλευτής του συ.ριζ.α. στην Αθήνα... Με καθυστέρηση 35 χρόνων. Έτσι είναι ο ελληνικός επαρχιωτισμός...
Μία απ’ τις μεγαλύτερες επιτυχίες, λοιπόν, του νεοφιλελευθερισμού, όχι απλά σαν προγράμματος εξουσίας / διακυβέρνησης των καπιταλιστικών κοινωνιών αλλά, κυρίως, σαν ιδεολογίας για μαζική χρήση (ακόμα και εκ μέρους εκείνων που δηλώνουν, στα λόγια, σκληροί εχθροί της νεοφιλελεύθερης εξουσίας) είναι ότι αποικιοποίησε το εξαιρετικά διευρυμένο απ’ τον κοινωνικό και ταξικό ανταγωνισμό των ‘60s και ‘70s πεδίο του πολιτικού, και το συρρίκνωσε ξανά στο μέγεθος των τεχνικών της εξουσίας, των κυβερνητικών προγραμμάτων, κλπ. Η αναζήτηση σ’ αυτό το “μικρό γήπεδο” εναλλακτικών δεν θα μπορούσε, πια, να γίνει παρά μόνο σύμφωνα με τα συμφέροντα των αφεντικών. Αν όχι πάντα στο 100% (άλλωστε δεν έχουν όλα τα αφεντικά τα ίδια ακριβώς επιμέρους συμφέροντα) σίγουρα με την επιτήρηση και τον έλεγχό τους.
Αυτή η επιτήδεια συρρίκνωση του πολιτικού στα όρια της εξουσίας (πιο σωστά: των εξουσιών) είχε διάφορες συνέπειες. Ας πούμε: την άνθηση και την γενίκευση του λομπισμού. Είχε, σε κάθε περίπτωση, και μια στρατηγικής σημασίας στόχευση σε ότι αφορούσε την συρρίκνωση του τι είναι (τι θεωρείται) ανταγωνισμός: ο “διάλογος με την εξουσία” και μόνο! Κι ακόμα πιο καθαρά: ο “διάλογος” εκεί και όσο επιτρέπει η εξουσία. Η εξουσία στη δουλειά. Η εξουσία στο δρόμο, “λευκή” ή “μαύρη”. Η εξουσία στους θεσμούς και μέσα απ’ αυτούς, “αντιπροσωπευτική” ή “τεχνογραφειοκρατική”.
Πολύ περισσότερο απ’ το να προσφέρει, ο νεοφιλελευθερισμός, μια πετυχημένη συνταγή λειτουργίας της καπιταλιστικής συσσώρευσης (στην πραγματικότητα δεν έλυσε τίποτα εκτός απ’ την σχεδιασμένη και συστηματική υποτίμηση της εργασίας), πήρε μερικές προδιαγραφές του κεϋνσιανισμού σε ότι αφορούσε την “πολιτική” και την “εξουσία”, και τις ξανασυσκεύασε σε πιο “μονοπωλιακές” ή “ολιγοπωλιακές” μορφές.
Έτσι οι οπαδοί του νεοφιλελευθερισμού πέτυχαν, απ’ τα ‘80s (και κυρίως απ’ τα ‘90s και μετά), κάτι παρόμοιο μ’ αυτό που είχε εντοπίσει ο W. Benjamin για την δεκαετία του ‘30. Τότε, αυτό το σπουδαίο και αιρετικό μυαλό είχε σημειώσει (ο τονισμός δικός μας) [1Θέση 12, απ’ το Πάνω στην έννοια της ιστορίας - Θέσεις για τη φιλοσοφία της ιστορίας.]:
Υποκείμενο της ιστορικής γνώσης είναι η ίδια η μαχόμενη, καταπιεσμένη τάξη. Στον Marx εμφανίζεται σαν η τελευταία υποδουλωμένη, σαν η εκδικήτρια τάξη, που ολοκληρώνει το έργο της απελευθέρωσης στο όνομα γενεών ηττημένων. Αυτή η συνείδηση, που είχε μια σύντομη αναβίωση στον "Σπάρτακο", ήταν ανέκαθεν απορριπτέα από τους σοσιαλδημοκράτες. Κατόρθωσαν αυτοί μέσα σε τρεις δεκαετίες να εξαλείψουν σχεδόν το όνομα ενός Blanqui, που είχε συγκλονίσει με το μεταλλικό ήχο του τον περασμένο αιώνα. Κολάκευαν τον εαυτό τους αποδίδοντας στην εργατική τάξη τον ρόλο ενός λυτρωτή των μελλουσών γενεών, ακρωτηριάζοντας έτσι τα νεύρα της πιο πολύτιμης δύναμής της. Με μια τέτοια διδασκαλία η τάξη ξέχασε τόσο το μίσος όσο και το πνεύμα θυσίας. Γιατί τρέφονται και τα δύο από την εικόνα των υποδουλωμένων προγόνων και όχι από το ιδανικό των απελευθερωμένων εγγονών.
