sarajevo

η σκέψη και το κύκλωμα

Τι σκέφτεται κάποιος που “δίνει την εντολή” enter, delete ή search στη μηχανή του; Το πιθανότερο είναι κάνω τη δουλειά μου μ’ έναν τρόπο που δεν είναι υποχρεωτικά εργασιακός. Τι θα σκεφτόταν αν κάποιος άλλος του ψιθύριζε στ’ αυτί “τώρα ΔΕΝ σκέφτεσαι”; Είμαστε σχεδόν βέβαιοι ότι θα θύμωνε.
Μισθωτοί της σύγχρονης εργατικής τάξης που δουλεύουν με τις νέες μηχανές, ό,τι δουλειά κι αν κάνουν, έχουν να το λένε: μετά το σχόλασμα νοιώθουν σαν “καμμένοι” στο μυαλό. Χρειάζονται κάποιες ώρες, και μάλιστα όχι απλής ξεκούρασης, για να έρθουν κάπως στα ίσια τους. Αλλά αυτό καθόλου δεν τους προστατεύει απ’ την απόβαση των οθονών στον ύπνο τους: οι εφιάλτες τους είναι συχνά η προέκταση του διανοητικού “καψίματος” που υφίστανται δουλεύοντας.
“Κάτι συμβαίνει” στη “διεπαφή” του ανθρώπινου και του ηλεκτρομηχανικού... Κάτι για το οποίο μιλούν ήδη (όχι κατ’ ανάγκην δυνατά) ψυχολόγοι, νευρολόγοι, κοινωνιολόγοι... - οι ειδικοί του κεφάλαιου. Οι δυσοίωνες ανακοινώσεις τους είναι τακτικές. Αλλά ο καχύποπτος ίσως συμπεράνει ότι ψάχνουν πελάτες, και ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα.
Ωστόσο “κάτι συμβαίνει” καθώς η μετάβαση στο καινούργιο καπιταλιστικό παράδειγμα εξελίσσεται και ωριμάζει. “Κάτι συμβαίνει” σε πολλά επιμέρους πεδία της καθημερινότητας (εργασιακής ή όχι), των κοινωνικών σχέσεων... “Κάτι συμβαίνει” ειδικότερα με αυτό που ιστορικά έχει ονομαστεί σκέψη· και είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν μελλοντικά (ή μήπως ήδη τώρα;) μπορούμε να χρησιμοποιούμε αυτή τη λέξη με το παραδοσιακό της νόημα.

Το κείμενο που ακολουθεί είναι το πρώτο μιας σειράς αναφορών (τον αριθμό των οποίων δεν μπορούμε να προβλέψουμε ακόμα) για να ρίξουμε κάποιο φως στην γενεαλογία και στη συγκυρία της συμβολής των τεχνο-επιστημών στη μηχανοποίηση, και την επιβολής του modus operandi των μηχανών σ’ όλο και ευρύτερα πεδία της ζωής μας. Ειδικά στη σκέψη [1Αυτή η σειρά κειμένων είναι μια αρκετά εκτεταμένη εκδοχή της εισήγησης που παρoυσιάστηκε στο φεστιβάλ του game over 2015, με τίτλο: ο Ταίηλορ στη Silicon Valey, η τεχνοεπιστονική διαχείριση της σκέψης. Η γραπτή εκδοχή εκείνης της εισήγησης, μαζί με τις γραπτές εκδοχές των εισηγήσεων των επόμενων ημερών (Το έμφυλο σώμα στον καθρέφτη των νέων τεχνολογιών, και ο δρόμος που φτιάχτηκε περπατώντας: μια ιστορία για την σχέση κοινωνίας και τεχνικής), μαζί με άλλο υλικό απ’ το φεστιβάλ, θα περιλαμβάνεται στην after-fest επιθεώρηση, που αναμένεται σύντομα.]. Επιχειρούμε μια σχετικά συστηματική προσέγγιση σ’ “αυτό που συμβαίνει” αλλά διαφεύγει γενικά της προσοχής, όχι σαν ειδικοί αλλά απ’ την εργατική σκοπιά (την οποία θεωρούμε όχι μόνο ικανή αλλά και αρμόδια!).
Το ξέρουμε προκαταβολικά ότι τέτοια ζητήματα θεωρούνται “εκτός μόδας”. Δεν μας πειράζει. Την απάντηση δεν θα την δώσουν ούτε οι ατζέντηδες της βλακείας ούτε οι εχθροί της τάξης μας. Θα την δώσει η Ιστορία.

κάπου, κάπως, κάποτε, κάποιος Ταίηλορ: τόσο παλιά, τόσο κοντά...

Η εκστρατεία πολλών μεταρρυθμιστών για την διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος αποφάσεων βασισμένο στα data, στα σχολεία και στη διοίκηση, δεν ξεκίνησε την περασμένη δεκαετία. Οι ρίζες της πάνε πίσω στον Frederick Winslow Taylor και στο scientific management, έναν αιώνα πριν...

Big Data, Algorithms, and Professional Judgment in Reforming Schools, part 1
Larry Cuban, 9 Γενάρη 2013

Δεν μπορούμε να καταλάβουμε τι είναι το software αν δεν καταλάβουμε την σημασία του Frederick Winslow Taylor (1856 - 1915). Ο Taylor, φυσικά, δεν είχε σχέση με το software όπως το καταλαβαίνουμε σήμερα. Δεν ασχολήθηκε με την φύση της διανοητικής εργασίας, ούτε ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τις υπολογιστικές μηχανές της εποχής του, πέρα βέβαια απ’ τον λογαριθμικό κανόνα. ... Αλλά ο Taylor συνειδητοποίησε κάτι σημαντικό για τον ρόλο της συστηματικής γνώσης στην παραγωγική διαδικασία, έναν ρόλο που τελικά υπηρετείται απ’ το software...

