Η διανοητική παρακμή των κοινωνιών του “αναπτυγμένου” postmodern καπιταλισμού είναι βαθιά όσο και ανομολόγητη. Θα ήταν σκάνδαλο να υποστηρίξει κανείς ότι ζούμε μέσα σε συνθήκες μαζικής παραγωγής και κατανάλωσης ηλιθιότητας - θα το διαπράξουμε αυτό το σκάνδαλο! Φυσικά τέτοιες συνθήκες δεν είναι πρωτοφανείς ούτε στην ιστορία της ανθρωπότητας ούτε, ειδικά, στην καπιταλιστική ιστορία. Αν έχουν ένα σοβαρό έργο οι οποιεσδήποτε εξουσίες (κοσμικές, θρησκευτικές) είναι ακριβώς αυτό: να κρατούν την διανοητική, ηθική και συναισθηματική κατάσταση των υπηκόων σε συνθήκες νηπιακότητας. Όμως τέτοιες ιστορικές φάσεις δεν είναι ποτέ οριστικές.
Τα κύματα μαζικής παραγωγής και κατανάλωσης αποβλάκωσης δεν είναι ποτέ τα ίδια. Υπόκεινται σε ιστορικούς, ιδεολογικούς, κοινωνικούς προσδιορισμούς. Το κύμα των τελευταίων δεκαετιών έχει διαφορές από προηγούμενα. Ο σύγχρονος ηλίθιος - μάζα δεν μοιάζει με προηγούμενες φιγούρες. Είναι σε γενικές γραμμές εγγράμματος, αν και λειτουργικά αναλφάβητος. Είναι επίσης εκπαιδευτικά εξειδικευμένος. Έχει όνειρα και επιδιώξεις που είναι σε γενικές γραμμές mainstream, δηλαδή αναγνωρίσιμα και αποδεκτά. Κυρίως είναι υπερπληροφορημένος και υπερπληροφοριοποιημένος. Εξ’ αιτίας αυτού του τελευταίου είναι πεπεισμένος / η ότι ξέρει· ξέρει πολλά και ξέρει καλά. Έτσι, σε αντίθεση με τον ηλίθιο άλλων εποχών, ο ηλίθιος-μάζα του 21ου αιώνα αντιδρά ισχυρά έως επιθετικά σε οποιαδήποτε νύξη ότι έχει ουσιαστική άγνοια για όσα υποστηρίζει με κατηγορηματικότητα, και ότι είναι έρμαιο των εντυπώσεων. Όμως αυτό που ονομάζει “γνώση” το έχει αποκτήσει με τον μικρότερο δυνατό κόπο, αν είναι δυνατόν χωρίς κανένα πραγματικό ζόρι: πρόκειται για κομμάτια, για ψηφίδες απ’ τον αφρό της φαινομενο-παρέλασης του σύγχρονου Θεάματος, αλιευμένα είτε απ’ τον κοινωνικό περίγυρο είτε απ’ τα παλιά και νέα μέσα μαζικής (διανοητικής και αισθητικής) εξαχρείωσης. Ο ηλίθιος - μάζα του 21ου αιώνα είναι σκληρά και φτωχά εμπειριστής. Αν του ζητηθεί να “αναλύσει” κάτι, αυτό που θα θεωρήσει σαν “ανάλυση” θα είναι η παράθεση των κοινοτοπιών της στιγμής. Σε τελευταία ανάλυση ο σύγχρονος ηλίθιος έχει μια διπλή ροπή: είναι ικανός να πιστέψει οτιδήποτε, αλλά ταυτόχρονα είναι ικανός να είναι δύσπιστος απέναντι σε οτιδήποτε ξεπερνάει τον στενό εμπειρίστικο ορίζοντά του, και απαιτεί συσχετίσεις που είναι δύσκολες και χρειάζονται διανοητικό κόπο [1Ο ηλίθιος - μάζα μπορεί να θεωρεί τον εαυτό του ακόμα και διανοούμενο• μια ιδιότητα που, παράδοξο ή όχι, είναι στο μεταίχμιο ανάμεσα στην τριτογενοποίηση (και στη γενίκευση των “διανοητικών” εργασιών) και στην ταιηλοροποίηση της σκέψης.