Τηρουμένων των αναλογιών, ο νεοφιλελευθερισμός πέτυχε να ξεχάσει η εργατική τάξη σ’ όλο τον αναπτυγμένο καπιταλιστικά κόσμο εκείνο που μόλις είχε πετύχει με τις ανταρσίες της, εκείνο που την ξαναέκανε επικίνδυνη και απειλητική στα ‘60s - ‘70s. Την δυνατότητά της δηλαδή να “διακόπτει οποιονδήποτε ‘διάλογο’ με τις εξουσίες”, ακόμα κι εκείνες που ιστορικά δημιουργήθηκαν απ’ τα σπλάχνα της (εργατικά κόμματα / συνδικάτα). Την δυνατότητά της να γίνεται (κυριολεκτικά και πρακτικά) α-διάλλακτη. Την δυναμη της αρνησικυρίας της. Την δυνατότητα, με άλλα λόγια, της αυτονομίας της,τόσο στις αρνητικές όσο και στις θετικές πλευρές της. Την δυνατότητα της αυτόνομης και (πρακτικά) αντι-εξουσιαστικής πολιτικής της.
Είναι πολύ δυσάρεστο έως καταστροφικό, έχει όμως μια ορισμένη γενεαλογία: τα 6, 7, 8 τελευταία χρόνια, όταν αυτό που λέγεται “κρίση” (κι εμείς ονομάζουμε κρίση / αναδιάρθρωση) και η διαχείρισή της (κι όχι μόνο στην ελλάδα) έκανε την ζωή μεγάλου μέρους της σύγχρονης εργατικής τάξης ακόμα πιο δύσκολη, ακόμα πιο μίζερη, η τάξη μας έμεινε πειθαρχημένη σ’ αυτό που είχε “ξεμάθει”. Έμεινε “δεμένη” στον διάλογο με τις (καπιταλιστικές / κρατικές / παρακρατικές) εξουσίες, όσο και όπως αυτές θα ήταν διατεθειμένες να τον κάνουν (ή να παραστήσουν ότι τον κάνουν). Ή, αν ένοιωθε αδύναμη ακόμα και γι’ αυτό, έμεινε δεμένη στη σιωπή και στη μοιρολατρεία. Μόλις τώρα (τα τελευταία 3 χρόνια δηλαδή) βλέπουμε στην μακρινή αμερική τα βασικά στοιχεία μιας εργατικής “επαναφοράς”. Στο κίνημα fight for 15. Ποιά είναι αυτή η εργατική “επαναφορά”; Τώρα δεν κάνουμε “διάλογο” μαζί σας (αφεντικά)· τώρα δεν μιλάμε μέσα απ’ τα δικά σας “περιθώρια”· τώρα μιλάμε (και πολεμάμε) για εμάς, για τις δικές μας ανάγκες, για τις δικές μας απαιτήσεις. [2Αυτό δεν σημαίνει πως συμφωνούμε με ότι κάνει το εργατικό κίνημα fight for 15. Όμως θα ήταν εξαιρετική δειλία εκ μέρους να περιμένουμε από άλλους, μακρινούς, να απαντήσουν σύμφωνα με τις απόψεις μας τα προβλήματα και τα ερωτήματα που δεν μπορούμε να απαντήσουμε εμείς, πρακτικά, εδώ.]