The Context for Technology, [technology.djaghe.com], 5 Αυγούστου 2014

Αυτή η αναφορά γράφτηκε με τρεις στόχους.
Πρώτον, να δείξει μέσα από μια σειρά απλών παραδειγμάτων, τις μεγάλες απώλειες που έχει ολόκληρη η χώρα εξαιτίας της αναποτελεσματικότητας σχεδόν στο σύνολο των καθημερινών μας ενεργειών.
Δεύτερο, να προσπαθήσει να πείσει τον αναγνώστη ότι η αντιστροφή αυτής της αναποτελεσματικότητας έγκειται στη συστηματική διαχείριση και όχι στην αναζήτηση κάποιων ασυνήθιστων ή σπάνιων ανθρώπων.
Τρίτον, για να αποδείξει ότι η καλύτερη διεύθυνση είναι μια αληθινή επιστήμη, που βασίζεται σε ξεκάθαρους νόμους, κανόνες και αρχές, σαν θεμέλιά της. Και επιπλέον, να δείξει ότι τα βασικά στοιχεία της επιστημονικής διαχείρισης είναι εφαρμόσιμα σε όλα τα είδη των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, απ’ τις απλούστερες ατομικές πράξεις ως το έργο των μεγάλων επιχειρήσεών μας, που απαιτούν την πιο αποδοτική συνεργατικότητα. Και, σύντομα, μέσα από μια σειρά παραδειγμάτων, να πείσει τον αναγνώστη πως οπουδήποτε αυτά τα βασικά στοιχεία εφαρμόζονται σωστά, τα αποτελέσματα θα έρθουν· αποτελέσματα που θα είναι στ’ αλήθεια εντυπωσιακά.
...
Ελπίζω ότι θα γίνει καθαρά στους αναγνώστες ότι τα ίδια βασικά στοιχεία μπορούν να εφαρμοστούν σε όλες τις κοινωνικές δραστηριότητες: στη διαχείριση των σπιτιών μας· στη διοίκηση των κτημάτων μας· στη διοίκηση των εμπορικών μας εγκαταστάσεων, μικρών και μεγάλων· στις εκκλησίες μας, στα φιλανθρωπικά μας ιδρύματα, στα πανεπιστήμιά μας και στις κυβερνητικές υπηρεσίες μας.

Frederick Winslow Taylor: The Principles of Scientific Managmenet, 1911

Δεν μπορούμε να καταλάβουμε τι είναι το software (και θα προσθέσαμε: η κυβερνητική, η σύγχρονη βιολογία, οι νανοτεχλογίες...) αν δεν καταλάβουμε τι είναι αυτό που έκανε ο Taylor; Σοβαρά; Τι δουλειά έχει ένας τόσο “παλιός” στον θαυμαστό καινούργιο κόσμο μας; Δεν είναι αρκετός ο (συνήθως ανομολόγητος) φετιχισμός (των μηχανών, των εμπορευμάτων) για να καταλαβαίνουμε τι - είναι - τι; Δεν είναι επαρκής η απάντηση “... είναι ό,τι κάνει”;
Έτσι είναι για όποιον θέλει να είναι έτσι...

ο Ταίηλορ απευθύνεται στον κόσμο: να κυνηγήσουμε αποτελεσματικά τον χαμένο χρόνο...

Το βασικό γραπτό έργο του Taylor είναι το The Principles of Scientific Management, που εκδόθηκε το 1911. Πρόκειται για ένα σχετικά μικρό (σίγουρα αν συγκριθεί με το ιστορικό του βάρος!) βιβλίο 145 σελίδων που δείχνει να συμμετέχει σε κάποιον “διάλογο” υπέρ ή κατά της “επιστημονικής διοίκησης” των εργαστηρίων και των εργοστασίων, χρησιμοποιώντας επιχειρήματα “κατά” (μιας τέτοιου είδους διοίκησης) για να τα απαντήσει / αντιστρέψει σε “υπέρ” της. Με το κείμενό του αυτό ο Taylor αποσκοπεί να πείσει... ποιους; Αφενός τους βιομήχανους της εποχής του, αφετέρου τους πολιτικούς. Εν τέλει την εγγράμματη κοινή γνώμη. Η μέθοδός του έχει να δείξει αξιοσημείωτες επιτυχίες, ήδη, το 1911. Αλλά υπάρχει ακόμα ένας διπλός φόβος σε σχέση μ’ αυτήν. Απ’ την μεριά των εργοδοτών: μήπως μ’ αυτόν τον τρόπο “κλωτσήσουμε την σφιγγοφωλιά” των συνδικάτων, κι αντί για όφελος έχουμε την ζημιά απεργιών; Απ’ την μεριά των πολιτικών και του κοινού: είναι πράγματι για το όφελος των πάντων, εργαζόμενων και εργοδοτών, αυτή η καινούργια μέθοδος; Ο Taylor με το The Principles of Scientific Management επιχειρεί να απαντήσει και στους δύο φόβους, και στις δύο αναστολές. Και έτσι έχουμε μια απλή στη γραφή της και σφικτή στο περιεχόμενό της διακήρυξη, απ’ την μεριά κάποιου που είναι πρωτοπόρος (αν και όχι μοναδικός) σε ένα εγχείρημα που, αφότου υιοθετήθηκε, αποδείχθηκε ένα ιστορικό άλμα χωρίς προηγούμενο στην ιστορία της ανθρωπότητας· ένα άλμα καπιταλιστικό.
Η εισαγωγή / πρόλογος του The Principles of Scientific Management (για το εγγράματο κοινό των αρχών του 20ου αιώνα ο πρόλογος δεν ήταν κάτι που το βαριόμαστε και το προσπερνάμε...) ξεκινάει ως εξής:

