sarajevo

σημειώσεις στο φωτοτυπάδικο: πελάτες…

…Η μετατόπιση απ’ την “κατεργασία” στην “υπηρεσία” αφορά αυτήν την στρατηγική σημασίας “είσοδο” του πελάτη, είτε με άμεσο φυσικό τρόπο είτε με έμμεσο, μέσα στους χωροχρόνους εργασίας. Ο πελάτης (αποδέκτης της υπηρεσίας) εισέρχεται σαν επιτηρητής, και μάλιστα ο πιο αποφασιστικός και απαιτητικός: η κακή ποιότητα υπηρεσιών εντοπίζεται άμεσα, πρόσωπο με πρόσωπο. Το εργατικό σαμποτάζ, που στον δευτερογενή τομέα, απέναντι στα πράγματα (υλικά και μηχανές), εκδηλωνόταν με τρόπους εξαιρετικά εφευρετικούς, αποτελεσματικούς και συχνά αδύνατον να εμποδιστούν απ’ τους επιτηρητές, στον τομέα των υπηρεσιών κτυπάει πάνω στον τοίχο του “δίκιου του πελάτη”. Κτυπάει τόσο πολύ ώστε συχνά δεν έχει σημασία αν το  αφεντικό ή ο προσωπάρχης έχουν “δίκιο” ή αν είναι καν και καν παρόντες. Αρκούν οι πελάτες.

Οι υπηρεσίες εκπαίδευσης - κατάρτισης δεν υπέστησαν ποτέ την διαδικασία περάσματος από την “κατεργασία” στην “υπηρεσία”. Υπήρξαν  “εκ φύσεως”  τμήμα του τριτογενούς. Αυτό που σταδιακά ξεκίνησε να αλλάζει, από τη δεκαετία του ’60 και μετά, ήταν η σχέση των υπηρεσιών και των εργαζόμενων σε αυτές με τους “χρήστες” τους. Στο μαζικό, δημόσιο, φορντικό σχολείο που κυριάρχησε για πολλές δεκαετίες στο εκπαιδευτικό τοπίο, με την δυσκαμψία των κεντρικά σχεδιασμένων αναλυτικών προγραμμάτων, τον καθηγητικό πατερναλισμό και την ισοπεδωτική του ομοιομορφία οι “πελάτες”, μαθητές και γονείς, δεν ήταν πάντοτε παρεμβατικοί. Είτε εξ’ αιτίας του “δέους” που προκαλούσαν οι καθηγητές στους αγροτικούς ή/και στους εργατικούς πληθυσμούς - χρήστες των υπηρεσιών, είτε εξ’ αιτίας της αυστηρότητας του συνόλου της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Το συνταρακτικό κύμα αρνήσεων του ’60 και του ’70 άσκησε ολόπλευρη έμπρακτη κριτική στην έως τότε γνωστή εκπαιδευτική λειτουργία συνδέοντάς τη με την ριζοσπαστική επιθετικότητα ενάντια σε ολόκληρο το πλέγμα των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και εξουσίας. Οι χρήστες των υπηρεσιών εκπαίδευσης απαίτησαν ελευθερίες, άρση και επαναπροσδιορισμό  των συντηρητικών και μονολιθικών προγραμμάτων σπουδών, κατάργηση του διαχωρισμού πνευματικής - χειρωνακτικής εργασίας, στροφή της προσοχής στην υποκειμενικότητα του κάθε μαθητή και της κάθε μαθήτριας σε αντίθεση με την καθιερωμένη ομογενοποίηση, συμμετοχή και παρέμβαση στη ζωή της σχολικής μονάδας από τους ίδιους τους χρήστες της. Το σύνολο των διεκδικήσεων αυτών, αλλά και πολλών άλλων που δεν είναι δυνατόν να αναφερθούν και να αναλυθούν σ’ αυτό το κείμενο, υπήρξε τόσο ισχυρό ώστε εκεί κάπου στα ’70  συνέβαλε τα μέγιστα στη γενικευμένη κρίση της δημόσιας, μαζικής εκπαίδευσης. Η ριζοσπαστικότητα των αιτημάτων, κατά την γνώμη μας, δεν οφειλόταν αποκλειστικά σ’ αυτά τα ίδια. Πήγαζε από τη σύνδεση που επέβαλαν οι φορείς τους  με την αμφισβήτηση του ίδιου του καπιταλισμού. Γεγονός που έγινε πολύ γρήγορα ορατό με την ήττα και την συνακόλουθη απόσυρση των κινημάτων, από το προσκήνιο του κοινωνικού ανταγωνισμού, στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Όταν οι απαιτήσεις για ελευθερία,  “υποκειμενοποίηση” της εκπαιδευτικής διαδικασίας και συμμετοχικότητα ήρθαν να καλυφθούν από τον ιδιωτικό τομέα της εκπαίδευσης αλλά και ταυτόχρονα να αποτελέσουν ισχυρό ιδεολογικό άλλοθι για την περαιτέρω ανάπτυξή του. Όταν το δίκιο των εξεγερμένων μαθητών και μαθητριών (αλλά και των φοιτητών/τριών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση)  να αποκτήσουν  επιτέλους “φωνή” μετατράπηκε στο μικροαστικό “δίκιο” του πελάτη. Θα επιχειρήσουμε λοιπόν, να αναδείξουμε ορισμένες πτυχές για το πώς λειτουργεί η κοινωνική κατασκευή - πελάτης πάνω στην εργασία των εργαζόμενων καθηγητών στα φροντιστήρια.

