Η πιο σκλυροπυρηνικά συντηρητική εκδοχή του ισλάμ, σαν θρησκεία, υποστηριζόμενη όχι μόνο απ’ το καταρρέον καθεστώς του Ριάντ αλλά και από πρωτεύουσες “πολιτισμένες” (όπως είναι το Τελ Αβίβ, η Άγκυρα, η Ουάσιγκτον και το Λονδίνο), ο ουαχαβιτισμός, έχει γίνει η γενική αναπαράσταση του μουσουλμανισμού. Για όσους πρωτοκοσμικούς, φυσικά, κάνουν τους δικούς τους λογαριασμούς μέσα απ’ αυτήν την ταύτιση. Υπάρχει ωστόσο μια ερώτηση αναπόφευκτη, ειδικά σ’ αυτές τις ζόρικες εποχές: Τι είναι το ισλάμ; Είναι πράγματι ασύμβατο με τον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο ή/και τον καπιταλιστικό (κοινωνικό) φιλελευθερισμό;
Για να απαντήσουμε, σαν αυτόνομοι εργάτες αδιαπραγμάτευτα εχθρικοί στην θρησκευτική μεταφυσική κάθε είδους (ακόμα και εγκόσμια) και, ακόμα περισσότερο στις εκκλησιαστικές ιεραρχίες και νόρμες, οφείλουμε να ξεκινήσουμε από πολύ κοντύτερα. Απ’ τον χριστιανισμό.
O γερμανός κοινωνιολόγος Max Weber μας έδωσε έγκαιρα την προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού, υποδεικνύοντας με μεγάλη ακρίβεια τις χριστιανικές / προτεσταντικές ρίζες της πρωταρχικής καπιταλιστικής συσσώρευσης και της ηθικής της. Ο Weber ανέτρεψε την κατασκευή του κυρ Κάρολου για (οικονομική) βάση και (πολιτιστικό / ιδεολογικό) εποικοδόμημα, και έκανε σωστά. Παρότι η θέση του Μαρξ μπορεί να αποδειχθεί γενικά σωστή, δεν είναι καθόλου επαρκής (και φτάνει να είναι λάθος) σε περιόδους αλλαγής παραδείγματος. Σ’ αυτές τις περιόδους (και η γέννηση του πνεύματος συσσώρευσης / επένδυσης στην αυγή του καπιταλισμού, στη θέση του κανόνα της σκέτης συσσώρευσης / αποθησαυρισμού πλούτου, είναι ακριβώς μια τέτοια περίοδος) ιδεολογικά και ηθικά προστάγματα παίζουν καθοριστικό ρόλο. Και πάντως δεν είναι απλά γεννήματα των στένα εννοημένων οικονομικών σχέσεων.
Η δουλειά του Weber έδειξε ότι η γέννηση του καπιταλισμού και η διαμόρφωση των γενικών κανόνων του (όπως: “ο χρόνος είναι χρήμα” και αρκετοί άλλοι) είναι χριστιανικό έργο· όχι, όμως, γενικά κι αόριστα “χριστιανικό”. Υπήρξε ειδικά προτεσταντικό έργο. Γι’ αυτό και οι προτεσταντικοί πληθυσμοί της ευρώπης, είτε πλειοψηφικοί σε κάποια κράτη (π.χ. ολλανδία) είτε μειοψηφικοί σε άλλα, επέδειξαν έναν (καπιταλιστικό) ζήλο που τους έφερε αρχικά σε πλεονεκτική θέση έναντι άλλων, χριστιανών επίσης, καθολικών ή ορθόδοξων.