Φυσικά αυτό είναι “τρέλα”! Ακριβώς!!! Εφόσον η βιωμένη νόρμα είναι (με χαρά, αδιαφορία ή δυσθυμία δεν έχει σημασία) το “ό,τι πει το αφεντικό” (όχι μόνο σαν διαταγή αλλά, κυρίως, σαν όριο εννόησης του κόσμου και του εργατικού εαυτού), το τώρα δεν μιλάμε μέσα απ’ τα δικά σας “περιθώρια”, σε τελευταία ανάλυση αδιαφορούμε γι αυτά, τώρα μιλάμε (και πολεμάμε) για εμάς, είναι “τρελό”! Είναι “παθολογικό”!!
Ακριβώς όπως (τηρουμένων πολλών αναλογιών) το εντόπιζε ένας κάποιος Gustave Le Bon, που ανέθεσε στον εαυτό του να αναλύσει τον “παθολογικό ψυχισμό” των (εργατικών) “μαζών” του καιρού του (τέλη 19ου αιώνα: η ψυχολογία των μαζών, 1895) που έκαναν πράγματα εντελώς “τρελά”, εντελώς “παθολογικά” για τις τότε αστικές / καθεστωτικές νόρμες, τον τότε ατομισμό, τον τότε φιλελευθερισμό, κλπ: [3Απ’ την εισήγηση ζωή υπό πίεση: “ψυχολογικά προβλήματα” και η βιομηχανία του άγχους, ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ 3 Χ 3, 9 - 11 Δεκέμβρη 2015.]
Ιδρύουν συνδικάτα μπρος στα οποία όλες οι εξουσίες συνθηκολογούν, δίκτυα εργασίας τα οποία παρά τους οικονομικούς νόμους προσπαθούν να διευθύνουν τις συνθήκες της εργασίας και της αμοιβής. Στέλνουν στις κυβερνητικές συνελεύσεις αντιπροσώπους απογυμνωμένους από κάθε πρωτοβουλία και περιορισμένους πολύ συχνά στο να μην είναι παρά οι πληρεξούσιοι των συμβουλίων που τους διάλεξαν.
...
Η συνειδητή προσωπικότητα εξαφανίζεται, τα αισθήματα και οι ιδέες όλων των μονάδων είναι προσανατολισμένα στην ίδια κατεύθυνση. Διαμορφώνεται μια συλλογική ψυχή, προσωρινή αναμφίβολα, αλλά που εμφανίζει χαρακτήρες πολύ σαφείς. Η συλλογικότητα γίνεται επομένως αυτό που, ελλείψει μιας καλύτερης έκφρασης, θα ονομάσω μια οργανωμένη μάζα ή, αν προτιμάτε, μια μάζα ψυχολογική.
...
Είναι “τρέλα” (ξανά) να μιλάμε, να οργανωνόμαστε, να δρούμε, σαν τάξη, για εμάς· και μόνον. Είναι “τρέλα” να αντιμετωπίζουμε τις εξουσίες σαν αντίπαλους και καθόλου σαν ένα λάφυρο που μπορούμε να “κατακτήσουμε”, με τις εκλογές (υποτίθεται...) πιο εύκολα· “με τα όπλα” πιο δύσκολα...Ή σαν υποδοχέα των αιτημάτων μας...
Όμως στο άλλο, στο “λογικό”, στην ελληνική εκδοχή του, που μέσα στην κρίση είχε τον (μανιοκαταθλιπτικό) μονόδρομό του, δηλαδή την ταλάντωση ανάμεσα στις μούτζες - στο - κοινοβούλιο (“αγανακτισμένοι”...) και την “ανατροπή” (ή την επερχόμενη ελπίδα...) με κοινοβουλευτική εξουσιοδότηση, σ’ αυτό λοιπόν το “λογικό” των θεσμών (τόσο γενικά όσο και ειδικά στην ελλάδα: προσοδισμός, κρατικοποίηση του εγκλήματος, κλπ κλπ) there is no alternative! Υπάρχουν καλοί μισθοί. Υπάρχει μιζέρια... Alternative, όμως, όχι!