Ο πρόεδρος Roosevelt, στην ομιλία του στους κυβερνήτες στο Λευκό Οίκο, με προφητικό τρόπο σημείωσε το εξής: “Η διατήρηση των εθνικών μας πόρων είναι μόνο η προϋπόθεση ενός μεγαλύτερου ερωτήματος, που αφορά την εθνική μας αποτελεσματικότητα”.
Όλη η χώρα αναγνώρισε αμέσως την σημασία του να διατηρήσουμε τους υλικούς μας πόρους, και γεννήθηκε ένα μεγάλο κίνημα που θα πετύχει σ’ αυτό το θέμα. Προς το παρόν ωστόσο δίνουμε μικρή σημασία στο “μεγαλύτερο ερώτημα που αφορά την αύξηση της εθνικής αποτελεσματικότητάς μας”.
Βλέπουμε τα τα δάση μας να εξαφανίζονται, τα υδάτινα αποθέματά μαςνα μειώνονται, το χώμα μας να καταλήγει στη θάλασσα απ’ τις πλημμύρες· και η εξάντληση των κοιτασμάτων μας σε άνθρακα και σίδηρο είναι ήδη ορατή. Αλλά οι ακόμα μεγαλύτερες σπατάλες μας σε ανθρώπινο κόπο, που γίνονται καθημερινά απ’ τις αλόγιστες, κακοοργανωμένες και αναποτελεσματικές πράξεις μας, στις οποίες ο κύριος Roosevelt αναφέρθηκε σαν έλλειψη “εθνικής αποτελεσματικότητας”, είναι λιγότερο ορατές, λιγότερο άξιες προβληματισμού, και τελικά δεν εκτιμώνται σαν αυτές που είναι.
...
Η αναζήτηση καλύτερων, πιο αποτελεσματικών ανδρών, απ’ τους προέδρους των μεγάλων επιχειρήσεών μας μέχρι κάτω, τους υπηρέτες των σπιτιών μας, δεν ήταν ποτέ τόσο κρίσιμη όσο σήμερα. Και περισσότερο από ποτέ στο παρελθόν, η ζήτηση για τέτοιους άνδρες είναι μεγαλύτερη απ’ την προσφορά.
...
Στο παρελθόν η κυρίαρχη ιδέα μπορούσε να εκφραστεί με την φράση “οι ηγέτες της βιομηχανίας γεννιούνται, δεν γίνονται”. Και η άποψη ήταν πως άπαξ και βρει κάποιος τους κατάλληλους ανθρώπους, οι μέθοδοι θα μπορούν με σιγουριά να ανατεθούν σ’ αυτούς. Στο μέλλον θα φανεί ότι οι ηγέτες μας θα πρέπει να εκπαιδευτούν σωστά πέρα απ’ το γεννηθούν σαν τέτοιοι, και ότι κανένας μεγάλος άνδρας (με την έννοια του παλιού συστήματος διοίκησης) δεν θα μπορεί να αναμετρηθεί με έναν αριθμό κανονικών, συνηθισμένων ανδρών που θα έχουν εκπαιδευτεί κατάλληλα για να συνεργάζονται υπέρ της αποτελεσματικότητας.
Στο παρελθόν η προσωπικότητα ήταν αυτό που είχε τη μεγαλύτερη σημασία· στο μέλλον το σύστημα θα είναι το σημαντικότερο.
...

