Συγκέντρωση ελλήνων εναντίον των βουλγάρων στην οθωμανική Σαλονίκη το 1903.
Ένοπλη ελληνική συμμορία, τούρκοι στρατιώτες (αριστερά) και πρόβατο άγνωστης εθνικότητας...
|
|
Πώς φτιάχνονται τα «έθνη»; Eίναι δυνατόν να κατασκευαστούν, και κυρίως να αναγνωριστούν επίσημα, χωρίς μια κρατική μηχανή που να τους αναλογεί; Γίνεται μια τέτοια κατασκευή «ειρηνικά»; Tι συνεπάγεται η βία και το αίμα που «χρειάζονται» για να χαραχτούν σύνορα εκεί που δεν υπήρχαν; H πρόσφατη βαλκανική πραγματικότητα μοιάζει, από κάποιες πλευρές της, μονότονη επανάληψη της ιστορίας της: τοπικά και διεθνή αφεντικά, σε μια μεταβλητή γεωμετρία συμφερόντων και αντιθέσεων, κτίζουν και γκρεμίζουν επικράτειες πάνω στους «αδύνατους» της περιοχής - προλετάριους, αγρότες, ακόμα και μικροαστούς που δεν προλαβαίνουν να χωρέσουν στην «σωστή» μεριά. Kαι το ελληνικό κράτος; Σίγουρα σήμερα είναι επεκτατικό... Aλλά στο παρελθόν;
H περίπτωση «ελληνικό καπιταλιστικό κράτος», μαζί με την ιστορία της, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα από προλεταριακή, ανταγωνιστική άποψη. Eδώ, στο Sarajevo, σκοπεύουμε να αφιερώσουμε αρκετές σελίδες στην ανάλυση αυτού του φαινομένου - το θεωρούμε απαραίτητο.
Παρακάτω είναι το πρώτο μιας μικρής σειράς κειμένων, που αποτελούν μια (αναπόφευκτα σύντομη) ιστορική / κριτική παρουσίαση ενός μέρους του εν πολλοίς άγνωστου επεκτατικού παρελθόντος του ελληνικού κράτους: την κατάληψη της μακεδονίας, που στον καιρό της ονομάστηκε «κατάκτηση», και αργότερα - για ευνόητους λόγους - «απελευθέρωση».
Τα μυστικά του βούρκου
Καλά κρυμμένες ιστορίες του ελληνικού ιμπεριαλισμού
"Ως το φθινόπωρο του 1905 ένα βασίλειο τρόμου είχε εγκαθιδρυθεί σε όλη την κεντρική Μακεδονία"
Henry N. Brailsford, ανταποκριτής της βρετανικής
εφημερίδας Manchester Guardian
"Κύριε Ταγματάρχα, από τους τούρκους μας ελευθερώσατε, από σας ποιος θα μας ελευθερώσει;"
Ερώτηση χωρικού σε κάποιο μακεδονίτικο χωριό το 1912 προς αξιωματικό του ελληνικού στρατού.
Περιέχεται σε επίσημη στρατιωτική έκθεση
προς τον νομάρχη Φλώρινας.
Το πρωινό της 10ης Ιούλη 1904 ένας άντρας διασχίζει τα ελληνο-οθωμανικά σύνορα και κατευθύνεται προς την Κοζάνη. Δεν είναι μόνος του· τον ακολουθεί μια ομάδα 35 μισθοφόρων, στρατολογημένων με αμοιβή 1 ως 2 χρυσές λίρες μεταξύ των πιο έμπειρων κατσαπλιάδων συμμοριτών. Παριστάνει τον ζωέμπορο και κυκλοφορεί με το ψευδώνυμο Μίκης Ζέσας. Το πραγματικό του όνομα είναι Παύλος Μελάς, είναι αξιωματικός του ελληνικού στρατού, ιδρυτής του μακεδονικού Κομιτάτου στην Αθήνα και σταλμένος στην οθωμανική Μακεδονία σε μια κρίσιμη (όσο και μυστική) αποστολή: να οργανώσει ένοπλους πυρήνες και να ξεκινήσει εκστρατεία εκκαθάρισης των "βουλγαρίζοντων στοιχείων" της μακεδονικής υπαίθρου και τρομοκράτησης του πληθυσμού για να απομακρυνθεί από την βουλγαρική επιρροή.
Δεν είναι η πρώτη φορά που αυτός ο μυστικός πράκτορας του ελληνικού κράτους φτάνει στην Mακεδονία με εντολή από την Αθήνα. Είχε προηγηθεί τον Φλεβάρη του ίδιου έτους μία τουλάχιστον ακόμη, όταν μαζί με άλλους τρεις αξιωματικούς πήγε να διαπιστώσει επί τόπου αν υπήρχαν οι συνθήκες διεκδίκησης αυτής της πολύτιμης οθωμανικής επαρχίας, που είχε γίνει το μήλο της έριδας ανάμεσα στους αντίπαλους εθνικισμούς της περιοχής: του ελληνικού, του βουλγάρικου και του σερβικού.