Και επειδή στο “κέντρο της πολιτικής εξουσίας” (ή στην προοπτική του) δεν υπάρχει alternative, αυτή εμφανίζεται με τον μοναδικό τρόπο που θα ήταν δυνατόν: σαν (πολιτικό) παραλήρημα, στην αναζήτηση λίγων κουκιών. (Τα bold στο πρωτότυπο. Αυτός που έκανε την διαμόρφωση του κειμένου ή βαριόταν θανάσιμα ή κάτι είχε πάθει):
Ο μόνος τρόπος για να μπορέσει η χώρα να αντιμετωπίσει το δίδυμο άχθος του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους είναι να αποφασίσει θετικά και συντεταγμένα, στη βάση ενός ριζοσπαστικού προγράμματος ανασυγκρότησης, την έξοδο από την ευρωζώνη και τη διαμόρφωση εθνικού νομίσματος για τη χάραξη, από μια εθνικού χαρακτήρα και υπό κυβερνητικό πολιτικό έλεγχο Κεντρική Τράπεζα, εθνικής νομισματικής πολιτικής.
Και η χώρα πρέπει να επιλέξει έγκαιρα και σχεδιασμένα την έξοδο από την ευρωζώνη, πριν πειθαναγκασθεί να το πράξει υπό ξένη κηδεμονία και από άγριες νεοφιλελεύθερες δυνάμεις, απροετοίμαστα, βίαια και με οδυνηρότατες επιπτώσεις, αφού πρώτα με τα μνημόνια έχει ξεπουληθεί απολύτως ο δημόσιος πλούτος και ο λαός εξαθλιωθεί!
Η συντεταγμένη, με προοδευτικές πολιτικές, συγκρότηση εθνικού νομίσματος, θα δώσει, πέρα των πολλών άλλων θετικών, την ευχέρεια στη χώρα να διεκδικήσει τη διαγραφή του χρέους με όχημα τη στάση πληρωμών προς τους πιστωτές, χωρίς να μπορεί να υποστεί τον εκβιασμό των ''θεσμών'' και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για διακοπή της ρευστότητας και για κλείσιμο των τραπεζών.
Αντίθετα, με την σχεδιασμένη, στη βάση προγράμματος, έξοδο από την ευρωζώνη και συγκρότηση εθνικού νομίσματος, οι εθνικοποιημένες τράπεζες θα μπορέσουν, μέσω της Εθνικής Κεντρικής Τράπεζας, να αποκτήσουν άφθονη και με ευνοϊκότατους όρους κεφαλαιακή στήριξη και θα μπορέσουν, με αυτήν την κεφαλαιακή στήριξη, να προβούν, ταυτόχρονα, σε ευρεία ''σεισάχθεια'' (διαγραφή) των ιδιωτικών χρεών για τους πλέον αδύνατους οικονομικά και κοινωνικά και σε πολύ γενναία ρύθμιση των δανείων των υπολοίπων.
Η σχεδιασμένη εισαγωγή εθνικού νομίσματος, η συγκρότηση υπό κυβερνητικό έλεγχο Εθνικής Κεντρικής Τράπεζας, η χάραξη εθνικής νομισματικής πολιτικής, η εθνικοποίηση των τραπεζών, η στάση πληρωμών επί του χρέους και η διεκδίκηση της διαγραφής του, η γενναία ''σεισάχθεια'' και βαθιά ρύθμιση των ιδιωτικών χρεών, η χορήγηση ισχυρής ρευστότητας με πολύ χαμηλά επιτόκια στο δημόσιο και τον μικρομεσαίο χώρο για επενδύσεις, η ανακοπή των ιδιωτικοποιήσεων και η εθνικοποίηση - κοινωνικοποίηση των στρατηγικών επιχειρήσεων, η στήριξη και ενίσχυση μισθών, συντάξεων και λαϊκών εισοδημάτων, συναποτελούν μια ενιαία οργανική αλυσίδα μέτρων ενός πρωτότυπου, βαθιά ριζοσπαστικού και τολμηρού αλλά απολύτως αναγκαίου και ρεαλιστικού δρόμου διεξόδου της χώρας από την κρίση και παραγωγικού και κοινωνικού μετασχηματισμού της.