Έχουμε ήδη αναφερθεί, σε προηγούμενο κείμενο αυτής της στήλης, για το ποιος ακριβώς είναι ο ρόλος των φροντιστηρίων. Στις πιο μικρές (γυμνασιακές) τάξεις παίζουν έναν ρόλο υποστηρικτικό στο δημόσιο σχολείο. Με την έννοια της παροχής βοήθειας προς τους μαθητές ώστε να ανταπεξέλθουν τις όποιες δυσκολίες στα πλαίσια του σχολείου. Από την πρώτη λυκείου και έπειτα ο ρόλος τους ανεξαρτητοποιείται πλήρως από το σχολικό πλαίσιο και ολόκληρη η προσοχή δίνεται στην προετοιμασία για τις πανελλήνιες εξετάσεις. Κατά συνέπεια στις λυκειακές τάξεις μαζικοποιείται η ζήτηση για φροντιστήρια ενώ ταυτόχρονα αποτελούν και το σημείο έκρηξης της πελατειακής συμπεριφοράς. Σ’ αυτές τις τάξεις είναι που θα επικεντρωθούμε.
Εδώ και πολλά χρόνια, πριν ακόμα και από την εμφάνιση του hype της γενιάς των 700 ευρώ, υπάρχει μια δημόσια φιλολογία περί του πόσο “άχρηστες” είναι πια οι τριτοβάθμιες σπουδές. Άχρηστες ως προς την εύρεση μιας καλοπληρωμένης και σχετικά σταθερής (οπωσδήποτε μη-χειρωνακτικής) εργασίας. Η διαρκής υποτίμηση της εργασίας, τα εξαντλητικά ωράρια και η αύξηση της ανεργίας στις τάξεις των υπαλλήλων πτυχιούχων έκαναν κάποιους να αναρωτιούνται αν σήμαιναν το τέλος των ελπίδων που έφεραν μαζί τους οι πανεπιστημιακοί τίτλοι σπουδών. Και σαν συνέπεια την μείωση της ζήτησης για τις σπουδές αυτές, συμπαρασύροντας μαζί τους και την ζήτηση για φροντιστηριακή εκπαίδευση. Τα πράγματα δεν είναι όμως ακριβώς  έτσι. Έχουμε την εκτίμηση πως η τριαντάχρονη εκστρατεία υποτίμησης της εργασίας είχε και συνεχίζει να έχει σαν κύριο και μεγαλύτερο θύμα την ανειδίκευτη εργασία και ορισμένες κατηγορίες ειδικευμένης χειρωνακτικής εργασίας (οικοδόμοι, εργαζόμενοι στον κλάδο του μετάλλου κ.α). Το δεδομένο αυτό αποτελεί κεκτημένη γνώση της ελληνικής οικογένειας. Μπορεί οι μισθοί των πτυχιούχων εργαζόμενων να έχουν μειωθεί αλλά δεν συγκρίνονται (ακόμα) με τους μισθούς μιας σερβιτόρας, ενός  ντιλιβερά ή ενός εργάτη γης. Χώρια που ακόμα και μέσα στο ξέσπασμα της κρίσης υπάρχουν πτυχία που παραμένουν “ισχυρά” και ανοίγουν δρόμους προς το πολυπόθητο ελεύθερο επάγγελμα ή τη νέα και κερδοφόρα επιχειρηματικότητα. Σχολές πολυτεχνείου, η ιατρική, η νομική, ορισμένες οικονομικές σχολές και όχι μόνο, συνεχίζουν να αποτελούν φυτώρια αναπαραγωγής τμημάτων της αστικής τάξης. Ακόμα και σχολές, πανεπιστημιακές ή τεχνολογικές, χωρίς το “κύρος” των προαναφερθέντων διατηρούν την αίγλη τους στα μυαλά των γονιών. Μιας και τους είναι αδιανόητη η σκέψη πως τα παιδιά τους θα “καταντήσουν” σερβιτόροι. Με βάση όλα τα προηγούμενα η ζήτηση για φροντιστήρια δεν μειώθηκε καθόλου στα χρόνια της κρίσης. Μπορεί να μειώθηκαν οι μισθοί των εργαζομένων σε αυτά, να μειώθηκαν τα δίδακτρα (όχι στον βαθμό που μειώθηκαν οι μισθοί!), να αυξήθηκαν κάπως τα “φέσια” αλλά η πελατεία δεν μειώθηκε, παραμένοντας απαιτητική και βαθιά ελληνική.