Οι Weberιανές προσεγγίσεις και αναλύσεις απαντούν ικανοποιητικά στο ερώτημα του γιατί άλλοι πολιτισμοί σε διάφορες ιστορικές περιόδους, με υψηλό επίπεδο πολιτιστικής (ακόμα και τεχνικής) ανάπτυξης, όπως π.χ. ο κινεζικός, δεν προχώρησαν στον καπιταλιστικό δρόμο. Δεν απαντούν όμως, ή δεν απαντούν καθαρά στο γεγονός ότι άπαξ και η δυναμική του καπιταλισμού (σαν μορφής συσσώρευσης / επένδυσης / εκμετάλλευσης της εργασίας) άρχισε να αναπτύσσεται δεν υπήρξε κανένας θρησκευτικός ή (μαζικός) ιδεολογικός φραγμός στην εξάπλωσή του. Τουλάχιστον στα βασικά χαρακτηριστικά του.
Απόγονοι, μαθητές και οπαδοί του Weber ασχολήθηκαν με άλλα θρησκευτικά / ιδεολογικά “δόγματα” και, ειδικά, με τις σχέσεις τους με το “καπιταλιστικό πνεύμα”, από κοινωνιολογική / ανθρωπολογική σκοπιά. [1Ο ίδιος ο Weber είχε αρχίσει να συγκεντρώνει στοιχεία για την σχέση του ισλάμ με τον καπιταλισμό. Δεν πρόλαβε, όμως, να καταθέσει μια ολοκληρωμένη ανάλυση του θέματος.] Δεν προέκυψε κανένα ισχυρό στοιχείο για κάποια “δομική” ασυμβατότητα, αν και μελετήθηκε ιδιαίτερα και διεξοδικά το ζήτημα του δανεισμού και των τραπεζών - που είναι κεντρικό στην καπιταλιστική εξέλιξη, απ’ τα πρώτα της βήματα. Η αλήθεια είναι πως ούτε ο χριστιανισμός ήταν “ανεκτικός” απέναντι στον τόκο, για αιώνες. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα η “ειδίκευση” του δανεισμού να πέρασει, απο νωρίς στον μεσαίωνα, στους εβραίους, με όλες τις φρικτές συνέπειες που είχε αυτό για την ανάπτυξη του αντι-εβραϊκού ρατσισμού. Παρότι, λοιπόν, διαφορετικά ηθικά προτάγματα (ή τα ίδια μεν αλλά με διαφορετική ένταση) μπορεί να υπάρχουν σε διάφορες και διαφορετικές θρησκείες, ο καπιταλισμός αποδείχθηκε ισχυρότερος, τουλάχιστον στις βασικές τους γραμμές. Δεν ισχύει το ίδιο για τις “δευτερεύουσες” πλευρές του, που υπό ορισμένες συνθήκες μπορεί να αποδειχθούν ιδιαίτερα σημαντικές. [2Ένα παράδειγμα: η εξέλιξη της δυτικής ιστορίας δημιούργησε την μορφή του γραπτού συμβολαίου που αποτελεί την ιδανική μορφή δέσμευσης μεταξύ συμβαλλόμενων μερών. Αυτό ισχύει απ’ τα γραπτά συντάγματα μέχρι τις γραπτές εμπορικές συμφωνίες, τα γραπτά συμβόλαια διανεισμού, κλπ. Γύρω απ’ την μορφή του γραπτού συμβολαίου, αναπτύχθηκε ο κλάδος των νομικών και τα δικαστήρια, που αναλαμβάνουν να ερμηνεύσουν (ή να παρερμηνεύσουν) τους “όρους” των γραπτών συμφωνιών ή/και τις παραβιάσεις τους.
