Το ότι η επίσημη εθνική ιστορία είναι μυθολογία είναι κοινότοπο. Συμβαίνει στον ένα ή στον άλλο βαθμό όταν η διαστρεβλωμένη και παραχαραγμένη ιστορία είναι βασικό (ίσως το βασικότερο) στοιχείο της “εθνικής συνείδησης”. Συμβαίνει σίγουρα στα μέρη μας κατά κόρο. Γράφουμε επ’ αυτού χωριστά.
Έχει την σημασία του λοιπόν το γεγονός ότι υπάρχουν κι εδώ (ίσως αυξάνονται κιόλας) ιστορικοί που κάνοντας έρευνες σε γραπτά και άλλα ντοκουμέντα απομυθοποιούν την επίσημη εξιστόρηση / μυθολογία. Όσο δεν μπλέκουν με την συγγραφή κάποιου σχολικού βιβλίου ιστορίας, έχουν και το κεφάλι τους ήσυχο (απ’ τους φασίστες και τους ηλίθιους).
Ένα απ’ τα σημαντικά ιστορικά γεγονότα του 20ου αιώνα, που από διάφορες απόψεις έχει καθορίσει το μεγαλύτερο μέρος των εξελίξεων (πολιτικών και ιδεολογικών) ακόμα και ως τις ημέρες μας, είναι αυτό που ονομάστηκε εθνικός διχασμός. Στην σειρά των τόμων “anti-imp” έχουμε υποστηρίξει πως αυτό όρος είναι ευφημισμός. Και πως, ουσιαστικά, ο εμφύλιος ξεκινάει στην ελλάδα από τότε (το 1915) και συνεχίζεται επί σχεδόν 60 χρόνια - ως το 1974. Ο εμφύλιος πόλεμος είναι μια (αλλά όχι η μοναδική, απ’ τις ιστορικές εκδηλώσεις / εκρήξεις του πολιτικού προσοδισμού σαν βασικού μοντέλου οργάνωσης της εξουσίας και της κοινωνίας στην ελλάδα.
Αλλά αυτό μοιάζει με αυθαίρετη θέση αν δεν μελετήσει κανείς την ντοκουμενταρισμένη (και όχι παραμυθένια) ιστορία, την πολυπλοκότητα της σύνθεσης των κοινωνικών και πολιτικών αντιπάλων και συμφερόντων στην πρώτη φάση, του “εθνικού διχασμού”, και την εξέλιξη αυτής της σύνθεσης και της αντιπαλότητας, εξαιτίας εσωτερικών και εξωτερικών αλλαγών, ως (κατ’ αρχήν) τα τέλη της δεκαετίας του ‘40.
Δεν θα πιάσουμε εδώ το θέμα του “εθνικού διχασμού”! Ήταν, οπωσδήποτε, μια ένοπλη αναμέτρηση με πολλούς νεκρούς, και απ’ τις δύο μεριές. Και των “βενιζελικών” και των “βασιλικών”. Έγιναν (κυρίως απ’ τους δεύτερους) και εμπρησμοί, εκτελέσεις με συνοπτικές διαδικασίες, βιασμοί...
Αν μετράει κάποιος κεφάλια, τα μεγέθη ήταν μικρά σε σχέση μ’ αυτό που ονομάζεται επίσημα “εμφύλιος”, μεταξύ 1945 - 1949. Αλλά ο εμφύλιος που ξεκίνησε στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1910, λίγο μόνο μετά απ’ την “θριαμβευτική επέκταση” της ελληνικής επικράτειας στους βαλκανικούς πολέμους (και λίγο πριν το τέλος αυτής της επέκτασης με την “μικρασιατική καταστροφή”), ένας εμφύλιος δηλαδή εκεί που θα φανταζόταν κανείς εθνική (και εθνικιστική) ομοψυχία, σημάδεψε όχι μόνο την ιστορία αλλά και τις συνειδήσεις των υπηκόων. Από πολλές απόψεις ο επίσημος “εμφύλιος” ήταν συνέχεια εκείνου του “εθνικού διχασμού”: απ’ την μια μεριά οι μεταρρυθμιστές και απ’ την άλλη οι αντιμεταρρυθμιστές...
Ξέρουμε ποιοί κερδίζουν σταθερά από τότε.