Σε τι αναφέρεται ο Taylor; Ο πρόεδρος Roosevelt δεν είναι, βέβαια, ο γνωστός δημοκρατικός Fraklin Delano Roosevelt, 32ος πρόεδρος των ηπα ανάμεσα στο 1933 και στο 1945 (όταν πέθανε), εφαρμοστής του new deal και του κεϋνσιανισμού. Είναι ένας προηγούμενος συνώνυμος, o Theodore Roosevelt, 26ος πρόεδρος των ηπα, απ’ το 1901 ως το 1909. Ο συντηρητικός Th. Roosevelt θεωρείται απ’ της ηγετικές φυσιογνωμίες έκφρασης και υποστήριξης της “προοδευτικής περιόδου” (progressive era), ενός χαρακτηρισμού που αφορά την εμφάνιση στις ηπα, στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου, του κινήματος αποτελεσματικότητας. Που κορυφώθηκε ανάμεσα στο 1890 και το ξέσπασμα της Μεγάλης Κρίσης.
Η “προοδευτική περίοδος” και το “κίνημα αποτελεσματικότητας” ήταν ένα ενδιαφέρον διανοητικό και πρακτικό ρεύμα ανανεωμένου και δυναμικού “ασκητισμού” και “οργανωτικότητας / μεθοδικότητας”, που ακολούθησε την “περίοδο της ανασυγκρότησης”, αμέσως μετά το τέλος του αμερικανικού εμφυλίου (το 1865). Οι σχετικά φιλελεύθεροι του βορρά είχαν νικήσει τους ρατσιστές φεουδάρχες του νότου σ’ αυτόν τον εμφύλιο, και η μισθωτή σχέση (αντί για την δουλεία) είχε αναγνωριστεί οριστικά σαν η πρέπουσα διέπουσα αρχή για την εργασία.
Για τα αμερικανικά δεδομένα το “κίνημα αποτελεσματικότητας” έμελλε να αποδειχθεί, είτε οι εμπνευστές και οι οπαδοί του το είχαν συνείδηση είτε όχι, το άλμα προς ένα κράτος / κεφάλαιο δυναμικό, επεκτατικό, ένα κράτος / κεφάλαιο άμεσης ή έμμεσης “κατάκτησης πόρων”. Ο ανθρωπισμός που είχε ζεστάνει την κατάργηση της δουλείας έπρεπε να αντικατασταθεί από μια καινούργια και ανώτερη αρετή: την “αποτελεσματικότητα”.
Αλλά αυτό δεν ήταν μόνο αμερικανικό φαινόμενο, ούτε η (ιμπεριαλιστική) απόδειξή του αποκλειστικά αμερικανική υπόθεση. Το “κίνημα αποτελεσματικότητας” απέκτησε οπαδούς μεταξύ των μεσαίων και των ανώτερων αστικών τάξεων επίσης στην αγγλία, την γαλλία, την γερμανία, την ιαπωνία· ακόμα και την μετεπαναστατική ρωσία, στις γραμμές των μπολσεβίκων. Στόχος του κινήματος ήταν ο εντοπισμός και η μείωση της σπατάλης δυνάμεων ή/και υλικών σ’ όλες τις πλευρές της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, και η ανακάλυψη των βέλτιστων πρακτικών σε κάθε πλευρά των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Πέρα, λοιπόν, απ’ τον αμερικανικό, τον αγγλικό ή τον γερμανικό προτεσταντισμό, θα πρέπει να καταλάβουμε ένα ευρύ αίτημα αποτελεσματικότητας (στη δημόσια και την ιδιωτική ζωή, στις επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά) που αποτελεί, εξ αρχής ή εν τέλει, μια αλληγορία για την εργασία και την διοίκηση. Καθόλου συμπτωματικά αυτό το αίτημα θα διατυπωθεί “απ’ τα πάνω”, απ’ τις μεσαίες και τις ανώτερες τάξεις, στην αυγή του δεύτερου κύματος της βιομηχανικής επανάστασης, και μιας σημαντικής Αλλαγής Παραδείγματος.
Ανάμεσα στα βασικά αποτελέσματα του “κινήματος αποτελεσματικότητας” και των απαιτήσεων / στοχεύσεών του, ήταν ο πολλαπλασιασμός των ερευνητικών ινστιτούτων κάθε είδους στα πανεπιστήμια, η δημιουργία σπουδών “διοίκησης επιχειρήσεων” και εφαρμοσμένης μηχανικής, η δημιουργία ερευνητικών κέντρων ακόμα και στους δήμους, η αναδιοργάνωση των νοσοκομείων και των ιατρικών σχολών, αλλά και των μεθόδων γεωργικής εκμετάλλευσης. Μια καινούργια “υποκειμενικότητα” (ένα καινούργιο κοινωνικό “στρώμα”), ούτε ιδιοκτητών ούτε εργατών αλλά “ειδικών” της αποτελεσματικότητας, γεννιέται μέσα απ’ αυτό το κίνημα σαν απόλυτα αναγκαίο για την κοινωνική ευημερία: οι τεχνοκράτες  μάνατζερς. Η μελέτη, η ανάλυση, η “εξορθολογικοποίηση” διάφορων μορφών εργασίας (είτε άμεσα παραγωγικού είτε διοικητικού χαρακτήρα) θα γίνει το μεγάλο ζητούμενο, στο όνομα της καταπολέμησης της σπατάλης πόρων και κόπου, και της αποτελεσματικότερης αξιοποίησής τους.

Ο Taylor είναι τέκνο και αυτού του “κινήματος αποτελεσματικότητας”. Φαίνεται καθαρά απ’ τα αποσπάσματα της εισαγωγής, πιο πάνω. Ή, αν το θέσουμε διαφορετικά, ο κάπως υποχόνδριος σαν χαρακτήρας Taylor, με την έφεση στις μετρήσεις και στην ταξινόμηση, βρίσκει στο “κίνημα αποτελεσματικότητας” την εποχή του κι έναν χρήσιμο ρόλο σ’ αυτήν.
Και τι κάνει; “Κατεβάζει” έναν συνδυασμό επιστημονικών γνώσεων της εποχής του στα σκοτεινά και βρώμικα εργαστήρια ή/και εργοστάσια του καιρού του, στις “ανυπόληπτες” χειρωνακτικές δουλειές, στους μαστόρους και στους χαμάληδες, και με σημαία του αυτές τις γνώσεις κυρήσσει πόλεμο στο εργατικό χασομέρι χαρακτηρίζοντάς το πρακτική “σπατάλης πόρων και κόπου”. Η αντιμετώπιση του χαμένου (εργασιακού) χρόνου διατρέχει απ’ την αρχή μέχρι το τέλος το The Principles of Scientific Management. Με την βεβαιότητα ότι αν το χασομέρι εξαφανιστεί απ’ τις δουλειές, τότε ωφελημένοι δεν θα είναι μόνο οι εργοδότες αλλά και οι εργαζόμενοι· κάτι που απασχολεί ιδιαίτερα τον Taylor:

...
Όταν έχουμε να κάνουμε με μια σύνθετη βιομηχανική επιχείρηση, μπορεί να γίνει εντελώς σαφές ότι η μεγαλύτερη και διαρκής ευημερία για τον εργάτη, συνδυασμένη με την μεγαλύτερη ευημερία για τον εργοδότη, μπορεί να επιτευχθεί μόνο όταν η δουλειά σ’ αυτή την επιχείρηση γίνεται με την κατά το δυνατόν μικρότερη δαπάνη ανθρώπινης προσπάθειας, συνδυασμένη με την μικρότερη κατά το δυνατόν δαπάνη φυσικών πόρων και το μικρότερο κατά το δυνατόν κόστος χρήσης του κεφαλαίου με την μορφή των μηχανών, των κτιρίων, κλπ. Ή, για να το πούμε διαφορετικά: η μεγαλύτερη ευημερία μπορεί να υπάρξει μόνο σαν αποτέλεσμα της μεγαλύτερης κατά το δυνατόν παραγωγικότητας των εργατών και των μηχανών στη δοσμένη επιχείρηση· κάτι που συμβαίνει όταν κάθε εργάτης και κάθε μηχανή βγάζουν τη μέγιστη εφικτή παραγωγή.
...
Αυτά μπορεί να μοιάζουν αυτονόητα. Αλλά δεν είναι... Όταν ο εργάτης πηγαίνει στη δουλειά, αντί να κάνει την μεγαλύτερη δυνατή προσπάθεια να βγάλει την μέγιστη κατά το δυνατόν δουλειά, στην πλειονότητα των περιπτώσεων θα προσπαθήσει να κάνει όσο λιγότερη δουλειά μπορεί, αρκεί να μην διακινδυνέψει τη θέση του. Θα κοιτάξει να βγάλει αισθητά λιγότερη δουλειά απ’ ότι θα μπορούσε, και σε πολλές περιπτώσεις όχι περισσότερη απ’ το ένα τρίτο ή την μισή της κανονικής δουλειά μιας μέρας... Η εσκεμμένα αργή δουλειά, το να δουλεύει κανείς αργά ώστε να μην βγάλει τη δουλειά που θα μπορούσε, η “λούφα” όπως λέγεται εδώ, είναι σχεδόν παγκόσμιο φαινόμενο στις βιομηχανικές επιχειρήσεις, και επεκτείνεται επίσης και στις κατασκευές.
...

Ο Taylor, μέσα απ’ τα ίδια του τα λόγια (και τα έργα) αυτο-ανακηρρύσεται λοιπόν σε σταυροφόρο της αποτελεσματικότητας (στις χειρωνακτικές δουλειές), δηλαδή σε επιστημονικό σχεδιαστή της μέγιστης παραγωγικότητας της χειρωνακτικής εργασίας. Αυτό, κατά τη γνώμη του, δεν μπορεί να γίνει με νουθεσίες προς τους εργάτες και τους μαστόρους. Αυτοί ξέρουν πολύ καλά πως να λουφάρουν, πως να χασομερούν, ξέρουν ακόμα και να κάνουν ζημιές στις μηχανές με σκόπιμα λαθεμένη χρήση τους, αν τους ζορίσει κανείς παραπάνω· κι ύστερα να σταυρώνουν τα χέρια λέγοντας “... χάλασε”. Ξέρουν ότι η χαλαρότητα στη δουλειά είναι το συμφέρον τους - κάτι που ο Taylor αναγνωρίζει σαν δεδομένο. Δεν μπορεί να γίνει επίσης, ούτε κατά διάνοια, με ανοικτή βία - ο καιρός της δουλείας έχει περάσει ανεπιστρεπτή.
Ο μόνος τρόπος να επιτευχθεί (λέει ο Taylor - και το εννοεί) η μέγιστη παραγωγικότητα της εργασίας, και μάλιστα χωρίς την εξόντωση των εργατών αλλά με εξοικονόμηση δυνάμεων και υπέρ τους, είναι να μπει ο επιστήμονας (σαν μηχανικός, αλλά και σαν ψυχολόγος, σαν βιολόγος, σαν μαθηματικός) στο εργαστήριο· να απλώσει τα επιστημονικά εργαλεία του· να χρονομετρήσει, να αναλύσει, να καταγράψει, να ταξινομήσει· να εντοπίσει με ακρίβεια κάθε “χαμένο χρόνο”, κάθε περιττή κίνηση, κάθε κόλπο της λούφας, και τα βάλει όλα αυτά στην άκρη· κι ύστερα να ανασυνθέσει τις απολύτως απαραίτητες κινήσεις, πράξεις, ενέργειες, σε ένα γραμμική συνέχεια επιστημονικής οργάνωσης (της Α ή της Β εργασίας)· να κατανείμει τα εργασιακά καθήκοντα, αν χρειάζεται, σε διαφορετικές θέσεις και διαφορετικούς ανθρώπους· να επανασχεδιάσει όπου χρειάζεται τις μηχανές ώστε να αξιοποιούν στο μέγιστο την όποια μαθηματικά / μηχανικά / σειριακά προσδιορισμένη εργασιακή αλληλουχία κινήσεων· και να προσφέρει στους εργάτες και στους μαστόρους μια αισθητά καλύτερη αμοιβή (ένα αισθητά καλύτερο μεροκάματο) ώστε να δεχτούν πρώτα να δοκιμάσουν και ύστερα να αποδεχθούν τους καινούργιους κανόνες, τις καινούργιες νόρμες. Σίγουροι ότι δεν “ξεπατώνονται”, άρα ότι τους συμφέρει...