Αυτό δεν ήταν και δεν είναι καθολικό πολιτιστικό μοντέλο. Για παράδειγμα στα βαλκάνια ίσχυε (μέχρι σχετικά πρόσφατα) ο λόγος τιμής, ακόμα και σε οικονομικές συναλλαγές ή διαθήκες, κληρονομιές, προίκες κ.λ.π. Στην ασία, επίσης, η ιδέα του γραπτού συμβολαίου είναι ξένη και εισαγώμενη απ’ την δύση. Κι εκεί επίσης ο λόγος τιμής είναι (ή ήταν μέχρι πολύ πρόσφατα) το έδαφος των οικονομικών και εμπορικών συναλλαγών, ακόμα και πολύ μεγάλης κλίμακας (π.χ. μεταξύ μεγάλων επιχειρήσεων). Αυτό που στη δύση έχει αντιμετωπιστεί φολκλορικά, το ιαπωνικό χαρακίρι, η αυτοκτονία για λόγους τιμής, είναι (ήταν) προϊόν αυτής της κουλτούρας, όπου ο λόγος (και όχι το συμβόλαιο) ήταν το Α και το Ω της κοινωνικής ύπαρξης και συνύπαρξης- τουλάχιστον για εκείνους που κοινωνικά / ταξικά ο λόγος τους είχε σημασία.]
Υπάρχουν επιπλέον στοιχεία, ιστορικά, που αφορούν ειδικά τον μουσουλμανισμό. Στην φάση της γρήγορης επέκτασής του (σ’ όλη την βόρεια αφρική και ως την τωρινη ισπανία), σαν δόγμα το ισλάμ όχι μόνο ήταν εξαιρετικά ανοικτό σε τοπικές ηθικές και ιδεολογικές δοξασίες· όχι μόνο αναγνώρισε σαν ισότιμες θρησκείες τον εβραϊσμό και τον χριστιανισμό (απ’ τις οποίες, εξάλλου, κατάγεται εν πολλοίς), πράγμα που αποτυπώθηκε στα “ιερά κείμενα” (το κοράνι), αλλά επιπλέον, επειδή προκάλεσε μια μεγάλης κλίμακας τεχνική και πολιτιστική ανάπτυξη, έφτασε στο σημείο της δημιουργίας μιας ad hoc “αστικής τάξης” (ο όρος δεν είναι ακριβής ιστορικά, είναι ενδεικτικός) με ισχυρά διανοητικά και “πειραματικά” ενδιαφέροντα. Τα ιστορικά “χαλιφάτα” συνέβαλαν με ανεξίτηλο τρόπο στην ανάπτυξη επιστημών και τεχνικών· έτσι ώστε (θα μπορούσε να υποθέσει κανείς) πλησίασαν σε ορισμένες ιδεολογικές / πολτιστικές προϋποθέσεις για την δημιουργία ενός τρόπου οργάνωσης της (εκμετάλλευσης) της συσσώρευσης και της εργασίας με καπιταλιστικά χαρακτηριστικά. ΔΕΝ δημιουργήσε, ωστόσο, τις παραμέτρους του κοσμικού ασκητισμού που υπήρξαν τόσο καίριες στην προτεσταντική ηθική, σαν βασική προϋπόθεση της δημιουργίας του καπιταλιστικού πνεύματος.
Αυτά μπορεί να μοιάζουν αρχαιολογία, αλλά δεν είναι. Αν υπάρχει ένα βαρύ αποτύπωμα πάνω στον μουσουλμανικό κόσμο, αυτό δεν είναι θρησκευτικό. Είναι πολιτικό. Είναι το αποτύπωμα της δυτικοευρωπαϊκής, χριστιανικής αποικιοκρατίας, απ’ την στιγμή που τα “χριστιανικά κράτη” κατάφεραν να αντεπιτεθούν όχι μόνο στρατιωτικά (σε πρώτο χρόνο) αλλά και ιδεολογικά. Κανείς δεν ξέρει την ιστορική εξέλιξη αν η αυτοκρατορία του ισλάμ στη μέση ανατολή, στη βόρεια αφρική και στην ισπανία, αραβική στην προέλευσή της αλλά πολυπολιτιστική στη σύνθεσή της, είχε κρατήσει κάμποσους αιώνες. Δεν κράτησε, και η ιστορία δεν γράφεται με “αν”.