Ένας τρόπος να διαπιστώσει κανείς τις διανοουμενίστικες αξιώσεις του ηλίθιου - μάζα είναι η σύντομη (πλην έντονη και χαρακτηριστική) επιτυχία που είχε στα μέρη μας κάποιος ονόματι Σλαβόι Ζίζεκ. Ο “φιλόσοφος” Ζίζεκ ΔΕΝ είναι ηλίθιος. Είναι αγύρτης. Κατά τεκμήριο έξυπνος - για απατεώνας. Βγάζει λεφτά (και όχι μόνο) απ’ τους ηλίθιους - μάζα που θεωρούν εαυτούς “σχεδόν” (ή και εντελώς) διανοούμενους. Και η δόλια / φιλοχρήματη ευφυία του αγύρτη αποδεικνύεται την στιγμή που εκσφενδονίζει στο κοινό του (τους ηλίθιους - μάζα class A) την κουβέντα: δεν ξέρετε τι να κάνετε, αλλά κάντε το γρήγορα.
Στα χρόνια της παρακμής της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στην ανατολική μεσόγειο, αντίστοιχοι αγύρτες /”προφήτες” θα τα έβρισκαν σκούρα. Αντί για ένα πιάτο φαΐ θα έτρωγαν πολύ πετρίδι... Μπορεί το κοινό τους να ήταν λαϊκό κι αμόρφωτο, αλλά τέτοιες παπαριές δεν θα τις έτρωγε (χρειαζόταν κάτι πολύ πιο δυνατό και συγκροτημένο! - και βρέθηκε).]. Μ’ άλλα λόγια είναι ταυτόχρονα αφελής και καχύποπτος· και τα δύο χωρίς μέτρο (έξω απ’ τα στενά εννοημένα συμφέροντά του, όπως του επιτρέπει να τα καταονοεί το σύστημα αποβλάκωσης). Τελικά: ο σύγχρονος ηλίθιος - μάζα είναι αυτό ακριβώς που αναλογεί, που χρειάζεται για την ομαλότητα του αιώνα των έξυπνων μηχανών!
Μπορεί να είναι urban legend, μπορεί όχι, αξίζει πάντως να το υποδείξουμε. Στην πρώτη συνάντηση του “παγκόσμιου φόρουμ” στην Καλιφόρνια, τον Σεπτέμβρη του 1995, όπου συμμετείχαν διάφορες πολιτικές προσωπικότητες / βιτρίνες μεγάλου βεληνεκούς, κυρίως “πρώην” (όπως η Θάτσερ, ο Μπους ο πρεσβύτερος, ο Σουλτς), αλλά και ceo εταιρειών της πληροφορικής πρώτης γραμμής, ο γνωστός Μπρεζίνσκι, εισηγήθηκε το διανοητικό και συναισθηματικό καθεστώς που θα ήταν ταιριαστό για την συντριπτική πλειοψηφία των υποτελών, παγκόσμια, για την μακροημέρευση του συστήματος: tittytainment. Νεολογισμός, απ’ την σύνθεση δύο λέξεων, titty ή tits (το στήθος που θηλάζει) κι entertainment (διασκέδαση), η tittytainment εξηγήθηκε σαν απλοϊκή διασκέδαση συν βασική διατροφή, ώστε να “ηρεμούν” τα θυμωμένα μυαλά του παγκόσμιου πληθυσμού.