Όταν ο Taylor έγραφε και εξέδιδε το The Principles of Scientific Management, δεν μιλούσε με διακηρύξεις. Μιλούσε εκ πείρας. Είχε πίσω του τουλάχιστον 20 χρόνια μελετών και εφαρμογών της “επιστημονικής δεοντολογίας” στην οργάνωση της εργασίας σε διάφορα (όχι πολλά...) εργοστάσια των ηπα, κυρίως αλλά όχι μόνο μηχανουργεία· δικές του μελέτες και εφαρμογές, αλλά και άλλων. Μπορούσε να επιδείξει αποτελέσματα. Κυρίως μπορούσε να αποδείξει σε εργοδότες που είχαν τον φόβο της αντίδρασης των συνδικάτων, πως εάν κινηθούν με σωστό ρυθμό (όχι βιαστικά ούτε υπερβολικά αργά) κι αν προβάλουν σωστά τα κίνητρα / οφέλη για τους εργάτες, τα συνδικάτα ή οι κατά τόπους εργατικές παρέες δεν θα καταφέρουν να εμποδίσουν την επιστημονική οργάνωση. Στο κάτω κάτω (θα υποστηρίξει) παρότι ο καθένας μπορεί να έχει μια φυσική τάση να “δουλεύει με το μαλακό” ή παρότι οι παρέες των μαστόρων και των ανειδίκευτων έχουν σαν δόγμα τους το “γιατί να κάνω κάτι παραπάνω αφού πάλι τα ίδια λεφτά θα πάρω;”, αν μπορούσαν να βεβαιωθούν (κάποιοι λίγοι στην αρχή) ότι η επιστημονική οργάνωση δεν συνεπάγεται περισσότερη κούραση, προσφέρει όμως καλύτερα μεροκάματα, με τί επιχειρήματα θα μπορούσε να διατηρηθεί ο παλιός τρόπος και το χασομέρι;