Ξέρουμε, όμως, μερικά βασικά. Ξέρουμε, για παράδειγμα, ότι παρότι ο χριστιανισμός και ειδικά η χριστιανική εκκλησία (στα βασικά της δόγματα) ήταν απόλυτος εχθρός στον σοσιαλιστικό και κομμουνιστικό υλισμό, δεν κατάφερε να εμποδίσει την ανάπτυξή του, ειδικά (αλλά όχι μόνο) μεταξύ των πληβείων της “γηραιάς ηπείρου” (ακόμα κι αν συνυπολογίζουμε τον κοσμικό μεσσιανισμό αυτών των ρευμάτων) - κάτι που ισχύει, επίσης, για τον μουσουλμανισμό, τόσο πριν όσο και μετά τον β παγκόσμιο πόλεμο. Ξέρουμε επίσης ότι η δημιουργία μεσοαστικών και μικροαστικών στρωμάτων στα κράτη / κοινωνίες με μουσουλμανικό θρήσκευμα δημιούργησε μια ιδεολογία κοσμικότητας που διαχύθηκε και στους πληβείους, μέσα στον 20ο αιώνα. Ξέρουμε, με άλλα λόγια, πως η επιρροή (ή μη επιρροή) και οι κυρίαρχες ερμηνείες και των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών της ευρύτερης περιοχής (εβραϊσμός, χριστιανισμός, μουσουλμανισμός) είχαν πάνω κάτω τις ίδιες διακυμάνσεις και τα ίδια χαρακτηριστικά υπό παρόμοιες υλικές και πολιτικές συνθήκες (παραγωγής και συσσώρευσης πλούτου, διοίκησης). Ξέρουμε, όμως κι αυτό: η άμεση ή έμμεση αποικιοκρατία αλλάζει τους όρους της ιδεολογικής συγκρότησης των υποτελών κοινωνιών.
Είναι κάτι που αποκρύβεται σκόπιμα. Το πρώτο μεγάλο κύμα πληβειακών αρνήσεων (στην πρωτοκοσμική αποικιοκρατία και εκμετάλλευση) σχεδόν στο σύνολο των κοινωνιών με μουσουλμανικό θρήσκευμα, το πρώτο μεγάλο κύμα απελευθέρωσης / χειραφέτησης, ΔΕΝ ήταν θρησκευτικό (και δεν θα μπορούσε να είναι), όπως το ίδιο συνέβη τόσο στον εβραϊκό όσο και στον χριστιανικό κόσμο. Ήταν σοσιαλιστικό. Αυτό αποδεικνύει (αν υπάρχουν αμφιβολίες) ότι όσο “παραδοσιακή” κι αν είναι η θρησκευτική εγκαρτέρηση και εθελοδουλεία, δεν υπάρχει θρησκευτικό δόγμα που να μπορεί να εμποδίσει την θέληση των ανθρώπων για αξιοπρέπεια σ’ αυτόν τον κόσμο, σ’ αυτήν την ζωή. Ήταν ένα κύμα πλούσιο και δυναμικό, ένα κύμα επαναστατικό και αιματηρό. Τυπικά οι εκατοντάδες χιλιάδες ή και εκατομμύρια επαναστατημένων ανδρών και γυναικών στην αφρική, στη μέση ανατολή, στην ανατολική ασία, ήταν μουσουλμάνοι. Και λοιπόν;
Δεν θα κάνουμε εξιστόρηση αυτών των εξελίξεων· ξεπερνάει κατά πολύ τις δυνατότητές μας. Το επίσης πολύ γνωστό και σκόπιμα κρυμμένο γεγονός είναι, ωστόσο, αυτό: προκειμένου να αντιμετωπίσουν αυτές τις αρνήσεις τόσο τα πρωτοκοσμικά κράτη όσο και τμήματα των ντόπιων ελίτ πριμοδότησαν με κάθε τρόπο σκληροπυρηνικές και συντηρητικές θρησκευτικές σέχτες. Δεν θα πρέπει να κάνει εντύπωση: το ίδιο συμβαίνει, ακόμα και τώρα, στα μέρη μας, παρότι δεν είναι πια ρωμαλέος κάποιος μαζικός κοινωνικός αντικρατικός και αντικαπιταλιστικός προσανατολισμός.