Οι αναφορές των δύο είναι απογοητευτικές. Οι ντόπιοι όχι μόνο δεν σκαμπάζουν γρι από ελληνικά κι είναι αδιάφοροι ως φοβισμένοι απέναντι στα κηρύγματα των παπάδων, των πληρωμένων δημοσιογράφων και των πρακτόρων· αλλά ταυτίζουν κιόλας τους "έλληνες" με μία από τις πιο σκληρές όψεις της οθωμανικής διοίκησης: την διαρκή καταλήστευσή τους μέσω της βαριάς φορολογίας που επέβαλλε το πατριαρχείο. Ο Μελάς (μαζί μ’ έναν ακόμη) όμως έχει αντίθετη άποψη. Έχει μεγαλώσει σε ένα από τα πιο σκληροπυρηνικά εθνικιστικά περιβάλλοντα της Αθήνας, έχει τεντωμένα τ’ αυτιά του στα μηνύματα που έρχονται απ’ όλες τις μεριές της Ευρώπης για το πώς κατασκευάζονται τα έθνη, και ξέρει καλά ότι εκεί που δεν περνάνε τα ιστορικά παραμύθια για μεγαλέξανδρους και μαρμαρωμένους βασιλιάδες, η προπαγάνδα, οι εξαγορές και οι εκβιασμοί, εκεί που τα λόγια αποδεικνύονται πολύ "μαλακά" για να διαπεράσουν τα υποκείμενα, υπάρχει και ο άλλος δρόμος: σκοτώνουμε καμπόσους για να τρομοκρατήσουμε τους υπόλοιπους κι αφήνουμε τον φόβο και την βία να γίνει το έδαφος που πάνω του θ’ αρχίσουν με το στανιό να ξεφυτρώνουν "ελληνικές πλειοψηφίες".
Το πρωινό εκείνο μια ομάδα πληρωμένων δολοφόνων, ένας αξιωματικός καλιγωμένος από πατριωτικά καθήκοντα, μ’ ένα φορτίο όπλα, μια τσάντα γεμάτη χρυσές λίρες κι ένα σχέδιο να φέρουν σε πέρας, περνούν τα σύνορα και ξεκινάνε αυτό που στην ελληνική μυθολογία πέρασε ως "μακεδονικός αγώνας". Δηλαδή την ένοπλη διεκδίκηση της Μακεδονίας όχι σε βάρος των τυπικών διοικητών της - της οθωμανικής αυτοκρατορίας- αλλά των ίδιων των ανθρώπων της. Ο Μελάς τρέμει από ανυπομονησία: "Τρέμω και συγκινούμαι σκεπτόμενος ότι εγώ, ο οποίος ουδέ μύγα εσκεμμένως εσκότωσα ποτέ, από αύριο θα φονεύσω, θα δολοφονήσω ίσως και ανθρώπους ακόμα, τρέμω, αλλά ανυπομονώ να το κάμω". Τρόμος κι ανυπομονησία...
Η έναρξη των ελληνικών επιχειρήσεων θα προκαλέσει εννιά δεκαετίες αργότερα ρήγμα στο χωροχρονικό συνεχές. Στις 14/2/1992 στο κέντρο της Θεσσαλονίκης κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου συλλαλητηρίου εναντίον του κράτους της μακεδονίας, θα κάνει την εμφάνισή της μια μαύρη τρύπα (τόσο μαύρη όσο ο απροκάλυπτος ρατσισμός των ελλήνων εναντίον των βόρειων γειτόνων και τόσο τρύπια όσο οι ιστορικοί ισχυρισμοί τους) και θ’ αρχίσει να καταπίνει μυαλά, πανό, περικεφαλαίες, δικέφαλους, τρικέφαλους, πατριώτες, φασίστες, σταλινοχριστιανούς... ξερνώντας τους στο παρελθόν, στο πλάι των τότε πρακτόρων του ελληνικού ιμπεριαλισμού. Θαύμα! Θαύμα! Άλλη μια απόδειξη της αδιατάρακτης ιστορικής συνέχειας των ελλήνων· σαν να μην πέρασε μια μέρα έτρεμαν με την ίδια ανυπομονησία του Μελά για να γλιτώσουν την Μακεδονία απ’ τον "εκσλαβισμό" [1].
Ο ανταγωνισμός των τοπικών εθνικισμών για την Mακεδονία (τόσο μεταξύ τους όσο κι εναντίον της γερασμένης κι ετοιμόρροπης οθωμανικής αυτοκρατορίας) στο πέρασμα από τον 19ο στον 20ο αιώνα όσο άγριος κι αν ήταν (και ήταν πράγματι από τους πλέον βάρβαρους) δεν παύει να αποτελεί τυπική περίπτωση μιας εξαιρετικά βίαιης καπιταλιστικής διαδικασίας που άλλαξε την ευρώπη απ’ τα θεμέλια κι έφερε στο προσκήνιο της ιστορίας τα έθνη-κράτη. Μες στο διάστημα ενός αιώνα η ευρωπαϊκή ήπειρος, μέσα από βίαιες ενοποιήσεις (όπως στην περίπτωση του γερμανικού και του ιταλικού κράτους) κι εξίσου βίαιες διαλύσεις (όπως στην περίπτωση της οθωμανικής και της αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας), με καταλύτη τις φιλοδοξίες αντίπαλων αστικών τάξεων και τους πολέμους που εξαπέλυσαν, μετασχηματίστηκε - χοντρικά - στον κυκεώνα των σημερινών σαράντα τόσων εθνικών κρατών.