Sarajevo 102

Όπως συνήθως, ο μικρός Αλβέρτος είχε κάνει κοπάνα εκείνο το πρωΐ...

Το προϊόν που πουλάνε τα φροντιστήρια “παράγεται” και μεταφέρεται από τους καθηγητές και τις καθηγήτριες που εργάζονται σε αυτά. Οι μαθητές, βασικοί αποδέκτες του προϊόντος, βρίσκονται σε άμεση επαφή με τους καθηγητές. Οτιδήποτε συμβαίνει στην τάξη, από τη στιγμή που μιλάμε για τμήματα 2 έως το πολύ 8 μαθητών, γίνεται άμεσα αντιληπτό από όλους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο καθηγητής ή η καθηγήτρια βρίσκεται σε διαρκή αξιολόγηση. Προσέξτε, όχι από την εργοδοσία ή από κάποιον υπεύθυνο προσωπικού αλλά από τους ίδιους τους μαθητές. Η φροντιστηριακή αίθουσα είναι διάτρητη, σαν να μην έχει τοίχους και το τι συμβαίνει σε αυτή γίνεται άμεσα αντιληπτό τόσο από τους γονείς όσο και από τα αφεντικά χωρίς αυτοί να βρίσκονται καν εκεί. Αυτή η άτυπη αλλά ντε φάκτο αξιολόγηση εντατικοποιεί την εργασιακή διαδικασία και φορτίζει τους εργαζόμενους καθηγητές με ένα υπόρρητο άγχος. Οποιαδήποτε παράπονα των μαθητών μεταφέρονται στους γονείς. Οι γονείς με τη σειρά τους επικοινωνούν με τη διεύθυνση. Και στη συνέχεια χτυπάει το τηλέφωνο του καθηγητή για να γίνουν οι απαραίτητες νουθετήσεις. Ή στην χειρότερη για να του ανακοινωθεί πως ένας μαθητής φεύγει από το τμήμα ή πως ολόκληρο το τμήμα επιθυμεί την αλλαγή του. Και για να προλάβουμε τυχόν ερμηνείες του στυλ “κάπου θα έφταιγε κι αυτός ή κάτι δεν έκανε καλά ή άντε επιτέλους να γίνουν και στο δημόσιο αυτά” αναφερόμαστε στις όχι λίγες περιπτώσεις κατά τις οποίες η απομάκρυνση του καθηγητή οφείλεται στα όποια “γούστα” του μαθητή πελάτη. Είναι πολύ αυστηρός ή είναι αρκετά επιεικής, λέει πολλά αστεία ή είναι πολύ σοβαρός, βάζει πολύ δύσκολα θέματα ή βάζει πολύ εύκολα, ταιριάζει ή δεν ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία του μαθητή. Μια ολόκληρη γκάμα από τέτοιου είδους δίπολα βρίσκονται στα χέρια των μαθητών-πελατών. Και ένα από αυτά ή κάποιος συνδυασμός τους, που αρκετές φορές να είναι και αντιφατικός, μπορεί να οδηγήσει σε μείωση των ωρών εργασίας για τον στοχοποιημένο καθηγητή. Δεν αναφερόμαστε βεβαίως στη δυνατότητα λούφας ή στο άνοιγμα συζητήσεων που υπερβαίνουν τα πλαίσια του εκάστοτε μαθήματος. Πόσο μάλλον όταν αρκετά συχνά το ίδιο τμήμα σε ορισμένα μαθήματα έχει καθηγητές αφεντικά, και σε άλλα καθηγητές υπαλλήλους.