Ο πολύς Μπρεζίνσκι δεν ασχολήθηκε με το πως θα επιβληθεί αυτή η tittytainment. Ωστόσο η στρατηγική της μεθοδευμένης, καθολικής νηπιακότητας (διανοητικής, συναισθηματικής, ηθικής και αισθητικής) έπιασε. Ο μαζικός βομβαρδισμός εντυπώσεων (κυρίως αν και όχι μόνο εμπορευματικών εικόνων), όχι απ’ τα μέσα της δεκαετίας του ‘90 αλλά ήδη απ’ τις αρχές της προηγούμενης, δεν κατευθυνόταν μόνο στις τσέπες. Αλλά και στα μυαλά. Και στο παρελθόν οι εικόνες είχαν χρησιμοποιηθεί συστηματικά για την καθήλωση της σκέψης (οι κυριότερες φράξιες του χριστιανισμού το ξέρουν). Ποτέ όμως με τέτοια πληρότητα και ένταση, σε δημόσιους και ιδιωτικούς χωροχρόνους.Για να προστατευτούν οι αλληλουχίες των σκέψεων θα έπρεπε κανείς να “κλείνει τα μάτια” (και τα αυτιά...) στην πανδαισία αυτού που ονομάστηκε “υπερπληροφόρηση” αλλά θα μπορούσε επίσης να ονομαστεί “υπερ-θεαματικότητα”. Να αυτο-εξαιρεθεί συνειδητά (ή, ακόμα καλύτερα, να αυτο-εξοριστεί) απ’ το νεοφιλελεύθερο δίπολο “φαντασιώσεις κοινωνικής ανόδου / φαντάσματα ατομικής αυτο-αξιοποίησης”. Αυτό δεν έγινε παρά μόνο σαν μοναχικές ιδιο-τροπίες. Πριν γενικευτεί η νωθρότητα του πνεύματος, η ακηδία, είχε επιτευχθεί μια ισχυρή ηθική μεταστροφή: ο ατομικός καιροσκοπισμός.
Η λέξη “κριτική” παρέμεινε σε κάποια χρήση, αλλά με περιεχόμενο αντίθετο απο εκείνο που είχε στο παρελθόν, ή απλά αδιάφορο. Σα συνώνυμη του ψόγου. Το “ασκώ την κριτική” έγινε ένας άλλος τρόπος του “κατηγορώ”. Και μέσα στον ρηχό εμπειρισμό του θεάματος, το “κατηγορώ” έγινε απλά ο μοχλός της ερώτησης “τι άλλο προτείνεις”.
Όμως δεν είναι έργο της κριτικής το κατηγορητήριο. Κριτική ικανότητα της σκέψης σημαίνει κατ’ αρχήν την (συχνά επίπονη) δυνατότητα να αντιληφθεί κανείς οτιδήποτε βρίσκεται “πίσω” απ’ το προφανές, διαμορφώνοντάς το. Το έργο της κριτικής είναι ο εχθρός του αυτο-νόητου και των εντυπώσεών του. Εκείνος / εκείνη που έχει μάθει τον κόπο και τις μεθόδους της κριτικής δεν ενδιαφέρεται να αποφανθεί κατ’ αρχήν (όπως είναι της μόδας εδώ και δεκαετίες) ότι “αυτό - είναι - μαλακία”. Ενδιαφέρεται να ανακαλύψει τις περισσότερο ή λιγότερο κρυφές σχέσεις, τις λιγότερο ή περισσότερο υπόγειες διαδικασίες που διαμορφώνουν “αυτό”. Ενδιαφέρεται να προσδιορίσει τις συνέπειες που έχει “αυτό”. Ό,τι κι αν είναι “αυτό”.
Η ηθική ή η αισθητική αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της κριτικής έπεται. Εξαρτάται απ’ την θέση, τα γούστα ή τα συμφέροντα εκείνου / εκείνης που θα κάνει την αξιολόγηση. Η κριτική ανάλυση της πρόσφατης καπιταλιστικής κρίσης, για παράδειγμα, δεν αποδεικνύει ότι αυτή είναι “κακή” - γι’ αυτό θα ήταν αρκετή η εμπειρία όσων θίγονται. Η κριτική ανάλυση υποδεικνύει ποιες είναι οι αιτίες, ποιες είναι οι διαδικασίες, ποια είναι η ιστορική διαδρομή, ποιες είναι οι κυρίαρχες και ποιες είναι οι υποτελείς σχέσεις, ποια είναι τα συμφέροντα, οι μέθοδοι, τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία της καπιταλιστικής κρίσης / αναδιάρθρωσης. Επιπλέον η κριτική ανάλυση δείχνει το γιατί και για ποιούς η κρίση / αναδιάρθρωση είναι “καλή”, “πολύ καλή”.