Η θρησκευτική στο περιεχόμενό της “αντιπολίτευση” (στην πρωτοκοσμική κυριαρχία και στις συνέπειές της) έγινε, εν τέλει, η κύρια (αν και όχι η μοναδική) μορφή αντιπολίτευσης την ίδια ακριβώς περίοδο που και στον πρωτοκοσμικό, καπιταλιστικό κόσμο άρχισε να ξαναεμφανίζεται η θρησκεία σαν “φορέας νοημάτων” - πέρα - απ’ - τις - υλικές - απολαύσεις: απ’ την δεκαετία του ‘90 και μετά. Ας μην ξεχνάει κανείς την ευκολία με την οποία τα υπόλοιπα των κομμουνιστικών κομμάτων / καθεστώτων στο πρώην ανατολικό μπλοκ στράφηκαν στον ορθόδοξο ή/και καθολικό χριστιανισμό προκειμένου, μεταλλαγμένα, να κρατήσουν κάποια ηγεμονική παρουσία. Απ’ αυτήν την άποψη η “αναβίωση” του θρησκευτισμού στον μουσουλμανικό κόσμο (και, για την ακρίβεια, τα περιθώρια ηγεμονίας κινήσεων και ρευμάτων με θρησκευτικά χαρακτηριστικά) δεν είναι παρά το μουσουλμανικό ανάλογο των χριστιανικών πρωτοκοσμικών όμοιων· με μια διαφορά: την ιστορική υποτέλεια των (μουσουλμανικών) πληθυσμών τόσο στον 19ο όσο και στον 20ο αιώνα.
Είναι αυτό δικαιολογία; Όχι. Είναι εξήγηση, σε πολύ χοντρικές γραμμές. Είναι εξήγηση, για παράδειγμα, του γιατί στην (κοινωνικά) φιλελεύθερη παλαιστινιακή κοινωνία με τις ισχυρές σοσιαλιστικές οργανώσεις ηγεμόνευσε, μετά την ιδεολογική ήττα των προηγούμενων πολιτικών ρευμάτων (κυρίως στα ‘90s) η αρχικά περιθωριακή “μέτρια” θρησκευτική αλλά μαχητική Χαμάς. Η παλαιστινιακή κοινωνία, υπό μόνιμη κατοχή, καταπίεση, εξόντωση, είναι μικρογραφία των τάσεων και των εξελίξεων σε πολλές άλλες βορειοαφρικάνικες, αραβικές, ασιατικές κοινωνίες: ο θρησκευτικός συντηρητικός κοινωνισμός (με τις υπαρκτές δομές αλληλοβοήθειας και κοινωνικής πρόνοιας αλλά και τα πουριτανικά ήθη) αναπτύχθηκε στο έδαφος της ιδεολογικής (και πολιτικής) ήττας των αριστερών, σοσιαλιστικών οργανώσεων και κινημάτων.
Όμως αυτό σημαίνει πολλά, και καθόλου ότι ο συντηρητισμός είναι ενδημικός στον μουσουλμανισμό. Ο συντηρητισμός είναι χαρακτηριστικό ΟΛΩΝ των μονοθεϊστικών θρησκειών. Στην αίγυπτο πολύ πιο συντηρητικοί απ’ τους μουσουλμάνους είναι οι κόπτες χριστιανοί: το διαζύγιο, εκεί, είναι απλά αδύνατο, αφού υπεύθυνοι για την έγκρισή του είναι οι χριστιανοί παπάδες, που ακολουθούν κατά γράμμα το “ους ο θεός συνέζευξε...” Στην υποτιθέμενα “πολιτισμένη” κοινωνία του ισραήλ, και πάλι το διαζύγιο το εγκρίνουν οι ραβίνοι. Κι αν το ζητήσει γυναίκα, για να εγκριθεί, πρέπει να συμφωνεί και ο άντρας σύζυγος. Αυτό σημαίνει ότι χιλιάδες ισραηλινές είναι καταδικασμένες να μην μπορούν να χωρίσουν, επειδή δεν το εγκρίνουν οι “σύζυγοι” - και οι παπάδες τους.