Η γενική προτροπή των αφεντικών προς τους εργαζόμενους καθηγητές είναι η προσαρμογή τους στις απαιτήσεις του κάθε τμήματος ξεχωριστά. Έτσι ώστε τα πολυποίκιλα “δίκια” των πελατών να ικανοποιούνται στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Και μέρος της πελατείας αποτελούν και οι γονείς. Γεμάτοι φιλοδοξίες για τα παιδιά τους. Πολύ σίγουροι για ό,τι τους έχουν προσφέρει και για τον τρόπο που τα έχουν μεγαλώσει. Απολύτως πεπεισμένοι ότι θα προσφέρουν τα πάντα για αυτά και έτοιμοι να υποταχτούν στις όποιες επιθυμίες τους. Με την σιγουριά του πελάτη που πληρώνει και απαιτεί σαν αντάλλαγμα τις καλύτερες υπηρεσίες. Αποτελούν το ακονισμένο δόρυ των μαθητικών απαιτήσεων. Αν κρίνουν ότι ένας καθηγητής δίνει πολλές εργασίες είναι έτοιμοι να παρέμβουν, αν δίνει λίγες το ίδιο. Αν κατά τη γνώμη τους πρέπει να πιέζονται περισσότερο τα παιδιά το απαιτούν με πείσμα. Αν τα παιδιά πιέζονται περισσότερο απ’ ότι επιθυμούν απαιτούν χαλάρωση. Αν οι αξιολογήσεις των καθηγητών στο φροντιστήριο είναι χειρότερες απ’ αυτές των καθηγητών στο σχολείο ζητάνε εξηγήσεις. Αν συμβαίνει το αντίθετο ζητάνε και πάλι εξηγήσεις. Μέσα σ’ αυτό ακριβώς το σχιζοειδές μωσαϊκό απαιτήσεων, από τη μεριά των πελατών, μαθαίνουν να εργάζονται οι καθηγητές στα φροντιστήρια. Με τα αυτιά και τα μάτια του εργοδότη πάντα καρφωμένα στα “θέλω” των πελατών είναι σχεδόν απαγορευμένη ακόμα και η απουσία από την εργασία λόγω ασθένειας. Αλλά ακόμα και αν ο εργαζόμενος απουσιάσει θα πρέπει οπωσδήποτε να αναπληρώσει το μάθημα. Σάββατο ή Κυριακή. Και η 45λεπτη διδακτική ώρα γίνεται 60λεπτη για να είναι ικανοποιημένος ο πελάτης και να μην νομίζει πως “όλα έχουν γίνει δημόσιο”. Και έξτρα ώρες εκτός του καθορισμένου προγράμματος και μέχρι τις 11 το βράδυ ή τις Κυριακές αν το κρίνει απαραίτητο ο πελάτης.

Δεν θέλουμε να κλείσουμε τα μάτια μπροστά στην πραγματικότητα, ούτε να παριστάνουμε τους έξυπνους. Γνωρίζουμε, όπως και πολλοί άλλοι, πως ένα μεγάλο μέρος των οικογενειών που στέλνουν τα παιδιά τους φροντιστήριο ανήκουν στις χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις. Γνωρίζουμε πόσο ακριβά είναι τα φροντιστήρια και πόσο χαμηλοί οι μισθοί. Γνωρίζουμε επίσης πως αν ένας μαθητής ή μια μαθήτρια επιθυμεί να περάσει στο πανεπιστήμιο, το φροντιστήριο είναι μονόδρομος. Αλλά δεν σκοπεύουμε να χαριστούμε σ’ αυτήν τη διπολική συμπεριφορά που θέλει έναν άνθρωπο τη μια στιγμή να είναι εργάτης ή μαθητής, χωμένος μέχρι το λαιμό στα σκατά, και την άλλη στιγμή να μεταμορφώνεται σε ένα μικροαστικό υποκείμενο του είδους πελάτης. Και αυτό γιατί αν κάποια στιγμή πάει να αλλάξει το οτιδήποτε, όσο μικρό και αν είναι αυτό, στην κατάσταση των εργαζομένων στις υπηρεσίες, η συμβολή αυτών που τις χρησιμοποιούν θα είναι απαραίτητη και εν τέλει καθοριστική. Και ειδικά για τα φροντιστήρια αν κάτι συμφέρει στην πραγματικότητα τους πελάτες τους που προέρχονται από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα είναι η καταστροφή τους. Αν κάτι είναι προς το συμφέρον των μαθητών είναι η άμεση επανοικειοποίηση του τόσο πολύτιμου και περιορισμένου χωροχρόνου που τους έχει αφαιρεθεί από το υπάρχον εκπαιδευτικό σύστημα, αναπόσπαστο κομμάτι του οποίου αποτελούν τα φροντιστήρια.
Επομένως και εκεί η μόνη λογική απαίτηση θα ήταν η καταστροφή τους. Είμαστε όμως ακόμα πολύ μακριά. Βρισκόμαστε ακόμα στο σημείο όπου οι μαθητές θέλουν να καταργήσουν το σχολείο και να κάνουν μόνο φροντιστήριο. Καθόλου αισιόδοξο, δεν νομίζετε;

specialph

κορυφή