Το ίδιο ισχύει (άλλο παράδειγμα) στην κριτική ανάλυση των νέων μηχανών. Η αναμονή ενός πορίσματος (απ’ την κριτική) περί του αν “αυτό” είναι “καλό” ή “κακό” είναι, απλά, απόδειξη της νηπιακότητας της σκέψης εκείνων που χορταίνουν με τέτοιου είδους “συμπεράσματα”. Η κριτική των νέων μηχανών δεν ηθικολογεί. Ούτε προτείνει, σαν τέτοια, κάποιο manual “ορθής χρήσης” ή “επείγουσας απόρριψης”. Αυτά είναι διανοητικές (και εν τέλει πολιτικές) διαδικασίες σε δεύτερο χρόνο. Το έργο της κριτικής είναι να απομαγέψει τον κόσμο του θεάματος. Να δείξει τις κοινωνικές σχέσεις που γεννούν, που προηγούνται εκείνου ή του άλλου “αυτό” - και εκείνες που έπονται. Η κριτική στρέφεται αποφασιστικά απέναντι στον φετιχισμό, μ’ όποια μορφή κι αν αυτός ηγεμονεύει. Ο γενικευμένος φετιχισμός, απ’ την άλλη, προσπαθεί πάντα να εκβιάζει και να υποβιβάζει την κριτική με (δήθεν) αθώα ερωτήματα του είδους: εεε... και τι να κάνουμε τώρα; Είναι ο ρηχός νηπιακός εμπειρισμός που αφοδεύει πίσω από τέτοιου είδους αθωώτητες.
Το έργο της κριτικής προηγείται τόσο του ψόγου όσο και του επαίνου· και σαν τέτοιο είναι άσχετο τόσο με το ένα όσο και με το άλλο. Η κριτική ανάλυση του καπιταλισμού εκ μέρους του κυρ Καρόλου είχε, πράγματι, ένα πολιτικό ζητούμενο, ένα πολιτικό μετά: το επαναστατικό του ξεπέρασμα, εκ μέρους του προλεταριάτου. Ωστόσο αυτή ακριβώς η ίδια κριτική θα μπορούσε να διαφωτίσει τα αφεντικά του καπιταλισμού για τα δομικά χαρακτηριστικά του ίδιου τους του συστήματος - και έτσι ακριβώς έγινε. Κάποιοι είπαν στα ‘70s το κεφάλαιο διάβασε το Κεφάλαιο - και είχαν δίκιο. Η κριτική του Μαρξ δεν έχασε τίποτα απ’ την ακρίβεια και την αιχμηρότητά της αν επρόκειτο η σύγχρονη εργατική τάξη να την ξανα-ακονίσει. Ωστόσο, το γεγονός ότι, εν τω μεταξύ, αξιοποιήθηκε απ’ τα αφεντικά δεν επηρεάζει στο ελάχιστο την ακεραιότητά της.
Στα 1988 ο Γκυ Ντεμπόρ, στα σχόλια πάνω στην κοινωνία του θεάματος σημείωνε ανάμεσα σε άλλα:
...
Η έλλειψη λογικής, δηλαδή απώλεια της δυνατότητας ν’ αναγνωρίζεις πάραυτα τι είναι σημαντικό και τι επουσιώδες ή εκτός θέματος· τι είναι είναι ασυμβίβαστο ή αντίστροφα θα μπορούσε να κάλλιστα να είναι συμπληρωματικό· αυτά που η τάδε συνέπεια συνεπάγεται κι αυτά που απαγορεύει, αυτή η ασθένεια προκλήθηκε ηθελημένα στον πληθυσμό με ένεση υψηλής δόσης απ’ τους αναισθησιολόγους του θεάματος.
...
Η κατάλυση της λογικής ακολουθήθηκε, σύμφωνα με τα θεμελιώδη συμφέροντα του καινούργιου συστήματος κυριαρχίας, από διάφορα μέσα που λειτούργησαν πάντοτε προσφέροντας το ένα στο άλλο αμοιβαία υποστήριξη. Πολλά απ’ αυτά τα μέσα αφορούν τον τεχνικό εξοπλισμό, που υπήρξε αποτέλεσμα των πειραματισμών του θεάματος και εκλαϊκεύτηκε απ’ αυτό· ορισμένα όμως συνδέονται περισσότερο με την μαζική ψυχολογία της υποταγής.
Στον τομέα των τεχνικών, όταν η εικόνα που κατασκευάζεται κι επιλέγεται από κάποιον άλλο γίνεται η πρωταρχική σχέση του ατόμου με τον κόσμο τον οποίο πρωτύτερα παρατηρούσε από μόνο του, από κάθε θέση στην οποία μπορούσε να βρεθεί, δεν πρέπει προφανώς ν’ αγνοούμε ότι η εικόνα μπορεί να συμπεριλάβει τα πάντα, διότι στο εσωτερικό της ίδιας εικόνας μπορεί ν’ αραδιαστεί οτιδήποτε χωρίς καμιά αντίφαση.