Αν συμβαίνει κάτι διαφορετικό με τον μουσουλμανικό συντηρητισμό είναι ότι προβάλεται επιτήδεια απ’ τον πρωτοκοσμικό ρατσισμό α) σαν ο απόλυτος κυρίαρχος (ενώ δεν είναι), και β) σαν η κύρια πολιτική δύναμη στις αντίστοιχες κοινωνίες. Όμως και τα δύο αυτά είναι κατευθείαν συνέπειες του πρωτοκοσμικού ιμπεριαλισμού και καθόλου κάποια θρησκευτική, δογματική ιδιαιτερότητα του μουσουλμανισμού. Στην πραγματικότητα μάλιστα, εκεί όπου η καπιταλιστική διαδικασία συσσώρευσης και εκμετάλλευσης προχωράει με “εθνική ανεξαρτησία”, μέσα στην ίδια θρησκεία, εμφανίζονται όχι μόνο οι ταξικές διαστρωματώσεις αλλά και οι έντονες πολιτιστικές / ιδεολογικές διαφορές που θα περίμενε κανείς να αντιστοιχούν στις ταξικές διαστρωματώσεις, όταν έχει εξαφανιστεί η κομμουνιστική απειλή. Παράδειγμα η τουρκική κοινωνία: η μεσαία τάξη της είναι πιο ευρωπαϊκή (χωρίς εισαγωγικά) απ’ την αντίστοιχη ελληνική! Από θρησκευτική άποψη είναι, βέβαια, μουσουλμάνοι (και πηγαίνουν στο τζαμί τόσο συχνά όσο οι μεσοαστοί χριστιανοί της ευρώπης στην εκκλησία). Και δεν είναι η τουρκία το μόνο παράδειγμα: το θρησκευτικό καθεστώς του ιράν κρατάει με τα χίλια ζόρια (δηλαδή με την βία) την δίκη του αναπτυγμένη μεσαία τάξη για να μην απελευθερωθεί δημόσια απ’ τα συντηρητικά χαρακτηριστικά και τις ανάλογες απαγορεύσεις της θρησκείας. (Το τι συμβαίνει ιδιωτικά είναι άλλος λογαριασμός.)
Είναι σημαντικό ότι στις περισσότερες κοινωνίες με επίσημο μουσουλμανικό θρήσκευμα, οι συντηρητικές εκδοχές κυριαρχούν στους πληβείους, στο κατεξοχήν υποκείμενο (από ιστορική και θεωρητική άποψη) του σοσιαλιστικού - με την ευρεία έννοια της λέξης - ανταγωνισμού, στο βαθμό που συγκροτούν δομές αλληλεγγύης και κοινωνικής πρόνοιας, υπέρ των εγκατελειμένων απ’ τα αντίστοιχα καπιταλιστικά κράτη. Δεν υπάρχει κάτι “βαθύ” μέσα στις συνειδήσεις των πληβείων που τους κάνει συντηρητικούς (ιστορικά ισχύει εξίσου αυτό όπως και το αντίθετο), ούτε υπάρχει κάτι “βαθύ” μέσα στις θρησκείες που τις κάνει να δουλεύουν αποτελεσματικά σε περιπτώσεις “δυστυχίας”. Πρόκειται για μια ιστορική διαδικασία. Μιλώντας για πολλές απ’ τις μουσουλμανικές κοινωνίες, πρόκειται για μια διαδικασία διπλής (“εσωτερικής” και “εξωτερικής”) κατοχής στη βάση του γεγονότος ότι τα “κόκκινα” απελευθερωτικά προτάγματα ηττήθηκαν - και η θρησκεία βρήκε ελεύθερο πεδίο.