Έχουμε μπροστά στη χώρα την πρόκληση ενός γόρδιου δεσμού, ο οποίος κόβεται μόνο τολμηρά και με το σπαθί και δεν λύνεται με μνημονιακές εξισώσεις. [4Παναγιώτης Λαφαζάνης, ρεπορτάζ για ομιλία του σε “σύσκεψη μελών και στελεχών της λ.α.ε. Αθήνας”, απ’ το iskra.gr, 16/5/2016. Ο πρώην υπουργός, που πρόλαβε να αφήσει σπουδαίο έργο για την “παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας”, που έγινε ο Άρχων του (ρωσικού) γκαζιού και ο Βασιλιάς των BRICS, που παραλίγο να μπει πάνω σε άσπρο άλογο στο νομισματοκοπείο (για να το λευτερώσει...) και παραλίγο να τρακάρει σε διασταύρωση με την yamaha του κυρ Γιάνη, αυτός λοιπόν και το ασκέρι του (με κάτι επιπλέον μεταγραφές υποψιαζόμαστε) αντεπιτίθεται. Τώρα φοράει περικεφαλαία (;) και είναι ο μεγΑλέκος.]
Οπωσδήποτε υπάρχει μπλόφα εδώ. Ενώ παρουσιάζεται κάτι που παριστάνει “το πρόγραμμα εξουσίας” του ενός ή του άλλου κόμματος, το ζητούμενο είναι (συνήθως) απλά η είσοδος στη βουλή και η εξασφάλιση των σχετικών μισθών και των λοιπών προσόδων απ’ τον κοινοβουλευτισμό.
Ωστόσο, δεν πρόκειται για “ανώδυνα ψέμματα”. Στο πιο πάνω απόσπασμα (και σε πολλά άλλα παρόμοια, του ίδιου μεγέθους ή λίγο περισσότερο εκτεταμένα) υπάρχει μια διπλή λαθροχειρία. Αφενός το κράτος (σαν καπιταλιστικό κράτος) ξεπέφτει στις κυβερνήσεις του· έτσι ώστε να αρκεί μια “κυβέρνηση α λα μεγΑλέκος” για να λύσει όχι έναν αλλά όλους τους “γόρδιους δεσμούς”. Αφετέρου, αυτή η λαϊκίστικη προσομοίωση του τι μπορεί να είναι το “σπαθί” μιας τέτοιας κυβέρνησης, κάνει την (καπιταλιστική) εξουσία να φαίνεται σαν κάτι πολύ οικείο για τους πληβείους. Κάτι το οποίο μπορούν σχεδόν να “ακουμπήσουν”. Και, με την “ψήφο” τους να το φέρουν στα μέτρα τους.
Συνεπώς, τέτοια παραληρήματα / βερμπαλισμοί, είναι ιδεολογικά εξαιρετικά επικίνδυνα. Είτε το επιδιώκουν είτε είναι πάρεργο (μάλλον το πρώτο παρά το δεύτερο), παρουσιάζοντας ένα είδωλο της “πολιτικής εξουσίας” κομμένο και ραμένο στις περιορισμένα αντιληπτικές (και αδηφάγα συμφεροντολογικές) δυνατότητες του μικροαστισμού, σκοπεύουν να κρατούν δεμένη την σύγχρονη εργατική τάξη στην προσμονή ενός “καλού” κράτους (δηλαδή των “καλών” αφεντικών) μέσω της “οικειότητας” προς την τελευταία ιστορικά εκδοχή της μορφής / κράτος. Εδώ τόχουμε - λέει το παραλήρημα. Μερικά εκατομμύρια ψήφοι, και θα τους χορέψουμε στο ταψί.
Συ.ριζ.α. 2012, 2013, 2014 δηλαδή.
Road to nowhere... Μνημείο, Karsyaka, Ismir
είναι οτιδήποτε δυνατό εκτός εξουσίας;
Αυτό που μας κληροδότησε το τελευταίο μεγάλο κύμα αρνήσεων μέσα στον καπιταλιστικό κόσμο, αυτό το κύμα απ’ το οποίο καταγόμαστε (όχι μόνο εμείς που το ξέρουμε αλλά οι πάντες!) δεν ήταν η “προσβασιμότητα” στην εξουσία / στις εξουσίες. Ήταν το αντίθετο. Το “διαζύγιο” μ’ αυτές (το διαζύγιο με τους θεσμούς δηλαδή), όσο σκανδαλώδες, “τρελό” ή “άρρωστο” κι αν έμοιαζε.