Στα βαλκάνια του 19ου αιώνα, δηλαδή στα ευρωπαϊκά εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αδιαμφισβήτητοι πρωταγωνιστές αυτής της διαδικασίας ήταν ασφαλώς οι ελληνόφωνοι χριστιανοί της αυτοκρατορίας που ένα μέρος τους αρχικά θα εξελιχτεί σε "έλληνες" και στη συνέχεια θα φτιάξει το κράτος του και θα κατασκευάσει το έθνος του. Ξανά, η ελληνική περίπτωση έχει όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά κάθε άλλης αντίστοιχης. Μια νεοσύστατη αστική τάξη με δυσανάλογα μεγάλη οικονομική δύναμη σε σχέση με το περιβάλλον της, σε ασφυκτικό περιορισμό μέσα στο πλαίσιο των παραδοσιακών σχέσεων, με κατακτημένη συνείδηση του εαυτού της και των διακριτών συμφερόντων της, που συνδυάζει την δύναμή της με την εθνικιστική ιδεολογία κάποιας φράξιας (καπιταλιστικά λειτουργικών) διανοούμενων και ξεκινάει την αιματηρή εποποιία των αστικών επαναστάσεων: πόλεμος ενάντια σε παλιούς και νέους ανταγωνιστές για εξασφάλιση του ζωτικού γεωγραφικού χώρου και πέρασμα από το προκρούστειο κρεβάτι των εθνικών εκκαθαρίσεων όσων -συνήθως πληβείων - δεν ταιριάζουν στις νέες εθνικές προδιαγραφές.
Αν η ελληνική περίπτωση έχει μια ιδιαιτερότητα, πέρα από την ιστορική της πρωτοπορία (στα 1821 μια ένοπλη εξέγερση με στόχο την ίδρυση εθνικού κράτους δεν ήταν κάτι το συνηθισμένο), είναι ότι το ελληνικό εθνικό σχέδιο δεν ήταν αφηρημένα "καπιταλιστικό / κρατικό" αλλά είχε εξ’ αρχής ρητό στόχο: την επέκταση. Εξαιτίας της αυξημένης οικονομικής δύναμης, της πολιτικής ισχύος σε όλη την κλίμακα της οθωμανικής διοίκησης και σ’ όλη την έκταση της αυτοκρατορίας, της τεράστιας επέκτασης και δικτύωσης των ελλήνων εμπόρων και εφοπλιστών σχεδόν σε όλο τον κόσμο (τουλάχιστον στον "κόσμο" που είχε αξία για τα οικονομικά μέτρα της εποχής) και της "εστίας" στα νότια Βαλκάνια που ήταν εξαιρετικής γεωστρατηγικής σημασίας, το νεοσύστατο ελληνικό κράτος οργανώθηκε με κατεύθυνση "προς τα έξω". Η επέκταση έγινε η raison d’ etre της ελλάδας και ο ιμπεριαλισμός η κυρίαρχη πολιτική της (άσχετα αν ήταν επίσημη ή συγκαλυμμένη, αυτό είχε να κάνει με τις περιστάσεις) [2].
Για τέσσερις αιώνες, μέχρι η ελλάδα, η βουλγαρία και η σερβία [3] ν’ αρχίσουν τα στραβοκοιτάγματα και τα σπρωξίματα στα πέριξ της αυτοκρατορίας, η Mακεδονία διαβιούσε (όπως και ο υπόλοιπος κόσμος) έχοντας πλήρη άγνοια των ανύπαρκτων εθνών και της (ακόμη ασύλληπτης) καπιταλιστικής επινόησης της εθνικής συνείδησης. Διοικητικά, η οθωμανική αυτοκρατορία αναγνώριζε μόνο τη θρησκεία (κι αυτή μάλιστα ως συλλογική κι όχι ατομική ταυτότητα· η αστικοδημοκρατική έννοια του "πολίτη" είναι ακόμη άγνωστη) έχοντας χωρίσει τους υπηκόους της σε τέσσερις μεγάλες κοινωνικές ομάδες, τα μιλιέτ: μουσουλμάνοι, χριστιανοί ορθόδοξοι, αρμένιοι κι εβραίοι. Τα τρία μη μουσουλμανικά μιλιέτ τελούσαν υπό την ηγεσία ενός θρησκευτικού ηγέτη (στην περίπτωση των χριστιανών, του πατριάρχη Κωνσταντινούπολης) που αναφερόταν απευθείας και αποκλειστικά στον σουλτάνο και απολάμβαναν μεγάλης αυτονομίας: εφάρμοζαν δική τους νομοθεσία και οργάνωναν δικό τους φορολογικό σύστημα.