Έχουν γραφτεί διάφορα εναντίον του Ταίλορ, του ταιηλορισμού, του scientific management που εισηγήθηκε [2Στην πρώτη φάση της καθιέρωσής τους, στις αρχές του 20ου αιώνα, υπήρξαν σποραδικές εργατικές αντιδράσεις. Η μαζική αντίδραση στον ταιηλορισμό και η στοχοποίηση του scientific management ξέσπασε μερικές δεκαετίες αργότερα, στα ‘60s και στα ‘70s, σ’ όλον τον τότε αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο, σε ανατολή και δύση. Τότε και μόνον τότε ο ταιηλορισμός εκτός από στόχος ατελείωτων σαμποτάζ έγινε αντικείμενο κριτικής ανάλυσης εκ μέρους ριζοσπαστών εργατών και διανοούμενων. Και πάλι δεν ήταν σε καμία περίπτωση το σύνολο εκείνου που θα ονομάζαμε “αριστερά” που ανέλαβε αυτό το έργο. Ήταν, μάλλον, ένα μικρό μέρος διάφορων αιρετικών, μεταξύ των οποίων με εμφατικό τρόπο οι ιταλοί αυτόνομοι.
Αν τα θυμίζουμε αυτά είναι επειδή και σήμερα τόσο η ιστορική αναφορά όσο και η κριτική ανάλυση των σύγχρονων ταιηλορικών μορφών οργάνωσης της εργασίας (και των συνεπειών τους) είναι αιρετική ενασχόληση. Πολύ πιο εύκολο να θεωρηθεί τέτοια εφόσον δεν έχουν ξεσπάσει μαζικές αρνήσεις σ’ αυτό που ορισμένοι ειδικοί ονομάζουν “σούπερ - ταιηλορισμό”... Θα βρείτε ελάχιστους / ελάχιστες (ειδικά στα επαρχιώτικα μέρη μας) που να θεωρούν σοβαρά τέτοια ζητήματα, σαν μέρος της σύγχρονης εργατικής κριτικής. Θα βρείτε ελάχιστους που να συνάγουν συμπεράσματα γενικότερης εμβέλειας απ’ τέτοιου είδους αναλύσεις των χωρο/χρόνων εργασίας (και, τελικά, όχι μόνον).
]. Κατά την γνώμη μας όμως διέφυγε “κάτι” που το κρίνουμε σημαντικό· σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα αυτό το “κάτι” διαστρεβλώθηκε: ο Taylor μετέφερε και εφάρμοσε στους χώρους / χρόνους της χειρωνακτικής εργασίας ένα μοντέλο συστηματοποίησης και οργάνωσης που είχε ήδη ωριμάσει σε κρίσιμα πεδία της διανοητικής εργασίας! Μετέφερε το “μοντέλο” της επιστημονικής γνώσης (της οποίας κάτοχοι ήταν, προφανώς, ειδικοί υψηλού status) εναντίον του “μοντέλου” της εμπειρικής γνώσης - της οποίας κάτοχοι ήταν οι μάστοροι, οι τεχνίτες, οι εμπειροτέχνες του καιρού του. Δεν ήταν, απλά, ζήτημα “γνωσιακής αξιοπιστίας”· ούτε, καν, ζήτημα “αποτελεσματικότητας”. Είναι κυρίως - και ο Taylor δεν το έκρυβε - ζήτημα κοινωνικών σχέσεων. Ζήτημα εξουσίας.
Η πόλωση ανάμεσα στην “επιστήμη” (και σύντομα τεχνολογία / επιστήμη) με την έννοια ενός “σώματος γνώσης” συγκροτημένου με συγκεκριμένο τρόπο, και στην “εμπειρία” με την έννοια πάλι ενός “σώματος γνώσης” συγκροτημένου με εντελώς διαφορετικό τρόπο, η επίθεση της πρώτης στη δεύτερη, η ακύρωση της όποιας αξίας της δεύτερης απ’ την πρώτη, και εν τέλει η ηγεμονία των ειδικών (της επιστημονικής γνώσης) πάνω στους ανειδίκευτους (της εμπειρικής) είναι κάτι που διατρέχει όλον τον 20ο αιώνα και τις αρχές του 21ου, εντατικοποιούμενο διαρκώς. Η ιστορική και πολιτική σημασία αυτής της πόλωσης (και της αδιάλλακτης επιθετικότητας των “επιστημόνων” απέναντι σε οτιδήποτε έχει χαρακτηριστεί “μη επιστημονικό”, με πλήρη αδιαφορία εκ μέρους τους για την διάκριση μεταξύ των κοινωνικά επικίνδυνων προλήψεων και της κοινωνικά χρήσιμης εμπειροτεχνίας) διέφυγε για πολλές δεκαετίες της προσοχής [3Για παράδειγμα, ο γενικά διεισδυτικός Braverman, στο εργασία και μονοπωλιακό κεφάλαιο, η υποβάθμιση της εργασίας στον 20ο αιώνα (εκδ. της Λέσχης Κατασκόπων του 21ου Αιώνα), γράφει (σελ. 102):
... Το λεγόμενο επιστημονικό μάνατζμεντ ήταν μια απόπειρα εφαρμογής επιστημονικών μεθόδων για την επίλυση των προβλημάτων ελέγχου της εργασίας, τα οποία εμφανιζονταν με όλο και πιο περίπλοκες μορφές στο εσωτερικό των ραγδαία αναπτυσσόμων καπιταλιστικών επιχειρήσεων, την περίοδο που το “κίνημα” έκανε την εμφάνισή του. Συνεπώς, το λεγόμενο επιστημονικό μάνατμεντ δεν διαθέτει κανένα από τα χαρακτηριστικά μιας αληθινής επιστήμης, και αυτό γιατί οι αρχικές του υποθέσεις δεν είναι παρά οι απόψεις του καπιταλιστική σχετικά με τις παραγωγικές σχέσεις. Παρά τους περιστασιακούς ισχυρισμού περί του αντιθέτου, το λεγόμενο επιστημονικό μάνατζμεντ δεν έχει τις αφετηρίες του στην ανθρώπινη αντίληψη και τις ανθρώπινες ανάγκες, αλλά στις αντιλήψεις του καπιταλιστή και τις δικές του ανάγκες, τις ανάγκες δηλαδή που συνεπάγεται η διοίκηση μιας διόλου συνεργάσιμης εργατικής δύναμης μέσα σ’ έξνα πλαίσιο ανταγωνιστικών παραγωγικών σχέσεων. Το λεγόμενο επιστημονικό μάνατζμεντ δεν κάνει καμιά προσπάθεια να εντοπίσει τα αίτια αυτής της κατάστασης, αλλά τη δέχεται σαν αδιαμφισβήτητο δεδομένο, σαν “φυσική” συνθήκη. Δεν ερευνά την εργασία γενικώς, αλλά την προσαρμογή της εργασίας στις ανάγκες του κεφάλαιου. Και δεν εισέρχεται στους χώρους εργασίας σαν εκπρόσωπος της επιστήμης, αλλά σαν εκπρόσωπος των αφεντικών της παραγωγής που μεταμθιέστηκε άτσαλα σε επιστήμη φορώντας φύρδην μίγδην ό,τι κουρέλια βρήκε μπρος του. ...
Αν και μαρξιστής ο Braverman φαίνεται να έχει ξεχάσει, στο συγκεκριμένο σημείο τουλάχιστον, τα λόγια του Μαρξ ήδη απ’ την εποχή του “κομμουνιστικού μανιφέστου”, για την επιστράτευση των “χθόνιων δυνάμεων” της επιστήμης και της τεχνικής από την αστική τάξη· χωρίς να αμφισβητεί ο Μαρξ το ότι αυτή η επιστρατευμένη επιστήμη είναι “αληθινή” (κι όχι μια ... κουρελού). Συνεπώς ακόμα και ένας Braverman ηθικολογεί σε ότι αφορά την επιστημονικότητα του “επιστημονικού μάνατζμεντ”, ξεμπερδεύοντας με το θέμα.
]. 
Όμως αυτό ακριβώς, δηλαδή η επιστημονική - τάξη - του - σκέπτεσθαι (και πράτειν), που σε κάποια φάση έγινε τεχνο/επιστημονική, και πλέον καθαρά τεχνολογική, κρυμμένη πίσω από ένα συζητήσιμο όνομα, αυτό του ορθολογισμού, είναι που συνδέει αμετάκλητα τον Taylor με τον Turing (για παράδειγμα), και τον Turing με το τελευταίο μοντέλο του iphone και τους χρήστες του. Είναι γι’ αυτόν τον λόγο που ισχύει ότι “δεν μπορεί κανείς να καταλάβει την σημασία του software αν δεν καταλάβει την σημασία του Taylor”.
Συνεπώς, στο επόμενο τεύχος, θα θυμηθούμε ορισμένα δυνατά σημάδια της συγκρότησης αυτής της “τάξης του σκέπτεσθαι”, που προηγήθηκαν του Taylor και του scientific management, αλλά ήταν οι ικανές και αναγκαιες συνθήκες τους.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 - Αυτή η σειρά κειμένων είναι μια αρκετά εκτεταμένη εκδοχή της εισήγησης που παρoυσιάστηκε στο φεστιβάλ του game over 2015, με τίτλο: ο Ταίηλορ στη Silicon Valey, η τεχνοεπιστονική διαχείριση της σκέψης. Η γραπτή εκδοχή εκείνης της εισήγησης, μαζί με τις γραπτές εκδοχές των εισηγήσεων των επόμενων ημερών (Το έμφυλο σώμα στον καθρέφτη των νέων τεχνολογιών, και ο δρόμος που φτιάχτηκε περπατώντας: μια ιστορία για την σχέση κοινωνίας και τεχνικής), μαζί με άλλο υλικό απ’ το φεστιβάλ, θα περιλαμβάνεται στην after-fest επιθεώρηση, που αναμένεται σύντομα.
[ επιστροφή ]