Σε δεύτερο χρόνο, ναι, είναι αλήθεια: η διαλεκτική της εξουσίας κέρδισε, αφομοιώνοντας ότι μπορούσε (και μετασχηματίζοντας με διάφορους τρόπους τις νόρμες της). Αλλά αυτή η διαλεκτική ξεδιπλώθηκε σε δεύτερο χρόνο. Σε πρώτο χρόνο ήταν η κοινωνική, ριζοσπαστική αδιαλλαξία που έβαλε ξανά σε κίνηση την ιστορία.
Δεν θα χρησιμοποιήσουμε τα ένδοξα παραδείγματα της εργατικής αδιαλλαξίας, των προλεταριακών αρνήσεων στην εργασία, και στο πως, τελικά, η διαλεκτική της καπιταλιστικής εξουσίας “έμαθε” απ’ αυτές τις αρνήσεις και εξελίχθηκε. Τα έχουμε παρουσιάσει αναλυτικά στις κόκκινες σελίδες. Θα αναφέρουμε ένα πιο light (;) παράδειγμα: το αντιπυρηνικό κίνημα στην κεντρική και βόρεια ευρώπη (και, ως ένα βαθμό, στις ηπα). Το κίνημα ενάντια στα πυρηνικά, που ήταν κίνημα ενάντια στην τεχνολογία αιχμής του γ παγκόσμιου πολέμου αλλά και στην “ειρηνική” χρήση της πυρηνικής ενέργειας, δεν ήταν ένα κίνημα που “αντιπροσωπευόταν”, “μεσολαβούνταν” στην κεντρική πολιτική σκηνή των αντίστοιχων κρατών. Το αντίθετο. Ήταν κίνημα ρηξικέλευτο, κίνημα “διαζυγίου” με τις (τότε) καπιταλιστικές νόρμες, είτε ήταν “πολιτικές” είτε “ιδεολογικές”. Κι εκεί ακριβώς βρισκόταν η δυναμική του.
Το ότι αυτή η δυναμική μετά από χρόνια αφομοιώθηκε στην mainstream πολιτική είναι σωστό. Είναι, επίσης, διδακτικό. Αλλά δεν θα έπρεπε να ακυρώσει στην αντίληψή μας αυτά που έγιναν πριν την αφομοίωση, όπως επίσης και στη διάρκειά της: πολύ καταστολή, πολύ προσπάθεια δυσφήμισης και αποπροσανατολισμού, πολύ απ’ όλες τις τότε διαθέσιμες δυνατότητες του κράτους / της εξουσίας. Εν τέλει, αν το αντιπυρηνικό κίνημα μετασχημάτισε την κρατική, καπιταλιστική δράση (π.χ. στη γερμανία) σε σχέση με τα πυρηνικά εργοστάσια και όχι μόνο, έστω για λίγες δεκαετίες (δεν ξέρουμε τι θα συμβεί μελλοντικά), αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι για μια κρίσιμη περίοδο χρόνων (και όχι ημερών ή μηνών) ήταν αδιάλλακτο. Και μέσα στην αδιαλλαξία του εφηύρε ή ανακάλυψε τις κατάλληλες οργανωτικές μορφές, καινούργιες μορφές δράσης, κλπ.