Αναδημοσιεύουμε ενδεικτικά ένα μικρό απόσπασμα απ’ το ενδιαφέρον (απ’ την πλευρά των στοιχείων και της τεκμηρίωσης) βιβλίο 1915, ο εθνικός διχασμός, του πανεπιστημιακού ιστορικού Γιώργου Μαυρογορδάτου. [1Εκδ. Πατάκη, πρώτη έκδοση Νοέμβρης 2015.] Αυτό που εξιστορείται είναι η σφαγή που έγινε σ’ ένα μικρό χωριό ενός νησιού στο Αιγαίο. Όχι απ’ τους “βασιλικούς” (έκαναν πάμπολλα εγκλήματα στην Αθήνα και αλλού!) αλλά απ’ τους “βενιζελικούς” (που δεν πήγαν πίσω σε “ανταπόδοση”). Όσοι / όσες αντέχουν την ιστορία ας διαβάσουν το απόσπασμα (και το βιβλίο), άσχετα απ’ τα συζητήσιμα σε ορισμένα σημεία συμπεράσματά του. (Η αναδημοσίευση γίνεται χωρίς τις σημειώσεις του πρωτότυπου).
...
Τα πράγματα αγρίεψαν ακόμη περισσότερο όταν η Προσωρινή Κυβέρνηση [σ.σ. ο Βενιζέλος, απ’ το “προσωρινό κράτος” της Θεσσαλονίκης] επέλεξε να επεκταθεί, χάρη στη στρατιωτική κάλυψη της Αντάντ, και σε περιοχές της Παλαιάς Ελλάδας με απροκάλυπτα εχθρική πλειοψηφία. Έτσι προέκυψε το μεγαλύτερο έγκλημα από την πλευρά της Προσωρινής Κυβέρνησης.
Τον Δεκέμβριο του 1916, αποβιβάστηκε στη Νάξο στρατιωτικό τμήμα της Προσωρινής Κυβέρνησης και αξίωσε να την αναγνωρίσουν οι κάτοικοι του νησιού. Αρνήθηκε αρχικά το χωριό Μονή, αλλά υποτάχθηκε μετά την σύλληψη του προέδρου της κοινότητας και 18 άλλων. Αυτοί μεταφέρθηκαν στη Σύρο, όπου “διαπομπεύθηκαν και επτύσθησαν υπό των Βενιζελικών της Ερμουπόλεως” πριν φυλακιστούν.
Επέμεινε όμως στην άρνησή της να υποταχθεί η ορεινή Απείρανθος. Πέρα από κυνηγεντικά και άλλα όπλα, οι κατοικοί της κατείχαν νόμιμα άφθονη δυναμίτιδα, για την εξόρυξη της σμυρίδας (περιζήτητου ορυκτού της περιοχής τους). Πυροβολώντας στον αέρα και ρίχνοντας φυσίγγια δυναμίτιδας για εκφοβισμό, οι Απεραθίτες “χλευαστικώτα και εξευτελιστικώτατα προεκάλουν τον στρατόν”, ακόμη και “δια στρατιωτικών σαλπισμάτων”. Έτσι κράτησαν αρκετές μέρες σε απόσταση τους λιγοστούς στρατιώτες (80 περίπου), που είχαν αποκλείσει το χωριό.
Έφθασαν όμως ενισχύσεις (άλλοι 250) και το τορπιλοβόλο Θέτις. Την Κυριακή 1 Ιανουαρίου 1917, ο επικεφαλής υπολοχαγός Δημήτριος Σαμαρτζής έστειλε τελεσίγραφο στην Απείρανθο. Ανάμεσα σε άλλα αμήχανα επιχειρήματα, ισχυριζόταν ότι είχαν ήδη προσχωρήσει στην Προσωρινή Κυβέρνηση “περί τα 3 εκατομμύρια Ελλήνων”, καθώς και όλος ο νομός Κυκλάδων. Το τελεσίγραφο κατέληγε:
... εάν δεν δηλώσητε ομοθύμως προσχώρησιν και δεν παραδώσητε τα υπάρχοντα όπλα εις εμέ, τα οποία θα σας επιστραφώσιν εν καιρώ, θα θεωρηθήτε εχθροί, το χωρίον θα κηρυχθή εις κατάστασιν πολιορκίας, θα κηρυχθή ο Στρατιωτικός Νόμος, θα συσταθή έκτακτον Στρατοδικείον και θα κτυπηθήτε από ξηράς και θαλάσσης.