2 - Στην πρώτη φάση της καθιέρωσής τους, στις αρχές του 20ου αιώνα, υπήρξαν σποραδικές εργατικές αντιδράσεις. Η μαζική αντίδραση στον ταιηλορισμό και η στοχοποίηση του scientific management ξέσπασε μερικές δεκαετίες αργότερα, στα ‘60s και στα ‘70s, σ’ όλον τον τότε αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο, σε ανατολή και δύση. Τότε και μόνον τότε ο ταιηλορισμός εκτός από στόχος ατελείωτων σαμποτάζ έγινε αντικείμενο κριτικής ανάλυσης εκ μέρους ριζοσπαστών εργατών και διανοούμενων. Και πάλι δεν ήταν σε καμία περίπτωση το σύνολο εκείνου που θα ονομάζαμε “αριστερά” που ανέλαβε αυτό το έργο. Ήταν, μάλλον, ένα μικρό μέρος διάφορων αιρετικών, μεταξύ των οποίων με εμφατικό τρόπο οι ιταλοί αυτόνομοι.
Αν τα θυμίζουμε αυτά είναι επειδή και σήμερα τόσο η ιστορική αναφορά όσο και η κριτική ανάλυση των σύγχρονων ταιηλορικών μορφών οργάνωσης της εργασίας (και των συνεπειών τους) είναι αιρετική ενασχόληση. Πολύ πιο εύκολο να θεωρηθεί τέτοια εφόσον δεν έχουν ξεσπάσει μαζικές αρνήσεις σ’ αυτό που ορισμένοι ειδικοί ονομάζουν “σούπερ - ταιηλορισμό”... Θα βρείτε ελάχιστους / ελάχιστες (ειδικά στα επαρχιώτικα μέρη μας) που να θεωρούν σοβαρά τέτοια ζητήματα, σαν μέρος της σύγχρονης εργατικής κριτικής. Θα βρείτε ελάχιστους που να συνάγουν συμπεράσματα γενικότερης εμβέλειας απ’ τέτοιου είδους αναλύσεις των χωρο/χρόνων εργασίας (και, τελικά, όχι μόνον).
[ επιστροφή ]

3 - Για παράδειγμα, ο γενικά διεισδυτικός Braverman, στο εργασία και μονοπωλιακό κεφάλαιο, η υποβάθμιση της εργασίας στον 20ο αιώνα (εκδ. της Λέσχης Κατασκόπων του 21ου Αιώνα), γράφει (σελ. 102):

...
Το λεγόμενο επιστημονικό μάνατζμεντ ήταν μια απόπειρα εφαρμογής επιστημονικών μεθόδων για την επίλυση των προβλημάτων ελέγχου της εργασίας, τα οποία εμφανιζονταν με όλο και πιο περίπλοκες μορφές στο εσωτερικό των ραγδαία αναπτυσσόμων καπιταλιστικών επιχειρήσεων, την περίοδο που το “κίνημα” έκανε την εμφάνισή του. Συνεπώς, το λεγόμενο επιστημονικό μάνατμεντ δεν διαθέτει κανένα από τα χαρακτηριστικά μιας αληθινής επιστήμης, και αυτό γιατί οι αρχικές του υποθέσεις δεν είναι παρά οι απόψεις του καπιταλιστική σχετικά με τις παραγωγικές σχέσεις. Παρά τους περιστασιακούς ισχυρισμού περί του αντιθέτου, το λεγόμενο επιστημονικό μάνατζμεντ δεν έχει τις αφετηρίες του στην ανθρώπινη αντίληψη και τις ανθρώπινες ανάγκες, αλλά στις αντιλήψεις του καπιταλιστή και τις δικές του ανάγκες, τις ανάγκες δηλαδή που συνεπάγεται η διοίκηση μιας διόλου συνεργάσιμης εργατικής δύναμης μέσα σ’ έξνα πλαίσιο ανταγωνιστικών παραγωγικών σχέσεων. Το λεγόμενο επιστημονικό μάνατζμεντ δεν κάνει καμιά προσπάθεια να εντοπίσει τα αίτια αυτής της κατάστασης, αλλά τη δέχεται σαν αδιαμφισβήτητο δεδομένο, σαν “φυσική” συνθήκη. Δεν ερευνά την εργασία γενικώς, αλλά την προσαρμογή της εργασίας στις ανάγκες του κεφάλαιου. Και δεν εισέρχεται στους χώρους εργασίας σαν εκπρόσωπος της επιστήμης, αλλά σαν εκπρόσωπος των αφεντικών της παραγωγής που μεταμθιέστηκε άτσαλα σε επιστήμη φορώντας φύρδην μίγδην ό,τι κουρέλια βρήκε μπρος του.
...

Αν και μαρξιστής ο Braverman φαίνεται να έχει ξεχάσει, στο συγκεκριμένο σημείο τουλάχιστον, τα λόγια του Μαρξ ήδη απ’ την εποχή του “κομμουνιστικού μανιφέστου”, για την επιστράτευση των “χθόνιων δυνάμεων” της επιστήμης και της τεχνικής από την αστική τάξη· χωρίς να αμφισβητεί ο Μαρξ το ότι αυτή η επιστρατευμένη επιστήμη είναι “αληθινή” (κι όχι μια ... κουρελού). Συνεπώς ακόμα και ένας Braverman ηθικολογεί σε ότι αφορά την επιστημονικότητα του “επιστημονικού μάνατζμεντ”, ξεμπερδεύοντας με το θέμα.
[ επιστροφή ]
κορυφή