Το ίδιο έγινε με το φεμινιστικό κίνημα, όπως κι αν αυτό ορίστηκε σαν τέτοιο. Νομίζει κανείς ότι οι μαχητικές φεμινίστριες των ‘60s και των early ‘70s είχαν “εκπροσώπους” στα κοινοβούλια; Πιστεύει κανείς ότι ήταν οπαδοί κάποιου βερμπαλιστικού κομματικού παραληρήματος για την “γυναικεία απελευθέρωση”; Όχι - όχι σε ότι αφορά την δυναμική του κινήματος. Αν κατάφερε εκείνο το κίνημα να μετασχηματίσει όχι μόνο τους νόμους των κρατών αλλά και τα κοινωνικά ήθη (τα αρσενικά ήθη) αυτό οφειλόταν στην αδιαλλαξία του. Όταν την έχασε, έχασε και την δυναμική του μετασχηματισμού (των κοινωνικών σχέσεων). Έγινε “υπουργεία ισότητας” και ακαδημαϊκές σπουδές. Πριν όμως είχε καταφέρει να επιβεβαιώσει την σημασία της αδιαλλαξίας των κοινωνικών αιτημάτων / προσανατολισμών.
Αυτές οι παρακαταθήκες έχουν σκόπιμα σβήσει. Αν δεν “συνδυαλέγεται” το όποιο κοινωνικό αίτημα με την όποια εξουσία (το κοινοβούλιο, τον εργοδότη, τον συνδικαλιστή, τον δήμαρχο, τον παπά, τον μαφιόζο), και μάλιστα εξ αρχής, είναι καταδικασμένο: αυτό είναι η “σοφία” του νεοφιλελευθερισμού, την οποία μπορεί κανείς να ακούσει ακόμα και απ’ τον πιο τελειωμένο postmodern αριστεριστή. Αν δεν ψηφίσεις (εκπροσώπους σε κάποιο κύκλωμα εξουσίας) δεν κάνουμε τίποτα. Αν δεν “συντονιστείς” με την προοπτική της εξουσίας (στο σωματείο, στο δήμο, στην κυβέρνηση) δεν κάνουμε τίποτα. Αν δεν παραιτηθείς απ’ την αυτονομία του κοινωνικού (και ακόμα περισσότερο: του εργατικού) συμφέροντος, δεν κάνουμε τίποτα.
Όλες αυτές οι δοξασίες είναι μεν πειστικές (για διάφορους ελεεινούς λόγους), είναι όμως έωλες και αυθαίρετες. Το αντίθετο αποδεικνύεται απ’ την ιστορία. Απ’ την εποχή της Α διεθνούς κιόλας, ως τις πιο σημαντικές ανταγωνιστικές περιόδους του 20ου αιώνα, οτιδήποτε είχε αξία ήταν σε πλήρες διαζύγιο με τις όποιες (τότε) εξουσίες. Και, αντίστροφα, όποτε έγινε “γάμος”, γεννήθηκαν τέρατα. Παράδειγμα ενδεικτικό η γερμανική σοσιαλδημοκρατία πριν, κατά την διάρκεια και μετά τον Α παγκόσμιο πόλεμο.
Το there is no alternative στους στάβλους των πολιτικών βιτρινών, από τότε που εκφωνήθηκε σαν “αλήθεια” ως τώρα, δεν είναι, και δεν θα έπρεπε να είναι, δεσμευτικό για τον κοινωνικό / ταξικό ανταγωνισμό. Όμως για να μην είναι δεσμευτικές οι variantes της όποιας κυβερνητικής εξουσίας είναι απόλυτα απαραίτητη προϋπόθεση μια άλλη χειραφέτηση. Η χειραφέτηση απ’ τους θρόνους, τα παλάτια, τις αυλές (ή τα φαντάσματα) της όποιας εξουσίας. Εάν αυτό που θεωρεί ένα Χ κοινωνικό υποκείμενο σαν δικαίωμά του (εντός ή εκτός εισαγωγικών) το προσανατολίζει στην μεσολάβησή του από “αντιπροσώπους”, και στην με τέτοιο τρόπο ικανοποίησή του, τότε αυτό το κοινωνικό υποκείμενο δρα σαν λόμπι. Τέτοιο, ακριβώς, είναι το υπόδειγμα, η ατσάλινη συμβουλή του νεοφιλελευθερισμού: αν είναι να δράσετε, κάντε το σαν “ομάδα πίεσης” μέσα στους διαδρόμους του παλατιού... Και βλέπουμε.