Στο χαλαρό διοικητικό σχήμα της αυτοκρατορίας η βασική υποχρέωση των μιλιέτ ήταν η περιοδική καταβολή ενός μέρους των φόρων που συνέλεγαν στα ταμεία της Iσταμπούλ. Αλλά ακόμη και σε αυτή την θρησκευτική / πολιτική βάση, το κάθε μιλιέτ ήταν σε πολλαπλά επίπεδα διασπασμένο. Μπορεί να ανήκαν στο ίδιο μιλιέτ, αλλά ελάχιστα ένωναν τους σλαβόφωνους χριστιανούς της υπαίθρου που περιοδικά λιμοκτονούσαν ανάλογα με τις φυσικές καταστροφές με τους ελληνόφωνους χριστιανούς εμπόρους των πόλεων που ταξίδευαν σε όλο τον κόσμο συσσωρεύοντας κέρδη, τους εβραίους χαμάληδες των λιμανιών του "μεροδούλι-μεροφάι" με τις πάμπλουτες εβραϊκές οικογένειες των κοσμοπολίτικων αντιλήψεων, την παντοδύναμη κι ανεξέλεγκτη στρατιωτική κάστα των μουσουλμάνων γενίτσαρων που η αγριότητά της έπεφτε αδιάκριτα στα κεφάλια όλων, ανεξαρτήτων θρησκείας και κοινωνικής θέσης, με τους μουσουλμάνους βιοπαλαιστές των μαχαλάδων ή τους μουσουλμάνους σκλάβους απ’ την αιθιοπία.
Η έννοια του "έλληνα" ήταν υπαρκτή αλλά δεν είχε εθνικό περιεχόμενο. Αντανακλούσε περισσότερο την κοινωνική άνοδο του υποκειμένου που επέλεγε για λόγους γοήτρου να αυτοχαρακτηρίζεται σαν έλληνας και να μαθαίνει ελληνικά γιατί ήταν η γλώσσα κύρους των πλουσίων και των ισχυρών. Οι νεόπλουτοι ήταν αυτοί που για να επικυρώσουν την "απελευθέρωσή" τους από την πληβειακότητα υιοθετούσαν το ελληνικό πρεστίζ. Αλλά αυτό ίσχυε και με άλλο τρόπο: η συντριπτική πλειοψηφία των πληβείων (που ένα μεγάλο μέρος της έτσι κι αλλιώς μιλούσε σλαβικά) ταύτιζε τα ελληνικά (που ήταν η γλώσσα του πατριαρχείου, των φαναριωτών και των πλούσιων εμπόρων) και κάθε τι το "ελληνικό" με την εξουθενωτική φορολογία και τη διαφθορά. Στην καθημερινότητά τους, οι δουλευτές της γης και οι φτωχοί των πόλεων δεν είχαν απέναντι κι ενάντια τους την απόμακρη Υψηλή Πύλη και τους αντιπροσώπους της που δεν αναμειγνύονταν στα εσωτερικά κάθε κοινότητας. Eίχαν κάποιους ελληνόφωνους παπάδες και προεστούς που τους άρμεγαν κανονικά κι είχαν πάνω τους απεριόριστη νομική δικαιοδοσία. Αυτό το στοιχείο έπαιξε καθοριστικό ρόλο κι εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την επιτυχία των νεοφώτιστων βούλγαρων εθνικιστών όταν άρχισαν τη δράση τους [4], αλλά και τους λόγους της απίστευτης αγριότητας που επέδειξαν οι αντιπρόσωποι της ελλάδας στη σύγκρουση για τα τρία οθωμανικά βιλαέτια - της Σαλονίκης, του Μοναστηρίου (σημερινή Μπίτολα) και του Ουσκούπ (σημερινά Σκόπια) - που στην ευρώπη και στα χριστιανικά κράτη των βαλκανίων ομαδοποιήθηκαν κάτω από το (γεωγραφικό) όνομα Mακεδονία.