Ακόμα κι όταν το αραβικό μέρος αυτών των πληθυσμών εξεγέρθηκε εναντίον των απολυταρχικών (αλλά αγαπητών στον βορρά) καθεστώτων, το 2011, (εκείνο που ονομάστηκε “αραβική άνοιξη”) οι πρωτοκοσμικοί κάγχασαν. Δεν είχαν τίποτα να προσφέρουν. Εκ των υστέρων μερικοί οργανικοί πρωτοκοσμικοί διανοούμενοι, επιφορτισμένοι με την διασπορά της σύγχυσης και της υποτέλειας, καγχάζουν ακόμα πιο δυνατά: οι εξεγέρσεις (λένε) έφεραν ή φέρνουν διάλυση, βία, χούντες και isis. Έτσι λένε...
Αν είναι κανείς τσατσορούφιανος μπορεί να το πει: και ο γαλλικός Μάης του ‘68 τον Ντε Γκώλ επιβεβαίωσε στην εξουσία!.. Οι τσατσορούφιανοι που υπηρετούν την “πολιτιστική ανωτερότητα” των πρωτοκοσμικών έχουν ευκολότερη δουλειά όταν καταδικάζουν τις πλατείες Ταχρίρ .... τα καρτιέ λατέν των “μουσουλμάνων”....
Αναπαράσταση των “παθών”. Με κανονικό σταυρό και κανονικά καρφιά. Άβυσσος η ψυχή και η σωτηρία της...
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 - Ο ίδιος ο Weber είχε αρχίσει να συγκεντρώνει στοιχεία για την σχέση του ισλάμ με τον καπιταλισμό. Δεν πρόλαβε, όμως, να καταθέσει μια ολοκληρωμένη ανάλυση του θέματος.
[ επιστροφή ]
2 - Ένα παράδειγμα: η εξέλιξη της δυτικής ιστορίας δημιούργησε την μορφή του γραπτού συμβολαίου που αποτελεί την ιδανική μορφή δέσμευσης μεταξύ συμβαλλόμενων μερών. Αυτό ισχύει απ’ τα γραπτά συντάγματα μέχρι τις γραπτές εμπορικές συμφωνίες, τα γραπτά συμβόλαια διανεισμού, κλπ. Γύρω απ’ την μορφή του γραπτού συμβολαίου, αναπτύχθηκε ο κλάδος των νομικών και τα δικαστήρια, που αναλαμβάνουν να ερμηνεύσουν (ή να παρερμηνεύσουν) τους “όρους” των γραπτών συμφωνιών ή/και τις παραβιάσεις τους.
Αυτό δεν ήταν και δεν είναι καθολικό πολιτιστικό μοντέλο. Για παράδειγμα στα βαλκάνια ίσχυε (μέχρι σχετικά πρόσφατα) ο λόγος τιμής, ακόμα και σε οικονομικές συναλλαγές ή διαθήκες, κληρονομιές, προίκες κ.λ.π. Στην ασία, επίσης, η ιδέα του γραπτού συμβολαίου είναι ξένη και εισαγώμενη απ’ την δύση. Κι εκεί επίσης ο λόγος τιμής είναι (ή ήταν μέχρι πολύ πρόσφατα) το έδαφος των οικονομικών και εμπορικών συναλλαγών, ακόμα και πολύ μεγάλης κλίμακας (π.χ. μεταξύ μεγάλων επιχειρήσεων). Αυτό που στη δύση έχει αντιμετωπιστεί φολκλορικά, το ιαπωνικό χαρακίρι, η αυτοκτονία για λόγους τιμής, είναι (ήταν) προϊόν αυτής της κουλτούρας, όπου ο λόγος (και όχι το συμβόλαιο) ήταν το Α και το Ω της κοινωνικής ύπαρξης και συνύπαρξης- τουλάχιστον για εκείνους που κοινωνικά / ταξικά ο λόγος τους είχε σημασία.
[ επιστροφή ]