Το τελεσίγραφο, όμως, απορρίφθηκε αμέσως από τη συνέλευση των κατοίκων, ως “ανάξιον οιασδήποτε απαντήσεως”.
Την επομένη, 2 Ιανουαρίου 1917, πρωί πρωί, πλησίασε στο χωριό ο Σαμαρτζής με τους άνδρες του. Έθεσε στον πρόεδρο νέα προθεσμία, απειλώντας ότι θα κάψει το χωριό. Ο πρόεδρος απάντησε ότι, εκτός από τους λίγους Βενιζελικούς, οι άλλοι αρνούνται επειδή θεωρούν “την προσχώρησιν ως αλλαξοπιστίαν”. Οι κάτοικοι παρακολουθούσαν συγκεντρωμένοι στα δώματα των σπιτιών και στην είσοδο του χωριού. Αρνήθηκαν ξανά να υποκύψουν, ζητωκραυγάζοντας υπέρ του Κωνσταντίνου και χλευάζοντας τους στρατιώτες ως “προδότες”.
Πρώτο φαίνεται οτι έριξε δύο βολές των 75 χιλιοστών στην κατεύθυνση του χωριού το τορπιλοβόλο Θέτις (προφανώς για εκφοβισμό). Ύστερα από αρκετή ώρα, άρχισαν από απόσταση 80 βημάτων πυρά ομαδόν από τους άνδρες του Σαμαρτζή, που έριξαν και ριπή πολυβόλου. Το πυρ συνεχίστηκε για 15 λεπτά. Τότε πια σήκωσε άσπρη σημαία ο πρωθιερέας του χωριού. Οι νεκροί ήταν τελικά 32 και οι τραυματίες 44, απ’ τους οποίους 15 έμειναν ανάπηροι.
Δεν διαφέρει ουσιαστικά η (προγενέστερη) εξιστόρηση των ίδιων γεγονότων από τον Βενιζελικό ανθυπολοχαγό Νικηφόρο Γ.Κυπραίο. Σύμφωνα μ’ αυτήν, οι Απεραθίτες όχι μόνο αρνήθηκαν να “προσχωρήσουν”,
αλλά και δι ύβρεων και πυροβολισμών προεκάλουν την δημόσιαν δύναμιν κατά τοιούτον τρόπον ώστε να εξαναγκασθή ο διοικητής του αποσπάσματος να διατάξη πυρ δια των όπλων και του πολυβόλου, διαρκέσαν 15 περίπου λεπτά της ώρας. Κατά την συμπλοκήν ταύτην εφονεύθησαν 28 άτομα και ετραυματίστηκαν 48.
Υπάρχουν μόνο διαφορές στα ονόματα και στον αριθμό των νεκρών και των τραυματιών. Επιπλέον, δίνεται μια εξήγηση για την παράκρουση μέσα στην οποία ο Σαμαρτζής και οι άνδρες του τα έχασαν και άνοιξαν πυρ κατά του συγκεντρωμένου και ακάλυπτου πλήθους. Τους έβριζαν, ενώ έπεφταν και πυροβολισμοί - όχι όμως εναντίον τους. Οι ίδιοι δεν έπαθαν ούτε γρατζουνιά. Δεν ήταν λοιπόν “συμπλοκή” αλλά μαζική σφαγή αμάχων.
Μετά τη σφαγή, περίπου 120 κάτοικοι υποχρεώθηκαν να σκάψουν λάκκο έξω από το νεκροταφείο, όπου έχωσαν τους νεκρούς χωρίς άλλη διατύπωση. Στους νεκρούς περιλαμβάνονταν 7 αγόρια και ανήλικοι, 4 γέροντες και 12 γυναίκες (οι 4 έγκυες). Στους τραυματίες, 10 αγόρια και ανήλικοι, 2 γέροντες και 12 γυναίκες.
Μετά από έναν ακόμη μήνα φυλακίσεων και πιέσεων, η Απείρανθος υποτάχτηκε τελικά στις 5 Φεβρουαρίου, με απόφαση “προσχώρησης” που εγκρίθηκε παμψηφεί από το κοινοτικός της συμβούλιο.
...
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1 - Εκδ. Πατάκη, πρώτη έκδοση Νοέμβρης 2015.[ επιστροφή ]