Μια μεγάλη περίοδο, περίπου ως μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, η κατασκευή των εθνικών συνειδήσεων και η επιβολή εθνικών ταυτοτήτων στους κατοίκους της Mακεδονίας ήταν περισσότερο υπόθεση προπαγάνδας και εξαγορών (χωρίς να απουσιάζει βέβαια η ένοπλη δράση και η διείσδυση ελλήνων οπλαρχηγών στην Mακεδονία). Οι πλούσιοι αστοί διοχέτευαν ποταμούς χρημάτων για τον "εθνικό σκοπό" που χρησιμοποιούνταν βασικά για την εξαγορά συνειδήσεων και παράλληλα διάφοροι λόγιοι, σωματεία, ιεραποστολές, δάσκαλοι και μυστικοί πράκτορες όργωναν την ενδοχώρα σε συστηματικές προπαγανδιστικές εκστρατείες. Ταυτόχρονα, για πολλές κοινότητες αλλά και μεμονωμένα υποκείμενα, η "κυκλοφορία" μεταξύ ταυτοτήτων και η εναλλαγή τους ήταν μια από τις μεθόδους για να ελαφρύνουν κάπως τα βάσανα τους και να βελτιώσουν τη ζωή τους. Δεν ήταν μόνο οι έλληνες και οι βούλγαροι που είχαν επιδοθεί σε ανελέητο κυνήγι μυαλών και ψυχών. Το ίδιο έκαναν και διάφορες καθολικές, αλλά και προτεσταντικές οργανώσεις· το ίδιο έκαναν και πολλά ευρωπαϊκά κράτη μέσω των προξένων τους. [5]
Το επίπεδο της έντασης απογειώθηκε καταρχήν με ενέργειες της ίδιας της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι αυτοκρατορικοί αξιωματούχοι έβλεπαν τους δύο εθνικισμούς να παλεύουν ο ένας ενάντια στον άλλο και ήξεραν καλά ότι το τελικό διακύβευμα ήταν τα ίδια τα ευρωπαϊκά εδάφη της αυτοκρατορίας. Η λύση που έβλεπαν ήταν η όξυνση της μεταξύ τους σύγκρουσης με την ελπίδα να αλληλοεξουδετερωθούν ή έστω να ελαττωθεί η πίεση προς την αυτοκρατορία. Έτσι το 1870 η Πύλη αναγνωρίζει την ανεξαρτησία της βουλγαρικής εκκλησίας (της εξαρχίας) από το πατριαρχείο κι αποδίδει στους πιστούς της το καθεστώς του μιλιέτ. Το κρίσιμο σημείο ήταν η πρόβλεψη ότι όποια περιοχή το επιλέξει κατά τα 2/3 του πληθυσμού της, τότε θα υπάγεται στην εξαρχία. Έτσι άνοιξε η πόρτα για τον πιο άγριο ανταγωνισμό ανάμεσα στους πράκτορες των δύο εθνικών κέντρων. Κι αν οι βούλγαροι συνέχισαν να επαφίενται στην υψηλή διεισδυτικότητα της προπαγάνδας τους, οι έλληνες που βρέθηκαν να υποσκελίζονται κατάλαβαν ότι είναι η ώρα για πιο δραστικά μέτρα. [6]
Η άλλη εξέλιξη που όξυνε τον ανταγωνισμό ήταν η ίδρυση το 1893 στη Θεσσαλονίκη της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης (VMRO ή IMRO κατά την βουλγαρική ή αγγλική ακροστιχίδα). Ο κεντρικός στόχος της οργάνωσης ήταν "η Mακεδονία στους μακεδόνες" και τα κυριότερα στελέχη της ήταν αναρχικοί και σοσιαλιστές επαναστάτες που αδιαφορούσαν για τις εθνικές ταυτότητες και τις γλωσσικές διαφορές. Με σύνθημα "ούτε θεοί - ούτε αφέντες" ξεκίνησαν οργανωμένη κι εντατική δράση τόσο ενάντια στους αντιμαχόμενους εθνικισμούς, όσο κι ενάντια στην οθωμανική αυτοκρατορία, για την αυτονόμηση της Mακεδονίας. Η βουλγαρική ελίτ, με το σκεπτικό ότι μια αυτόνομη Mακεδονία μπορεί να είναι το πρώτο στάδιο για την τελική της αφομοίωση, προσπάθησε να προσεταιριστεί την ΕΜΕΟ (πολλοί πράκτορες της κατάφεραν να διεισδύσουν στις γραμμές της) και η διαπάλη ανάμεσα στις αντίπαλες φράξιες της οργάνωσης (την επαναστατική και την εθνικιστική) καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την αποτελεσματικότητα της οργάνωσης. Δεν ανέκοψε όμως τους διεθνιστές της ΕΜΕΟ από την προσπάθεια εφαρμογής των μεγαλεπήβολων στόχων τους. Το κορυφαίο - και μοιραίο συνάμα - σχέδιο τους προέβλεπε την ταυτόχρονη ανατίναξη στη Θεσσαλονίκη μιας σειράς στόχων με υψηλή συμβολική σημασία ώστε να υποχρεωθούν οι μεγάλες δυνάμεις να επέμβουν και να εισακουστεί το αίτημα για αυτονομία. [7]
Οι στόχοι που επιλέχθηκαν ήταν η οθωμανική τράπεζα, το γαλλικό ατμόπλοιο Γκουανταλκιβίρ που είχε αγκυροβολήσει στο λιμάνι, ο σταθμός της ηλεκτροδότησης, το ξενοδοχείο Βοσνιακό Χάνι, τα πολυτελή καφενεία της αποβάθρας και η σιδηροδρομική γραμμή που διέσχιζε την πόλη. Στις 28 Απρίλη 1903, στις 11:00 το πρωί, μια έκρηξη άνοιξε τα πλευρά του ατμόπλοιου· μέχρι το βράδυ ακολούθησαν οι υπόλοιπες προκαλώντας γενική συσκότιση και σκοτώνοντας αρκετούς. Τελευταία έμεινε η τράπεζα.