Η ροή των εικόνων παρασύρει τα πάντα κι επιπλέον κάποιος άλλος κατευθύνει όπως θέλει αυτήν την απλοποιημένη επιτομή του αισθητού κόσμου. Επιλέγει που θα κατευθύνει αυτό το ρεύμα, καθώς και το ρυθμό όσων θα εκδηλωθούν, σα μια διαρκή αναπάντεχη έκπληξη, μη θέλοντας ν’ αφήσει καθόλου χρόνο για στοχασμό.
...
Όμως έγινε κάτι που κανείς Ντεμπόρ δεν μπορούσε ίσως να φανταστεί τότε: η μαζική αυτο-εικοποίηση, σαν ένα είδος “αυτο-αγιοποίησης”, που ενώ εμφανίζεται σαν “διαλογική διαδικασία” (επειδή συμβαίνει σε δίκτυα ανταλλαγής...) είναι, στην πραγματικότητα, τελετουργία ομοίωσης με τους μεσολαβητές, τους μεσήτες - των - πάντων. Εδώ η tittytainment αγγίζει καινούργιες κορυφές αποτελεσματικότητας. Γιατί μέσα απ’ την εθελοδουλεία δεν εμφανίζεται σαν κυρίαρχη διαδικασία ο συστημικός “μονόδρομος” αλλά η πολλαπλότητα και η ρευστότητα των (εικονικών) αντιθέσεων. Κι έτσι, μαζί με την μαζική ψυχολογία της υποταγής, έχει διαμορφωθεί και η μαζική ψυχολογία της παραίτησης. Το νήπιο, αφού “κάνει φιλίες ή έχθρες” με άλλα νήπια, αφού τραφεί ηθικολογικά με το “καλό” και το “κακό”, επιστρέφει στον εαυτό του.
Μπορεί να κατηγορήσει κανείς το μωρό επειδή είναι μωρό; Όχι. Μπορεί να κατηγορήσει κανείς τον ηλίθιο - μάζα του 21ου αιώνα ότι είναι ηλίθιος;
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1 - Ο ηλίθιος - μάζα μπορεί να θεωρεί τον εαυτό του ακόμα και διανοούμενο· μια ιδιότητα που, παράδοξο ή όχι, είναι στο μεταίχμιο ανάμεσα στην τριτογενοποίηση (και στη γενίκευση των “διανοητικών” εργασιών) και στην ταιηλοροποίηση της σκέψης.
Ένας τρόπος να διαπιστώσει κανείς τις διανοουμενίστικες αξιώσεις του ηλίθιου - μάζα είναι η σύντομη (πλην έντονη και χαρακτηριστική) επιτυχία που είχε στα μέρη μας κάποιος ονόματι Σλαβόι Ζίζεκ. Ο “φιλόσοφος” Ζίζεκ ΔΕΝ είναι ηλίθιος. Είναι αγύρτης. Κατά τεκμήριο έξυπνος - για απατεώνας. Βγάζει λεφτά (και όχι μόνο) απ’ τους ηλίθιους - μάζα που θεωρούν εαυτούς “σχεδόν” (ή και εντελώς) διανοούμενους. Και η δόλια / φιλοχρήματη ευφυία του αγύρτη αποδεικνύεται την στιγμή που εκσφενδονίζει στο κοινό του (τους ηλίθιους - μάζα class A) την κουβέντα: δεν ξέρετε τι να κάνετε, αλλά κάντε το γρήγορα.
Στα χρόνια της παρακμής της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στην ανατολική μεσόγειο, αντίστοιχοι αγύρτες /”προφήτες” θα τα έβρισκαν σκούρα. Αντί για ένα πιάτο φαΐ θα έτρωγαν πολύ πετρίδι... Μπορεί το κοινό τους να ήταν λαϊκό κι αμόρφωτο, αλλά τέτοιες παπαριές δεν θα τις έτρωγε (χρειαζόταν κάτι πολύ πιο δυνατό και συγκροτημένο! - και βρέθηκε).
[ επιστροφή ]