Για να παραφράσουμε (όχι πολύ) την κουβέντα ενός ιταλού αυτόνομου, το κεφάλαιο δεν θέλει να εξαφανίσει την εργατική τάξη... θέλει να εξαφανίσει τον αδιάλλακτο ανταγωνισμό της. Οτιδήποτε βοηθάει σ’ αυτό “μεταγλωτίζοντας” (δηλαδή αλλοτριώνοντας) τα εργατικά συμφέροντα, είναι δεκτό. Όπως, για παράδειγμα, το θρυλικό “έξοδος απ’ την ε.ε.”. Ή το “έξω απ’ το ευρώ”. Καθαρόαιμα ζητήματα κεντρικής εξουσίας!
Αντίστροφα, η ρήξη τόσο με τους θεσμούς όσο, οπωσδήποτε, με τα πατερναλιστικά φαντάσματα και τις προσδοκίες μιας κάποιας κυβέρνησης που θα μπορούσε να είναι “φιλεργατική”, μέσα στην κρίση / αναδιάρθρωση, αυτή η ρήξε είναι αναγκαίος (αν και όχι ικανός από μόνος του) όρος για να επιβάλει η τάξη μας την θέλησή της. Σε ποιούς; Στα αφεντικά. Που όταν βλέπουν ότι χάνουν το βασικό τους όπλο (την μαζική πεποίθηση, δηλαδή, ότι “στις κυβερνησεις βρίσκονται οι λύσεις”) αναγκάζονται είτε να δράσουν βίαια “αυτοπροσώπως”, είτε να υποχωρήσουν. Συνήθως πρώτα το ένα και μετά το δεύτερο.
Ο εργατικός ανταγωνισμός, αδέσποτος, αποφασισμένος, υπομονετικός και αδιάλλακτος, δεν είναι η alternative που λείπει απ’ τις όποιες πολιτικές βιτρίνες· είναι πολύ συγκινητικό να νοσταλγούν αυτόν τον ανταγωνισμό τέτοιες βιτρίνες, όντας σίγουρες ότι δεν θα υπάρξει και, άρα, δεν θα ισοπεδωθούν απ’ αυτόν. Όχι. Ο εργατικός ανταγωνισμός, αυτόνομος, αποφασισμένος, στέρεα προσαναλισμένος και οργανωμένος είναι η “απάντηση” στο there is no alternative. Προφανώς και δεν υπάρχει εναλλακτική!!! Υπάρχουν διαφορετικοί και αντίπαλοι κόσμοι!!
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 - Θέση 12, απ’ το Πάνω στην έννοια της ιστορίας - Θέσεις για τη φιλοσοφία της ιστορίας.
[ επιστροφή ]
2 - Αυτό δεν σημαίνει πως συμφωνούμε με ότι κάνει το εργατικό κίνημα fight for 15. Όμως θα ήταν εξαιρετική δειλία εκ μέρους να περιμένουμε από άλλους, μακρινούς, να απαντήσουν σύμφωνα με τις απόψεις μας τα προβλήματα και τα ερωτήματα που δεν μπορούμε να απαντήσουμε εμείς, πρακτικά, εδώ.
[ επιστροφή ]
3 - Απ’ την εισήγηση ζωή υπό πίεση: “ψυχολογικά προβλήματα” και η βιομηχανία του άγχους, ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ 3 Χ 3, 9 - 11 Δεκέμβρη 2015.
[ επιστροφή ]
4 - Παναγιώτης Λαφαζάνης, ρεπορτάζ για ομιλία του σε “σύσκεψη μελών και στελεχών της λ.α.ε. Αθήνας”, απ’ το iskra.gr, 16/5/2016. Ο πρώην υπουργός, που πρόλαβε να αφήσει σπουδαίο έργο για την “παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας”, που έγινε ο Άρχων του (ρωσικού) γκαζιού και ο Βασιλιάς των BRICS, που παραλίγο να μπει πάνω σε άσπρο άλογο στο νομισματοκοπείο (για να το λευτερώσει...) και παραλίγο να τρακάρει σε διασταύρωση με την yamaha του κυρ Γιάνη, αυτός λοιπόν και το ασκέρι του (με κάτι επιπλέον μεταγραφές υποψιαζόμαστε) αντεπιτίθεται. Τώρα φοράει περικεφαλαία (;) και είναι ο μεγΑλέκος.
[ επιστροφή ]