Η έκρηξη ήταν τέτοιου μεγέθους που μόνο οι εξωτερικοί τοίχοι έμειναν όρθιοι. Ο πανικός απλώθηκε γρήγορα σ’ όλη την πόλη, αλλά η οθωμανική αστυνομία ήταν ήδη στα ίχνη των δραστών. Δεν ήταν αβοήθητη στην επιχείρηση εξάρθρωσης της οργάνωσης· οι ελληνικές μυστικές υπηρεσίες που είχαν συγκεντρώσει εγκαίρως αρκετές πληροφορίες, είχαν "δανείσει" όλο το δίκτυό τους στην αστυνομία. Η αντίδραση των αρχών ήταν εξαιρετικά σκληρή: εκατοντάδες θανατώθηκαν, φυλακίστηκαν κι εξορίστηκαν στην λιβυκή Σαχάρα. Οι μεγάλες δυνάμεις έκαναν την παρέμβαση τους, αλλά δεν ήταν αυτή που περίμενε η ΕΜΕΟ: η αυτοκρατορία υποχρεώθηκε να δεχτεί τον διορισμό ευρωπαίων αξιωματούχων που επέβλεπαν αν η αστυνομία κάνει σωστά τη δουλειά της στην επαρχία. Η ΕΜΕΟ πάντως δεν εγκατέλειψε τις προσπάθειές της. Τρεις μήνες αργότερα, την ημέρα του προφήτη Ηλία, προσπάθησε να ξεκινήσει γενικευμένη εξέγερση στα χωριά της Mακεδονίας, αλλά κι αυτή η προσπάθεια ήταν βιαστική, ανοργάνωτη και πνίγηκε στο αίμα από τα οθωμανικά στρατιωτικά σώματα [8]. Τελικά η ΕΜΕΟ απέτυχε να επιβάλλει το στόχο της αυτονομίας, αλλά το ελληνικό κράτος από την αθηναϊκή του έδρα δεν έβλεπε με καθόλου καλό μάτι τις εξελίξεις. Είτε εθνικιστές, είτε επαναστάτες· είτε αυτονομιστές, είτε φιλοβούλγαροι, το πάνω χέρι στην Mακεδονία φαινόταν να το παίρνουν επικίνδυνα όσοι ήταν αντίθετοι στα ελληνικά συμφέροντα.
ΣHMEIΩΣEIΣ
1- Χαρακτηριστική διακήρυξη (του τότε δημάρχου Πειραιά) σε ένα από τα πολλά συλλαλητήρια που έγιναν το 1992 εναντίον του κράτους της μακεδονίας:
«...καλούμε τους εταίρους οι οποίοι γνωρίζουν τέλεια ότι η Μακεδονία είναι Ελλάδα, να θυμηθούν ότι χάρη στους αρχαίους Έλληνες στο Μαραθώνα και στη Σαλαμίνα η Ευρώπη γλίτωσε τον εξασιατισμό, χάρη στους μεσαιωνικούς Έλληνες η Ευρώπη απέφυγε την επιστροφή της στο βαρβαρισμό, χάρη στους νέους Έλληνες, όταν οι Τούρκοι έφθασαν προ των πυλών της Βιέννης, η Ευρώπη πρόλαβε τον εκτουρκισμό και τέλος χάρη στους σύγχρονους Έλληνες η Ευρώπη το 1940 αναθάρρησε για την επανάκτηση της ειρήνης, της ελευθερίας και της δημοκρατίας...»
Άφησε απ’ έξω τον εκχιονισμό, αλλά αυτός είναι ένας τομέας που οι έλληνες ούτως ή άλλως δεν διαπρέπουν.
[Επιστροφή]
2- Όταν εγκαθιδρύθηκε το ελληνικό κράτος στην περιορισμένη γεωγραφικά Πελοπόννησο οι πλέον ακμάζουσες ελληνικές κοινότητες (για την ακρίβεια, οι πιο δυναμικές ομάδες της ελληνικής αστικής τάξης) βρέθηκαν εκτός των συνόρων του. Οι ομάδες αυτές δεν δρούσαν πλέον ως αστικές τάξεις των χωρών τους, αλλά ως επί τόπου εκπρόσωποι του ελληνικού καπιταλισμού και "μακρινά εξαρτήματα" του ελληνικού ιμπεριαλισμού. Ταυτόχρονα, οι έμποροι και οι εφοπλιστές, ο σκληρός πυρήνας της ελληνικής αστικής τάξης, είχαν εξαπλωθεί σε τέτοιο βαθμό κι είχαν αναπτύξει τέτοιες σχέσεις με όλες τις "μεγάλες δυνάμεις" της εποχής, ώστε να μην είναι υπερβολικό ένα συμπέρασμα ότι η ελλάδα πριν ακόμη γίνει κράτος, υπήρξε ως μια εμπορική αυτοκρατορία.
Kατά συνέπεια το ισχνό και άπειρο ελληνικό κράτος λογικά φάνταζε και ήταν εξαιρετικά περιοριστικό για τις δουλειές των ελλήνων μεγαλοαστών. Όσον αφορά την πολιτική δύναμη, στο εσωτερικό της οθωμανικής αυτοκρατορίας και της διοικητικής της κλίμακας, οι έλληνες είχαν καταλάβει θέσεις κλειδιά μέχρι τις ανώτερες βαθμίδες, ενώ ολόκληρες περιοχές (όπως οι παραδουνάβιες ηγεμονίες) ήταν κάτω από τον δικό τους έλεγχο. Η παραίτηση από μια τέτοια ισχύ, με αντάλλαγμα την επικυριαρχία σε μια περιοχή άξια το πολύ για βοσκοτόπια, ήταν η τελευταία επιλογή στα σχέδια των ελλήνων αστών. Τέλος, οι έλληνες είχαν την οξύνοια να αντιληφθούν έγκαιρα ότι το πλανητικό οικόπεδο που τους έλαχε είχε αυξημένη βαρύτητα για τον παγκόσμιο έλεγχο (το αγγλικό, ρώσικο, γαλλικό και γερμανικό κράτος ήταν σε διαρκή ανταγωνισμό για το έλεγχο των Στενών και την δυνατότητα καθόδου στην ανατολική Μεσόγειο και ταυτόχρονα τα Βαλκάνια ήταν το σημείο κλειδί στον ευρωπαϊκό δρόμο για το Λεβάντε, την κεντρική Ασία και την ινδία). Το ελληνικό κράτος αφενός φρόντισε να εκμεταλλευτεί κατάλληλα τους διεθνείς ανταγωνισμούς προς δικό του όφελος κι αφετέρου επιδίωκε σταθερά την εξάπλωση για να επεκτείνει τον έλεγχο του στην πολύτιμη βαλκανική χερσόνησο και να μεγιστοποιήσει την γεωστρατηγική πρόσοδο που απολάμβανε.
Με εξαίρεση την πολιτική ισχύ στο εσωτερικό της νεκρής οθωμανικής αυτοκρατορίας (που όμως εξελίχτηκε σε αυξημένη βαρύτητα στο εσωτερικό διεθνών συμμαχιών, όπως η εε και το νατο) και τις ελληνικές παροικίες στο εξωτερικό που σταδιακά η δύναμή τους μεταφέρθηκε κι ενσωματώθηκε στο ελληνικό κράτος, τα άλλα δύο αποτελούν ως σήμερα δομικά χαρακτηριστικά του ελληνικού καπιταλισμού.
[Επιστροφή]
3- Το 1878 ιδρύθηκε το αυτόνομο «πριγκιπάτο της βουλγαρίας», πρόπλασμα του βουλγαρικού κράτους, που ήταν τυπικά οθωμανικό έδαφος, αλλά ουσιαστικά ανεξάρτητο. Η σερβία ήταν επίσης αυτόνομη στο εσωτερικό της οθωμανικής αυτοκρατορίας από το 1814 κι από το 1878 ανεξάρτητη.
[Επιστροφή]
4- Mεγάλη ώθηση των βουλγαρικών εθνικών σχεδίων έδωσε και το κίνημα του πανσλαβισμού που είχε σαν στόχο την ένωση όλων των σλάβων της οθωμανικής αυτοκρατορίας σε ένα ενιαίο κράτος. Το κίνημα αυτό (που απολάμβανε της στήριξης ακόμη και αναρχικών - ο Μπακούνιν ήταν από τους επιφανέστερους πανσλαβιστές) ήταν πριμοδοτούμενο και σε μεγάλο βαθμό ελεγχόμενο από το ρώσικο κράτος και λειτουργούσε ως εργαλείο εξυπηρέτησης της ρώσικης εξωτερικής πολιτικής. Η ρωσία επιδίωκε πάση θυσία (κι ακόμη επιδιώκει) να αποκτήσει πρόσβαση στη Μεσόγειο κι ει δυνατόν έλεγχο των Στενών και το σχέδιο της ήταν να φτιαχτεί ένα ισχυρό συμμαχικό κράτος στα βαλκάνια που θα την βοηθούσε στην υλοποίηση αυτού του στόχου. Η ρωσική προσοχή δεν ήταν εξ αρχής στραμμένη στην βουλγαρία· στράφηκε εκεί όταν έγινε φανερό ότι το ελληνικό κράτος διάλεξε οριστικά την στρατηγική συμμαχία με την αγγλία, διαψεύδοντας τις ρώσικες προσδοκίες.
[Επιστροφή]
5- Το 1860 πολλοί χωρικοί της Χαλκιδικής απειλούσαν να ασπαστούν τον καθολικισμό προκειμένου να γλιτώσουν την βαριά φορολογία που επέβαλλε ο τοπικός επίσκοπος και γάλλοι ιερείς τους υποσχέθηκαν ότι αν το κάνουν θα έχουν επίσκοπο της αρεσκείας τους και δεν θα πληρώνουν "ούτε ένα πιάστρο". Λίγο καιρό αργότερα το ίδιο έκαναν και διάφορες κοινότητες στο Κιλκίς.
Πολλοί χωρικοί στην αλβανία άλλαζαν δόγμα και μιλιέτ περιοδικά, ανάλογα με τις ανάγκες. Στους φοροεισπράκτορες δήλωναν μουσουλμάνοι για να μην πληρώνουν και να ‘χουν το ελεύθερο να οπλοφορούν. Στους στρατολόγους δήλωναν χριστιανοί για ν’ αποφύγουν τη θητεία. Στο τέλος πολλοί έφτασαν να δηλώνουν απλά "μουσουλμάνοι της Παναγίας".
Αντίστοιχα, πολλοί χριστιανοί κι εβραίοι προτιμούσαν να γίνουν μουσουλμάνοι για να απολαμβάνουν τα επιπλέον προνόμια κι αντίθετα με όσα λένε οι μύθοι περί βίαιων προσηλυτισμών, οι μουσουλμάνοι κατά τον 19ο αιώνα έφτασαν να ελέγχουν δικαστικά τους νεοφώτιστους για να διαπιστώσουν την αυθεντικότητα της αλλαγής πίστης και ν’ απορρίψουν όσους το έκαναν συμφεροντολογικά.
Τα προξενεία από τη μεριά τους, εκμεταλλευόμενα το καθεστώς διευκολύνσεων που παρείχε η οθωμανική διοίκηση, μοίραζαν αφειδώς διαβατήρια και υπηκοότητες κι έπαιρναν ολόκληρες κοινότητες υπό την προστασία τους (σύμφωνα με τις συμφωνίες οι κοινότητες αυτές έφευγαν εντελώς από τον έλεγχο της Υψηλής Πύλης) με στόχο να αυξήσουν την επιρροή των κρατών τους. Στη Σαλονίκη υπήρχαν ολόκληρες παροικίες "άγγλων", "ρώσων", "γάλλων", "βενετσιάνων"… που έχαιραν ασυλίας. "Μ’ ένα εκατομμύριο λίρες μπορώ να μετατρέψω τους μακεδόνες σε γάλλους" είχε πει ο γάλλος πρόξενος σ’ ένα δημοσιογράφο για να σχολιάσει την ευκολία και τους λόγους που οι περισσότεροι ασπάζονταν την μία ή την άλλη "εθνικότητα".
Πάντως θα κάναμε μεγάλο λάθος αν θεωρούσαμε αυτές τις μετατοπίσεις από τη μια ταυτότητα στην άλλη ως ενδείξεις "εθνικοποίησης". Οι λόγοι ήταν σαφέστατα κοινωνικοί, πολιτικοί κι οικονομικοί· οι κατά συνείδηση εθνικόφρονες θα αργούσαν ακόμη πολύ να κάνουν την εμφάνισή τους.
Στην ακμή του ανταγωνισμού ανάμεσα στους αντίπαλους εθνικισμούς η κατάσταση είχε φτάσει σε ακραία ως ευτράπελα επίπεδα: στο εσωτερικό της ίδιας οικογένειας μπορεί να συνυπήρχαν ταυτόχρονα πολλά "έθνη". "Ο Χαρίσης Μπόσκας εβουλγάριζεν, ο αδελφός του ελληνίζει σφόδρα και ο εξάδελφός του σερβίζει" έγραφε το 1905 ο έλληνας Λ. Κορομηλάς.
Άλλο ένα μικρό δείγμα της "εθνικής σύγχυσης" και ρευστότητας εκείνης της εποχής είναι το παρακάτω τοπικό τραγούδι της δυτικής Μακεδονίας:
Ε! μωρέ Βούλγαροι /
σλάβοι αλωνάρηδες /
δεν έχετε μούτρα εσείς /
για την Μακεδονία.
Τυπικό δείγμα έκφρασης ελληνικού εθνικισμού μέσω τραγουδιών, μόνο που οι παραπάνω στίχοι είναι η μετάφραση. Η κανονική απόδοση είναι σλαβική, και πάει ως εξής:
Έι! μωρέ Μπουγκάροι /
σλαβίντσοι γκουμνάροι /
νέμαϊτε βι μούτρα /
ζα Μακεντονία
Είναι φανερό ότι κάποιοι έμπλεξαν τα μπούτια τους, τραγουδώντας αντισλαβικά τραγουδάκια στα σλαβικά ...
[Επιστροφή]
6- Η τελευταία απογραφή που έκανε το 1904 η οθωμανική αυτοκρατορία στη Mακεδονία είναι ενδεικτική των "ισορροπιών". Με βάση το θρήσκευμα βρέθηκαν 648.962 πατριαρχικοί και 557.734 εξαρχικοί. Αλλά με βάση την γλώσσα η εικόνα είναι εντελώς διαφορετική: 896.496 βούλγαροι, συγκρινόμενοι προς 307.000 έλληνες, 100.717 σέρβους και 99.000 βλάχους. Οι έλληνες καθεστωτικοί ιστορικοί φυσικά θέλουν να μνημονεύουν μόνο την πρώτη μέτρηση (τσουβαλιάζοντας αδιάκριτα τις εξακόσιες χιλιάδες των πατριαρχικών στο ελληνικό σακούλι και θεωρώντας την οριακή πλειοψηφία τους ως απόδειξη της "ελληνικότητας" της μακεδονίας).
[Επιστροφή]
7- Οι ομάδα αναρχικών από τις τάξεις της ΕΜΕΟ που οργάνωσε το σχέδιο είχε πάρει το όνομα "Οι βαρκάρηδες". Προσδιόριζαν τους εαυτούς τους ως αυτοί "που εγκαταλείπουν την καθημερινή ρουτίνα και τα όρια της τάξης και σαλπάρουν προς την ελευθερία και τις άγριες θάλασσες πέρα απ’ το νόμο".
[Επιστροφή]
8- Η εξέγερση του Ίλιντεν, όπως έχει μείνει γνωστή στην ιστορία, γιορτάζεται σήμερα ως εθνική επέτειος του κράτους της μακεδονίας.
[Επιστροφή] |
|